«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Ἐνάντια στὴν πραγματικότητα, ἢ περὶ ἐλευθερίας

   Ψυχανεμίζομαι ἀπὸ περιρρέοντα σχόλια «ἐκσυγχρονιστικῆς»-ἐλευθεριακῆς προελεύσεως ὅτι εἶναι ἐσχάτως τῆς μόδας ἡ ὑπεράσπισις τῆς «πραγματικότητος», ἔναντι τῶν ἀναιδῶν ἐκείνων ποὺ ἐπιμένουν νὰ ὀνειρεύονται. Οἱ δὲ προτροπὲς αὐτὲς δὲν περιορίζονται στὴν τρέχουσα πολιτική, ἀλλὰ ἐπεκτείνονται ἀκόμη καὶ σὲ μεταφυσικὴ διάστασι (εἷς δὲ σχολιαστὴς ἔφθασε ἔως τοὺς Γνωστικοὺς καὶ τοὺς Μανιχαίους [1]). Μάλιστα, διὰ τοιούτου ὠμοῦ ὑλισμοῦ ἐπιχειρεῖται ἀπὸ «ὀρθολογιστές» («ρασιοναλιστὲς» [2]) τινὲς ἡ ἀντίκρουσις τῶν ἐπελαυνόντων μαρξιστῶν -λέγουν- τοῦ κομαντάτε Τσίπρα. Ματαία, φοβοῦμαι, ἡ προσπάθεια, καθ᾿ ὅσον ὁ ἐλευθεριακὸς καὶ ὁ μαρξιστικὸς ὑλισμός ἔχουν κοινὴ μήτρα· δὲν ἀποτελεῖ ο εἷς ἀπάντησιν εἰς τὸν ἄλλον, ἀλλὰ ἐκφάνσεις τοῦ ἰδίου προβλήματος.

   Ἐπιτρέψτε μου νὰ ξεκαθαρίσω τὴν θέσι μου:

   Εἶμαι ἐναντίον τῆς «πραγματικότητος».

   Ἡ μόνη πραγματικότης εἶναι ἡ Φαντασία.

   Εἴμεθα συμπολεμιστὲς τοῦ Δὸν Κιχώτη, ὀνειροπόλοι καὶ αἰθεροβάμονες, ἄποικοι τῶν εὐαγῶν αἰθέρων, ἱππότες κομητῶν καὶ ἀδελφοὶ νεφελωμάτων.
[3][4]


Φοιτητικὴ Λέσχη Φανταστικῆς Λογοτεχνίας (ΦΛΕΦΑΛΟ)

Σημειώσεις:
[1] ...Μὲ τὸ σκεπτικὸν ὅτι οἱ ὀνειροπόλοι (καὶ γενικῶς οἱ ἰδεαλιστές, οἱ θρῆσκοι, ὅλοι οἱ κατὰ τὸν καταγγέλλοντα ἀνορθολογιστὲς) εἶναι ἀρνηταὶ τῆς ὑλικῆς πραγματικότητος διότι μισοῦν τὸν κόσμο, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Γνωστικοί. Λάθος, διότι οἱ Γνωστικοὶ δὲν ἠρνοῦντο τὴν ὑλικὴ πραγματικότητα· κάθε ἄλλο· πραγματικότατη τὴν θεωροῦσαν, τὴν μόνη προσιτή, πλὴν ὅμως ἐγγενῶς κακή, δημιουργία τοῦ κακοῦ θεοῦ, τὸν δὲ ἀγαθὸ θεὸ ἀπρόσιτον στὸν ἄνθρωπο καὶ ἀμέτοχον στὸν κόσμο. Στὴν πραγματικότητα οἱ Γνωστικοὶ εὐρίσκονται πολὺ ἐγγύτερον στοὺς ὑλιστὲς παρὰ στοὺς ἰδεαλιστές (ἢ στοὺς χριστιανούς, ἢ στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες). Διότι, ἀπὸ τὴν θέσιν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀπρόσιτος καὶ ὁ κόσμος κακός, ἔως τὴν θέσιν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνύπαρκτος καὶ ὁ κόσμος χυδαία ὕλη, δὲν παρεμβάλλεται παρὰ ἕνα ἐλάχιστο λογικὸ βῆμα (τὸ ξυράφι τοῦ Ὄκκαμ). Ἀντιθέτως, γιὰ τοὺς χριστιανοὺς καὶ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ὁ κόσμος εἶναι ἔνθεος, τὰ πάντα πλήρη Θεοῦ.

Χρῆστος Γιανναρᾶς
[2] Ὀρθῶς ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς ἀντιδιαστέλλει τὸν ἑλληνικὸν «λόγον» ἀπὸ τὸ δυτικὸ «ratio» καὶ ἐπισημαίνει τὴν ταύτισι στὴν ἑλληνικὴ γνωσιοθεωρία τῆς λογικῆς καὶ τῆς ἐμπειρίας, τοῦ ἀληθεύειν μὲ τὸ κοινωνεῖν (τὸ ὀρθῶς διανοεῖσθαι διὰ τὸ ὀρθῶς κοινωνεῖν, στὸν Ἀριστοτέλη· Ἡράκλειτος: «διὸ καθ᾿ ὅ τι ἃν αὐτοῦ τῆς μνήμης κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δ᾿ ἃν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα» (Testimonia, ἀπόσπ. 16, 37-38)· βλ. συνοπτικῶς περὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀποφατισμοῦ κατὰ Γιανναρᾶ: Σωτήρης Μητραλέξης, «Πολιτικὴ ἀδολεσχία II», ἐκδ. manifesto, Σεπτ. 2012, ISBN 978-960-9570-07-7, σελ. 23-26· ἐπίσης, Κρυσταλία Πατούλη, «Χρήστος Γιανναράς: Η γνώση αληθεύει όταν κοινωνείται»)

Κώστας Φέρρης
   Ὁ δὲ Κώστας Φέρρης σημειώνει (σὲ συζήτησι στὴν ἠλεκτρονικὴ λίστα «λόγος»):
   «Ἡ μητρικὴ γλῶσσα εἶναι μόνο ἡ ἔναρθρη ἔκφραση τοῦ «φανταστικοῦ τόπου», εἶναι δηλαδὴ ἡ εἰκόνα του. Ὁ φανταστικὸς τόπος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος. Τό ᾿χα πεῖ καὶ παλιά, ἀλλὰ ἂς τὸ ἐπαναλάβω. Λόγος, κατὰ τὸ Liddel-Scott, εἶναι τόσο ὁ ἔναρθρος ἐκφερόμενος λόγος τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο καὶ ὁ ἐνδιάθετος, μὴ ἀρθρωμένος καὶ σκοτεινὸς (ἀφηρημένος) λόγος τῆς σκέψης. «Ὥστε ἐν τῇ λέξει λόγος, περιλαμβάνονται καὶ αἱ δύο φύσεις του».
   Ὁ ἔναρθρος λόγος εἶναι ἐργαλεῖο διαχωρισμοῦ, ἐργαλεῖο τοῦ κόσμου τῶν διαχωρισμένων, ἢ τοῦ κόσμου ποὺ βλέπομε ὡς διαχωρισμένο. Ἐνῷ ὁ ἐνδιάθετος λόγος, εἶναι καθρέφτης τοῦ Κόσμου τοῦ Ἑνιαίου, δηλαδὴ ἀντίθετος – καὶ συμπληρωματικός. Ἔτσι, ὁ λόγος ὁ ἔναρθρος ὁ στεγνός, ὅπου ἡ δομὴ καπελώνει τὸ νόημα, εἶναι ἀναληθὴς καὶ καθόλου πειστικός.
   Ὁ Ἅγιος Βασίλειος λέει πὼς στὸ κήρυγμα, γιὰ νὰ μιλήσει στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, πρέπει ὁ ρήτορας νὰ ἐντάξει στὸν προφορικό του λόγο, τὸν ἐνδιάθετο. Δηλαδὴ τὴν ποίηση. Τὴν ἀφαίρεση. Τὴ μνήμη τοῦ Ἑνιαίου. Τὸ αἴσθημα. (Κι ἐδῶ ἀρχίζει μιὰ ἄλλη μεγάλη κουβέντα, πάνω στὴν ὁποία κάποτε εἴχαμε διαφωνήσει μὲ τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ, καὶ στὸ τέλος... τὸν ἔπεισα!)»

[3] «Ἔχουμε μετακομίσει εἰς τούς εὐαγεῖς αἰθέρες· Εἴμεθα αἰθεροβάμονες!» Ἰωάννης Φουράκης, «Μανιφέστο τοῦ Ὑπερβατικοῦ Ἑλληνισμοῦ».

Howard Phillips Lovecraft
[4] «Verily, I have travelled to strange places which are not upon the earth or any known planet. I have been a rider of comets, and a brother to the nebulae.» Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, ἐπιστολὴ στὸν Ράινχαρντ Κλάινερ, 21-5-1920.

* * *

   ...Φορᾶμε τὸν καλογυαλισμένο θώρακα καὶ τὴν περικεφαλαία μας, ἀδράχνουμε γερὰ τὸ κοφτερὸ μας ξίφος καὶ σηκώνουμε τὴν βαρειὰ ἀσπίδα μὲ τὸν προγονικὸ θυρεὸ ἢ τὸ φοβερὸ γοργόνιο, ἱππεύουμε τὸ γοργό μας ἄτι καὶ μὲ τὰ φλάμπουρά μας νὰ κυματίζουν περήφανα στὸν ἄνεμο, ξεχυνόμαστε... γιὰ ποῦ; οὔτε ξέρουμε οὔτε ρωτοῦμε· ἐκεῖ ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ ἡ φωνὴ τοῦ Πεπρωμένου...


«Ἰωάννα τῆς Λωραίνης», τοῦ Δημήτρη Κατῆ

* * *

   Τὸ ἀκόλουθο κείμενο ἀνήκει στὸν ἐξερευνητὴ τῆς Φαντασίας Παντελῆ Γιαννουλάκη. Εἶναι μιὰ πολιτικὴ διακήρυξις. Ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἐλευθερία· τὴν ἐλευθερία γιὰ τὴν ὁποίαν κανεὶς σοσιαλιστὴς ἢ φιλελεύθερος ἢ ὁποιοσδήποτε ἄλλος πολιτικὸς ἀναμορφωτὴς δὲν μᾶς ἔχει μιλήσει.

Ὀνειροπόλοι καὶ αἰθεροβάμονες: Ἰωάννης Φουράκης,
Παντελῆς Γιαννουλάκης, Χρίστος Γούδης.

Ἀναρωτήθηκες ποτὲ ἂν εἶσαι στ᾿ ἀλήθεια ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος;
  
   Νομίζω πὼς εἶναι ἕνα ζήτημα τὸ ὁποῖο ἀξίζει νὰ τὸ συλλογιστεῖς σοβαρά, καὶ ἴσως νὰ μπορέσω νὰ σὲ βοηθήσω λιγάκι σ᾿ αὐτό...
   Ἂς ποῦμε, ἄραγε, μπορεῖς νὰ πᾶς ὅπου θέλεις, ὅποτε θέλεις; Ἔχεις ἐλευθερία κινήσεων; Μπορεῖς νὰ ταξιδέψεις, νὰ γνωρίσεις τὸν κόσμο, ἂς ποῦμε, νὰ δεῖς ἀπὸ κοντὰ ἕνα καγκουρὼ στὴν Αὐστραλία; Ὄχι; Εἶναι μακριὰ καὶ θέλει πολλὰ λεφτά; Ἐντάξει.
   Χμ... Μπορεῖς, ἂν τὸ ἐπιθυμεῖς, αὔριο τὸ πρωὶ νὰ πιεῖς ἕνα καφὲ στὸ Πήλιο; Νὰ πᾶς γιὰ ψάρεμα στὴ Μυτιλήνη; Νὰ πᾶς γιὰ βαρκάδα στὰ φιὸρδ τῆς Νορβηγίας; Τί; Πρέπει νὰ πᾶς στὴ δουλειὰ αὔριο τὸ πρωὶ καὶ δὲν μπορεῖς; Ἔχεις ὑποχρεώσεις; Μάλιστα...
   Ἔ, τότε μπορεῖς νὰ διαβάσεις τὴν Κοσμικὴ Τριλογία τοῦ C. S. Lewis, ἕνα βιβλίο τὸ ὁποῖο κατὰ τὴ γνώμη μου εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ὑπέροχα ποὺ γράφτηκαν ποτέ, τὸ ὁποῖο θὰ σὲ ταξιδέψει σὲ ἄλλους πλανῆτες καὶ ἄλλους κόσμους. Τί; Δὲν ἔχει εκδοθεῖ στὰ ἑλληνικὰ καὶ δὲν ξέρεις ἀγγλικά; Εἶναι ὀκτακόσιες σελίδες καὶ δὲν ἔχεις χρόνο; Δὲν διαβάζεις τέτοια πράγματα; Καλά, ἐντάξει... Χμ, τότε σίγουρα θὰ μπορεῖς νὰ κάνεις μιὰ ὑπέροχη κουβέντα μ᾿ ἕναν φίλο σου, σήμερα τὸ βράδυ, καὶ νὰ συζητήσετε γιὰ τὰ ταξίδια στὸ Χρόνο, γιὰ τὰ ἰσλανδικὰ ἔπη, γιὰ ἕνα παλιὸ ταξίδι σας στὴν Πράγα, γιὰ τὴ χαρτογραφία τῶν ἀνέμων, γιὰ τὸ Megapolisomancy, γιὰ τὶς προοπτικὲς τοῦ Virtual Reality... Ἄ, μάλιστα, καταλαβαίνω... Οἱ φίλοι σου δὲν ξέρουν οὔτε θέλουν νὰ ξέρουν γιὰ τέτοια πράγματα, μιλᾶνε συνέχεια γιὰ ποδόσφαιρο, πολιτική, οἰκονομικὰ προβλήματα, σέξ, (κι ἂν εἶσαι γυναίκα, οἱ φίλες σου μιλᾶνε γιὰ καλλυντικά, γιὰ ἄντρες, γιὰ κουτσομπολιὰ καὶ γιὰ τὴν καριέρα τους).
   Τέλος πάντων, σίγουρα μπορεῖς τουλάχιστον νὰ κοιμηθεῖς καὶ νὰ δεῖς κάποιο ὡραῖο ὄνειρο, νὰ ζήσεις ὑπέροχες περιπέτειες σὲ μιὰ μακρινὴ Ὀνειροχώρα. Τί; Δὲν θυμᾶσαι ποτὲ τὰ ὄνειρά σου; Νομίζεις ὅτι μᾶλλον δὲν βλέπεις ποτὲ ὄνειρα;
   Ἐντάξει, τότε ἁπλά ἂς ποῦμε ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ πᾶς ὅπου θέλεις, ὅποτε θέλεις, «λόγῳ ἀνωτέρας βίας», ἀλλὰ κατὰ τὰ ἄλλα εἶσαι ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος...
   Λοιπόν, ἂς δοκιμάσουμε κάτι ἄλλο...
   Μπορεῖς νὰ πεῖς ἐλεύθερα τὴ γνώμη σου γιὰ κάτι; Ναί, ξέρω, φυσικὰ καὶ μπορεῖς νὰ τὴν πεῖς ἐλεύθερα, ὅμως, εἶναι ἡ δική σου γνώμη; Μήπως δὲν διαφέρει καὶ πολὺ ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη γνώμη ὅλων τῶν ἄλλων; Τί σημασία ἔχει νὰ λέμε ἐλεύθερα τὴ γνώμη μας, ἂν αὐτὴ εἶναι ἴδια μὲ ὅλες τὶς ἄλλες!... Ναί, ξέρω, εἶσαι ἰδιαίτερος ἄνθρωπος καὶ αὐτὸ δὲν ἰσχύει γιὰ σένα. Ἐντάξει, λοιπόν. Πές μου τότε, ποιά εἶναι ἡ ἐλεύθερη γνώμη σου -χμ- γιὰ τὴν ἀποκωδικοποίηση τοῦ DNA; Ἀχά, μάλιστα, ἀφήνεις αὐτὰ τὰ δύσκολα θέματα γιὰ πιὸ εἰδικοὺς ἀπὸ ἐσένα, αὐτοὶ ἔχουν λόγο καὶ δικαίωμα νὰ ἔχουν γνώμη, ἐνῶ ἐσὺ ὄχι (ἔ, μὴν γελοιοποιηθοῦμε κιόλας...). Ἄ, θυμήθηκες τώρα κάτι ποὺ ἄκουσες γιὰ τὸ ζήτημα: ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν στὸν κλωνισμό, ἐκεῖνο ποὺ κάνανε μὲ κάτι πρόβατα, ποὺ εἶναι κάτι πολὺ κακὸ γιατὶ ἐπεμβαίνουμε ἀλαζονικὰ στὴ Φύση, καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀφήσουμε νὰ γίνει αὐτὸ σὲ ἀνθρώπους. Μάλιστα, πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἡ γνώμη σου, εἶναι πολὺ πρωτότυπη καὶ πολὺ ἐνημερωμένη. Καὶ τὴν εἶπες καὶ ἐλεύθερα. Κι ἀφοῦ δὲν ἄκουσες κανέναν νὰ σὲ κοροϊδεύει, ἀφοῦ κανεὶς δὲν σὲ συνέλαβε, πάει νὰ πεῖ ὅτι εἴτε εἶσαι ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἴτε ὅτι σοφὰ δὲν διακινδυνεύεις μακριὰ ἀπὸ τὴν πεπατημένη. ΟΚ...
   Ἀλήθεια, εἶσαι ἐλεύθερος νὰ ἀσχοληθεῖς μὲ ὅ,τι θέλεις; Ἂς ποῦμε, μπορεῖς νὰ γίνεις ἀστροναύτης ἂν τὸ ἐπιθυμεῖς; Νὰ ἀσχοληθεῖς μὲ τὴν κατασκευὴ λαβυρίνθων, νὰ γίνεις ζωγράφος, νὰ παίξεις καταπληκτικὸ τρομπόνι, νὰ ἀσχολεῖσαι μόνο μὲ τὶς ποικιλίες τοῦ σεξ, νὰ κάνεις τὸν ἀκροβάτη, νὰ κάνεις ἐξερευνήσεις στὴν Ἀραβία, νὰ γίνεις συλλέκτης βαλσαμωμένων ἑρπετῶν, νὰ κάνεις ἐφευρέσεις, νὰ ἀσχοληθεῖς μὲ τὴν ὑψηλὴ ραπτικὴ ἢ μὲ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ πύργων; Ξέρω, ξέρω, δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ ἀληθινὰ θέλεις. Εἶσαι ἀναγκασμένος νὰ εἶσαι τραπεζικὸς ὑπάλληλος, φοιτητής, πωλήτρια, βενζινοπώλης, καφετζής, δημόσιος ὑπάλληλος, λογίστρια, ἐκπαιδευτικός, γραμματέας, κλητήρας, δικηγόρος, ὑδραυλικός. Μάλιστα, καταλαβαίνω, πρὸς τὸ παρὸν δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ ἀληθινὰ θέλεις, ἀλλὰ εἶσαι ἐλεύθερος νὰ τὸ κάνεις κάποτε. Μὲ συγχωρεῖς ποὺ ρωτῶ, ἀλλὰ πότε; Σύντομα, ἐντάξει, ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσύ...
   Νὰ σὲ ρωτήσω καὶ κάτι ἄλλο; Ἀφοῦ εἶσαι τόσο πιεσμένος καὶ τόσο προσγειωμένος (παρ᾿ ὅλη τὴν ἐλευθερία σου), κάνεις κάποια ὄνειρα; Γιατί νὰ μὴν ἀκολουθήσεις αὔριο τὰ ὄνειρά σου; Γιατί νὰ μὴν προσπαθήσεις νὰ τὰ κάνεις πραγματικότητα, ὅσο τρελὰ κι ἂν εἶναι; Τί περιμένεις; Νὰ γεράσεις;
   Χμ, σὲ βλέπω λίγο σκεπτικό. Ἂς σὲ βοηθήσω λίγο...
   Κατ᾿ ἀρχήν, πές μου, ποιά εἶναι τὰ μεγάλα σου ὄνειρα; Τί; Νὰ ἀποκτήσεις δικό σου σπίτι, αὐτοκίνητο, home cinema, πολλὰ λεφτά, καλὸ φαγητό, μπάνια, σέξ, γλέντια καὶ μπουζούκια; Μά, αὐτὰ δὲν εἶναι ὄνειρα, αὐτὰ εἶναι καταναλωτικὰ προϊόντα καὶ ψυχαγωγία. Ὄνειρα δὲν ἔχεις; Ἐννοῶ, κάτι τρελό, κάτι ἄπιαστο, ἕνα ὅραμα, τέλος πάντων κάτι δικό σου, ἕνα πεπρωμένο. Μάλιστα, καταλαβαίνω, ὡραῖες εἶναι οἱ φαντασίες ἀλλὰ ἡ ζωὴ εἶναι σκληρὴ καὶ συγκεκριμένη, ἔχεις ἀνάγκες, ὑποχρεώσεις, ἡ βιοπάλη, ἀδικία, κουράζεσαι πολύ, προβλήματα, χρειάζεσαι ξεκούραση, νὰ ξεσκάσεις, κλπ, κλπ, ἐντάξει.

   Τί; Θέλεις νὰ μὲ ρωτήσεις κι ἐσὺ κάτι; Σ᾿ ἀκούω. Μήπως εἶμαι λίγο παράξενος;
   Νὰ σοῦ πῶ, δὲν εἶμαι λίγο παράξενος, γιὰ σένα εἶμαι πολὺ παράξενος, πάρα πολὺ παράξενος. Ἢ μᾶλλον, εἶμαι κάτι σὰν ἐξωγήινος. Καὶ νὰ φανταστεῖς ὅτι ἔχω καὶ ἀρκετοὺς φίλους ποὺ εἶναι σὰν κι ἐμένα, γιὰ νὰ μὴ μιλήσω καὶ γιὰ τοὺς ἄγνωστους φίλους μου. Ἔχουμε κάνει εἰσβολὴ στὸν πλανήτη σας, κρυφά. Εἴμαστε μεταμφιεσμένοι καὶ κυκλοφοροῦμε ἀνάμεσά σας, κι εὐτυχῶς ποὺ δὲν ἔχετε καθόλου φαντασία γιὰ νὰ φανταστεῖτε τὶ τύποι εἴμαστε, ἀλλιῶς θὰ τὴν εἴχαμε βαμμένη.
   Γιὰ παράδειγμα, συχνὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὸ Φλὸρ καὶ μὲ τὸ Φλομπεράλ (τί εἶναι αὐτά; ), παίζουμε παιχνίδια ρόλων καὶ συμπεριφερόμαστε σὰν νὰ ζοῦμε στὸ 1390, συζητᾶμε γιὰ τὰ ξωτικά, προσπαθοῦμε νὰ ἐντοπίσουμε πύλες γιὰ ἄλλους κόσμους, ἀκοῦμε μουσικὲς ποὺ δὲν ἔχεις ἀκούσει ποτέ σου, καβγαδίζουμε γιὰ τὴ μελλοντολογία, ἀνταλλάσσουμε παράξενα βιβλία ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὰ βρεῖς πουθενά, τὸ ὄνειρό μας εἶναι νὰ ἀποικίσουμε ἄλλους πλανῆτες ἢ νὰ ζήσουμε στὸ Λὸχ Νὲς καὶ νὰ φωτογραφίζουμε φαντάσματα, προσπαθοῦμε νὰ γίνουμε «Ἀστυμάγοι» (τί εἶναι αὐτό; ), βλέπουμε φωτεινὰ αυγὰ γύρω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους (!), γράφουμε ποίηση (τί εἶναι αὐτό; ).
   Παρ᾿ ὅλα αὐτά, κι ἐμεῖς θέλουμε νὰ ξεσκάσουμε λίγο, καμμιὰ φορά. Θυμᾶμαι τότε ποὺ μὲ τὸ φίλο μου τὸν Λάμπρο θέλαμε νὰ ἀπομονωθοῦμε γιὰ λίγο καιρὸ σ᾿ ἕνα σπίτι στὴν ἐξοχή. Θέλαμε, ὅπως λέγαμε, «νὰ διαβάσουμε μπλεγμένους μεταξύ τους ὅλους τοὺς στίχους χιλίων ποιημάτων, νὰ παίξουμε μὲ στρατιωτάκια μέσα στὴ ζούγκλα μιᾶς φλοκάτης, νὰ ἀνακρίνουμε τὶς λάμπες καὶ τὰ πορτατίφ, νὰ ἀναγκάσουμε ἕνα τραπεζομάντιλο νὰ μᾶς πεῖ τὶς συνταγὲς τῶν φαγητῶν ποὺ φιλοξένησε, νὰ ἐπισκεφτοῦμε τὸ βουκολικὸ τοπίο ἑνὸς ἀδιάφορου πίνακα, νὰ κοιτᾶμε σιωπηλοὶ μὲ τὶς ὧρες τὰ παμπάλαια μπιμπελὸ τῆς γιαγιᾶς ποὺ θὰ μᾶς νοίκιαζε τὸ σπίτι, γιὰ ν᾿ ἀνακαλύψουμε μέσα τους χαμένες μνῆμες τῆς παιδικῆς μας ἡλικίας. Νὰ κοιμόμαστε καὶ νὰ διηγούμαστε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον τὰ ὄνειρα ποὺ εἴδαμε...»
   Ναί, εἴμαστε λίγο παράξενοι, οἱ φίλοι μου κι ἐγώ. Τί; Δὲν εἶναι τοῦ γούστου σου ὅλα αὐτὰ τὰ περίεργα; Εἶναι σαχλαμάρες ὅλα αὐτά; Ἐντάξει, δὲν τρέχει τίποτε, δικαίωμά σου εἶναι, στὸ κάτω-κάτω ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἶσαι...

   ...

William Butler Yeats
   Ἀποχαιρετῶ τὸν ἀναγνώστη μου μὲ ἕνα ἀγαπημένο μήνυμα ποὺ ἄφησε πίσω του ὁ νεκρὸς ποιητὴς καὶ ἄρχοντας τοῦ Φανταστικοῦ, Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς:
   «Ἂς προχωρήσουμε μπροστά, βάρδοι καὶ παραμυθάδες, κι ἂς ἀδράξουμε ὅποιο λάφυρο λαχταρᾶ ἡ καρδιά, καὶ μὴ φοβᾶστε. Μὴ φοβᾶστε... Τὰ πάντα ὑπάρχουν. Τὰ πάντα εἶναι ἀληθινά. Καὶ ἡ Γῆ, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας μικρὸς κόκκος σκόνης κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας...»

[«Let us go forth, the tellers of tales, and seize whatever prey the heart long for, and have no fear. Everything exists, everything is true, and the earth is only a little dust under our feet.»
(William Butler Yeats, «The Celtic Twilight»)]

* * *

Βιβλιογραφικὲς ἐπιλογές (ἀπὸ διαφορετικὴ ἀφετηρία ἡ κάθε μία, ἀλλὰ ὅλες σχετικὲς μὲ τὰ ἀνωτέρῳ):
Φανταστικὴ Λογοτεχνία
  • Σταμάτης Μαμοῦτος, «Ρομαντισμός: Η Φαντασία απέναντι στον κόσμο της Νεωτερικότητας», περιοδικὸν «Litteraterra», τ. 2, Μαγικό Κουτί, Ἀπρ. 2010, σελ. 87-99
  • Σταμάτης Μαμοῦτος, «Η Φαντασία ως δύναμη ανατροπής: Από την εποχή του Ρομαντισμού στην μεταμοντέρνα Νεωτερικότητα», περιοδικὸν «Φανταστικὴ Λογοτεχνία», τ. 10, Μάιος 2012, σελ. 14-20
  • Γιῶργος Καραμπελιᾶς, «Η θεμελιώδης παρέκκλιση: Ρομαντισμός και διαφωτισμός στον εικοστό πρώτο αιώνα», Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2004
  • Ἀναστάσιος Γιαννᾶς, «Το γνωστικό ρεύμα και η μεταφυσική του καπιταλισμού», Patria, Ἀθήνα 2010
  • Παντελῆς Γιαννουλάκης, «Χ.Φ. Λάβκραφτ: Ταξίδι στη μοναξιά του χρόνου», Αρχέτυπο, Θεσσαλονίκη 1999
  • Παντελῆς Γιαννουλάκης, «Ονειροπόλος», άγνωστο, Θεσσαλονίκη 2005
  • Παντελῆς Γιαννουλάκης, «Τα ψάρια δεν ξέρουν ότι βρέχει», άγνωστο, β' ἔκδ., Θεσσαλονίκη 2009

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Λάμπει τὸ μέτωπό μου ὁλόδροσο...

   «Ξαναγύρισε στὰ βράχια καὶ εἶδε πάλι τὴ βαθειά, τὴ σκοτεινὴ τὴ θάλασσα. Μὰ ὁ ἥλιος εἶχε φύγει καὶ ἡ νύχτα κατέβαινε μὲ τὰ πένθιμά της χρώματα. Δὲν ἄκουγε ἄλλο παρὰ τὸ σφύριγμα τοῦ ἀέρα καὶ τ᾿ ἄγρια ξεφωνητὰ τῶν γλάρων. Καὶ κεῖ ἔμεινε ὄρθιος καὶ μόνος. [...] Τί ἀπέραντος ποὺ εἶναι ὁ ὀρίζοντας καὶ τί μικρὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸν εἶδεν ὅλον μὲ μιὰ ματιά. Καὶ κείνη ἡ ἀπέραντη θάλασσα τί εὔκολα ποὺ μποροῦσε νὰ πνίξῃ τοῦτο τὸ μικροκαμωμένο κορμί, ποὺ ἦταν τόσο κοντά της. Καὶ ὅμως αὐτὸ τὸ κορμὶ τὴν ἔβλεπε ὅλη μὲ μιὰ ματιά. Αὐτὸ τὸ κορμὶ εἶχε ψυχὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ κάμη κάτι στὸν κόσμο.»

Ἴων Δραγούμης
   Ὁ Ἴων Δραγούμης, ψηλὰ στὸν βράχο τοῦ Σουνίου, ἀγναντεύοντας τὸ πέλαγος. [1] Νέος καὶ ἀκαταστάλαχτος ἀκόμη, μαχόμενος μὲ τὰ πάντα, ἀμφισβητώντας τὰ πάντα, τὸν κόσμο, τὴν φύσι ἀκόμη, πρὸ πάντων τὸν ἑαυτό του. Μὰ μὲ φρόνημα γενναῖο. Νὰ κοιτᾷ τὴν ἄβυσσο, σὰν τὸν Φρειδερίκο Νίτσε, μὰ νὰ μὴν λιποψυχᾷ.
   «Ὄρθιος καὶ μόνος.» Κι ὁ ἄνεμος βοᾷ. «Καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ μεγαλείου εἶναι ἄνεμος ποὺ τρελαίνει τὰ ἀκρωτήρια», σημειώνει ὁ Δημήτρης Λιαντίνης. [2]
   «Καὶ ὅμως αὐτὸ τὸ κορμὶ τὴν ἔβλεπε ὅλη μὲ μιὰ ματιά.»

   Εικών, ὁ ἐμβληματικὸς πίνακας τοῦ γερμανικοῦ ρομαντισμοῦ, ἀπὸ τὸν Κάσπαρ Δαυὶδ Φρήντριχ.

Caspar David Friedrich, Der wanderer über dem nebelmeer
[Περιπλανώμενος ἐπάνω ἀπὸ τὴν θάλασσα τῆς ὀμίχλης], 1818

    «Τὸ ὡραῖο δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀρχὴ τοῦ τρομεροῦ, ποὺ μόλις καὶ τὴν ἀντέχουμε, κι ἂν τὸ θαυμάζουμε τόσο, εἶναι ποὺ ἀτάραχα δὲν καταδέχεται νὰ μᾶς συντρίψει. Εἶναι τρομερὸς κάθε ἄγγελος.» (Ράινερ Μαρία Ρίλκε) [3]

* * *

   Μιὰ μόνον εἰκόνα θὰ μποροῦσα νὰ θεωρήσω ἀνώτερη (καὶ ἴσως αὐθεντικότερα ἑλληνική). Αὐτὴν τοῦ ἀρχαϊκοῦ κούρου ποὺ ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὰ γαλανὰ νερὰ τῆς ἡλιόλουστης Μεσογείου, ὄχι μαχόμενος μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν φύσι, ἀλλὰ ἕνα μὲ τὴν φύσι, σφύζοντας ἀπὸ τοὺς χυμούς της καὶ γευόμενος τὴν ζωή. [4]
Λάμπει τὸ μέτωπό μου ὁλόδροσο,
στὸ βασίλεμα σειέται ἀνοιξιάτικο
βαθιὰ τὸ κορμί μου.
Βλέπω γύρα. Τὸ Ἰόνιο,
καὶ ἡ ἐλεύθερη γῆ μου!

Ἄγγελος Σικελιανός
   «Κάθε ἑλληνικὸ σπίτι ἔπρεπε νὰ διαθέτει δίπλα στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ἀντίδωρο τοῦτο τοῦ Σικελιανοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀκατάφθορη σάρκα τῆς θεωμένης ἑλληνικῆς φύσεως», θὰ γράψῃ γιὰ τοὺς στίχους αὐτοὺς ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης, ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τῆς συμπληρώσεως ὀγδόντα χρόνων ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τοῦ «Ἀλαφροΐσκιωτου» [5]. Καὶ θὰ προσθέσῃ:
   «Διότι ἐκεῖνο ποὺ προέχει εἶναι τὸ ἀνοιξιάτικο κορμὶ τοῦ ἐφήβου τῶν εἴκοσι δύο ἐτῶν, ποὺ ἔγραψε τούτους τοὺς ἀστρώους στίχους. Πράγματι, εἶναι γεγονὸς ποὺ ἀφορᾶ ὁλόκληρο τὸν Ἑλληνισμό, ἡ ἀνάδυση, ἀπὸ τὰ γαλανὰ νερὰ τοῦ Ἰονίου τούτου τοῦ ἀρχαϊκοῦ Κούρου, ποὺ στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης του ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ μὲ θεόδοτο λόγο μᾶς χάρισε τὸ ρῖγος τῆς κοσμικῆς μας παρουσίας, λησμονημένης ἀπὸ χιλιετίες. Ἀκριβῶς περὶ αὐτοῦ πρόκειται: περὶ τοῦ κοσμικοῦ ρίγους, ποὺ μόνον ἕνα ἀνοιξιάτικο κορμὶ μπορεῖ νὰ νιώσει μέσα στοὺς γηρασμένους καιρούς μας. Ἡ φύτρα αὐτοῦ τοῦ βλαστοῦ ἔρχεται ἀπὸ πολὺ βαθιά, ὥστε νὰ μὴ μποροῦμε στὸ τέλος νὰ τὸν κατανοήσουμε. Ἕνας ἀρχαϊκὸς Ὀρφέας, ξεστρατισμένος στοὺς πολύπαθους δρόμους τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, προξενεῖ θαυμασμὸ καὶ κατάπληξη.»

   Εἰκών, ὁ κοῦρος τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη. (Εἰς τὸ Σούνιον, ἐὰν δὲν κάνω λάθος - καὶ ἔτσι ἐπανερχόμεθα στὴν πρώτη ἀναφορά!)

Κοῦρος, τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη

* * *

   Ὁ Ἄγγελος Σικελιανός, στὴν ὁμιλία του ὑπὸ τὸν τίτλον «Πὰν ὁ Μέγας», στὶς 19-2-1909, ἀντιτάσσει στὴν «Γέννησι τῆς Τραγωδίας» τοῦ Φρειδερίκου Νίτσε, στὸν Διόνυσο τοῦ πάθους καὶ στὸν νύκτιο τρόμο, τὴν «Πανικὴ ἀποκάλυψι» καὶ νικητήριο χαρὰ τῆς «μεσημβριάζουσας καὶ λιοκρουσμένης» ἑλληνικῆς ψυχῆς, πού, κατὰ τὴν δημοτικὴ μούσα, «ἔχει τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι στήθη». [6]

* * *

Σημειώσεις:
[1] Ἴων Δραγούμης, «Τὸ μονοπάτι», 1902, ἔκδ. 1925, ἐπανέκδ. Νέα Θέσις, 1992, σελ. 36-37.

[2] Δημήτρης Λιαντίνης, «Τὰ ἑλληνικά», Βιβλιογονία, 1999, ISBN 960-7088-05-0, σελ. 84· μὲ παραπομπὴ στὸν Νίτσε (σελ. 177): «Nietzsche F., 2, 1133: Ὑπάρχει κάτι ποὺ ἐγὼ τὸ ὀνομάζω ὀργὴ τοῦ Μεγάλου = Es gibt etwas, das ich die rancune des Grossen nenne».

[3] Rainer Maria Rilke, «Οἱ ἐλεγεῖες τοῦ Ντουίνο», δίγλωσση ἔκδοσις, μετάφρασις-σημειώσεις-σχόλια Σωτήρης Σελαβῆς, Περισπωμένη, 2011, ISBN 978-960-99850-0-0, πρώτη ἐλεγεία, σελ. 13 καὶ σημ. σελ. 93-94.

[4] Καὶ βεβαίως τὴν εἰκόνα τοῦ ὀλυμπίου κάλλους, ἀρμονίας καὶ μακαριότητος στὴν ἱερὰν ἄλτιν, σμιλεμένην στὸ ἀέτωμα τοῦ ναοῦ τοῦ Διὸς στὴν Ὀλυμπία, στὴν μορφὴν πρὸ παντὸς τοῦ Ἀπόλλωνος. (Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ εἰκὼν εὑρίσκεται εἰς τὸ τέλος (μετὰ ἀπὸ ἐπίπονον ἀγῶνα), εἰς τὸ τέλος μὲ τὴν πλήρη μάλιστα ἔννοια τῆς λέξεως (τελείωσις), καὶ ὄχι εἰς τὴν ἀρχήν.)

[5] Χρῆστος Μαλεβίτσης, «Ὁ ἀλαφροΐσκιωτος», ἐφημ. «Ἡ Καθημερινή», 11-2-1989· ἀναδημοσίευσις: «Δοκίμια ἰδεῶν: Ἑκατὸ μικρὰ δοκίμια γιὰ τὸ πνεῦμα τῶν καιρῶν μας», Δωδώνη, Ἀθήνα - Γιάννινα 1993, ISBN 960-248-633-3, σελ. 164-166.

[6] Ἄγγελος Σικελιανός, «Κήρυγμα ἡρωισμοῦ», φιλολογικὴ ἐπιμέλεια Κ. Μπουρναζάκης, Ἴκαρος, 2004, ISBN 960-8399-01-7, σελ. 74-88.