Ἀγόρασα πρὸ ὁλίγων ἡμερῶν καὶ διάβασα τὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς Ζακλὶν ντὲ Ρομιγύ. Σὲ 152 σελίδες, μιὰ τελευταία κατάθεσις ψυχῆς τῆς μεγάλης ἑλληνίστριας γι᾿ αὐτὰ στὰ ὁποῖα ἀφιέρωσε τὴν ζωή της, μιὰ τελευταία προσφορὰ σὲ ὅλους μας.
Ἡ Ζακλὶν ντὲ Ρομιγὺ ἔφυγε ἐχθὲς Σάββατο γιὰ τὰ Ἠλύσια Πεδία, ἔχοντας γράψει τὴν τελευταία λέξι γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ τὴν Ελλάδα ποὺ ἀγάπησε: εὐχαριστῶ.
Παραθέτω ἀπὸ τὸ ὡραῖο αὐτὸ βιβλιαράκι τὰ περιεχόμενα, τὴν εἰσαγωγὴ καὶ τὸ συμπέρασμα.
Ζακλὶν ντὲ Ρομιγύ, «Τὸ ἀνθρώπινο μεγαλεῖο στὸν αἰῶνα τοῦ Περικλῆ», ἐκδ. Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2010
(Jacqueline de Romilly, «La grandeur de l’homme au siècle de Périclès», éditions de Fallois, Paris 2010)
(Jacqueline de Romilly, «La grandeur de l’homme au siècle de Périclès», éditions de Fallois, Paris 2010)
* * *
Περιεχόμενα
Εἰσαγωγή
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΡΓΑ
Α'. Οἱ κατακτήσεις τοῦ πολιτισμοῦ
Β'. Θουκυδίδης, «ἕνα παντοτινὸ ἀπόκτημα» (κτῆμα ἐς ἀεί): Οἱ δυνατότητες τῆς εὐφυΐας καὶ τῆς λογικῆς
Γ'. Ἡ ἠθική
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ
Δ'. Ἡ τραγικὴ μοῖρα τοῦ ἥρωα
Ε'. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἐκμηδενισμένου ἥρωα
ΣΤ'. Ἀντιμετωπίζοντας τὸν ἥρωα, μιὰ νέα ἠθική
Συμπέρασμα
Σημειώσεις
* * *
Εἰσαγωγή (σελ. 11-15)
Εἰσαγωγή (σελ. 11-15)
Κάθε χρόνο χιλιάδες νέοι πηγαίνουν στὴν Ἑλλάδα χωρίς νὰ γνωρίζουν τίποτε γιὰ τὸ παρελθόν της. Βρίσκουν ἐλκυστικὰ τὰ τοπία, τὴ θάλασσα καὶ τὸ κλίμα καὶ θέλουν ἁπλῶς νὰ γνωρίσουν ἀπὸ κοντὰ αὐτὴ τὴν τόσο ξακουστὴ χώρα. Ἂς φανταστοῦμε, ἂν δὲν ἔχετε ἀντίρρηση, δύο τέτοιους νεαροὺς τουρίστες. Ἔχουν κάποια παιδεία, σύγχρονη καὶ ἐπὶ τεχνικῶν θεμάτων, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἡ σημερινὴ παιδεία, δὲν ἔχουν ὅμως ἄμεση σχέση μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία. Ἔχουν τὰ μάτια τους ὀρθάνοιχτα, ἕτοιμοι νὰ μαγευτοῦν ἀπὸ καθετί. Τόσα σπουδαῖα μέρη, τόσο πολλὰ ἱερὰ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπισκεφθεῖ κανείς, σὲ τοποθεσίες ποὺ τὸ ὄνομά τους εἶναι διάσημο, ὅπως ἡ Ὀλυμπία καὶ οἱ Δελφοί, ἀλλὰ καὶ τόσες ἄλλες.
Μέσα στὸν ἐνθουσιασμό τους λένε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον:
«Πόσα αγάλματα! Πόσο πολλοὶ ναοί! Κι ὅλοι τους περίτεχνα χτισμένοι μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄμορφο μάρμαρο ποὺ λάμπει ἀψηφώντας τὸν χρόνο! Καμμιὰ ἄλλη χώρα δὲν κατάφερε κάτι τέτοιο. Δὲν σκέφτεσαι κι ἐσὺ ὅτι σ᾿ αὐτὴ τὴν προσπάθεια, σ᾿ αὐτὰ τὰ ἔξοδα -στὸ νὰ ἐπιζητοῦν τὴν τέχνη, τὴν ἀέναη διάρκεια καὶ τὸ κάλλος- ἐμπεριέχεται μιὰ ξεχωριστὴ ἐπιθυμία νὰ ἀφήσουν τὴ σφραγίδα τους καὶ νὰ δείξουν στὶς ἐπερχόμενες γενιές πόσο ὑπέροχος μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Καὶ οἱ Ἕλληνες θέλησαν νὰ ἀφήσουν αὐτὰ τὰ ἴχνη σχεδὸν παντοῦ. Ὑπάρχουν ἑλληνικοὶ ναοὶ στὴν Ἰσπανία, τὴ Σικελία, τὴ Βόρειο Αφρική καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἀκόμη καὶ στὴν Κεντρικὴ Ἀσία. Μοῦ ᾿χουν πεῖ ὅτι ἀνακαλύφθηκαν Γυμνάσια καὶ ἑλληνικὰ κτήρια μέχρι καὶ στὴν Ἰνδία. Τέτοια αὐτοπεποίθηση ἢ, μᾶλλον, τέτοια πίστη στὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου! Γιὰ νὰ κατασκευάσουν τοὺς ναούς τους, ὑπολόγιζαν καὶ τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια, τὴν ἀπόσταση ἀνάμεσα στὶς κολόνες καὶ τὴν ἔνταση τῶν κιόνων, προκειμένου νὰ διορθώσουν τὶς παραμορφώσεις ἐξαιτίας τῆς προοπτικῆς καὶ νὰ διατηρήσουν μιὰ συνολικὴ ἁρμονία. Ὅλα αὐτὰ ἐπέζησαν ἀπὸ τὶς ἐπιδρομές, τὶς πυρκαγιὲς καὶ τοὺς σεισμούς, καὶ σήμερα προκαλοῦν ἀκόμη τὸν θαυμασμό μας».
Κι ὁ ἄλλος τότε ὑπερθεματίζει:
«Σκέψου τὶς ἐπιγραφές, ἐπίσης. Ἐκεῖνες τὶς τεράστιες ἐπιγραφές ποὺ εἶναι σκαλισμένες μὲ μεγαλοπρέπεια στὴν πέτρα, μὲ ὄμορφα κεφαλαῖα γράμματα. Ὑπάρχει ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς ἀπὸ αὐτές, ἀπ᾿ ὅ,τι λένε, ποὺ φυλάσσονται στὰ μουσεῖα σε ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἀκόμη καὶ στὴν Ἀσία ἀλλα καὶ τὴν Ἀφρική. Δὲν εἶναι κι αὐτὴ ἡ σφραγίδα ἑνὸς λαοῦ ποὺ θέλει νὰ νικήσει τὴ λήθη καὶ νὰ κάνει τὴν ἀνάμνησή του νὰ διαρκέσει; Καὶ τὰ ἀγάλματα τῶν νεαρῶν ἀθλητῶν -νέοι εὐθυτενεῖς, περήφανοι, ἕτοιμοι νὰ κινηθοῦν μὲ ὁρμή- τὰ ὁποῖα ὀνομάζονται Κοῦροι. Ὅπως, ἐπίσης, κι ἐκεῖνες οἱ γυναικεῖες μορφὲς στὸ Μουσεῖο τῆς Ἀκρόπολης, μὲ τὰ οὐδέτερα χαρακτηριστικά, μὲ μιὰ μοναδικὴ ὀμορφιὰ ὅμως, ποὺ ὅλες ἔχουν τὴ δική τους χάρη, τὴ γοητεία τους, τὸ παράστημά τους, ἀλλὰ καὶ μιὰ διακριτικὰ αἰδὼ ἡ καθεμιά. Ἐξακολουθοῦν νὰ μᾶς καθηλώνουν μὲ τὴν παρουσία τους. Καὶ ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἀναπαραστάσεις τῶν θεῶν ποὺ μᾶς μαγεύουν! Ἔχουν τόση ἡρεμία καὶ τέτοια γοητεία. Εἶναι ἄνθρωποι, ὅμως! Ἁπλῶς ἄνθρωποι, ἐκπληκτικὰ ὄμορφοι, σὰν τὸν Ἀπόλλωνα ἀπὸ τὸ ἀέτωμα τῆς Ὀλυμπίας, ὅπου ἀναπαριστᾶται ἡ μάχη μεταξὺ τῶν Κενταύρων καὶ τῶν Λαπιθῶν. Καταμεσῶς αὐτῶν τῶν ἄγριων καὶ βίαιων ὄντων ὑψώνεται ἡ ἐκπληκτικὰ γαλήνια καὶ αὐταρχικὴ μορφή, ἐντελῶς ἀνθρώπινη ὡστόσο, τοῦ θεοῦ Ἀπόλλωνα, μὲ τὸ δεξί του χέρι τεντωμένο μπροστὰ σὲ μιὰ εἰρηνική κίνηση.
»Αθηνᾶ, Δίας, Ἀπόλλων... Οἱ Ἕλληνες θεοὶ δὲν ἔχουν κανένα ἄλλο χαρακτηριστικὸ πέραν τοῦ κάλλους καὶ τῆς γοητείας τους, ποὺ εἶναι ὅμως ἐντελῶς ἀνθρώπινα. Καμμία σχέση μὲ τὸν ἐξεζητημένο συμβολισμὸ τῶν θεῶν τῶς Αἰγύπτου ἢ τῆς Ἀγκόρ... Δὲν ἴσχυε πάντοτε αὐτό, καὶ στὶς ἀπαρχὲς τῆς ἑλληνικῆς θρησκείας ὑπῆρχε πλῆθος ἀπὸ διάφορους τρομεροὺς δαίμονες, μὲ ἀκραῖες ἀνατομικὲς ἰδιαιτερότητες, οἱ ὁποῖοι μάχονταν ἀδιάκοπα ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Αὐτὸ ποὺ ἄλλαξε τὰ πάντα ἦταν ἡ ἔλευση τῶν ὀλύμπιων θεῶν καὶ ὁ θρίαμβός τους στὶς δυνάμεις αὐτὲς τοῦ σκότους. Ναί, ὅλα ἐτοῦτα μοῦ γεννοῦν τὴν ἀνάγκη νὰ ἀνακαλύψω ἐκεῖνα τὰ κείμενα τῆς κλασικᾶς Ἑλλάδας, ποὺ γνώριζαν καλὰ οἱ γονεῖς μας καὶ τόσες γενιὲς πρὶν ἀπ᾿ αὐτούς. Σίγουρα θὰ ἔκαναν ξεκάθαρο τὸ αἴσθημα τῆς πίστης στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐμεῖς νιώθουμε ἐδῶ ...».
Δὲν θὰ ἀκούσουμε ἄλλο τοὺς δύο νεαρούς, ἀφοῦ οἱ σελίδες ποὺ ἀκολουθοῦν προσπαθοῦν, ὁμολογουμένως, μονάχα νὰ ἀποδώσουν τὸ αἴσθημα πίστης ποὺ ἐνυπάρχει στὰ δημιουργήματα τῆς Ἀθήνας, αὐτὸ ποὺ ἐνίοτε καταλαμβάνει τὸν ἐπισκέπτη τῆς Ἑλλάδας καὶ προκαλεῖ τὸν θαυμασμὸ σὲ κάθε ἀναγνώστη τοῦ Ὁμήρου καὶ τῶν Τραγικῶν, καθὼς μάλιστα αὐτὰ τὰ ἔργα γράφτηκαν σὲ περιόδους πολέμων καὶ ἀπόγνωσης, φέρνοντας στὸν νοῦ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς μεγάλα βάσανα παρὰ ἐπιτυχίες. Ἴσως ἔτσι μπορέσουμε νὰ κάνουμε κατανοητὸ τὸ ζήτημα τοῦ ἀνθρώπινου μεγαλείου στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα.
Αὐτὸ τὸ μικρὸ βιβλίο ὑπαγορεύτηκε σὲ μιὰ γραμματέα ἡ ὁποία δὲν γνώριζε ἑλληνικά. Ἀρκετοὶ φίλοι ἀσχολήθηκαν, προκειμένου νὰ βελτιωθεῖ ἡ μορφή του, καὶ ἰδίως ἡ κυρία Simina Noica, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα εἶναι γνωστὸ στοὺς ἀναγνῶστες μου. Τὸ ἔργο τῆς ἐπιμέλειας ὁλοκληρώθηκε μὲ γρήγορο ρυθμὸ καὶ ἀπόλυτη σαφήνεια ἀπὸ τὴν παλιά μου μαθήτρια, καθηγήτρια Ἑλληνικῶν στὴν École Normale Supérieure, κυρία Monique Trédé. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θέλω νὰ ἐκφράσω καὶ στὶς δύο τὴ μεγάλη μου εὐγνωμοσύνη.
Μέσα στὸν ἐνθουσιασμό τους λένε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον:
«Πόσα αγάλματα! Πόσο πολλοὶ ναοί! Κι ὅλοι τους περίτεχνα χτισμένοι μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄμορφο μάρμαρο ποὺ λάμπει ἀψηφώντας τὸν χρόνο! Καμμιὰ ἄλλη χώρα δὲν κατάφερε κάτι τέτοιο. Δὲν σκέφτεσαι κι ἐσὺ ὅτι σ᾿ αὐτὴ τὴν προσπάθεια, σ᾿ αὐτὰ τὰ ἔξοδα -στὸ νὰ ἐπιζητοῦν τὴν τέχνη, τὴν ἀέναη διάρκεια καὶ τὸ κάλλος- ἐμπεριέχεται μιὰ ξεχωριστὴ ἐπιθυμία νὰ ἀφήσουν τὴ σφραγίδα τους καὶ νὰ δείξουν στὶς ἐπερχόμενες γενιές πόσο ὑπέροχος μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Καὶ οἱ Ἕλληνες θέλησαν νὰ ἀφήσουν αὐτὰ τὰ ἴχνη σχεδὸν παντοῦ. Ὑπάρχουν ἑλληνικοὶ ναοὶ στὴν Ἰσπανία, τὴ Σικελία, τὴ Βόρειο Αφρική καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἀκόμη καὶ στὴν Κεντρικὴ Ἀσία. Μοῦ ᾿χουν πεῖ ὅτι ἀνακαλύφθηκαν Γυμνάσια καὶ ἑλληνικὰ κτήρια μέχρι καὶ στὴν Ἰνδία. Τέτοια αὐτοπεποίθηση ἢ, μᾶλλον, τέτοια πίστη στὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου! Γιὰ νὰ κατασκευάσουν τοὺς ναούς τους, ὑπολόγιζαν καὶ τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια, τὴν ἀπόσταση ἀνάμεσα στὶς κολόνες καὶ τὴν ἔνταση τῶν κιόνων, προκειμένου νὰ διορθώσουν τὶς παραμορφώσεις ἐξαιτίας τῆς προοπτικῆς καὶ νὰ διατηρήσουν μιὰ συνολικὴ ἁρμονία. Ὅλα αὐτὰ ἐπέζησαν ἀπὸ τὶς ἐπιδρομές, τὶς πυρκαγιὲς καὶ τοὺς σεισμούς, καὶ σήμερα προκαλοῦν ἀκόμη τὸν θαυμασμό μας».
Κι ὁ ἄλλος τότε ὑπερθεματίζει:
«Σκέψου τὶς ἐπιγραφές, ἐπίσης. Ἐκεῖνες τὶς τεράστιες ἐπιγραφές ποὺ εἶναι σκαλισμένες μὲ μεγαλοπρέπεια στὴν πέτρα, μὲ ὄμορφα κεφαλαῖα γράμματα. Ὑπάρχει ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς ἀπὸ αὐτές, ἀπ᾿ ὅ,τι λένε, ποὺ φυλάσσονται στὰ μουσεῖα σε ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἀκόμη καὶ στὴν Ἀσία ἀλλα καὶ τὴν Ἀφρική. Δὲν εἶναι κι αὐτὴ ἡ σφραγίδα ἑνὸς λαοῦ ποὺ θέλει νὰ νικήσει τὴ λήθη καὶ νὰ κάνει τὴν ἀνάμνησή του νὰ διαρκέσει; Καὶ τὰ ἀγάλματα τῶν νεαρῶν ἀθλητῶν -νέοι εὐθυτενεῖς, περήφανοι, ἕτοιμοι νὰ κινηθοῦν μὲ ὁρμή- τὰ ὁποῖα ὀνομάζονται Κοῦροι. Ὅπως, ἐπίσης, κι ἐκεῖνες οἱ γυναικεῖες μορφὲς στὸ Μουσεῖο τῆς Ἀκρόπολης, μὲ τὰ οὐδέτερα χαρακτηριστικά, μὲ μιὰ μοναδικὴ ὀμορφιὰ ὅμως, ποὺ ὅλες ἔχουν τὴ δική τους χάρη, τὴ γοητεία τους, τὸ παράστημά τους, ἀλλὰ καὶ μιὰ διακριτικὰ αἰδὼ ἡ καθεμιά. Ἐξακολουθοῦν νὰ μᾶς καθηλώνουν μὲ τὴν παρουσία τους. Καὶ ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἀναπαραστάσεις τῶν θεῶν ποὺ μᾶς μαγεύουν! Ἔχουν τόση ἡρεμία καὶ τέτοια γοητεία. Εἶναι ἄνθρωποι, ὅμως! Ἁπλῶς ἄνθρωποι, ἐκπληκτικὰ ὄμορφοι, σὰν τὸν Ἀπόλλωνα ἀπὸ τὸ ἀέτωμα τῆς Ὀλυμπίας, ὅπου ἀναπαριστᾶται ἡ μάχη μεταξὺ τῶν Κενταύρων καὶ τῶν Λαπιθῶν. Καταμεσῶς αὐτῶν τῶν ἄγριων καὶ βίαιων ὄντων ὑψώνεται ἡ ἐκπληκτικὰ γαλήνια καὶ αὐταρχικὴ μορφή, ἐντελῶς ἀνθρώπινη ὡστόσο, τοῦ θεοῦ Ἀπόλλωνα, μὲ τὸ δεξί του χέρι τεντωμένο μπροστὰ σὲ μιὰ εἰρηνική κίνηση.
»Αθηνᾶ, Δίας, Ἀπόλλων... Οἱ Ἕλληνες θεοὶ δὲν ἔχουν κανένα ἄλλο χαρακτηριστικὸ πέραν τοῦ κάλλους καὶ τῆς γοητείας τους, ποὺ εἶναι ὅμως ἐντελῶς ἀνθρώπινα. Καμμία σχέση μὲ τὸν ἐξεζητημένο συμβολισμὸ τῶν θεῶν τῶς Αἰγύπτου ἢ τῆς Ἀγκόρ... Δὲν ἴσχυε πάντοτε αὐτό, καὶ στὶς ἀπαρχὲς τῆς ἑλληνικῆς θρησκείας ὑπῆρχε πλῆθος ἀπὸ διάφορους τρομεροὺς δαίμονες, μὲ ἀκραῖες ἀνατομικὲς ἰδιαιτερότητες, οἱ ὁποῖοι μάχονταν ἀδιάκοπα ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Αὐτὸ ποὺ ἄλλαξε τὰ πάντα ἦταν ἡ ἔλευση τῶν ὀλύμπιων θεῶν καὶ ὁ θρίαμβός τους στὶς δυνάμεις αὐτὲς τοῦ σκότους. Ναί, ὅλα ἐτοῦτα μοῦ γεννοῦν τὴν ἀνάγκη νὰ ἀνακαλύψω ἐκεῖνα τὰ κείμενα τῆς κλασικᾶς Ἑλλάδας, ποὺ γνώριζαν καλὰ οἱ γονεῖς μας καὶ τόσες γενιὲς πρὶν ἀπ᾿ αὐτούς. Σίγουρα θὰ ἔκαναν ξεκάθαρο τὸ αἴσθημα τῆς πίστης στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐμεῖς νιώθουμε ἐδῶ ...».
Δὲν θὰ ἀκούσουμε ἄλλο τοὺς δύο νεαρούς, ἀφοῦ οἱ σελίδες ποὺ ἀκολουθοῦν προσπαθοῦν, ὁμολογουμένως, μονάχα νὰ ἀποδώσουν τὸ αἴσθημα πίστης ποὺ ἐνυπάρχει στὰ δημιουργήματα τῆς Ἀθήνας, αὐτὸ ποὺ ἐνίοτε καταλαμβάνει τὸν ἐπισκέπτη τῆς Ἑλλάδας καὶ προκαλεῖ τὸν θαυμασμὸ σὲ κάθε ἀναγνώστη τοῦ Ὁμήρου καὶ τῶν Τραγικῶν, καθὼς μάλιστα αὐτὰ τὰ ἔργα γράφτηκαν σὲ περιόδους πολέμων καὶ ἀπόγνωσης, φέρνοντας στὸν νοῦ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς μεγάλα βάσανα παρὰ ἐπιτυχίες. Ἴσως ἔτσι μπορέσουμε νὰ κάνουμε κατανοητὸ τὸ ζήτημα τοῦ ἀνθρώπινου μεγαλείου στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα.
Αὐτὸ τὸ μικρὸ βιβλίο ὑπαγορεύτηκε σὲ μιὰ γραμματέα ἡ ὁποία δὲν γνώριζε ἑλληνικά. Ἀρκετοὶ φίλοι ἀσχολήθηκαν, προκειμένου νὰ βελτιωθεῖ ἡ μορφή του, καὶ ἰδίως ἡ κυρία Simina Noica, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα εἶναι γνωστὸ στοὺς ἀναγνῶστες μου. Τὸ ἔργο τῆς ἐπιμέλειας ὁλοκληρώθηκε μὲ γρήγορο ρυθμὸ καὶ ἀπόλυτη σαφήνεια ἀπὸ τὴν παλιά μου μαθήτρια, καθηγήτρια Ἑλληνικῶν στὴν École Normale Supérieure, κυρία Monique Trédé. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θέλω νὰ ἐκφράσω καὶ στὶς δύο τὴ μεγάλη μου εὐγνωμοσύνη.
* * *
Συμπέρασμα (σελ. 141-146)
Συμπέρασμα (σελ. 141-146)
Ἡ ἐξέταση τοῦ θέματος ποὺ προηγήθηκε εἶναι προφανῶς ἡμιτελὴς σὲ μεγάλο βαθμό, δὲν ἀγνοεῖ μὲν τοὺς σημαντικοὺς συγγραφεῖς τοῦ πεζοῦ λόγου ἢ τῆς ποίησης τοῦ 5ου αἰῶνα π.Χ., ὅμως δὲν τοὺς λαμβάνει ὅλους ὑπόψη καὶ δὲν ἐκτείνεται πέρα ἀπὸ αὐτούς. Δὲν κάνει λόγο οὔτε γιὰ τὸν Σωκράτη οὔτε γιὰ τὸν Πλάτωνα, τόσο σημαντικούς, ὡστόσο, γιὰ τὴ συμβολή τους στὸ ἔργο τῆς ἀφαίρεσης τῶν περιττῶν στοιχείων ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ θρησκεία, μὲ τὸν ὁρισμὸ τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου σὰν «ἐξομοίωση μὲ τὸν Θεό» [«ὁμοίωσις θεῷ»: Πλάτων, «Θεαίτητος», 176 B]. Δὲν γίνεται λόγος οὔτε γιὰ τὴ γόνιμη ἐξέλιξη ποὺ περίμενε αὐτὴ τὴν ἠθικὴ τῆς ἀλληλεγγύης, τῆς ἐπιείκειας καὶ τῆς συγγνώμης, ποὺ θὰ ἀναπτυχθεῖ τόσο ὄμορφα στὸ ἔργο τοῦ Μενάνδρου καὶ ἀργότερα τοῦ Τερεντίου -ἠθικὴ ἡ ὁποία στὴ συνέχεια βρίσκει τὴν ἀντανάκλασή της σὲ μιὰ ὁλόκληρη θεώρηση τοῦ χριστιανισμοῦ-, ἐνῶ δὲν ἐξετάζονται οὔτε τὰ ποικίλα φιλοσοφικὰ δόγματα τοῦ 4ου αἰῶνα καὶ τῶν ἑπόμενων αἰώνων, ἀποφασιστικῆς σημασίας γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς θέσης ποὺ τοῦ ἀντιστοιχεῖ στὸν κόσμο. Μπορει νὰ εἰπωθεῖ, ὡστόσο, ὅτι μὲ τὴν ἀπευθείας μελέτη τῶν κειμένων ποὺ εἶχαν μεγάλη σημασία γιὰ ἐμένα προβάλλει μιὰ ἀρκετὰ ἐναργὴς ἰδέα τοῦ ἀνθρώπινου μεγαλείου, μπροστὰ στὸ ὁποῖο μένουν ἐκστατικοὶ οἱ δυὸ νεαροὶ ταξιδιῶτες στὴν ἀρχὴ τοῦ βιβλίου.
Πράγματι, ἂν αὐτὸ τὸ ξεσήκωμα τὸ γεμάτο ζέση καὶ ὑπερηφάνεια εἶναι αἰσθητὸ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ στὰ κείμενα, ὅπως ἐκεῖνοι τὸ ἔνιωσαν στὴν τέχνη, κατανοοῦμε καλύτερα ὅτι δὲν πρέπει ἐπ᾿ οὐδενὶ νὰ θεωροῦμε τοὺς Ἕλληνες τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας αἰθεροβάμονες ποὺ πίστευαν πὼς τὰ πάντα πάνε κατ᾿ εὐχὴν καὶ θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους εὐτυχεῖς. Ἀφοῦ ἡ ἐντύπωση αὐτὴ τοῦ μεγαλείου, τὴν ὁποία ἔδιναν ἐκ πρώτης ὄψεως καὶ ποὺ γίνεται αἰσθητὴ ἐν κατακλείδι κάθε στιγμή, εἶναι στενὰ συνδεδεμένη -τὸ εἴδαμε, ἄλλωστε- μὲ τὴν ἰδέα μιᾶς ἐπώδυνης ζωῆς, ἡ ὁποία ἐπαπειλεῖται ταυτόχρονα ἀπὸ θεοὺς ποὺ δείχνουν ἄλλη προσήνεια μεταξύ τους καὶ ἄλλη ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἀπὸ κινδύνους ποὺ προκαλεῖ ἡ ἴδια ἡ φύση τους, ἀναίσχυντη, τυφλή, γεμάτη ἐγωισμὸ καὶ ἱκανὴ κάθε στιγμὴ νὰ χαλάσει τὰ πάντα. Ἡ λαμπερὴ ἀξία τῆς σκέψης τῆς Ἑλλάδας εἶναι ὅτι εἶχε τὴ φλογερὴ ἐπιθυμία νὰ χαλιναγωγήσει αὐτὴ τὴν κατάσταση, νὰ ἀφοσιωθεῖ σὲ ἕνα ἀνώτερο ἰδανικὸ τὸ ὁποῖο θὰ ἦταν κάτι ὄμορφο καὶ θὰ ἄντεχε στὸν χρόνο. Ἡ ἔννοια τοῦ ἀνθρώπινου μεγαλείου εἶναι ἕνας σκοπός, μία κατάκτηση, μία προσπάθεια ποὺ ἀνανεώνεται διαρκῶς καὶ στὴν ὁποία ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀξίζει νὰ φέρει αὐτὸ τὸ ὄνομα πρέπει νὰ ἀφιερώσει ὅλες του τὶς δυνάμεις -ἐκεῖ βρίσκονται οἱ πιθανότητες ἐπιτυχίας, ὅπως εἴδαμε ὅτι ἔγινε μὲ τὴν Ἀθήνα ἐκείνη τὴ χρονικὴ στιγμή.
Ὁ ἀπόηχος τῆς ἐπιτυχίας αὐτῆς ἐξαπλώθηκε στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν καὶ διαπότισε τὴ λογοτεχνία πολλῶν χωρῶν.
Θά ᾿πρεπε νὰ προσθέσω ὅτι ἐδῶ παρέθεσα μεταφράσεις τῶν κειμένων. Ὡστόσο, τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων γιὰ τὴ γλῶσσα ἔχει σημασία καὶ μάλιστα μεγάλη. Κι ἐδῶ ἀκόμη ὑπάρχει κάτι σὰν πρότυπο: δὲν γίνεται νὰ πιστέψεις στὸν ἄνθρωπο ἂν δὲν σέβεσαι τὴ γλῶσσα μὲ τὴν ὁποία ἐκφράζονται ἡ ἐπιθυμία του, ἡ πίστη του, ἡ ἀφοσίωσή του, μὲ δυὸ λόγια καθετὶ ποὺ εἶναι ἢ ποὺ θέλει νὰ εἶναι. Αὐτὸ τὸ μέλημα μπορεῖ νὰ συνάδει μὲ τὸ ζήτημα τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρώπου καὶ πρέπει νὰ προστεθεῖ στὴν τωρινή μου φροντίδα νὰ ὑπερασπιστῶ μιὰ τελευταία φορὰ τὶς ἰδέες μου.
Πραγματικά, εἶναι καιρὸς νὰ τὸ παραδεχτῶ, ἔχω γεράσει πολύ, εἶμαι πάνω ἀπὸ ἐνενήντα πέντε ἐτῶν καὶ ἔζησα κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ αὐτῶν τῶν Ἑλλήνων συγγραφέων γιὰ τουλάχιστον ὀγδόντα χρόνια, ὁπότε πρέπει νὰ μιλήσω κι ἐγώ, μὲ τὴ σειρά μου, γιὰ ἐκείνη τὴ δύναμη καὶ τὸ φῶς, γιὰ ἐκείνη τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ πάντοτε ἀντλοῦσα ἀπ᾿ αὐτούς. Κατάφερα νὰ μεταδώσω τὴν ὀμορφιὰ αὐτῶν τῶν κειμένων καί, στὸ τέλος τῆς ζωῆς μου, μὲ συγκινεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀλλοτινοὺς μαθητές μου, τόσα χρόνια μετά, τὰ θυμοῦνται καὶ ἄντλησαν ἀπ᾿ αὐτὰ κάποιον ἐνθουσιασμό. Ὅμως πρέπει νὰ πῶ ἐπίσης ὅτι γιὰ ἐμένα εἶναι, φυσικά, ὀδυνηρὸ νὰ βλέπω σήμερα ὅτι ἐπικρατεῖ μιὰ τάση νὰ τὰ παραμελοῦν. Κάτι τέτοιο εἶναι ἰδιαίτερα σοβαρὸ ἐπειδὴ ζοῦμε σὲ μιὰ ταραγμένη ἐποχή, μαρτυρική, οἰκονομικῆς κρίσης καὶ -κατὰ συνέπεια- ἠθικῆς κρίσης. Μοῦ φαίνεται ὅτι καμμία ἐποχὴ δὲν εἶχε περισσότερη ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία, ἀπὸ τὸ ταλέντο ποὺ εἶχαν οἱ συγγραφεῖς νὰ ἐκφράζουν ἐκεῖνες τὶς ἰδέες, ὥστε νὰ μᾶς προσφέρουν αὐτὸ τὸ παράδειγμα ἐπιτυχίας καὶ νὰ μᾶς συγκινοᾶν μὲ ποικίλους τρόπους μὲ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, σὲ πεῖσμα τῶν δυσχερειῶν καὶ τῶν συμφορῶν. Δὲν ὑπολογίζουμε συνήθως ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποκομίζουμε ἀπὸ ἠθικῆς ἀπόψεως μέσω τῆς ἐπαφῆς μὲ ἐτοῦτα τὰ κείμενα, οὔτε τὴν ἀνανεωμένη πίστη ποὺ μᾶς ἐμφυσοῦν. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλα τὰ λογοτεχνικὰ ἔργα κι ἐτοῦτος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ρόλους τῆς λογοτεχνίας διαμέσου τῶν αἰώνων, ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα, καὶ ἐν πάση περιπτώσει ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τωρινὴ ἐποχή. Ἔνιωσα, λοιπόν, ὅτι ἦταν ἕνα χρέος ἀναγνώρισης, ἔχοντας περάσει τὴ ζωή μου κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ αὐτῶν τῶν κειμένων, νὰ κάνω μιὰ ὕστατη προσπάθεια νὰ μιλήσω γιὰ τὰ θαύματά τους καὶ νὰ εὐχηθῶ, στὴ δική μας ἐποχὴ τῶν ἐντάσεων, τῶν ἀμφιβολιῶν καὶ τῶν ἀπογοητεύσεων, νὰ στραφοῦμε στὴ μελέτη τῆς λογοτεχνίας καὶ τῆς γλώσσας, ποὺ δὲν εἶναι ἀνώφελες τέχνες, οὔτε ἀποβλέπουν μονάχα στὴν αἰσθητικὴ ἀπόλαυση. Κι ἀκόμη νὰ πῶ ὅτι, γιὰ νὰ προετοιμάσουμε τὸν αὐριανὸ ἄνθρωπο, εἶναι πολὺ πιὸ χρήσιμο ἀπὸ καθετὶ ἄλλο νὰ τοῦ μάθουμε νὰ διαβάζει τὰ κείμενα, τὰ σπουδαῖα κείμενα, καὶ νὰ γνωρίζει καλὰ τὶς στιγμὲς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας ποὺ τόνωσαν τὸ ἠθικὸ καὶ ἦταν ὄμορφες, ὅσο τὰ ἀγάλματα ποὺ τόσο θαύμαζαν οἱ δύο νέοι στὴν ἀρχὴ τοῦ βιβλίου.
Δυσκολεύτηκα νὰ γράψω αὐτὸ τὸ βιβλίο: Δὲν βλέπω πιά, ἡ ἀκοή μου εἶναι πολὺ κακὴ καὶ ἡ μνήμη μου ἔχει διακυμάνσεις, ὡστόσο ἤθελα νὰ τὸ κάνω ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἔφτασα στὸ τέλος τῆς ζωῆς μου καὶ τὸ μήνυμα αὐτὸ μοῦ φαίνεται πολύτιμο καὶ σημαντικὸ περισσότερο ἀπὸ ποτέ. Δὲν ξέρω ἂν θὰ εἰσακουστῶ, μπορεῖ ἀπὸ κάποιους, τουλάχιστον ὅμως θὰ ἔχω προσπαθήσει καὶ εἶναι σὰν νὰ ἔγραψα τὴν τελευταία μου λέξη γιὰ νὰ πῶ εὐχαριστῶ.
Πράγματι, ἂν αὐτὸ τὸ ξεσήκωμα τὸ γεμάτο ζέση καὶ ὑπερηφάνεια εἶναι αἰσθητὸ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ στὰ κείμενα, ὅπως ἐκεῖνοι τὸ ἔνιωσαν στὴν τέχνη, κατανοοῦμε καλύτερα ὅτι δὲν πρέπει ἐπ᾿ οὐδενὶ νὰ θεωροῦμε τοὺς Ἕλληνες τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας αἰθεροβάμονες ποὺ πίστευαν πὼς τὰ πάντα πάνε κατ᾿ εὐχὴν καὶ θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους εὐτυχεῖς. Ἀφοῦ ἡ ἐντύπωση αὐτὴ τοῦ μεγαλείου, τὴν ὁποία ἔδιναν ἐκ πρώτης ὄψεως καὶ ποὺ γίνεται αἰσθητὴ ἐν κατακλείδι κάθε στιγμή, εἶναι στενὰ συνδεδεμένη -τὸ εἴδαμε, ἄλλωστε- μὲ τὴν ἰδέα μιᾶς ἐπώδυνης ζωῆς, ἡ ὁποία ἐπαπειλεῖται ταυτόχρονα ἀπὸ θεοὺς ποὺ δείχνουν ἄλλη προσήνεια μεταξύ τους καὶ ἄλλη ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἀπὸ κινδύνους ποὺ προκαλεῖ ἡ ἴδια ἡ φύση τους, ἀναίσχυντη, τυφλή, γεμάτη ἐγωισμὸ καὶ ἱκανὴ κάθε στιγμὴ νὰ χαλάσει τὰ πάντα. Ἡ λαμπερὴ ἀξία τῆς σκέψης τῆς Ἑλλάδας εἶναι ὅτι εἶχε τὴ φλογερὴ ἐπιθυμία νὰ χαλιναγωγήσει αὐτὴ τὴν κατάσταση, νὰ ἀφοσιωθεῖ σὲ ἕνα ἀνώτερο ἰδανικὸ τὸ ὁποῖο θὰ ἦταν κάτι ὄμορφο καὶ θὰ ἄντεχε στὸν χρόνο. Ἡ ἔννοια τοῦ ἀνθρώπινου μεγαλείου εἶναι ἕνας σκοπός, μία κατάκτηση, μία προσπάθεια ποὺ ἀνανεώνεται διαρκῶς καὶ στὴν ὁποία ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀξίζει νὰ φέρει αὐτὸ τὸ ὄνομα πρέπει νὰ ἀφιερώσει ὅλες του τὶς δυνάμεις -ἐκεῖ βρίσκονται οἱ πιθανότητες ἐπιτυχίας, ὅπως εἴδαμε ὅτι ἔγινε μὲ τὴν Ἀθήνα ἐκείνη τὴ χρονικὴ στιγμή.
Ὁ ἀπόηχος τῆς ἐπιτυχίας αὐτῆς ἐξαπλώθηκε στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν καὶ διαπότισε τὴ λογοτεχνία πολλῶν χωρῶν.
Θά ᾿πρεπε νὰ προσθέσω ὅτι ἐδῶ παρέθεσα μεταφράσεις τῶν κειμένων. Ὡστόσο, τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων γιὰ τὴ γλῶσσα ἔχει σημασία καὶ μάλιστα μεγάλη. Κι ἐδῶ ἀκόμη ὑπάρχει κάτι σὰν πρότυπο: δὲν γίνεται νὰ πιστέψεις στὸν ἄνθρωπο ἂν δὲν σέβεσαι τὴ γλῶσσα μὲ τὴν ὁποία ἐκφράζονται ἡ ἐπιθυμία του, ἡ πίστη του, ἡ ἀφοσίωσή του, μὲ δυὸ λόγια καθετὶ ποὺ εἶναι ἢ ποὺ θέλει νὰ εἶναι. Αὐτὸ τὸ μέλημα μπορεῖ νὰ συνάδει μὲ τὸ ζήτημα τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρώπου καὶ πρέπει νὰ προστεθεῖ στὴν τωρινή μου φροντίδα νὰ ὑπερασπιστῶ μιὰ τελευταία φορὰ τὶς ἰδέες μου.
Πραγματικά, εἶναι καιρὸς νὰ τὸ παραδεχτῶ, ἔχω γεράσει πολύ, εἶμαι πάνω ἀπὸ ἐνενήντα πέντε ἐτῶν καὶ ἔζησα κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ αὐτῶν τῶν Ἑλλήνων συγγραφέων γιὰ τουλάχιστον ὀγδόντα χρόνια, ὁπότε πρέπει νὰ μιλήσω κι ἐγώ, μὲ τὴ σειρά μου, γιὰ ἐκείνη τὴ δύναμη καὶ τὸ φῶς, γιὰ ἐκείνη τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ πάντοτε ἀντλοῦσα ἀπ᾿ αὐτούς. Κατάφερα νὰ μεταδώσω τὴν ὀμορφιὰ αὐτῶν τῶν κειμένων καί, στὸ τέλος τῆς ζωῆς μου, μὲ συγκινεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀλλοτινοὺς μαθητές μου, τόσα χρόνια μετά, τὰ θυμοῦνται καὶ ἄντλησαν ἀπ᾿ αὐτὰ κάποιον ἐνθουσιασμό. Ὅμως πρέπει νὰ πῶ ἐπίσης ὅτι γιὰ ἐμένα εἶναι, φυσικά, ὀδυνηρὸ νὰ βλέπω σήμερα ὅτι ἐπικρατεῖ μιὰ τάση νὰ τὰ παραμελοῦν. Κάτι τέτοιο εἶναι ἰδιαίτερα σοβαρὸ ἐπειδὴ ζοῦμε σὲ μιὰ ταραγμένη ἐποχή, μαρτυρική, οἰκονομικῆς κρίσης καὶ -κατὰ συνέπεια- ἠθικῆς κρίσης. Μοῦ φαίνεται ὅτι καμμία ἐποχὴ δὲν εἶχε περισσότερη ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία, ἀπὸ τὸ ταλέντο ποὺ εἶχαν οἱ συγγραφεῖς νὰ ἐκφράζουν ἐκεῖνες τὶς ἰδέες, ὥστε νὰ μᾶς προσφέρουν αὐτὸ τὸ παράδειγμα ἐπιτυχίας καὶ νὰ μᾶς συγκινοᾶν μὲ ποικίλους τρόπους μὲ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, σὲ πεῖσμα τῶν δυσχερειῶν καὶ τῶν συμφορῶν. Δὲν ὑπολογίζουμε συνήθως ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀποκομίζουμε ἀπὸ ἠθικῆς ἀπόψεως μέσω τῆς ἐπαφῆς μὲ ἐτοῦτα τὰ κείμενα, οὔτε τὴν ἀνανεωμένη πίστη ποὺ μᾶς ἐμφυσοῦν. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλα τὰ λογοτεχνικὰ ἔργα κι ἐτοῦτος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ρόλους τῆς λογοτεχνίας διαμέσου τῶν αἰώνων, ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα, καὶ ἐν πάση περιπτώσει ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τωρινὴ ἐποχή. Ἔνιωσα, λοιπόν, ὅτι ἦταν ἕνα χρέος ἀναγνώρισης, ἔχοντας περάσει τὴ ζωή μου κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ αὐτῶν τῶν κειμένων, νὰ κάνω μιὰ ὕστατη προσπάθεια νὰ μιλήσω γιὰ τὰ θαύματά τους καὶ νὰ εὐχηθῶ, στὴ δική μας ἐποχὴ τῶν ἐντάσεων, τῶν ἀμφιβολιῶν καὶ τῶν ἀπογοητεύσεων, νὰ στραφοῦμε στὴ μελέτη τῆς λογοτεχνίας καὶ τῆς γλώσσας, ποὺ δὲν εἶναι ἀνώφελες τέχνες, οὔτε ἀποβλέπουν μονάχα στὴν αἰσθητικὴ ἀπόλαυση. Κι ἀκόμη νὰ πῶ ὅτι, γιὰ νὰ προετοιμάσουμε τὸν αὐριανὸ ἄνθρωπο, εἶναι πολὺ πιὸ χρήσιμο ἀπὸ καθετὶ ἄλλο νὰ τοῦ μάθουμε νὰ διαβάζει τὰ κείμενα, τὰ σπουδαῖα κείμενα, καὶ νὰ γνωρίζει καλὰ τὶς στιγμὲς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας ποὺ τόνωσαν τὸ ἠθικὸ καὶ ἦταν ὄμορφες, ὅσο τὰ ἀγάλματα ποὺ τόσο θαύμαζαν οἱ δύο νέοι στὴν ἀρχὴ τοῦ βιβλίου.
Δυσκολεύτηκα νὰ γράψω αὐτὸ τὸ βιβλίο: Δὲν βλέπω πιά, ἡ ἀκοή μου εἶναι πολὺ κακὴ καὶ ἡ μνήμη μου ἔχει διακυμάνσεις, ὡστόσο ἤθελα νὰ τὸ κάνω ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἔφτασα στὸ τέλος τῆς ζωῆς μου καὶ τὸ μήνυμα αὐτὸ μοῦ φαίνεται πολύτιμο καὶ σημαντικὸ περισσότερο ἀπὸ ποτέ. Δὲν ξέρω ἂν θὰ εἰσακουστῶ, μπορεῖ ἀπὸ κάποιους, τουλάχιστον ὅμως θὰ ἔχω προσπαθήσει καὶ εἶναι σὰν νὰ ἔγραψα τὴν τελευταία μου λέξη γιὰ νὰ πῶ εὐχαριστῶ.