Τὰ τζιτζίκια
Ἡ Παναγιὰ τὸ πέλαγο
κρατοῦσε στὴν ποδιά της
Τὴ Σίκινο τὴν Ἀμοργὸ
καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ παιδιά της
Ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ καιροῦ
καὶ πίσω ἀπ᾿ τοὺς χειμῶνες
Ἄκουγα σφύριζε ἡ μπουροῦ
κι ἔβγαιναν οἱ Γοργόνες
Κι ἐγὼ μέσα στοὺς ἀχινούς
στὶς γοῦβες στ᾿ ἀρμυρίκια
Σὰν τοὺς παλιοὺς θαλασσινούς
ρωτοῦσα τὰ τζιτζίκια:
- Ἔ σεῖς τζιτζίκια μου ἄγγελοι
γειά σας κι ἡ ὥρα ἡ καλή
Ὁ βασιλιὰς ὁ Ἥλιος ζεῖ;
κι ὅλ᾿ ἀποκρίνονται μαζί:
- Ζεῖ ζεῖ ζεῖ ζεῖ ζεῖ ζεῖ ζεῖ ζεῖ!
(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Τὰ Ρὼ τοῦ ἔρωτα»)