Διάβασα στὸν Δύτη τῶν Νιπτήρων γιὰ τὶς ἐνδιαφέρουσες παραλλαγές, στὶς «Χίλιες καὶ μιὰ Νύχτες» καὶ στὸν Τζελαλεντὶν Ρουμί, τῆς ἱστορίας τοῦ θησαυροῦ τοῦ φτωχοῦ ραββίνου τῆς Κρακοβίας. Ἀγγίζει τὴν ψυχή μας ἡ ἱστορία καὶ συναρπαστικὲς εἶναι οἱ παραλλαγές της (ὅπως καὶ τὸ παιχνίδι τῆς μοίρας, ἄλλωστε). Ὅμως, τὸ νόημα τῆς ἱστορίας, στὴν συγκεκριμένη παραλλαγὴ τουλάχιστον [1], δὲν εἶναι, ὅπως ἀπὸ τινὲς ἐκ τῶν σχολιαστῶν ἐγράφη, τὸ εἰρωνικὸ παιχνίδι τῆς μοίρας, ἡ ὁποία παραπλανᾷ καὶ διαψεύδει τὸν κυνηγὸ τοῦ θησαυροῦ· δὲν εἶναι ἡ ἀναπόδραστη μοῖρα τοῦ Οἰδίποδος. Τὸ νόημα τῆς ἱστορίας, τὸ ἀρχέτυπο τοῦ μύθου, εἶναι ἡ Ἰθάκη.
Ἀλλὰ ἂς ἀφήσουμε τὸν ἀξέχαστο φιλόσοφο Χρῆστο Μαλεβίτση [2], ἐξ ἀφορμῆς τινος τῆς (τότε, ἀλλὰ καὶ σημερινῆς) ἐπικαιρότητος ὁρμώμενον, νὰ μᾶς ξαναδιηγηθῇ τὸ παραμύθι (καὶ νὰ μᾶς δείξῃ παρεμπιπτόντως τὶ σημαίνει σφάξιμο μὲ τὸ βαμβάκι), καὶ ἂς ἐπανέλθουμε στὶς σκέψεις μας μετά.
* * *
Ὁ θησαυρός
Τοῦ Χρήστου Μαλεβίτση
Ὁ διανοητὴς Κώστας Ἀξελὸς τιμάει τὴν πατρίδα του στὸ ἐξωτερικό, ὅπου διαπρέπει. Τὴν περασμένη Δευτέρα μίλησε πρὸς τὸ εὐρὺ ἑλληνικὸ κοινὸ διὰ τῆς τηλεοράσεως. Αὐτὰ ποὺ εἶπε ἴσως ταίριαζαν νὰ ἔχουν ὡς τίτλο αὐτὸν ποὺ ἔθεσε ὁ Μαρτῖνος Χάιντεγκερ σὲ ὁμιλία του στὰ 1964, δηλαδή: «Τὸ τέλος τῆς φιλοσοφίας καὶ ἡ ἀποστολὴ τῆς σκέψης». Ὁ κ. Ἀξελὸς εἶπε πὼς ἐμεῖς ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα δὲν σκεφτόμαστε, δὲν ἔχουμε Σκέψη. Καὶ ἄφησε νὰ νοηθεῖ πὼς ὁ ἴδιος διαθέτει σκέψη, μὲ τὴ διατριβή του στὴν Ἑσπερία.
Καὶ ὁ Χάιντεγκερ, ὅπως εἴδαμε, μιλάει γιὰ «σκέψη», ἀλλὰ λίγο διαφορετικά. Ὅταν τὸν καλέσανε νὰ μιλήσει στὴ γενέτειρά του, τὸ Messkirch τῆς Σουαβίας, εἶπε στοὺς συμπατριῶτες του πὼς «σὲ ὅλους μας συμβαίνει συχνὰ νὰ εἴμαστε φτωχοὶ ἀπὸ σκέψη (gedanken-arm), ὅλοι μας (wir alle) χάνουμε εὔκολα τὴ σκέψη μας». Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χάιντεγκερ ἀναζήτησε τὴ λαϊκὴ ζεστασιὰ τοῦ τόπου του, χωρὶς ποτὲ νὰ ὑπάρξει λαϊκὸς ἀγωνιστής. Ἐπειδὴ γι᾿ αὐτὸν ἡ σκέψη ἔχει ἐντοπιότητα.
Ἡ Σουαβία μὲ ὁδηγεῖ συνειρμικὰ στὴν Κρακοβία. Ἐκεῖ, μᾶς λέγει ὁ Μαρτῖνος Μποῦμπερ, κάποτε ζοῦσε ἕνας φτωχὸς καὶ εὐσεβὴς ραββῖνος, ὁ Ἄϊζικ. Ὁ ὁποῖος ὀνειρεύτηκε πὼς μακριὰ στὴν Πράγα, κάτω ἀπὸ τὴ γέφυρα ποὺ ἔβγαζε στὸ βασιλικὸ παλάτι, ὑπῆρχε κρυμμένος ἕνας θησαυρός. Καὶ πὼς ἔπρεπε νὰ πάει νὰ τὸν βρεῖ. Δὲν ἔδωσε σημασία στὸ ὄνειρὀ του. Ὅμως τὸ εἶδε καὶ τὶς ἑπόμενες δύο βραδυές. Ὁπότε ἀποφάσισε νὰ πάει νὰ τὸν βρεῖ. Ὅταν ὕστερα ἀπὸ κοπιαστικὸ ὁδοιπορία ἔφτασε μπροστὰ στὴ γέφυρα, βλέπει μὲ ἀπογοήτευση τούτη νὰ φρουρεῖται νύχτα μέρα, ἀπὸ τή βασιλικὴ φρουρά. Καὶ ἄρχισε νὰ περιτριγυρίζει τὸν τόπο, ἀναμένοντας νὰ ἐκμεταλλευτεῖ καμμιὰ εὐκαιρία ἀπουσίας τοῦ σκοποῦ. Ὥσπου ἔπεσε στὴν ἀντίληψη τοῦ ἀξιωματικοῦ τῆς φρουρᾶς. Τοῦτος ὁ τελευταῖος τὸν καλεῖ καὶ τὸν ρωτάει, ἂν ἔχασε τίποτα. Ὁ ἁπλοϊκὸς ραββῖνος διηγεῖται στὸν ἀξιωματικὸ τὸ ὄνειρό του.
«Ἀλήθεια, φτωχέ μου ἄνθρωπε» τοῦ ἀπαντάει ὁ ἀξιωματικὸς γελώντας, «χάλασες τὰ παπούτσια σου κάνοντας τόσο δρόμο γιὰ ἕνα ὄνειρο! Ποιός λογικὸς ἄνθρωπος θὰ πίστευε σὲ ἕνα ὄνειρο; Καὶ ἐγὼ -συνεχίζει ὁ ἀξιωματικὸς- εἶδα ἕνα ὄνειρο, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔδωσα σημασία. Μοῦ εἶπε νὰ πάω στὴν Κρακοβία καὶ νὰ ψάξω γιὰ ἕνα θησαυρὸ στὸ σπίτι τοῦ ραββίνου Ἄϊζικ, ποὺ εἶναι κρυμμένος σὲ μιὰ σκονισμένη γωνιά, πίσω ἀπὸ τὴ θερμάστρα.» Ὁ ραββῖνος παραξενεύτηκε πολύ, ἀλλὰ δὲν εἶπε τίποτε. Χαιρέτισε τὸν ἀξιωματικὸ καὶ ἔσπευσε πρὸς τὸ σπίτι του, ὅπου πραγματικὰ βρῆκε τὸν θησαυρὸ καὶ ἔγινε πλούσιος.
Ὁ μύθος δηλοῖ πολλά. Πὼς ὁ πλοῦτος βρίσκεται στὸν τόπο σου. Μόνο ποὺ γιὰ νὰ τὸν μάθεις πρέπει νὰ ταξιδέψεις μακριά, θὰ πᾶς νὰ τὸν ἀναζητήσεις ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει. Καὶ θὰ διακινδυνεύσεις. Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ κίνδυνος θὰ σὲ πληροφορήσει ποῦ ἀκριβῶς βρίσκεται ὁ θησαυρός σου. Βεβαίως, ἀκολουθεῖς τὴν ἐσωτερικὴ φωνὴ ἑνὸς ὀνείρου σου, ἡ ὁποία εἶναι ἐπιτακτική, ἀλλὰ καὶ παραπλανητική. Ποὺ στὴ φτώχεια σου θὰ σοῦ προσθέσει καὶ τὴν ξενητειά. Ἀλλὰ μέσα στὰ λόγια ἄλλων ἀνθρώπων, ποὺ οἱ ἴδιοι δὲν κατανοοῦν τὴ σημασία τους ἐσύ θὰ ἀναγνωρίσεις περὶ τίνος πρόκειται. Πρόκειται γιὰ τὴ θερμάστρα τοῦ σπιτιοῦ σου, τὸ θερμουργὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς σου. Σὲ αὐτὸ τὸν τόπο εἶναι θαμμένος ὁ θησαυρός σου. Ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε πάντοτε ἐκεῖ. Δηλαδή, ἡ φτώχεια ἡ πνευματικὴ ὀφείλεται σὲ ἔλλειψη ἐπιγνώσεως καὶ ὄχι σὲ ἔλλειψη οὐσίας. Διότι κάθε ὕπαρξη διαθέτει οὐσία ἐκ δωρεᾶς.
Εἴπαμε ὅμως πὼς γιὰ νὰ πλουτίσεις μὲ τὴν οὐσία σου πρέπει πρῶτα νὰ ξενητευθεῖς καὶ νὰ κινδυνεύσεις. Ὁ φτωχὸς ραββῖνος θὰ μποροῦσε νὰ χαθεῖ μέσα στὴν ξένη πόλη, θὰ μποροῦσε νὰ λησμονήσει παντελῶς τὸ σπίτι του ἢ θὰ μποροῦσε νὰ προσληφθεῖ ἰσόβιος φύλακας ξένων βασιλικῶν παλατιῶν, ψωμιζόμενος ἀπὸ τὰ περισσεύματα ἀλλότριων τραπεζιῶν, θὰ μποροῦσε μάλιστα νὰ ἐπισκέπτεται κατὰ καιροὺς τοὺς Κρακοβίους, ἐπιδεικνύοντας κομπαστικὰ τὰ φανταχτερὰ περίαπτα τῆς στολῆς τοῦ βασιλικοῦ φρουροῦ. Καλύπτοντας ἔτσι τὴν οὐσιαστικὴ φτώχεια του, ὑλικὴ καὶ πνευματική.
Ὅμως ὁ Ἄϊζικ ἦταν εὐσεβής -καὶ δὲν χάθηκε. Γιὰ τὴν εὐσέβεια τῆς σκέψης μιλάει καὶ ὁ Χάιντεγκερ. Ὁ ὁποῖος στὴν παραπάνω ὁμιλία του πρὸς τοὺς συμπατριῶτες του, τοὺς λέγει πὼς γιὰ τὴν ὀρθὴ σκέψη «εἶναι ἀρκετὸ νὰ σταθοῦμε σὲ αὐτὸ ποὺ μᾶς εἶναι πλησίον καὶ νὰ σκεφτοῦμε ἐπάνω σὲ αὐτὸ ποὺ μᾶς εἶναι τὸ πιὸ κοντινό, σὲ αὐτὸ ποὺ ἀφορᾶ τὸν καθένα μας, ἐδῶ καὶ τώρα. Ἐδῶ: σὲ τούτη τὴ γωνιὰ τῆς γενέθλιας γῆς. Τώρα: στὴν παρούσα ὥρα τοῦ κόσμου.»
Ὁ περαστικὸς ἀπὸ τὴ χώρα μας διακεκριμένος συμπατριώτης κύριος Ἀξελός, ποὺ μᾶς μίλησε τὴν περασμένη Δευτέρα ἀπὸ τηλεοράσεως, φαίνεται πὼς ἐκτιμάει τὴ σκέψη τοῦ Χάιντεγκερ. Μέχρις ὁρισμένου σημείου, βεβαίως.
(«Ἡ Καθημερινή», 13-5-1988· ἀναδημοσίευσις: «Δοκίμια ἰδεῶν: Ἑκατὸ μικρὰ δοκίμια γιὰ τὸ πνεῦμα τῶν καιρῶν μας», ἐκδ. Δωδώνη, Ἀθήνα - Γιάννινα 1993, ISBN 960-248-633-3, σελ. 280-283)
* * *
Ἡ Ἰθάκη. (Ἤ, ὅπως λέγει ἡ ψυχολογία, ἡ «ἐπιστροφὴ στὴν μήτρα»; ) Τὰ παιχνίδια τῆς μοίρας εἶναι οἱ Λαιστρυγόνες καὶ οἱ Κύκλωπες. Θὰ μοῦ πεῖτε, τὸν βρίσκουμε τελικῶς τὸν θησαυρό, ὅπως ὁ φτωχὸς ραββῖνος στὴν Ἰθάκη; Ἢ ἡ Ἰθάκη εἶναι φτωχική; Μά, ἀκριβῶς, βρίσκει τὸν θησαυρὸ ὁ φτωχὸς ραββῖνος, διότι κατάλαβε οἱ Ἰθάκες, καὶ οἱ θησαυροὶ τὶ σημαίνουν. Τὸ ταξίδι ἔχει σημασία, ἀλλὰ μὴν ξεχνᾶτε, σημασία ἔχει ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ Ἰθάκη. Χωρὶς τὴν Ἰθάκη δὲν ὑπάρχει οὔτε ταξίδι. Κόσμος καὶ κέντρο ὁ ἄνθρωπος, σὰν τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου ξανοίγεται, καὶ χάνεται, στὰ πέρατα τοῦ σύμπαντος· κουβαλώντας τὴν θέρμη τοῦ πυρῆνος.
* * *
Καὶ ὁ φτωχὸς ραββῖνος ταξιδεύει γιὰ τὴν Πράγα μὲ τὰ βασιλικὰ παλάτια. Καὶ ὁ ὀνειρευτὴς Κιουρέινς γιὰ τὴν μυθικὴ Σελεφαΐδα, στὸ ὡραιότερο ἴσως κατὰ τὴν γνώμη μου διήγημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ [3] ἀπὸ αὐτὰ τοῦ κύκλου τῶν ὀνειροχωρῶν [4]. Καὶ ἐγκαταλείπει ὄχι μόνον τὴν Ἰθάκη του, ἀλλὰ καὶ τὴν μίζερη πραγματικότητα (πραγματικότητα; ) καὶ τὴν ἐδῶ ψευτοζωὴ καὶ τὸ θνητό του σῶμα, τὸ νεκρό, γκρεμοτσκισμένο στὰ βράχια πτῶμα ἑνὸς ναρκομανοῦς ἀλήτη· καὶ ἀγνοεῖ ὁ κόσμος ὅτι ὁ βασιλιὰς Κιουρέινς ζεῖ αἰώνια πιὰ καὶ βασιλεύει στὴν μυθικὴ Σελεφαΐδα, στὴν κοιλάδα τῆς Ὀόθ-Ναργκάι πέρα ἀπὸ τοὺς Ταναριανοὺς λόφους, ἀπ᾿ ὅπου ξεκινοῦν οἱ γαλέρες ποὺ ἀρμενίζουν στὸν οὐρανὸ γιὰ τὸ συννεφόκαστρο τῆς Σερενάριαν...
Καὶ ὁ Ράντολφ Κάρτερ, στὴν «Ὀνειρικὴ ἀναζήτηση τῆς ἄγνωστης Καντάθ» [5], ὀνειρεύεται τὴν πόλι τοῦ δειλινοῦ, τὴν δική του ὀνειροχώρα. «Ἔλαμπε ὁλόχρυση κι ἀξιολάτρευτη στὸ ἡλιοβασίλεμα, μὲ τείχη, ναούς, κιονοστοιχίες, ὅμορφες μαρμάρινες τοξωτὲς γέφυρες, ἀσημένια φαντασμογορικὰ συντριβάνια σὲ μεγάλες πλατεῖες κι εὐωδιαστοὺς κήπους. Φαρδεῖς δρόμοι προχωροῦσαν ἀνάμεσα σὲ ντελικάτα δέντρα, σὲ ὑδρίες φορτωμένες λουλούδια καὶ σειρὲς ἀπὸ φιλντισένια ἀγάλματα. Στοὺς ἀπόκρημνους βορινοὺς λόφους ἀνέβαιναν κλιμακωτὰ κόκκινες σκεπὲς καὶ παλιὰ μυτερὰ ἀετώματα, ποὺ ἔκρυβαν χλοερὰ λιθόστρωτα. Ἡ πόλη ἦταν ἕνας πυρετὸς τῶν θεῶν, μιὰ βροντερὴ συνήχηση ἀπὸ σάλπιγγες ὑπερφυσικὲς καὶ θεϊκὰ κύμβαλα.» Κι ἀναζητώντας τὴν πόλι τοῦ δειλινοῦ, φθάνει ὁ Ράντολφ Κάρτερ στὴν μυθικὴ Σελεφαΐδα τοῦ βασιλιᾶ Κιουρέινς. Κι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ φίλου του ζητεῖ συμβουλή. Ἀλλὰ ὁ βασιλιὰς Κιουρέινς, ποὺ βασιλεύει στὰ ὄνειρα, βλέπει ἄλλα ὄνειρα πιά.
«Στὰ τελευταῖα ὄνειρα τοῦ Κάρτερ εἶχε βασιλέψει [ὁ Κιουρέινς] διαδοχικὰ στὸ ρὸζ κρυστάλλινο παλάτι τῶν Ἑβδομήντα Ἀπολαύσεων στὴ Σελεφαΐδα καὶ στὸ πυργωτὸ συννεφόκαστρο τῆς Σερενάριαν ποὺ ἐπιπλέει στὸν οὐρανό. Φαινόταν ὅτι δὲν τὸν ἰκανοποιοῦσαν πιὰ ἐκεῖνα τὰ μέρη, γιατὶ βαθιὰ μέσα του λάτρευε πάντα τοὺς ἀγγλικοὺς γκρεμοὺς καὶ τὰ βοσκοτόπια τῆς παιδικῆς του ἡλικίας. [...] Εὐχαρίστως θὰ παρατοῦσε γιὰ πάντα ὅλη τὴν ἐξουσία του, τὴν πολυτέλεια καὶ τὴν ἐλευθερία, γιὰ νὰ ζήσει μιὰ εὐλογημένη μέρα σὰν ἁπλὸ ἀγόρι στὴν ἥσυχη, ἁπλοϊκὴ Ἀγγλία. Ἐκείνη τὴν παλιὰ ἀγαπημένη Ἀγγλία, ποὺ τὸν διαμόρφωσε καὶ ποὺ πάντοτε θὰ εἶναι δικό της ἀναλλοίωτο κομμάτι. [...] Ὁ ἴδιος εἶχε ὀνειρευτεῖ καὶ λαχταρήσει πολλὰ χρόνια τὴ χαριτωμένη Σελεφαΐδα καὶ τὴ γῆ τῆς Ὀόθ-Ναργκάι. Γιὰ χάρη τῆς ἐλευθερίας, τῆς αἴγλης καὶ τῆς μεγάλης ἐμπειρίας, ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὶς ἀλυσίδες, τὶς συμβατικότητες καὶ τὶς ἀνοησίες τῆς ζωῆς. Μὰ τώρα ποὺ ἦρθε σ᾿ αὐτὴ τὴν πόλη κι ἔγινε βασιλιάς τους, ἀνακάλυψε πὼς ἡ ἐλευθερία, ἡ μονοτονία ἔλλειψης δεσμοῦ μ᾿ ὁτιδήποτε σταθερὸ στὰ αἰσθήματα καὶ τὶς ἀναμνήσεις του, ὅλα, πάλιωσαν πολὺ γρήγορα. Θὰ ἔδινε ὅλο του τὸ βασίλειο γιὰ ν᾿ ἀκούσει τὶς καμπάνες μιᾶς ἐκκλησίας τῆς Κορνουάλης πάνω ἀπὸ χαμηλοὺς ἄδεντρους λόφους, κι ὅλες τὶς χιλιάδες μιναρέδες τῆς Σελεφαΐδας γιὰ τὶς λοξὲς στέγες τοῦ χωριοῦ κοντὰ στὸ σπίτι του. [...] Αὐτὰ εἶπε στὸν Ράντολφ Κάρτερ. Ὁ ἀναζητητὴς ὅμως ἐπέμενε πάντα στὸ σκοπό του.»
Καὶ ὁ Κιουρέινς, αὐτὸς ποὺ μὲ τὰ ὄνειρά του δημιούργησε τὴν θαυμαστὴ χώρα ὅπου βασιλεύει, μὴν ἔχοντας πιὰ τὴν δυνατότητα νὰ ξυπνήσῃ στὸν «πραγματικὸ» κόσμο (ἀφοῦ τὸ σῶμα του ἐκεῖ εἶναι πιὰ νεκρὸ) καὶ νὰ ἀναζητήσῃ τὴν ταπεινὴ πατρίδα τῆς νιότης του (ὑπάρχει; ), κάνει τὸ δεύτερο καλύτερο· μέσα στὸ ὄνειρό του ὀνειρεύεται καὶ δημιουργεῖ τὴν ἐπαρχιακὴ Ἀγγλία, ὄνειρο μέσα σὲ ὄνειρο.
Ἀλλὰ ὁ Ράντολφ Κάρτερ δὲν πτοεῖται· πρέπει νὰ ὁλοκληρώσῃ τὴν δική του ἀναζήτησι. Συνεχίζει τὸ ταξίδι του καὶ φθάνει τελικῶς στὴν φοβερὴ Καντὰθ τῶν Μεγάλων Θεῶν, ἐλπίζοντας πὼς θὰ τοῦ δείξουν ἐκεῖνοι τὸν δρόμο γιὰ τὴν πόλι τοῦ δειλινοῦ. Καὶ δὲν βρίσκει τοὺς Μεγάλους Θεούς, ἀλλὰ τὸν ἀγγελιαφόρο τῶν Ἄλλων Θεῶν, τὸ Ἔρπον Χάος, τὸν Νυαρλαθοτέπ, καὶ ἀπὸ αὐτόν, τὸν ἀνελέητο, τὸν ψεύτη, θὰ ἀκούσῃ τὴν ἀλήθεια:
«Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ βρεῖς ὅτι αὐτὸ τὸ σύμβολο καὶ τὸ κειμήλιο τῶν ἡμερῶν τῆς ἀναζήτησής σου γιὰ ἀλήθεια, δὲν ἀποτελεῖ παρὰ τὸ σταθερὸ κι αἰώνιο πετράδι, ποὺ μέσα του ὅλη αὐτὴ ἡ ἀναζήτηση λαμπυρίζει σὰν κρύσταλλο γιὰ νὰ φωτίσει τὸ δειλινὸ μονοπάτι σου. Πρόσεχε. Δὲν βρίσκεται πέρα ἀπὸ ἄγνωστες θάλασσες, ἀλλὰ πίσω, πάνω ἀπὸ πολὺ γνωστὰ χρόνια ποὺ πρέπει νὰ περάσει ἡ ἀναζήτησή σου αὐτή. Πίσω στὰ λαμπερὰ παράξενα πράγματα τῆς νηπιακῆς ἡλικίας, στὶς γοργὲς ἡλιοπότιστες λάμψεις τῆς μαγείας, ποὺ οἱ παλιὲς εἰκόνες ὁδηγοῦν στοὺς πλατιοὺς ὁρίζοντες τὰ νεαρὰ μάτια σου.
»Γιατί, μάθε πὼς ἡ χρυσομαρμάρινη πόλη ποὺ γυρεύεις, εἶναι τὸ σύνολο μονάχα ὅσων ἔχεις δεῖ κι ἀγαπήσει στὴ νιότη σου. Εἶναι ἡ λάμψη ἀπ᾿ τὰ δυτικὰ κεραμίδια καὶ παράθυρα ποὺ φλέγονται στὸ ἡλιοβασίλεμα, στὶς πλαγιὲς τῶν λόφων τῆς Βοστόνης. Εἶναι τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τοῦ Κάμον κι ὁ μεγάλος τροῦλος στὸ λόφο, τὰ μπερδεμένα ἀετώματα κι οἱ καπνοδόχες στὴ μενεξεδένια κοιλάδα, ὅπου τὰ πολλὰ γεφυρωμένα ρυάκια κυλοῦν δροσερά. Αὐτὰ τὰ πράγματα ἔβλεπες, Ράντολφ Κάρτερ, ὅταν ἡ παραμάνα σου σ᾿ ἔσπρωχνε τότε στὸ καροτσάκι σου τὴν ἄνοιξη, καὶ θἀ ᾿ναι τὰ τελευταῖα ποὺ θὰ βλέπεις πάντα μὲ τὰ μάτια τῆς μνήμης καὶ τῆς ἀγάπης. Καὶ ὑπάρχει τὸ ἀρχαῖο Σάλεμ μὲ τὰ μελαγχολικά του χρόνια, τὸ φασματικό Μάρμπλχεντ, σκαρφαλωμένο στοὺς βραχογκρεμούς του μέσα στὶς περασμένες ἑκατονταετίες κι ἡ δόξα τῶν πύργων τοῦ Σάλεμ μὲ τοὺς σιδερένιους ἀνεμοδεῖχτες του, μακριὰ ἀπὸ τὰ βοσκοτόπια τοῦ Μάρμπλχεντ πρὸς τὸ λιμάνι, ἀντίκρυ στὴ δύση τοῦ ἥλιου.
»Ὑπάρχει τὸ Πρόβιντενς, ἰδιόρρυθμο κι ἀρχοντικὸ στοὺς ἑφτὰ λόφους του, πάνω ἀπὸ τὸ γαλάζιο λιμάνι μὲ τὰ πράσινα μονοπάτια, ποὺ ὁδηγοῦν ψηλὰ στὸν γκρεμὸ καὶ στ᾿ ἀρχαῖα ἀλλὰ ζωντανὰ ἀκόμη ἐρείπια. Εἶναι τὸ Νιούπορτ, σκαρφαλωμένο σὰν στοιχειὸ στὸν κυματοθραύστη ποὺ ὀνειρεύεται. Ὑπάρχει τὸ Ἄρκαμ μὲ τὶς σκεπασμένες ἀπὸ βρύα στέγες καὶ πίσω του τὰ πέτρινα κατηφορικὰ λιβάδια. Εἶναι καὶ τὸ παμπάλαιο Κίνγκσπορτ, γκρίζο ἀπὸ τὶς ἀμέτρητες καπνοδόχες καὶ τὰ ἐρημωμένα ὀρυχεῖα, τὰ κρεμασμένα στὸν ἀέρα ἀετώματα, τὸ θαῦμα τῶν ψηλῶν γκρεμῶν καὶ τὸν ἄσπρο ὀμιχλώδη ὠκεανὸ μὲ τὶς σημαδοῦρες γιὰ τὰ περάσματα πέρα.
»Δροσερὰ λαγκάδια στὸ Κόνκορντ, λιθοστρωμένα δρομάκια στὸ Πόρτσμουθ, μισόφωτες στροφὲς τῶν ἀγροτικῶν δρόμων τοῦ Νιου Χάμσαϊρ, ὅπου γιγάντιες φτελιὲς μισοκρύβουν λευκοὺς τοίχους ἀγροικιῶν καὶ τρίζοντας τοὺς χαϊδεύουν ἁπαλά. Οἱ ἁρμυρὲς ἀποβάθρες τοῦ Γκλάουσεστερ καὶ τοῦ Τροῦρο οἱ χειμωνιάτικες ἰτιές. Εἰκόνες ἀπὸ μακρινὰ καμπαναριά, πόλεις καὶ λόφοι πέρα ἀπὸ λόφους σ᾿ ὅλη τὴ βόρεια ἀκτή. Κι ἀκόμη σιωπηλές, βραχώδεις πλαγιὲς καὶ χαμηλά, σκεπασμένα μὲ κισσὸ ἀγροτόσπιτα στ᾿ ἀπάνεμα τῶν πελώριων βράχων στὴν πίσω ἐξοχὴ τοῦ Ρὸντ Ἄιλαντ. Μυρωδιὰ τῆς θάλασσας κι ἄρωμα τῶν λιβαδιῶν· γοητεία τῶν σκούρων δέντρων καὶ χαρὰ τῶν ὀπωροφόρων καὶ τῶν κήπων τὴν αὐγή. Αὐτά, Ράντολφ Κάρτερ, εἶναι ἡ πόλη σου, γιατὶ αὐτὰ εἶναι ὁ ἑαυτός σου. Σὲ γέννησε ἡ Νέα Ἀγγλία καὶ στάλαξε στὴν ψυχή σου μιὰ φευγαλέα ὀμορφιά, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ πεθάνει. Αὐτὴ ἡ ὀμορφιὰ διαμορφωμένη, κρυσταλλωμένη κι ἐξευγενισμένη ἀπὸ χρόνια μνήμης κι ὀνείρου, εἶναι ὁ μεγαλωμένος σου θαυμασμὸς γι᾿ ἀπροσδιόριστα δειλινά. Γιὰ νὰ βρεῖς αὐτὸν τὸ μαρμάρινο ἐξώστη μὲ τὶς ἀλλόκοτες ὑδρίες καὶ τὸ σκαλισμένο κιγκλίδωμα καὶ νὰ κατεβεῖς τελικὰ τὶς ἀτέλειωτες καγκελωτὲς σκάλες πρὸς τὶς ἀνοιχτὲς πλατεῖες τῆς πόλης καὶ τὶς ἀστραφτερές κρῆνες, χρειάζεται μόνο νὰ γυρίσεις πίσω στὶς σκέψεις καὶ τὶς ὀπτασίες τῆς μελαγχολικῆς παιδικῆς σου ἡλικίας.»
»Γιατί, μάθε πὼς ἡ χρυσομαρμάρινη πόλη ποὺ γυρεύεις, εἶναι τὸ σύνολο μονάχα ὅσων ἔχεις δεῖ κι ἀγαπήσει στὴ νιότη σου. Εἶναι ἡ λάμψη ἀπ᾿ τὰ δυτικὰ κεραμίδια καὶ παράθυρα ποὺ φλέγονται στὸ ἡλιοβασίλεμα, στὶς πλαγιὲς τῶν λόφων τῆς Βοστόνης. Εἶναι τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τοῦ Κάμον κι ὁ μεγάλος τροῦλος στὸ λόφο, τὰ μπερδεμένα ἀετώματα κι οἱ καπνοδόχες στὴ μενεξεδένια κοιλάδα, ὅπου τὰ πολλὰ γεφυρωμένα ρυάκια κυλοῦν δροσερά. Αὐτὰ τὰ πράγματα ἔβλεπες, Ράντολφ Κάρτερ, ὅταν ἡ παραμάνα σου σ᾿ ἔσπρωχνε τότε στὸ καροτσάκι σου τὴν ἄνοιξη, καὶ θἀ ᾿ναι τὰ τελευταῖα ποὺ θὰ βλέπεις πάντα μὲ τὰ μάτια τῆς μνήμης καὶ τῆς ἀγάπης. Καὶ ὑπάρχει τὸ ἀρχαῖο Σάλεμ μὲ τὰ μελαγχολικά του χρόνια, τὸ φασματικό Μάρμπλχεντ, σκαρφαλωμένο στοὺς βραχογκρεμούς του μέσα στὶς περασμένες ἑκατονταετίες κι ἡ δόξα τῶν πύργων τοῦ Σάλεμ μὲ τοὺς σιδερένιους ἀνεμοδεῖχτες του, μακριὰ ἀπὸ τὰ βοσκοτόπια τοῦ Μάρμπλχεντ πρὸς τὸ λιμάνι, ἀντίκρυ στὴ δύση τοῦ ἥλιου.
»Ὑπάρχει τὸ Πρόβιντενς, ἰδιόρρυθμο κι ἀρχοντικὸ στοὺς ἑφτὰ λόφους του, πάνω ἀπὸ τὸ γαλάζιο λιμάνι μὲ τὰ πράσινα μονοπάτια, ποὺ ὁδηγοῦν ψηλὰ στὸν γκρεμὸ καὶ στ᾿ ἀρχαῖα ἀλλὰ ζωντανὰ ἀκόμη ἐρείπια. Εἶναι τὸ Νιούπορτ, σκαρφαλωμένο σὰν στοιχειὸ στὸν κυματοθραύστη ποὺ ὀνειρεύεται. Ὑπάρχει τὸ Ἄρκαμ μὲ τὶς σκεπασμένες ἀπὸ βρύα στέγες καὶ πίσω του τὰ πέτρινα κατηφορικὰ λιβάδια. Εἶναι καὶ τὸ παμπάλαιο Κίνγκσπορτ, γκρίζο ἀπὸ τὶς ἀμέτρητες καπνοδόχες καὶ τὰ ἐρημωμένα ὀρυχεῖα, τὰ κρεμασμένα στὸν ἀέρα ἀετώματα, τὸ θαῦμα τῶν ψηλῶν γκρεμῶν καὶ τὸν ἄσπρο ὀμιχλώδη ὠκεανὸ μὲ τὶς σημαδοῦρες γιὰ τὰ περάσματα πέρα.
»Δροσερὰ λαγκάδια στὸ Κόνκορντ, λιθοστρωμένα δρομάκια στὸ Πόρτσμουθ, μισόφωτες στροφὲς τῶν ἀγροτικῶν δρόμων τοῦ Νιου Χάμσαϊρ, ὅπου γιγάντιες φτελιὲς μισοκρύβουν λευκοὺς τοίχους ἀγροικιῶν καὶ τρίζοντας τοὺς χαϊδεύουν ἁπαλά. Οἱ ἁρμυρὲς ἀποβάθρες τοῦ Γκλάουσεστερ καὶ τοῦ Τροῦρο οἱ χειμωνιάτικες ἰτιές. Εἰκόνες ἀπὸ μακρινὰ καμπαναριά, πόλεις καὶ λόφοι πέρα ἀπὸ λόφους σ᾿ ὅλη τὴ βόρεια ἀκτή. Κι ἀκόμη σιωπηλές, βραχώδεις πλαγιὲς καὶ χαμηλά, σκεπασμένα μὲ κισσὸ ἀγροτόσπιτα στ᾿ ἀπάνεμα τῶν πελώριων βράχων στὴν πίσω ἐξοχὴ τοῦ Ρὸντ Ἄιλαντ. Μυρωδιὰ τῆς θάλασσας κι ἄρωμα τῶν λιβαδιῶν· γοητεία τῶν σκούρων δέντρων καὶ χαρὰ τῶν ὀπωροφόρων καὶ τῶν κήπων τὴν αὐγή. Αὐτά, Ράντολφ Κάρτερ, εἶναι ἡ πόλη σου, γιατὶ αὐτὰ εἶναι ὁ ἑαυτός σου. Σὲ γέννησε ἡ Νέα Ἀγγλία καὶ στάλαξε στὴν ψυχή σου μιὰ φευγαλέα ὀμορφιά, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ πεθάνει. Αὐτὴ ἡ ὀμορφιὰ διαμορφωμένη, κρυσταλλωμένη κι ἐξευγενισμένη ἀπὸ χρόνια μνήμης κι ὀνείρου, εἶναι ὁ μεγαλωμένος σου θαυμασμὸς γι᾿ ἀπροσδιόριστα δειλινά. Γιὰ νὰ βρεῖς αὐτὸν τὸ μαρμάρινο ἐξώστη μὲ τὶς ἀλλόκοτες ὑδρίες καὶ τὸ σκαλισμένο κιγκλίδωμα καὶ νὰ κατεβεῖς τελικὰ τὶς ἀτέλειωτες καγκελωτὲς σκάλες πρὸς τὶς ἀνοιχτὲς πλατεῖες τῆς πόλης καὶ τὶς ἀστραφτερές κρῆνες, χρειάζεται μόνο νὰ γυρίσεις πίσω στὶς σκέψεις καὶ τὶς ὀπτασίες τῆς μελαγχολικῆς παιδικῆς σου ἡλικίας.»
* * *
Εἶναι ὅμως ἡ Ἰθάκη, φτωχικὴ ἔστω, ἀλλὰ ἐκεῖ, καὶ μᾶς περιμένει; Γιατὶ κι ὁ ὄμορφος, ἐξόριστος πρίγκηπας καὶ ραψωδός ὁ Ἰρανόν, ἀναζητοῦσε καὶ τραγουδοῦσε τὴν πατρίδα τῶν παιδικῶν του χρόνων καὶ τῶν ὀνείρων του [6]. Ἐδῶ, μάλιστα, ἡ ὀνειροχώρα τῆς μεγάλης ἀναζήτησης καὶ ἡ ἀγαπημένη μητρικὴ Ἰθάκη ταυτίζονται ἐξ ἀρχῆς. Ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια (ἡ ἀλήθεια; ) εἶναι πολὺ πικρὴ στὴν ἱστορία τοῦ Ἰρανόν. Ὅταν μετὰ ἀπὸ χρόνια καὶ χρόνια ἀναζήτησης καὶ τραγουδιοῦ μαθαίνει ὅτι ἡ πατρίδα τῶν ὀνείρων του δὲν ὑπῆρξε ποτέ. Κι ὅτι ὁ ἴδιος δὲν εἶναι πρίγκηπας, ἐξόριστος ἀπὸ παιδί, ἀλλὰ ἕνας τρελός, φαντασιόπληκτος ζητιάνος. Καὶ γίνεται, τότε γίνεται, ἕνας φτωχὸς γερο-ζητιάνος ὁ ὄμορφος πρίγκηπας, καὶ χάνεται, τότε χάνεται, γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου ἡ ὀνειρικὴ πατρίδα...
Ὑπάρχει, λοιπόν ἡ Ἰθάκη; Καὶ ποῦ βρίσκεται; Ἤ, μᾶλλον, μποροῦμε πιὰ νὰ γυρίσουμε σ᾿ αὐτήν; Ἢ χάσαμε τὸν χάρτη τοῦ γυρισμοῦ καὶ τὰ κλειδιὰ τῆς πύλης, ἐξόριστοι κι ἀνέστιοι καὶ πλάνητες γιὰ πάντα;
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον(Πίνδαρος, Πυθιόνικος 3, 61-62· Ψυχούλα μου, μὴ ζητᾷς ἀθάνατη ζωή· πορέψου μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἶναι σύμμετρος στὴ δύναμή σου.)
σπεῦδε, τὰν δ᾿ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.
* * *
[1] Ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν ἱστορία γιὰ τὸν θάνατο, τὴν ὁποίαν, χάριν τῆς ὡραιότητός της, μεταφέρω ἐδῶ:
«Ἕνας στρατιώτης εἶδε στὴν ἀγορὰ τὸν Θάνατο νὰ τοῦ κάνει ἀπειλητικὴ χειρονομία. Πῆγε στὸν Βασιλιὰ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ πάει ἀποστολὴ μακρυά, στὴν Σαμαρκάνδη.
»Ὁ Βασιλιὰς κάλεσε τὸν Θάνατο καὶ τοῦ παραπονέθηκε ὅτι κατατρόμαξε τὸν πιὸ γενναῖο του στρατιώτη. Καὶ ὁ Θἀνατος ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ διαμαρτυρήθηκε πὼς δὲν ἦταν ἀπειλὴ ἡ χειρονομία του ἀλλὰ ἔκπληξη, βλέποντας τὸν στρατιώτη ἐκεῖ, ἐνῶ εἶχαν ραντεβοὺ τὴν ἑπόμενη μέρα, μακρυά, στὴν Σαμαρκάνδη.»
»Ὁ Βασιλιὰς κάλεσε τὸν Θάνατο καὶ τοῦ παραπονέθηκε ὅτι κατατρόμαξε τὸν πιὸ γενναῖο του στρατιώτη. Καὶ ὁ Θἀνατος ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ διαμαρτυρήθηκε πὼς δὲν ἦταν ἀπειλὴ ἡ χειρονομία του ἀλλὰ ἔκπληξη, βλέποντας τὸν στρατιώτη ἐκεῖ, ἐνῶ εἶχαν ραντεβοὺ τὴν ἑπόμενη μέρα, μακρυά, στὴν Σαμαρκάνδη.»
Χρῆστος Μαλεβίτσης |
[2] Ἀλησμόνητες οἱ φιλοσοφικὲς ἐπιφυλλίδες του στὴν «Καθημερινὴ» τῆς Ἑλένης Βλάχου. Ἄλλα κείμενα τοῦ Χρήστου Μαλεβίτση ἀπὸ τὴν συλλογή μου: «Ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης γιὰ τὰ πνεύματα καὶ τὸ Πνεῦμα»· «Τὸ παρδαλὸ γατάκι».
[3] Χ.Φ. Λάβκραφτ, «Σελεφαΐς», 1920.
[4] Χ.Φ. Λάβκραφτ (1890-1937). Ὁ κύκλος τῶν ὀνειροχωρῶν· ἡ πρώτη, «ντανσανικὴ» (ἐμπνευσμένη ἀρχικῶς ἀπὸ τὸν Λόρδο Ντάνσανυ), συγγραφικὴ περίοδος τοῦ Λάβκραφτ: «Τὸ ἄσπρο καράβι», «Ἡ κατάρα ποὺ χτύπησε τὴ Σαρνάθ», «Οἱ γάτες τῆς Οὐλθάρ», «Σελεφαΐς», «Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Ἰρανόν», «Οἱ ἄλλοι θεοί», «Ἡ ὀνειρικὴ ἀναζήτηση τῆς ἄγνωστης Καντάθ», «Τὸ παράξενο, ψηλὸ σπίτι στὴν καταχνιά», «Τὸ ἀσημένιο κλειδί», «Πέρα ἀπὸ τὶς πύλες τοῦ ἀσημένιου κλειδιοῦ». Ὁ κύκλος τοῦ Κθούλου· ἡ δεύτερη καὶ ὡριμότερη συγγραφικὴ περίοδος τοῦ Λάβκραφτ: «Δαγών», «Ἡ ἀκατονόμαστη πόλη», «Νυαρλαθοτέπ», «Τὸ κάλεσμα τοῦ Κθούλου», «Ὁ τρόμος τοῦ Ντάνγουιτς», «Τὸ πλάσμα ποὺ ψιθύριζε στὸ σκοτάδι», «Τὰ βουνὰ τῆς τρέλας», «Ἡ σκιὰ τοῦ Ἴνσμουθ», «Τὰ ὄνειρα τοῦ σπιτιοῦ τῆς μάγισσας», «Τὸ πλάσμα στὸ κατώφλι», «Ὁ ναὸς τοῦ τρόμου», «Μέσα στὴν ἄβυσσο τοῦ χρόνου», «Τὸ κάλεσμα ἀπ᾿ τὸ ὑπερπέραν». (Οἱ «Ἄλλοι θεοί» καὶ ἡ «Ὀνειρικὴ ἀναζήτηση τῆς ἄγνωστης Καντάθ» μποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν καὶ σὲ αὐτὴν τὴν κατηγορία.) Οἱ τίτλοι, κατὰ τὴν μετάφρασι τῶν ἐκδόσεων «Αἴολος».
[5] Χ.Φ. Λάβκραφτ, «Ἡ ὀνειρικὴ ἀναζήτηση τῆς ἄγνωστης Καντάθ», 1927. Τὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ Χ.Φ. Λάβκραφτ, «Ἡ ὀνειρική ἀναζήτηση τῆς ἄγνωστης Καντάθ», Αἴολος, Ἀθήνα 1988, ISBN 960-7267-51-6.
[6] Χ.Φ. Λάβκραφτ, «Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Ἰρανόν», 1921.