«Οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς», ἔγραφε ὁ φιλόσοφος Ἰ. Κάντ, «ἀντιμετωπίζονται συνήθως μὲ τρεῖς τρόπους: τὴν ἐλπίδα, τὸ ὄνειρο καὶ τὸ χιοῦμορ».
Ἡ ξένη λέξη «χιοῦμορ» (ἀγγλ.-γαλλ. humour, γερμ. humor) ἔχει, ὡς γνωστόν, ἑλληνικὴ προέλευση, ἀφοῦ ἡ λατινικὴ humor (umor) ποὺ ἀποδίδει προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ χυμός. Κατὰ τὴν Ἱπποκρατικὴ Ἰατρικὴ «χυμοί» εἶναι τὰ τέσσερα ὑγρὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, δηλ. τὸ αἷμα, τὸ φλέγμα, ἡ κίτρινη καὶ ἡ μέλαινα χολή, μὲ τὴν σύμμετρη μίξη τῶν ὁποίων διατηρεῖται ἡ ὑγεία, ἐνῶ ἀντίθετα ἐπέρχεται ἡ νόσος. Ἀπὸ τὸν Γαληνὸ (2ος αἰ. μ.Χ.) ἡ θεωρία αὐτὴ ἔγινε γνωστὴ στὸν Μεσαίωνα, ἐφαρμόσθηκε δὲ καὶ στὴν ψυχολογία, μὲ τὴν θεωρία περὶ τῶν τεσσάρων τύπων τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς χυμούς (ἢ umores), ἡ ὁποία ἀπαντᾶ καὶ σὲ συγγραφεῖς ἀκόμη καὶ τοῦ 17ου αἰ. Στὸ τέλος τοῦ 16ου αἰ. ὁ Ἄγγλος συγγραφέας Ben Jonson (1572-1637) διετύπωσε μὲ τὰ ἔργα του (κωμωδίες) «Everyman in his humour» (1598) καὶ «Everyman out of his humour» (1599) τὴν θεωρία ὅτι ἡ κωμικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων ὀφείλεται στὴν ἀνομοιομερῆ μίξη τῶν «χυμῶν» τοῦ σώματος.
Θὰ ἄξιζε νομίζω τὸν κόπο νὰ μελετήσει κανεὶς τὴν σημασιολογικὴ ἐξέλιξη τῆς ἔννοιας ὅπως καὶ τὰ διάφορα εἴδη τοῦ χιοῦμορ ποὺ διαμορφώθηκαν στὴν νεώτερη εὐρωπαϊκὴ λογοτεχνία σὲ σύγκριση μὲ τὰ ἀντίστοιχα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ξεχωριστὴ θέση πρέπει νὰ ἔχει στὴ σύγκριση αὐτὴν ἡ ἴδια ἡ γενικὴ ἀντίληψη ποὺ εἶχαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες γιὰ ὅ,τι ὀνομάζουμε ἐμεῖς σήμερα χιοῦμορ: Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τρόπους ἔκφρασης μιᾶς κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς ἡ ὁποία ἔχει τρία βασικὰ χαρακτηριστικά: τὴν κοινωνικότητα, τὴν πνευματικὴ εὐστροφία καὶ τὴν καλαισθησία. Ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ ὀνομαζόταν «εὐτραπελία» καὶ περιγράφεται μάλιστα ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη («Ἠθικὰ Νικομάχεια», II, 7, 1108a, 23 κ.ἑξ.) ὡς «ἀρετή», δηλαδὴ ὡς ἡ ἱκανότητα νὰ εἶναι κανεὶς εὐχάριστος μὲ χάρη («περὶ τὸ ἡδὺ ἐν παιδιᾷ») σὲ φιλικὴ συναναστροφή, μὲ τὴν ὁποία ἀποφεύγονται δύο ἀκρότητες: ἡ «βωμολοχία» (τὸ νὰ ἀστεΐζεται ἀδιάντροπα) ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, ἡ «ἀγροικία» (τὸ νὰ εἶναι ἄξεστος) ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τὴν ἀντίθεση καὶ πρὸς τὰ δύο δηλώνει ἐπίσης ἡ ἔννοια «ἀστεῖος» (παράγωγο ἀπὸ τὴν λέξη «ἄστυ») ἡ ὁποία σημαίνει τὸν «πολιτισμένο» κάτοικο τῆς πόλης σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸν «ἄγροικο» (τὸν ἄξεστο «χωριάτη»), ὅπως καὶ τὸ κομψὸ («ἀστεῖον») εὐφυολόγημα, ποὺ διακρινόταν γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ ὅ,τι προκαλοῦσε ἁπλῶς τὸ γέλιο (καὶ καλοῦνταν «τὸ γέλοιον» ἢ «γελοῖον»). Ἀστεϊσμοὶ ποὺ γίνονταν γιὰ νὰ πειράξουν λέγονταν συνήθως «σκώμματα»· δύο ἄλλοι χαρακτηρισμοὶ -σπάνιοι, ὡστόσο ἐνδεικτικοὶ- εἶναι ἡ «μωκία» (ἡ λέξη ἀποδίδει τὸν ἦχο ποὺ παράγει ἡ γκαμήλα) καὶ ἡ «ρωποπερπερήθρα» («ρῶποι» = μικρῆς ἀξίας πράγματα, «ψιλικά»).
(Ἰω. Σ. Τουλουμάκος,
«Τρόποι ζωῆς καὶ χιοῦμορ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων», τ. Α', Εἰσαγωγή, σελ. 25, 32-34, ἐκδ. Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2003, ISBN 960-7760-93-X)
* * *
Ὁ «πραγματικὸς θεῖος» καὶ ὁ «ἄγνωστος πατέρας» ἢ ὁ δογματισμὸς τοῦ κομμουνισμοῦ καὶ ἡ ἄγνοια τῆς ἀνθρώπινης φύσης
Ἡ περίφημη -καὶ πολυσυζητημένη- κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖ ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «κομμουνιστικὰ» στοιχεῖα τῆς ἰδανικῆς πολιτείας, τὴν ὁποία συνθέτει ὁ Πλάτων στὸ ἔργο του «Πολιτεία», βασίζεται κατὰ κύριο λόγο στὴν ἄποψη τοῦ φιλοσόφου γιὰ τὴν κατάργηση τῆς οἰκογένειας (ὅπως καὶ τῆς ἰδιοκτησίας). Μὲ ἐντυπωσιακὴ παραστατικότητα ὁ Ἀριστοτέλης περιγράφει τὴν σύγχυση ποὺ θὰ προκύψει ἂν ἐκλείψουν οἱ παραδοσιακές, στὴν οἰκογένεια βασιζόμενες, συγγενικὲς σχέσεις, παρατηρώντας πὼς «γιὰ τὸν καθένα πολίτη θὰ ὑπάρχουν χίλιοι γιοὶ καὶ μάλιστα ἔτσι ὥστε ἀπὸ τὸν ὁποιονδήποτε τυχόντα πατέρα νὰ θεωρεῖται ὁ ὁποιοσδήποτε τυχών, γιός· γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο θὰ ἀδιαφοροῦν οἱ μὲν γιὰ τοὺς δὲ καθ᾿ ὅμοιο τρόπο» ἐνῶ λίγο παρακάτω συμπεραίνει: «γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν εἶναι καλύτερο νὰ ἔχει κάποιος ἕναν πραγματικὸ ἀνεψιὸ παρὰ ἕναν μὲ μιὰ τέτοια (δηλ. τὴν «κομμουνιστικὴ») ἀντίληψη γιό». («κρεῖττον γὰρ ἴδιον ἀνεψιὸν εἶναι ἢ τὸν τρόπον τοῦτον υἱόν.» Πολ. ΙΙ, 3, 1261b 38-40, 1262a 13-14)
Τὸ ἀστεῖο γίνεται καλύτερα κατανοητό, ἐὰν διακρίνει κανεὶς σὲ αὐτὸ ἕναν ὑπαινιγμὸ κατὰ τοῦ ἰδίου τοῦ Πλάτωνος: Ὁ Πλάτων, ὡς γνωστόν, διόρισε διάδοχό του στὴν Ἀκαδημία τὸν ἀνεψιό του Σπεύσιππο καὶ ὄχι τὸν Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος λίγο ἀργότερα ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ ἐπιστρέψει μετὰ ἀπὸ 12 χρόνια καὶ νὰ ἰδρύσει ἐκεῖ τὴν δική του Σχολή.
(Ἰω. Σ. Τουλουμάκος,
«Τρόποι ζωῆς καὶ χιοῦμορ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων», τ. Α', κεφ. XXX,
«Εἰρωνία καὶ χιοῦμορ τοῦ Ἀριστοτέλη», σελ. 347-348, ἐκδ. Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2003, ISBN 960-7760-93-X)