«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Δύο πίνακες

Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Θέα τῶν Ἀθηνῶν, 1940 (ἰδιωτικὴ συλλογή)

Ἄ γαιώδη ἄνθρωπε
Ἰδὲς ποὺ ὁ τοκετὸς τῆς νύχτας ἔφερε
Κυανὸ καὶ κιννάβαρι, πορφύρα καὶ ὤχρα
(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Μικρὸν Ἀνάλογον γιὰ τὸν Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα»)

ἀλληλέγγυα στάθηκαν τὰ σπίτια
καὶ μικρὰ καὶ τετράγωνα
μὲ καμάρα λευκὴ καὶ λουλακὶ πορτόφυλλο
(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Τὸ Ἄξιον Ἐστί»)

(Βλ. Νίκος Ἀλ. Μηλιώνης, «Ὁ εἰκαστικὸς μοντερνισμὸς στὴν ποίηση τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη», περιοδικὸν «Νέα Εὐθύνη», τ. 8, Νοέμ.-Δεκ. 2011, σελ. 643.)

* * *

Ἰάκωβος Ρίζος, Ἀθηναϊκὴ βραδιὰ στὴν ταράτσα, 1897 (Ἐθνικὴ Πινακοθήκη)

   Στὸν πίνακα αὐτὸ ἀντικρύζω τὸ χαμένο μου ἰδανικό. Ὅ,τι θὰ ἤθελα νὰ εἶμαι, ὅ,τι θὰ ἤθελα νὰ δῶ, νὰ ζήσω, νὰ ὀνειρεύομαι, ἐγώ, οἱ δικοί μου, ἡ χώρα μου.
   Κοιτάζω γύρω μου: ἡ καθημερινὴ «πραγματικότης»...
   Κοιτάζω τὸν πίνακα: κάτι ἀπὸ ἀλλοῦ. Ἄλλοι ἄνθρωποι, μιᾶς ἄλλης χώρας, μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς. Ἀλλοῦ, πολὺ μακρυά.
   Καὶ ὅμως, περιέργως, καὶ πολὺ κοντὰ συνάμα. Τόσο ξένα σήμερα ἐτοῦτα, ἀλλὰ σὰν κάτι νὰ μοῦ θυμίζουν. Σὰν ἕνα παράλληλο σύμπαν, ξένο καὶ ὅμως οἰκεῖο, χαμένο καὶ ὅμως κοντινό. Παρόν, πραγματικό. Ἐγώ, ἐδῶ, τώρα!

   Ἐδῶ, σὲ αὐτὸν πίνακα ζῶ. Ὅπου νά ᾿ναι θὰ ξυπνήσω ἀπὸ τὸν ἀνυπόφορο ἐφιάλτη ποὺ μὲ εἶχε κάνει νὰ τὸ λησμονήσω.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Καλοὶ Γερμανοί

Μαρτῖνος Κρούσιος
(Martin Crusius, Martin Krauß, 1526-1607)
   Ὁ Γερμανὸς λόγιος Μαρτῖνος Κρούσιος, υἱὸς εὐαγγελιστοῦ ἱερέως, καθηγητὴς ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς φιλολογίας τοῦ πανεπιστημίου τῆς Τυβίγγης, ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιφανέστερους μελετητὲς καὶ ἀποθησαυριστὲς («Turcograecia» (1584) κ.ἄ.) τῆς βυζαντινῆς γραμματείας ἀλλὰ καὶ συγχρόνων του Ἑλλήνων λογίων τῆς ὑποδούλου Κωνσταντινουπόλεως (ὅπως τοὺς ἀδελφοὺς Ἰωάννη καὶ Θεόδωρο Ζυγομαλᾶ, μὲ τοὺς ὁποίους διατηροῦσε στενὴ ἀλληλογραφία) καὶ τῆς διασπορᾶς, συνέβαλε στὸν διάλογο μεταξὺ προτεσταντῶν θεολόγων καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπὶ Ἱερεμίου Β' τοῦ Τρανοῦ, ὑπερασπίσθηκε δὲ παντὶ τρόπῳ τὸ ὑπόδουλον Γένος.
   Διαβάζουμε [1]:
   «Ὁ Γερμανὸς καθηγητὴς τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς φιλολογίας δὲν παρέλειπε νὰ ἐκφράζει τὰ φιλελληνικά του αἰσθήματα εἴτε στὰ ἐπιστημονικά του κείμενα εἴτε στὴν ἀπὸ ἕδρας διδασκαλία του. Εἶναι ἐνδεικτικὸ ὅτι τὸν πρῶτο καθιερωμένο λόγο του ὡς καθηγητὴς σὲ γυμνάσιο τοῦ Στρασβούργου τὸ 1547, ὁ Κρούσιος τὸν ἐκφώνησε ὄχι στὴν λατινικὴ γλῶσσα, ὅπως ἀπαιτοῦσε ἡ παράδοση αἰώνων, ἀλλὰ στὴν ἑλληνική. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ἐπίσης ὅτι ὁ Κρούσιος δὲν ἔπαυε νὰ ἐκφράζει καὶ γραπτῶς τὰ φιλελληνικά του αἰσθήματα, παραθέτοντας μάλιστα δίπλα στὴν ὑπογραφή του καὶ τὴν φράση: «Φιλέλλην εἶπερ τις καὶ ἄλλος» ἢ ἁπλῶς «φιλέλλην». Ἄλλοτε δὲ ἀποκαλοῦσε τὸν ἑαυτό του «ἀκορέστως φιλέλληνα» καὶ μάλιστα «εἰς ἀπληστίαν». Εἶναι ὄντως ὁ Κρούσιος ὁ πρῶτος φιλέλληνας στὴν Εὐρώπη, ὅπως εἶναι καὶ ὁ προσδιοριστικὸς ὑπότιτλος τοῦ εὐσύνοπτου βιβλίου τῆς Σέμνης Καρούζου, ὁ ὁποῖος συνοδεύει τὸν τίτλο «Μαρτῖνος Κρούσιος» (ἐκδ. Ἔσπερος, Ἀθήνα 1973)· ὁ Κρούσιος ἔδειξε ἐμπράκτως τὰ συναισθήματά του πρὸς τὸν Ἑλληνισμὸ κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας.»
   Καὶ ἀκόμη [2]:
   «Τὸ μοναδικὸ φιλελληνισμό του ἀποδεικνύουν ἀμέτρητες δηλώσεις του, ὅπως π.χ. «Ἀλλ᾿ οὐκ ἐᾷ με ἡ ἐμοῦ διηνεκὴς φιλελληνία ἡσυχίαν ἄγειν» [3] ἢ «Διαφυλάττειν ἐγὼ τὴν ἑλληνίδα φωνὴν καὶ πλατύνειν ἐν τῇ Γερμανίᾳ κατὰ τὴν ἀσθένειάν μου πειρῶμαι μετὰ προθυμίας πάσης».

Σημειώσεις:
[1] Γιάννης Παπακώστας, «Ἐπίσκεψις ὅρων: ἕνα λανθάνον κείμενο τοῦ Β. Μυστακίδη», περιοδικὸν «Νέα Εὐθύνη», τ. 8, Νοέμ.-Δεκ. 2011, σελ. 600.
[2] Dieter Motzkus, «Συμπληρώθηκαν 400 χρόνια από τον θάνατο του Μαρτίνου Κρούσιου (Martin Crusius), του πρώτου Γερμανού φιλέλληνα και νεοελληνιστή», περιοδικὸν «Ἑλληνικὴ Διεθνὴς Γλῶσσα», τ. 70., Ἰαν.-Μάρτ. 2008.
[3] Πρβλ. μὲ τὸ «Οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον» τοῦ Θεμιστοκλέους, κατὰ Πλούταρχον.

Ἡ εὐτραπελία (χιοῦμορ) τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων

   «Οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς», ἔγραφε ὁ φιλόσοφος Ἰ. Κάντ, «ἀντιμετωπίζονται συνήθως μὲ τρεῖς τρόπους: τὴν ἐλπίδα, τὸ ὄνειρο καὶ τὸ χιοῦμορ».

   Ἡ ξένη λέξη «χιοῦμορ» (ἀγγλ.-γαλλ. humour, γερμ. humor) ἔχει, ὡς γνωστόν, ἑλληνικὴ προέλευση, ἀφοῦ ἡ λατινικὴ humor (umor) ποὺ ἀποδίδει προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ χυμός. Κατὰ τὴν Ἱπποκρατικὴ Ἰατρικὴ «χυμοί» εἶναι τὰ τέσσερα ὑγρὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, δηλ. τὸ αἷμα, τὸ φλέγμα, ἡ κίτρινη καὶ ἡ μέλαινα χολή, μὲ τὴν σύμμετρη μίξη τῶν ὁποίων διατηρεῖται ἡ ὑγεία, ἐνῶ ἀντίθετα ἐπέρχεται ἡ νόσος. Ἀπὸ τὸν Γαληνὸ (2ος αἰ. μ.Χ.) ἡ θεωρία αὐτὴ ἔγινε γνωστὴ στὸν Μεσαίωνα, ἐφαρμόσθηκε δὲ καὶ στὴν ψυχολογία, μὲ τὴν θεωρία περὶ τῶν τεσσάρων τύπων τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς χυμούς (ἢ umores), ἡ ὁποία ἀπαντᾶ καὶ σὲ συγγραφεῖς ἀκόμη καὶ τοῦ 17ου αἰ. Στὸ τέλος τοῦ 16ου αἰ. ὁ Ἄγγλος συγγραφέας Ben Jonson (1572-1637) διετύπωσε μὲ τὰ ἔργα του (κωμωδίες) «Everyman in his humour» (1598) καὶ «Everyman out of his humour» (1599) τὴν θεωρία ὅτι ἡ κωμικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων ὀφείλεται στὴν ἀνομοιομερῆ μίξη τῶν «χυμῶν» τοῦ σώματος.

   Θὰ ἄξιζε νομίζω τὸν κόπο νὰ μελετήσει κανεὶς τὴν σημασιολογικὴ ἐξέλιξη τῆς ἔννοιας ὅπως καὶ τὰ διάφορα εἴδη τοῦ χιοῦμορ ποὺ διαμορφώθηκαν στὴν νεώτερη εὐρωπαϊκὴ λογοτεχνία σὲ σύγκριση μὲ τὰ ἀντίστοιχα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ξεχωριστὴ θέση πρέπει νὰ ἔχει στὴ σύγκριση αὐτὴν ἡ ἴδια ἡ γενικὴ ἀντίληψη ποὺ εἶχαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες γιὰ ὅ,τι ὀνομάζουμε ἐμεῖς σήμερα χιοῦμορ: Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τρόπους ἔκφρασης μιᾶς κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς ἡ ὁποία ἔχει τρία βασικὰ χαρακτηριστικά: τὴν κοινωνικότητα, τὴν πνευματικὴ εὐστροφία καὶ τὴν καλαισθησία. Ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ ὀνομαζόταν «εὐτραπελία» καὶ περιγράφεται μάλιστα ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη («Ἠθικὰ Νικομάχεια», II, 7, 1108a, 23 κ.ἑξ.) ὡς «ἀρετή», δηλαδὴ ὡς ἡ ἱκανότητα νὰ εἶναι κανεὶς εὐχάριστος μὲ χάρη («περὶ τὸ ἡδὺ ἐν παιδιᾷ») σὲ φιλικὴ συναναστροφή, μὲ τὴν ὁποία ἀποφεύγονται δύο ἀκρότητες: ἡ «βωμολοχία» (τὸ νὰ ἀστεΐζεται ἀδιάντροπα) ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, ἡ «ἀγροικία» (τὸ νὰ εἶναι ἄξεστος) ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τὴν ἀντίθεση καὶ πρὸς τὰ δύο δηλώνει ἐπίσης ἡ ἔννοια «ἀστεῖος» (παράγωγο ἀπὸ τὴν λέξη «ἄστυ») ἡ ὁποία σημαίνει τὸν «πολιτισμένο» κάτοικο τῆς πόλης σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸν «ἄγροικο» (τὸν ἄξεστο «χωριάτη»), ὅπως καὶ τὸ κομψὸ («ἀστεῖον») εὐφυολόγημα, ποὺ διακρινόταν γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ ὅ,τι προκαλοῦσε ἁπλῶς τὸ γέλιο (καὶ καλοῦνταν «τὸ γέλοιον»«γελοῖον»). Ἀστεϊσμοὶ ποὺ γίνονταν γιὰ νὰ πειράξουν λέγονταν συνήθως «σκώμματα»· δύο ἄλλοι χαρακτηρισμοὶ -σπάνιοι, ὡστόσο ἐνδεικτικοὶ- εἶναι ἡ «μωκία» (ἡ λέξη ἀποδίδει τὸν ἦχο ποὺ παράγει ἡ γκαμήλα) καὶ ἡ «ρωποπερπερήθρα» («ρῶποι» = μικρῆς ἀξίας πράγματα, «ψιλικά»).

(Ἰω. Σ. Τουλουμάκος, «Τρόποι ζωῆς καὶ χιοῦμορ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων», τ. Α', Εἰσαγωγή, σελ. 25, 32-34, ἐκδ. Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2003, ISBN 960-7760-93-X)

* * *

Ὁ «πραγματικὸς θεῖος» καὶ ὁ «ἄγνωστος πατέρας» ἢ ὁ δογματισμὸς τοῦ κομμουνισμοῦ καὶ ἡ ἄγνοια τῆς ἀνθρώπινης φύσης

   Ἡ περίφημη -καὶ πολυσυζητημένη- κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖ ὁ Ἀριστοτέλης στὰ «κομμουνιστικὰ» στοιχεῖα τῆς ἰδανικῆς πολιτείας, τὴν ὁποία συνθέτει ὁ Πλάτων στὸ ἔργο του «Πολιτεία», βασίζεται κατὰ κύριο λόγο στὴν ἄποψη τοῦ φιλοσόφου γιὰ τὴν κατάργηση τῆς οἰκογένειας (ὅπως καὶ τῆς ἰδιοκτησίας). Μὲ ἐντυπωσιακὴ παραστατικότητα ὁ Ἀριστοτέλης περιγράφει τὴν σύγχυση ποὺ θὰ προκύψει ἂν ἐκλείψουν οἱ παραδοσιακές, στὴν οἰκογένεια βασιζόμενες, συγγενικὲς σχέσεις, παρατηρώντας πὼς «γιὰ τὸν καθένα πολίτη θὰ ὑπάρχουν χίλιοι γιοὶ καὶ μάλιστα ἔτσι ὥστε ἀπὸ τὸν ὁποιονδήποτε τυχόντα πατέρα νὰ θεωρεῖται ὁ ὁποιοσδήποτε τυχών, γιός· γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο θὰ ἀδιαφοροῦν οἱ μὲν γιὰ τοὺς δὲ καθ᾿ ὅμοιο τρόπο» ἐνῶ λίγο παρακάτω συμπεραίνει: «γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν εἶναι καλύτερο νὰ ἔχει κάποιος ἕναν πραγματικὸ ἀνεψιὸ παρὰ ἕναν μὲ μιὰ τέτοια (δηλ. τὴν «κομμουνιστικὴ») ἀντίληψη γιό». («κρεῖττον γὰρ ἴδιον ἀνεψιὸν εἶναι ἢ τὸν τρόπον τοῦτον υἱόν.» Πολ. ΙΙ, 3, 1261b 38-40, 1262a 13-14)

   Τὸ ἀστεῖο γίνεται καλύτερα κατανοητό, ἐὰν διακρίνει κανεὶς σὲ αὐτὸ ἕναν ὑπαινιγμὸ κατὰ τοῦ ἰδίου τοῦ Πλάτωνος: Ὁ Πλάτων, ὡς γνωστόν, διόρισε διάδοχό του στὴν Ἀκαδημία τὸν ἀνεψιό του Σπεύσιππο καὶ ὄχι τὸν Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος λίγο ἀργότερα ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ ἐπιστρέψει μετὰ ἀπὸ 12 χρόνια καὶ νὰ ἰδρύσει ἐκεῖ τὴν δική του Σχολή.

(Ἰω. Σ. Τουλουμάκος, «Τρόποι ζωῆς καὶ χιοῦμορ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων», τ. Α', κεφ. XXX, «Εἰρωνία καὶ χιοῦμορ τοῦ Ἀριστοτέλη», σελ. 347-348, ἐκδ. Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2003, ISBN 960-7760-93-X)