26 Ὀκτωβρίου 1912... Κι οἱ στρατιῶτες, μὲ τὸν βασιλέα καὶ τὸν ἀρχιστράτηγο στὰ ἄλογα ἐμπρός, στὴν Νύφη τοῦ Βορρᾶ, τὴν Συμβασιλεύουσα, μὲ τὸν κόσμο νὰ τοὺς ραίνῃ μὲ δάφνες καὶ λουλούδια, καὶ στὰ μπαλκόνια οἱ κρυφοκεντημένες στὸ φῶς τοῦ καντηλιοῦ, πεντακόσια χρόνια, σημαῖες νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο. Κι ἡ Γοργόνα τοῦ Μεγαλέξανδρου νὰ βλέπῃ λεύτερη τὴν ἀδελφή της καὶ νὰ μὴν ρωτᾷ πιά, νὰ χορεύῃ μόνον στοῦ Αἰγαίου τὰ κύματα.
26 Ὀκτωβρίου 2012... Ἑκατὸ χρόνια. Ἀλλὰ φοβοῦμαι νὰ εὐχηθῶ Χρόνια Πολλὰ στοὺς Δημήτρηδες, τὶς Δημητροῦλες καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς Μακεδόνες. Καὶ ντρέπομαι, διότι, ἑκατὸ χρόνια, τέτοια ἐπέτειος, καὶ οὔτε ποὺ τὸ ἀντιληφθήκαμε καλά-καλά. Ἀλλὰ καὶ τί νὰ ἑορτάσουμε καὶ νὰ τιμήσουμε ἄραγε; Καὶ ποιοί; Τί σημαίνει γιὰ μᾶς ἡ Μακεδονία; Σίγησαν τὰ τραγούδια κι οἱ κραυγὲς τῶν Μακεδονομάχων, τὰ ἄγρια πανηγύρια τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ μπαρουτιοῦ; Ξεθώριασε τὸ αἷμα τοῦ Ἄγρα καὶ τοῦ Μελᾶ στ᾿ ἁγιασμένα χώματα; Ἔσβησε καὶ τὸ τζάκι ὅπου ἡ γιαγιὰ ἱστοροῦσε τοὺς θρύλους τῆς Πηνελόπης Δέλτα; Βούλιαξαν ὅλα, σὰν τὶς βυθισμένες πλάβες, στὸ ἕλος τῶν Γιαννιτσῶν, στὸν βοῦρκο τῆς σημερινῆς φθορᾶς, παρακμῆς κι ἀπογοήτευσης;
Ἑκατὸ χρόνια... Καὶ δὲν ἀξιωθήκαμε νὰ ζωντανέψουμε τὰ παλιὰ παραμύθια. Κι οὔτε τὰ παιδιὰ οὔτε τὰ ἐγγόνια μας, τὰ δισέγγονά μας κι ἄν, θὰ ξανἄχουν τέτοια ἐπέτειο. Θὰ τοὺς ἀφήσουμε τουλάχιστον κάτι νἄχουν νὰ γιορτάσουν, νὰ τραγουδήσουν καὶ νὰ ὀνειρευτοῦν, ἀφοῦ δὲν μπορέσαμε ἐμεῖς;
Ἡ λίμνη τῶν Γιαννιτσῶν κρύβει βαθιὰ στὴν ἀγκαλιά της, φυλάσσει καὶ τρέφει τὸ μέλλον...