«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό

Κυριακή 20 Απριλίου 2025

Μελέτη ζωῆς

Μελέτη ζωῆς

- ἤ, ὁ φιλόσοφος καὶ τὸ κουνούπι (μέρος α')

- ἤ, ἡ τραγικὴ ἀντίθεσις τοῦ φθαρτοῦ μὲ τὸ αἰώνιο

Ὀμὰρ Καγιάμ

   Κουνούπι: τὸ μεταφυσικὸ σκάνδαλο.

   Εἴχα καὶ ἄλλοτε ἐπισημάνει τὸ μεταφυσικὸ σκάνδαλο ποὺ λέγεται «κουνούπι». Ὁ ἄνθρωπος, ὑποτίθεται, εἶναι ἀνώτερο πνευματικὸ ὄν, συγκλονιζόμενο ἀπὸ μεταφυσικὴ ἀγωνία γιὰ τὸ νόημα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς, γιὰ τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος, γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου. Ὅμως ἐμένα μὲ ἀπασχολεῖ τὸ κουνούπι ποὺ μὲ τσίμπησε στὸν ἀστράγαλο καὶ μὲ τρίβει καὶ μὲ ἐνοχλεῖ. Δὲν εἶναι ἐξωφρενικό, καὶ βαθιὰ τραγικό;

   Σκεφτεῖτε το. Τὸ κουνούπι εἶναι τὸ μέγα μεταφυσικὸ σκάνδαλο. Τὶ Σωκράτηδες καὶ Ἡράκλειτοι καὶ Λάο Τσὲ καὶ Κομφούκιοι καὶ Κὰντ καὶ Νίτσε καὶ Χάιντεγκερ, νὰ ἀραδιάζουν ὑψιπετεῖς φιλοσοφίες... Τσάφ, τὸ κουνουπάκι, καὶ οἱ φιλοσοφίες σκάνε σὰν σαπουνόφουσκες. Τὸ κουνούπι τσιμπᾷ τὴν ἀχίλλειο πτέρνα (pun intended) τῆς φιλοσοφίας.

   Ἕνας ἄνθρωπος εὐαίσθητος καὶ καλλιεργημένος ζεῖ τὴν ζωὴ βαθύτερα ἀπὸ τὴν ἐπιφανειακὴ καὶ συμβατικὴ καθημερινότητα. Ζεῖ ὅ,τι ἀφήνει ψήγματα χρυσοῦ στὴν ψυχή, καθὼς τὸ ποτάμι τοῦ χρόνου ξεπλένει τὶς ματαιότητες ποὺ μᾶς περισποῦν καὶ μᾶς ἀναλίσκουν. [1]
   Ἕνας φιλόσοφος στοχάζεται καὶ βυθομετρεῖ τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων.
   Ὁ σοφὸς ἀσκητής, διὰ τῆς ἀσκήσεως, γίνεται ἕνα μὲ τὴν οὐσία αὐτήν.

   Ἔστω τώρα ὅτι ἕνα κουνούπι μᾶς τσιμπᾷ τὸ δάκτυλο· ἢ τὸ αὐτὶ τοῦ φιλοσόφου, τὴν ὥρα ποὺ στοχάζεται τὸ νόημα τῆς ζωῆς.

   Τί συμβαίνει;
   Ἀπολαμβάνουμε τὴν θαλπωρὴ τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς;
   Ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὰ μεγάλα ἰδανικά, τὴν πρόοδο τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ ἔθνους;
   Στοχαζόμαστε τὸ νόημα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς;

   Ὄχι! Ἀντὶ γιὰ τὴν οἰκογένεια, τὴν κοινωνία καὶ τὸ ἔθνος, τὸ νόημα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς, ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας ἐπικεντρώνεται στὸ κουνούπι! Ἀντὶ νὰ στοχάζεται περιδεὴς ὁ φιλόσοφος τὸ νόημα τοῦ σύμπαντος, ξύνει τό αὐτί του καὶ κυνηγᾷ τὸ κουνούπι!

   Δὲν εἶναι τρομερό πόσο τὸ εἶναι μας εἶναι δέσμιον τῆς φθορᾶς;

   Ἕνα τίποτε εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ὅλα τὰ μεγάλα καὶ τὰ σπουδαῖα τῆς κούφιας κεφαλῆς μας, μιὰ σαπουνόφουσκα, ποὺ τὴν τσιμπᾷ ἕνα κουνούπι;

   Στοχαζόμενος τὸ φλέγον τοῦτον ζήτημα, ἐρεύνησα τὸ Διαδίκτυον διὰ κώνωπας καὶ φιλοσόφους. Εὐρῆκα τὸν κώνωπα, ὄχι περὶ τὸ οὖς φιλοσόφου, ἀλλὰ ἐπὶ κέρατος βοός. Γνωστὸς μῦθος τοῦ Αἰσώπου, ἡ δὲ φράσις παροιμιώδης.

   Τὸ συγκλονιστικόν, ὅμως, εἶναι τὸ ἐξῆς. Συγκρίνετε τὴν μακαριότητα τοῦ ἀγαθοῦ βοδιοῦ ποὺ ἀμέριμνο μασουλᾷ τὸ χορταράκι του στὸ λιβάδι, μὲ τὸ φαιδρὸν θέαμα τοῦ φιλοσόφου ποὺ κυνηγᾷ τὸ κουνούπι μὲ τὴν παντόφλα στὸ χέρι.

   Ποῖος ὁ σοφός, ἑπομένως; Ὁ Γεώργιος Σουρῆς ἀπαντᾷ εὐγλώττως («Ὁ Φασουλῆς φιλόσοφος»):

Ἕνα κουνούπι ζωηρὸ ἐκάθισε μιὰ μέρα
σ᾿ ἑνὸς βοδιοῦ τὸ κέρατο κι ἐσφύριζ᾿ ἐκεῖ πέρα,
κι εἶπε τὸ βόδι μὲ ψυχρὸν Ἐγγλέζου χαρακτῆρα:
«Καὶ ὅταν ἦλθες κι ἔφυγες χαμπάρι δὲν σ᾿ ἐπῆρα».
Ἂν ἠμπορῆς, βρὲ ἄνθρωπε, πές του καὶ σὺ αὐτά,
ὅταν στ᾿ αὐτιά σου νηστικὸ σφυρίζοντας πετᾶ.
Μὲ σφύριγμα καὶ δάγκωμα κακὰ σὲ ξημερώνει,
ἂν δὲν σκεφτῆς δελτάριον ν᾿ ἀνάψης Ζαμπιρόνη.

Σημειώσεις:
[1] Δεῖτε π.χ. πῶς στοχάζονται γιὰ τὴν αὐθεντικὴ ζωὴ οἱ κάτωθι συγγραφεῖς (ἀναφέρω μερικὲς περιπτώσεις ἐνδεικτικῶς):

* * *

α) Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἐν λευκῷ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2006 (ζ' ἔκδ.· α' ἔκδ. 1992), ISBN 960-7233-26-3.

   Τί θεωρεῖ σημαντικόν, στοιχεῖον τῆς ὄντως ζωῆς, ὁ Ἐλύτης; Ὄχι αὐτὸ ποὺ δίδει ἀπατηλὴ ὑστεροφημία. Γράφει («Τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικά», 1983 καὶ 1989):

   «Τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ παίρνει μαζί του πεθαίνοντας ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μικρὸ ἐκεῖνο μέρος τῆς περιουσίας του ποὺ ἴσα ἴσα δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν ἄλλο. Κάτι λίγες αἰσθήσεις ἢ στιγμές· δυὸ τρεῖς νότες κυμάτων, τὴν ὥρα ποὺ τὸ μαλλὶ τὸ παίρνει ὁ ἀέρας μὲ τὰ γλυκὰ ψιθυρίσματα μὲς στὸ σκοτάδι· ὀλίγες μέντες ἀπὸ δυὸ κοντὰ κοντὰ βαλμένες ἀνάσες· ἕνα τραγούδι βαρύθυμο, σὰν βράχος μαῦρος· καὶ τὸ δάκρυ, τὸ δάκρυ τῆς μιᾶς φορᾶς, τὸ γιὰ πάντοτε. Ὅλα ὅσα, μ᾿ ἄλλα λόγια, κάνουν τὴν ἀληθινή του φωτογραφία, τὴν καταδικασμένη νὰ χαθεῖ καὶ νὰ μὴν ἐπαναληφθεῖ ποτέ.

   »Ἀποδίδω μεγάλη σημασία σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔσχατο τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀντίτυπο. Πού, ἐὰν συμβαίνει νὰ διακρίνουμε πίσω του ἀφρισμένη τὴ θάλασσα ἢ λευκὸ τὸ σπιτάκι, νὰ μὴν προσπερνᾶμε, τάχατες οἱ ἀνώτεροι ἐμεῖς, παρὰ νὰ γονυπετοῦμε καὶ νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας μὲ δέος. Ἕνα εἰκόνισμα εἶναι κι αὐτὸ τὸ πελαγίσιο κομμάτι, ποὺ τὸ ξύλο του ἔχει μαυρίσει ἀπὸ τοὺς καπνοὺς παλαιῶν ἀγώνων, ἀλλὰ ποὺ τ᾿ ἁγιωτικό του ἀναδίδει ἀκόμη Ἀναξίμανδρο.

   »Περιμένω τὸν καλλιτέχνη -ποὺ ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια τόσο λιγότερες πιθανότητες ὑπάρχουν ν᾿ ἀναφανεῖ- τὸν ἰκανὸ νὰ στήσει, ἀποστραγγίζοντας ὅλο τὸ ἀπόθεμα τοῦ θυμητικοῦ μας, τὸ μνημεῖο στὸν «ἄγνωστο ἰδιώτη». Ὅπως ὣς τώρα ἐστήσαμε σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ τόπου μας κάποιο μνημεῖο στὸν «ἄγνωστο στρατιώτη».»

   Καὶ γιὰ τὴν Ἀνάγκη ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἰδιωτικὴ ὁδὸ τῆς γνήσιας, πραγματικῆς ζωῆς, σημειώνει («Ἡ ἰδιωτικὴ ὁδός», 1990):

   «Ἡ ἰδιωτικὴ ὁδὸς «κόβει» μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ χρόνο. Πᾶς πιὸ γρήγορα σπίτι σου ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ πάλι, τὸ σπίτι σου δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ ἤξερες. Εἶναι μιὰ ἀγροικία μεγάλη, μὲ διπλὲς πέτρινες σκάλες, σὰν ἐκείνη τοῦ Πούσκιν στὴν Κριμαία. Παράδειγμα στὴν τύχη φέρνω.

   »Κάποτε συμβαίνει καὶ νὰ προλαβαίνεις τὰ πράγματα στὴν παιδική τους ἡλικία: τὸ αὐλιδάκι, τὸ κουζινάκι, τὴ λεμονίτσα, τὶς λιμνοῦλες. Ἀντιλαμβάνεσαι πόσο λίγη σημασία ἔχει ὁ χρόνος, ἂν δὲν εἶσαι ληξίαρχος. Καὶ ρίχνεις τὴν κάθετή σου μέσα στὰ γεγονότα, γιὰ ν᾿ ἀνασύρεις, ἁπλῶς, λίγην εὐφράδεια νερῶν, μιὰν ἀντανάκλαση, μιὰ κυανὴ διαφάνεια. Τ᾿ ἄλλα, καὶ δὴ σὲ κατάσταση ὠμή, σοῦ εἶναι ἄχρηστα! Βγάνουν συμφέρον· ὀξυγόνο δὲ βγάνουν. Κι ἡ φρόνηση τῆς ἐλαίας ἀπὸ κοντά.

   »Εἶναι ἀνοιχτὴ γιὰ τὸν καθένα μας ἡ ἰδιωτική του ὁδός. Καὶ ὅμως, τὴν ἀκολουθοῦν ἐλάχιστοι. Μερικοί, μόνον ὅταν συμβεῖ, μία ἢ δύο φορὲς στὴ ζωή τους, νὰ εἶναι ἐρωτευμένοι. Κι οἱ ὑπόλοιποι ποτέ. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀποχωροῦν μιὰ μέρα ἀπὸ τὴ ζωὴ χωρὶς νὰ ἔχουν πάρει κὰν εἴδηση τὶ τοὺς συνέβη. Καὶ εἶναι κρίμας. Εἶναι κρίμας αὐτὸς ὁ ἰσόβιος ἐγκλεισμὸς στὴν κιβωτὸ τῆς Ἀνάγκης, μὲ καθηλωμένες τὶς αἰσθήσεις σὲ ὑπηρετικὸ ἐπίπεδο. Καὶ νά ᾿φταιγε μόνον ἡ ἔλλειψη παιδείας; Ἐδῶ, κι ἕνας ἀμπελουργὸς ἢ ἕνας ψαράς, ἐὰν εἶναι αὐθεντικοί, φτάνουν, ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς συνειδητοποίησης τῶν δρωμένων, στὸν ἴδιο βαθμὸ ποὺ φτάνει καὶ ὁ ποιητής. Μυριάδες ἀνεπαίσθητες δονήσεις ἀπὸ τὴν πυρωμένη γῆς ἢ το πρωινὸ πέλαγος ἐπενεργοῦν πάνω τους, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ψυχισμός τους νὰ δέχεται καὶ ν᾿ ἀποταμιεύει ἐγχαράξεις ἀνώνυμα θεϊκές.»

* * *

β) Χρῆστος Γιανναρᾶς, «Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους», ἔκδ. Ἴκαρος, 2002 (α' ἔκδ. Ἀθηνᾶ, 1970· β' ἔκδ. Γρηγόρης, 1979), κεφ. «Ἡ ἁμαρτία: ὑπαρκτικὴ ἀποτυχία καὶ ἀστοχία - Ἡ πτώση ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν ἐπιβίωση».

* * *

γ) Χρῆστος Μαλεβίτσης, «Τὸ παρδαλὸ γατάκι»
(«Ἡ Καθημερινή», 22-6-1991· ἀναδημοσίευσις: «Δοκίμια ἰδεῶν», ἐκδ. Δωδώνη, 1993, σελ 242-245)

   Ἡ ἐπίμονη ἐπανάληψη τῆς καθημερινότητας μουδιάζει τὴ συνείδηση. Τὴν περικαλύπτει μὲ κρούστα ἀδιαφορίας καὶ ἀχρηστεύει τὶς πλέον οὐσιώδεις λειτουργίες της: τὸν ξάφνιασμα, τὸν θαυμασμό, τὴν φρίκη. Ἀκόμη καὶ συνταρακτικὰ περιστατικὰ δὲν εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ θραύσουν αὐτὴν τὴν κρούστα. Εἶναι ὅμως φορὲς ποὺ κάποιο ἀσήμαντο συμβὰν ἐπιφέρει ρωγμὴ στὴν κρούστα. Καὶ ἀποκαλύπτεται ὁ μαγικὸς κόσμος τοῦ οὐσιώδους. Μαζὶ μὲ τὸ ρίγος τῆς παρθενικῆς ἐνοράσεως τοῦ κόσμου. Καὶ συνειδητοποιοῦμε πὼς ζοῦμε σὲ δάσος γοητευτικὸ καὶ ἐπίφοβο. Εἶναι σὰν τὸ «πανέρμο δάσος», ἐντὸς τοῦ ὁποίου αἰφνίδια βρέθηκε ὁ Σολωμός, «μὲ λογισμὸ καὶ μ᾿ ὄνειρο».
   Τὸ παρδαλὸ γατάκι ἦρθε στὴ ζωὴ πρὶν λίγες μέρες. [...]

* * *

δ) Δημήτρης Λιαντίνης, «Γκέμμα», ἐκδ. Βιβλιογονία, 1997, κεφ. «Ἡ κυκλώπεια»Ὁ Λιαντίνης, στὸ δοκίμιο αὐτό, μὲ ἀφορμὴ τὴν «κυκλώπεια» ραψωδία τῆς Ὀδύσσειας τοῦ Ὁμήρου, πραγματεύεται τὸ ζήτημα τῆς καθημερινῆς μέριμνας, ἡ ὁποία βυθίζει τὸν ἄνθρωπο στὴν ὀντολογικὴ λήθη, στερώντας του τὴν ἀ-λήθεια τῆς ὑπάρξεως. Ὁ ἄνθρωπος τότε γίνεται «σκιᾶς ὄναρ» (Πίνδαρος), οὐσιαστικῶς νεκρός, ὅπως οἱ Λονδρέζοι ποὺ ἔβλεπε ὁ T.S. Eliot («Ἔρημη Χώρα») νὰ περνοῦν ἀπὸ μιὰ γέφυρα τοῦ Τάμεσι:

Χύνονταν στὸ Γιοφύρι τῆς Λόντρας ἕνα πλῆθος, τόσοι πολλοί,
Δὲν τό ᾿χα σκεφτεῖ πὼς ὁ θάνατος εἶχε ξεκάνει τόσους πολλούς.

   Καὶ πραγματεύεται ὁ Λιαντίνης τὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος, μὲ σκληρὸ ἀγῶνα, ἁρπάζοντας τὸν καιρό, μπορεῖ ἀπὸ τὸ Man νὰ περάσῃ στὸ Existenz (Χάιντεγγερ), ὁ Οὖτις νὰ γίνῃ Ὀδυσσεύς (Ὅμηρος).

   Ὡστόσο ὁ Λιαντίνης φαίνεται τελικῶς νὰ περιορίζῃ τὴν ἐπίτευξι τῆς ὀντολογικῆς ὑπάρξεως, ἀλλὰ καὶ τῆς μόνης δυνατῆς ἀθανασίας, στὴν ὑστεροφημία, ἢ τουλάχιστον νὰ θεωρῇ τὴν τελευταία ἀναγκαία. Ὅμως, ἐνίσταται ἐδῶ ὁ αὐτοκράτωρ Μάρκος Αὐρήλιος («Τὰ εἰς ἑαυτόν», 4.19.1):

   «Ὁ περὶ τὴν ὑστεροφημίαν ἐπτοημένος οὐ φαντάζεται ὅτι ἕκαστος τῶν μεμνημένων αὐτοῦ τάχιστα καὶ αὐτὸς ἀποθανεῖται· εἶτα πάλιν ὁ ἐκεῖνον διαδεξάμενος, μέχρι καὶ πᾶσα ἡ μνήμη ἀποσβῇ διὰ ἁπτομένων καὶ σβεννυμένων προιοῦσα. ὑπόθου δ᾿, ὅτι καὶ ἀθάνατοι μὲν οἱ μεμνησόμενοι, ἀθάνατος δὲ ἡ μνήμη· τί οὖν τοῦτο πρὸς σέ;»

   Καὶ εὑρίσκει γαλήνην μόνον εἰς τὴν ἔνταξιν τοῦ ὁλιγοστίγμου ἀνθρώπου εἰς τὴν ἀρμονίαν τοῦ αἰωνίου κόσμου (5.24.1):

«Μέμνησο τῆς συμπάσης οὐσίας, ἧς ὀλίγιστον μετέχεις, καὶ τοῦ σύμπαντος αἰῶνος, οὗ βραχὺ καὶ ἀκαριαῖόν σοι διάστημα ἀφώρισται, καὶ τῆς εἱμαρμένης, ἧς πόστον εἶ μέρος.»

   Ἀλλοῦ, ὅμως, ὁ Δημήτρης Λιαντίνης μᾶς δίνει ἕνα ἐξαίσιο δεῖγμα αὐθεντικῆς ζωῆς:

[...περπάτησες στὴν φεγγαράδα μὲ τὴν κοπέλα... (νὰ τὸ βρῶ)]

* * *

ε) Παντελῆς Γιαννουλάκης, «Τα ψάρια δεν ξέρουν ότι βρέχει», εκδ. άγνωστο, β' έκδ., Θεσσαλονίκη 2009, ISBN 960-89145-8-2, 978-960891458-2, κεφ. «Ἀναρωτήθηκες ποτὲ ἂν εἶσαι στ᾿ ἀλήθεια ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος;» (σελ. 76-79)

   Ἀναρωτήθηκες ποτὲ ἂν εἶσαι στ᾿ ἀλήθεια ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος;

   Νομίζω πὼς εἶναι ἕνα ζήτημα τὸ ὁποῖο ἀξίζει νὰ τὸ συλλογιστεῖς σοβαρά, καὶ ἴσως νὰ μπορέσω νὰ σὲ βοηθήσω λιγάκι σ᾿ αὐτό...
   Ἂς ποῦμε, ἄραγε, μπορεῖς νὰ πᾶς ὅπου θέλεις, ὅποτε θέλεις; Ἔχεις ἐλευθερία κινήσεων; Μπορεῖς νὰ ταξιδέψεις, νὰ γνωρίσεις τὸν κόσμο, ἂς ποῦμε, νὰ δεῖς ἀπὸ κοντὰ ἕνα καγκουρὼ στὴν Αὐστραλία; Ὄχι; Εἶναι μακριὰ καὶ θέλει πολλὰ λεφτά; Ἐντάξει.
   Χμ... Μπορεῖς, ἂν τὸ ἐπιθυμεῖς, αὔριο τὸ πρωὶ νὰ πιεῖς ἕνα καφὲ στὸ Πήλιο; Νὰ πᾶς γιὰ ψάρεμα στὴ Μυτιλήνη; Νὰ πᾶς γιὰ βαρκάδα στὰ φιὸρδ τῆς Νορβηγίας; Τί; Πρέπει νὰ πᾶς στὴ δουλειὰ αὔριο τὸ πρωὶ καὶ δὲν μπορεῖς; Ἔχεις ὑποχρεώσεις; Μάλιστα...
   Ἔ, τότε μπορεῖς νὰ διαβάσεις τὴν Κοσμικὴ Τριλογία τοῦ C. S. Lewis, ἕνα βιβλίο τὸ ὁποῖο κατὰ τὴ γνώμη μου εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ὑπέροχα ποὺ γράφτηκαν ποτέ, τὸ ὁποῖο θὰ σὲ ταξιδέψει σὲ ἄλλους πλανῆτες καὶ ἄλλους κόσμους. Τί; Δὲν ἔχει εκδοθεῖ στὰ ἑλληνικὰ καὶ δὲν ξέρεις ἀγγλικά; Εἶναι ὀκτακόσιες σελίδες καὶ δὲν ἔχεις χρόνο; Δὲν διαβάζεις τέτοια πράγματα; Καλά, ἐντάξει... Χμ, τότε σίγουρα θὰ μπορεῖς νὰ κάνεις μιὰ ὑπέροχη κουβέντα μ᾿ ἕναν φίλο σου, σήμερα τὸ βράδυ, καὶ νὰ συζητήσετε γιὰ τὰ ταξίδια στὸ Χρόνο, γιὰ τὰ ἰσλανδικὰ ἔπη, γιὰ ἕνα παλιὸ ταξίδι σας στὴν Πράγα, γιὰ τὴ χαρτογραφία τῶν ἀνέμων, γιὰ τὸ Megapolisomancy, γιὰ τὶς προοπτικὲς τοῦ Virtual Reality... Ἄ, μάλιστα, καταλαβαίνω... Οἱ φίλοι σου δὲν ξέρουν οὔτε θέλουν νὰ ξέρουν γιὰ τέτοια πράγματα, μιλᾶνε συνέχεια γιὰ ποδόσφαιρο, πολιτική, οἰκονομικὰ προβλήματα, σέξ, (κι ἂν εἶσαι γυναίκα, οἱ φίλες σου μιλᾶνε γιὰ καλλυντικά, γιὰ ἄντρες, γιὰ κουτσομπολιὰ καὶ γιὰ τὴν καριέρα τους).
   Τέλος πάντων, σίγουρα μπορεῖς τουλάχιστον νὰ κοιμηθεῖς καὶ νὰ δεῖς κάποιο ὡραῖο ὄνειρο, νὰ ζήσεις ὑπέροχες περιπέτειες σὲ μιὰ μακρινὴ Ὀνειροχώρα. Τί; Δὲν θυμᾶσαι ποτὲ τὰ ὄνειρά σου; Νομίζεις ὅτι μᾶλλον δὲν βλέπεις ποτὲ ὄνειρα;
   Ἐντάξει, τότε ἁπλά ἂς ποῦμε ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ πᾶς ὅπου θέλεις, ὅποτε θέλεις, «λόγῳ ἀνωτέρας βίας», ἀλλὰ κατὰ τὰ ἄλλα εἶσαι ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος...
   Λοιπόν, ἂς δοκιμάσουμε κάτι ἄλλο...
   Μπορεῖς νὰ πεῖς ἐλεύθερα τὴ γνώμη σου γιὰ κάτι; Ναί, ξέρω, φυσικὰ καὶ μπορεῖς νὰ τὴν πεῖς ἐλεύθερα, ὅμως, εἶναι ἡ δική σου γνώμη; Μήπως δὲν διαφέρει καὶ πολὺ ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη γνώμη ὅλων τῶν ἄλλων; Τί σημασία ἔχει νὰ λέμε ἐλεύθερα τὴ γνώμη μας, ἂν αὐτὴ εἶναι ἴδια μὲ ὅλες τὶς ἄλλες!... Ναί, ξέρω, εἶσαι ἰδιαίτερος ἄνθρωπος καὶ αὐτὸ δὲν ἰσχύει γιὰ σένα. Ἐντάξει, λοιπόν. Πές μου τότε, ποιά εἶναι ἡ ἐλεύθερη γνώμη σου -χμ- γιὰ τὴν ἀποκωδικοποίηση τοῦ DNA; Ἀχά, μάλιστα, ἀφήνεις αὐτὰ τὰ δύσκολα θέματα γιὰ πιὸ εἰδικοὺς ἀπὸ ἐσένα, αὐτοὶ ἔχουν λόγο καὶ δικαίωμα νὰ ἔχουν γνώμη, ἐνῶ ἐσὺ ὄχι (ἔ, μὴν γελοιοποιηθοῦμε κιόλας...). Ἄ, θυμήθηκες τώρα κάτι ποὺ ἄκουσες γιὰ τὸ ζήτημα: ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν στὸν κλωνισμό, ἐκεῖνο ποὺ κάνανε μὲ κάτι πρόβατα, ποὺ εἶναι κάτι πολὺ κακὸ γιατὶ ἐπεμβαίνουμε ἀλαζονικὰ στὴ Φύση, καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀφήσουμε νὰ γίνει αὐτὸ σὲ ἀνθρώπους. Μάλιστα, πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἡ γνώμη σου, εἶναι πολὺ πρωτότυπη καὶ πολὺ ἐνημερωμένη. Καὶ τὴν εἶπες καὶ ἐλεύθερα. Κι ἀφοῦ δὲν ἄκουσες κανέναν νὰ σὲ κοροϊδεύει, ἀφοῦ κανεὶς δὲν σὲ συνέλαβε, πάει νὰ πεῖ ὅτι εἴτε εἶσαι ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἴτε ὅτι σοφὰ δὲν διακινδυνεύεις μακριὰ ἀπὸ τὴν πεπατημένη. ΟΚ...
   Ἀλήθεια, εἶσαι ἐλεύθερος νὰ ἀσχοληθεῖς μὲ ὅ,τι θέλεις; Ἂς ποῦμε, μπορεῖς νὰ γίνεις ἀστροναύτης ἂν τὸ ἐπιθυμεῖς; Νὰ ἀσχοληθεῖς μὲ τὴν κατασκευὴ λαβυρίνθων, νὰ γίνεις ζωγράφος, νὰ παίξεις καταπληκτικὸ τρομπόνι, νὰ ἀσχολεῖσαι μόνο μὲ τὶς ποικιλίες τοῦ σεξ, νὰ κάνεις τὸν ἀκροβάτη, νὰ κάνεις ἐξερευνήσεις στὴν Ἀραβία, νὰ γίνεις συλλέκτης βαλσαμωμένων ἑρπετῶν, νὰ κάνεις ἐφευρέσεις, νὰ ἀσχοληθεῖς μὲ τὴν ὑψηλὴ ραπτικὴ ἢ μὲ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ πύργων; Ξέρω, ξέρω, δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ ἀληθινὰ θέλεις. Εἶσαι ἀναγκασμένος νὰ εἶσαι τραπεζικὸς ὑπάλληλος, φοιτητής, πωλήτρια, βενζινοπώλης, καφετζής, δημόσιος ὑπάλληλος, λογίστρια, ἐκπαιδευτικός, γραμματέας, κλητήρας, δικηγόρος, ὑδραυλικός. Μάλιστα, καταλαβαίνω, πρὸς τὸ παρὸν δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ ἀληθινὰ θέλεις, ἀλλὰ εἶσαι ἐλεύθερος νὰ τὸ κάνεις κάποτε. Μὲ συγχωρεῖς ποὺ ρωτῶ, ἀλλὰ πότε; Σύντομα, ἐντάξει, ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσύ...
   Νὰ σὲ ρωτήσω καὶ κάτι ἄλλο; Ἀφοῦ εἶσαι τόσο πιεσμένος καὶ τόσο προσγειωμένος (παρ᾿ ὅλη τὴν ἐλευθερία σου), κάνεις κάποια ὄνειρα; Γιατί νὰ μὴν ἀκολουθήσεις αὔριο τὰ ὄνειρά σου; Γιατί νὰ μὴν προσπαθήσεις νὰ τὰ κάνεις πραγματικότητα, ὅσο τρελὰ κι ἂν εἶναι; Τί περιμένεις; Νὰ γεράσεις;
   Χμ, σὲ βλέπω λίγο σκεπτικό. Ἂς σὲ βοηθήσω λίγο...
   Κατ᾿ ἀρχήν, πές μου, ποιά εἶναι τὰ μεγάλα σου ὄνειρα; Τί; Νὰ ἀποκτήσεις δικό σου σπίτι, αὐτοκίνητο, home cinema, πολλὰ λεφτά, καλὸ φαγητό, μπάνια, σέξ, γλέντια καὶ μπουζούκια; Μά, αὐτὰ δὲν εἶναι ὄνειρα, αὐτὰ εἶναι καταναλωτικὰ προϊόντα καὶ ψυχαγωγία. Ὄνειρα δὲν ἔχεις; Ἐννοῶ, κάτι τρελό, κάτι ἄπιαστο, ἕνα ὅραμα, τέλος πάντων κάτι δικό σου, ἕνα πεπρωμένο. Μάλιστα, καταλαβαίνω, ὡραῖες εἶναι οἱ φαντασίες ἀλλὰ ἡ ζωὴ εἶναι σκληρὴ καὶ συγκεκριμένη, ἔχεις ἀνάγκες, ὑποχρεώσεις, ἡ βιοπάλη, ἀδικία, κουράζεσαι πολύ, προβλήματα, χρειάζεσαι ξεκούραση, νὰ ξεσκάσεις, κλπ, κλπ, ἐντάξει.

   Τί; Θέλεις νὰ μὲ ρωτήσεις κι ἐσὺ κάτι; Σ᾿ ἀκούω. Μήπως εἶμαι λίγο παράξενος;
   Νὰ σοῦ πῶ, δὲν εἶμαι λίγο παράξενος, γιὰ σένα εἶμαι πολὺ παράξενος, πάρα πολὺ παράξενος. Ἢ μᾶλλον, εἶμαι κάτι σὰν ἐξωγήινος. Καὶ νὰ φανταστεῖς ὅτι ἔχω καὶ ἀρκετοὺς φίλους ποὺ εἶναι σὰν κι ἐμένα, γιὰ νὰ μὴ μιλήσω καὶ γιὰ τοὺς ἄγνωστους φίλους μου. Ἔχουμε κάνει εἰσβολὴ στὸν πλανήτη σας, κρυφά. Εἴμαστε μεταμφιεσμένοι καὶ κυκλοφοροῦμε ἀνάμεσά σας, κι εὐτυχῶς ποὺ δὲν ἔχετε καθόλου φαντασία γιὰ νὰ φανταστεῖτε τὶ τύποι εἴμαστε, ἀλλιῶς θὰ τὴν εἴχαμε βαμμένη.
   Γιὰ παράδειγμα, συχνὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὸ Φλὸρ καὶ μὲ τὸ Φλομπεράλ (τί εἶναι αὐτά; ), παίζουμε παιχνίδια ρόλων καὶ συμπεριφερόμαστε σὰν νὰ ζοῦμε στὸ 1390, συζητᾶμε γιὰ τὰ ξωτικά, προσπαθοῦμε νὰ ἐντοπίσουμε πύλες γιὰ ἄλλους κόσμους, ἀκοῦμε μουσικὲς ποὺ δὲν ἔχεις ἀκούσει ποτέ σου, καβγαδίζουμε γιὰ τὴ μελλοντολογία, ἀνταλλάσσουμε παράξενα βιβλία ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὰ βρεῖς πουθενά, τὸ ὄνειρό μας εἶναι νὰ ἀποικίσουμε ἄλλους πλανῆτες ἢ νὰ ζήσουμε στὸ Λὸχ Νὲς καὶ νὰ φωτογραφίζουμε φαντάσματα, προσπαθοῦμε νὰ γίνουμε «Ἀστυμάγοι» (τί εἶναι αὐτό; ), βλέπουμε φωτεινὰ αυγὰ γύρω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους (!), γράφουμε ποίηση (τί εἶναι αὐτό; ).
   Παρ᾿ ὅλα αὐτά, κι ἐμεῖς θέλουμε νὰ ξεσκάσουμε λίγο, καμμιὰ φορά. Θυμᾶμαι τότε ποὺ μὲ τὸ φίλο μου τὸν Λάμπρο θέλαμε νὰ ἀπομονωθοῦμε γιὰ λίγο καιρὸ σ᾿ ἕνα σπίτι στὴν ἐξοχή. Θέλαμε, ὅπως λέγαμε, «νὰ διαβάσουμε μπλεγμένους μεταξύ τους ὅλους τοὺς στίχους χιλίων ποιημάτων, νὰ παίξουμε μὲ στρατιωτάκια μέσα στὴ ζούγκλα μιᾶς φλοκάτης, νὰ ἀνακρίνουμε τὶς λάμπες καὶ τὰ πορτατίφ, νὰ ἀναγκάσουμε ἕνα τραπεζομάντιλο νὰ μᾶς πεῖ τὶς συνταγὲς τῶν φαγητῶν ποὺ φιλοξένησε, νὰ ἐπισκεφτοῦμε τὸ βουκολικὸ τοπίο ἑνὸς ἀδιάφορου πίνακα, νὰ κοιτᾶμε σιωπηλοὶ μὲ τὶς ὧρες τὰ παμπάλαια μπιμπελὸ τῆς γιαγιᾶς ποὺ θὰ μᾶς νοίκιαζε τὸ σπίτι, γιὰ ν᾿ ἀνακαλύψουμε μέσα τους χαμένες μνῆμες τῆς παιδικῆς μας ἡλικίας. Νὰ κοιμόμαστε καὶ νὰ διηγούμαστε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον τὰ ὄνειρα ποὺ εἴδαμε...»
   Ναί, εἴμαστε λίγο παράξενοι, οἱ φίλοι μου κι ἐγώ. Τί; Δὲν εἶναι τοῦ γούστου σου ὅλα αὐτὰ τὰ περίεργα; Εἶναι σαχλαμάρες ὅλα αὐτά; Ἐντάξει, δὲν τρέχει τίποτε, δικαίωμά σου εἶναι, στὸ κάτω-κάτω ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἶσαι...

[Ἀντ᾿ αὐτοῦ, ὅμως...]

   Πλέον, το μόνο που θέλουν όλοι είναι να κοιμηθούν, όλοι νυστάζουν, δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους, σέρνονται από δω κι από κει, βουτηγμένοι στις υποχρεώσεις, κουρασμένοι, απελπισμένοι, χασμουριούνται, κάθονται αποσβολωμένοι μπροστά σε μια τηλεόραση ώσπου τελικά να τους πάρει πάλι ο ύπνος, και το πρωί δεν μπορούν να ξυπνήσουν, κοιμούνται όρθιοι στους δρόμους, ξεχνάνε αμέσως ακόμη και τα όνειρα που είδαν, τρακάρουν ο ένας με τον άλλον, κι όταν συνέρχονται για λίγο, το μόνο που κάνουν είναι να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν ή να βλάψουν ο ένας τον άλλον.
(σελ. 239)

   Ὅμως καὶ πάλι ὁ Παντελῆς Γιαννουλάκης μᾶς θυμίζει σὲ μιὰ σελίδα τοῦ βιβλίου του («Τα ψάρια δεν ξέρουν ότι βρέχει» (ἐκδ. άγνωστο, β' ἔκδ., Θεσσαλονίκη 2009), κεφ. «Ὅ,τι βλέπουμε εἶναι ψεύτικο») τὸν Ὀμὰρ Καγιάμ:

«Ὅ,τι βλέπουμε εἶναι ψεύτικο, δὲν χρειαζόμαστε στ᾿ ἀλήθεια τίποτε, αὐτὸ μοῦ εἶπε μιὰ ἡμιφωτισμένη νύχτα στὴ βιβλιοθήκη τοῦ γέροντα Χέρμαν Ἔσσε, Ὀμὰρ Καγιάμ.

"Μιὰ κούπα κρασὶ χρειάζομαι κι ἕνα βιβλίο μὲ ποιήματα,
μισὴ φέτα ψωμὶ γιὰ νὰ δαγκώσει τὸ πικραμένο μου στόμα,
καὶ τότε ἐσὺ κι ἐγώ, καθισμένοι σὲ κάποιον βράχο τῆς ἑρήμου,
θά ᾿χουμε περισσότερο πλοῦτο ἀπ᾿ ὅλα τὰ βασίλεια τῶν Σουλτάνων."
»

( -Ἀπὸ ἀγγλικὴ μετάφρασι:
A Book of Verses underneath the Bough,
A Jug of Wine, A Loaf of Bread—and Thou
Beside me singing in the Wilderness—
Oh, Wilderness were Paradise enow!

- Καὶ ἀπὸ ἄλλη ἀγγλικὴ μετάφρασι:
Here with a Loaf of Bread beneath the Bough,
A Flask of Wine, a Book of Verse - and Thou
Beside me singing in the Wilderness -
And Wilderness is Paradise enow.

(Omar Khayyám, "Rubaiyat")
)

...Καὶ τὸν Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς:

   «Ἀποχαιρετῶ τὸν ἀναγνώστη μου μὲ ἕνα ἀγαπημένο μήνυμα ποὺ ἄφησε πίσω του ὁ ποιητὴς καὶ ἄρχοντας τοῦ Φανταστικοῦ, Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς:

   "Ἂς προχωρήσουμε μπροστά, βάρδοι καὶ παραμυθάδες, κι ἂς ἀδράξουμε ὅποιο λάφυρο λαχταρᾶ ἡ καρδιά, καὶ μὴ φοβᾶστε. Μὴ φοβᾶστε. Τὰ πάντα ὑπάρχουν. Τὰ πάντα εἶναι ἀληθινά. Καὶ ἡ Γῆ, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κόκκος σκόνης κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας."»

(
   "Let us go forth, the tellers of tales, and seize whatever prey the heart long for, and have no fear. Everything exists, everything is true, and the earth is only a little dust under our feet."

(William Butler Yeats, "The Celtic Twilight")
)

* * *

Βλέπε ἐπίσης:
Φειδίας Μπουρλᾶς, «Ἐνάντια στὴν πραγματικότητα, ἢ περὶ ἐλευθερίας»

* * *

Ἡ αὐθεντικὴ ζωή

- ἤ, ὁ φιλόσοφος καὶ τὸ κουνούπι (μέρος β')

   Ἀφορμή, ἕνα κείμενο τοῦ ἱστολογίου grmanifesto, «facebook: εικονική ζωή», 6 Ἰαν. 2010:

   «[...] Το face book είναι μια τεράστια βιτρίνα, στην οποία μπαίνουν κι εκτίθενται οικειοθελώς ως πραμάτεια οι χρήστες του, οι οποίοι, συνήθως, φιλοτεχνούν ένα «προφίλ» το οποίο, απέχει λίγο ή περισσότερο από την πραγματικότητα. Αυτό που πολλοί όντως είναι, μπερδεύεται εκούσια ή ακούσια με αυτό που θα ήθελαν να είναι. Εκατομμύρια εξαρτημένες ασημαντότητες, περιτρυγυρισμένες από εικονικούς φίλους, αυταπατώνται ότι είναι κάτι περισσότερο από αυτό που πραγματικά είναι. Αυταπατώνται ότι ενδιαφέρουν, ότι η γνώμη τους μετράει. Ό,τι τους αρνείται η πραγματική ζωή τους το προσφέρει αφειδώλευτα η κλειδαρότρυπα. Επιδειξίες κι οφθαλμολάγνοι μαζί, σκηνοθετούν τον εαυτό τους, παρακολουθώντας ταυτοχρόνως τις σκηνοθετημένες ζωές των άλλων. «Χρόνια πολλά καλή μου!» -όχι επειδή σε νοιάζομαι, αλλά επειδή μου το θύμισε το PC μου. Ανταλλάσονται ακαταπαύστως κοινοτοπίες, ψέματα και προσωπικά δεδομένα. [...]

   Στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο μας που περισσεύει η «επικοινωνία» οι άνθρωποι, μόνοι όσο ποτέ άλλοτε, διψούν για επαφή κι αντ’ αυτής ξεδιψούν με παραισθησιογόνα, σπαταλώντας τον χρόνο τους κι εκθέτοντας εθελουσίως τους ανήμπορους εαυτούς τους. Οι περισσότεροι μάλιστα από αυτούς πάσχουν από ένα μικρό ή μεγάλο σύνδρομο ναρκισσισμού που δεν τους επιτρέπει να επικοινωνήσουν πραγματικά, που τους αναπαύει όμως η «ασφάλεια» της ψευδοεπικοινωνίας. Ποιος όμως μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχουν πάμπολλοι πληκτικοί άνθρωποι που διασκεδάζουν την μοναξιά τους με τις εικονικές «σχέσεις» του διαδικτύου; Άνθρωποι που δεν τα καταφέρνουν καθόλου καλά με την εικόνα τους, τα πάνε περίφημα με τις εικονικές επαφές τους. Σε όλους αυτούς οι σελίδες «κοινωνικής δικτύωσης» λειτουργούν ως παραισθησιογόνα. Γίνονται το ψυχότροπο αντίδοτο της χαμηλής τους αυτοεκτίμησης, πληρώνοντας την αίσθηση του κενού και της μοναξιάς με ηλεκτρονικές «σχέσεις», των οποίων η διαφορά με τις πραγματικές είναι τόση, όση η διαφορά του έρωτα με το ξεφύλισμα πορνοπεριοδικών. [...]

   Στην πραγματικότητα κανένα facebook δεν βοηθά τους ανθρώπους να συναντηθούν. Όντας βιτρίνα, κάνει πιο ευχάριστη πιθανόν την απομόνωσή τους και την απογοήτευσή τους. Δεν χρειάζεται όμως να την σπάσουμε. Αρκεί να μην ψωνίσουμε. Μ’ άλλα λόγια: Καλύτερα μόνοι παρά με κακή «παρέα».»

   Σκέπτομαι ὅμως ἐγώ:

   Ὅπως ὅλα τὰ δυσοίωνα δημοσιεύματα τοῦ εἴδους (τὸ ἴδιο λέγουν γιὰ τὸ Διαδίκτυο γενικῶς, τὴν τηλεόρασι, τὶς μεγάλες πόλεις, τὴν σύγχρονη ἐποχὴ γενικῶς...), καὶ σωστὸ καὶ λάθος.
   «Τὸ Facebook εἶναι εἰκονικὴ ζωή».
   Σωστόν. Ἀλλά, ἡ συνήθης «πραγματικὴ» ζωὴ (ἡ καθημερινὴ ρουτίνα) εἶναι περισσότερο πραγματική; Πιὸ ἀληθινή;
   ««Χρόνια πολλά καλή μου!» - ὄχι ἐπειδὴ σὲ νοιάζομαι, ἀλλὰ ἐπειδὴ μοῦ τὸ θύμισε τὸ PC μου.»
   Πάλι καλά, ὅμως, ποὺ τὸ ὑπενθυμίζει τὸ Facebook. Διαφορετικά, Χρόνια Πολλὰ θὰ δεχόμασταν μόνον ἀπὸ τὶς αὐτόματες μηχανὲς google.com, yahoo.com, insomnia.gr, thelab.gr, blue-whitegt.com, thegt.net, adslgr.com, κ.λπ. (μὴν τὰ γράψω ὅλα καὶ ἐκτεθοῦμε)!
   «Οἱ «facebook friends» δὲν εἶναι πραγματικοὶ φίλοι.»
   Γιατί, ὅλες οἱ φάτσες ποὺ βλέπετε καθημερινῶς, εἶναι; (Μὴν θιγεῖ κανεὶς βρέ!)

   Οὐδὲν καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον.
   Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ψέγει ὁ Σωκράτης τὴν ἐφεύρεσι τοῦ βιβλίου - ὅτι καταργεῖ τὴν ἀνθρώπινη μνήμη, τὴν ὁμιλία, τὴν ἐπαφή.
   Ἀλλὰ καὶ ἂν εἶναι σωστὰ -καὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ εἶναι- τὰ λεγόμενα γιὰ τὸ ψεῦδος τῆς σύγχρονης ζωῆς, κάθε ἐναλλακτική, «underground» μορφὴ δικτυώσεως, γεννᾷ την ἐλπίδα γιὰ κάτι γνησιότερο, αὐθεντικότερο.
   Ποὺ καὶ αὐτὸ ἐντάσσεται τελικῶς στὸ σύστημα.
   Δὲν φταίει ὅμως αὐτό, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ καθημερινότης.
   Ἂν δὲν μποροῦμε ἐμεῖς τὸ ἀληθινό, τὸ θαῦμα, νὰ τὸ βροῦμε στὴν πιὸ ἁπλὴ στιγμή, σὲ ἕναν κόκκο ἄμμου, σὲ ἕνα νεῦμα τῆς καθημερινότητος, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων.

   ...Ἔγραφε ὁ φίλος Α.Φαρ.:

   Ἄραγε ὑπάρχει ἕνας τόπος πιὸ ἐλεύθερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὄχι τόπος ἐρημικός, χωρὶς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κοινωνία ἀνθρώπων ἐλευθέρων - καὶ ὄχι ἐντελῶς, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, ὅμως τόπος τῆς μεγίστης δυνατῆς ἐλευθερίας; Ὑπάρχει;

   Εἶναι κάποιο ξεχασμένο χωριὸ στὰ βάθη τῆς ἀφρικανικῆς ζούγκλας, εἶναι αὐτὲς οἱ οὐτοπικὲς μυστικὲς πόλεις ποὺ ἔχουνε στήσει στὰ ἀπάτητα τῆς Σιβηρίας Ρῶσσοι ἀναχωρητές; Εἶναι τὸ χωριὸ μέσα στὸ σπήλαιο τῶν Ἀφγανῶν ἀνταρτῶν μὲ τὸ σημάδι στὸ μέτωπο: δρακοφονιάς,
   ἢ,
   εἶναι παντοῦ, ἐκεῖ ποὺ ἕνα ἀγόρι ξενυχτάει ἀπὸ ἔρωτα;

   Εἶχα ἀπαντήσει:

   Ἔχω νὰ βρεθῶ σὲ τέτοιον τόπο ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο, ὅπου μὲ μερικοὺς φίλους εἴχαμε φτιάξει συμμορίες - μυστικὲς ὀργανώσεις (μὲ κωδικὰ ὀνόματα, ταυτότητες κ.λπ. ἀπαραίτητα τῆς συνωμοτικῆς ὀργανώσεως) καὶ εἴχαμε χωθεῖ μὲ φακοὺς στὸ βάθος μιᾶς σκοτεινῆς, ἀραχνιασμένης, μουχλιασμένης ἀποθήκης τοῦ σχολείου, τρυπώνοντας, ἕρποντας μέσα σὲ σωροὺς ἀχρήστων πλέον θρανίων καὶ καρεκλῶν. Ἐκεῖ, στὸ βάθος, ἦταν τὸ κρησφύγετό μας, καὶ ἡ ἐλευθερία.

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, Κυριακὴ τοῦ Πάσχα 20 Ἀπριλίου 2025

Σάββατο 19 Απριλίου 2025

Μελέτη θανάτου

Μελέτη θανάτου (μετὰ μουσικῆς)

- ἤ, περὶ τὸν θάνατον ἀντιλήψεις κι ἀναφορὲς στὴν ἑλληνικὴ παράδοσι μὰ καὶ στὸν δυτικὸ ρομαντισμό

Ὅσιος Σισώης
Ὁ ὅσιος Σισώης ἔμπροσθεν τοῦ τάφου τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Μετέωρα, Μονὴ Βαρλαάμ, 16ος αἰ.

Σισώης ὁ Μέγας ἐν ἀσκηταῖς ἔμπροσθεν τοῦ τάφου τοῦ βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Ἀλεξάνδρου, τοῦ πάλαι λάμψαντος ἐν δόξῃ, φρύττει καὶ τὸ ἄστατον τοῦ καιροῦ καὶ τῆς δόξης τῆς προσκαίρου λυπηθεῖς, ἰδοὺ κλαίει:
«Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὗν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Ἄι, ἄι, θάνατε, τὶς δύναται φυγεῖν σε;»

   Ὡραῖο. Καὶ σχολιάζει χαρακτηριστικῶς ἀπὸ κάτω 15ετὴς Φινλανδὴ νεάνις (GirlFromFinland94): "I love this song. When i die, i want this song to my funerals"!


   ...Βεβαίως, τόσο ὁ ρομαντισμὸς ὅσο καὶ τὸ γκόθικ, γοητευτικὰ καὶ ὑποβλητικά, εἶναι κυρίως τῶν βορείων· ὄχι τῶν μεσογειακῶν καὶ δὴ τῶν Ἑλλήνων. Ὄχι ἐπειδὴ ἐδῶ, κάτω ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ φῶς, χορεύουμε καὶ τραγουδοῦμε ἀνάλαφρα, χαρούμενοι, ἀφελεῖς καὶ ἀδαεῖς, ἀλλὰ διότι ἐδῶ, ὅπου, κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο, κατάμαυρη ἡ σκιὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ φῶς καὶ διακρίνεται χωρὶς ἐνδιάμεσο γκρίζο, κοφτερὴ σὰν τὴν κόψι τοῦ δρεπανιοῦ ποὺ θερίζει τὸ χρυσὸ στάχυ τοῦ ἥλιου μπροστὰ στὸ μαῦρο σκιάχτρο· ἐδῶ, ὁ θάνατος δὲν εἶναι ὁ μελαγχολικὸς σκοτεινὸς ἐραστὴς ἀλλὰ ὁ ἀδυσώπητος ἐχθρός, ὁ ἀποτρόπαιος δρεπανηφόρος φονιάς.


   Μὲ κορυφαῖο παράδειγμα τὸν Διγενῆ...

   ...καὶ ξανὰ τὸν Διγενῆ, ὅπου τὸ αἷμα ποτάμι χύνεται...

   ...στὴν παράδοσί μας ὁ Ἕλληνας ἀντιμάχεται μὲ τὸ Χάρο, ἀντικρύζοντάς τον κατὰ πρόσωπο, ὄρθιος ἀπέναντι στὴν μοῖρα...

   ...καὶ παρὰ τὸν πόνο, ἀντιμιλᾷ τοῦ Χάρου, καὶ τὸν περιγελᾷ καὶ τὸν χλευάζει...

   ...μέχρι καὶ στὸ ρεμπέτικο, οἱ βασανισμένοι ἀπὸ τὴν ζωὴ «πέντε-ἕξι χασικλῆδες» κουβαλοῦν τὴν ἴδια περήφανη μοῖρα...

...Μετὰ τὴν μάχη, μετὰ τὸ αἷμα, τὴν ὀδυνηρὴ αὐτὴ μελέτη θανάτου -κατὰ Πλάτωνα-, ἔρχεται ἡ φιλοσοφημένη καταλλαγή μὲ τὴν μοῖρα τοῦ κόσμου. Ἡ στάσις ἡ φιλοσοφική, πικρή, ἀλλὰ ἀξιοπρεπὴς καὶ περήφανη, ποὺ καὶ στὴν ἑλληνορθόδοξη χριστιανικὴ καὶ στὴν νεώτερη δημοτικὴ παράδοσι πέρασε ὡς χαρμολύπη.

Διάφανα Κρίνα, «Βάλτε νὰ πιοῦμε»
(Στίχοι: Κ. Καρθαῖος· Μουσική: Διάφανα Κρίνα)

Πές μας ποῦ πάει ὁ ἄνθρωπος τὸν κόσμο σὰν ἀφήνει
πές μας ποῦ πάει ὁ ἄνεμος, ποῦ πάει ἡ φωτιὰ σὰν σβήνει
σκιὲς ὀνείρων εἴμαστε, σύννεφα ποὺ περνοῦμε
Βάλτε νὰ πιοῦμε.

Ἄκουσε δὲ βιαζόμαστε νὰ φύγουμε βαρκάρη
μὰ σὰν εἶναι ὥρα γνέψε μας, δὲ σοῦ ζητοῦμε χάρη
μὰ ὅσο νὰ φύγεις πρόσμενε κι ἂν θέλεις σὲ κερνοῦμε
Βάλτε νὰ πιοῦμε.

   Ὀξυδερκῶς εἶδε ὁ Νίτσε τὴν ἑλληνικὴ τέχνη στὴν «Γέννησι τῆς τραγωδίας», καὶ ἐπανέλαβε ὁ Λιαντίνης μιλώντας γιὰ τὸν «ἑλληνικὸ πεσσιμισμό»:
   «Αὐτός ὁ μεταπλασμὸς τῆς μελαγχολίας τῶν Ἑλλήνων σὲ τέχνη εἶναι καίριας σημασίας. Γιατὶ ἄλλαξε τὸ ποιὸν καὶ τὴν ὑφή της. Τὴ μετέτρεψε ἀπὸ ἄρνηση σὲ δύναμη, καὶ ἀπὸ ἐγκατάλειψη σὲ καρτερία. Ἔγινε δηλαδὴ ἕνας πεσσιμισμὸς χαρούμενος. Μιὰ δυστυχία, ποὺ ὡστόσο βρίσκει νὰ χαίρεται. Αὐτὴ τὴν αἰχμηρὴ κορυφογραμμή τῆς χαρμολύπης, ποὺ οἱ ἕλληνες τὴν περπατοῦν πολὺ προσεχτικά, ὁ Ὅμηρος τὴ λέει «δακρυόεν γελᾷν» [Ὁμήρου Ζ 484].»
(Δημήτρης Λιαντίνης, «Ὁ ἑλληνικὸς πεσσιμισμός» στὸ «Τὰ Ἑλληνικά».)

   Καὶ ὁ Παντελῆς Γιαννουλάκης:
   «Ὅμως, θλίψη εἶναι ἡ γνώση, κι ἀλίμονο σ᾿ ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν πολλά, γνωρίζουν μόνο τὸ βάθος τῆς θλίψης. Ἀλλά, ἡ θλίψη εἶναι ποὺ κάνει τὴν τέχνη, κι ἡ τέχνη τὴν ὀμορφιά. Κι ἡ ὀμορφιὰ φέρνει τὴν χαρά.»
(Παντελῆς Γιαννουλάκης, «Ὀνειροπόλος», ἐκδ. ἄγνωστο, Θεσσαλονίκη 2005, ISBN 960-88293-9-9, σελ. 194.)

Κι ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος, ἀπήγγειλε στοὺς φίλους του τὸ «Τριαντάφυλλο καὶ τὸ ἀηδόνι» τοῦ Ὄσκαρ Οὐάλντ τὴν προηγουμένη τῆς τραγικῆς ἐξόδου του...

   Καὶ ψάλλει ὁ Ἀνδρέας Κάλβος:

ὁ ἥλιος κυκλοδίωκτος,
ὡς ἀράχνη, μ᾿ ἐδίπλωνε
καὶ μὲ φῶς καὶ μὲ θάνατον
ἀκαταπαύστως.
(Ἀνδρέας Κάλβος, Ἡ Λύρα, Ὠδὴ τρίτη: Εἰς Θάνατον)

   Τὸ ἑλληνικὸ φῶς, εἴπαμε, δὲν εἶναι μόνο χαρὰ καὶ τραγοῦδι - διότι ἐμπεριέχει καὶ τὸ ἀντίθετό του, τὸ μαῦρο, τὸν θάνατο.
   Στὸ ἄπλετο φῶς, ἡ σκιὰ εἶναι μαύρη· καὶ τὸ ὄριό τους κόβει σὰν λεπίδα ἀτσαλιοῦ.
   Ὁ Διγενὴς μονομαχεῖ μὲ τὸν Χάρο στὰ ἐκτυφλωτικὰ ἀπαστράπτοντα μαρμαρένια ἀλώνια.

   Ἀντίθετα μὲ τὴν ὀμίχλη, τὴν σκιά, τὶς ἀποχρώσεις τοῦ γκρίζου καὶ τὰ ἀσαφῆ ὄρια, τὸν ρομαντισμὸ τοῦ Βορρᾶ.

   Ἐν δὲ φάει καὶ ὄλεσσον.

   «Μιὰ ξαφνικὴ ἀχλὴ ἔπεσε τὴν ὥρα τῆς μάχης ποὺ σκοτείνιασε ὁ τόπος κι ἀνάγκασε τοὺς ἀντίπαλους νὰ διακόψουν τὸν ἀγώνα. Καὶ τότε ὁ Αἴαντας -ἀπὸ τὰ πιὸ ψυχωμένα παλικάρια τῶν Ἀχαιῶν-, «ἀμηχανῶν», κραυγάζει:

Ζεῦ πάτερ ἀλλὰ σὺ ῥῦσαι ὑπ᾿ ἠέρος υἷας Ἀχαιῶν,
ποίησον δ᾿ αἴθρην, δὸς δ᾿ ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι·
ἐν δὲ φάει καὶ ὄλεσσον
(Ὁμήρου Ἰλιάς, Ρ 645-647)

Δία πατέρα, σῶσε ἐσὺ ἀπὸ τούτη τὴν καταχνιὰ
τοὺς γιοὺς τῶν Ἀχαιῶν. Κάνε ξαστεριά. Δῶσε
νὰ ἰδοῦν τὰ μάτια! Κι ὕστερα χάλασέ τους!
Μὰ στὸ φῶς!
(μετ. Γ.Δ.)

   »Ὄχι, δὲν ζητάει προνομιακὴ μεταχείριση ἀπὸ τὸν Δία, ὁ Αἴαντας (θἄταν ταπεινὴ παράκληση γιὰ ἕνα παλικάρι σὰν κι αὐτόν). Φῶς ζητάει! Φῶς γιὰ νἄβρει (ὅπως σχολιάζει ὁ Ἀνώνυμος στὸ «Περὶ ὕψους» (IX 10, 85)) ὅσο μπορεῖ πιὸ γρήγορα, τάφο ἀντάξιο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀντρειωσύνης του. Κι ὕστερα ἂς πεθάνει... Μὰ στὸ φῶς!»
(Γ. Διζικιρίκης)

   Ὁρίστε κι ἕνα πολὺ καλὸ κείμενο τοῦ Νίκου Δήμου (κάποτε ποὺ ἔγραφε καλά):
Το Φως των Ελλήνων

   Ξανὰ στὸν βορρᾶ, καὶ στὰ πέπλα τῆς νύχτας...

   «Ὅμως ἀλλοῦ στρέφομαι τώρα, πρὸς τὴν ἀπόκρυφη, τὴν ἀνείπωτη Νύχτα»
(Νοβάλις, «Ὕμνοι στὴν Νύχτα»)

   «Ξαπλωμένος σὲ ἕνα μεγάλο μαλακὸ κρεβάτι γεμάτο μεγάλα μαξιλάρια, περικυκλωμένος ἀπὸ θαυμάσια βιβλία, στὸ ἡμίφως μιᾶς λάμπας ποὺ γύρω της φτερουγίζουν οἱ νυχτοπεταλοῦδες, ἀκίνητος βυθομετρῶ τὴν ἄβυσσο τῆς ψυχῆς μου.
   Γύρω μου νιώθω τὴ νύχτα νὰ ἁπλώνεται παντοῦ, σὰν ἀραχνοΰφαντο μαῦρο σεντόνι ποὺ ξεκινᾷ ἀπὸ τὸ κρεβάτι μου καὶ σκεπάζει μὲ ἕνα ἀργὸ θρόισμα ὅλον τὸν κόσμο.
   Ὅταν ρεμβάζω καὶ διαλογίζομαι ὁλομόναχος, σκεπτόμενος ὅλα τὰ πράγματα ποὺ μπορεῖ νὰ σκεφτεῖ κανείς μέσα σὲ λίγες στιγμές, ὅταν χτίζω κάστρα στὸν ἀέρα, καὶ παίζω ἀρχαῖα παιχνίδια μὲ τὴ θλίψη καὶ μὲ τὸν φόβο, κι εὐχαριστῶ τὸν ἑαυτό μου μὲ φαντάσματα γλυκά, τότε ὁ χρόνος περνᾶ πολὺ ἀργά.
   Τίποτε πιὸ γλυκὸ δὲν ἔχω γευτεῖ ἀπὸ τὴν ἥσυχη μελαγχολία.
   [...]
   Ὅταν ξαπλωμένος ξενυχτῶ καὶ κοιτῶ τὴ νύχτα νὰ περνᾶ, παίζοντας μὲ τὶς ἀναμνήσεις μου καὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν γίνει ἀλλιῶς, φτιάχνοντας ἱστορίες μὲ συμβάντα ποὺ δὲν συνέβησαν, ἀκούγοντας ψιθυριστὲς μελωδίες στὸν ἄνεμο ποὺ εἰσχωρεῖ ἀπὸ τὸ παράθυρο, τότε νιώθω σὰν δύτης ποὺ ἔχει καταδυθεῖ σιγά-σιγά, νηφάλια καὶ ἤρεμα, στὴν πιὸ βαθιὰ θάλασσα, τὴν πιὸ σιωπηλή, τὴν πιὸ κρυφή.»
(Παντελής Γιαννουλάκης, «Ονειροπόλος», Θεσσαλονίκη 2005)

   «...Εἶναι νύχτα τώρα ποὺ γράφω. Μοῦ ἀρέσει νὰ γράφω τὶς νύχτες, ὅταν ὅλοι κοιμοῦνται καὶ τὸ Σύστημα δὲν δουλεύει ἀποτελεσματικά. Ὁ ἴδιος ὁ κόσμος εἶναι λιγότερο συγκεκριμένος τὴ νύχτα, ἡ ἄλλη ὄχθη -ὅποια κι ἂν εἶναι αὐτὴ- μοιάζει νὰ εἶναι πιὸ κοντά. Μπορεῖς νὰ ἀκούσεις καὶ νὰ δεῖς πράγματα ποὺ εἶναι ἐξαιρετικὰ δυσδιάκριτα τὴν ἡμέρα.»
(Παντελής Γιαννουλάκης, «Τα ψάρια δεν ξέρουν ότι βρέχει», Θεσσαλονίκη 2009)

Κι ὁ Γεώργιος Δροσίνης («Βαθιά, τὴ νύχτα»):

Βαθιά, τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα,
μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοῦ ὀνείρου,
πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη,
στοὺς μυστικοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου.

Tὴ νύχτα βλέπει ὅλα τ᾿ ἀθώρητα,
ποὺ ἀπόκρυβεν ἡ πλάνα μέρα
τὴ νύχτα ἀκούει ὅλα τ᾿ ἀνάκουστα
στὸν ἀτρικύμιστον ἀέρα.

Βλέπει τῶν τάφων τὰ φαντάσματα
καὶ τὰ λευκὰ στοιχειὰ τῶν κάστρων
κι ἀκούει τῶν δέντρων τὸ μεγάλωμα
καὶ τὸ περπάτημα τῶν ἄστρων.

   Φῶς καὶ σκιά, ἥλιος καὶ νύχτα.

   Ἐπικαλεῖται τὸ δημοτικὸ τραγούδι ὁ Δημήτρης Λιαντίνης:

Ἐγὼ γιὰ τὸ χατίρι σου τρεῖς βάρδιες εἶχα βάλει.
Εἶχα τὸν ἥλιο στὰ βουνὰ καὶ τον ἀϊτὸ στοὺς κάμπους
καὶ τὸ βοριὰ τὸ δροσερὸ τὸν εἶχα στὰ καράβια.
Μὰ ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε κι ὁ ἀϊτὸς ἀποκοιμήθη
καὶ τὸ βοριὰ τὸ δροσερὸ τὸν πῆραν τὰ καράβια.
Κι ἔτσι τοῦ δόθηκε καιρὸς τοῦ Χάρου καὶ σὲ πῆρε.

   Καὶ σημειώνει:

   Ἕλληνες θὰ εἰπεῖ τὸ πρωὶ νὰ γελᾶς σὰν παιδί. Τὸ μεσημέρι νὰ κουβεντιάζεις φρόνιμα. Καὶ τὸ δείλι νὰ δακρύζεις περήφανα.

   Ἕλληνες θὰ εἰπεῖ ὅσο ζεῖς, νὰ δοξάζεις μὲ τοὺς γείτονες τὸν ἥλιο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ νὰ παλεύεις μὲ τοὺς συντρόφους τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα. Καὶ σὰν πεθάνεις, νὰ μαζεύουνται οἱ φίλοι γύρω ἀπὸ τὴ μνήμη σου, νὰ πίνουνε παλιὸ κρασί, καὶ νὰ σὲ τραγουδᾶνε:

Τρεῖς ἀντρειωμένοι ἐβούλησαν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸν Ἄδη
Ὁ ἕνας τὸν Μάη θέλει νὰ βγῇ κι ὁ ἄλλος τὸν Ἀλωνάρη.
Κι ὁ Δῆμος τ᾿ ἁγια-Δημητριοῦ ν᾿ ἀνοίξῃ γιοματάρι.
Μιὰ λυγερὴ τοὺς ἄκουσε, γυρεύει νὰ τὴν πάρουν.
Κόρη, βροντοῦν τ᾿ ἀσήμια σου, τὸ φελλοκάλιγό σου,
καὶ τὰ χρυσὰ γιορντάνια σου, θὰ μᾶς ἀκούσῃ ὁ Χάρος.

   Τί διαφορὰ μὲ τὸν -ὁσοδήποτε σαγηνευτικὸ- δυτικὸ ρομαντισμό... Στὸν Ἀχιλλέα Παράσχο φθάνουμε στὴν νεκροφιλία:

Ἔρως

Δὲν θέλω κάλλος αὔθαδες παρθένου ἀλαζόνος,
θρασείας ἐκ τῆς καλλονῆς, ψυχρᾶς ἐκ θωπευμάτων.
Βλέμμα δὲν ἔρριψα ποτὲ εἰς πτέρυγας ταῶνος,
οὐδ᾿ εἰς φιάλην στίλβουσαν, πλὴν στείραν ἀρωμάτων.
Δὲν θέλω ὄψιν φλογεράν, δὲν θέλω ρόδου στόμα·
εἶναι διέγερσις σαρκὸς τὸ πορφυρῶδες χρῶμα.

Τὴν θέλω ἀσθενῆ ἐγὼ τὴν φίλην μου ταχεῖαν,
ὠχρὰν τὴν θέλω καὶ λευκὴν ὡς νεκρικὴν σινδόνην,
μὲ εἴκοσι φθινόπωρα, μὲ ἄνοιξιν καμίαν,
μ᾿ ὀλίγον σῶμα –ἄνεμον σχεδόν– ὀλίγην κόνιν.
Τὴν θέλω ἐπιθάνατον μ᾿ ἀθανασίας μύρον,
κόρην καὶ φάσμα, σάβανον ἀντὶ ἐσθῆτος σῦρον.

Θέλω τὴν φίλην μου ὠδὴν ἐκλείπουσαν ἠρέμα,
ἀθανασίας βλέπουσαν ὁδὸν εἰς τάφου στόμα·
καλὴν καὶ μελαγχολικήν, μὲ ἤρεμον τὸ βλέμμα,
μὲ φυομένην πτέρυγα εἰς καταρρέον σῶμα.
Τὴν θέλω κόρην, ἀδελφὴν καὶ φίλην μου ἁγίαν,
ἀλλ᾿ ὄχι καὶ νυμφίαν μου, ἀλλὰ ποτὲ νυμφίαν.

Ὤ, πῶς θὰ ἐνοσήλευον τὴν κόρην τελευτῶσαν!
μὲ ποίαν, ποίαν ἄφωνον στοργὴν θὰ τὴν προσείχα·
θὰ εἶχε προσκεφάλαιον καρδίαν ἀγαπῶσαν
καὶ μόνον μου ἀντίζηλον τὸν θάνατο θὰ εἶχα.
Ὤ, πῶς θὰ ἐνοσήλευον τὴν ἀσθενῆ παρθένον,
ὠχρός, συνέχων τὴν πνοὴν καὶ ἄγρυπνος προσμένων...

Ὤ, πόσας δὲν ἠτένισα νεάνιδας δακρύων,
διότι ἦσαν κάτωχροι κι εἶχον μορφὴν νοσοῦσαν.
Ὤ, πόσας ἐσυνόδευσα νεκρᾶς εἰς τὸ μνημεῖον,
νομίζων πὼς ἀκολουθῶ τὴν φίλην μοῦ θανοῦσαν.
Ποσάκις εἶδον ν' ἀνοιχθεῖ νεκρᾶς ἀγνώστου στόμα
καὶ μ' εἶπεν: «ἀκολούθει με! ἐγὼ εἶμαι τὸ πτῶμα!»

   Ἀντίθετα, στὴν ἑλληνικὴ παράδοσι, τραγουδᾶμε:

...ὅλ᾿ ἔδεσαν τοὺς μαύρους τους σὲ δάφνες, σὲ κλαράκια,
κ᾿ ἐγὼ ᾿δεσα τὸ μαῦρο μου σὲ μνημουριᾶς κρικέλια.
Κι᾿ ὁ μαῦρος ἤτανε μικρός, ἦταν καὶ παιχνιδιάρης
καὶ παίζοντας καὶ ρίχνοντας ἐσήκωσε τὴν πλάκα
καὶ μέσα κόρη κείτονταν τριῶ μερῶ θαμμένη
καὶ φάνηκαν σγουρὰ μαλλιὰ καὶ μακρυὲς πλεξοῦδες
ἔλαμπε καὶ τὸ πρόσωπο καλύτερ᾿ ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
κ᾿ ἔσκυψα καὶ τὴ φίλησα στὰ μάτια καὶ στὰ φρύδια...

   Ὅπως ἕνα κυπαρίσσι.

   Τὸ φάρμακο γιὰ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, κατὰ τὸν Δημήτρη Λιαντίνη:

   «[...] ὁρμὴ πρὸς διατήρηση τοῦ εἴδους σὲ φυσικὸ ἐπίπεδο σημαίνει ἐγωισμός. Τὸ κάθε εἶδος νὰ σωθεῖ ὅσο γίνεται περισσότερο.

   Ὅταν δοῦμε σωστὰ τὴ μετεξελεκτικὴ πορεία καὶ πᾶμε πιὰ στὰ ἠθικὰ φαινόμενα καὶ λέμε πιὰ ἐγωισμὸς μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὸ περιγράφουμε, σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶμε τόσο πολὺ τὸν ἑαυτούλη μας ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν συλλάβουμε ἀποκομμένο ἀπὸ τὴ φύση. Γιατί θάνατος σημαίνει οὐσιαστικὰ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴ φύση. Ὅταν πεθαίνω σημαίνει «θάνατος ἀναίσθητον», στεροῦμαι ὅλα αὐτὰ ποὺ λέμε, χάνω κάθε ἐπαφὴ μὲ τὴ φύση κ.λπ.

   Ἑπομένως τὸ φάρμακο ποὺ θὰ μᾶς γιατρέψει ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ θανάτου μιὰ γιὰ πάντα, κι αὐτὸ θὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴ διὰ βίου φιλοσοφικὴ δίαιτα, γι’ αὐτὸ λέει ὁ Πλάτων «Καὶ τὸ τεθνᾶναι αὐτοῖς ἥκιστα φοβερόν», μάλιστα ὁ Πλάτων φτάνει καὶ πιὸ πέρα καὶ λέει ὅταν ἡ σωστὴ αὐτή... ἡ συμπεριφορά μας, ὄχι μόνο δὲν φοβόμαστε τὸ θάνατο, ἀλλὰ φτάνουμε κάπου νὰ γίνουμε καὶ ἐρασιθάνατοι. Νὰ ἀγαπήσουμε τὸ θάνατο.

   Λοιπόν. Ὅσο περισσότερο μπορέσουμε καὶ ἀποσβέσουμε αὐτὸν τὸν ἐγωισμὸ καὶ φτάσουμε στὸ σημεῖο ποὺ ὁ καθένας σὰν μονάδα θὰ δεῖ ὅτι εἶμαι κι ἐγώ, μία... ἕνα ὅν, ἕνα πλάσμα, ἕνα στοιχεῖο ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα τῆς φύσης. Ὅπως ἕνα κυπαρίσσι, ὅπως μια πέτρα... Ὅπως μια κρήνη, μια πηγή, ἕνα ὅρος. Ὁ Ὑμηττὸς δὲν ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ 7 ἑκατομμύρια χρόνια. Γεννήθηκε. Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει μετὰ ἀπὸ 10 ἑκατομμύρια χρόνια. Θὰ ἔχει διαλυθεῖ. Τὰ Ἰμαλάϊα, ξέρετε, γίνανε χθές, στὴν ἡλικία τῆς Γῆς. Στὴν ἐποχὴ τῶν τρίτων νεοαλπικῶν ὀρογενέσεων, ποὺ λένε, πρὶν ἀπὸ 23 ἑκατομμύρια χρόνια. Τί εἶναι αὐτό; Δύο λεπτά, ἐὰν καθὼς γνωρίζουμε ὅτι ἡ γῆ ἔχει ἡλικία τέσσερα δισεκατομμύρια ἑξακόσια ἑκατομμύρια χρόνια. Λοιπόν...

   Ἐὰν μπορέσουμε νὰ ἀποστασιοποιηθοῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ μὴν ἔχουμε αὐτὸ τὸ δεσμὸ καὶ νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας ὁ καθένας σὰν ἕνα κομμάτι τῆς φύσης, τότε θὰ φτάσουμε στὸ σημεῖο καὶ δὲ θὰ φοβόμαστε τὸ θάνατο. Κι εἶναι τὸ μόνο φάρμακο. [...]»


   Κι ἀποχαιρετισμὸς μὲ -τί ἄλλο;- ἑλληνικὸ τραγούδι.

(ἀπὸ τὴν «καλύβα ψηλὰ στὸ βουνό» τοῦ Πάνου Ζέρβα)

   Τὰ δύο πρῶτα εἶναι γραμμένα γιὰ τὸ Γιάννη Παπαϊωάννου. Στὸ πασίγνωστο τραγούδι τοῦ Γιάννη, ὁ Τσιτσάνης παριστάνει τὸ Χάρο νὰ ἔχει στήσει καρτέρι στὸ Γιάννη, ἐπειδὴ ἐζήλεψε.

   Τὸ δεύτερο τὸ τραγουδάει ὁ Παναγιώτης Μιχαλόπουλος (στιχουργὸς καὶ συνθέτης ἀναζητοῦνται).

Ὁ Χάρος ἤπιε δυὸ κρασιά
καὶ ἦρθε στὰ μεράκια
καὶ τράβηξε στὶς Τζιτζιφιές
ν᾿ ἀκούσει μπουζουκάκια.

Γειά σου Παπαϊωάννου
θὰ σὲ πάρω ἐκεῖ πάνου
ποὺ σὲ περιμένει ὁ Μάρκος
καὶ ὁ φίλος μας ὁ Στράτος.

Καὶ μπαίνει στὸ Πανόραμα
καὶ φώναξε τὸ Γιάννη
νὰ πάει στὸ τραπέζι του
παρέα νὰ τοῦ κάνει.

Παῖξε μου Γιάννη, παῖξε μου
καμιὰ πενιὰ ὡραῖα
καὶ ὕστερα θὰ φύγουμε
οἱ δυὸ μαζὶ παρέα.

   Ὡστόσο, τὸ καλύτερο λαϊκὸ τραγούδι γιὰ τὸ Χάρο τὸ ἔχει γράψει ὁ ἴδιος ὁ Γιάννης Παπαϊωάννου, σὲ στίχους τῆς Εὐτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Ἐδῶ στὴν ἐκτέλεση ποὺ θὰ μείνει στοὺς αἰῶνες, μὲ τὴ Βίκυ Μοσχολιοῦ. Ἡ ἐνορχήστρωση ἀπὸ τὸ μαγικὸ χέρι τοῦ Σταύρου Ξαρχάκου.

Βγῆκε ὁ χάρος νὰ ψαρέψει
μὲ τ᾿ ἀγκίστρι του ψυχές
καὶ γυρεύει πληγωμένους
δυστυχεῖς καὶ πονεμένους
μὲς στὶς φτωχογειτονιές
βγῆκε ὁ χάρος γιὰ ψυχές.

Βρὲ κορμιὰ βασανισμένα
πιάστε ἀπόψε τὰ στενά
νὰ μᾶς δεῖ καὶ μᾶς ὁ χάρος
ποὺ τῆς γῆς δίνουμε βάρος
νὰ σωθούμ᾿ ἀπ᾿ τὸν βραχνᾶ
πιάστε ἀπόψε τὰ στενά.

Μὲ τὴν μαύρη του σφεντόνα
στρίβει ὁ χάρος τὴ γωνιά
γιὰ πιαστεῖτε χέρι-χέρι
νὰ τοῦ στήσουμε καρτέρι
κι ὅποιον πάρει ἡ σφεντονιά
στρίβει ὁ χάρος στὴ γωνιά.

   ...

   Καλὴ Ἀνάστασι

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, Μέγα Σάββατον 19 Ἀπριλίου 2025