«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό

Τρίτη 26 Ιουνίου 2007

Ὅλα εἶναι ὡραῖα, ὅλα ἁβρὰ καὶ αἰσθαντικά

Θάρρος Ἕλληνες! Αὔγουστο ἢ Σεπτέμβριο μῆνα, κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ Μαραθῶνος, μὲ τριάντα κιλὰ χαλκό καὶ ἀτσάλι ὁ καθένας ἐπάνω τους οἱ Ἀθηναῖοι ὁπλίτες τοῦ 490 π.Χ., ἐφόρμησαν κατὰ τῶν Περσῶν διανύοντας τροχάδην 1500 μέτρα καὶ ἔπεσαν σὰν θύελλα ἀπὸ μέταλλο ἐπὰνω στὸν ἐχθρό! Ρεκὸρ αἰῶνος, σήμερα στὴν Ἀθήνα, εἶπαν τὰ δελτία εἰδήσεων: 46 βαθμοὶ Κελσίου! Πᾶμε, μὲ Σικελιανό:

«[...]

Τὸ πνεῦμα, λοιπόν, τοῦ Ἑλληνικοῦ μύθου, σύμφωνα μὲ μένα, εἶναι πνεῦμα μεσημβριάζον, ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι· καὶ ἀκολουθεῖ τοὺς νόμους, ὁποὺ στὴν πρωτύτερη ὁμιλία μου ἔδωσα συνθετικά, νομίζοντας ν᾿ ἀρμόζουνε ἐσωτερικότερα μὲ τὴν Ἑλληνικὴ συνείδηση τῆς φύσης καὶ τῆς ζωῆς.

Στὴ συμπαραβολὴ τῶν ἀρχαίων κομματιῶν, ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὣς τοὺς Λατίνους ποιητὲς καὶ ἀκόμα ἀργότερα, εἶδα τοῦτο - καὶ τὰ ἀποδειχτικὰ εἶναι τόσο πλούσια, ὥστε νὰ πιστεύω πὼς ἁπλώνονται κάτου ἀπ᾿ τὸ ἴδιο φῶς, καὶ πὼς τὰ παραπόταμα καὶ τὰ ποτάμια χύνουν τὰ νερά τους μὲς στὴν ἴδια θάλασσα.

Καὶ τοῦτο εἶναι πώς, ἐνῶ ἡ Ἑλληνικὴ συνείδηση εἶναι γεμάτη ὁράματα μεσημεριάτικα, ὁ νύχτιος τρόμος λείπει ὁλότελα, καὶ ἂν φανερώνεται, μονάχα φανερώνεται στοὺς Ἕλληνες τῆς παρακμῆς, καὶ ἐκεῖθε στοὺς Ρωμαίους. Ἀχνάρια μεσημεριανῶν ὁραμάτων βρίσκονται καὶ στοὺς Ρωμαίους ἀκόμα, ἀλλὰ περσότερον ὑποβλημένα ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Ἕλληνες ποιητὲς - καί, ἂν ἰδοῦμε καὶ βαθύτερα καὶ φυσιολατρικότερα, τοὺς λείπει ἡ αὐθόρμητη πνοή, ἐνῶ ὑποβλητικότερα καὶ πλέον αὐθόρμητα μᾶς δείχνεται τὸ νύχτιον ὅραμα καὶ εἶναι σιμότερα ἡ ψυχὴ στοὺς τρόμους, ποὺ ἔλειπαν ἢ ὑποταζόνταν νικητήρια ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ ψυχή.

Ὅλα λάμπουν, λέει ὁ Λεοπάρδης, τὴν ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ. Ὁ ἀργάτης, ποὺ γεύεται καὶ ἀναπεύει. Τὰ βόιδια, ὀρτὰ καὶ σκεπασμένα ἀπὸ ἔντομα, ποὺ μαστιγώνοντας τὰ πλευρὰ μὲ τὴν ὀρὰ τους νὰν τὰ διώξουνε, σκύφτουν ἀπ᾿ ὥρα σὲ ὥρα τὸ κεφάλι, ποὺ λάμπουν στὰ ρουθούνια ἀπάνω χοντρὲς τοῦ ἱδρώτα οἱ στάλες καὶ βόσκουνε, ἀργὰ καὶ ἀράθυμα, τὴ σκόρπια τους μπροστὰ θροφή. Τὸ διψασμένο κοπάδι, ποὺ μὲ τὸ κεφάλι χαμηλά, μαζώνεται καὶ σταλίζει κάτου ἀπὸ τὸν ἴσκιο. Ἡ λαμπυρίδα, ποὺ τρέχει φοβισμένη νὰ ξανατρυπώσει, γλυστρώντας γρήγορα καὶ σὲ διαστήματα δίπλα ἀπό ᾿να φράχτη. Τὸ τζιτζίκι, ποὺ γεμίζει τὸν ἀγέρα, μὲ τὸ σύνεχο, μονόρυθμό του τρίξιμο. Τὸ κουνούπι, ποὺ περνάει βουίζοντας σιμὰ στὸ αὐτί. Ἡ μέλισσα, ποὺ ἀβέβαιη πετάει καὶ σταματάει σ᾿ ἕναν ἀνθὸ καὶ φεύγει καὶ ξανάρχεται στὸν τόπον ὅθεν ἔφυγε. Ὅλα εἶναι ὡραῖα, ὅλα ἁβρὰ καὶ αἰσθαντικά.»

[Συνεχίζεται. Ἂν κρατήσει ὁ καύσων, δηλαδή, θὰ γράψω καὶ τὴν συνέχεια!]

(Ἄγγελος Σικελιανός, «Πὰν ὁ Μέγας». Ἡ δεύτερη ὁμιλία τοῦ Σικελιανοῦ ὑπὸ τὸν τίτλο «Πὰν ὁ Μέγας», ἐκφωνήθηκε ἀπὸ τὸν ποιητὴ στὶς 19 Φεβρουαρίου 1909. Ἀναδημοσίευσις ἀπὸ Ἀγγέλου Σικελιανοῦ, «Κήρυγμα Ἡρωισμοῦ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2004)

Κυριακή 24 Ιουνίου 2007

μὲ πάγχρυσα πυρακτωμένα βέλη...

[...] Ἐδῶ ἐννοῶ τὴν Φύσιν, διὰ τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἤκουσε πόσον εἶναι τάχα ξηρὰ καὶ ἀπελπιστικὴ καὶ ἀνυπόφορος κατὰ τὴν θερινὴν κυρίως ὥραν. Καὶ δι᾿ αὐτό, ἐδῶ ἐννοῶ αὐτὴν καὶ ὡς μέτρον λαμβάνω τὸ ἔσχατον ὅριον. Τὴν Φύσιν αὐτὴν εἰδικώτερον μάλιστα κατὰ τὴν ξηροτάτην καὶ ἡλιοκαεστάτην της ὥραν, ὅταν ὁ ἥλιος μὲ πάγχρυσα πυρακτωμένα βέλη κυνηγᾷ καὶ διώκῃ τὰ ἀνθρωπάρια ἀπὸ τοὺς τόπους τοῦ ἀπέφθου κάλλους, ὅπου ἐξελίσσονται τὰ θεῖα ὁράματα· ὅταν ὁ ἄνεμος ὑψώνων τὴν τέφραν τῶν αἰώνων, σκεπάζει μὲ σκόνην τὰ ἀνθρωπάρια καὶ τὸν σωρὸν τῶν μαρμαρίνων κλουβιῶν, εἰς τὰ ὁποία κρυβόμεθα. Ὅταν μένῃ μόνη της καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς φαίνονται μόνον τὰ μάρμαρα καὶ ἀπὸ τὰ πάμφωτα στέρνα της, ὅπου μεθύει τὸ πάγκαλον φῶς, φεύγει μόνον τὸ μελαγχολικὸν κουδούνισμα τῶν θεοξήρων χόρτων. Καὶ ἐννοῶ αὐτὴν τὴν φύσιν καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν ὥραν, διότι τότε καὶ τότε μάλιστα, ἀναφαίνεται δυνατώτερον, γυμνὸν τὸ κάλλος της. Τότε, ὅταν τὰ χρώματα ὅλα, ἐνδεδυμένα μὲ τὰ παραδοξώτερα καὶ πρωτοφανέστερα χώματα, οἱ λόφοι μὲ θαυμάσια φορέματα, λάμπουν εἰς τὸ φῶς σὰν ὁλοζώντανα πρόσωπα, χώματα, λόφοι καὶ ὄρη ἀλλάζουν ἀενάως ἐκφράσεις καὶ ἀποχρώσεις ἀσυλλήπτου αἰθεριότητος, παρουσιάζοντα θησαυροὺς θησαυρῶν πρωτοφανῶν καὶ ἐξαισίων, παρθένων χρωμάτων.

Τότε, ὅταν τὰ δένδρα σφιγγόμενα ἀπὸ τὸ καῦμα, λεπτύνωνται, χάνουν τὸ παχὺ καὶ βάναυσον πράσινον, μεταμορφοῦνται ἀπὸ τὰ φῶτα εἰς πράσινα ξανθότατα, φωτεινότατα καὶ εἰς μυρίας ἀποχρώσεις εὐγενεστέρων, ἁπαλοτέρων, ποιητικωτέρων πρασίνων, καὶ μεταμορφοῦνται εἰς μίαν ἄνθησιν χρυσήν, σκορπίζουσαν τὸν μᾶλλον ἀφάνταστον καὶ ἀνονείρευτον θησαυρὸν σὰν μεταλλικῆς βλαστήσεως, ὅπου ὅλα τὰ φαιδρὰ καὶ χαρίεντα χρώματα, μὲ τὰς λεπτοτάτας τῶν ἀποχρώσεων, παρουσιάζουν κόσμους νέους χροϊκῶν ἁρμονιῶν ἀνεξάντλητων. Τότε, ὅταν τὰ χόρτα, ὡς ὕστατα κοσμήματα, λεπτότητος, χάριτος, ὡραιότητος ἀριστοκρατικωτάτης, ὅταν τὰ βουνὰ ζοῦν τὴν ὑπερτάτην καὶ ἐντονωτάτην των ζωήν, καὶ ὅλα, τὰ πάντα, ἀπὸ τὸν λίθον ἕως τὸ ἔντομον, ἕως τὸ πρόβατον καὶ ἕως τὸν ἄνθρωπον διαγράφωνται εἰς τὸ ἄσπιλον φάος μὲ τὴν ὑστάτην διαύγειαν ἀπὸ μιλίων ἀπόστασιν, παρουσιάζοντα ὅλα μαζί, ἕνα κόσμον ἐκτὸς πάσης πραγματικότητος, ἕνα κόσμον ὁλόκληρον ἰδανικόν, ποιητικόν, πλασμένον ὁλόκληρον ἀπὸ ἀριστοτέχνας, ποιητὰς καὶ ζωγράφους καὶ γλύπτας, κόσμον ἰδανικώτατον, τὸν ὀνειρωδέστερον τῶν κόσμων καὶ ὅμως πραγματικόν.

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική», 1902)
Λέξεις-κλειδιά: Περικλής Γιαννόπουλος ήλιος φως ελληνικό μεσημέρι καλοκαίρι καύσωνας

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007

20 χρόνια

14 Ἰουνίου 1987

ΕΛΛΑΣ-ΕΣΣΔ 103-101

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ, ΦΑΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΑΡΓΥΡΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ, ΛΙΒΕΡΗΣ ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ, ΜΕΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ΝΙΚΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΣ ΛΙΝΑΡΔΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ. Προπονητής ο ΚΩΣΤΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ.

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2007

Γιὰ τὴν Ἀμαλία

Τὴν ἱστορία τῆς Ἀμαλίας, τὴν ἔμαθα στὸ τέλος... Ἤ, ἴσως, στὴν ἀρχή. Διότι ἡ ἀξιοθαύμαστη αὐτὴ κοπέλα, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ κοντά μας τόσο νωρίς, σὲ λίγο χρόνο πέτυχε πολλά, κι αὐτὰ ποὺ ἄφησε, μὲ τὴν βοήθεια ὅλων θὰ γίνουν περισσότερα. Καλό ταξίδι Ἀμαλία. Θερμὰ συλληπητήρια στοὺς δικούς σου· ἡ γλυκειά σου ἀνάμνησι θὰ ἀπαλύνει μὲ τὸν καιρό, ἐλπίζω, τὸν πόνο.