«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό

Κυριακή 24 Ιουνίου 2007

μὲ πάγχρυσα πυρακτωμένα βέλη...

[...] Ἐδῶ ἐννοῶ τὴν Φύσιν, διὰ τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἤκουσε πόσον εἶναι τάχα ξηρὰ καὶ ἀπελπιστικὴ καὶ ἀνυπόφορος κατὰ τὴν θερινὴν κυρίως ὥραν. Καὶ δι᾿ αὐτό, ἐδῶ ἐννοῶ αὐτὴν καὶ ὡς μέτρον λαμβάνω τὸ ἔσχατον ὅριον. Τὴν Φύσιν αὐτὴν εἰδικώτερον μάλιστα κατὰ τὴν ξηροτάτην καὶ ἡλιοκαεστάτην της ὥραν, ὅταν ὁ ἥλιος μὲ πάγχρυσα πυρακτωμένα βέλη κυνηγᾷ καὶ διώκῃ τὰ ἀνθρωπάρια ἀπὸ τοὺς τόπους τοῦ ἀπέφθου κάλλους, ὅπου ἐξελίσσονται τὰ θεῖα ὁράματα· ὅταν ὁ ἄνεμος ὑψώνων τὴν τέφραν τῶν αἰώνων, σκεπάζει μὲ σκόνην τὰ ἀνθρωπάρια καὶ τὸν σωρὸν τῶν μαρμαρίνων κλουβιῶν, εἰς τὰ ὁποία κρυβόμεθα. Ὅταν μένῃ μόνη της καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς φαίνονται μόνον τὰ μάρμαρα καὶ ἀπὸ τὰ πάμφωτα στέρνα της, ὅπου μεθύει τὸ πάγκαλον φῶς, φεύγει μόνον τὸ μελαγχολικὸν κουδούνισμα τῶν θεοξήρων χόρτων. Καὶ ἐννοῶ αὐτὴν τὴν φύσιν καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν ὥραν, διότι τότε καὶ τότε μάλιστα, ἀναφαίνεται δυνατώτερον, γυμνὸν τὸ κάλλος της. Τότε, ὅταν τὰ χρώματα ὅλα, ἐνδεδυμένα μὲ τὰ παραδοξώτερα καὶ πρωτοφανέστερα χώματα, οἱ λόφοι μὲ θαυμάσια φορέματα, λάμπουν εἰς τὸ φῶς σὰν ὁλοζώντανα πρόσωπα, χώματα, λόφοι καὶ ὄρη ἀλλάζουν ἀενάως ἐκφράσεις καὶ ἀποχρώσεις ἀσυλλήπτου αἰθεριότητος, παρουσιάζοντα θησαυροὺς θησαυρῶν πρωτοφανῶν καὶ ἐξαισίων, παρθένων χρωμάτων.

Τότε, ὅταν τὰ δένδρα σφιγγόμενα ἀπὸ τὸ καῦμα, λεπτύνωνται, χάνουν τὸ παχὺ καὶ βάναυσον πράσινον, μεταμορφοῦνται ἀπὸ τὰ φῶτα εἰς πράσινα ξανθότατα, φωτεινότατα καὶ εἰς μυρίας ἀποχρώσεις εὐγενεστέρων, ἁπαλοτέρων, ποιητικωτέρων πρασίνων, καὶ μεταμορφοῦνται εἰς μίαν ἄνθησιν χρυσήν, σκορπίζουσαν τὸν μᾶλλον ἀφάνταστον καὶ ἀνονείρευτον θησαυρὸν σὰν μεταλλικῆς βλαστήσεως, ὅπου ὅλα τὰ φαιδρὰ καὶ χαρίεντα χρώματα, μὲ τὰς λεπτοτάτας τῶν ἀποχρώσεων, παρουσιάζουν κόσμους νέους χροϊκῶν ἁρμονιῶν ἀνεξάντλητων. Τότε, ὅταν τὰ χόρτα, ὡς ὕστατα κοσμήματα, λεπτότητος, χάριτος, ὡραιότητος ἀριστοκρατικωτάτης, ὅταν τὰ βουνὰ ζοῦν τὴν ὑπερτάτην καὶ ἐντονωτάτην των ζωήν, καὶ ὅλα, τὰ πάντα, ἀπὸ τὸν λίθον ἕως τὸ ἔντομον, ἕως τὸ πρόβατον καὶ ἕως τὸν ἄνθρωπον διαγράφωνται εἰς τὸ ἄσπιλον φάος μὲ τὴν ὑστάτην διαύγειαν ἀπὸ μιλίων ἀπόστασιν, παρουσιάζοντα ὅλα μαζί, ἕνα κόσμον ἐκτὸς πάσης πραγματικότητος, ἕνα κόσμον ὁλόκληρον ἰδανικόν, ποιητικόν, πλασμένον ὁλόκληρον ἀπὸ ἀριστοτέχνας, ποιητὰς καὶ ζωγράφους καὶ γλύπτας, κόσμον ἰδανικώτατον, τὸν ὀνειρωδέστερον τῶν κόσμων καὶ ὅμως πραγματικόν.

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική», 1902)
Λέξεις-κλειδιά: Περικλής Γιαννόπουλος ήλιος φως ελληνικό μεσημέρι καλοκαίρι καύσωνας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

[comments moderated] Θὰ διαβάσω καὶ θὰ δημοσιεύσω τὸ σχόλιό σας τὸ συντομότερο δυνατόν. Σχόλια ἀγενῆ, ἄσχετα μὲ τὸ θέμα ἢ ἀνόητα, διαγράφονται.