Για μένα εκείνο που μετράει στην χώρα αυτή δεν είναι ούτε η αρχαία φιλοσοφία, ούτε το θέατρο, ούτε η δημοκρατία, η επιστήμη κ.λπ. - πάνω απ' όλα μετράνε οι αιώνιες μορφές: ο Θησέας, ο Ιάσωνας, ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας, η Ελένη, η Ιφιγένεια, η Ηλέκτρα. Δεν παίζονται. Μικρός ήμουν ο Θησέας. Θυμάστε καθόλου εκείνη την στιγμιαία εσωτερική απορία - μπροστά στην εικόνα του: εγώ ποιός είμαι; Και μπροστά στην Ιφιγένεια: σ' εμένα θα πη το ναί; Πόσο μεγάλο, σαν εκστρατεία κατά της Τροίας, πρέπει νά 'ναι αυτό που θα κάνω, αυτό που θα γίνω, για να μου πή η Ιφιγένεια: ναί! Τα θυμάστε; Τι φοβερό - τι δώρο μοναδικό - ν' αναρωτιέσαι παιδί - μπροστά σε αυτές τις αιώνιες μορφές!
Ἀνδρέας Φαρμάκις
24-12-2006
Ἀχιλλεύς
(Ἀχίλλειον, Κέρκυρα)
Οι ήρωες του Ομήρου είναι ήρωες. Δημιουργούν το πανανθρώπινο πρότυπο του ηρωϊσμού και περιγράφουν τις παγκόσμιες αξίες του. Δεν υπάρχει πουθενά, σ' όλον τον πλανήτη, άλλος σαν τον Αχιλλέα. Στέκεται σε μια από τις κορυφές - αιώνιο παράδειγμα. Αν ήταν μνημείο θά 'ταν υπό την προστασία της Ουνέσκο και θά 'χε 7.000.000 επισκέπτες τον μήνα. Σαν την Ακρόπολι και παραπάνω. Τώρα είναι ένας άνθρωπος - χαμένος στο βάθος της ιστορίας - ανασταίνεται μόνο όταν τον έχουμε ανάγκη, μ' άλλα ονόματα: Αθανάσιος Διάκος, Καραϊσκάκης, Αυξεντίου, Σολωμός Σολωμού...
Πού 'σαι Αχιλλέα; Ήρθε η ώρα, σήκω!
Ἀνδρέας Φαρμάκις
29-8-2002
Αχίλλειον
είπα ότι η πιο τραγική κι η πιο ωραία σκηνή στον Όμηρο, είναι εκείνη με το γέροντα βασιληά, που μόνον ως πατέρας, πέφτει στα πόδια του θεϊκού φονιά. ο Πρίαμος δεν πάει να ζητήσει το γιό του από έναν δολοφόνο, όμως. πάει να τον ζητήσει από έναν Ενάρετο Άνδρα. ο παππούς Όμηρος για να διδάξει την Αρετή, περνά ένα χεράκι (αναφορές και στοιχεία) την Κακία και βάζει ένα μέτρο-πρότυπο Αρετής. Μέτρο της Αρετής, είν' ο Αχιλλέας. Θεανθρώπινο πρότυπο.
Ὁ Brad Pitt ὡς Ἀχιλλεύς
(Troy, 2004)
ο Αχιλλέας είναι παρορμητικό αγόρι. γιατί; άι ντοντ νόου. πάντως είναι (και σίγουρα κάτι θέλει να πει ο ποιητής, αλλά τώρα μου διαφεύγει). όμως είναι και μεγαλόφρων (μετά τη θύελλα που πέρασε πάνω από τη γη και την περιγράφει ο παππούς Όμηρος, «αυτό που στάθηκε όρθιο πάνω στη γη ήταν η αλήθεια των θεών κι η μεγαλοφροσύνη των ανθρώπων. όμως, ο ποιητής δεν δείχνει με το δάχτυλο (σ.σ. για να μη μπερδευτούν οι κνίτες) -μας αφήνει να βιώσουμε την πραγματικότητα, που είναι πιο σοφή κι από τη μεγαλύτερη σοφία» λέει ο Σάντεβαλντ [*]. νάτος ο Αχιλλέας).
λοιπόν που ήμουν; α, μάλιστα! ο παρορμητικός Αχιλλέας έχει θυμώσει, τά 'χει πάρει στο κρανίο διότι ο μαλάκας ο αρχιστράτηγος δεν του δίνει το κορίτσι του. τι είν' ο αρχιστράτηγος; το πρότυπον του μεντιοκράτη εξουσιαστή. έχει «την επιτακτική ανάγκη για επιβολή που νοιωθουν όσοι δεν μπορούν ως πρόσωπα να γεμίσουν τη μεγάλη θέση που κατέχουν». Τι θυμός είναι αυτός; θυμός του ενάρετου και δίκαιου. γι' αυτό ο παππούς Όμηρος καλεί από την αρχή τη θεά να τραγουδήσει το θυμό του Αχιλλέα. Γιατί ο θυμός είναι ο άνθρωπος στη θεανθρώπινη φύση του Αχιλλέα και παράλληλα είναι δίκαιος θυμός. ο Αχιλλέας δεν ειναι ένα πεισματάρικο κωλόπαιδο. είναι ένας άνδρας που διεκδικεί την αξιοπρέπεια, την τιμή του και άρα το τιμητικό δώρο του (το κορίτσι).
ο Αχιλλέας, λοιπόν, ξαναγίνεται θεϊκός, ένθεος, σε δύο φάσεις. η μία, είν' ο θάνατος του Πάτροκλου. Εκεί καταριέται το θυμό που νοιώθει και συμφιλιώνεται με τον ηλίθιο τον Αγαμέμνονα, αλλά δεν ξαναγίνεται θεός -απλώς πεθαίνει ως άνθρωπος. δεν νοιώθει τίποτε. βρε, δεν πά' να λυθηκε το πρόβλημα, να τον γεμίσαν δωρα, να δικαιώθηκε; σκασίλα του μεγάλη. είναι νεκρός από τον πόνο -ο Αχιλλέας ως φίλος αποτελεί πρότυπο αιώνιο. όμως είναι νεκρός. ως νεκρός εκ του πόνου σκοτώνει τον Έκτορα. ως θεός τιμωρός. εδώ ανατέλει ένας αλλοιωμένος θυμός -ο Αχιλλέας γίνεται από αυτό το θυμό «δαίμονι ίσος» (Φ227). το τέλος του θυμού επισφραγίζεται από έναν θάνατο ανθρώπου και τον εξευτελισμό του νεκρού.
Ὁ θρίαμβος τοῦ Ἀχιλλέως (Ἀχίλλειον, Κέρκυρα)
Ὁ Πρίαμος ἀπολυτρώνει τὸ σῶμα τοῦ Ἕκτωρος.
Ἀττικὴ ἐρυθρόμορφη ὑδρία, 510-500 π.Χ.
Harvard University Art Museums, Cambridge
αφού εκδικήθηκε το φίλο του, αφού η μήνι έπαυσε, κανονικά θα έπρεπε ο Ποιητής να σταματήσει. όμως, καλλιτέχνης είν' αυτός ο οποίος ξέρει πού να σταματά, ε; κι ο Ποιητής είν' η τέχνη ακέραια. δεν αρκεί η πολεμική δόξα (που έτσι κι αλλοιώς, ο Αχιλλέας την «κέρδισε» μες απ' τον πόνο και το σπαραγμό -η λέξη κέρδισε δεν του ταιριάζει, δεν κέρδισε τίποτε), δηλαδή το συμβατικό τέλος (ως τελειωθέν). το αληθινό τέλος, το τέλειον, είναι η έκφραση της γενναιοφροσύνης και της μεγάλης ψυχής του ανθρώπου του θεϊκού. του θεϊκού φονιά. εκεί πρέπει να ξαναγυρίσουμε. κι αυτό γίνεται μες από τον υιικό ρόλο προς τον Πρίαμο και, μαζί, το ρόλο εκείνου που αποκαθιστά την τιμή του νεκρού (λεπτομέρεια: πριν από αυτό, έχει τιμήσει τους ευγενώς κι ασκόπως αγωνισθέντες, στη γιορτή που ακολουθεί την ταφή του δικού του νεκρού, του Πάτροκλου). Ο Αχιλλέας είναι ο τιμημένος άνδρας, ο ηθικός κι ακέραιος, που κλαίει μαζί με τον γέροντα ικέτη Πρίαμο για το χαμό του Έκτορα, που παρηγορεί (αυτός, ο φονιάς) τον πατέρα του θύματός του (ενός θύματος αντίστοιχα γενναίου και δικαίου αλλά χωρίς το πάθος ψυχής, τη θεία φύση του Αχιλλέα).
έτσι, ο Αχιλλέας νικά τον Αχιλλέα. Αλλά δεν παύει να είναι Αχιλλέας. χιντ: και τώρα θυμώνει, αλλά ελέγχει το θυμό του και προειδοποιεί τον γέροντα (όταν ο Πρίαμος βιάζεται να πάρει το νεκρό του) λέγοντάς του πως «δεν πρέπει να τον ερεθίσει περισσότερο στον πόνο του αλλοιώς θε να ξεχάσει την εντολή του Δία» (για απόδοση δικαιοσύνης προς το νεκρό). Και ενώ ο θυμός μοιάζει να ανατέλει, ο Αχιλλέας πετάγεται «σαν λιοντάρι» από τη θέση του και κάνει ο ίδιος αυτό που ζητούσε ο Πρίαμος και εξαιτίας του οποίου τον κατσάδιασε. Αμέσως αυτός ετοιμάζει για μεταφορά τον Έκτορα, καθαρό, μυρωμένο, ντυμένο σαν πριγκηπόπουλο. κι ύστερα προσφέρει δείπνο στον γέροντα βασιληά και καμαρώνουν ο ένας τον άλλο (η αρετή του γέροντα κι η αρετή του νέου).
Δεν ξέρω άλλον ήρωα σαν τον Αχιλλέα. και δεν ξέρω ακόμη μεγαλύτερη προσβολή και πόνο, από κείνο που φέρνει η προσβολή των ιερών μας -πρώτα των θυσιασθέντων αδελφών και συντρόφων.
Ἀχιλλεὺς θνήσκων
(Ἀχίλλειον, Κέρκυρα)
Σημείωσις, από τον Σάντεβαλντ και πάλι: μετά την παράδοση του νεκρού Έκτορα, η φύσι, οι άνθρωποι κι οι θεοί συμφιλιώνονται. «ο Πρίαμος και ο κήρυκάς του, πλαγιάζουν στον πρόδρομο (σ.σ. ο Πρίαμος δεν είχε κοιμηθεί από την ώρα που σκοτώθηκε ο Έκτορας), ενώ ο Αχιλλέας που η μητέρα του στην αρχή της Ραψωδίας τον είχε συμβουλέψει να κοιμηθεί πάλι με γυναίκα (Ω130), πλαγιάζει πάλι στο πλευρό εκείνης που στάθηκε η αφορμή κάθε διαφωνίας και αναστάτωσης: της Βρισηίδας. και οι θεοί- έξω από τον «νυχτερινό Ερμή» που έχει ακόμη να συνοδέψει τον Πρίαμο πίσω στην Τροία -κοιμούνται όλη τη νύχτα δαμασμένοι από έναν ύπνο που τους ξεκουράζει (Ω677κκ). Έχουν ξεπεράσει κι αυτοί τις εσωτερικές τους διαφωνίες και έτσι μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη μεγαλόπνοη σύλληψη του ποιητή: με το ίδιο μέτρο που ο Αχιλλέας γιατρεύεται από το θυμό του, επιστρέφει ο κόσμος ολόκληρος στην αρμονία της ύπαρξης, που κέρδος της έχει τη ζωή.»
«... Γενικότερα δεν καταλαβαίνω τι θέλουν μερικοί Έλληνες από τις αμερικανικές εταιρίες κινηματογράφου. Φτιάχνουν ταινία για τον Μέγα Αλέξανδρο, που τον παρουσιάζει ως Έλληνα στρατηλάτη (όπως ήταν δηλαδή), και δεν μας αρέσει επειδή δεν τον παρουσιάζει αρκετά «άνδρα». Φτιάχνουν ταινία για τον Λεωνίδα και δεν μας αρέσει επειδή «προσβάλλει» τους Ιρανούς και έχει πολύ «βία». Μήπως τελικά η γκρίνια έχει γίνει αυτοσκοπός; Γιατί κανένας δεν συγκρίνει τα έργα του «εβραιοκρατούμενου Χόλυγουντ» με αυτά του ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και του ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού, όπως την ταινία «Εντουάρτ», η οποία επιδοτήθηκε από τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων και υμνεί τους Αλβανούς; Γιατί μερικοί δεν βλέπουν τον «ελέφαντα» που βρίσκεται μέσα στην Πατρίδα μας και διυλίζουν τον «κώνωπα» που βρίσκεται πέραν του Ατλαντικού; Εγώ θα πρότεινα στο ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού να τιμήσει επισήμως τους δημιουργούς των «300» και να εκμεταλλευθεί την ταινία για την ανάπτυξη του τουρισμού σε ιστορικούς τόπους, όπως τις Θερμοπύλες, τον Μαραθώνα και τις Πλαταιές.»
Πρώτη ημέρα πανελλαδικών (ΣΚΑΪ, 20-5-2008) «Tην ικανοποίησή της για την επιλογή κειμένου του Γιώργου Σεφέρη, στο οποίο εξετάσθηκαν την Τρίτη οι υποψήφιοι για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, εκφράζει η Ένωση Φιλολόγων. Η Ένωση Φιλολόγων κάνει λόγο για εύστοχη επιλογή, επισημαίνει ωστόσο ότι αρκετές από τις λέξεις των οποίων δόθηκε η ερμηνεία δεν μπορούν να θεωρηθούν άγνωστες. Μιλώντας στο ΣΚΑΪ ο Κωνσταντίνος Αγγελάκος μέλος της Ένωσης δήλωσε ότι οι μαθητές οφείλουν να γνωρίζουν λέξεις όπως "ψεγάδι" και "παρωχημένος". Από την πλευρά του, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας Δημήτρης Πλατής δήλωσε στο ΣΚΑΪ ότι ζητούμενο είναι ο μαθητής να μπορεί να εκφραστεί και όχι να γνωρίζει και την τελευταία λέξη. "Ας μην ξεχνάμε, πρόσθεσε, και τους αλλοδαπούς μαθητές"...»
[*] Ἀνέκδοτον: Ο βασιλιάς Λουδοβίκος, μην έχοντας άλλα πράγματα να βασανίσει το μυαλό του, ανερωτάτο μια μέρα το εξής, και λέει στον Ταλλεϋράνδο: "Κοίτα Ταλλεϋράνδε τι σκέφτηκα! Λέμε πάντοτε, "μην δικαιολογείσαι", "ανάλαβε την ευθύνη σου", τέτοια· για πες μου όμως, πραγματικά τώρα, μπορεί μία δικαιολογία να είναι χειρότερη και από την ίδια την πράξη; Για να σε δω, αν θα βρεις κανα καλό παράδειγμα, εσύ που το μυαλό σου παίρνει στροφές!" "Ενδιαφέρον ερώτημα", λέει ο Ταλλεϋράνδος. "Θα το σκεφθώ, Μεγαλειότατε, και θα σάς πω."
Περνούν οι μέρες λοιπόν, το ξεχνά ο βασιλιάς το ζήτημα -είπαμε, απασχολούσε το μυαλό του, αλλά όχι και υπερβολικά-, και ένα πρωινό, εκεί που ρέμβαζε ο βασιλιάς στον εξώστη απολαμβάνοντας την πρωινή δροσιά και τα πουλάκια που κελαηδούσαν χαρούμενα, έρχεται σιγά-σιγά από πίσω ο Ταλλεϋράνδος και, δίχως να πει λέξη, ...θωπεύει ελαφρά τα βασιλικά οπίσθια! Γυρίζει απότομα και ξαφνιασμένος δυσάρεστα ο βασιλιάς: "Έλα, Ταλλεϋράνδε, σοβαρέψου τέλος πάντων, όρεξη που την έχεις για σαχλαμάρες πρωί-πρωί!" "Ω, με συγχωρείτε Μεγαλειότατε", απαντά ο Ταλλεϋράνδος, με ύφος κατάπληκτο. "Σάς πέρασα για την Μεγαλειοτάτη!"
Γράφει ὁ κ. Μανδραβέλης: «Είναι αστείο, αλλά ενώ η συζήτηση για την Παιδεία έχει επικεντρωθεί για το αν θα γίνουν ή όχι πρυτανικές εκλογές, στις εισαγωγικές εξετάσεις μεταφράζονται τα Νέα Ελληνικά σε Νέα Ελληνικά! Ποια άλλη απόδειξη κατάπτωσης της Παιδείας υπάρχει όταν για να διαβάσει Γεώργιο Σεφέρη ένα 18χρονο παιδί πρέπει να έχει γλωσσάρι με το οποίο θα εξηγούνται οι λέξεις «ψεγάδι», «παρωχημένος», «εξοβελιστεί», «ροπές», «υπόδικη», «ανδροειδούς», ακόμη και «περασμένων»; Ποιος ο λόγος να γίνονται εξετάσεις στα Νέα Ελληνικά όταν μαζί με το κείμενο δίνεται και η μετάφρασή του; Τι στην ευχή θα εξετάσουν όσοι δουν και βαθμολογήσουν τα γραπτά; Αν οι υποψήφιοι ξέρουν τον σύνδεσμο «και»;»
Βρισκόμαστε σ' ένα σταυροδρόμι. δεν ήμασταν ποτέ απομονωμένοι. μείναμε πάντα ανοιχτοί σ' όλα τα ρεύματα. Ανατολή και Δύση. και τ' αφομοιώναμε θαυμάσια τις ώρες που λειτουργούσαμε σαν εύρωστος οργανισμός. [...] Συνταραζόμαστε κι εμείς, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, από διαδοχικές κρίσεις, αποκαλυπτικές εφευρέσεις και φόβους, που δεν αφήνουν τον ανθρώπινο νου να ηρεμήσει . σαν την καλαμιά στον κάμπο. Μπροστά σ' αυτά, τι μας μένει για να βαστάξουμε αν απαρνηθούμε τον εαυτό μας; Δε μένω τυφλός στα ψεγάδια[1] μας, αλλά έχω την ιδιοτροπία να πιστεύω στον εαυτό μας. Σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε που μνημονεύω εδώ προσωπικές εμπειρίες. δεν έχω άλλο πειραματόζωο από εμένα. Και η προσωπική μου εμπειρία μου δείχνει πως το πράγμα που με βοήθησε, περισσότερο από κάθε άλλο, δεν ήταν οι αφηρημένοι στοχασμοί ενός διανοουμένου, αλλά η πίστη και η προσήλωσή μου σ' έναν κόσμο ζωντανών και περασμένων[2] ανθρώπων. στα έργα τους, στις φωνές τους, στο ρυθμό τους, στη δροσιά τους. Αυτός ο κόσμος, όλος μαζί, μου έδωσε το συναίσθημα πως δεν είμαι μια αδέσποτη μονάδα, ένα άχερο στ' αλώνι. Μου έδωσε τη δύναμη να κρατηθώ ανάμεσα στους χαλασμούς που ήταν της μοίρας μου να ιδώ. Κι ακόμη, μ' έκανε να νιώσω, όταν ξαναείδα το χώμα που με γέννησε, πως ο άνθρωπος έχει ρίζες, κι όταν τις κόψουν πονεί, βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν. [...] Κι όλα τούτα θα μπορούσα να τα ονομάσω με τη λέξη παράδοση, που την ακούμε κάποτε ψυχρά και μας φαίνεται υπόδικη[3]. Αλήθεια, υπάρχουν ροπές[4] που νομίζουν πως η παράδοση μας στρέφει σε έργα παρωχημένα[5] και ανθρώπους παρωχημένους. πως είναι πράγμα τελειωμένο και άχρηστο για τις σημερινές μας ανάγκες. πως δεν μπορεί να βοηθήσει σε τίποτε τον σημερινό τεχνοκρατικό άνθρωπο που γνώρισε φριχτούς πολέμους και φριχτότερα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. αυτόν τον άνθρωπο που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην κατάσταση του θηρίου και την κατάσταση του ανδροειδούς[6]. Η παράδοση είναι λοιπόν ένα περιττό βάρος που πρέπει να εξοβελιστεί[7]. Μου φαίνεται πως αυτές οι ροπές εκπορεύουνται από τη σύγχρονη απελπισία για την αξία του ανθρώπου. Είναι τα συμπτώματα ενός πανικού, που εν ονόματι του ανθρώπου τείνουν να κατακερματίσουν την ψυχή του ανθρώπου. Όμως τι απομένει αν βγάλουμε από τη μέση τον άνθρωπο;
Γ. Σεφέρη, Δοκιμές, τ.2, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1974, σσ. 175-177
1. ψεγάδια: ελαττώματα 2. περασμένων: ανθρώπων που έχουν φύγει από τη ζωή 3. υπόδικη: υπόλογη, ένοχη 4. ροπές: απόψεις 5. παρωχημένα: ξεπερασμένα 6. του ανδροειδούς: του ανθρωπόμορφου 7. εξοβελιστεί: διωχτεί
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι μια μυθική χώρα της λαϊκής συνείδησης. Εκεί είναι οι απαρχές του Νέου Ελληνισμού. Εκεί ανασαίνουν οι πατέρες μας. Ξένοι προς αρχαιολατρικές μονομέρειες και διεθνικές ιδεοληψίες, την αυτοκρατορία αυτή οι Έλληνες την αγάπησαν όσο τίποτε άλλο. Δομέστικοι και πατρικίες, ακρίτες και βασιλείς γοήτευσαν τη λαϊκή παράδοση, τη μήτρα του εθνικού μας πολιτισμού. Το αντίκρυσμα της κατεχόμενης Πόλης είναι τραύμα ανεπούλωτο. Όσο και αν η γνώση και ο χρόνος γκρέμισαν τις ιδανικές φωνές, τους αγαπημένους μύθους, κάθε Έλληνα τον πιάνει απέραντη θλίψη όταν σταθεί μονάχος απέναντι στην Πόλη, την Αγιά-Σοφιά, στα νερά που χρυσίζει η μνήμη, στις πέτρες που φωτίζουν το σκοτάδι. Η Μεγάλη Εκκλησιά έγινε ο Τόπος του ελληνικού πνεύματος. Ο «ένδοξός μας βυζαντινισμός» δεν λησμονιέται κι ας στέκει για πολλούς εκείνη η αυτοκρατορία «σημείον αντιλεγόμενον», προκαλώντας τον ρασιοναλισμό, την αμφιβολία και τον δυτικισμό.
Η απελευθέρωση των Ελλήνων από τη ρωμαιοκρατία υπήρξε δώρο της Πρόνοιας αλλά και έμπνευση της εθνικής ψυχής που διέβλεψε στη χριστιανική αποκάλυψη την οδό προς την Απελευθέρωση. Γι' αυτό και οι χιλιάδες Έλληνες Χριστιανοί μάρτυρες είναι συνάμα και εθνομάρτυρες. Μέσα από την Εκκλησία οι Έλληνες (που έγιναν χριστιανοί ελεύθερα, χωρίς πίεση από καμιά εξουσία -το αντίθετο μάλιστα επί τρεις αιώνες- πολύ πριν τον Δ' αι. οπότε η Εκκλησία αποκτά εξουσία) ξαναμπαίνουν δυναμικά στο προσκήνιο της Ιστορίας και μάλιστα ως πρωταγωνιστές. Δεν εγράφη ωραιότερο σχήμα περιγραφής της αναγεννητικής ορμής του Ελληνισμού από αυτό του Μεγάλου Φωτίου: «Κλάδος ευθαλής καρπούς ωραίους ενεγκών, περιήρηται. Αλλ' η ρίζα μένει, οίσει πάλιν ουκ ελάττονα. Απήλθεν η καλή και θαυμάσια εικών. Αλλ' ο Γραφεύς έτι την χείρα κινεί...».
Ο αρχαίος ελληνισμός παρήκμασε και υποδουλώθηκε πολύ πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού. Χρωστάμε την αναγέννησή μας στην Εκκλησία του Χριστού είτε πιστεύουμε σε αυτήν είτε όχι. Αποτελεί τεκμήριο προσωπικής εντιμότητας, ιστορικής αλήθειας και εθνικής υποχρέωσης να το αναγνωρίσουμε. Ανήρπασε τους Έλληνες από τη γραικυλική κατάντια της ρωμαιοκρατίας και τους κατέστησε πηδαλιούχους μιας αυτοκρατορίας. Έξοχα το συνέλαβε ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος τον 19ο αιώνα αγωνιζόμενος κατά των αρχαιολατρών που αντιμάχονταν το εκκλησιαστικό γεγονός και τη βυζαντινή παράδοση. «Αι πηγαί της νεοελληνικής εθνότητος», έγραφε, «υποβλύζουν υπόγειοι και αδιόρατοι εξ αυτής της θείας ενανθρωπήσεως. Αναπηδώσιν εις την επιφάνειαν της γης επί Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου. Ζητούσι τον ευθύτερον και συμφορώτερον δρόμον επί Λέοντος του Θρακός άχρι Λέοντος του Ισαύρου και δεν ορμώσιν ακατάσχετοι πλέον ή εις τας ημέρας Βασιλείου του Μακεδόνος και των διαδόχων του, ιθυτενώς έκτοτε προς την σύγχρονον Παλιγγενεσίαν μας ευθυπορούσαι.» (Βυζαντιναί Μελέται, σ. 63, Αθήναι 1867).
Ποιητικότατα αλλά ακριβέστατα ο Ζαμπέλιος διέβλεπε «πνεύμα Κυρίου που ήλθεν επί την Ελλάδα» και «δύναμιν Υψίστου που επεσκίασεν αυτήν». Η αρχαία Ελλάδα, συνέχιζε ο μέγας ιστορικός μας, «συνθάπτεται τω Χριστώ» για να νικήσει διά του θανάτου τον θάνατο: «Συνθήκη κοσμοσωτήριος Ελλάδος και Χριστιανισμού, θεοκέλευστος συζυγία, το μέλλον αμφοτέρων εις τους αιώνας εξασφαλίζουσα! Η μεν Ελλάς παρέχει επ' αγαθώ της Οικουμένης τω Χριστιανισμώ παιδείαν, γλώσσαν, ευφυΐαν, καρτερίαν ακλόνητον εις βασανιστήρια. Προσφέρει θυσίαν αιματηράν τε και αναίμακτον. Ο δε Σωτήρ του κόσμου τίθησι εις τον δάκτυλον της μνηστής τον αρραβώνα της σωτηρίας (...) Θαύμα ξένον και όντως εκπληκτικόν! Διαλύεται εν σιγή η ενδοξοτέρα των εθνοτήτων της αρχαιότητος, το καύχημα των αιώνων αποσυντίθεται εν σκιά θυσιαστηρίου (...) Ο ανακαινιζόμενος Ελληνισμός πλεονεκτεί του πρεσβυτέρου προς συναίσθησιν εαυτού και προς πνευματικήν διαστολήν, άρα υπερτερεί και κατ' εθνικήν συνάφειαν (...) Πότε ανακύπτει ο Ελληνισμός των εμφυλίων ερίδων κεκαθαρισμένος; Πότε ει μη κατά τον μεσαίωνα, αναφαίνεται ακέραιος, ολομελής, απαραχάρακτος, καθάπερ σκεύος εξ αμιγούς φυράματος κατασκευασθέν;» (Βυζαντιναί Μελέται, σ. 43-45).
Διαφυλάσσοντας την ορθόδοξη πίστη και παράδοσή του ο Ελληνισμός διασώζει την πνευματική του αυτοτέλεια τόσο έναντι της ασιατικής Ανατολής όσο και έναντι της λατινικής Δύσης. Το άγιο βάπτισμα συχνότατα συνιστά και πράξη εξελληνισμού ενώ το συμβολο της Πίστεως διασώζει γένος και πίστη συνάμα. Διά της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν διασώθηκε απλώς η γλώσσα του έθνους -και η γλώσσα δεν είναι όργανο επικοινωνίας αλλά τρόπος σκέψεως, μέσο συνειδητοποίησης του προσώπου, εμπειρία της ζωής του, έκβαση ιστορική και διακεκριμένη πρόσληψη της πραγματικότητας. Διά της Ορθόδοξης Εκκλησίας υποτάχθηκε στην ελληνική ηγεμονία η ρωμαϊκή βούληση, διακόπηκαν οι βαρβαρικές διαβρώσεις, διαμορφώθηκε (επί Φωτίου και Κηρουλάριου) το Νεοελληνικό Εγώ, υπονομεύθηκε η σταυροφορική και λατινική κατάκτηση, αποσπάστηκαν από τον Μωάμεθ τα σωτήρια για το έθνος προνόμια.
Η χριστιανική ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία (που οι Φράγκοι κατακτητές της Δύσης ονόμασαν «Βυζάντιο» αφ' ενός για να μην την αναγνωρίζουν ως τη μόνη νόμιμη διάδοχο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αφ' ετέρου διότι η ονομασία «ελληνική μεσαιωνική» θα υπενθύμιζε τα νόμιμα δικαιώματα του νεοελληνικού κράτους) αποτέλεσε το μεσαιωνικό σχήμα του ελληνικού έθνους που ως κίνημα παιδείας και πολιτισμού ίσταται υπεράνω φυλετικών αποκλειστικοτήτων. Αλλά δεν αποτέλεσε απλώς τη μεσαιωνική αυτοκρατορία του χριστιανικού Ελληνισμού. Οριοθέτησε την εθνική μας συγκρότηση την οποία χρωστούμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Διότι «κύρος και σφραγίς Θεότητος εντετύπωται τη παρελθούση και τη μελλούση ημών Πολιτεία, τύπος ζώντος Θεού, σφραγίς και αποστολή σωτηρίας ανεξαλείπτως ενεχαράχθησαν επί του βίου μας» (Ζαμπέλιος, ό. π., σ. 61).
Χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις, οι Βυζαντινοί είχαν πάντοτε συνείδηση του ελληνικού τους παρελθόντος. Η ελληνικότητά τους δεν ήταν μουσειακή. Ήταν ζώσα και δυναμική. Παρά ταύτα, συχνά, ειδικά στις πρώτες δεκαετίες του νεοελληνικού κράτους αλλά και ως τις μέρες μας επανέρχεται λόγος αμφισβήτησης αυτής της ελληνικότητας. Ένα ετερόκλητο μέτωπο διαφωτιστών και υπερορθοδόξων, αριστερών και φιλελεύθερων, παγανιστών και οικουμενιστών ομιλεί περί πολυεθνικής αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο ασφαλώς δεν ήταν μια εθνοφυλετική αυτοκρατορία. Αλλά η Ιστορία έχει αποδείξει ότι πίσω από όλες τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες ένας εθνικός πολιτισμός κυριαρχεί και επιβάλλει την κυριαρχία του.
Ποιος αμφιβάλλει ότι η ΕΣΣΔ ήταν μια ρωσική αυτοκρατορία, ότι πίσω από την πολυεθνική σοβιετική αυτοκρατορία δέσποζε ο ρωσικός εθνικισμός διά της κομμουνιστικής ιδεολογίας, όπως στο Βυζάντιο ο ελληνισμός διά της ορθόδοξης πίστης συνέχιζε κυριαρχικά την εθνική του πορεία; Όπως ανέρχονταν στον βυζαντινό θρόνο πολλοί μη ελληνικής καταγωγής, έτσι και στο Κρεμλίνο εισέρχονταν πλήθος σοβιετικών μη Ρώσων αξιωματούχων. Αλλά το καίριο είναι ποιαν εθνική πολιτική και ποιον εθνικό πολιτισμό υπηρετούν. Και η βυζαντινή αυτοκρατορία διαπνέονταν από την οικουμενική αντίληψη του ελληνικού εθνισμού και ειδικά από τον πολιτισμό της ελληνιστικής περιόδου. Όταν αρχίζει η παρακμή, όλοι αυτονομούνται, συγκροτούν ξεχωριστά κράτη. Γιατί μένουν μόνοι οι Έλληνες να την υπερασπίζονται; Διότι αυτοί γνωρίζουν καλύτερα από τους σοφούς του καιρού μας ότι είναι η δική τους αυτοκρατορία. Αυτούς ονομάζουν Ρωμαίους, Ρωμιούς. Αυτούς κατηγορούν ως σήμερα Τούρκοι, Βαλκάνιοι και Δυτικοί ότι «επιδιώκουν την ανασύσταση του Βυζαντίου».
Η Κωνσταντινούπολις είναι η πρώτη πρωτεύουσα του έθνους -η πρώτη καθολικά αποδεκτή μετά από χιλιετίες πολλών ελληνικών κέντρων. Και είναι συνάμα η πρωτεύουσα του ελληνικού οικουμενισμού. Κληρονόμος των ελληνικών και ρωμαϊκών πολιτικών παραδόσεων, μοναδικό κέντρο της Εκκλησίας του Χριστού μετά την αποστασία του παπισμού, αποτελεί εσχατολογικό σύμβολο ενότητας του κόσμου καθώς αποτελεί εν ταυτώ νέα Ρώμη, νέα Ιερουσαλήμ και νέα Αθήνα. Συνθέτει δηλαδή τα κέντρα των τριών μεγάλων πολιτιστικών κύκλων του κόσμου. Το γεγονός αποδεικνύει την ποιοτική σημασία αυτής της περιόδου της εθνικής μας ιστορίας. Στο σταυροδρόμι Ευρώπης και Ασίας, Δύσης και Ανατολής, η Πόλη (όπως την ονόμασαν οι Έλληνες για να υπογραμμίζουν τη μοναδικότητά της αλλά και να τη συνδέσουν με την ιερή μνήμη της λέξεως αυτής στη συλλογική συνείδηση) εκφράζει την εθνική ιδιοσυστασία και την πολιτισμική αποστολή όχι μόνο του μεσαιωνικού αλλά και του νέου Ελληνισμού. Η τριαδική συγκρότηση της νεοελληνικής ψυχής (ελληνική, ρωμέικη, χριστιανική) έχει αφετηρία την πολιτική αναβίωση του έθνους, χάρη στην είσοδό του στην καινή κτίση του Χριστού και τέρμα το τέλος της Ιστορίας. Μεσολαβούν η χαίνουσα πληγή της 29ης Μαΐου 1453 και η εκκρεμής ενώπιον του Πνεύματος θεραπεία.
Ο μεσαιωνικός ελληνισμός, η Ρωμηοσύνη, είναι ο μητρικός μας χώρος. Η αυτοκρατορία που από χριστιανορωμαϊκή, εξελίχθηκε σε χριστιανική ελληνορωμαϊκή και κατέληξε σε ελληνορθόδοξη, εξελληνίστηκε ταχύτατα (δεν αναφερόμαστε ασφαλώς σε μια φυλετική κυριαρχία) και σφράγισε την παγκόσμια ιστορία. Δεν επιθυμούμε να την εξιδανικεύσουμε, αλλά δεν υπήρξε άλλη αυτοκρατορία, άλλη υπερδύναμη, που να πορεύθηκε χίλια εκατόν χρόνια ανάμεσα στο μεγαλείο και την εξαθλίωση, που βυθιζόταν στην αμαρτία λίγο πριν αναδυθεί στην αγιότητα, που έγινε όχημα εκπολιτισμού, εκχριστιανισμού και εξελληνισμού, που αντιστάθηκε σε βαρβάρους και σε σφετεριστές εξ όλων των σημείων του ορίζοντα. Δεν ήταν ένα κράτος όπως τα άλλα. Δεν θεμελιώθηκε από μια τυχαία πολιτική βούληση αλλά από την έξοχη φυσιογνωμία ενός ανθρώπου στον οποίο χρωστούμε την πολιτική αναβίωση του Ελληνισμού.
Η πλήρης επικράτηση του Χριστιανισμού στο ομοιογενές ελληνικό- ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας οδήγησε τον Μέγα Κωνσταντίνο στην αναζήτηση μιας νέας οικουμενικής ταυτότητας. Καθώς η Ρώμη γκρεμίζεται μέρα με την ημέρα («πέθαινε και γελούσε» όπως έγραφε ο Σαλβιανός), ο Μέγας Κωνσταντίνος συλλαμβάνει την ιστορική στιγμή, τολμά και αποφασίζει τη μεγάλη πολιτειακή μετακόμιση. Η ελληνική Ανατολή μπορεί να σώσει την αυτοκρατορία. Ο Κωνσταντίνος αντελήφθη πρώτος μέσα στη ρωμαϊκή γραφειοκρατία πως μόνο ο χριστιανισμός και ο ελληνισμός μπορούσαν να αποκαταστήσουν την ενότητα της αυτοκρατορίας ή έστω να διασώσουν το μείζον επίτευγμα, τη συνείδηση της οικουμενικότητας. Η προσοχή του συνεπώς φυσικό ήταν να στραφεί στην Ανατολή παρότι έτσι εξασθενούσε τη Δύση έναντι των βαρβάρων του βορρά. Αργότερα θα υπήρχαν οι ευκαιρίες, πίστευε, της εδαφικής αποκατάστασης της οικουμενικότητας -και οι εξελίξεις του 5ου αι. με τον Ιουστινιανό τον δικαίωσαν, έστω πρόσκαιρα, πριν τα γερμανικά φύλα σφετεριστούν οριστικά τη ρωμαϊκή κληρονομιά.
Ο εκχριστιανισμός μπορεί να εκπολίτισε αυτά τα φύλα αλλά το μόνιμο αίσθημα μειονεξίας απέναντι στην ελληνική Ανατολή δεν θεραπεύτηκε ποτέ παρότι χωρίς την ελληνοχριστιανική Ανατολή ο ευρωπαϊκός πολιτισμός (για τον οποίο επαίρονται) δεν θα υπήρχε ποτέ. Τα φύλα που κατέκτησαν το δυτικό ρωμαϊκό κράτος τόσο πολύ ένοιωθαν τη βαρβαρότητά τους που αγωνίστηκαν να σφετεριστούν τη ρωμαϊκή κληρονομιά ονομάζοντας την Ανατολή «Βυζάντιο» και επιβάλλοντας τον όρο στη διεθνή ιστορική επιστήμη. Επέβαλαν μάλιστα στη γλώσσα τον όρο «βυζαντινολογώ» για το περιττό και το πομπώδες, τον «βυζαντινισμό» για τις «συνωμοσίες» κ.τ.ό., όρους, που σε απόδειξη ηθικής κατάπτωσης υιοθετήθηκαν και χρησιμοποιούνται από Έλληνες που προσβάλλουν μ' αυτόν τον αρκούντως γελοίο τρόπο τον εαυτό τους και τους πατέρες τους. Κι ας χρωστά τα μέγιστα ο ευρωπαϊκός πολιτισμός στην υπερφυή σύνθεση που συντελέστηκε στην Κωνσταντινούπολη, ελληνικού πολιτισμού, ρωμαϊκής πολιτικής θεωρίας και χριστιανικής πίστης, στη σύνθεση που συνιστά μια οικουμενική ταυτότητα ανεπανάληπτης συγκινησιακής έντασης και διαχρονικού δυναμικού προσανατολισμού.
Στην πόλη που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος για να απελευθερωθεί από την παρηκμασμένη Ρώμη, ένας νέος κόσμος γεννιέται. Επιλέγουμε τη βασιλεία του Κωνσταντίνου ως απαρχή της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας διότι απ' αυτήν υπάρχει η ουσιώδης διαφοροποίηση. Η χριστιανική εκκλησία, η ανατολική παράδοση και ο ελληνισμός (χωρίς το όνομά του ακόμη αλλά με την ψυχή και το σώμα του) δίνουν μιαν άλλη ύπαρξη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η αυτοκρατορία αυτή ήταν πάντοτε κάρφος στα μάτια της Δύσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πολύς Γίββων, ιστορικός δέσμιος των δυτικών ιμπεριαλιστικών προκαταλήψεων, που θεωρεί την υπερχιλιετή βυζαντινή αυτοκρατορία... απλή παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αποκαλεί Ρωμαίους τους Βυζαντινούς όποτε νικούν ή φέρονται ευγενώς και Έλληνες αν ηττώνται ή φέρονται δολίως. Η γελοιότητά του φθάνει στο σημείο να αστεΐζεται με τις μοναχές που αρπάζονταν από τους Τούρκους κατά την άλωση, λέγοντας πως «ίσως αι πλείσται επροτίμων τας αγρυπνίας του χαρεμίου παρά τας του μοναστηρίου» (Ζ', σ. 325). Τέτοια επιστημονική ακρίβεια διέπει τη δυτική ιστοριογραφία που διά του Γίββωνος υμνεί τον Ιουλιανό, τον Μωάμεθ, τον Τζέγκις Χαν και ό,τι τέλος πάντων έπληττε την ελληνοχριστιανική αυτοκρατορία. Δεν αντιλέγει κανείς πως η βυζαντινή ιστορία έχει και μελανές σελίδες και στίγματα (απάνθρωπες ποινές, εγκληματικά ήθη, ευνούχοι, δεισιδαιμονίες, ανθελληνικές φάσεις) αλλά αυτά είναι βάρη που η ρωμαϊκή (αρκούντως βαρβαρική) και η ανατολίτικη παράδοση (της ελληνιστικής περιόδου) κληροδότησαν στην αυτοκρατορία.
Το χριστιανικό κράτος της ρωμαϊκής Ανατολής (ο λαός του οποίου το αναγνώριζε πάντα ως «Ρωμανία», ως μια οικουμενική αυτοκρατορία και όχι ως μια αυτοκρατορία της Ανατολής) αναδύθηκε με την translatio imperii από τη Ρώμη στην Πόλη που θεμελίωσε στις 8 Νοεμβρίου 324 ο Κωνσταντίνος επί της αρχαίας πόλεως των Μεγαρέων, του Βυζαντίου. Η ίδρυση της νέας αυτοκρατορίας συντελείται, κατά την πίστη των κατοίκων της, κατά τρόπον υπερβατικό. Χαρακτηριστικό είναι το εξαποστειλάριο του όρθρου της εορτής των βασιλέων και ισαποστόλων της Εκκλησίας Κωνσταντίνου και Ελένης («ουκ εξ ανθρώπων είληφεν το βασίλειον κράτος, αλλ' εκ της θείας χάριτος») αλλά και η αναφορά του ίδιου του Κωνσταντίνου: «Ο Θεός που με έκρινε άξιο να εκπληρώσω τη βούλησή Του, με αναζήτησε και με έθεσε στην υπηρεσία του και εγώ (...) ανταποκρίθηκα στη θεία κλήση, απωθώντας και διασκορπίζοντας, χάρη σε κάποια ανώτερη δύναμη, τα δεινά που κατέχουν τον κόσμο ώστε το ανθρώπινο γένος (...) να επαναχθεί στο σεβασμό του θείου νόμου».
Το όραμα μιας νύχτας του Οκτωβρίου του 312, παραμονή της σύγκρουσης με τον Μαξέντιο έξω από τα τείχη της Ρώμης, αποτέλεσε την κρισιμότερη ώρα της αυτοκρατορίας αλλά και της ζωής του Κωνσταντίνου. Το λάβαρο με το μονόγραμμα του Χριστού που έδωσε τη νίκη στη Μουλβία γέφυρα αποτέλεσε σύμβολο και θεμέλιο όχι μόνο της πεποίθησης του Κωνσταντίνου ότι ήταν όργανο της θείας Πρόνοιας αλλά και συνολικά της βυζαντινής πολιτικής θεωρίας που θεωρεί την αυτοκρατορία επίγειο απείκασμα της Βασιλείας του Θεού. Ο Κωνσταντίνος είναι ο πρώτος χριστιανός βασιλέας της παγκόσμιας ιστορίας και γενικότερα της χριστιανικής μοναρχίας, αυτής της μεγάλης παράδοσης των μέσων αιώνων. Το έργο του, απόρροια όχι μόνο πολιτικού ενστίκτου αλλά και μεταφυσικής πίστης (ο Κωνσταντίνος διακινδύνευε τα πάντα με τη ρήξη του με το κατεστημένο της Ρώμης), υπήρξε μοναδικό. Κατ' αρχήν το διάταγμα των Μεδιολάνων που νομιμοποιεί τον χριστιανισμό και περιγράφει ένα εξαίρετο πρόγραμμα ανεξιθρησκίας που δυστυχώς δεν ακολούθησαν οι διάδοχοι του. Η χριστιανικής εμπνεύσεως μεταρρύθμιση του ποινικού και δημόσιου δικαίου και η διοικητική μεταρρύθμιση συμπληρώνουν το έργο του γενάρχη του χριστιανικού ελληνισμού που υιοθετεί την ελληνική δημοκρατική παράδοση συγκαλώντας Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια 325) για τη λύση των δογματικών διαφωνιών.
Αν οι διάδοχοί του δεν συνέχισαν το κλίμα ανοχής προς τις αιρέσεις, ακόμη και προς τον παγανισμό, που επεδείκνυε ο Κωνσταντίνος, δεν το έπραξαν από θεολογικές επιταγές ή εκκλησιαστική υποκίνηση αλλά από τη μεσαιωνική αντίληψη κρατικής ενότητας που απαιτούσε και τη θρησκευτική ενότητα, από την αντίληψη που θεωρεί την αίρεση πράξη εσχάτης προδοσίας. Το φιλελεύθερο πνεύμα του Κωνσταντίνου αποτυπώνεται έξοχα στα ίδια του τα λόγια:«Ειρηνεύειν σου τον λαόν και αστασίαστον μένει επιθυμώ, υπέρ του κοινού της οικουμένης και του πάντων των ανθρώπων χρησίμου. Ομοίαν τοις πιστεύουσιν οι πλανώμενοι χαίροντες λαμβανέτωσαν ειρήνης τε και ησυχίας απόλαυσιν. Αύτη γαρ η της κοινωνίας επανόρθωσις και προς την ευθείαν αγαγείν οόόν ισχύει. Μηόείς τον έτερον παρενοχλείτω. Έκαστος όπερ η ψυχή βούλεται τούτο και πραττέτω».
Ο ελληνικός πολιτισμός είναι το συμπαγέστερο βάθρο της βυζαντινής ιδεολογίας. Δεν ήταν απλώς μια παράδοση ή μια πνευματική καλλιέργεια που ενσωμάτωσε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Υπήρξε μια δύναμη μεταμόρφωσης που ανοικοδόμησε την αυτοκρατορία και διαμόρφωσε τις εξελίξεις στο ανατολικό τμήμα που συνιστούσε ελληνική εθνολογική βάση. Ωστόσο, η χριστιανική αυτοκρατορία που ο Κωνσταντίνος θεμελίωσε δεν θα αποδεχθεί ποτέ τον περιορισμό της στην Ανατολή, η ιδέα της αποκατάστασης του οικουμενικού ρωμαϊκού μεγαλείου είναι άκαμπτη. Μοναδική κληρονόμος του ρωμαϊκού κράτους, η Κωνσταντινούπολη θεωρεί ηθικά απαράδεκτη τη διάρρηξη της οικουμενικής βασιλείας. Ο αυτοκράτορας δεν είναι ασύδοτος, όπως στη Ρώμη, σύντομα ονομάζεται «βασιλεύς» (όπως στην ελληνική παράδοση) και ο θεωρητικός της βυζαντινής μοναρχίας Συνέσιος θα υπενθυμίζει ότι «βασιλέως τρόπος ο νόμος, τυράννου δε ο τρόπος νόμος». Οι δήμοι και κυρίως ο στρατός, ο ένοπλος λαός (οι κατεξοχήν δημοκρατικοί θεσμοί λαϊκής συμμετοχής στη βυζαντινή πολιτική) θα επεμβαίνουν όποτε διαταράσσεται αυτή η αρχή.
Η πάλη κατά των αιρέσεων, η χριστολογική κρίση, η εικονομαχία είναι φάσεις της πάλης του Ελληνισμού κατά του ανατολικού πνεύματος ενώ η σύγκρουση με τη φραγκολατινική Δύση και οι θεολογικές έριδες των τελευταίων αιώνων είναι ουσιαστικά η πάλη κατά του βορείου πνεύματος. Διότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η Δύση ουσιαστικά υποδουλώθηκε στο βόρειο πνεύμα και ό,τι καταχρηστικά ονομάζουμε δυτικός πολιτισμός είναι στην πραγματικότητα βόρειο ενώ η Ορθοδοξία αποτελεί έργο του Έλληνος ανθρώπου της χριστιανικής Ανατολής. Η πτώση της Δυτικής Ρωμηοσύνης αλλά και η προέλαση του Ισλάμ στην Ανατολή θα διαμορφώσουν το διμέτωπο αντιστασιακό πνεύμα του Νέου Ελληνισμού, αυθεντικού κληρονόμου των ελληνορωμαϊκών παραδόσεων. Η Ορθοδοξία πέρα από Εκκλησία θα αναδειχθεί σε πνευματικό πλαίσιο του έθνους εντός του οποίου εκφράζεται η εθνική συνείδηση, κτυπά η εθνική καρδιά, διασώζεται ένας κόσμος ενδόξου παρελθόντος και ένας κόσμος λυτρωτικής ελπίδας, ένας κόσμος καθαρός από δυτικές και ανατολικές αιρέσεις που θα αλλοίωναν την εθνική φυσιογνωμία. Γι' αυτό και ο αγώνες των ταπεινών Βυζαντινών υπέρ της Ορθοδοξίας αντικειμενικά ήσαν αγώνες και για τον Ελληνισμό.