«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Ἐν δὲ φάει καὶ ὄλεσσον

   «Μιὰ ξαφνικὴ ἀχλὴ ἔπεσε τὴν ὥρα τῆς μάχης ποὺ σκοτείνιασε ὁ τόπος κι ἀνάγκασε τοὺς ἀντίπαλους νὰ διακόψουν τὸν ἀγώνα. Καὶ τότε ὁ Αἴαντας -ἀπὸ τὰ πιὸ ψυχωμένα παλικάρια τῶν Ἀχαιῶν-, «ἀμηχανῶν», κραυγάζει:
Ζεῦ πάτερ ἀλλὰ σὺ ῥῦσαι ὑπ᾿ ἠέρος υἷας Ἀχαιῶν,
ποίησον δ᾿ αἴθρην, δὸς δ᾿ ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι·
ἐν δὲ φάει καὶ ὄλεσσον
(Ὁμήρου Ἰλιάς, Ρ 645-647)
Δία πατέρα, σῶσε ἐσὺ ἀπὸ τούτη τὴν καταχνιὰ
τοὺς γιοὺς τῶν Ἀχαιῶν. Κάνε ξαστεριά. Δῶσε
νὰ ἰδοῦν τὰ μάτια! Κι ὕστερα χάλασέ τους!
Μὰ στὸ φῶς!!
(μετ. Γ.Δ.)

   »Ὄχι, δὲν ζητάει προνομιακὴ μεταχείριση ἀπὸ τὸν Δία, ὁ Αἴαντας (θἄταν ταπεινὴ παράκληση γιὰ ἕνα παλικάρι σὰν κι αὐτόν). Φῶς ζητάει! Φῶς γιὰ νἄβρει (ὅπως σχολιάζει ὁ Ἀνώνυμος στὸ «Περὶ ὕψους» (IX 10, 85)) ὅσο μπορεῖ πιὸ γρήγορα, τάφο ἀντάξιο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀντρειωσύνης του. Κι ὕστερα ἂς πεθάνει... Μὰ στὸ φῶς!»


Ὁ πολεμιστὴς τοῦ φωτὸς καὶ τὰ πνευματικά του ὄπλα

   Τὸ ἀπόσπασμα εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γιώργου Διζικιρίκη, «Ἡ αἰσθητικὴ τῆς Ρωμιοσύνης: Τὸ δημοτικὸ τραγοῦδι κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς πάλης τῶν σύγχρονων ἰδεῶν», ἐκδ. Φιλιππότη, 1983. Ἐνδιαφέρουσα μελέτη γιὰ τὸ δημοτικὸ τραγοῦδι καὶ τὶς νεωτεριστικὲς τάσεις τῆς ἐπιστήμης τῆς φιλολογίας. Τὸ βιβλίο εὐρῆκα στὸ τελευταῖο «παζάρι βιβλίου» στὴν πλατεία Κλαυθμῶνος. Γράφει πολλὰ ἐνδιαφέροντα, ἀλλὰ περισσότερο μὲ ἐνθουσίασε ἡ ἀναφορὰ σὲ ὁρισμένες στιγμὲς τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ ὅπου λάμπει ὅλο τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἑλληνικοῦ ἤθους. Ὁ πρόλογος τοῦ βιβλίου ἀρχίζει ὡς ἐξῆς:

   «Μιὰ νύχτα περνώντας ὁ Κολοκοτρώνης με τ᾿ ἀσκέρι του ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Βελανιδιᾶς, θέλησε νὰ στείλει μήνυμα στὸν ἡγούμενο γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει μερικὰ καρβέλια καὶ τυριὰ γιὰ τὰ πειασμένα παλικάρια του. Εἶπε στὸν γραμματικό του -λογιότατο τῆς ἐποχῆς- νὰ συντάξει τὸ μήνυμα. Καὶ ὁ λογιότατος γιόμισε δυὸ κατεβατὰ ἀρχαιόπρεπες ἑλληνικοῦρες. Ἔφριξε ὁ Γέρος. Ἄρπαξε ἕνα κομμάτι χαρτὶ κι ἔγραψε μὲ τὰ κολυβογράμματά του, τρεῖς λέξεις: «Γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης.» Καὶ τὸ ᾿στειλε στὸ μοναστήρι μ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ παλικάρια του.

   »Ἀντὶ γιὰ κάποιον ὁρισμὸ τῆς Ρωμιοσύνης, προτιμῶ αὐτὴ τὴν ἁπτὴ εἰκόνα της. Μοῦ φαίνεται πιὸ ἄμεση καὶ περισσότερο ἀποδεικτική.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

[comments moderated] Θὰ διαβάσω καὶ θὰ δημοσιεύσω τὸ σχόλιό σας τὸ συντομότερο δυνατόν. Σχόλια ἀγενῆ, ἄσχετα μὲ τὸ θέμα ἢ ἀνόητα, διαγράφονται.