«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιανναρᾶς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιανναρᾶς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2007

Στις επάλξεις και ο Χρήστος Γιανναράς: Στις 16 Σεπτεμβρίου, για τα παιδιά μας, ΟΧΙ στους αναίσχυντους αρνησιπάτριδες!

Όταν ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, ο οποίος είναι γνωστό (στους εγγράμματους Έλληνες φυσικά, όχι στους αποβλακωμένους «προοδευτικούς») πόσο αυστηρός κατήγορος είναι του «δυτικού τύπου εθνικισμού», της καπηλείας της πατρίδος και της εκκλησίας από οποιονδήποτε, αλλά και συγκεκριμένων προσώπων και πολιτικών φορέων που θεωρείται -κακώς κατ' εμέ, και συνήθως μάλιστα συκοφαντικώς- ότι ευθύνονται για τα παραπάνω, ζητεί όχι λευκό όπως είχε ζητήσει παλαιότερα (6-1-2007), αλλά θετική ψήφο σε όποιο κόμμα αντετάχθη σαφώς στην πλεκτάνη Ανάν και στον αφελληνισμό των παιδιών μας, χωρίς να απορρίπτει (αλλά ουσιαστικά προτείνοντας) αυτούς που στο παρελθόν απέρριπτε ρητώς και κατηγορηματικώς, και μάλιστα αμφισβητώντας τώρα ευθέως τον συκοφαντικό χαρακτηρισμό του «ασόβαρου, φτηνοφιλόδοξου, παλαιοημερολογίτικου», θεωρώ ότι δεν θα μπορούσε να γίνει σαφέστερος.

Στις 16 Σεπτεμβρίου, για τα παιδιά μας. ΟΧΙ στους γενίτσαρους.


«[...] Έρχεται (φαίνεται ότι εγγίζει) η ώρα να κριθεί στις κάλπες η δική μας, των πολιτών η αξιοπρέπεια. Οχι να τιμωρήσουμε τον εμπαιγμό, μόνο να αμυνθούμε, να προστατέψουμε τις ελευθερίες μας, την ποιότητα της ζωής μας και της ζωής των παιδιών μας. Η απόπειρα με το διαβόητο βιβλίο της Ιστορίας να παρακαμφθεί και απαξιωθεί το Σύνταγμα, να προκληθεί και χλευαστεί η λαϊκή αίσθηση πατρίδας και η πιστότητα στην ιστορική μνήμη, συνιστά απειλή, απόπειρα ασέλγειας στην ποιότητα της ζωής μας.

Ολα τα άλλα κοινωνικά εγκλήματα των δύο μεγάλων κομμάτων μπορεί να πισωδρόμησαν τη χώρα, αλλά δεν απείλησαν την οντότητα και τη συνοχή της ελληνικής παρουσίας. Ούτε η καταλήστευση του Χρηματιστηρίου ούτε τα «δομημένα ομόλογα», η διαπλοκή, η διαφθορά, η αναξιοκρατία, ούτε η προδοσία Οτσαλάν, ο εξευτελισμός στα Υμια, η άνευ όρων βουβή διεκπεραίωση των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών της Τουρκίας.

Η παροχή της ψήφου μας σε οποιοδήποτε κόμμα εκτός από τα τρία «εξουσίας» [ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ], έστω σε κόμμα ασόβαρο, φτηνοφιλόδοξο, παλαιοημερολογίτικο, δεν είναι αυτοσκοπός. Σκοπός είναι να υποχρεωθεί σε αναδιάταξη το πολιτικό σύστημα. Βέβαια, κάτι πρέπει να σημαίνει το γεγονός ότι όλα τα μικρά, εκτός πιθανοτήτων εξουσίας κόμματα, τα ασόβαρα, φτηνοφιλόδοξα, παλαιοημερολογίτικα, αντιτάχθηκαν σθεναρά τόσο στην Πλεκτάνη Ανάν όσο και στο ανόσιο βιβλίο Ιστορίας.

Πολίτες με συνείδηση κοινωνικής ευθύνης και προσωπικής αξιοπρέπειας δεν μπορεί παρά να λογαριάζουν ως κριτήριο ψήφου τη στάση κάθε κόμματος και κάθε πολιτευτή στα δύο αυτά κορυφαία στην κρισιμότητά τους θέματα.

Ναι: κριτήριο ψήφου η συμπαιγνία των τριών «κομμάτων εξουσίας» [ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ] τόσο στην προώθηση της Πλεκτάνης Ανάν όσο και στην αλλαγή ιδεολογικού παραδείγματος στο ελληνικό σχολείο.»


Αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων

Tου Xρηστου Γιανναρα
(«Η Καθημερινή», 19 Αυγούστου 2007)

Τι θα διδαχθεί στο σχολείο ως Ιστορία δεν είναι υπόθεση μόνο της ιστορικής επιστήμης, η οποία, έτσι και αλλιώς, ούτε ενιαία είναι ούτε ιδεολογικά ουδέτερη. Το πρόβλημα του βιβλίου της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού είναι και παιδαγωγικό και ιδεολογικό και πολιτικό. Η ιδεολογία για την ελληνική παιδεία καθορίζεται στο Σύνταγμα και αυτή την ιδεολογία αρνούνται οι συγγραφείς του πολυσυζητημένου βιβλίου (με την υπουργό Παιδείας να δηλώνει ότι συντάσσεται μαζί τους). Η ιδεολογική τους γραμμή δεν επιδέχεται «διορθώσεις» και είναι ζήτημα αξιοπρέπειας των συγγραφέων να το τονίσουν. Το βιβλίο συνιστά de facto αλλαγή ιδεολογικού παραδείγματος στο ελληνικό σχολείο. Και σε μια δημοκρατία τέτοια αλλαγή δεν είναι υπόθεση ούτε των «ειδικών» ούτε της υπουργού Παιδείας: είναι υπόθεση όλων των πολιτών.

Θέσεις λιτές, ορθολογικές, ακαταμάχητες. Δημοσιεύτηκαν στην «Καθημερινή» στις 3.8.2007 και υπογράφονταν από τον Αθανάσιο Γκότοβο, καθηγητή Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ομως, στην Ελλάδα σήμερα το υπό εξαφάνισιν είδος είναι η αξιοπρέπεια: Αφήνοντας αναπάντητες αυτές τις αδυσώπητες θέσεις, οι μεν συντάκτες του βιβλίου συνέχισαν να ακκίζονται στη δημοσιότητα με καυχησιολογίες για το «καινοτόμο» και «εκσυγχρονιστικό» εγχείρημά τους. Η δε υπουργός Παιδείας να παζαρεύει, αν θα είναι ογδόντα μία ή πόσες οι «διορθώσεις» που θα γίνουν στο βιβλίο, και αν οι εντυπώσεις από τον ιδεολογικό βιασμό της ελληνικής κοινωνίας θα αμβλυνθούν με τη διανομή στους μαθητές συγκινησιακού μυθιστορήματος.

Πάντως ο εμπαιγμός της νοημοσύνης μας, της δημοκρατίας και του Συντάγματος μοιάζει, στο συγκεκριμένο θέμα, να έχει ολοκληρωθεί. Τώρα έρχεται (φαίνεται ότι εγγίζει) η ώρα να κριθεί στις κάλπες η δική μας, των πολιτών η αξιοπρέπεια. Οχι να τιμωρήσουμε τον εμπαιγμό, μόνο να αμυνθούμε, να προστατέψουμε τις ελευθερίες μας, την ποιότητα της ζωής μας και της ζωής των παιδιών μας. Η απόπειρα με το διαβόητο βιβλίο της Ιστορίας να παρακαμφθεί και απαξιωθεί το Σύνταγμα, να προκληθεί και χλευαστεί η λαϊκή αίσθηση πατρίδας και η πιστότητα στην ιστορική μνήμη, συνιστά απειλή, απόπειρα ασέλγειας στην ποιότητα της ζωής μας. «Η επιλεκτική αποσιώπηση του παρελθόντος, το σβήσιμο ονομάτων, πράξεων, θρύλων, είναι μια ξεχωριστή φρικαλέα τυραννία... Την άσκησε η σταλινική και μαοϊκή ιστοριογραφία επανανακαλύπτοντας(!) το παρελθόν» (George Steiner, Exfraterritorialif, 1968).

Η διαπλοκή και διαφθορά, η κλοπή του κοινωνικού χρήματος, η ανικανότητα, η αδράνεια, η ατολμία για εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις, η απελπιστική απουσία δημιουργικής φαντασίας, αξιοκρατίας και διάκρισης ποιοτήτων, η ραγιάδικη υποτέλεια και ανοχή παρεμβάσεων του ξένου παράγοντα, είναι δεδομένα που ο πολίτης, ο δίχως ψυχοπαθολογικές εμμονές, τα πιστοποίησε στη διαχείριση της εξουσίας και από τα δύο μεγάλα κόμματα. Οι ψυχολογικές προσκολλήσεις συντηρούνται πια μόνο από τις φαρισαϊκές συγκρίσεις ποιος έκλεψε λιγότερο και ποιος περισσότερο, ποιος υπερείχε σε ατολμία, ανικανότητα, υποκρισία, ενδοτισμό.

Ομως, το πολιτικό πρόβλημα της χώρας, τα ουσιώδη του συλλογικού μας βίου, εξακολουθούν να κρίνονται από τα ψυχολογικά συμπλέγματα μιας κρίσιμης μάζας ψηφοφόρων που φοβούνται να ενηλικιωθούν. Φοβούνται οι συμπλεγματικοί πως αν δεν ψηφίσουν το κόμμα του ψυχαναγκαστικού εθισμού τους, συνεργούν στην εκλογική επιτυχία προσωπικού τους αντιπάλου και αντίζηλου. Νομίζουν οι πολιτικά νήπιοι ότι στις εκλογές επιλέγουμε το κόμμα που εκτιμάμε και προτιμάμε. Δεν έχουν αντιληφθεί ότι το πολυκομματικό σύστημα έχει καταρρεύσει, τα κόμματα εξουσίας είναι «πολυσυλλεκτικά», δηλαδή απολύτως ίδια, απολύτως υποταγμένα στον ίδιο μηδενισμό αξιών και κοινωνικών στοχεύσεων. Επομένως η πολιτική δυναμική της ατομικής ψήφου δεν είναι πια επιλεκτική, μόνο υπονομευτική της αυτοδυναμίας ενός κόμματος μπορεί να είναι, ανατρεπτική της δυνατότητας να στήνεται εναλλάξ, κάθε τέσσερα ή κάθε οχτώ χρόνια, άλλο κομματικό κράτος.

Στον ρεαλισμό αυτής της πολιτικής επίγνωσης να προστεθεί, για την ακρίβεια, ότι τα δύο κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα είναι στην πραγματικότητα τρία, αφού με οποιαδήποτε κυβέρνηση ο «Συνασπισμός» προσφέρει τους καριερίστες μισθοφόρους για την άσκηση της ίδιας «προοδευτικής» ιδεολογικής τυραννίας που μνημόνεψε ο Steiner. Και βαρύνονται τα κόμματα εξουσίας με μια κορυφαία το καθένα αποκάλυψη του πολιτικού μηδενισμού του: Το ένα προπαγάνδισε ανενδοίαστα την Πλεκτάνη Ανάν. Το άλλο προώθησε με πείσμα την αλλαγή ιδεολογικού παραδείγματος στο ελληνικό σχολείο – το διαβόητο βιβλίο Ιστορίας. Καθόλου τυχαία, και στις δύο αυτές περιπτώσεις το καθένα από τα δύο μεγάλα κόμματα «έκανε πλάτες» στο άλλο, ενώ οι «συνασπισμένοι» μισθοφόροι ανέλαβαν την ιδεολογική συνηγορία.

Ολα τα άλλα κοινωνικά εγκλήματα των δύο μεγάλων κομμάτων μπορεί να πισωδρόμησαν τη χώρα, αλλά δεν απείλησαν την οντότητα και τη συνοχή της ελληνικής παρουσίας. Ούτε η καταλήστευση του Χρηματιστηρίου ούτε τα «δομημένα ομόλογα», η διαπλοκή, η διαφθορά, η αναξιοκρατία, ούτε η προδοσία Οτσαλάν, ο εξευτελισμός στα Υμια, η άνευ όρων βουβή διεκπεραίωση των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών της Τουρκίας.

Οσοι έχουν προσδεθεί με άνομα συμφέροντα στο άρμα κάποιου κόμματος εξουσίας, ασφαλώς δεν μεταπείθονται. Αλλά οι ψυχολογικά εξαρτημένοι ψηφοφόροι, αν πραγματικά πονάνε για το μέλλον των παιδιών τους και την ποιότητα της ζωής τους (αν θέλουν απεξάρτηση από τον κομματικό αφιονισμό) δεν έχουν παρά να ζυγίσουν τι είναι πιο επικίνδυνο: Η ασύδοτη αυτοδυναμία ενός κόμματος, τεκμηριωμένα αδιάφορη για τα καίρια προβλήματα της χώρας και σαφώς συναρτημένη με σκανδαλώδη υπακοή στον «ξένο παράγοντα» ή ο εξαναγκασμός σε αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων – σε δημιουργία καινούργιων κομμάτων με σαφείς και ομολογημένες διαφορές κοινωνικών στόχων, προγράμματος, διαφανή ταυτότητα.

Η παροχή της ψήφου μας σε οποιοδήποτε κόμμα εκτός από τα τρία «εξουσίας», έστω σε κόμμα ασόβαρο, φτηνοφιλόδοξο, παλαιοημερολογίτικο, δεν είναι αυτοσκοπός. Σκοπός είναι να υποχρεωθεί σε αναδιάταξη το πολιτικό σύστημα. Βέβαια, κάτι πρέπει να σημαίνει το γεγονός ότι όλα τα μικρά, εκτός πιθανοτήτων εξουσίας κόμματα, τα ασόβαρα, φτηνοφιλόδοξα, παλαιοημερολογίτικα, αντιτάχθηκαν σθεναρά τόσο στην Πλεκτάνη Ανάν όσο και στο ανόσιο βιβλίο Ιστορίας.

Πολίτες με συνείδηση κοινωνικής ευθύνης και προσωπικής αξιοπρέπειας δεν μπορεί παρά να λογαριάζουν ως κριτήριο ψήφου τη στάση κάθε κόμματος και κάθε πολιτευτή στα δύο αυτά κορυφαία στην κρισιμότητά τους θέματα.

Ναι: κριτήριο ψήφου η συμπαιγνία των τριών «κομμάτων εξουσίας» τόσο στην προώθηση της Πλεκτάνης Ανάν όσο και στην αλλαγή ιδεολογικού παραδείγματος στο ελληνικό σχολείο.

Δευτέρα 16 Απριλίου 2007

ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ

Οἱ ἀρνησιπάτριδες «ἐκσυγχρονιστὲς» ἔκαναν τὸ μοιραῖο (γι᾿ αὐτοὺς) λάθος.

ἀλαζονία τῆς κτηνώδους δυνάμεως τῆς παγκοσμίου ἐξουσίας τους, τοὺς ὁδήγησε στὴν ὕβρι.

Ἔθιξαν τὰ ἅγια τῶν ἁγίων τοῦ Ἕλληνα· τὴν ἴδια τὴν ἐθνική μας ὑπόστασι καὶ ὑπαρκτική μας συνθήκη: τοὺς προγόνους καὶ τὴν τιμή μας, τὸ παρελθόν καὶ τὸ μέλλον μας, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ αἷμα μας· τὴν Ἱστορία μας.

Τὸ βιβλίο «Ἱστορίας» κάποιων ΛιακοΡεπούσηδων, αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια, θὰ ἀποδειχθεῖ ὁ καταλύτης· ἡ σπίθα τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἡ Ἀντίστασι, ποὺ σιγόβραζε βαθειὰ μὲς στὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων, ξέσπασε. Ἡ Νέμεσις θὰ εἶναι ἀνελέητη.

Ἐμεῖς εἴμεθα ἤδη στὶς ἐπάλξεις· αὐτοί, ἂς ἀναζητοῦν Ἐφιάλτες.

Ἐνώνουμε φωνή καὶ σῶμα, ὦμο μὲ ὦμο, δόρυ μὲ ἀσπίδα, ἄνδρας μὲ ἄνδρα, μὲ τὴν κραυγὴ-κεραυνὸ τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ, ποὺ ἔδωσε τὸ σύνθημα στὴν «Καθημερινὴ» τῆς Κυριακῆς 15ης Ἀπριλίου:

ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ


Χρήστος Γιανναράς, «Η Καθημερινή», 15 Απρ. 2007

Ποιος ορίζει το μέλλον της χώρας;

Κατόρθωμα εξόφθαλμο της κυβερνητικής πολιτικής: Ενα βιβλίο Ιστορίας του Δημοτικού Σχολείου μεταβάλλει τις προσεχείς εκλογές, οψέποτε πραγματοποιηθούν, σε δημοψήφισμα. Το δημοψηφισματικό δίλημμα του ψηφοφόρου απλό και ξεκάθαρο: Ναι ή όχι σε μια πολιτική για την παιδεία (κοινή και από τα τρία κόμματα νομής της εξουσίας) που ακυρώνει μεθοδικά την ιστορική αυτοσυνειδησία και την πολιτιστική ιδιοπροσωπία, έσχατα ερείσματα αυτοσεβασμού, των σημερινών Ελλήνων.

Τα «επικοινωνιακά» τεχνάσματα της υπουργού Παιδείας ή το προπαγανδιστικό μένος των καναλιών και απίστευτου πλήθους δημοσιογράφων δεν φτάνουν σε αυτή την περίπτωση να παραπλανήσουν τον ψηφοφόρο. Τα δεδομένα του δημοψηφισματικού διλήμματος είναι ξεκάθαρα και για τον αφελέστερο πολίτη: Ναι ή όχι στο «Πρόγραμμα Κοινής Ιστορίας» (Joint History Project) που χρηματοδοτείται (και επιβάλλεται στους λαούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης) από την αμερικανική κυβερνητική υπηρεσία US AID μέσω του «Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Ν.Α. Ευρώπη» (βλ. ιστοσελίδα του Center for Democracy and Reconciliation in Southeast Europe). Ναι ή όχι να γράφονται βιβλία Ιστορίας των παιδιών μας κατ’ εντολήν ξένων κέντρων. Ναι ή όχι να καθορίζονται οι στόχοι, το μέλλον, οι προοπτικές της ελληνικής κοινωνίας, τα κριτήρια ιστορικής της αυτεπίγνωσης και πολιτιστικής της ταυτότητας από συντεχνιακή ομάδα, την ίδια με κάθε κυβέρνηση (ανόσιο μείγμα «ανανεωτικής» δήθεν Αριστεράς και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς) που ανεξέλεγκτα επικυριαρχεί στη χώρα ερήμην του λαού.

Το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού είναι το μοιραίο λάθος της κυβερνητικής πολιτικής. Τα «δομημένα ομόλογα» απογοήτευσαν, όμως απλώς ενίσχυσαν το απαξιωτικό αίσθημα του πολίτη για τους επαγγελματίες πολιτικούς. Η πέραν πάσης πολιτικής λογικής «εμφύτευση» της πρώην Δημάρχου Αθηναίων στο υπουργείο Εξωτερικών και μιας κυρίας καυχόμενης από τηλεοράσεως για την αθεΐα της στο υπουργείο Θρησκευμάτων (και Παιδείας) εισπράχθηκαν από πολλούς με συμπόνια για τις εκβιαστικές πιέσεις που δέχεται ο πρωθυπουργός από τον «ξένο παράγοντα».

Αλλά το διαβόητο βιβλίο Ιστορίας είναι η μοιραία πρόκληση: Θίγει την πιο καίρια πτυχή της λαϊκής ευαισθησίας, τη ψυχολογική (παρηγοριάς) καταφυγή του σημερινού χιλιοταπεινωμένου Ελληνα στην Ιστορία. Μόνο από την Ιστορία μπορεί πια να αντλήσει αυτοσεβασμό ο Ελληνας – τα όσα οι κεκράχτες των κομματικών αυτεγκωμίων προπαγανδίζουν σαν σημερινά κατορθώματα μόλις και δικαιολογούνται σε βαλκανική (και μόνο) κλίμακα. Ενώ ο αυτοσεβασμός και η συλλογική αξιοπρέπεια εξακολουθούν να προϋποτίθενται για την άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής, όπως και για το φρόνημα που εγγυάται την άμυνα ή για την κοινωνική συνοχή που εξασφαλίζει τη λειτουργία κοινωνικού κράτους.

Το επίμαχο βιβλίο Ιστορίας αναπότρεπτα μεταβάλλει τις προσεχείς εκλογές σε δημοψήφισμα. Γιατί ξαναθέτει αδυσώπητο το συνδεδεμένο με ντροπιαστικές ιστορικές εμπειρίες ερώτημα: ποιος επιτέλους κυβερνάει αυτόν τον τόπο; Καμιά αντίληψη της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού δεν δικαιολογεί την υπουργό Παιδείας να προσβάλλει τόσο βάναυσα τη νοημοσύνη των πολιτών: Να χαρακτηρίζει «αντιδράσεις μεμονωμένες και ακραίες που υποκρύπτουν πολιτικές σκοπιμότητες, αντιδράσεις των εθνικιστικών λόμπυ», την απόρριψη του βιβλίου από τον Κυπριακό Ελληνισμό, την καίρια επιστημονική αντίδραση της Ακαδημίας Αθηνών, τις εμπεριστατωμένες κριτικές διασημοτήτων της ιστορικής έρευνας και της παιδαγωγικής επιστήμης, το καταιγιστικό κύμα λαϊκής αντίδρασης με άρθρα και επιστολές στον Τύπο, διακηρύξεις σωματείων, συλλόγων, επιστημονικών εταιρειών, πολιτιστικών ιδρυμάτων.

Προσέβαλε με ιταμότητα πολύ μεγάλη μερίδα πληθυσμού η κυβερνητική υπεράσπιση του επονείδιστου βιβλίου. Και τρόμαξε τους οξυδερκείς. Γιατί είναι πραγματικός συγκλονισμός να συνειδητοποιεί ο πολίτης ότι στα καίρια του συλλογικού βίου, όταν πρόκειται για στόχους και προοπτικές του λαϊκού σώματος, δεν λειτουργούν ούτε καν προσχήματα δημοκρατίας. Αποφασίζουν παράγοντες και κέντρα αποφάσεων ανεξέλεγκτα από την πολιτική βούληση του λαού και τα θελήματά τους επιβάλλονται με μηχανισμούς προπαγάνδας κυριολεκτικά παντοδύναμους.

Η συγκεκριμένη συντεχνία (το ανόσιο μείγμα «ανανεωτικής» δήθεν Αριστεράς και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς) δυναστεύει τα πανεπιστήμια, με οποιαδήποτε κυβέρνηση στα τελευταία χρόνια. Ελέγχει ασφυκτικά τον χώρο της δημοσιογραφίας και της τηλεόρασης, κρατικής και ιδιωτικής. Κυριαρχεί εξουσιαστικά στη σχολική εκπαίδευση, στοιχειώδη και μέση – (ακόμα και οι Νηπιαγωγοί βγήκαν να κατηγορήσουν, με κωμική αναίδεια, την ελληνική κοινωνία που αντιδρά στο επίμαχο βιβλίο, επειδή είναι «ακόμη ανέτοιμη να συζητήσει πόσο μάλλον να αφομοιώσει, σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις και επιστημονικούς προβληματισμούς»!!).

Είναι χρέος η επαναληπτική υπενθύμιση: ποιαν ομογνωμία, εκπληκτικά συντονισμένη, εμφανίζει το παρδαλό μείγμα της συντεχνίας που μάχεται σήμερα για «δημοκρατία (sic) και συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη»: Ολοι τους υπέρμαχοι του Σχεδίου Ανάν για την Κύπρο. Ολοι τους θιασώτες ένθερμοι της άνευ όρων ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Υπέρ της «διόρθωσης» των σχολικών βιβλίων Ιστορίας ώστε να μην προκαλούνται οι Τούρκοι. Ολοι τους υπερασπίζουν τα «δίκαια» του κράτους των Σκοπίων και χλευάζουν την ευαισθησία των Ελλήνων για το όνομα «Μακεδονία». Ολοι κομπάζουν πως είναι «απελεύθεροι» από κάθε μεταφυσική αναζήτηση, κάθε αίσθηση πατρίδας και συνέχειας. Αυτοί καθορίζουν την εκπαιδευτική πολιτική του κράτους με χρηματοδότες που αξίζει να τους αναζητήσει κανείς στην ιστοσελίδα του CDRSEE.

Ενα εξαμβλωματικό εγχειρίδιο Ιστορίας υποταγμένο σε προπαγανδιστικές σκοπιμότητες και παιδαγωγικά εξωφρενικό (διαστρέφει τη λειτουργία του λόγου σε υποτιτλισμό εικόνων και συνθηματολογικά παραθέματα). Αυτό προκαθορίζει τις προσεχείς εκλογές ως κρίσιμο για τις ελευθερίες της ελληνικής κοινωνίας δημοψήφισμα. Αν ο πρωθυπουργός αμφιβάλλει για το κοινό αίσθημα και τη λαϊκή οργή, στο χέρι του είναι να συμβουλευτεί έντιμες δημοσκοπήσεις.

Χρήσιμο πάντως να θυμάται ότι σε ανάλογες, περίπου, περιστάσεις ο συνονόματος θείος του καθυστέρησε να διερωτηθεί «ποιος επιτέλους κυβερνάει αυτόν τον τόπο». Και πλήρωσε πολύ ακριβά αυτήν την άργητα ο ίδιος και η χώρα.

--
Υπογράψτε την διαμαρτυρία για την παραχάραξη της Ιστορίας μας!
Ματαιώστε τον επιχειρούμενο αφελληνισμό των παιδιών μας!
ΑΝΤΙΒΑΡΟ

Παρασκευή 6 Απριλίου 2007

Χρῆστος Γιανναρᾶς, «Ἐθνεγερσία, σύγκρουση δύο ὁραμάτων»

Χρῆστος Γιανναρᾶς

Ἐθνεγερσία, σύγκρουση δύο ὁραμάτων

«Ἀσκήσεις κριτικῆς σκέψης» (Ραδιοφωνικὴ ἐκπομπὴ στὸν ΣΚΑΪ, 25-3-2007. Ἀπομαγνητοφώνησις ἐξ ἀκοῆς, ἀπὸ τὸν γράφοντα. [ἡ ἐκπομπὴ σὲ mp3] [Ραδιοφωνικὲς ἐκπομπὲς τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ στὸν ΣΚΑΪ])

Εἶμαι ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς, στὴν ἐκπομπὴ «Ἀσκήσεις κριτικῆς σκέψης». Τὸ θέμα μας σήμερα, «Ἐθνεγερσία, σύγκρουση δύο ὁραμάτων».

Φίλες ἀκροάτριες, φίλοι άκροατές, ὑπάρχει ἕνας σαφῶς ἀντιεπιστημονικός, θὰ ἔλεγα καὶ βάναυσος τρόπος γιὰ νἀ προσεγγίζει κανεὶς τὴν Ἱστορία: Εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον κρίνουμε τὸ ἱστορικὸ παρελθὸν μὲ κριτήρια τοῦ ἱστορικοῦ παρόντος. Δηλαδή, θέλουμε νὰ ἀποτιμήσουμε αὐτὸ ποὺ κάποτε συνέβη, κρίνοντάς το μὲ σημερινὰ κριτήρια, καὶ ἀγνοῶντας τὸν χρόνο ποὺ ἔχει παρεντεθεῖ ἀνάμεσα στὸ τότε καὶ στὸ σήμερα, στὶς ἐξελίξεις ποὺ ἔχουν συμβεῖ, στὴν ἀλλαγὴ νοοτροπίας ποὺ ἔχει συντελεσθεῖ.

Κλασσικὸ παράδειγμα ἑνὸς τέτοιου βιασμοῦ, θὰ ἔλεγα, τῆς Ἱστορίας , εἶναι ἡ ἀντίρρηση ποὺ πάντοτε προκύπτει ὅταν μιλήσεις γιὰ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Τὸ πρῶτο ποὺ θὰ σοῦ ποῦν, «ναί, λὲς γιὰ τὴν ἀρχαία Άθήνα, τὰ ἐπιτεύγματά της, τὴν δημοκρατία, τὴν πολιτική, τὴν τραγωδία, ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ ἀγνοεῖς τὴν δουλεία. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐκπληκτικὰ ἔργα ποὺ σήμερα θαυμάζουμε στὴν ἀρχαία Ἀθήνα, ἔγινα μὲ τὴν βοήθεια, μὲ τὴν ἐργασία δούλων». Λέω ὅτι εἶναι βάναυσος αὐτὸς ὁ τρόπος, γιατὶ ἡ δουλεία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἕνα πανανθρώπινο φαινόμενο. Ἐπὶ αἰῶνες, πολλοὺς αἰῶνες δυστυχῶς, ἡ δουλεία ἦταν κάτι τὸ αὐτονόητο στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Ὅπως καὶ ἡ πορνεία. Μάλιστα ἡ πορνεία ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ εἶναι αὐτονόητη. Σκεφθεῖτε, ὕστερα ἀπὸ χίλια χρόνια ἂς ποῦμε, ἐὰν μᾶς κατηγοροῦν συλλήβδην τὶς σημερινὲς κοινωνίες, ἐπειδὴ ἀνεχόμασταν στὴν πραγματικότητα νὰ πουλᾶνε ἄνθρωποι τὸ κορμί τους, χαρίζοντάς το γιὰ ἡδονή. Λοιπόν, ὅπως δυστυχῶς, τὸ ξαναλέω τρίτη φορά, λειτουργεῖ ἀκόμα ἡ πορνεία, καὶ μάλιστα στὶς μέρες μας μὲ τρόπους ἀποκρουστικούς, κανονικὴ σωματεμπορία, ἐκείνους τοὺς αἰῶνες, τοὺς ἀρχαίους αἰῶνες, πολὺ πρὶν τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ ἡ δουλεία ἦταν κάτι αὐτονόητο. Ἐπιπλέον, θὰ ἔπρεπε νὰ ξέρουμε, ὅσοι ἀποφαινόμαστε μὲ τὸση εὐκολία γιὰ τὴν σημασία τῆς δουλείας στὴν ἀρχαία Ἀθήνα, ὅτι εἰδικὰ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅταν μιλᾶμε γιὰ δουλεία, νὰ μὴν πηγαίνει ὁ νοῦς μας στὴν καλύβα τοῦ μπαρμπα-Θωμᾶ. Οἱ δοῦλοι στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ἦσαν τραπεζίτες, ἦταν δάσκαλοι, εἶχαν μετοχὴ στὸν κοινωνικὸ βίο, ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὴν τιμὴ νὰ εἶναι πολίτες, νὰ μετέχουν κρίσεως καὶ ἀρχῆς, νὰ μετέχουν δυναμικὰ στὴν συγκρότηση τῆς πόλης.

Αὐτὴ ἡ ἐφαρμογὴ κριτηρίων τοῦ παρόντος στὸ παρελθόν, συμβαίνει καὶ μὲ τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς ποὺ γιορτάζουμε σήμερα, τὴν 25η Μαρτίου, δηλαδὴ τὴν Ἐθνεγερσία, ὅπως καθιερώθηκε νὰ τὴν λέμε, τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης τῶν Ἑλλήνων ἐνάντια στοὺς Τούρκους. Πρὶν ἀπὸ κάποιες μέρες, βδομάδες, δὲν θυμᾶμαι καλὰ νὰ σᾶς πῶ, διάβαζα σὲ μιὰ ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα τὸ ἄρθρο ἑνὸς δημοσιογράφου, ὁ ὁποῖος ἤθελε φαίνεται νὰ χτυπήσει -ὄχι «φαίνεται», ἦταν φανερό- ἤθελε νὰ χτυπήσει τὸν Ἀρχιεπίσκοπο. Καὶ αὐτό, μὲ τὸν γνωστὸ μεταπρατικὸ τρόπο, τὴν μεταπρατικὴ νοοτροπία ποὺ ἔχει παγιωθεῖ δυστυχῶς σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ βίου. Δηλαδὴ ἀναπτύσσεται ἕνας ἀντικληρικαλισμὸς καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀντιγραφὴ τοῦ ἀντικληρικαλισμοῦ τῶν δυτικοευρωπαϊκῶν κοινωνιῶν, χωρὶς νὰ κρίνει καὶ νὰ συγκρίνει κανεὶς τὴν διαφορὰ τῶν ἱστορικῶν ἐμπειριῶν, τὴν διαφορὰ τῶν κοινωνικῶν παραστάσεων καὶ δεδομένων στὶς δύο περιπτώσεις. Στὴν Δύση, πράγματι, ὁ θεσμὸς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας, ειδικὰ στοὺς μέσους αἰῶνες, λειτούρησε μὲ ἕναν αὐταρχισμό, μέχρις ὁλοκληρωτισμοῦ, ποὺ ἔχει καταγραφεῖ ἱστορικά, ἔχει κριθεῖ, ἔχει κατακριθεῖ· στὴν Ἀνατολή, εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε δὲν μᾶς ἀρέσει, εἴτε τὸ δεχόμαστε εἴτε τὸ ἀγνοοῦμε, τέτοια φαινόμενα δὲν ὑπῆρξαν. Ὑπῆρξε πράγματι μία ταύτιση τοῦ κλήρου μὲ τὸ λαϊκὸ σῶμα. Μεγάλο θέμα, δὲν θὰ μείνω σ᾿ αὐτό. Τὸ ἀναφέρω συμπτωματικὰ γιὰ νὰ τονίσω αὐτὴν τὴν ξιπασιά, νὰ θέλουμε ὅ,τι συνέβη στὴν Δύση νὰ τὸ μεταφέρουμε ὁπωσδήποτε καὶ στὴν Ἑλλάδα. Λοιπόν, ὁ δημοσιογράφος αὐτὸς ἔγραφε ὅτι, ναί, τὰ βιβλία Ἱστορίας νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἄποψη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὁ ὁποῖος ζήτησε νὰ ὑπάρχει ὅλη ἡ ἀλήθεια ἡ ἱστορικὴ μέσα στὰ βιβλία τοῦ σχολείου. Ἐπομένως, ἔλεγε ὁ δημοσιογράφος, πρέπει νὰ διδάσκονται τὰ παιδιὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία πολέμησε τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821· ὁ Πατριάρχης τὴν ἀφόρισε· ὅτι ὑπήρξε ἕνα κείμενο, ἡ «Πατρικὴ Διδασκαλία», τοῦ Ἀθανασίου Παρίου, ἡ ὁποία παίνευε καὶ ἐξυμνοῦσε σχεδὸν τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, καὶ ἔτσι ἀντιτασσόταν στὸ ἐθνικὸ κίνημα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέκυψε ἡ Ἐπανάσταση καὶ ἡ ἀπελευθέρωση.

Ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ, ὅτι στὸν χῶρο τῆς Ἱστορίας εἶναι πάρα πολὺ εὔκολες οἱ ὑπερβάσεις καὶ πάρα πολὺ εὐόλισθος ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ, ὅπως εἶπα ἀρχικὰ, σὲ βάναυση κακοποίηση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων. Ὄχι συνειδητὴ πάντοτε· αὐτὸ ποὺ συνηθέστερα συμβαίνει εἶναι νὰ ἀποσπᾶμε ἐπὶ μέρους δεδομένα καὶ περιστατικά, καὶ νὰ ἀντλοῦμε μιὰ ἐρμηνευτικὴ πρόταση συνολική, ἡ ὁποία δὲν πατάει γερά, παρὰ μόνο κουτσαίνοντας, πάνω σὲ ἐπιλεγμένα περιστατικά. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ὑπάρξει ἀντικειμενικότητα στὴν Ἱστορία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ μεγαλύτερος μᾶλλον σήμερα φιλόσοφος, ὁ πιὸ γνωστὸς στὴν Ἀμερική, ποὺ μάλιστα ἐμφανίζεται καὶ ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἀριστερᾶς, στὶς Ἠνωμένες Πολιτεῖες, ὁ Ρίτσαρντ Ρώρτυ, ἔχει πεῖ μιὰ φράση ποὺ νομίζω ὅτι εἶναι πολὺ σημαδιακή. Λέει, ὅτι, ἕνας λαὸς γράφει τὴν Ἱστορία του, ὄχι γιὰ νὰ ἀφηγηθεῖ τὸ παρελθόν του, ἀλλὰ γιὰ νὰ συγκροτήσει ταυτότητα, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὸ μέλλον· μὲ τὴν ὁποία θὰ συγκροτήσει τὸ μέλλον του. Ἐπομένως, εἰδικὰ στὴν σχολικὴ διδασκαλία τῆς Ἱστορίας, ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία ὁ στόχος τὸν ὁποῖον θέτει μιὰ κοινωνία γιὰ τὸ παρόν της καὶ γιὰ τὸ μέλλον της.
Ἐπιτρέψτε μου, σὰν παρένθεση, καὶ σὰν ὀδυνηρὴ ἔκρηξη νὰ πῶ, ὅτι ἡ ὅλη κυβερνητικὴ συμπεριφορὰ μὲ τὸ βιβλίο αὐτὸ τῆς 6ης τάξης τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, γιὰ τὸ ὁποῖο τόσα πράγματα εἰπώθηκαν καὶ τόσος θόρυβος ἔγινε, ἡ κυβερνητικὴ συμπεριφορά, θέλω ἁπλῶς νὰ πῶ, ὅτι ἀντιπροσωπεύει μία στάση ἡ ὁποία δὲν ἔχει κανένα ὅραμα γιὰ τὸ μέλλον τῶν Ἑλλήνων, δὲν ἔχει καμμιὰ φιλοδοξία, κανένα στόχο γιὰ τὴν κοινωνία τῶν Ἑλλήνων. Θέλει τοὺς Ἕλληνες ἔτσι πεπαιδευμένους, ὑποτελεῖς καὶ λακέδες στὴν ἐκάστοτε νέα τάξη πραγμάτων, εἰς τὴν ἐκάστοτε ὑπερδύναμη, ὑπηρέτες οἰκονομικῶν προτεραιοτήτων, δίχως αὐτοσυνειδησία, δίχως αἴσθηση πολιτιστικῆς καταγωγῆς, δίχως συνείδηση δυνατοτήτων γιὰ τὸ μέλλον.

Δὲν ἰσχυρίζομαι ὅτι θὰ σᾶς παρουσιάσω σήμερα μιὰ ἀντικειμενικὴ ὁπτικὴ ἱστορική, θὰ σᾶς καταθέσω κάποια δεδομένα, καὶ θὰ συναγάγω ἀπὸ αὐτὰ μιὰ ἐρμηνευτικὴ πρόταση, ἡ ὁποία ἐπαφίεται στὴν κρίση σας καὶ στὴν ἐκτίμησή σας, κατὰ πόσο ἀφορᾶ τὴν ἡμέρα ποὺ σήμερα γιορτάζουμε -ἂν γιορτάζουμε- καὶ λέγεται 25η Μαρτίου.

Θὰ ἔλεγα ὅτι τὰ χρόνια ἐκεῖνα, καὶ εἰδικὰ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου, ὑπῆρξε στὸν ἑλληνικὸ χῶρο μιὰ ἀντιπαλότητα δύο ὁραμάτων. Ὑπῆρχαν μὲ ἄλλα λόγια δύο τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπιζόταν τὸ μέλλον τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ δύο αὐτοὶ τρόποι, τὰ δύο αὐτὰ ὁράματα, εἶχαν συγκεκριμένους φορεῖς. Τὸν ἕνα τρόπο τὸν ἐκπροσωποῦσαν οἱ Φαναριῶτες καὶ τὸ Πατριαρχεῖο. Ἐκεῖ εἶχε συναχθεῖ, ἤδη ἀπὸ τὴν ἄλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ πνευματική, ὅπως λέγανε, ἐν πολλοῖς ὅμως καὶ πολιτικὴ ἠγεσία τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ, ἀναγνωρισμένη ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς Τούρκους -στὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχη ἀναγνώριζε ὁ Σουλτάνος πάντοτε τὴν κεφαλὴ τῶν ὑπόδουλων Ὀρθόδοξων Χριστιανῶν, ἐπομένως αὐτῶν οἱ ὁποῖοι ἦσαν καὶ φορεῖς κυρίως τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτὴ ἡ ὁμάδα λοιπὸν ἡ ἡγετικὴ τῆς Κωνσταντινούπολης εἶχε ἕνα πολὺ συγκεκριμένο ὅραμα γιὰ τὸ μέλλον τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Καὶ τὸ ὅραμα αὐτὸ ἀπέβλεπε, ἦταν τὸ πρῶτο του κριτήριο, στὴν διάσωση ὅλων τῶν Ἑλληνικῶν Ὀρθόδοξων πληθυσμῶν ποὺ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων. Δηλαδή, ἦταν πολὺ ἐπιφυλακτικοὶ οἱ Φαναριῶτες ἀπέναντι στὶς καινούργιες ἰδέες, ποὺ μετὰ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση εἶχαν ἀρχίσει νὰ εἰσέρχονται καὶ στὸν ὑπόδουλο ἑλληνικὸ χῶρο, γιὰ τὴν ἴδρυση ἐθνικοῦ κράτους, ἀστικοῦ κράτους, ὅπως λέγανε οἱ φιλόσοφοι τοῦ Διαφωτισμοῦ, δηλαδὴ ἑνὸς κράτους βασισμένου σὲ ἄλλες προτεραιότητες καὶ ἀξίες ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἰδρύει καὶ συγκροτεῖ ἡ ἱστορικὴ συνείδηση καὶ ἡ πολιτιστικὴ συνέχεια. Σὲ στοιχεῖα, ὅπως ὁρίζονται ἀπὸ τὰ ἐγχειρίδια, τὸ ἔθνος-κράτος στηρίχτηκε στὴν κοινὴ γλῶσσα, σὲ μιὰ κοινὴ παράδοση ἠθῶν καὶ ἐθίμων, μιὰ κοινὴ συνείδηση κάποιας ἱστορικῆς συνέχειας - καὶ ὄχι πάντοτε, διότι ὑπάρχουν πολλὲς περιπτώσεις ἐθνῶν-κρατῶν ποὺ ἀποτελοῦνται ἀπὸ περισσότερες ἐθνότητες καὶ ἀπὸ ποικίλες ἱστορικὲς παραδόσεις.

Ἡ ἐμμονὴ αὐτὴ εἶχε κάποιους ρεαλιστικοὺς λόγους, στοὺς ὁποίους βασιζόταν. Μέσα ἀπὸ τὴν διαδρομὴ τῶν αἰώνων τῆς τουρκοκρατίας, σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, τὸ Ἑλληνικὸ στοιχεῖο εἶχε κατορθώσει νὰ εἶναι πραγματικὰ τὸ κυρίαρχο κοινωνικά. Ἀντίθετα, τὸ μουσουλμανικό, τὸ τουρκικὸ στοιχεῖο, εἶχε ἀπωθηθεῖ, θὰ ἔλεγε κανείς, στὶς παρυφὲς τοῦ κοινωνικοῦ γεγονότος, ἐκτελοῦσε τελείως δευτερεύουσες ὑπηρεσίες καὶ ἀσχολίες, βέβαια ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς πασάδες, τοὺς ἀγάδες σὲ κάθε περιοχή, ποὺ εἶχαν τὴν ἰδιοκτησία καὶ τὸν πλοῦτο. Ὅμως ὁ Ἑλληνισμὸς εἶχε κατορθώσει, παρὰ τὴν ἀπαγόρευση, ἐπὶ μακρὲς περιόδους, τῶν σχολείων, τῆς ἐκπαίδευσης, εἶχε κατορθώσει νὰ πετύχει μιὰ ἄνθηση καὶ οἰκονομικὴ καὶ παιδευτική, ἡ ὁποῖα κυριολεκτικὰ μᾶς ἐκπλήττει. Οἱ Ἕλληνες, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τοὺς αἰῶνες τῆς τουρκοκρατίας, καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν 16ο, 17ο καὶ μετά, ὄργωναν τὴν Μεσόγειο ὡς καραβοκυραῖοι, κρατοῦσαν στὰ χέρια τους τὸ ἐμπόριο τῆς Μεσογείου· οἱ Ἕλληνες ἔμποροι εἶχαν ἀνοιχτεῖ στὶς ἀγορὲς τῆς Εὐρώπης· σήμερα μένουμε κατάπληκτοι ὅταν βλέπουμε τὶ κτήρια ἄφησαν πίσω τους αὐτὲς οἱ Ἑλληνικὲς κοινότητες τῆς Τεργέστης, τῆς Βιέννης, τοῦ Μονάχου, τοῦ Παρισιοῦ, τοῦ Λονδίνου· ὄργωναν καὶ αὐτοὶ τὶς ἀγορὲς τῆς Εὐρώπης, οἱ Καστοριανοὶ γουνέμποροι, οἱ ἔμποροι τῶν Ἀμπελακίων, ἀπὸ ὅλον τὸν χῶρο τῆς Ἑλλάδας ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ ζωτικὴ ἔξοδος.
Καὶ θὰ παρακαλοῦσα τοὺς ἀγαπητοὺς ἀκροατές, τὶς ἀγαπητές ἀκροάτριες, νὰ κάνουν τὴν σύγκριση, αὐτῆς τῆς μετανάστευσης τῶν Ἑλλήνων, τότε, τοὺς αἰῶνες τῆς τουρκοκρατίας, μὲ τὸ μεταναστευτικὸ κῦμα ποὺ ἄρχισε μετὰ τὴν ἴδρυση τοῦ ἐλεύθερου, λεγόμενου, ἑλλαδικοῦ κράτους. Τότε, ὅταν οἱ Ἕλληνες ἦταν φτωχοί, ἀγράμματοι, δοῦλοι, καταπιεσμένοι, μετανάστευαν ἀπὸ θέσεως ἰσχύος· ἦταν οἱ ἄρχοντες ποὺ ὄργωναν τὴν Εὐρώπη, καὶ ἄφησαν πίσω τους, ὡς μεγάλοι εὐεργέτες στὴν τελευταία φάση, ἀλλἀ καὶ πιὸ πρίν, ἄν κρίνει κανεὶς ἀπ᾿ τὶς σχολὲς ποὺ ἴδρυαν σὲ κάθε μέρος τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ, - ἦσαν κυρίαρχοι τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀγορᾶς. Ἐνῶ, ὁ μετανάστης ὁ Ἕλληνας μετὰ τὴν ἴδρυση τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους, φεύγει ὅπως μεταναστεύουν σήμερα λαοὶ ὅπως οἱ Ἀλβανοί, γιὰ νὰ ζήσουν μὲ τὴν ἐργασία τῶν χεριῶν τους, τὴν χειρωνακτική· ἡ ἀποδημία γίνεται ἐξορία, γίνεται ξενιτιά, ποὺ τόσο πικρὰ τὴν ἔχει μελωδήσει καὶ ἰχνογραφήσει ἡ ἑλληνικὴ τέχνη.

Ἔλεγα, λοιπόν, ὅτι σὲ πολλὲς περιοχὲς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ Ἑλληνικοὶ πληθυσμοὶ ἦταν οἱ κοινωνικὰ κυρίαρχοι. Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς κατάκτησης τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τὸ τουρκικὸ στοιχεῖο δὲν εἶχε τόσο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ ἐμπόριο. Οὔτε, θὰ ἔλεγα, γιὰ τὶς κατασκευαστικὲς τέχνες. Στὸ πεδίο αὐτὸ οἱ Ἕλληνες εἶχαν νὰ συναγωνιστοῦν μὲ ἄλλες μειονότητες, ὅπως μὲ τοὺς Ἑβραίους ἢ μὲ τοὺς Ἰταλούς, τοὺς Γενοβέζους καὶ ἄλλους. Πάντως, εἶναι γεγονός, νομίζω, ὅτι τὸ Ἑλληνικὸ στοιχεῖο εἶχε φτάσει οἰκονομικὰ καὶ κοινωνικὰ νὰ εἶναι σὲ πολὺ ὑψηλὴ στάθμη. Μιλᾶμε γιὰ ἑκατομμύρια Ἑλλήνων στὴν Μικρὰ Ἀσία, στὸν Πόντο, στὴν Ἀνατολικὴ Ρωμυλία, στὴν Δυτικὴ Μακεδονία, κ.λπ.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ πληθυσμοὶ ἦταν μέσα στὴν ἔγνοια τῶν Φαναριωτῶν καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἂν ἕνα κομμάτι αὐτοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ξεκινοῦσε μιὰ προσπάθεια νὰ αὐτονομηθεῖ ὡς ἔθνος-κράτος, καταλάβαινε κανεὶς ἀμέσως ὅτι ἡ ἐκδίκηση τῶν Τούρκων θὰ ἦταν ἡ σφαγή, ἡ καταδίωξη, ὁ ἀφανισμὸς ὅλων τῶν ὑπόλοιπων αὐτῶν ἀπέραντων ἐκτάσεων ὅπου κατοικοῦσαν οἱ Ἕλληνες, ἀπὸ πανάρχαιες μῆτρες καταγωγῆς ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ βλέπουμε στὴν ἀρχὴ μιὰ ἀμηχανία ἀπέναντι στὶς καινούργιες ἰδέες ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Δύση -ἀμηχανία τῶν Φαναριωτῶν καὶ τοῦ Πατριαρχείου- καὶ στὴν συνέχεια, πράγματι, μιὰ ἐκφραση ἀποψης καὶ γνώμης, ὅπως αὐτὴ ποὺ ἀποτυπώθηκε στὸ τόσο διαβεβλημένο αὐτὸ κείμενο, «Πατρικὴ Διδασκαλία», γραμμένο ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο Πάριο καὶ ἐκδοθὲν ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο τοῦ Πατριαρχείου, στὸ ὁποῖο λέει ὅτι ἤτανε τύχη, ἦταν ἀγαθὴ συγκυρία γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ὅτι ὑποδουλώθουκε στοὺς Τούρκους καὶ ὄχι στοὺς Φράγκους· διότι ἂν εἶχε ὑποδουλωθεῖ στοὺς Φράγκους, θὰ εἶχε χάσει ἀμέσως καὶ τὸν πολιτισμό του καὶ τὴν ἰδιαιτερότητά του, ἐνῶ χάρις στὸ χαμηλὸ ἐπίπεδο τῶν Τούρκων εἶχε διατηρήσει τὴ συνείδηση τῆς πολιτιστικῆς του ὑπεροχῆς.

[μουσικὸ διάλειμμα]

Ἀγαπητοὶ φίλοι, προσπάθησα νὰ παρουσιάσω στὸ πρῶτο μέρος τῆς ἐκπομπῆς τὸ ἕνα ὅραμα ἀπὸ τὰ δυὸ ποὺ κυριαρχοῦσαν ἀπὸ τὰ δυὸ ποὺ κυριαρχοῦσαν στὴν ἐποχὴ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ '21, τὸ ὅραμα ποὺ ἐκπροσωπήθηκε κυρίως ἀπὸ τοὺς Φαναριῶτες καὶ τὸ Πατριαρχεῖο. Σ᾿ αὐτὸ τὸ ὅραμα, ὁ Ἑλληνισμὸς ἦταν πρωτευόντως μιὰ πραγματικότητα πολιτισμοῦ πέρα ἀπὸ ἐθνοφυλετικὰ σύνορα καὶ ὄχι κατὰ προτεραιότητα ἕνα ἐθνικὸ σύνολο ὅπως σήμερα πιά, ἐκ τῶν ὑστέρων, κατανοοῦμε τὴν ἑλληνικότητα. Σίγουρα, ὁ ἑλληνισμὸς ὡς πολιτιστικὸ γεγονὸς εἶχε καὶ συγκεκριμένη ἐθνοφυλετικὴ καταγωγή, ἀλλά, ὑπῆρχε ἡ αἴσθηση ἀκόμα τότε ζωντανὴ στοὺς κύκλους τοῦ Φαναρίου, καὶ μπορεῖ νὰ τὸ ψηλαφήσει κανεὶς καὶ νὰ τὸ πιστοποιήσει στὰ κείμενα τῶν αἰώνων ἐκείνων, ὅτι ὑπῆρχε μιὰ αἴσθηση ὑπεροχῆς πολιτιστικῆς· μπορεῖ νὰ εἶχε κατακτηθεῖ ὁ Ἑλληνισμός, μπορεῖ νὰ ἦταν σκλάβος, τυραννισμένος, ἔξω ἀπὸ τὰ κέντρα, ἔξω ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, φτωχὸς καὶ βασανισμένος, ἀλλά, μὲ αἰσθηση ἀρχοντικῆς καταγωγῆς, μὲ αἴσθηση πολιτιστικῆς ὑπεροχῆς.

Πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ἡ γλῶσσα ἀκόμα, λειτουργοῦσε ὡς διαβατήριο γιὰ νὰ ταξιδέψεις τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σὲ μιὰ τεράστια περιοχή. Λέει ὁ Ἐλύτης πολὺ ὡραῖα ὅτι, μέχρι καὶ τὸν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶχες γλωσσικὸ διαβατήριο γιὰ νὰ ταξιδέψεις σὲ μιὰ περιοχὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μέχρι τὴν Κάτω Ἰταλία, κι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο μέχρι τὴ Μολδαβία καὶ τὴ Βλαχία ἐπάνω στὸ Δούναβη.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ἦταν ἡ ζωντάνια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, ἡ ὁποία ἦταν ἡ πρωτεύουσα, ἡ κυρίαρχη. Ὁ Ἑλληνισμὸς ἔδωσε σάρκα στὴν παράδοση αὐτή, σάρκα πολιτισμοῦ, μὲ τὴν τέχνη, τὴν ζωγραφική, τὴν μουσική, τὴν τέχνη τῆς δραματουργίας, σεβαστὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐκχριστιανισμένους λαοὺς τῆς Βαλκανικῆς καὶ τῆς Ἐγγὺς καὶ Μέσης Ἀνατολῆς.
Εἶπα προηγουμένως λίγα λόγια καὶ γιὰ τὸ οἰκονομικὸ σφρίγος τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ σκεφθεῖτε καὶ τὰ τεκμήρια ποὺ ἄφησε, σὲ μερικὲς περιοχὲς μέχρι σήμερα, αὐτὸ τὸ οίκονομικὸ σφρίγος, συνδυασμένο μὲ παραγωγὴ πολιτισμοῦ. Σήμερα πρέπει νὰ ἔχουμε ἕνα καὶ δυὸ διδακτορικὰ γιὰ νὰ καταλάβουμε τὶ ἴλιγγο ἀρχιτεκτονικῆς ἀρτιότητας εἶχαν τὰ λαϊκὰ χτίσματα τῆς τουρκοκρατίας· τὶ ἦταν ἡ ζωγραφικὴ ἐκείνων τῶν αἰώνων, ἡ Κρητικὴ σχολὴ στὴν ἁγιογραφία· τὶ ἦταν ἡ ποίηση τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, τὶ ἦταν ἡ μουσικὴ τῶν χορῶν καὶ τῶν πανηγυριῶν· τὶ ἦταν οἱ λαϊκὲς φορεσιές· δὲν ξέρω πόσοι εἶδαν αὐτὴ τὴν ἔκθεση τῶν κεντημάτων ποὺ εἶχε κάνει πέρισυ τὸ Μουσεῖο Μπενάκη, στὸ καινούργιο του κτήριο στὴν ὁδό Πειραιῶς, μὲ κεντήματα τοῦ 16ου καὶ 17ου αἰώνα, ποὺ μένει κανεὶς ἐνεός· αὐτὸς ὁ λαός, ἐπαναλαμβάνω, ὁ τότε ἀγράμματος, καταπιεσμένος, φτωχός, πῶς εἶχε τέτοια αἴσθηση κάλλους, καὶ πῶς ὅλα αὐτὰ κόπηκαν μὲ τὸ μαχαίρι μόλις ἰδρύθηκε τὸ ἑλλαδικὸ κράτος.

Πρέπει κάποτε νὰ συνειδητοποιήσουμε καὶ νὰ βγάλουμε τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς μυθοποίησης, ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς παύει νὰ παράγει πολιτισμό, μὲ τὴν ἴδρυση τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους. Τὸ ἑλλαδικὸ κράτος ἰδρύεται μὲ τὴν πρόθεση νὰ μὴν εἶναι ἑλληνικό, ἀλλὰ νὰ εἶναι μεταπρατικό, νὰ ἀντιγράψει, νὰ κοπιάρει, τὰ «πεφωτισμένα καὶ λελαμπρυσμένα τῆς Ἐσπερίας γένη καὶ ἔθνη». Ὅ,τι φτιάχθηκε καὶ ὅ,τι παρήχθη μέσα στὸ ἑλλαδικὸ κράτος, ἀπὸ τὴν ἴδρυσή του καὶ μετά, εἶναι μίμηση, εἶναι πιθηκισμός. Πολλὲς φορὲς αὐτὴ ἡ μίμηση δίνει ὑψηλὰ ἐπιτεύγματα, ἀλλὰ δὲν εἶναι πρωτογενὴς παραγωγὴ πολιτισμοῦ μὲ σφραγίδα ἰδιαιτερότητας, μὲ ἰδιοπροσωπεία, μὲ μήνυμα καὶ κατάθεση μαρτυρίας αὐτῆς τῆς συνέχειας ποὺ εἶχε ὁ Ἑλληνισμὸς μέσα σὲ τρεισήμισυ χιλιάδες χρόνια.

Ὅλων αὐτῶν δεδομένων - νὰ προσθέσω καὶ ἕνα ἀκόμα, μὴν ξεχνᾶμε τοὺς λόγιους οἱ ὁποῖοι φεύγοντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἀμέσως μετὰ τὴν ἄλωση, γέμισαν τὰ πανεπιστήμια τῆς Ἰταλίας καὶ ἔφεραν ἐκείνη τὴν ἄνθηση ποὺ ὁδήγησε κυρίως στὴν Ἀναγέννηση. Ὑπάρχει μεταφρασμένο ἀπὸ τῆς ἐκδόσεις τοῦ Μορφωτικοῦ Ἰδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης ἕνα θαυμάσιο βιβλίο ἑνός Ἄγγλου, τοῦ Μπάττερφηλντ, «Ἡ καταγωγὴ τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης». Ἐκεῖ, στὸν πρόλογο, θὰ δεῖτε μιὰ λεπτομέρεια ποὺ εἶναι πολὺ χαρακτηριστική: Ὅτι στὴν Ἰταλία, μέχρι καὶ τὸν 18ο αἰώνα, ὅταν ἔφτανε ἕνας Ἕλληνας, ἀπὸ τὶς κατεχόμενες πιὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους περιοχές, λόγιος Ἕλληνας, τὸν ὑποδέχονταν, λέει αὐτὸς ὁ συγγραφέας, περίπου ὅπως ὑποδέχονταν στὴν Ἀμερικὴ τὸν Αϊνστάιν στὴν διάρκεια τοῦ μεσοπολέμου. Πραγματικά, αὐτὸ εἶναι πάρα πολὺ σημαντικὴ εἰκόνα, καὶ νομίζω ὅτι μέσα ἀπὸ τέτοια δεδομένα μπορεῖ νὰ κατανοήσει κανεὶς τὴν ἐμμονὴ τῶν Φαναριωτῶν σ᾿ ἕνα ὅραμα ἔνδοθεν ἄλωσης τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, δηλαδὴ ἑνὸς ἔμμεσου ἐξελληνισμοῦ της.
Δεδομένα ἐπίσης ρεαλιστικὰ γιὰ νὰ πατήσει αὐτὸ τὸ ὅραμα ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ὑψηλὴ Πύλη ἡ λεγόμενη, δηλαδὴ ἡ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἐπὶ αἰῶνες διευθυνόταν καὶ κατευθυνόταν ἀπὸ τοὺς δραγουμάνους τῆς Ὑψηλῆς Πύλης ποὺ ἦσαν ὅλοι Ἕλληνες. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὁ σουλτάνος προσέλαβε Ἕλληνες γιὰ μεταφραστὲς στὶς σχέσεις του μὲ τὶς Εὐρωπαϊκὲς Δυνάμεις. Αὐτοὶ οἱ μεταφραστές, οἱ δραγουμάνοι, ἐξελίχθηκαν σὲ ὑπουργοὶ ἐξωτερικῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Θυμηθεῖτε ἐπίσης τὶς ἑλληνικὲς διοικήσεις ὁλόκληρων περιοχῶν ὅπως ἡ Μολδαβία καὶ ἡ Βλαχία· Ἕλληνες διοικοῦσαν αὐτὲς τὶς περιοχές.

Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα, δὲν ὑπῆρχε βέβαια σαφὴς καὶ διευκρινισμένη πολιτικὴ πρόταση, ὅπως σήμερα θὰ τὴν ἀπαιτοῦσε κανεὶς καὶ θὰ τὴν προγραμμάτιζε· ἀλλὰ ἦταν ἕνα κλίμα· ἡ πρόταση αὐτὴ διαχυνόταν [...πρόβλημα στὸν ἦχο...] ποὺ τὰ ἀνακαλύπτουμε σήμερα καὶ βλέπουμε πόσο ὀξυδερκὴς ἦταν ἡ ὅραση αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.

Τὸ ὅραμα λοιπὸν αὐτό, ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ὅραμα ποὺ γεννιόταν σὲ συγκεκριμένη ὁμάδα λογίων Ἑλλήνων, ἐγκατεστημένων στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη. Ἡ πιὸ χαρακτηριστικὴ καὶ ἡγετικὴ φυσιογνωμία αὐτῆς τῆς ὁμάδας, στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, ἀρχὲς τοῦ 19ου, ἦταν ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς. Εἶχε φύγει ἀπὸ 23 ἐτῶν ἀπὸ τὴ Χίο, πῆγε στὴ Γαλλία, σπούδασε ἐκεῖ γιατρός, μᾶλλον δὲν ἄσκησε ποτὲ τὸ ἰατρικό του ἐπάγγελμα, ἀσχολήθηκε μὲ τὴ φιλολογία, ἔζησε ὅλη του τὴ ζωὴ στὴ Γαλλία, δηλαδή, ποὺ σημαίνει, ἀποκομμένος ἀπὸ τὴ λαϊκὴ πραγματικότητα καὶ πράξη τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Κοραῆς, ὅπως εἶναι γνωστό, θαύμαζε ἀπεριόριστα τὸν δυτικὸ κόσμο, ἔτσι ὅπως ξαναγεννιόταν, ἀναγεννιόταν μᾶλλον, ὕστερα ἀπὸ τοὺς μέσους αἰῶνες τῆς ἔκπτωσης καὶ τῆς παρακμῆς, καὶ θαύμαζε ὁτιδήποτε δυτικό. Θαύμαζε ἀκόμα καὶ τὴν πρόσληψη ποὺ εἶχαν προσπαθήσει νὰ κάνουν οἱ δυτικοὶ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς κληρονομιᾶς στοὺς νεώτερους αἰῶνες. Δυστυχῶς, οὔτε ὁ Κοραῆς, οὔτε ἡ σχολή του, οὔτε καὶ ἄλλοι, προηγούμενοι, προγενέστεροι τοῦ Κοραῆ, λόγιοι Ἕλληνες στὴ Δύση, ἔθεσαν ποτὲ τὸ κριτικὸ ἐρώτημα: ἄν, αὐτὸ ποὺ νόμιζε ὅτι προσλαμβάνει καὶ συνεχίζει ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἡ Δύση, εἶχε κάποια οὐσιώδη σχέση μὲ τὴν Ἑλληνικὴ παράδοση ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ μετά· ἐὰν δηλαδὴ εἶχαν ἕνα δυτικὸ διάβασμα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ οἱ δυτικοί, ἢ ἂν εἶχαν πράγματι ἕνα ἑλληνικό, ἔνδοθεν διάβασμα αὐτῆς τῆς παράδοσης.

Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ τὴν προσωπική ἐκτίμηση, ὅτι εἶχε χωρὶς ἀντίσταση παραδοθεῖ στὴν δυτικὴ προπαγανδιστικὴ αὐτάρκεια, ἡ ὁποία καυχιόταν ὅτι συνεχίζει μὲ τὸν σχολαστικισμὸ ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα, καὶ μετὰ μὲ τὴν Ἀναγέννηση, συνεχίζει αὐτὴ καὶ μόνο τὴν κληρονομιὰ τὴν πολιτιστικὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Τὸ εἶχε τόσο πολὺ ἀποδεχθεῖ αὐτὸ ὁ Κοραῆς, ποὺ πίστευε ὅτι, ἀντιθέτως, οἱ «Γραικοὶ» στὴν κυρίως Ἑλλάδα, στὴν Μικρὰ Ἀσία καὶ ὅπου άλλοῦ, εἶχαν χάσει τὴν ἑλληνικότητά τους, καὶ ὅτι ἂν ποτὲ ἱδρυόταν ἕνα Ἑλληνικὸ κράτος, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκδυτικισθεῖ πλήρως αὐτὸ τὸ κράτος, ὥστε νὰ ἐπαναπροσλάβει ἀπὸ τὴν Δύση τὸν ἑλληνισμὸ ποὺ τὸ ἴδιο εἶχε χάσει, ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες εἶχαν χάσει. Αὐτὴ εἶναι ἡ περίφημη θεωρία τῆς «μετακένωσης» τοῦ Κοραῆ. Σκεφθεῖτε, σκεφθεῖτε σύλληψη, ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔχουν πάψει νὰ εἶναι Ἕλληνες, ὅτι οἱ δυτικοὶ εἶναι περισσότερο Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνες, ἐπομένως ἂν οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες θέλουν νὰ ξαναγίνουν Ἕλληνες, πρέπει πρῶτα νὰ γίνουν ἐντελῶς δυτικοί. Κι ὅμως, αὐτὸ τὸ ὅραμα, πέρασε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, δημιούργησε ρεῦμα σὲ ἀρκετοὺς λογίους - ὄχι κυρίαρχο, παρά, κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ Μανουὴλ Γεδεών, τὴν τρομοκρατία ποὺ ἀσκοῦσε ἤδη αὐτὴ ἡ σχολὴ καὶ τάση, στοὺς λογίους τῆς ἐποχῆς, μὲ τὸ περίφημο περιοδικό της, τὸν «Λόγιο Ἑρμῆ».

Σ᾿ αὐτὴν τὴν τάση ἀντιτάχθηκε καὶ ὁ Ἀθανάσιος Πάριος μὲ τὸ βιβλίο ποὺ ἀνέφερα πρίν. Καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν τάση ἀντιτάχθηκε καὶ τὸ Φανάρι, τὸ Πατριαρχεῖο, ἀρχικά, χωρὶς ποτὲ νὰ ξέρουμε ἐὰν ὁ ἀφορισμὸς τῶν ἐπαναστατῶν τὶς πρῶτες μέρες μετὰ τὴν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης, ἦταν πράγματι ἀπὸ πεποίθηση τῶν Φαναριωτῶν τοῦ Πατριαρχείου, ἤ, ἂν ἦταν μιὰ ἀκόμη φορὰ ὑποχώρηση στὴν τουρκικὴ βία, γιὰ νὰ γλυτώσουν οἱ πληθυσμοὶ οἱ ὁποῖοι ἦταν ἕρμαιο, ἐγκαταλελειμμένοι στὸ μαχαίρι τῶν Τούρκων. Ἐκεῖνο τὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς διασώζει μιὰ ἱστορικὴ πληροφορία, εἶναι ὅτι, ὅταν πιὰ ἔχει ξεσπάσει ἡ τουρκικὴ ἀντίδραση γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση στὴν Πελοπόννησο, καὶ ἐπίκειται πιά, εἶναι φανερὸ ὅτι θὰ πληρώσουν ἀντίποινα οἱ ἑλληνικοὶ πληθυσμοί, τουλάχιστον τῆς Κωνσταντινούπολης, ὁ τότε μέγας δραγουμάνος τῆς Ὑψηλῆς Πύλης Κωνσταντῖνος Μουρούζης ἐπισκέπτεται τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε' καὶ τὸν παρακινεῖ νὰ φύγει, νὰ φύγει, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γλυτώσει, γιατὶ οἱ Τούρκοι ἔχει [ὁ Μουρούζης] πληροφορίες, ὅτι θὰ ἀφήσουν τὸν ὄχλο νὰ τὸν ἐκτελέσει. Καὶ ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε' τοῦ ἀπαντάει: «Ἐλπίζω, αὐτὴ τὴ φορά, νὰ τὸ κάνουν.» Ἐλπίζω, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι, ἂν μὲ σκοτώσουν, τότε ἔχουμε ἐλπίδες νὰ ξεσηκωθοῦν οἱ δυτικὲς κοινωνίες, τὰ ἀνακτοβούλια τῆς Εὐρώπης, οἱ φιλελεύθεροι λόγιοι, καὶ νὰ ὑποστηρίξουν τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση.
Βλέπετε, ἡ Ἱστορία ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ μονότροπη ἀνάγνωση. Κάποιες, ἀσήμαντες φαινομενικά, ἱστορικὲς λεπτομέρειες ἀνατρέπουν ριζικὰ τὴν εἰκόνα ποὺ προσπαθοῦν δεκαετίες τώρα νὰ σχηματίσουν γιὰ τὸν Γρηγόριο τὸν Ε' ὁρισμένοι ἱστοριογράφοι στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, ποὺ νομίζουν ὅτι ἔτσι ὑπηρετοῦν ἀντικειμενικότητα, δῆθεν, ἱστορική.

Ἐπανέρχομαι, λοιπόν, στὸ ὅτι τὸ ὅραμα τῶν Κοραϊστῶν ἦταν ἕνα ἔθνος-κράτος στὰ ὅρια τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδος, ἔτσι ὥστε νὰ ἀναστηθεῖ στὰ μάτια τῶν Εὐρωπαίων κάτι τὸ ὁποῖο τοὺς ἦταν καὶ συμπαθὲς καὶ νοσταλγικό. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐρεθίζει μέχρι σήμερα καὶ δημιουργεῖ ἀντιπαλότητα γιὰ τοὺς Εὐρωπαίους, δὲν εἶναι ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα βέβαια, τὴν ὁποία ἔχουν σπεύσει νὰ οἰκειοποιηθοῦν καὶ νὰ καπηλευθοῦν -ἄλλο μεγάλο θέμα ποὺ θὰ ἔπρεπε κάποτε νὰ ἐξετασθεῖ-, εἶναι τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, εἶναι ἡ μεσαιωνικὴ περίοδος τοῦ Χριστιανισμοῦ, αὐτὸς ὁ ἰλιγγιώδης πολιτισμὸς ποὺ συνεχίστηκε κάτω ἀπὸ τὴν ὀνομασία τῆς Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπομένως, οἱ πληθυσμοὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τοῦ Πόντου, τῆς Κύπρου, δὲν ἐνδιέφεραν τοὺς Κοραϊστές· τοὺς ἐνδιέφερε ἡ κυρίως Ἑλλάδα, ἡ γεωγραφικὴ περιοχὴ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας. Καὶ φάνηκε ἀμέσως μετά, ὅταν μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια, οἱ Κοραϊστὲς κλήθηκαν ἀπὸ τοὺς Βαυαροὺς νὰ ὁργανώσουν τὸ νέο κράτος σὲ κράτος εύρωπαϊκό, καὶ ἐπάνδρωσαν, στελέχωσαν ὅλες τὶς θέσεις τὶς διοικητικὲς τῆς ἐποχῆς, τότε, ἀμέσως πρωτεύουσα ἔγινε ἡ Ἀθήνα, τότε ἐπεβλήθη κρατικὰ ἡ καθαρεύουσα, πλαστὴ γλῶσσα ποὺ εἶχε φτιάξει ὁ Κοραῆς ἀπὸ τὸ Παρίσι, γιὰ νὰ καθαρεύουν οἱ Ἕλληνες, νὰ ἀποβάλουν τὰ βαρβαρικὰ στοιχεῖα ποὺ εἶχαν εἰσχωρήσει στὴν γλῶσσα τους, καὶ ὁ κοραϊσμὸς νὰ ἐπιβληθεῖ ὡς κυρίαρχη ἰδεολογία στὸ ἑλλαδικὸ κράτος, σχεδὸν μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Τὸ ὅραμα ἦταν ἕνα μεταπρατικὸ κράτος, τὸ ὅραμα ἦταν ὁ μιμητισμός, μιὰ κοινωνία ἡ ὁποία παύει νὰ παράγει πολιτισμό, τὸ ὅραμα ἦταν τελικὰ καὶ ἡ πολιτικὴ ἀλλοτρίωση. Μὴν ξεχνᾶμε, εἶναι σημαδιακὰ αὐτὰ τὰ γεγονότα, πὼς τὰ πρῶτα πολιτικὰ κόμματα ποὺ δημιουργήθηκαν στὴν Ἑλλάδα εἶχαν ἂν θέλετε ἀπὸ μιὰ ἄποψη τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὸ θάρρος νὰ ὀνομάζονται ὡς αὐτὰ ποὺ ἦσαν, δηλαδὴ τὸ Ἀγγλικόν, τὸ Γαλλικὸν καὶ τὸ Ρωσσικόν. Μετά, μὲ πιὸ ἐπιδέξιες μεθόδους, καλύφθηκαν κάτω ἀπὸ ἄλλες προμετωπίδες, ὅπως καλύπτονται μέχρι σήμερα· γιατὶ καὶ σήμερα νομίζω θὰ ἦταν πολὺ πραγματικότερο, ἐὰν δημιουργοῦντο δύο κόμματα σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, καὶ εὐθαρσῶς ὀνομάζονταν, τὸ ἕνα, τὸ Ἀμερικανικόν, καὶ τὸ ἄλλο, τὸ Εὐρωπαϊκὸν ἢ Ἑλληνοκεντρικόν.

Λέω, λοιπόν, ὅτι ἡ σύγκρουση αὐτῶν τῶν δύο ὁραμάτων ἀπέβη τελικὰ ὄχι εἰς ὄφελος, κανενὸς θὰ ἔλεγα. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὅμως εἶναι δεδομένο, εἶναι ὅτι τὸ ὅραμα τῶν Φαναριωτῶν ἐξαφανίστηκε, συνετρίβη. Διατηρήθηκε γιὰ κάποιες δεκαετίες τὸ ὅραμα τοῦ ἀλυτρωτικοῦ στόχου τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους· καὶ ὑπηρετήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο, μὲ ἀποτέλεσμα, πράγματι, νὰ διπλασιασθεῖ ὁ γεωγραφικὸς χῶρος τοῦ ἀρχικοῦ κρατιδίου. Ἀλλά, στὴν πραγματικότητα, ὅλος ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τοῦ Πόντου, τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, Μοναστήρι κ.λπ., τῆς Βορείου Ἠπείρου, τῆς Κύπρου, παραδόθηκαν κυριολεκτικὰ στὸν ἀφελληνισμό, στὴν ἐξαφάνιση κάθε ἴχνους ἑλληνικῆς παρουσίας. Ἔτσι ὥστε, θὰ ἔλεγε κανείς, τουλάχιστον ἀπὸ συστολὴ καὶ ἀπὸ ὀδύνη, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν σήμερα δημοσιογράφοι, ἢ δῆθεν ἱστορικοί, οἱ ὁποῖοι νὰ θριαμβολογοῦν γιὰ τὸ ὅτι κατατροπώθηκε τὸ ὅραμα καὶ ἡ φιλοδοξία τῶν Φαναριωτῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ποιός ἐπαληθεύθηκε ἱστορικά; Ποιὰ ἀπὸ τὶς δύο πολιτικὲς ἐρμηνεῖς καὶ προτάσεις ἐπαληθεύθηκε; Εἶναι φανερὸ ὅτι ἐπαληθεύθηκαν οἱ Φαναριῶτες, καὶ ὁ Ἑλληνισμός πράγματι ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὶς πανάρχαιες αὐτὲς κοιτίδες καταγωγῆς του.

Ἀγαπητοὶ φίλοι, ἕνα εἶναι γεγονός· ὅτι ἡ Ἱστορία δὲν γυρίζει πίσω· ἡ Ἰσταμποὺλ δὲν ξαναγίνεται Κωνσταντινούπολη· καὶ τὸ μονοτονικὸ εἶναι πιὰ μιὰ δεδομένη ρήξη στὴ γλωσσικὴ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ. [Σ.σ. Αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε, κύριε καθηγητά!] Τὰ ἱστορικὰ προβλήματα τοῦ παρόντος δὲν εἶναι αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα παραμυθιαζόμαστε καὶ ἀκοῦμε συνεχῶς αὐτὴ τὴν ἀτέλειωτη, φλύαρη προπαγάνδα τῶν κομματικῶν συμφερόντων καὶ τῆς κομματικῆς ἰδιοτέλειας. Τὰ πραγματικὰ ἱστορικὰ προβλήματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὸ παρόν, νομίζω ὅτι εἶναι συνειδητὰ στοὺς περισσότερους. Εἶναι τὸ δημογραφικό, ἡ ἀναπόφευκτη ἱστορικὴ ἐξαφάνιση αὐτοῦ τοῦ Γένους, μέσα ἀπὸ τὴ γήρανσή του. Εἶναι ὁ συγκεντρωτισμός, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ μισὸς πληθυσμὸς τοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου εἶναι συγκεντρωμένος στὴν πρωτεύουσα. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει ἕνα κράτος, ὅταν ὁ μισὸς πληθυσμὸς εἶναι στὴν πρωτεύουσα. Ἡ ἀγλωσσία, ἡ ἀπώλεια πιὰ τῆς ἐκφραστικῆς δυνατότητας τῶν Ἑλλήνων, ἡ συνέχιση δηλαδὴ τοῦ πιὸ στέρεου ἐδάφους ποὺ διασώζει τὴν ἱστορικότητα ἑνὸς λαοῦ, τῆς γλώσσας. Ἡ ἀγλωσσία, ἀπὸ τὴν ἐκπαιδευτικὴ καταστροφὴ ποὺ ἔχει γίνει τὰ τελευταῖα χρόνια, τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὴν Ἑλλάδα, εἶναι ἕνα δεδομένο ἐφιαλτικό. Γιορτάζουμε μιὰ ἱστορικὴ ἐπέτειο καὶ πρέπει κατάματα νὰ βλέπουμε, συγκεκριμένα, τὶς ἱστορικές μας προοπτικὲς καὶ τὴν ἱστορική μας ἀπελπισία.

Ἦταν ἡ ἐκπομπὴ «Ἀσκήσεις κριτικῆς σκέψης», μὲ τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ. Τὸ θέμα σήμερα, 25 Μαρτίου, ἦταν «Ἐθνεγερσία, σύγκρουση δύο ὁραμάτων».

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2006

Ἀναθεώρηση Συντάγματος καὶ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα

Ἰδιωτικά σημαίνει ἀγγλόφωνα πανεπιστήμια, γράφει στην σημερινὴ «Καθημερινὴ» ὁ καθηγητὴς Χρ. Γιανναρᾶς.

Καὶ συμπληρώνει ὅτι ἡ... ΡεMallοποίηση τῆς Παιδείας μας, εἶναι ὁ μόνος, οὐσιαστικῶς, σκοπὸς τῆς προσεχοῦς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος.

Ἐγώ, ἀπὸ αὐτὸ ἐδῶ τὸ βῆμα, γιὰ τὴν προσεχὴ ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, προτείνω, καὶ ὡς Ἕλλην ἀπαιτῶ, τὸ ἐξῆς αὐτονόητο (καὶ σήμερα ὅλως ἀναγκαῖον):

1ον. Νὰ ὁρισθεῖ συνταγματικῶς ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα (στὴν διαχρονία της: ἀρχαία και νεώτερη) ὡς ΕΠΙΣΗΜΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ.
(Σημειωτέον ὅτι σήμερα τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος δὲν ἔχει ἐπίσημη γλῶσσα.)

2ον. Νὰ προβλεφθεῖ συνταγματικῶς ἡ ἀναγκαία μέριμνα προστασίας, φροντίδος καὶ καλλιέργειας τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης.

Ἄς τὸ σκεφθοῦμε καὶ ἄς δράσουμε ἄμεσα!

(Τὴν ἴδια πρόταση, ἀπὸ ὅσο γνωρίζω, ἔχει διατυπώσει καὶ ὁ λεξικογράφος κ. Π. Ἀλεξιάδης, ἀπὸ τὶς στῆλες τῆς ἐφημερίδος «Ἐλεύθερος Τῦπος». Ἐγὼ δὲ, μὲ ἐπιστολὴ μου στὴν «Ἑλληνικὴ Γλωσσικὴ Κληρονομιά», ἐπρότεινα τὸ αὐτό. Πρέπει ὅλοι μας νὰ ἀναλάβουμε τὶς ευθύνες μας. Πιστεύω δὲ, ὅτι ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας καὶ πρώην πρόεδρος τῆς «Ἑλληνικῆς Γλωσσικῆς Κληρονομιᾶς» Κάρολος Παπούλιας, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀξιότιμοι κ. βουλευτές θα δοῦν θετικῶς τὸ ἐθνικό αὐτὸ αἴτημα. )


Ἀκολουθεῖ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἐπιφυλλίδα τοῦ κ. Γιανναρᾶ:

«[...] Ο αντικοινωνικός χαρακτήρας των ιδιωτικών πανεπιστημίων ορίζεται από την υποταγή τους στους νόμους της αγοράς, νόμους προσφοράς και ζήτησης, νόμους των εντυπωσιακών τεχνασμάτων για την άγρα πελατών. Χάνεται τελεσίδικα (αν ισχύσει ο ανταγωνισμός και των κρατικών με τα ιδιωτικά ΑΕΙ) η συνείδηση του κοινωνικού λειτουργήματος. Επιπλέον, χωρίς χάρισμα προφητείας, με μόνη την ορθολογική πρόβλεψη, μπορεί ο κάθε οξυδερκής να είναι από τώρα βέβαιος ότι σε ελάχιστα χρόνια οι περισσότερες σχολές των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα είναι αγγλόφωνες. Οχι από μειωμένο πατριωτισμό ή γιατί το μεθοδεύουν «σκοτεινές δυνάμεις». Αλλά επειδή αυτό επιτάσσουν οι νόμοι της αγοράς. Το πιστοποιούμε και στα πανεπιστημιακά «κολέγια» στην Κύπρο, όπως και στα πιο «σοβαρά» και πετυχημένα ΙΕΚ στην Ελλάδα.

Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι, φανερά, ο μόνος λόγος για την προτεινόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος – οι συνοδευτικές αλλαγές αποτελούν καρυκεύματα. Πρέπει να είναι πανίσχυρη η πίεση που συμφέροντα άνομα ασκούν στους πολιτικούς. Αλλά βολεύονται και οι ίδιοι με το καινοτόμημα, το βλέπουν σαν ελιξήριο που θα αμνηστεύσει την εγκληματική τους ατολμία, τις καταστροφικές παραλείψεις τους. Είκοσι τρία χρόνια τώρα από την επιβολή του διαβόητου νόμου-πλαισίου στα πανεπιστήμια (του πιο «αντιδραστικού», ριζικά αντικοινωνικού και υπηρετικού οργανωμένων συμφερόντων νομοθετήματος) αλλεπάλληλες κυβερνήσεις και μοιραίοι υπουργοί Παιδείας συντήρησαν τον εξευτελισμό και την αχρείωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Δεν τόλμησαν ούτε καν στην κακουργηματική καπηλεία του ακαδημαϊκού ασύλου να αντισταθούν ή την ντροπή της κομματοκρατίας και της ιδεολογικής τρομοκρατίας να αντιπαλέψουν θεσμικά. Δεν διανοήθηκαν αλλαγή στις εξωφρενικές συνθέσεις των εκλεκτορικών σωμάτων, στον μεθοδευμένο αποκλεισμό αξιοκρατικών απαιτήσεων για την ακαδημαϊκή εξέλιξη των διδασκόντων, στη ντροπή του «ενός και υποχρεωτικού συγγράμματος» ως εξεταστέας ύλης.

Tέτοια προκλητικά και σκανδαλώδη συμπτώματα υποβάθμισης και διάλυσης των πανεπιστημίων αν είχε γίνει έστω απόπειρα να διορθωθούν και είχε αποτύχει, θα υπήρχε τουλάχιστον κάποια δικαιολογία για την καταφυγή σήμερα στο ελιξήριο του «ανταγωνισμού». Aλλά απόπειρα δεν έγινε καμιά, γι’ αυτό και η επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση είναι (λυπάμαι για τη λέξη:) αδιάντροπη.

Συμπαίζουν στην Πλεκτάνη Aνάν, υπονομεύουν με σκοπιμότητες τον εξοπλισμό της χώρας, επιμένουν άνευ όρων για την είσοδο της Tουρκίας στην E.E., διαλύουν τα πανεπιστήμια (δηλαδή τη σπουδή και την έρευνα: τις προϋποθέσεις της παραγωγικότητας), παγιώνουν τον αμοραλισμό σαν αυτονόητη συνάρτηση λειτουργίας του κράτους. Ως πού θα φτάσουν; Πότε θα αφυπνιστούν αντανακλαστικά αυτοάμυνας της ελληνικής κοινωνίας;»



Προσθήκη 18-7-2009:
Τὴν συνταγματικὴ ἀνακήρυξι τῆς Ἑλληνικῆς ὡς ἐπισήμου γλώσσης τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, καὶ τὴν συνταγματικὴ πρόνοια γιὰ τὴν καλλιέργειά της, προτείνει μὲ ἀξιέπαινο ζῆλο τὰ τελευταῖα χρόνια ὁ ἀκαδημαϊκὸς Ἀντώνιος Κουνάδης. Παραθέτω σχετικὴ ἐπιστολή του στὸν τύπον.

Επιστολή του ακαδημαϊκού Αντωνίου Κουνάδη, δημοσιευθείσα στην εφημερίδα «Καθημερινή», 7 Ιαν. 2007 ("Γράμματα αναγνωστών")

Συνταγματική αναθεώρηση και ελληνική γλώσσα

Τις τελευταίες δεκαετίες παριστάμεθα μάρτυρες μιας αλματώδους προόδου στις θετικές επιστήμες και την τεχνολογία, με παράλληλη όμως και συνεχώς εντεινόμενη βαθιά κοινωνική κρίση που διέρχεται ολόκληρη η ανθρωπότης. Κρίση θεσμών. Κρίση πνευματικών και ηθικών αξιών. Κρίση παιδείας -με τις αλλεπάλληλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις- για την οποία πολύς λόγος γίνεται τελευταίως στη χώρα μας με την επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, χωρίς ωστόσο καμιά αναφορά στα αίτια που την προκάλεσαν και συνεχίζουν να την υποδαυλίζουν, δηλαδή την έλλειψη ανθρωπιστικής παιδείας, φορέας της οποίας είναι η ελληνική γλώσσα -θεμελιακό στοιχείο της παγκόσμιας διανόησης- αφού αυτή υπήρξε το βασικό όχημα διαδόσεως πολιτισμού σε ολόκληρο τον κόσμο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Ωστόσο, αποτελεί κοινό τόπο ότι η αποκοπή της νεοελληνικής από τις ρίζες της -τα αρχαία ελληνικά, την ανεξάντλητη αυτή πηγή αντλήσεως λέξεων- οδήγησε στη σημερινή αδυναμία εκφράσεως των νέων -και όχι μόνο- οι οποίοι στο καθημερινό λεξιλόγιό τους χρησιμοποιούν λιγότερες από οκτακόσιες λέξεις. Ο Παπαδιαμάντης διδάσκεται πλέον από μετάφραση! Είναι συνήθεις, εξάλλου, οι βαρβαρισμοί, οι σολοικισμοί, η παραμορφωτική εκφορά λόγου που ακούμε ακόμη και σε δελτία ειδήσεων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών. Ένας παλιός στίχος του Σεφέρη περιγράφει την κατάσταση: «Ο Θεός μάς χάρισε μια γλώσσα ζωντανή, εύρωστη, πεισματάρα, χαριτωμένη που αντέχει, μολονότι έχουνε εξαπολύσει όλα τα θεριά να τη φάνε». Και όλα αυτά, διότι δυστυχώς οι έντονες ιστορικές διαμάχες για το γλωσσικό μας ζήτημα, που τόσο εταλάνισαν τη χώρα, φαίνεται ότι δεν μας δίδαξαν το αυτονόητο! Ότι δηλαδή -όπως έγραφε ο σοφός ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος στο βιβλίο του «Παιδεία και Γλώσσα»- οι γλώσσες δεν νομοθετούνται. Η ελληνική γλώσσα από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα -φαινόμενο αδιάσπαστης συνέχειας κατά τον κορυφαίο Ισπανό γλωσσολόγο και ελληνιστή Φρανσίσκο Ρ. Αντράντος- αποτελεί ένα αλληλοσυμπληρούμενο και διαχρονικά εξελισσόμενο με τη δική του δυναμική σύνολο.

Κατόπιν των παραπάνω, είναι άκρως επιβεβλημένο να ληφθούν μέτρα προστασίας της γλώσσας μας από τους εκάστοτε νομοθετούντες, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες, π.χ. Γαλλία, Ρωσία, Ιαπωνία, Κορέα, Κίνα, Ισπανία. Όταν προ εικοσαετίας περίπου επιτροπές από ειδικούς στην Ιαπωνία και την Κορέα ανέλαβαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο εκσυγχρονισμού της παραδοσιακής τους γραφής, εξέδωσαν σύντομα το πόρισμά τους που άρχιζε ως εξής: «Κάτω τα χέρια από την ιστορική μας γραφή! Αναγνωρίζουμε τις δυσχέρειες που έχουν οι νέοι μας στην εκμάθηση των ιδεογραμμάτων, αλλά η προσπάθεια που καταβάλλουν αποτελεί πνευματική άσκηση που οξύνει τον νου. Με αυτήν τη γραφή επιβιώσαμε. Με αυτήν τη γραφή επιτύχαμε το οικονομικό θαύμα της Απω Ανατολής». Στη Ρωσία επιβάλλεται βαρύτατο πρόστιμο σε οποιονδήποτε αντικαταστήσει γράμμα του κυριλλικού αλφαβήτου με αντίστοιχο λατινικό. Στη Γαλλία για θέματα που αφορούν τη γλώσσα ζητείται από την κυβέρνηση η γνώμη της Γαλλικής Ακαδημίας. Κάτι ανάλογο υπήρχε παλαιότερα και στον Οργανισμό της Ακαδημίας Αθηνών.

Είναι ιδιαίτερα ευοίωνο για τη χώρα μας το συνεχώς αυξανόμενο κατά τα τελευταία χρόνια ενδιαφέρον των Ελλήνων πολιτών -ανεξαρτήτως ιδεολογίας και πολιτικών πεποιθήσεων- για την ανάσχεση της φθίνουσας πορείας της γλώσσας μας. Το γλωσσικό ζήτημα που άλλοτε μας δίχαζε, σήμερα μας ενώνει, αφού πολιτειακοί άρχοντες, η Εκκλησία, πρ. πρωθυπουργοί, εκπρόσωποι όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, προσωπικότητες των επιστημών, γραμμάτων και τεχνών, στηρίζουν τις προσπάθειες πολιτιστικών φορέων για την αναβάθμιση της γλωσσικής μας παιδείας. Αποτελεί ευτυχή -αλλά και μοναδική- ευκαιρία η συζητούμενη αναθεώρηση του Συντάγματος για την επί σταθεράς βάσεως προστασία της γλώσσας μας, αυτού του ύψιστου αγαθού για τη συνέχεια, επιβίωση και προοπτική του Γένους.

Αντώνιος Ν. Κουνάδης
ομ. καθηγητής - ακαδημαϊκός
Αθήνα