«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καργάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καργάκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Ἡ ποικίλη δράσις τῶν στοχαστικῶν προσαρμογῶν

Ὁ ἀγαπητὸς LoMak (ὁ ὁποῖος σύν τοῖς ἄλλοις ἀνεβάζει τὶς ἐκπομπὲς τοῦ Νεοκλῆ Σαρρῆ στὸ youtube), μᾶς προσέφερε τὴν περασμένη Τρίτη μιὰ ἐνδιαφέρουσα ὀμιλία τοῦ Σαράντου Καργάκου:


Ὁ συγγραφέας, ἱστορικὸς καὶ φιλόλογος, κ. Σαράντος Καργάκος, παρουσίασε στὶς 2-11-2009, στὸ βιβλιοπωλεῖο «Αἰγηίς», τὰ βιβλία του «Λιβύη: Ἀναζητώντας τὸ χαμένο «σίλφιο» στὴν ἑλληνικὴ Κυρήνη» καὶ «Κ.Π. Καβάφης: Ἡ νεώτερη αιγυπτιακή σφίγγα».

Συναρπαστικός, ὅπως πάντοτε. Γιὰ τὴν «Λιβύη» δὲν θὰ πῶ πολλά, παρὰ μόνον ὅτι ἀποδεικνύεται ὁ Σαράντος Καργάκος καὶ σπουδαῖος ταξιδιωτικὸς συγγραφεύς. Εἶχα ἀναφερθεῖ πρὸ καιροῦ στὸ βιβλίο του «Οἱ Πέρσες κι ἐμεῖς».

Ἀκούγοντας ὅμως τὴν παρουσίασι τοῦ βιβλίου γιὰ τὸν Καβάφη, καὶ διαβάζοντας στὸ Δίκτυο τὸ κείμενο τοῦ ὀπισθοφύλλου, ἐξεπλάγην.
(Σαράντος Ι. Καργάκος, «Κ.Π. Καβάφης: Ἡ νεώτερη αἰγυπτιακὴ σφίγγα», Ἀρμός, 2009, ISBN 978-960-527-538-9.
«Δὲν μένω στὸ ὅτι ὁ Καβάφης ἦταν ἕνα ἄτομο προβληματικό. Ὑποστηρίζω ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν -καὶ εἶναι- ἕνα ἀπέραντο πρόβλημα, ἕνα τεράστιο σὰν τὴ Σφίγγα ἐρωτηματικό, ποὺ κι ἂν νομίσεις πὼς ἔχεις ἀπαντήσει, ἤδη σοῦ ἔχει δημιουργήσει ἄπειρα ἄλλα ἐρωτηματικά. Ἕνα παράδειγμα: στὴν ἰδιορρυθμία τῆς προσωπικῆς του συμπεριφορᾶς καὶ στὴν ἰδιόρρυθμη ἐρωτογραφία του, τί νόημα μπορεῖ νὰ εἶχε ἡ πολιτική ἐρωτοτροπία του -στὸ μέτρο ποὺ εἶναι ἀληθινὴ- μὲ τὸν φασισμό: Ἦταν πίστη ὴ «βίτσιο» παροδικό;»)

Ἀγόρασα σήμερα (ἐχθές) τὸ βιβλίο καί, κατ᾿ ἀρχήν, ἐθαύμασα γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸ εὔρος καὶ τὸ βάθος τῆς μορφώσεως τοῦ ἀξίου αὐτοῦ δασκάλου, τοῦ Σαράντου Καργάκου. Ὁ Καβάφης εἶναι ἕνα μόνον ἀπὸ τὰ τόσα θέματα ποὺ ἔχει μελετήσει ὁ συγγραφεύς, καὶ ἡ μελέτη του, ὅμως, πολύχρονη καὶ ἐπίμονη, εἶναι ἐξαντλητική.

Τὸ βιβλίο ἐξετάζει τὴν προσωπικότητα τοῦ Καβάφη ὅσον ἀφορᾷ στὴν πολιτικὴ (πολιτικὸς ἢ ἀπολιτικός; ), στὴν θρησκεία (ἀρχαιολάτρης ἢ χριστιανός; πιστὸς ἢ ἄθεος; μεταφυσικός, μυστικιστὴς ἢ ὀρθολογιστής; ), τὴν ἑλληνικότητα (ἑλληνοκεντρικὸς ἢ κοσμοπολίτης; καὶ πῶς ἀκριβῶς; -«ἑλληνικός», λέγει ὁ ἴδιος, καὶ ἀναλύεται αὐτὸ ἀπὸ τὸν συγγραφέα), τὸν ἐρωτισμό καὶ τὴν πρακτικὴ ἢ νοητὴ ὁμοφυλοφιλία, τὰ πάθη καὶ τὴν φιλοδοξία τοῦ ποιητοῦ· ἐξετάζεται δὲ ἡ ἀντιμετώπισίς του ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ καὶ ξένη κριτικὴ στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἐπισημαίνονται δὲ οἱ παραναγνώσεις του καὶ ἡ γιὰ ἰδεολογικοὺς λόγους πολεμικὴ ἐναντίον του ἢ ἡ διαστρέβλωσις καὶ χρησιμοποίησίς του ἀπὸ πολλοὺς (δημοτικιστές, ἀριστερά) [1]

Τὸ περὶ φασισμοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον κάνει νύξιν καὶ στὴν ὀμιλία του ὁ συγγραφεύς, εἶναι ἕνα μόνον καὶ ὄχι τὸ σημαντικότερον ἀπὸ τὰ πολλὰ θέματα τοῦ «αἰνίγματος Καβάφη» ποὺ θίγονται στὸ βιβλίο. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἐμεῖς εἴμεθα σκανδαλοθηρικὸν ἱστολόγιον καὶ πρέπει νὰ κεντρίσωμεν τὸν ἀναγνώστην, παρουσιάζωμεν τὸ ἐπίμαχον δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδος «Σκρίπ», 26-4-1928, σελ. 2, κάτω ἀριστερά

[Σημ. 22-2-2010: Φάρσα τῆς ἐποχῆς, ὅπως φαίνεται, καὶ ὅπως μοῦ ἐπισημάνθηκε, πιθανὸς τινὸς ἐκ τοῦ κύκλου τῶν λογίων τῆς Ἀλεξάνδρειας -βλ. διάψευσι στὴν ἐφημερίδα «Ταχυδρόμος» τῆς Ἀλεξάνδρειας, 1-5-1928]:
«Ἐκδηλώσεις ὑπὲρ τοῦ φασισμοῦ
Τηλεγραφήματα καὶ ἐπιστολαὶ πρὸς τὸν κ. Ὑψηλάντη
Ἐξ Ἀλεξανδρείας
Πρὸς τὸν Ἀρχηγὸν τῆς Ἑνώσεως τῶν Ἑλλήνων Φασιστῶν ἀπεστάλη ἐξ Ἀλεξανδρείας ἡ κατωτέρω ἐπιστολή:
Ἔντιμε καὶ ἔνδοξε Ἀρχηγέ,
Πλήρεις εὐφροσύνης καὶ ἀγαλλιάσεως διὰ τὴν ὑφ᾿ ἡμῶν ἀνάληψιν τῆς ἀρχηγίας τοῦ Φασιστικοῦ ἀγῶνος διαδηλοῦμεν τὴν ἀπεριόριστον ἀφοσίωσίν μας εἰς τὰ Ἰδεώδη τοῦ Φασισμοῦ καὶ ἀπεκδεχόμεθα παρ᾿ ὑμῶν τὴν πραγμάτωσιν ἱερῶν σκοπῶν, ἀναστήλωσιν γοήτρου Ἑλληνικοῦ ὀνόματος, ἀποκατάστασιν ἱερῶν καὶ αἰωνίων θεσμῶν, ἐκρίζωσιν ψυχοφθόρων καὶ ἐθνοφθόρων τάσεων μαλλιαρισμοῦ, κομμουνισμοῦ, δημοκρατισμοῦ.
Παρακαλοῦμεν ὅπως μᾶς δεχθῆτε ὑπὸ τὴν ἀμίαντον σημαίαν σας.
Ἡ φασιστικὴ ὁμάς
Σωκ. Λαγουδάκης, Βασ. Ἀθανασόπουλος, Κ. Καβάφης, Γ. Πετρίδης, Σ. Γιαννακάκης, Ν. Καρδάρης, Μ. Ἀνταῖος, Γιάγκος Περίδης.
(Ἕπονται καὶ ἄλλαι ὑπογραφαί)»

Ὁ Καργάκος -δὲν ἔχει υπ᾿ ὅψιν τὴν διάψευσι- συνιστᾷ, ὀρθῶς, νὰ μὴν σταθοῦν σὲ αὐτὸ οἱ ἀναγνῶστες, διότι θὰ παρανοήσουν τὸν ποιητή. Ἡ ἐρωτοτροπία του μὲ τὸν φασισμὸ ἦταν κάτι παροδικό, σημειώνει, καὶ γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ μεσοπολέμου ὄχι περίεργο. Πολλοὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι συνεκινήθησαν εἴτε ἀπὸ τὸν φασισμό εἴτε ἀπὸ τὸν κομμουνισμό. [2] Ἐπιπλέον, ὁ Καβάφης οὐδέποτε ἔβαλε ὁποιαδήποτε ἰδεολογία (ἀντιθέτως ἀπὸ ὅ,τι ὁ Ρίτσος π.χ.) ἢ ὁποιαδήποτε ἐξουσία ἐπάνω ἀπὸ τὴν ποίησι.

Ὅπως σημειώνει ὁ Καργάκος, ὁ Καβάφης «πρέπει νὰ εἶχε μελετήσει τὶς θεωρίες τοῦ Νίτσε, ἔστω καὶ ἐγκυκλοπαιδικῶς, πρέπει νὰ εἶχε ὑπόψη του τὶς ἀπόψεις ποὺ διατύπωνε στὰ Ἀλεξανδρινὰ περιοδικὰ «Νέα Ζωὴ» καὶ «Γράμματα» ὁ Γεώργιος Σκληρός», ὅμως εἶναι καταδικαστικὸς γιὰ τὸν νιτσεϊσμό, ἀπαξιεῖ δὲ νὰ ἀσχοληθῇ κἂν μὲ τὸν κομμουνισμό. Σὲ ἕνα δὲ σημείωμά του ἀποδοκιμάζει τὶς «νέες φιλοσοφικὲς ἰδέες τοῦ σωστοῦ τῆς ὑπερισχύσεως τοῦ δυνατοῦ». (Ἀντιθέτως ἀπὸ τὸν ἐνθέρμως νιτσεϊκό, τὴν ἴδια ἐποχή, Νίκο Καζαντζάκη. Σημειώνω δὲ τὴν στέρεη, μαθηματικὴ θὰ ἔλεγα, λογικὴ καὶ ὄχι ψευτοσυναισθηματική, ἐπιχειρηματολογία τοῦ Καβάφη στὸ ἐν λόγῳ σημείωμα.) Σημειώνει ὁ Καργάκος (σελ. 37): «Εἶναι σαφὴς ὁ ὑπαινιγμὸς γιὰ τον νιτσεϊκὸ ὑπερανθρωπισμό. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ἀπόρριψη καὶ τῶν φασιστικῶν ἰδεῶν, ὅπως τουλάχιστον ἐκφράζονταν διὰ τοῦ Μαρινέττι.»

«Μεταξὺ τῶν πολλῶν συναντήσεων ποὺ εἶχε στὴ ζωή του ὁ Καβάφης πρέπει νὰ συγκαταλεχθεῖ καὶ ὁ Μαρινέττι. «Ὅταν ὁ τελευταῖος ἀποκάλεσε τὸν Καβάφη φουτουριστή, ἐκεῖνος διαφώνησε, ἀλλὰ ὁ Μαρινέττι ἐπέμεινε: «Ὅποιος προηγεῖται τῆς ἐποχῆς του στὴν τέχνη ἢ τὴ ζωὴ εἶναι φουτουριστής»» (Στὸ «...What these Ithaces mean. - ἢ ...ἡ Ἰθάκες τὶ σημαίνουν. - Ἀναγνώσεις στὸν Καβάφη», Ε.Λ.Ι.Α., Ἀθήνα 2002, σελ. 41)» (Καργάκος, σελ. 48) (Σημ. δική μου: Ἄλλωστε, «Ὁ Καβάφης εἶναι ποιητὴς ὑπερμοντέρνος, ποιητὴς τῶν μελλουσῶν γενναιῶν», ὑπαγόρευσε ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὸ 1930, κριτικὴ ἡ ὁποία ἐδημοσιεύθη σὲ γαλλικὸ περιοδικό.)

Κλείνουμε τὸ θέμα αὐτό. Πολλὰ καὶ πολὺ ἐνδιαφέροντα γιὰ τὸν μεγάλο ποιητὴ μπορεῖ νὰ διαβάσῃ κανεὶς στὸ βιβλίο. Δράττομαι ὅμως τῆς εὐκαιρίας νὰ σημειώσω τὸ ἐξῆς. Στὸ παρὸν ἱστολόγιο, καὶ ἀλλοῦ, ἀρκετὰ χρόνια τώρα, συνοδεύω τὸ προφίλ μου μὲ τὸν περίφημον στίχον:

«Ὑπῆρξεν ἔτι τὸ ἄριστον ἐκεῖνο, Ἑλληνικὸς - ἰδιότητα δὲν ἔχ᾿ ἡ ἀνθρωπότης τιμιοτέραν· εἰς τοὺς θεοὺς εὐρίσκονται τὰ πέραν.»
(Κ.Π. Καβάφης, «Ἐπιτύμβιον Ἀντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνῆς»)

Προσφάτως, στὶς στῆλες τῆς «Καθημερινῆς» γίναμε μάρτυρες ἑνὸς θλιβεροῦ φαινομένου. Νὰ βλέπουμε τὸν Παντελῆ Μπουκάλα («Οι ποιητικοί αφορισμοί σαν Νόμοι της Ιστορίας», 14-2-2010) νὰ πασχίζῃ νὰ ἀποδυναμώσῃ τὸν στίχο αὐτόν, ὁ ὁποῖος, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ Π.Μ., «ἀπὸ παλιὰ» τοῦ προκαλοῦσε «ἀμηχανία»! Διότι εἶναι ὁ στίχος πολὺ «ἀπόλυτος», πολὺ ἐθνικιστικὸς βρὲ ἀδερφέ!

Τὸ φαινόμενο εἶναι τραγελαφικόν -καὶ νοσηρόν. Θυμᾶστε ὅλοι τὴν ψυχοπαθολογικὴ περίπτωσι τοῦ Ἄκη Γαβριηλίδη μὲ τὸ «Ἡ ἀθεράπευτη νεκροφιλία τοῦ ριζοσπαστικοῦ πατριωτισμοῦ: Ρίτσος - Ἐλύτης - Θεοδωράκης - Σβορῶνος». Ἢ παλαιότερα τὸν Τάκη Καγιαλῆ μὲ τὸν «ἀντιδραστικὸ μοντερνισμὸ» τοῦ Νίκου Ἐγγονόπουλου. Ὁ Παντελῆς Μπουκάλας διεκδικεῖ πλέον ἐπαξίως θέσιν στὴν χορεία τῶν συμπλεγματικῶν ἑλληνόφοβων...

Τὶ βρῆκε νὰ πῇ ὁ ἄνθρωπος... Εἶναι, λέει, ταφικὸ ἐπίγραμμα ὁ στίχος, ἄρα ὑπερβολικός, εἶναι, λέει, φανταστικὸ πρόσωπο ὁ συγκεκριμένος Ἀντίοχος, καὶ μᾶλλον βάρβαρος... Μά, ἄνθρωπε μου, ὑπερβολὴ εἶναι τὸ ὅτι ὁ ὁποιοσδήποτε βάρβαρος ἢ ἄλλος κενόδοξος μπορεῖ νὰ εἶναι «ἑλληνικός», ὄχι τὸ ὅτι τὸ ἑλληνικόν, αὐτὸν τοῦτον, εἶναι τὸ ὕψιστον παρ᾿ ἀνθρώποις, ὥστε ὅλοι, Ἕλληνες καὶ βάρβαροι, ἄξιοι καὶ ἀνάξιοι νὰ τὸ ἐπικαλοῦνται! Λὲς καὶ ὅταν ὁ «ἡγεμὼν ἐκ δυτικῆς Λιβύης», βάρβαρος καὶ κούφιος ὥν, παριστάνει ἀναξίως τὸν Ἕλληνα, αὐτὸ μειώνει τὸν ἑλληνισμό, καὶ ὄχι τὸν κούφιο ἑλληνίζοντα!

Λοιπόν, δὲν ξέρω ἀπὸ τὶ σύμπλεγμα μειονεξίας κατατρύχεται ὁ Παντελῆς Μπουκάλας ὥστε νὰ τοῦ φέρνει «ἀμηχανία» ὁ στίχος τοῦ Καβάφη, ὁ ἴδιος ὁ Καβάφης, πάντως, ὄχι μόνον ἀμηχανία δὲν αἰσθανόταν, ἀλλὰ τὸ 1930 ἐδήλωσε σὲ ἕναν Ἀθηναῖο δημοσιογράφο: «Ἐὰν τοῦ λόγου σας μὲ πάρετε καὶ διὰ σοβινιστήν, τόσο τὸ καλύτερον. Καὶ ἂν μὲ γράψετε ὡς τοιοῦτον (δηλ. σοβινιστή), δὲν θὰ μὲ κακοφανεῖ.» [3] Τὸ ἴδιο θὰ ἐδήλωνε, ὑποθέτω, καὶ στὸν κ. Μπουκάλα. Τὸ μόνον ποὺ θὰ ἀπεχθανόταν θὰ ἦταν νὰ πασχίζῃ ὁ τελευταῖος νὰ τὸν παρουσιάσῃ ὡς «προοδευτικό» «ἀντιρατσιστή».

Σημειώσεις:

[1] Καργάκος, σελ. 256:
«Τὸ 2002 ὁ Ῥένος Ἀποστολίδης καὶ οἱ γιοί του Ἥρκος καὶ Στάντης ἔθεσαν σὲ κυκλοφορία μιὰ νέα ἔκδοση τῶν δημοσιευμένων ποιημάτων τοῦ Καβάφη, μὲ ἄφθονη καὶ ἀξιολογημένη βιβλιογραφία, μὲ ἄφθονα σχόλια, [...] καὶ μιὰ εἰσαγωγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποσπῶ τὴν ἀκόλουθη περικοπή, διότι συμφωνεῖ μὲ τὸ βαθύτερο credo, ποὺ εἶχα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ὅπου ἐδέσποζε ὁ λόγος τοῦ Τσίρκα στὴν ἀριστερὴ διανόηση:
«Γιὰ πολλὰ χρόνια ἡ καβαφικὴ Ἔρευνα στοίχειωσε ἀπὸ τὴ λυσσαλέα (στὰ ὅρια τῆς γραφικότητας!) διένεξη δύο Αἰγυπτιωτῶν [Σημ. Σ.Ι.Κ.: Τίμου Μαλάνου - Στρατῆ Τσίρκα], ποὺ νεαροὶ γνωρίσαν μεγάλον ἤδη τὸν Καβάφη, μαγνητισμένοι ὅπως τὰ ἐφήμερα φτερωτὰ μυρμήγκια γύρω ἀπὸ τὴ λάμπα τοῦ γραφείου κάθε «ἀναγνωρισμένου», κ᾿ ὕστερα μιὰ ζωὴ ἀξίωναν πὼς κατεῖχαν ἀπὸ πρῶτο χέρι, αὐτοὶ μόνον, τὰ μυστικὰ τοῦ γέρου τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ὁ ἕνας, ὕπουλος ἐπικριτής του ἐν ζωῇ, κ᾿ ὑστερόβουλος «ἀπολογητής» του μετὰ θάνατον, ἑστίασε τὸ φακὸ στὸν ἰδιότυπο ἐρωτισμό του, καὶ σὰν νέος Φρόυντ ἑρμήνευσε σύμπασα τὴν καβαφικὴ δημιουργία ὡς συγκεκαλυμμένη ἔκφραση μιᾶς καταπιεσμένης libido. Ὁ ἄλλος, συνοδοιπόρος τῆς Ἀριστερᾶς, ἐπινόησε μιὰ ἀνύπαρκτη πολιτικὴ ἰδεολογία τοῦ Καβάφη κι ἀνέλυσε τὸ ἔργο του ὡς δῆθεν συμβολικὸ ἀνένδοτων κοινωνικῶν ἀγώνων, ἀποπειρώμενος νὰ παράσχῃ ὀψίμως ὑπηρεσίες καὶ πρὸς τὴν παράταξή του, ποὺ ἀδυνατοῦσε ὡς τότε νὰ ἐναγκαλισθῆ τὸν μονήρη ἐστὲτ καὶ δοσμένον ἀποκλειστικὰ στὰ προσωπικά του πάθη ποιητῆ.»
(«Κ.Π. Καβάφης, Ἄπαντα τὰ δημοσιευμένα ποιήματα», σχόλια Ῥένου, Ἥρκου καὶ Στὰντη Ἀποστολίδη, ἐκδ. «Τὰ Νέα Ἑλληνικά», Ἀθήνα 2002, σελ. XIX.)»

[2] Δικαίως, σημειώνω ἐγώ. Καὶ δὲν πρέπει νὰ κάνουμε ἐτεροχρονισμούς. Ἀλίμονο ἐὰν ἀνθρωποι πνευματικοί, εὐφυεῖς, εὐαίσθητοι καὶ ὑψηλόφρονες, δὲν συγκινοῦνται ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε νέα ἐπαναστατικὴ ἰδέα ποὺ ἀντιτίθεται στὸν σάπιο ἀστικὸ ὑλισμό. Κάθε πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐπαναστάτης. Δέχομαι ὅμως καὶ αὐτὸν ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἀπορρίπτει τὴν ἐπιφανειακότητα καὶ τὸ ψεῦδος τῆς συμβατικῆς ζωῆς, ἀπορρίπτει ὅμως καὶ τὴν ἐπιφανειακότητα καὶ τὸ ψεῦδος τῶν ὑποτιθεμένων ἐπαναστάσεων καὶ γίνεται τελικῶς ἀντεπαναστάτης ἀπὸ ἐπαναστατικότητα· ἡ ἐπαναστατικότης τοῦ συντηρητισμοῦ. Ἔτσι, καὶ ἕνας ἀστὸς ὑπερασπιστὴς τοῦ κατεστημένου, μπορεῖ νὰ διακρίνεται ἀπὸ πνευματικὴ τόλμη. «Ἀξία ἔχει ὄχι τὸ τί πιστεύεις, ἀλλὰ τὸ πῶς πιστεύεις ὁτιδήποτε πιστεύεις», συμβούλευσε κάποτε τοὺς νέους ὁ Ἰωάννης Συκουτρῆς.

[3] Καργάκος, σελ. 209:
«Ὁ Καβάφης [...] δὲν εἶχε μέσα του τίποτα τὸ ἡρωικὸ, ἐνῶ ποθοῦσε τὸν ἡρωισμό. (Ὁ Καβάφης -κι αὐτὸ εἶναι ἔντονα φανερὸ στὴ μὴ ἡδονιστικὴ ποίησή του- τρέφει βαθύτατο θαυμασμὸ πρὸς τοὺς «ἥρωες τῆς αὐταπάρνησης», ὅπως τοὺς λέει ὁ Νίτσε. Ὄχι ὅμως πρὸς τὴ σκληρότητα.) Ἦταν ἕνας Σιδώνιος νέος, γενναῖος μόνο γιὰ γράμματα καὶ ἡδονή. [...] Ὡστόσο, ἡ ψυχή του εἶναι ὄχι μὲ τὸν Σιδώνιο νέο, ἀλλὰ μὲ τὸν Αἰσχύλο. Τὸ 1930 αὐτὸς ὁ δῆθεν κοσμοπολίτης ἔκανε μιὰ δήλωση σ᾿ ἕναν Ἀθηναῖο δημοσιογράφο, ἡ ὁποία πρέπει κάποτε νὰ μᾶς ἀπασχολήσει: «Ἐὰν τοῦ λόγου σας μὲ πάρετε καὶ διὰ σοβινιστήν, τόσο τὸ καλύτερον. Καὶ ἂν μὲ γράψετε ὡς τοιοῦτον (δηλ. σοβινιστή), δὲν θὰ μὲ κακοφανεῖ.» (Μαν. Γιαλουράκης, «Καβάφης, Ἀπὸ τὸν Πρίαπο στὸν Μάρξ», ἐκδ. Ὀλκός, σελ. 191).

Καργάκος σελ. 38:
«Δὲν θεωρῶ σωστὸ νὰ ὀνομάζουμε τὸν Καβάφη κοσμοπολίτη. Ὁ Καβάφης δὲν ἦταν πολίτης τοῦ κόσμου, ἦταν ἕνας Ἕλλην τοῦ κόσμου.»

Καργάκος, σελ. 140:
«Γράφει γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τοῦ ποιητῆ ὁ Κωστῆς Δημαρᾶς:
«ὁ Καβάφης εἶναι φανατικὸς ἐθνικόφρων [ἡ ὑπογράμμισις τοῦ Δημαρᾶ], ὅπως μαρτυροῦν ὅσοι τὸν ἐγνώρισαν, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ δράση του στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ὅπως φανερώνεται στὰ ποιήματά του.» (Κ.Θ. Δημαρᾶς, «Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς λογοτεχνίας», Δ' ἔκδοση, ἔκδ. Ἴκαρος, 1968, σελ. 457)»

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008

Βιβλία, Ἕλληνες καὶ Πέρσες, πονηρὲς δραστηριότητες τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ ἐθνικιστικὸ μανικιούρ

Ὅλοι οἱ «φιλειρηνιστὲς» ἔπνεαν μένεα κατὰ τῶν «300» τοῦ Μίλερ. Μᾶς εἶχαν πρήξει τ᾿ αὐτιά. (Βεβαίως, ἦταν ὀδυνηρὴ ἔκπληξις γι᾿ αὐτούς, ὅτι ἐν μέσῳ τῆς «ἐπιχειρήσεως Ρεπούση», θὰ ξυπνοῦσε τὸν πατριωτισμὸ καὶ μάλιστα τὴν ὑπερηφάνεια τῶν Ἑλλήνων μιά... χολλυγουντιανὴ ταινία! Θυμοῦμαι τὶς ἀντιδράσεις τῶν «προοδευτικῶν» τὴν ἐπομένη τῆς πρεμιέρας: θρῆνος, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμός. Ἐπ᾿ αὐτοῦ μπορεῖτε νὰ δεῖτε τὴν ἱστοσελίδα μου: «300, ἡ ταινία: κρίσεις καὶ ἐπικρίσεις».)

Ποιός εἶναι αὐτός, ὅμως, ποὺ οὐσιαστικά ἐκάλυψε τὶς πραγματικὲς ἐλλείψεις τῆς ταινίας (ἡ ὁποία, ὡς χολλυγουντιανὸ ὑπερθέαμα, ἐννοεῖται ὅτι οὔτε μποροῦσε οὔτε ἤθελε νὰ καλύψῃ); Ποιός ἐμόχθησε γιὰ νὰ μᾶς δείξῃ τὴν πραγματικὴ ἑλληνικὴ κληρονομιά, τὴν ὁποία ὑποτίθεται ἡ ταινία διέστρεφε; Ποιός ἀπάντησε στὴν ἀντιπερσικὴ ὑστερία τῆς Δύσεως; Κανένας «προοδευτικός»; Ὄχι βεβαίως. Αυτοὺς κατὰ βάθος δὲν τοὺς πείραζε ἐὰν ἐδυσφημοῦντο οἱ Πέρσες, τοὺς ἐνοχλοῦσε ποὺ ἐτιμῶντο οἱ Ἕλληνες.

Ὄχι, κανένας προοδευτικός. Αὐτὸς ποὺ ἀπάντησε σὲ ἐτοῦτα τὰ ἐρωτήματα ἦταν ἕνας... «ὀπισθοδρομικός ἐθνικιστής»! Ὁ Δάσκαλος Σαράντος Καργάκος, με τὴν μνημειώδη δίτομη «Ἱστορὶα τῆς Ἀρχαίας Σπάρτης» (μετὰ τὴν τρίτομη «Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν»), μᾶς ἔδειξε τὴν πραγματικὴ Σπάρτη, χωρὶς προκαταλήψεις καὶ μυθεύματα. Μᾶς ἔδειξε προπαντὸς ὅτι ἡ πολιτεία τῆς Σπάρτης ἐσήμαινε πολλὰ περισσότερα ἀπὸ μιὰ πολεμικὴ μηχανή.

Τώρα μὲ τὸ νέο βιβλίο του, «Οἱ Πέρσες κι ἐμεῖς: Γιὰ μιὰ πολιτικὴ γνωριμίας - Ἱστορικὸ καὶ ταξιδιωτικὸ ὁδοιπορικό» (ἐκδ. Σιδέρης, 2008), μετὰ τοὺς Ἀθηναίους καὶ τοὺς Σπαρτιάτες, ἔρχεται νὰ μᾶς γνωρίσῃ καὶ τοὺς Πέρσες! Ἕναν ἀρχαῖο, σπουδαῖο πολιτισμό, μὲ τὸν ὁποῖον μᾶς συνδέουν πολλά. Ἔρχεται ὁ... ὀπισθοδρομικός ἐθνικιστής Καργάκος, γιὰ μᾶς δείξῃ οὐσιαστικὰ ὅτι μποροῦμε νὰ ὑπερηφανευόμεθα γιὰ τὶς Θερμοπύλες χωρὶς νὰ εἴμεθα... ἀντι-ἰρανοὶ ὑπηρέτες τῶν ΗΠΑ καὶ ὀπαδοὶ τοῦ Μπούς! Ἔρχεται ὁ Καργάκος νὰ μᾶς δείξῃ μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες ἄλλοτε βίαιης ἀντιπαραθέσεως καὶ ἄλλοτε ἐποικοδομητικῆς ἀλληλεπιδράσεως, ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ παλαιὸ χυμένο αἷμα καὶ ἡ ἀρχαία κληρονομιὰ ἀμφοτέρων τῶν λαῶν μᾶς ἐνώνει σήμερα ἀπέναντι στὴν νεοταξικὴ ἰσοπέδωσι.

Τὸ βιβλίο ἔχει δύο μέρη:
Τὸ πρῶτο μέρος εἶναι μιὰ ἱστορικὴ ἀναδρομὴ τῶν σχέσεων Ἑλλήνων καὶ Περσῶν, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Στὸ δεύτερο, εἶναι ἕνα ταξιδιωτικὸ ὁδοιπορικὸ τοῦ ἰδίου τοῦ συγγραφέως ἀπὸ τὴν σύγχρονη Περσία! Συνοδεύεται δὲ ἀπὸ ἀρκετὲς φωτογραφίες τοῦ συγγραφέως.
Στό τέλος μάλιστα ὁ Σαράντος Καργάκος παραθέτει περσικὲς πηγὲς ποὺ τεκμηριώνουν τὴν ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας καὶ καταλήγει ἐπισημαίνοντας ὅτι τὸ Ἰρὰν δὲν ἔχει ἀναγνωρίσει τὰ Σκόπια ὡς «Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας»!

Εὖγε στὸν χαλκέντερο Σαράντο Καργάκο, ὁ ὁποῖος ἔχει ἤδη ἄλλα δυὸ- τρία βιβλία στὰ σκαριά (γιὰ τὴν Ἐπανάστασι τοῦ 1821 καὶ τὰ ἡρωικὰ πρότυπα ποὺ ἄφησε κληρονομιὰ σὲ ἐμᾶς, καὶ ἄλλα θέματα.)

Γιά τὸ ἴδιο βιβλίο, ἀπὸ τὸ ἱστολόγιο «Βιβλία».

...

Ἕνα ἄλλο βιβλίο ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια μου ἦταν τὰ «Μυθολογικὰ παράδοξα καὶ ἕνα διήγημα» τῆς Ἑλένης Λαδιᾶ (ἐκδ. Gema, Ἀθήνα 2007). Μὴν ἀνησυχεῖτε, λέγοντας «παράδοξα» δὲν ἐννοεῖ ἀρχαῖα διαστημόπλοια, ὑπερόπλα καὶ ὁμάδες Ἔψιλον· ἡ συγγραφεὺς εἶναι σοβαρή. Γράφει γιὰ παράξενα τῆς Ἑλληνικῆς Μυθολογίας, προσθέτοντας καὶ μερικοὺς δικούς της στοχασμούς.

Ἂς μεταφέρω ἐδῶ ἕνα ἀπόσπασμα. Τί απ᾿ ὅλα; Ἄ ναί, τὸ ἐξῆς φαιδρόν, γιὰ τὶς πονηρὲς δραστηριότητες τοῦ Ἀπόλλωνος (ἡ ἐπιλογὴ τοῦ θέματος σκοπὸ ἔχει τὴν αὔξησι τῶν ἀναγνωστῶν μου - ἢ τῶν ἀναγνωστριῶν μᾶλλον...):

Σελὶς 45, περὶ Ὑπερβορείων:
«Ὁ ποιητὴς θεωρεῖ τὴν χώρα τῶν Ὑπερβορείων χώρα τῶν ἀθανάτων: «ναυσὶ σ᾿ οὔτε πεζὸς ἰὼν (κεν) εὕροις/ἐς ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν» [Πινδάρου, Πυθιόνικος X, μτφρ. Τάσος Ροῦσσος, Κάκτος]. Δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει κανεὶς ἐκεῖ οὔτε μὲ καράβι οὔτε πεζῆ. Μόνο ὁ Περσεύς, λέγει, ἔφτασε καὶ μπῆκε στὶς οἰκίες τους. Σὲ ἐκείνη τὴν εὐδαίμονα χώρα ὅλοι τραγουδοῦν, χορεύουν, γλεντοῦν, μὲ τὰ μαλλιὰ δεμένα σὲ χρυσὲς δάφνες, ἐνῶ ἠχεῖ ὁ ἀέρας ἀπὸ τὸ βουητὸ τῶν αὐλῶν. Ἀσθένειες καὶ ὀλέθρια γηρατειὰ δὲν ἀγγίζουν τὴν ἱερὴ φυλή, ποὺ δὲν μοχθεῖ γιὰ τίποτα. Εἶναι ἕνας λαὸς ποὺ ἀγαπᾷ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τοῦ θυσιάζει ἑκατόμβες ὄνων. Καὶ ὁ θεὸς «χαίρει, γελᾷ θ᾿ ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων».

»Τὶ ἀντιθετικό! ἕνας τόσο καλαίσθητος καὶ ἱερὸς λαὸς βάζει τὸν θεό του νὰ χαίρεται μὲ τὶς ὀνοθυσίες καὶ τὰ ὀρθούμενα μόρια τῶν ἐρεθισμένων ζώων. Κι ἕνας θεός, ποιητὴς καὶ μουσηγέτης, ποὺ τὰ ἄφθονα δάκρυά του, ὅπως ἀφηγοῦνται οἱ Κέλτες, πλημμύρισαν τὶς ὄχθες τοῦ Ἠριδανοῦ, καθὼς πήγαινε στὴν χώρα τῶν Ὑπερβορείων, ἀφήνοντας πίσω τὸν νεογέννητο γιό του Ἀσκληπιὸ καὶ τὴν κατοικία τῶν θεῶν, κατὰ τὴν διαταγὴ τοῦ Διός, νὰ εὐχαριστεῖται μὲ τέτοια ἔθιμα [Ἀπολλωνίου Ροδίου, Ἀργοναυτικά, Δ 609-618, μτφρ. Ἀναστάσιος Δ. Βολτής, Καρδαμίτσα, 1988].

»Αὐτὴ ὅμως εἶναι ἡ ἑλληνικὴ ὀπτική: ἡ ἀρμονία τῶν ἀντιθέτων, ἡ χαρμολύπη, ὁ κλαυσίγελος.»

Σημειώνω ἐγὼ ὅτι αὐτὰ τὰ γράφει ὁ σοβαρὸς καὶ ὑψιπέτης Πίνδαρος, ὄχι κάποιος ἐλευθεριάζων τῶν Ἑλληνιστικῶν ἢ Ρωμαϊκῶν χρόνων· ἄρα εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει ἡ συγγραφεύς, καὶ περισσότερο ἀκόμη, θὰ ἔλεγα, γνήσιος, ἀρχαῖος, ἁγνὸς καὶ φυσικὸς παγανισμός - ἡ ἀρχέγονη φυσικὴ ζωή, ἐννοῶ, ἡ ἑνότης μὲ τὴν φύσι.

...

Κατὰ τ᾿ ἄλλα, οἱ Ὀλυμπιακοὶ Ἀγῶνες τελείωσαν, ἔβγαλαν τὸ ἄχτι τους οἱ προοδευτικάριοι καταγγέλλοντας τὸν ἀθλητικό... «ἐθνικισμό», ἀλλὰ τοὺς ξέφυγε τὸ ἐξῆς... φαιὸ καὶ ἀποκρουστικὸ ἐθνικιστικὸ κροῦσμα· προσέξτε τὸ βάψιμο τῶν νυχιῶν τῆς πρωταθλήτριάς μας, τῆς Πηγῆς Δεβετζῆ! Τρομερό! Νὰ τῆς κοποῦν τὰ δάκτυλα, σὲ λαϊκὸ δικαστήριο στὰ Ἐξάρχεια!

Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

Ἔπεα πτερόεντα

Διαβάζω:

... Ὁ «ἀγὼν» εἶναι ἡ λέξη ποὺ ἐκφράζει περισσότερο τὸ χαρακτῆρα τοῦ Ἕλληνα, ὅπως ἡ λέξη «πειθαρχία» (disciplina), ἐκφράζει τὸ χαρακτῆρα τοῦ Ρωμαίου. Ὁ Ἑλβετὸς διανοητὴς Ι. Μπούρκχαρντ ὀνόμασε τὸν Ἕλληνα ἀγωνιζόμενο ἄνθρωπο («Der agonale Mensch»). Ὅλα στὴ ζωὴ τοῦ Ἕλληνα ἦταν ἀγώνας. Ἡ πολεμικὴ καὶ ἡ πολιτικὴ ἀναμέτρηση ἦταν ἀγών. Ἀγὼν καὶ ἡ ἀθλητικὴ ἀναμέτρηση, ἀγὼν καὶ ἡ μουσικὴ καὶ ποιητικὴ ἀναμέτρηση. Ἄρα, καὶ ἡ παράσταση τοῦ δράματος ἦταν ἀγών, δραματικὸς ἀγών. [1]

... Ὁ Κάρολος Μὰρξ κάπου σὲ κάποιο γραπτό του λέγει: «Τὸ κορύφωμα τῆς ἀκμῆς τῆς Ἑλλάδας στὸν ἐσωτερικὸ τομέα παρουσιάστηκε τὴν ἐποχὴ τοῦ Περικλῆ καὶ στὸν ἐξωτερικὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου.» (Ἅπαντα, τόμ. Α', σ. 194). (Ἀξίζει νὰ τὸ προσέξουν αὐτὸ κάποιοι νεόφυτοι «μαρξιστὲς» ποὺ δὲν θεωροῦν τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου ὡς ἐποχὴ τῆς Ἑλλάδος.) [2]

... Οἱ ἀρχαῖοι πίστευαν ὅτι ὁ ποιητὴς πετᾶ μὲ τὰ φτερὰ τῆς φαντασίας. Αὐτὸς ποὺ δὲν χρησιμοποιεῖ τὰ «φτερὰ» τοῦ ἔμμετρου λόγου, περπατεῖ μὲ τὰ πόδια τῆς λογικῆς. Βαδίζει πεζός. Γι᾿ αὐτὸ ὀνόμασαν τοῦτο τὸν λόγο πεζό. Δὲν χρησιμοποιεῖ ἔπεα πτερόεντα (=φτερωτὰ λόγια). [3]

[Συνεχίζεται.]

Σημειώσεις:
[1] Σαράντος Ι. Καργάκος, «Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν», ἐκδ. Gutenberg, 2004, τόμος Β', σελ. 232. Βλέπε ἐπίσης, διὰ τὴν Ἑλληνικὴν ἄμιλλαν, σχετικὸ δημοσίευμά μου. Ἐπίσης, διὰ τὸ ἔργον τοῦ Σ. Καργάκου. Διὰ τὸν ἀγῶνα, τὸ θαυμάσιο ἀφιέρωμα τῶν «7 Ἡμερῶν» τῆς «Καθημερινῆς»: «ΑΓΩΝ: Τὸ πνεῦμα τῆς ἅμιλλας στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες», 27-6-2004. Ἐπίσης, τὸ ἄρθρον τοῦ Δ. Κομητούδη («Τὸ Βῆμα», 13-8-2000).

[2] ὄ.π., τ. Β', σελ. 260. Καὶ ἐπ᾿ αὐτοῦ, μὲ τὸ γνωστὸ του ὕφος τῆς ὑπερβολῆς, ὁ μέγας Περικλῆς Γιαννόπουλος. Περὶ τοῦ Μάρξ, σημειωτέον ὅτι ἡ διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ ἀνδρὸς ἦτο ἡ «Διαφορὰ τῆς Δημοκρίτειας καὶ Ἐπικούρειας Φυσικῆς Φιλοσοφίας». Ὁ Παναγιώτης Κονδύλης ἔχει γράψει σχετικῶς τὴν μελέτην «Ὁ Μὰρξ καὶ ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα» (1984).

[3] ὄ.π., τ. Β', σελ. 202. Ἴσως ὁλίγον ἐλεύθερη ἡ ἐρμηνεία τοῦ Σ. Καργάκου ἐδῶ, καὶ ὄχι ἡ ἀρχικὴ ἔννοια τῆς ὁμηρικῆς φράσεως «ἔπεα πτερόεντα» (ἡ ὁποία σημαίνει ὅτι τὰ λόγια, ἄμα φύγουν ἀπὸ τὸ στόμα, πετοῦν καὶ χάνονται), καθὼς ἡ διαφορὰ εἶναι μᾶλλον μεταξὺ προφορικοῦ καὶ γραπτοῦ λόγου· ἀλλά, βεβαίως, τὰ ἔπη ἀπαγγέλλονταν (καὶ γενικῶς ἡ ποίησις), καὶ τὸ φανταστικὸ ἀνῆκε στὴν ποίησι (δὲν ὑπάρχει μυθιστόρημα πρὶν τὰ ἑλληνιστικὰ χρόνια) (οὔτε νεωτερικὴ ἀτομικότης, ἄλλωστε (Βλ. καὶ Στέλιος Ράμφος, «Σαπφὼ καὶ Ἐλύτης»)), ὁπότε καταλήγουμε σὲ αὐτὸ τὸ νόημα. (Πότε ἀκριβῶς ἐμφανίστηκε καὶ καθιερώθηκε ὁ ὅρος «πεζὸς λόγος», ἀλήθεια; )

[4] Τὸ νόμισμα τῆς φωτογραφίας: Ἀργυρὸ τετράδραχμον τῆς Πεπαρήθου νήσου (σημερινὴ Σκόπελος), περ. 500-480 π.Χ., ὀπισθία ὅψις. Κατὰ μία ἐρμηνεία, ὁ θεὸς Ἀγών. (Ἐμπρόσθια ὄψις: βότρυς) Τὸ συγκεκριμένο νόμισμα εὐρίσκεται στὸ Βρετανικὸ Μουσεῖο. Ἡ φωτογραφία ἀπὸ τὸ καλαίσθητο βιβλίο «Τὸ Αἰγαῖον τῶν νομισμάτων», ἔκδοσις Νομισματικοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν, 1999.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

Ἐμφυλίου πολέμου ἐγκώμιον (ἢ «ἅμιλλα σὰν σὲ ἀθλητικὸ ἀγῶνα»)

Συνεχίζουμε, περὶ τοῦ δαιμονίου τῆς φυλῆς. Τὸ ὅτι ἡ εἰρήνη εἶναι ἀγαθὸν ἀνεκτίμητον, εἶναι προφανές. Τὸ ὅτι ἡ πολεμικὴ ἀρετή εἶναι ἀρετή, ὅταν άγωνιζόμεθα γι᾿ αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἀγωνιζόμεθα, μικρὰ ἢ μεγάλα, εἶναι ἐπίσης προφανές. (Θυμηθεῖτε νὰ τὸ πεῖτε στὴν Ντόρα). Ἀλλὰ οἱ ἐμφύλιες διαμάχες ποὺ κατέφαγαν τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα; Πῶς γίνεται ὁ Ἑλληνικὸς Πολιτισμὸς νὰ ἔχῃ μιὰ τόσο σκοτεινὴ πλευρά;

Στὴν προηγούμενη δημοσίευσι εἴδαμε τὴν διχόνοια ὡς... ἀγαθόν (μᾶλλον παρενέργεια ἀγαθοῦ)! Σήμερα θὰ δοῦμε ὡς... ἀγαθὸν τὸν πόλεμο (καλά, αὐτὸ τὸ ἔχουν πεῖ πολλοί [Σημ. 1]), καὶ δὴ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο (αὐτὸ εἶναι τὸ ἀνήκουστον)! Ὅμως ὑπάρχει λογική, καὶ τὴν λογικὴ τοῦ πράγματος (προσοχή: καθόλου πολεμοχαρή) ἐντόπισε καὶ ἀνέλυσε εὐστόχως ὁ Ν.Α. Καλογερόπουλος στὸ ἀναδημοσιευθὲν ἄρθρον τοῦ προηγούμενου σημειώματος. Ὁ Χρῆστος Καροῦζος, ὅπως θὰ δοῦμε τώρα, ἐξετάζοντας ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ τῶν ἀρχαιοελληνικῶν (ἀρχαϊκῶν καὶ κλασσικῶν) ἐμφυλίων διαμαχῶν, διαβλέπει αὐτὴ τούτη τὴν ἰδιοπροσωπεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ: τὴν ἀνάδειξι τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου (καὶ τοῦ συνεπακόλουθου ἀνταγωνισμοῦ: «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων» (Ἰλιάς, Ζ 208))· ἀκόμη καὶ στὶς ἐμφύλιες διαμάχες μάλιστα, διακρίνει χαρακτηριστικὰ εὐγενοῦς ἄμιλλας [Σημ. 2]. (Ἐλπίζω νὰ μὴν ἐρμηνευθοῦν ὅλα αὐτὰ ὡς ὑποστήριξις τοῦ... νεοφιλελευθέρου ἀνταγωνισμοῦ! ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ἰσχύει ἡ μεσότης τοῦ Ἀριστοτέλους· ἡ ἅμιλλα, ναί, εἶναι ἁρετή.)

Ἀλλά, πρὶν μιλήσουμε γιὰ τὸν Πόλεμο, ἂς μιλήσουμε γιὰ τὴν Εἰρήνη (σὺν τοῖς ἄλλοις, γιὰ νὰ τονίσουμε καλύτερα τὴν ἐκ πρώτης ὅψεως παραδοξολογία).

Καὶ οἱ Ἕλληνες, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦσαν πολεμισταί (πολεμικὴ ἀρετὴ), μπόρεσαν νὰ ἐκτιμήσουν τὸ μέγα ἀγαθὸν τῆς Εἰρήνης. Ὁ λόγος στὴν μεγάλη ἑλληνολάτριδα Γαλλίδα ἀκαδημαϊκό Ζακλὶν ντὲ Ρομιγύ. (Τὸ κείμενό της εὐρῆκα στὸν ἐξαιρετικὸ δικτυακὸ τόπο «Ἑκηβόλος», ὁ ὁποῖος χρόνια τώρα προσφέρει κείμενα πραγματικῆς ἀρχαιογνωσίας - καὶ ἐννοοῦμε ἀρχαιογνωσία, ὄχι νεοπαγανιστικὲς καὶ οὐφολογικές ἐξαλλοσύνες. Ἐπισκεφθεῖτε καὶ τὸ ἱστολόγιο τοῦ Ἑκηβόλου.)

Jacqueline de Romilly, «Γιατί η Ελλάδα;»
«Οι Έλληνες δεν έπαψαν να ορθώνονται εναντίον της βίας. Εμίσησαν τον πόλεμο, την αυθαιρεσία, την αταξία. Για τον πόλεμο αυτό είναι γνωστό. Ήδη στον Όμηρο, ο πόλεμος είναι χώρος του ηρωισμού, αλλά επίσης της οδύνης και του θανάτου. Ο Άρης, ο θεός του πολέμου, προκαλεί φρίκη ακόμα και στο Δία: «Είναι για μένα ο πιο μισητός από όλους τους θεούς, που μένουν στον Όλυμπο, γιατί πάντα του αρέσουν τα μαλώματα και οι πόλεμοι και οι μάχες.»
Η καταδίκη του πολέμου διαπερνά πράγματι όλα τα ελληνικά κείμενα. [...] Πίσω από την καταδίκη του πολέμου για τα δεινά που προκαλεί, οι Έλληνες διέκριναν καθαρά ότι αυτός καθ' εαυτός ο πόλεμος ήταν απαράδεκτος. Προϋπόθεση του ήταν αποκλειστικά η δύναμη. Το σκάνδαλο όμως της κυριαρχίας της δύναμης το είχαν αντιληφθεί από τις απαρχές.
[...] Η ίδια διαμαρτυρία εμπνέει τον Προμηθέα του Αισχύλου όπου η αυθαιρεσία του Δία εκπροσωπείται από το Κράτος και τη Βία. Ξαναβρίσκεται σε όλες τις αναλύσεις τις σχετικές με την τυραννία.
[...] Η Ελλάδα ήταν σαν να είχε κινητοποιηθεί εναντίον της βίας και τούτο ενέπνευσε το φλογερό σεβασμό της προς το νόμο. Το συναίσθημα όμως αυτό ερμηνεύτηκε επίσης με ευρύτερες μορφές διότι στη βία αντιτίθεται επίσης η πειθώ.»

(Ἂς θυμηθοῦμε ἐπιπλέον μόνον τὸ τοῦ Ἡροδότου (Ἱστορίαι, Α', 87, 17-19· μυθικὸς διάλογος, Κροῖσος πρὸς Κῦρον): «Οὐδεὶς γὰρ οὕτω ἀνόητός ἐστι ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρέεται· ἐν μὲν γὰρ τῇ οἱ παῖδες τοὺς πατέρας θάπτουσι, ἐν δὲ τῷ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας.»)

Καὶ ὅμως, «Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς» (Ἡράκλειτος, Diels 53). Καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες ὁ πόλεμος ἦταν τρόπος ζωῆς.
Σημειώνει ὁ Κώστας Παπαϊωάννου («Τέχνη καὶ πολιτισμὸς στην ἀρχαία Ἑλλάδα», Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, 1998): «Γιὰ τοὺς Ἕλληνες ὁ πόλεμος ἦταν κανόνας καὶ ἡ εἰρήνη ἐξαίρεση: ἔχει ὑπολογιστεῖ ὅτι στὴ διάρκεια τοῦ ἑνάμισι αἰώνα ποὺ μεσολάβησε ἀνάμεσα στοὺς μηδικοὺς πολέμους καὶ στὴ μάχη τῆς Χαιρρωνείας, ἡ Ἀθήνα βρισκόταν σὲ ἐμπόλεμη κατάσταση, κατὰ μέσον ὅρο, δύο στὰ τρία χρόνια καὶ ποτὲ δὲν γνώρισε εἰρήνη γιὰ δέκα συνεχόμενα χρόνια.»
Καὶ ὁ Σαράντος Καργάκος («Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν», Gutenberg, 2005): «Σχεδὸν ὅλη ἡ ζωὴ τῶν Ἀθηναίων -παρὰ τὶς ποικίλες πολιτικὲς ἐνασχολήσεις- ἦταν μιὰ συνεχὴς ἄσκηση, ὥστε νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀνταποκριθοῦν στὶς στρατιωτικές τους ὑποχρεώσεις. Ὁ πόλεμος τότε δὲν ἦταν ἡ ἐξαίρεση, ἦταν κανόνας. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ στρατιωτικὴ προετοιμασία ἦταν μέρος τῆς ζωῆς τῶν Ἑλλήνων. «Ἡ ἑλληνικὴ πόλη, λέει ξένος ἱστορικός, ἔμοιαζε πολὺ μὲ μεγάλο σχολεῖο ἢ κολλέγιο, καὶ ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἐκπαίδευση και οἱ διαγωνισμοὶ ποὺ σχετίζονταν μὲ τὸν πόλεμο, ἦσαν οἱ κυριώτερες μορφὲς φυσικῆς ἐκγυμνάσεως. Ὁ πολεμος ἦταν ἕνα φυσικὸ κομμάτι τῆς ζωῆς τῆς ἑλληνικῆς πόλης, ὅπως εἶναι τὰ παιχνίδια καὶ οἱ διασκεδάσεις γιὰ τὶς δικές μας.» (Alfred Zimmer, «The greek commonwealth»

Πῶς συμβιβάζονται, λοιπόν, αὐτά;

Γράφει ὁ Χρῆστος Καροῦζος (ἀρχαιολόγος καὶ ἀκαδημαϊκός, 1900-1967· ἴσως ὁ πλέον ἐμπνευσμένος μελετητὴς τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλυπτικῆς), μὲ γνώσι καὶ εὐαισθησία, ἀναφερόμενος στὰ Ἑλληνικὰ Μαντεῖα καὶ στὰ ἱερὰ ἀφιερώματα («Ὁ Ἑλληνικὸς Τόπος καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Τέχνη» (ἀπὸ τό: Χρῆστος Καροῦζος, «Ἀρχαία Τέχνη: Ὁμιλίες - μελέτες», ἐκδ. «Ἑρμῆς», 2000)):

«[...] Ἀλλὰ τὰ μνημεῖα αὐτὰ τῆς ἑλληνικῆς εὐαισθησίας παίρνουν ἀμέσως καὶ ξεχωριστὴ θερμότητα ἅμα τὰ αἰσθανθοῦμε μέσα στὴ ζωή, μέσα στὴν ἱστορία. Ἂν κατορθώσομε νὰ περάσομε τὸ μεγαλύτερο κίνδυνο, ἂν ἀποφύγομε νὰ στρεβλώσομε τὴ μοναδικότητά τους ἐφαρμόζοντας ἐπάνω τους τὶς δικές μας ἔννοιες καὶ τὰ δικά μας μέτρα καὶ σταθμά, ἂν σταθοῦμε μπροστά τους μὲ ὑπομονή βάζοντάς τους διακριτικὰ ἐρωτήματα, χωρὶς νὰ βιαστοῦμε νὰ δώσομε τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔχομε ἑτοιμάσει προτοῦ ἀκόμη νὰ ξεκινήσομε μὲ τὸ ἀεροπλάνο, τότε τὰ μνημεῖα αὐτά θὰ γίνουν ὁ καλύτερος ἑρμηνευτὴς τοῦ ποιὰ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἑλληνικής ἱστορίας καὶ ποιὰ ἡ μοναδική της σημασία γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἂς σταθοῦμε μιὰ στιγμὴ σὲ μιὰ πλευρά της μονάχα. Πόσες φορὲς στὰ ἑλληνικὰ ἱερά, περνώντας ἀνάμεσα στὰ ἀφιερώματα ποὺ ἔχει κάμει μιὰ πόλη γιὰ τὴ νίκη της ἐναντίον κάποιας ἄλλης καὶ βλέποντας τὴ φανερὴ πρόθεσή της ὄχι μόνο νὰ ἐξυψώσει τὸν ἑαυτό της ἀλλά καὶ ν᾿ ἀγγίξει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀντιπάλου της, δὲν ἔχομε ἀκούσει τὶς γνωστὲς κοινοτυπίες ποὺ καταδικάζουν τὸ «ἀδελφικό μῖσος» καὶ τὰ ὅμοια. Ἀλλὰ καὶ ὅταν τέτοιες σκέψεις πηγάζουν ὄχι ἀπὸ πεποίθηση στὴ δική μας ἐξυπνάδα καὶ ἀνωτερότητα, παρὰ ἀπὸ πραγματικὸ ἐνδιαφέρον καὶ γνήσια μελαγχολία (Ὅπως π.χ. στὸν Πλούταρχο, ποὺ βρισκόμενος στὸ τέλος τῆς ἀρχαιότητας ἔβλεπε ἀπομονωμένο πιὰ τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἐνδοελληνικῶν ἐκείνων πολέμων καὶ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτὸ ἤταν πραγματικὰ τὸ ἀδυνάτισμα ὅλης τῆς Ἑλλάδας καὶ ὁ ἀφανισμὸς τῆς ἐλευθερίας της), καὶ πάλι οἱ σκέψεις αὐτὲς περιέχουν ἕνα ποσοστὸ μονάχα τῆς ἀλήθειας. Ἂν μελετήσομε ὅμως μὲ λιγώτερη αὐτοπεποίθηση καὶ μὲ περισσότερο σεβασμὸ τὰ ἀφιερώματα ἐκεῖνα καὶ τὰ λόγια ποὺ τὰ συνοδεύουν, αὐτὰ θὰ μᾶς ὁδηγήσουν πολὺ κοντὰ στὴν κινητήρια δύναμη τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Τὰ παλιὰ αὐτὰ ἀφιερώματα, τὰ ἀρχαϊκὰ καὶ τὰ κλασσικά, φανερώνουν ὄχι μῖσος ἀλλὰ κάποιαν ἄλλη ἔμφυτη ἀνάγκη τῶν Ἑλλήνων νὰ ξεσυνερίζονται γιὰ τὸ ποιὸς θὰ εἶναι ὁ καλύτερος, ὁ δυνατώτερος, ὁ πρῶτος. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὅσο βρισκότανε στὴν ἀκμή της ἡ «πόλις-κράτος», δηλαδὴ στὰ ἀρχαϊκὰ καὶ στὰ κλασσικὰ χρόνια ὣς τὸν 4ον αἰ., ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐνδοελληνικοὶ πόλεμοι γίνονται μ᾿ ἕνα πνεῦμα καὶ μ᾿ ἕναν τρόπο ποὺ μοιάζει σὰν ἅμιλλα σὲ ἀθλητικὸ ἀγῶνα: οἱ νικητὲς στήνουν τρόπαιο, παίρνουν τὰ λάφυρα καὶ συνήθως ξαναγυρίζουν στὸν τόπο τους χωρὶς νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὴ νίκη ὣς τὶς τελευταῖες της συνέπειες (σπανιώτατα καὶ μόνο γιὰ εἰδικοὺς λόγους φτάνουν ὣς τὴν ἐξόντωση τοῦ ἀντιπάλου). [Σημ. 3]

»«Χαλεπὰ τὰ καλά» ἔλεγαν οἱ παλιοί. Δὲν ἀνήκει στὶς εὔκολες καὶ πρόχειρες ἀπολαύσεις ὁ ἑλληνικὸς τόπος μὲ τὰ μνημεῖα του. Χρειάζεται ἀργὸ περπάτημα, συγκέντρωση, σιγανὴ μελέτη. Ἂν περάσομε βιαστικοὶ ἢ μὲ ἔστω καὶ ὑποσυνείδητη περηφάνεια γιὰ τὸ πόσο ἐμεῖς ἔχομε προοδεύσει (wie herrlich weit wir es gebracht haben, ἔλεγεν ὁ Βάγνερ στὸ Φάουστ), ὄχι μόνο δὲν θὰ κερδίσομε τίποτε ἀπὸ τὸν πλοῦτο του, ἀλλὰ καὶ θὰ φύγομε ζημιωμένοι. Πολλὲς φορὲς ὁ τόπος τοῦτος καὶ ἡ ἱστορία του, δηλαδὴ ἡ ζωή του, μᾶς βάζει αἰνίγματα· καὶ ὁ γέρος παιδαγωγὸς στὸν «Ἴωνα» τοῦ Εὐριπίδη μᾶς ἔχει προειδοποιήσει: «αἰπεινὰ τὰ μαντεῖα». Ἀλλὰ δὲν ἔχει ἀμφισβητηθῆ ὡς τώρα ποτέ, ὅτι ἡ ποιότητα (ἀκόμη καὶ τὸ μέγεθος) τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ὠφέλειας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατ᾿ εὐθείαν ἀνάλογη μὲ τὸν κόπο του.»

Ἀνάλογη καὶ ἡ παρατήρησις τοῦ Σαράντου Καργάκου («Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν», Gutenberg, 2005):

«Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου ἔχει κατανοηθεῖ ὅτι ὁ πόλεμος εἶναι ἕνα «παιχνίδι» καὶ ὄχι μιὰ μαθηματικὴ κατασκευὴ τοῦ τύπου 2+2=4. Ὁ πόλεμος γιὰ τὸν Ἕλληνα εἶναι παιχνίδι μὲ ἀβέβαιο ἀποτέλεσμα. Οἱ Ἕλληνες ὅμως προτιμοῦν αὐτὴν τὴν ἔλξη τῶν πιθανοτήτων ἀπὸ τὴ μετριότητα τῆς βεβαιότητας. Ὁ ἄνθρωπος, λέγει ὁ Clausewitz, ἀντὶ νὰ ζῆ μέσα στὴν στέρηση χαίρεται τὸν πλοῦτο ποὺ προσφέρει ὁ πόλεμος. «Μὲ αὐτὸ τὸν ρόπο ζωογονεῖται· τὸ θάρρος ἀποκτᾶ φτερὰ καὶ ἡ τόλμη καὶ ὁ κίνδυνος δημιουργοῦν τὸ στοιχεῖο μέσα στὸ ὁποῖο ὁρμᾶ σὰν ἀτρόμητος κολυμβητὴς ποὺ βυθίζεται μέσα στὸ ρεῦμα.» [σ.σ. προφανῶς αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχύῃ στοὺς ὁλοκληρωτικοὺς πολέμους τῶν νεωτέρων χρόνων...] Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου οἱ Ἕλληνες δημιούργησαν μιὰ ἡρωικὴ παράδοση, ἔτσι ποὺ ἡ λέξη ἀρετὴ νὰ μὴν ἀποτελεῖ μόνο μιὰ ἠθικὴ ἀλλὰ καὶ μιὰ πολεμικὴ ἰδιότητα καὶ νὰ θεωρεῖται ἰσοδύναμη τῆς ἀνδρείας. Τὸ νὰ τραπεῖ κανεὶς σὲ φυγὴ πρὸ τοῦ ἐχθροῦ λεγόταν «ἔγκλιμα» (ἀπὸ τὸ ἐγκλίνω = στρέφω) καὶ ἦταν ἔγκλημα. Εἰδικὰ στὴ Σπάρτη.

»[...] Μπορεῖ οἱ Ἀθηναῖοι νὰ μὴν εἶχαν τὴ σκληρὴ στρατιωτικὴ ἐκπαίδευση τῶν Λακώνων, εἶχαν, ὡστόσο, κι αὐτοὶ συνεχῆ ἐπαφὴ μὲ τὰ ὅπλα καὶ ἐπαρκῆ πολεμικὴ κατάρτιση. Ἰδίως στὸν ναυτικὸ πόλεμο. Κυρίως ὅμως αὐτὸ ποὺ διέκρινε τοὺς Ἀθηναίους ἦταν τὸ ἐπιθετικὸ πνεῦμα. Οἱ Ἀθηναῖοι τολμοῦσαν ἐκεῖ ὅπου καὶ οἱ συνεχῶς περὶ τὰ πολεμικὰ ἀσχολούμενοι Λακεδαιμόνιοι ἦσαν διστακτικοί. Τὸν ἐπιθετικὸ αὐτὸ χαρακτῆρα τῶν Ἀθηναίων προσδιορίζει προσφυῶς ὁ Θουκυδίδης βάζοντας τοὺς ἀντιπροσώπους τῆς Κορίνθου νὰ λένε πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους πὼς οἱ Ἀθηναῖοι εἶναι «παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες». (1, 70)

»[...] Οἱ Ἀθηναῖοι βέβαια διέπρεψαν περισσότερο στὰ ἔργα τῆς εἰρήνης. Ἀλλὰ δὲν τοὺς ἔλειψαν καὶ οἱ πολεμικὲς δἀφνες. Γι᾿ αὐτὸ ἀργότερα ὁ Πλούταρχος ἐπέγραψε ἕνα ρητορικὸ ἔργο του «Πότερον Ἀθηναῖοι, κατὰ πόλεμον ἢ κατὰ σοφία ἐνδοξότεροι»

Σημειώσεις:
[1] Λέγει π.χ. ὁ Ἰωάννης Συκουτρῆς (συνέντευξις στὰ «Νεοελληνικὰ Γράμματα»): «Ἀγαπητέ μου, ἂς μὴ μᾶς τρομάζουν οἱ λέξεις, καὶ μ᾿ αἰσθηματολογίας δὲν διαπλάσσονται ποτὲ οἱ λαοί. Σκληρὸς καὶ ἄγριος εἶν᾿ ὁ πόλεμος -ἐγνώρισα εἰς τὸν ἑαυτόν μου καὶ τὸ ἄμεσον περιβάλλον μου τὴν σκληρότητα. Ἀλλὰ ὁ πόλεμος δὲν εἶναι θεσμὸς κοινωνικός. Θεσμὸς εἶναι οἱ διάφοροι τρόποι τοῦ πολέμου. Ὁ ἴδιος ὁ πόλεμος εἶναι μιὰ μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου, νά, ἔτσι ὅπως ὁ θάνατος, τὰ γηρατεῖα, τὸ κλειστὸν ἐγώ, ὁ ἔρως - καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι σκληρά. Ὣς τώρα δὲν ἔχει εὐρεθῆ ἄλλη μορφὴ ὁμαδικῆς αὐτοθυσίας. Εἶναι ἡ μόνη περίπτωσις ποὺ ἕνας λαὸς ὁλόκληρος (ὄχι τὸ ἄτομον ἢ ὡρισμέναι μικραὶ ὁμάδες) ἀποδεικνύει, εἰς μίαν ὑπερέντασιν καὶ συνοχὴν τῶν φυσικῶν καὶ ἠθικῶν του δυνάμεων, ἐμπράκτως καὶ μὲ θυσίας ἀληθινὰς τὴν πίστιν του, ὅτι ὑπάρχουν ἀξίαι ποὺ στέκονται πολὺ ὑψηλότερα ἀπὸ τὴν πρωταρχικὴν καὶ ἄμεσον ἀξίαν: τὴν ζωήν. Εἶναι μικρὸν αὐτό - ἀπὸ πνευματικῆς καθαρῶς ἀπόψεως, ἐννοῶ, ὄχι ἀπὸ τὴν ἄποψιν τῆς πολιτικῆς σκοπιμότητος; Ὁ διανοούμενος (ὡς καθοδηγητὴς ἑνὸς ἔθνους) πρέπει νὰ σκεφθῆ σοβαρὰ καὶ ὑπευθύνως, ἂν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ὑποσκάψη παρομοία ἐκδήλωσιν ἐμπράκτου συνοχῆς, ἂν ἔχη πράγματι κάτι ἐξίσου συγκεκριμένον καὶ γόνιμον νὰ τὴν ἀντικαταστήση. Εἰδεμή, θὰ μείνη ἁπλῆ ἄρνησις.»

Ὅμως, ξανατονίζω, ἐγὼ ἐδῶ δὲν ἐξετάζω σκέψεις ὅπως αὺτήν τοῦ Ἰ. Συκουτρῆ. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ἐκέντρισε τὸ ἐνδιαφέρον ἦταν, δεδομένου τοῦ ὅτι οἱ πόλεμοι καὶ δὴ οἱ ἐμφύλιες διαμάχες τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων εἶναι κακόν, τὸ γιατὶ καὶ πῶς ἦταν ἡ ἀναπόφευκτη ἐν πολλοῖς παρενέργεια ἑνὸς μεγίστου καλοῦ: τῆς ἀναδείξεως τοῦ προσώπου, τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας καὶ φιλοδοξίας τοῦ Ἕλληνος ἀνθρώπου.

[2] Ἂς θυμηθοῦμε, ἄλλωστε, ὅτι ἡ σοφὴ Ἀθηνᾶ ἐνίκησε σὲ μονομαχία καὶ αὐτὸν τοῦτον τόν... ἐξ ὁρισμοῦ εἰδικὸ στὸ ἄθλημα Ἄρη. (Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ποτὲ δὲν ἔπαυσε ἡ Ἀθηνᾶ νὰ εἶναι θεότης πολεμική.)
Ἢ ἂς θυμηθοῦμε πόσες φορὲς στὴν Ἰλιάδα ἐπιχειρεῖται νὰ σταματήσῃ ἡ αἱματοχυσία καὶ νὰ λυθῇ ἡ διαφορὰ μὲ μονομαχία ἀρχηγῶν. Ἀκὸμη καὶ τὴν συμφωνηθείσα μάχη μεταξὺ τριακοσίων Λακεδαιμονίων καὶ τριακοσίων Ἀργείων τὸ 547 π.Χ. (Ὁ Ὀθρυάδης ἐπέζησε ἀπὸ τοὺς πρώτους, ὁ Ἀλκήνωρ καὶ ὁ Χρόμιος ἀπὸ τοὺς δεύτερους.)

[3] Πρωτότυπη καὶ ὀξυδερκὴς θεώρησις τῶν ἐμφυλίων ἀνταγωνισμῶν: ἅμιλλα σὰν σὲ ἀθλητικὸ ἀγῶνα! «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων» (Ὁμήρου Ἰλιάς, Ζ 208), νὰ θυμίσουμε! Πρὸ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου (τοῦ πρώτου ὁλοκληρωτικοῦ πολέμου), μᾶλλον, θὰ ἔλεγα. Ὁ Θουκυδίδης καὶ ὁ Ἀριστοφάνης ποὺ ἐπισημαίνουν τὰ δεινὰ τοῦ πολέμου εἶναι σύγχρονοι τῶν γεγονότων, ὄχι μεταγενέστεροι ὅπως ὁ Πλούταρχος. Τὸ Γ 82-83 τοῦ μεγίστου ἱστορικοῦ εἶναι μνημειῶδες: «καὶ ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι, γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ ...»

Παράβαλε καὶ τὰ ἀναφερόμενα ἀπὸ τὸν Δημήτριο Δημόπουλο στὸ «Ἄδυτο τῶν Ἑλληνικῶν Μαντείων», ἐκδ. «Ἐλεύθερη Σκέψις», 2000, κεφ. «Τὸ λυκόφως τῶν θεῶν» (ὄχι τὸ γνωστότερο, ἀλλὰ ἴσως τὸ καλύτερο βιβλίο τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ ἐθνικιστοῦ συγραφέως· ἔργον πραγματικῆς ἀρχαιογνωσίας):

«Ἡ βαθμιαία ὑποβάθμισι τῆς ἀξιοπιστίας τῶν Μαντείων εἶχε ἀπὸ καιρὸ προετοιμασθῆ ἀπὸ τοὺς σοφιστές, ποὺ ἀξιοποίησαν τὴν ἀλληλοφαγωμάρα τῶν Ἑλλήνων. Ὅταν ἕνα Μαντεῖο π.χ. προέβλεπε τὴν νίκη μιᾶς πόλεως, ἡ ἄλλη δυσανασχετοῦσε (ὅπως εἶχε γίνει στὸν Πελοποννησιακὸ πόλεμο μὲ τὴν Ἀθήνα, ποὺ θεώρησε ὅτι τὸ Δελφικὸ Μαντεῖο «λακωνίζει» ἤ, ἀργότερα, ὅτι «φιλιππίζει»). «Ἀναμφίβολα, ἡ πολιτικὴ χρησιμοποίησι τῶν Μαντείων καὶ ἡ ὑποψία ὅτι πολλοὶ χρησμοὶ εὐνοοῦσαν τὴν μία ἢ τὴν ἄλλη δύναμι, εἶναι ἀπὸ τὶς κυριώτερες αἰτίες τῆς προοδευτικῆς δυσαρέσκειας καὶ δυσπιστίας τῶν Ἑλλήνων στὴν Μαντική». [R. Flaceliere, «Μάντεις καὶ Μαντεῖα στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα», 1968] Ὁ ἀλληλοκτόνος φανατισμὸς ὁδήγησε παράλληλα στὸ κατάντημα, νὰ πιστεύεται ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ «ἐξαγορασθῆ» τὸ Θεῖον μὲ βαρύτιμα ἀναθήματα στὸ Δελφικὸ Μαντεῖο (εἶχε λησμονηθῆ ὁ χρησμός, ὅτι ὁ θεὸς προτιμᾶ, «ἀντί τῶν βαρυτίμων θυσιῶν, αὐτὴν τοῦ Ἀγακλύτου, ποὺ ἔριξε στὸν βωμὸ λίγο ζυμαρικὸ με τὰ τρία του δάκτυλα»!). Ἐθεωρεῖτο μάλιστα «παρασπονδία» τοῦ θεοῦ, ὅταν ὁ χρησμὸς δὲν ἦταν εὐνοϊκός! Ἀλλὰ καὶ τὰ ἴδια τὰ ἀναθήματα, μὲ ἐπιγραφὲς ἐντροπῆς (τῆς μίας πόλεως ἐναντίον τῆς ἄλλης), εὐτέλιζαν τὸν ἱερὸ δελφικὸ χῶρο [Πλούταρχος, «Περὶ τοῦ μὴ χρᾶν ἔμμετρα νῦν τὴν Πυθίαν», 401 C], ἐνῶ εἶχε ἀτονήσει ὁ παλαιὸς ἄγραφος νόμος, νὰ μὴν χρηστηριάζονται καθόλου οἱ Ἕλληνες ἐνόσω πολεμοῦν μεταξύ τους [Ξενοφών, «Ἑλληνικά», Γ 2, 22] - ὁ νόμος δηλαδὴ ἐκεῖνος, ποὺ τελικῶς ἐπιβίωσε μόνον γιὰ τὴν τέλεσι τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων.»

Οἱ Δελφοὶ ἤθελαν τὴν ἔνωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸν πρὶν ἡ πόλις-κράτος φθάσῃ στὰ ὅριά της.

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

«Ἱστορία τῶν ἀρχαίων Ἀθηνῶν» - τὸ ἔργο ζωῆς τοῦ Σαράντου Καργάκου, κτῆμα ἐς αἰεί. Ἱστορία καὶ γλῶσσα.

Διαβάζω αὐτὲς τὶς ἡμέρες τὸ τρίτομο ἔργο τοῦ Σαράντου Καργάκου, «Ἱστορία τῶν ἀρχαίων Ἀθηνῶν», ἐκδ. Gutenberg, 2004. (Σελίδες 2.000, σκληρὸ ἐξώφυλλο, μὲ είδικὴ θήκη γιὰ τοὺς τρεῖς τόμους μαζί. Ποιοτικὴ στοιχειοθεσία, μὲ ὄμορφες γραμματοσειρές, φυσικὰ σὲ πολυτονικό.)

Μαζὶ μὲ τὴν δίτομη «Ἱστορία τῆς ἀρχαίας Σπάρτης», ἡ συγγραφὴ τῆς ὁποίας ἀκολούθησε τὴν «Ἱστορία τῶν ἀρχαίων Ἀθηνῶν», καὶ τὴν δίτομη «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικού Κόσμου καὶ τοῦ Μείζονος Χώρου», ἀποτελεῖ τὸ ἔργο ζωῆς τοῦ Σαράντου Καργάκου, ἕνα μνημειῶδες ἔργο, κτῆμα ἐς αἰεί, κατὰ τὴν ἔκφρασι τοῦ Θουκυδίδου, τὸ ὁποῖο κατατάσσει τὸν συγγραφέα στὴν χορεία τῶν μεγάλων Ἑλλήνων ἱστορικῶν, ἀπὸ τὸν Ζαμπέλιο, τὸν Παπαρρηγόπουλο, τὸν Σάθα καὶ τὸν Κουκουλέ, μέχρι τὸν Βακαλόπουλο, τὸν Ἄμαντο καὶ τὸν Ζακυθηνό, τὸν Σβορῶνο καὶ τὸν Μαρκεζίνη, τὸν Σακελλαρίου καὶ τὸν Δεσποτόπουλο. Ἀλλά, κυρίως, περισσότερο ἀκόμη, λαμβανομένων ὑπ᾿ ὅψιν τῶν ἀγώνων του γιὰ τὴν παιδεία μας καὶ τὴν Ἑλληνική μας γλῶσσα καὶ τοῦ συνολικοῦ του διδακτικοῦ καὶ συγγραφικοῦ ἔργου (νὰ θυμηθοῦμε ἀπὸ τὰ πρόσφατα μόνον τὸ «Ἕλληνες, Ἀρβανίτες, Ἀλβανοὶ» ἢ τὸ πρόσφατο «Ἡ Ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας» -ἄκρως ἐπίκαιρα-), ὁ Σαράντος Καργάκος κατατάσσεται -τολμῶ νὰ πῶ- μεταξὺ τῶν Διδασκάλων τοῦ Γένους.

Διαβάζουμε στὴν περιγραφὴ στὰ βιβλιοπωλεῖα τοῦ Δικτύου:
«Μέσα σε 2000 σελίδες άρτιας τυπογραφικής αισθητικής, συμπυκνώνεται όλη η ζωή των αρχαίων Αθηνών από την εποχή του μύθου ως τον Ιουστινιανό. Ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε ένα πανόραμα της Αθήνας, όπου -παράλληλα προς τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα- συνεξετάζονται: ο κοινωνικός και πνευματικός βίος, οι καλλιτεχνικές εκφράσεις, η οικονομική δράση, τα δημογραφικά δεδομένα, οι κοινωνικές τάσεις και εντάσεις, οι φιλοσοφικές σχολές, οι επιρροές και οι επιδράσεις. Το μακρύ ιστορικό αυτό οδοιπορικό, που καλύπτει χρονικό άνω των 2000 ετών, γράφτηκε με σκοπό να γνωρίσουν οι κάτοικοι της Αθήνας την ιστορία της "άγνωστης" σ' αυτούς πόλης που κατοικούν. Εκτός από τη δράση του ανθρώπου ο συγγραφέας εκτείνεται και στην εξέταση του χώρου, όχι μόνο ως γεωγραφικού όρου, αλλά ως "ανθρωπογενούς" περιβάλλοντος - γιατί ιστορία δεν έχει μόνο ο άνθρωπος αλλά και ο τόπος μέσα στον οποίο αυτός πλάθει και πλάθεται, δημιουργεί και δημιουργείται. Το τρίτομο αυτό έργο αποτελεί παράλληλα έναν καθρέπτη του χθες για το σήμερα, μια "φωτογραφία" που βοηθάει τον αναγνώστη να γνωρίσει την αρχαία Αθήνα κι έτσι να την αγαπήσει. Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου η γλαφυρότητα συμβαδίζει με την επιστημονικότητα και το βαθύ φιλοσοφικό στοχασμό. Για ένα έργο αλήθειας, πνευματικής ευθύνης και λογοτεχνικής σαγήνης, που έλειπε εμφαντικά από την ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία. Το κενό αυτό ακριβώς φιλοδοξεί να καλύψει η ιστορία των Αρχαίων Αθηνών, του Σαράντου Ι. Καργάκου.»

Πράγματι, πρόκειται γιὰ ἕργο συνθετικό. Ὄχι δηλαδὴ ἁπλῶς ἐπιμελοῦς ἱστορικοῦ ἐρευνητῆ, ἱστοριοδίφη, ἀλλὰ ἱστορικοῦ. Στὴν ἀφήγησι συμπλέκονται ἀξεχώριστα ὁ τόπος καὶ οἱ ἄνθρωποι, διότι ὁ τόπος, ἡ Μητέρα Γῆ, καὶ οἱ ἄνθρωποι, τὰ παιδιά της, καὶ ὁ πολιτισμός τους, εἶναι κάτι ἑνιαῖον, τὸ ὁποῖον ἐξελίσσεται μαζί, ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ μύθου μέχρι καὶ σήμερα. Τόπος (περιγράφονται ἀναλυτικὰ ὅλες οἱ περιοχὲς τῆς Ἀττικῆς), μύθος καὶ ἱστορία, ἄνθρωποι καὶ πολιτισμός. Γίνεται ἔτσι κατανοητὸ πόσο δίκιο εἶχαν οἱ ἀρχαῖοι Ἀθηναῖοι ποὺ θεωροῦσαν ἐαυτοὺς αὐτόχθονες, παιδιὰ τῆς Ἀθηνᾶς-Γῆς καὶ τοῦ Ἠφαίστου, σὰν τὸν φιδόμορφο Ἐριχθόνιο.

Ἀναπτύσσεται ἐπίσης ἡ ἱστορία ὄχι μόνον κατὰ τὴν χρονικὴ ἐξέλιξι («δὲν μὲ φοβίζει ὁ ὅρος γεγονοτολογικὴ ἱστορία, ποὺ τόσο εἶχε μιανθεῖ κατὰ τὸν παρελθόντα καιρό» (ὅρα καὶ Ρεπούση), γράφει ὁ συγγραφεύς - σπουδαῖος ἀφηγητής), ἀλλὰ «δὲν λείπει οὔτε ἡ θεωρία οὔτε ὁ στοχασμός», ἐξετάζεται ὅμως καὶ κάθε εἰδικότερη πτυχὴ χωριστά. Στὸ τέλος μάλιστα τοῦ Α' τόμου ὑπάρχουν τὰ ξεχωριστὰ κεφάλαια:
  • Κοινωνικὴ δομὴ
  • Πολιτικὴ δομὴ
  • Στρατιωτικὴ δομὴ
  • Δικαστικὴ δομὴ
  • Οικονομικὴ δομὴ
  • Ιδιωτικὸς καὶ δημόσιος βίος
  • Ἡ γυναῖκα στὴν ἀρχαία Ἀθήνα
  • Ὁ ἔρωτας στὴν ἀρχαία Ἀθήνα
Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ στέκεται καὶ ὡς αὐτόνομη μελέτη. Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὰ ἡ ἱστορία, διότι «Ἡ ἱστορία στὴν πραγματική της ἔννοια εἶναι μία. Συχνὰ ὁ ὑπερφωτισμὸς ἑνὸς μέρους συνεπάγεται τὸν σκοτισμὸ ἄλλων μερῶν. Μετὰ τὴν ὑπέρμετρη ἐξειδίκευση [...] [πρέπει νὰ ξαναβροῦμε] τὴν εἰκόνα τοῦ ὅλου. Θεωρῶ ἀναγκαία τὴν ἐπανανακάλυψη τῶν Ἀθηνῶν.» γράφει ὁ ἱστορικός, καὶ νομίζω ὅτι τὸ ἐπιτυγχάνει.

Θὰ ἔλεγα ἐπίσης ὅτι τὰ βιβλία αὐτά, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἀποκαθιστοῦν τόσο τὴν Ἀθήνα ὅσο καὶ τὴν Σπάρτη ἀπὸ τὴν διαστρέβλωσι τὴν ὁποία ἔχει ὑποστεῖ ἡ εἰκόνα τους στὴν Δύσι κυρίως. (Ὅπου ἡ Ἀθήνα παρουσιάζεται ὡς φιλελεύθερη ἀστοκαπιταλιστικὴ ἐνῶ ἡ Σπάρτη ὡς ὁλοκληρωτικὴ φασιστικὴ ἢ κομμουνιστική· βλέπε ἀπὸ Ράσσελ καὶ Πόπερ μέχρι... Δανίκα ποὺ τὸν ἐνοχλοῦν οἱ «300». Ἐνῶ καὶ δύο αὐτὲς ἀντιλήψεις ἀποτελοῦν στρεβλώσεις τῆς πραγματικότητος. Ὁ Καστοριάδης ἐν τούτοις, καίτοι δυτικόφιλος, ἐπεσήμανε τὶς διαφορὲς τῆς Ἑλληνικῆς δημοκρατίας ἀπὸ τὸ σύγχρονο δυτικὸ ἀστικὸ καθεστώς, καὶ φυσικὰ πολὺ περισσότερο τὸ ἐπεσήμαναν οἱ διανοητὲς ποὺ ἄσκησαν ἔντονη κριτικὴ στην Δύσι, ὅπως π.χ. ὁ Γιανναρᾶς, ὁ Ζιάκας κ.ἄ.)

Ἐὰν βρῶ χρόνο, στὶς ἐπόμενες μέρες θὰ πληκτρολογήσω μερικὰ ἐνδιαφέροντα σημεῖα· λεπτομέρειες, οἱ ὁποίες ὅμως ἀποτελοῦν καίριες καὶ ἀποκαλυπτικὲς ἐπισημάνσεις τοῦ συγγραφέως. (Ἤδη κατέγραψα μία, γιὰ τὴν εὐλάβεια τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων - «δεισιδαιμονεστάτων πάντων» κατὰ Παῦλον, ἀλλὰ καὶ θεραπόντων τοῦ Λόγου καὶ τῆς Σοφίας, χωρὶς ἀντίφασι.)

Πρὶν προχωρήσουμε ὅμως στὸ κυρίως ἔργο, ἀντιγράφω ἀπὸ τὸν πρόλογο τὴν καίρια ἐπισήμανσι τοῦ συγγραφέως γιὰ τὴν γλῶσσα μας. Προσοχή:

«Ἐξυπακούεται ὅτι τὸν πρῶτο λόγο στὴ συγγραφὴ αὐτὴ ἔχουν οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς. Φυσικὰ καὶ οἱ ἐπιγραφές, τὰ μνημεῖα, τὰ ἀρχαιολογικὰ εὐρήματα κάθε λογῆς. Δὲν μπαίνουμε βέβαια σὲ ἀρχαιολογικὲς λεπτομέρειες. Οὔτε ἐκφέρουμε ἄποψι γιὰ θέματα στὰ ὁποῖα οἱ εἰδικώτεροι ἡμῶν ἀρχαιολόγοι διαφωνοῦν. Λαμβάνουμε τὸ ἀπόσταγμα τῶν μελετῶν τους. Ὅλα ὅμως βλέπονται μὲ τὴ δική μας ματιά. Ἡ προώθηση τῶν ἀρχαίων συγγραφέων στὴν πρώτ γραμμὴ τῶν μαρτυριῶν ὑπηρετεῖ καὶ μιὰ ἄλλη ἐπιστημονικὴ σκοπιμότητα: χωρὶς τὸ λόγο τῆς ἱστορίας δὲν γράφεται ἱστορία. Ἕνα βιβλίο ἀρχαίας ἱστορίας, γιὰ νὰ εἶναι πάντα φρέσκο, πρέπει νὰ «μυρίζει θάλασσα». Καὶ θὰ μυρίζει, ὅταν εἶναι βουτηγμένο μέσα στὴν θάλασσα τοῦ ἀρχαίου λόγου. Γιὰ νὰ μπορεῖ, ὅμως, νὰ ἀκούσει, δηλαδὴ νὰ αἰσθανθεῖ, ὁ ἀναγνώστηςτὸν ἀρχαῖο κόσμο, πρέπει νὰ ἀκούσει ἀτόφυο τὸ λόγο του. Ἔτσι ὁ ἀναγνώστης τοῦ βιβλίου αὐτοῦ μαζὶ μὲ τὴν ἀρχαία ἱστορία μελετᾶ -ὣς ἕνα βαθμό- καὶ τὴν ἀρχαία γλῶσσα. Ἡ ἀρχαία λέξη φέρνει τὸ ἄρωμα τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Τίποτα δὲν βοηθᾶ τὸν ἀναγνώστη νὰ καταλάβει τὸ πνεῦμα τῶν ἀρχαίων -ἰδίως τῶν Ἀθηναίων- ὅσο ὁ ἀρχαῖος λόγος. Γι᾿ αὐτὸ παραθέτουμε αὐτούσια (συνοδευόμενα ὅμως ἀπὸ δική μας μετάφραση), ὅλα τὰ ἀρχαῖα χωρία ποὺ χρησιμοποιοῦμε, ὅταν ἐνδιαφέρουν τὸ θέμα μας. Κι ἐδῶ χρειάζεται ἡ τέχνη τοῦ ἱστορικοῦ ποὺ θὰ ἐξοικειώσει τὸν ἀναγνώστη μὲ τὸν ἀρχαῖο λόγο, ποὺ δὲν εἶναι φορέας ἑνὸς ἁπλοῦ νοήματος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ σὲ μιὰ σύγχρονη γλῶσσα, ἀλλ᾿ εἶναι πρωτίστως ἡ ψυχὴ ἐκείνων ποὺ τὸν χρησιμοποίησαν. Ἕνα παράδειγμα: ἀλλιώτικα νιώθει κανεὶς τοὺς Ἀθηναίους ἐφήβους ὅταν διαβάζει τὸν ὅρκο τους στὸ πρωτότυπο, καὶ ἀλλιώτικα σὲ μετάφραση. Κρίναμε ἐπίσης ἀναγκαία τὴν παράθεση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ λόγου καὶ γιὰ μιὰ πρόσθετη αἰτία: πολλὲς μεταφράσεις εἶναι ὑποκειμενικὲς καὶ ἐλάχιστα ἀντικειμενικές. Μὲ λύπη διαπιστώνουμε, πέρα άπὸ τὴ γενικευμένη ὑποχώρηση τῆς ἀρχαιομαθείας, μιὰ ἀλλοίωση τοῦ ἀρχαίου λόγου σὲ δικά μας καὶ ξένα βιβλία. Δυστυχῶς οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς σπουδάζονται κυρίως ἀπὸ μεταφράσεις. Δὲν εἶναι ὅμως τὸ ἴδιο νὰ τοὺς σπουδάζεις ἀπὸ τὸ πρωτότυπο. Πρέπει ὡς ἱστορικοὶ νὰ μαθαίνουμε καὶ τὶς λέξεις ποὺ συνθέτουν τὸ ἱστορικὸ σῶμα. Εἶναι καὶ οἱ λέξεις ἱστορία κι ἔχουν κι αὐτὲς τὴ δική τους ἱστορία. Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἐπιμένουμε καὶ στὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία: νὰ μὴ δίνεται στὸν ἀναγνώστη ἡ ἐντύπωση δύο συστημάτων γραφῆς. Δὲν ἐννοῶ τὸ γιατί, ἐφόσον ἡ λέξη γλῶσσα ἐξακολουθεῖ νὰ γράφεται μὲ ὠμέγα, νὰ βάζουμε στὴ σύγχρονη γραφὴ ὀξεῖα καὶ στὴν ἀρχαία περισπωμένη. Οἱ ἁπλουστεύσεις στὴ γλῶσσα ἔφεραν τὶς πιὸ ὀδυνηρὲς χειροτερεύσεις.»

Βιβλία ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκονται σὲ κεντρικὴ θέσι σὲ κάθε σχολικὴ βιβλιοθήκη. Βιβλία ποὺ τὸ μισελληνικὸ κατεστημένο προσπάθησε βεβαίως νὰ θάψῃ, ἀλλὰ, εἴπαμε, κτῆμα ἐς αἰεί· ὅταν ἀπὸ τοὺς ἐθνομηδενιστὲς δὲν θὰ ἔχει μείνει οὔτε ἡ σκόνη, ὁ Ἑλληνισμός, δένδρο βαθύρριζο σὰν τὴν ἐλιὰ ποὺ φύτευσε ἡ Ἀθηνᾶ σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ δίπλα τὸν Ἱερὸ Βράχο, θὰ θάλλῃ ἀκόμη. Ἐὰν προσωρινῶς ἡ γενιὰ μας ἢ ἡ ἐπόμενη περάσῃ διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου, αὐτὸ ἁπλῶς ἀφορᾷ ἐμᾶς. Ἀλλά, οὔτως ἢ ἄλλως ἔχει συμβεῖ πολλὲς φορὲς στὸ παρελθόν. Τὸ ξέρουμε.
 
* * *
 
    Μεγάλη ἦταν ἡ χαρά μου ὅταν ἐδώρισα τὰ βιβλία αὐτὰ στὸν ἀείμνηστο πατέρα μου. Μεταφέρω ἐδῶ τὴν ἀφιέρωσι ποὺ ἔγραψα στὴ πρώτη σελίδα, κι ἂς μὴν ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἐκφράσῃ τὴν αἴσθησι τοῦ χρέους.

   Ὅταν οἱ ἔφηβοι τῶν Ἀθηνῶν ἔδιδαν τὸν περίφημο ὅρκο στὸ ἱερὸν τῆς Ἀγλαύρου, καὶ γίνονταν πολίτες καὶ ὁπλίτες (ὅπερ ἓν καὶ τὸ αὐτὸν γιὰ τὸν πρὸ «προοδευτικοῦ» «ἐκσυγχρονισμοῦ» Ἑλληνισμόν), κατέληγαν ἐπικαλούμενοι ὡς μάρτυρες τοὺς πατρῴους θεοὺς καί, τέλος, τοὺς καρποὺς τῆς ἀττικῆς γῆς: «ἵστορες οἱ θεοὶ ... ὅροι τῆς πατρίδος πυροί, κριθαί, ἄμπελοι, ἐλάαι, συκαῖ». Οἱ λιτοὶ ἀλλὰ εὐγενεῖς αὐτοὶ καρποὶ τῆς «λεπτογείου» Ἀττικῆς, λιτοὶ καὶ εὐγενεῖς σὰν τὶς κομψὲς γραμμὲς τῶν βουνῶν της ποὺ διαγράφονται στὸν διαυγὴ οὐρανό (ὅπως ἐμπνευσμένα ὕμνησε τὴν «Ἑλληνικὴ Γραμμή» ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος τὸ 1903), ἔθρεψαν καὶ μεγάλωσαν τὰ παιδιὰ ποὺ ἡ ἴδια γῆ ἐγέννησε -μᾶς τὸ λέγει ἄλλωστε ὁ μῦθος τῆς ἐλαίας ποὺ ἐχάρισε ἡ θεὰ στὴν πόλι. Αὐτὴ ἡ λιτὴ γῆ καὶ οἱ καρποί της εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς διαύγειας τοῦ πνεύματος ποὺ σμιλεύθηκε στὴν φειδιακὴ ζῳφόρο τοῦ Παρθενῶνος καὶ ἐδιδάχθηκε στὸ ἀρχαῖο θέατρο καὶ στὸ «Μαραθώνιον ἄλσος».

   «Τὴν πατρίδα δὲ οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δὲ καὶ ἀρείω ὅσης ἂν παραδέξωμαι» ὡρκίζοντο οἱ ἔφηβοι Ἀθηναῖοι. Καὶ ἂν τὸ «πλείω καὶ ἀρείω» δὲν ὑπῆρξε πάντοτε δυνατόν, ἡ ἐπιβίωσις διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου μέσα ἀπὸ ἐποχὲς σκότους καὶ σκλαβιᾶς δὲν εἶναι μικρότερο κατόρθωμα ἀπὸ τὴν λάμψι τῶν αἰώνων τῆς μεγίστης δόξης. Ὅλη αὐτὴ ἡ πορεία ἄλλωστε, ὅπως εἶχε πεῖ καὶ ἕνας χρησμὸς τῶν Δελφῶν («εὔδαιμον πτολίεθρον Ἀθηναίης ἀγελείης,  πολλὰ ἰδὸν καὶ πολλὰ παθὸν καὶ πολλὰ μογῆσαν, αἰετὸς ἐν νεφέλῃσι γενήσεαι ἤματα πάντα» (εὐδαίμων πόλις τῆς κουρσεύτρας Ἀθηνᾶς, πολλὰ εἶδες καὶ πολλὰ ἔπαθες καὶ πολλὰ ἐμόχθησες, μὰ ἀητὸς στὶς νεφέλες θὰ γενῇς ὅσο κρατοῦν οἱ ἡμέρες)), σὰν τοῦ ἀετοῦ εἶναι τὴν πτῆσι στὶς νεφέλες, τοῦ ἀετοῦ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὶς ὀμίχλες τῶν μύθων καὶ χάνεται πέρα ἀπὸ τὸν ὀρίζοντα τοῦ μέλλοντος, καὶ διατρέχει τὶς χιλιετίες περήφανος καὶ ὑψιπετής· καὶ καμμιὰ πρόσκαιρη δυσκολία δὲν τὸν σταματᾷ, ἐφ᾿ ὅσον τὸ τίναγμά του ξεκίνησε ἀπὸ στέρεα βάσι· τὴν λιτὴ καὶ εὐγενὴ ἀττικὴ γῆ, τὰ παιδιά της καὶ τὴν ἱστορία τους.

   Ἀρκεῖ μόνον νὰ μὴν ξεχνοῦμε καὶ νὰ τιμοῦμε τὴν κληρονομιά μας αὐτήν. Καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν κληρονομιά, τὴν πορεία τῶν αἰώνων, μὲ τὴν γνωστὴ ἐγκυρότητα τῆς πένας του, μᾶς βοηθᾷ νὰ γνωρίσουμε καλύτερα καὶ νὰ ἀγαπήσουμε ὁ Σαράντος Καργάκος, μὲ τὸ συναρπαστικὸ τοῦτο, «κτῆμα ἐς αἰεί», ἔργο του.

   Καὶ χαίρομαι περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα ποὺ μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 2007 νὰ χαρίσω τὸ ἔργο αὐτὸ γιὰ τὴν Ἀθήνα στὸν πατέρα μου, σεσημασμένον φιλαθήναιον ἄλλωστε, ὄχι μόνον ὡς εὐχαριστῶ διότι τοῦ χρωστῶ τὸ «ζῆν», ἀλλὰ καὶ διότι μὲ ἔμαθε νὰ ἀγαπῶ τὴν Ἀθήνα, τοὺς προγόνους καὶ τὴν Ἱστορία μας!

Ἀθῆναι, Πρωτοχρονιὰ 2007
Φειδίας

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

Καὶ πάλι περὶ τῆς ὁρκωμοσίας

Ἔγραφα στὶς 27 Σεπτ., «Ἡ τραγῳδία τῆς ζωῆς μου - Χωρισμὸς κράτους καὶ ἐκκλησίας τώρα!», ἀλλά, τώρα ποὺ ξαναδιαβάζω τὰ σχόλια, ἔχω τὴν ἐντύπωσι ὅτι δὲν ἔγινα ἀπολύτως κατανοητός. Ξανατονίζω λοιπὸν ὅτι, ὅσον ἀφορᾷ στὸ ζήτημα τῆς ὁρκωμοσίας, δὲν ἀσχολήθηκα κἂν μὲ τὸ ἂν πιστεύει κάποιος ἢ ὄχι, οὔτε μὲ τὸ δικαίωμα τῆς ἀνεξιθρησκείας, ἀλλὰ μὲ τὸν σεβασμὸ πρὸς τὴν πόλιν.

Συμπληρωματικῶς, τρία κείμενα, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὴν διαφορά:

Κείμενον 1ον: Ἡ κ. Βασιλεία Παπαρήγα γράφει στὸν «Ριζοσπάστη»:

«Το ΚΚΕ από την είσοδό του στη Βουλή το 1974 έχει κατακτήσει το δικαίωμα να μη μετέχει στη θρησκευτική τελετή της ορκωμοσίας, με μια στάση αξιοπρέπειας, λεβεντιάς, χωρίς υστερίες και τυμπανοκρουσίες. Μια στάση που αναδεικνύει την άτεγκτη θέση του από κάθε θεοκρατικό θεσμό που κρατά το λαό δούλο της καπιταλιστικής εξουσίας, αλλά και το σεβασμό στο ατομικό δικαίωμα κάθε πολίτη να πιστεύει στο όποιο δόγμα. Αλήθεια, σε τι αποσκοπούν οι «εφετζίδικες» δηλώσεις των βουλευτών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ότι εκείνοι θα ορκιστούν μόνο στην τιμή τους και η επιδεικτική αποχώρησή τους την ώρα του αγιασμού;»

Συγκρίνετε τὴν σοβαρότητα τῆς στάσεως τοῦ ΚΚΕ -τοῦ δογματικοῦ, ἀθέου, ὅ,τι θέλετε, ΚΚΕ!-, τὸ ὁποῖο πάντως παρίσταται στὴν πολιτικὴ τελετὴ τῆς ὁρκωμοσίας (ἁπλῶς οἱ ἄνθρωποι δὲν κάνουν τὸν σταυρό τους), μὲ σεβασμὸ στοὺς θεσμούς, χωρὶς νὰ φωνασκεῖ, νὰ ὠρύεται καὶ νὰ προκαλεῖ, χωρὶς τοὺς θεατρινισμούς δηλαδή τοῦ ΣΥΡΙΖΑ.

Κείμενον 2ον: Γράφει ὁ Σαράντος Καργάκος στὸ μνημειῶδες ἔργο του «Ἱστορία τῶν ἀρχαίων Ἀθηνῶν»:

«Εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβουμε τὴ θρησκευτικότητα τῶν Ἑλλήνων. Ἡ θρησκεία τους δὲν ἦταν δόγμα, ἀλλὰ ἕνα σύνολο τελετουργιῶν, στὶς ὁποῖες ὀφειλόταν ἀπόλυτος σεβασμός. Οἱ Ἀθηναῖοι μπορεῖ ὅλοι νὰ μὴν ἦσαν πιστοί, ἦσαν ὅμως εὐλαβεῖς. Ἡ ἀνευλάβεια ἦταν ἄγος, ποὺ ἔφερνε καταστροφή, ὅπως δειχνόταν μέσα ἀπὸ τὴ μυθολογική τους ροή. Γι᾿ αὐτὸ στὴν πιὸ φωτεινὴ γιὰ τὴν Ἀθήνα στιγμή, στὴν ἐποχὴ τοῦ Περικλῆ, εἶχε ἐκδοθεῖ ψήφισμα ποὺ ἀπαγόρευε συζητήσεις γιὰ τὰ «θεῖα πράγματα», συζητήσεις ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ προκλέσουν ρηγματώσεις στὴν πίστη. Οἱ καινοτόμοι Ἀθηναῖοι πίστευαν πὼς ἡ παράδοση σώζει. Δὲν χρειάζονταν κάποιο σύγχρονο διανοητὴ σὰν τὸν πολὺ ἀξιόλογο Ροζὶς Ντεμπραί, γιὰ νὰ τοὺς γράψει ἕνα βιβλίο τοῦ τύπου «Θεός, ἕνα δρομολόγιο», καὶ νὰ τοὺς πεῖ ὅτι ἡ θρησκευτικότητα εἶναι σηματοδότης ταυτότητας, καὶ συνεπῶς, ὅταν σβήνεις τὰ σήματα, δημιουργεῖς ἕνα κενὸ στὴν κοινωνικὴ συνοχή. Αὐτὸ τονίζουμε ἀπὸ τὴν ἀρχή: ἡ θρησκεία, πέρα ἀπὸ ἄλλη ἀποστολὴ ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή, εἶναι στοιχεῖο κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς συνοχῆς. Ἀπομάκρυνση ἀπὸ αὐτὴ δημιουργεῖ χαοτικὲς καταστάσεις κάθε λογῆς, ποὺ ἀκολοῦθως ὠθοῦν σὲ παλινδρομήσεις ποὺ δὲν βοηθοῦν τὴν πρόοδο. Ὅποιος κόβει τὶς ρίζες του στὴν γῆ, ὅταν νιώσει μετέωρος, θὰ αἰσθανθεῖ τὴν ἀνάγκη νὰ τὶς ζητήσει στὸν οὐρανό, ἀλλὰ τότε δὲν θὰ εἶναι ρίζες, θὰ εἶναι ὀπτασίες, ποὺ ίσως κάνουν κακό. Τὸ ἤξεραν οἱ Ἀθηναῖοι αὐτό, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦσαν κρατημένοι στὰ πάτρια.»

Κείμενον 3ον: Ἀπὸ τὸν εξαιρετικὸ ἀρθρογράφο τῆς ἐφημερίδος τῶν Ἰωαννίνων «Πρωινὸς Λόγος», Φίλιππο Κρομμύδα, «Ἡ σημασία τοῦ ὅρκου», 9 Ὀκτ. 2007:

«Πριν λίγες μέρες, έλαβε χώρα η ορκωμοσία των νεοεκλεγέντων βουλευτών της βουλής που προέκυψε από τις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου.

Χωρίς έκπληξη είδαμε τότε, όλους τους προοδευτικούς βουλευτές να αρνούνται να υψώσουν το χέρι και να δώσουν τον όρκο τον οποίο προβλέπει το σύνταγμα ως προϋπόθεση αποκτήσεως της βουλευτικής ιδιότητας.

Στρογγυλοκάθισαν απλώς στα έδρανα της βουλής, και ανέλαβαν τα βουλευτικά των καθήκοντα, χωρίς να δικαιούνται, με πραξικόπημα, το οποίο δυστυχώς, δεν διέγειρε τα ευαίσθητα δημοκρατικά ανακλαστικά πολλών Ηρακλειδών της δημοκρατίας στην χώρα αυτή. Όλοι εσιώπησαν.

Ανέχθηκαν την κωμική σκηνή, όπου οι μισοί βουλευτές ορκίζονταν πίστη στην συνταγματική νομιμότητα ενώ ταυτοχρόνως δίπλα των μια άλλη ομάδα βουλευτών την καταπατούσε. Είναι βλέπετε προοδευτικοί κι όλοι στέκονται σούζα μπροστά των, διότι είναι αυτοί κι όχι το σύνταγμα, που καθορίζουν την πολιτική ορθότητα σ’ αυτήν την έρμη χώρα.

Για την πράξη των αυτή, οι προοδευτικοί βουλευτές, δεν προέβαλαν ως δικαιολογία το πραγματικό κίνητρό των, που είναι η αποκοπή του Ελληνισμού από τις παραδόσεις του και την ιστορική του συνέχεια, ώστε να χάσει την εσωτερική συνοχή του και να καταστεί ευάλωτος στις δυνάμεις που τον επιβουλεύονται, παρά θόλωσαν τα νερά προβάλλοντας, ως συνήθως, ένα πρόσχημα. Συγκεκριμένα επικαλέσθηκαν το δικαίωμά των στην ανεξιθρησκία.

Μια όμως απλή ανάγνωση του σχετικού άρθρου του συντάγματος πείθει τον αναγνώστη, ότι το σύνταγμα όχι μόνον δεν παραβιάζει την αρχή της ανεξιθρησκίας άλλα την διαφυλάττει, προβλέποντας τυπικό ορκωμοσίας για κάθε θρησκευτική ή δογματική απόκλιση.

Παραθέτω παρακάτω το σχετικό άρθρο του συντάγματος, για να κρίνει ο ίδιος αναγνώστης, πόσο απέχουν οι λόγοι που επικαλέστηκαν οι προοδευτικοί από την πραγματικότητα κι΄ ακόμα πόσο σέβονται και εφαρμόζουν αυτοί οι …κουλτουριάρηδες την συνταγματική νομιμότητα για την οποία τόσο πολύ δείχνουν ότι κόπτονται. Αναφέρει λοιπόν το άρθρο 59:

1. Oι βoυλευτές πριν αναλάβoυν τα καθήκoντά τoυς δίνoυν στo Boυλευτήριo και σε δημόσια συνεδρίαση τoν ακόλoυθo όρκo:
"Oρκίζoμαι στo όνoμα της Aγίας και Oμooύσιας και Aδιαίρετης Tριάδας να είμαι πιστός στην Πατρίδα και τo δημoκρατικό πoλίτευμα, να υπακoύω στo Σύνταγμα και τoυς νόμoυς και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκoντά μου".
2. Αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι βουλευτές δίνουν τον ίδιο όρκο σύμφωνα με τoν τύπo της δικής τoυς θρησκείας ή τoυ δικoύ τoυς δόγματος.
3. Boυλευτές πoυ ανακηρύσσoνται όταν η Boυλή απoυσιάζει δίνoυν τoν όρκo στo Tμήμα της πoυ λειτουργεί.

Όπως λοιπόν φαίνεται, ο συνταγματικός νομοθέτης, δεν αφήνει κανένα περιθώριο διαφυγής από την ορκωμοσία. Δεν προβλέπει δε, ούτε αναφέρει τίποτα γι’ αυτήν την σούπα που θέλουν να μας σερβίρουν οι κουλτουριάρηδες, δηλαδή να ορκίζονται στην συνείδησή των.

Θέλουν, να αποφύγουν μια ηθική δέσμευση, που αποκαλύπτει την ηθική των ταυτότητα. Θέλουν να ζουν στην ηθική σκιά ώστε να δρουν ανενόχλητοι και να μην χρεώνεται το σύστημά των τις παρασπονδίες των. Αποδέχονται μόνο την ατομική ευθύνη γι’ αυτό επικαλούνται ως εγγυητή της μαρτυρίας των τον …εαυτόν των. Θαύμα, Γιάννης πίνει Γιάννης κερνάει.

Υποκρίνονται ότι ονειρεύονται μια κοινωνία αποτελούμενη από άτομα ξεκάρφωτα, αυθαίρετα, ανένταχτα γεμάτα αναιδή ατομικά δικαιώματα. Αυτό το κάνουν όμως για να κολακέψουν το άτομο, να το αλλοτριώσουν, να το στρατολογήσουν και να το κάνουν να στραφεί εναντίον του υπάρχοντος καθεστώτος, με απώτερο στόχο να αποδιοργανώσουν και να αποσαθρώσουν την κοινωνία, επί των ερειπίων της οποίας θέλουν να ανεγείρουν την δική των αυτοκρατορία. Την αυτοκρατορία της παγκοσμιοποίησης, εντός της οποίας όμως το άτομο θα φέρνει τότε πολύ βαρύτερες αλυσίδες ανελευθερίας και δουλείας.

Η υποκρισία των αποκαλύπτεται από τις αντιφάσεις των. Θεωρούν «ανθρώπινο δικαίωμα» την ελευθερία του ατόμου στην επιλογή θρησκεύματος ή σεξουαλικού προσανατολισμού, άλλα απαγορεύουν την ίδια στιγμή στο άτομο να επιλέξει τον γιατρό του ή τον δάσκαλο των παιδιών του, την κατεύθυνση της παιδείας του ή τον ασφαλιστικό του φορέα. Αυτό φαίνεται από την σκληρή πολεμική που εξαπολύουν εναντίον της αναθεωρήσεως του άρθρου 16 του συντάγματος και από την απαίτησή των όλα τα παραπάνω να παρέχονται από κρατικά μονοπώλια.

Ο λόγος όμως για τον οποίον ο Ελληνικός λαός, μέσω του συνταγματικού νομοθέτη, υποχρεώνει τους βουλευτές να δώσουν τον παραπάνω όρκο, είναι γιατί θέλει ακριβώς να τους δεσμεύσει ηθικώς, να λειτουργήσουν, κατά την διάρκεια της εξασκήσεως των καθηκόντων των στο κοινοβούλιο, με τιμιότητα, ειλικρίνεια, και ευσυνειδησία.

Φαίνεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, και δι’ αυτού ο λαός, πιστεύουν ότι τα ανωτέρω απαραίτητα χαρακτηριστικά της πολιτικής συμπεριφοράς δεν είναι δυνατόν να εξασφαλιστούν μέσω των συνηθισμένων μέσων που αποδέχονται οι προοδευτικοί, δηλαδή της γραφειοκρατίας. Θεωρούν, και δικαιολογημένα, ότι το ήθος δεν νομοθετείται, και ότι απαιτείται ξεχωριστή, ειδική διαδικασία για να επισημανθεί η σημασία του στην λειτουργία του πολιτεύματος. Αυτή κατά την γνώμη του νομοθέτη είναι η ορκωμοσία.

Έχει κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα η διαδικασία αυτή, της ορκωμοσίας; Αμφιβάλω. Σε μια εποχή που το ήθος έχει εκπέσει παντελώς ως κοινωνικό ζητούμενο και απουσιάζει από κάθε εκδήλωση ανθρώπινης συμπεριφοράς, το να ζητάει κανείς ηθική δέσμευση δεν είναι παρά μια ουτοπία.

Εν τούτοις η απαίτηση αυτή σηματοδοτεί, μια εμμονή της κοινωνίας, μια απαίτηση να δώσει βάρος στην ηθική υπόσταση της ανθρώπινης προσωπικότητος και να υπογραμμίσει την σημασία της ηθικής διάστασης της κοινωνίας.

Αυτό ακριβώς είναι το σημείο το οποίο διαφωνούν οι προοδευτικοί και αδυνατούν να κατανοήσουν, δηλαδή μια κοινωνία με ηθική διάσταση.

Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι υπάρχουν πράγματα μη υλικά, μη ορατά, μη ελεγχόμενα πολιτικώς και γραφειοκρατικώς, μη επιδεχόμενα μετρήσεως και ελέγχου, πολλές φορές δε μη δυνάμενα ακόμη και να εκφραστούν δια λόγων, που διαδραματίζουν όμως αποφασιστικό ρόλο στην λειτουργία της κοινωνίας και του πολιτεύματός της.

Όλοι οι άγραφοι κανόνες που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, τα συλλογικά υπονοούμενα, τα σιωπηλά συμπεφωνημένα, παραδόσεις διάχυτες, συνήθειες και ευαισθησίες ανέκφραστες, αποτελούν το υπόβαθρο που αποκαλούμε κοινωνικό ήθος το οποίο οδηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά και καθορίζει αποφασιστικά το πολιτικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Αυτά δεν τα δέχονται οι προοδευτικοί. Δεν τα λαμβάνουν υπ’ όψιν των στην ανάλυση της κοινωνίας και της πολιτικής πραγματικότητας. Πιστεύουν ότι ο άνθρωπος αποτελείται μόνον από ...άντερα η δε κοινωνία χαρακτηρίζεται και οδηγείται από την γραφειοκρατία. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος για τον οποίον απέτυχαν παταγωδώς όπου επιχείρησαν να εφαρμόσουν τις πολιτικές των ιδέες.

Μια άλλη δικαιολογία που προβάλλουν για την κατάργηση του όρκου, όχι μόνον από την βουλή, άλλα κι’ από τα δικαστήρια, από την ανάληψη καθηκόντων των δημοσίων υπαλλήλων, των δημοτικών αρχών και άλλων, είναι το ότι θέλουν, όπως ισχυρίζονται, τον διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας.

Πάλι εδώ υποκρίνονται και προβάλουν ως πρόσχημα τον παραπάνω διαχωρισμό. Αν ήταν ειλικρινείς θα έπρεπε να ενοχλούνται πολύ περισσότερο και να φροντίσουν κατά προτεραιότητα να τακτοποιήσουν τον δικό των χώρο, τον πολιτικό, διαχωρίζοντας το κόμμα από την κυβέρνηση, την εκτελεστική εξουσία από την νομοθετική και την δικαστική, καθώς και την προεδρία από την νομοθετική και την εκτελεστική.

Μέσα σ’ αυτή την πολιτική σαλάτα όπου ο πρωθυπουργός διορίζει τον πρόεδρο της δημοκρατίας, τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, τον πρόεδρο της Βουλής, τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων, εισηγείται δε και ψηφίζει τα νομοσχέδια που θέλει και μόνον αυτά, είναι αστείο να μιλάμε για δημοκρατικό πολίτευμα.

Το ότι τίποτε απ’ αυτά δεν φαίνεται να τους ενοχλεί, παρά ο χωρισμός κράτους και εκκλησίας δείχνει την υποκριτική των διάθεση. Νομίζω ότι ο λόγος είναι το ότι ο πρωθυπουργός δεν διορίζει και τον αρχιεπίσκοπο. Ίσως αν διόριζε κι’ αυτόν, και ελέγχονταν από το πολιτικό κατεστημένο να μην ενοχλούνταν από την γνώμη της εκκλησίας.

Ας προσπαθήσουμε όμως να προσδιορίσουμε την κοινωνική και πολιτική σημασία της ορκωμοσίας.

Αυτός που ορκίζεται ομολογεί ορισμένα πράγματα. Πρώτον ότι αποδέχεται την ηθική συνιστώσα της ανθρώπινης προσωπικότητας και την ηθική διάσταση της κοινωνίας.

Δεύτερον δηλώνει ότι ο ίδιος ανήκει στο συγκεκριμένο σύστημα πολιτισμού που επικαλείται δια του όρκου του και υπενθυμίζει την προσφορά του συστήματος αυτού και την συμβολή του στην κοινωνική και πολιτισμικη πρόοδο, πράγματα που εγγυώνται την αξιοπιστία του.

Τρίτο παρουσιάζει το σύστημα ιδεών και αξιών στο οποίο πιστεύει και εφαρμόζει στην ζωή του καθώς και την κοινωνική ομάδα έναντι της οποίας είναι ηθικώς υπόλογος.

Εμφανίζει τέλος τα σημεία και τα σύμβολα αναγνωρισιμότητας της ηθικής που τον διέπει και της ομάδος με την οποία ταυτίζεται και έναντι των οποίων αναλαμβάνει την ευθύνη να μην τους εκθέσει παραβαίνοντας τον όρκο που δίνει.

Αυτή είναι η κοινωνική και η πολιτική σημασία του όρκου, απελευθερωμένη από κάθε συγκεκριμένο θρησκευτικό ή ιδεολογικό περιεχόμενο. Η ανάληψη δηλαδή της ηθικής δέσμευσης και ευθύνης έναντι μιας ιδεολογίας, μιας ομάδος ανθρώπων και ενός συνόλου συμβόλων.

Είναι ακόμη η εξασφάλιση της κοινωνικής διαφάνειας, ώστε να μην κινείται η ανθρώπινη συμπεριφορά στα σκιερά μονοπάτια του αποκρυφισμού και της συνομωσίας, της υποκρισίας και του ψεύδους.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν εξασφαλίζει ένας όρκος στην «συνείδηση» του ορκιζόμενου. Τίποτα δεν γνωρίζουμε γι’ αυτήν την συνείδηση και δεν επιφέρει καμιά ηθική συνέπεια σε μια γραφειοκρατική κοινωνία, όπου οι σχέσεις των ανθρώπων διέπονται μόνο από νομικούς κανόνες. Ο όρκος στην συνείδηση είναι ένα ακόμη ιδεολόγημα με το οποίο προσπαθούν να μας κοροϊδέψουν οι προοδευτικοί για να μην δεσμεύονται ώστε να μπορούν να δρουν υπογείως παρακάμπτοντας εύκολα μια δαιδαλώδη γραφειοκρατία.

Αν σ’ αυτό προσθέσει κανείς και την αρχή προσωπικών δεδομένων που προστατεύει το άτομο από κάθε «αδιάκριτο» βλέμμα, τότε αυτό καθίσταται ασύδοτο, πέρα από κάθε κοινωνικό έλεγχο, υποκείμενο μόνο στον έλεγχο του χωροφύλακα. Αποτέλεσμα, ένα αστυνομοκρατούμενο αυταρχικό καθεστώς.

Εντός του πλαισίου των παραπάνω σκέψεων θα μπορούσε να αποδεχθεί κανείς και κάποιο άλλο είδους όρκου, ας τον ονομάσουμε πολιτικό όρκο, αρκεί να ικανοποιούσε τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν. Να συμβολίζει δηλαδή και να εκφράζει το ήθος μιας συγκεκριμένης ομάδας με την οποία ο ορκιζόμενος δηλώνει ότι ταυτίζεται και η οποία θα έπαιρνε το κόστος σε περίπτωση επιορκίας του. Μιας ομάδος έναντι της οποίας είναι υπόλογος και η οποία εγγυάται γι’ αυτόν και ασκεί έλεγχο και επίβλεψη.

Έτσι, ένας μαρξιστής π.χ. θα μπορούσε να ορκισθεί στο Κεφάλαιο του Μάρξ, ένας κομμουνιστής στο σφυροδρέπανο, ως εκφραστή της ιδεολογίας και της ιστορίας του ΚΚΕ, ένας τέλος οπαδός της Γαλλικής επαναστάσεως και των ιδεών της. θα μπορούσε να ορκιστεί, αν ενοχλείται από το ευαγγέλιο ή τον σταυρό, στην… λαιμητόμο.»


...
Διαβάστε ἐπίσης: Ὁ ὅρκος τῶν Ἀθηναίων ἐφήβων.

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2006

Καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν

Καλὴ Χρονιά, φίλοι μου, γιὰ σᾶς, τοὺς δικοὺς σας, καὶ τὴν Ἑλλάδα μας! Τὸ 2006 ξημερώνει μὲ αἰσιοδοξία· ὄχι τὴν αἰσιοδοξία τοῦ ἐφησυχασμοῦ, ἀλλὰ τὴν αἰσιοδοξία τῆς ἀποφασιστικότητος καὶ τοῦ ἀγώνος [βλ. σχόλιον Σ. Καργάκου]. Ναί, σήμερα εἴμαστε ἐδῶ καὶ γράφουμε μὲ πολυτονικό· ἀκόμη καὶ αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα τῆς παραδόσεώς μας, αὐτὰ τὰ «ἄχρηστα», μικρούλια, χαριτωμένα σημαδάκια, τὰ ἀγαπᾶμε καὶ δὲν τὰ ἀπεμπολοῦμε γιὰ καμμία ψευτο-προοδευτικότητα. Ἄς μὴν ἐλπίζουν λοιπὸν κάποιοι ὅτι ὑπάρχει περίπτωση νὰ ἀπεμπολήσουμε τὰ μείζονα· τὴν γῆ, τοὺς βωμοὺς καὶ τὰ ἱερὰ μας· τὶς οἰκογένειες, τοὺς προγόνους καὶ τοὺς ἀπογόνους μας· τὶς ἱερὲς μας παραδόσεις. Ναί, ἐνοχλεῖ αὐτὸ πολὺ κάποια συμφέροντα· ἐνοχλεῖ σφόδρα καὶ τὴν θλιβερὴ μειονότητα τοῦ ἐγχώριου ψευτο-προοδευτισμοῦ, ἡ ὁποία, μὲ ὕβρεις και συκοφαντίες κατὰ τῆς μεγάλης πλειονότητος τῶν Ἑλλήνων, ἐπιχειρεῖ φασιστικῶς νὰ ἐπιβάλει τὸν ἀφελληνισμὸ καὶ νὰ μεταβάλει διὰ τῆς βίας τοὺς Ἕλληνες σὲ ἄβουλους καταναλωτὲς. Ὅμως οἱ Ἕλληνες, βαθιὰ δημοκρατικὸς λαὸς τρεισήμισυ χιλιάδες χρόνια τουλάχιστον, ἀντιδροῦν στὰ δικτατορικὰ σχέδια τοῦ ὅποιου κατεστημένου. Ναί, σήμερα Πρωτοχρονιά, ἐδῶ, ἐπαναλαμβάνουμε τὸν ὅρκο τῶν Ἀθηναίων ἐφήβων, τὴν ὕψιστη αὐτὴ ἔκφραση Ἑλληνικοῦ δημοκρατικοῦ φρονήματος. Ἀμυνῶ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὑπὲρ ὁσίων καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν· τὴν πατρίδα δὲ οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δὲ καὶ ἀρείω ὅσης ἂν παραδέξωμαι. Καλὴ Χρονιά, φίλοι μου!


Ὅρκος τῶν Ἀθήνησιν ἐφήβων

Οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τὰ ἱερά,
οὐδ᾿ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω,
ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὑπὲρ ὁσίων καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν·
τὴν πατρίδα δὲ οὐκ ἐλάσσω παραδώσω,
πλείω δὲ καὶ ἀρείω ὅσης ἂν παραδέξωμαι·
καὶ εὐηκοήσω τῶν ἀεὶ κρινόντων ἐμφρόνως,
καὶ τοῖς θεσμοῖς τοῖς ἱδρυμένοις πείσομαι
καὶ οὑς τινας ἂν ἄλλους τὸ πλῆθος ἱδρύσηται ὁμοφρόνως·
καὶ ἄν τις ἀναιρῇ τοὺς θεσμοὺς ἢ μὴ πείθηται, οὐκ ἐπιτρέψω,
ἀμυνῶ δὲ καὶ μόνος καὶ μετὰ πάντων·
καὶ ἱερὰ τὰ πάτρια τιμήσω.
ἵστορες θεοὶ τούτων.

[Ἱωάννης Στοβαῖος, «Ἀνθολογία», βιβλίο 4, κεφ. 1, §48]


Σημείωσις
Πολύ ενδιαφέρον σχόλιο περί αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας, ρεαλισμού και αποθαρρυντικής καταστροφολογίας, αγωνιστικότητος και μοιρολατρίας. (Αφορμή του σχολίου η Ελληνική Γλώσσα σήμερα.)

Αντιγράφω:

"Μετά την ανάγνωση της εισήγησης αυτής, κάποιοι από τους ακροατές μού είπαν πως βρίσκουν τους φόβους μου υπερβολικούς, ότι δεν δικαιολογούν την τόση μου απαισιοδοξία, και μού συνέστησαν αισιοδοξία. Απάντησα ότι η αισιοδοξία δεν είναι θέμα γραμμής. Όπως έλεγε ο Άρης Αλεξάνδρου, υπάρχει ακόμη ισχυρή δόση "σταλινίνης" στο πνευματικό μας εποικοδόμημα. Επί Στάλιν, ο πολύς Ζντάνωφ είχε επιβάλλει την αισιοδοξία ως πολιτική γραμμή στην λογοτεχνία και την πνευματική ζωή. Για μένα, η αισιοδοξία είναι έκφραση μοιρολατρίας. Το ότι ενδεχομένως τα πράγματα μπορούν μελλοντικά να έχουν καλύτερη έκβαση, αυτό δεν με υποχρεώνει να βλέπω με ροζ γυαλιά την υπάρχουσα κατάσταση και να την ωραιοποιώ. Προτιμώ να βλέπω το δυσάρεστο και να μάχομαι εναντίον του. Η αισιοδοξία είναι μάχη, έστω και αν πρόκειται να χάσεις. Από την άποψη αυτή συμμερίζομαι απόλυτα την άποψη του Αντόνιο Γκράμσι: "Στην απαισιοδοξία της γνώσης αντιτάσσω την αισιοδοξία της βούλησης." Η δική μου αισιοδοξία είναι ο αγώνας μου."

[Υστερόγραφο του Σαράντου Καργάκου στην δημοσίευση ("Άρδην" τ. 36, Ιούλ. 2002) της εισηγήσεώς του στην ιδρυτική εκδήλωση του πολιτιστικού σωματείου "Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά" στην Παλαιά Βουλή, 11 Ιουν. 2002.]