Ὁ ἀγαπητὸς LoMak (ὁ ὁποῖος σύν τοῖς ἄλλοις ἀνεβάζει τὶς ἐκπομπὲς τοῦ Νεοκλῆ Σαρρῆ στὸ youtube), μᾶς προσέφερε τὴν περασμένη Τρίτη μιὰ ἐνδιαφέρουσα ὀμιλία τοῦ Σαράντου Καργάκου:
Ὁ συγγραφέας, ἱστορικὸς καὶ φιλόλογος, κ. Σαράντος Καργάκος, παρουσίασε στὶς 2-11-2009, στὸ βιβλιοπωλεῖο «Αἰγηίς», τὰ βιβλία του «Λιβύη: Ἀναζητώντας τὸ χαμένο «σίλφιο» στὴν ἑλληνικὴ Κυρήνη» καὶ «Κ.Π. Καβάφης: Ἡ νεώτερη αιγυπτιακή σφίγγα».
Συναρπαστικός, ὅπως πάντοτε. Γιὰ τὴν «Λιβύη» δὲν θὰ πῶ πολλά, παρὰ μόνον ὅτι ἀποδεικνύεται ὁ Σαράντος Καργάκος καὶ σπουδαῖος ταξιδιωτικὸς συγγραφεύς. Εἶχα ἀναφερθεῖ πρὸ καιροῦ στὸ βιβλίο του «Οἱ Πέρσες κι ἐμεῖς».
Ἀκούγοντας ὅμως τὴν παρουσίασι τοῦ βιβλίου γιὰ τὸν Καβάφη, καὶ διαβάζοντας στὸ Δίκτυο τὸ κείμενο τοῦ ὀπισθοφύλλου, ἐξεπλάγην.
(Σαράντος Ι. Καργάκος, «Κ.Π. Καβάφης: Ἡ νεώτερη αἰγυπτιακὴ σφίγγα», Ἀρμός, 2009, ISBN 978-960-527-538-9.
«Δὲν μένω στὸ ὅτι ὁ Καβάφης ἦταν ἕνα ἄτομο προβληματικό. Ὑποστηρίζω ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν -καὶ εἶναι- ἕνα ἀπέραντο πρόβλημα, ἕνα τεράστιο σὰν τὴ Σφίγγα ἐρωτηματικό, ποὺ κι ἂν νομίσεις πὼς ἔχεις ἀπαντήσει, ἤδη σοῦ ἔχει δημιουργήσει ἄπειρα ἄλλα ἐρωτηματικά. Ἕνα παράδειγμα: στὴν ἰδιορρυθμία τῆς προσωπικῆς του συμπεριφορᾶς καὶ στὴν ἰδιόρρυθμη ἐρωτογραφία του, τί νόημα μπορεῖ νὰ εἶχε ἡ πολιτική ἐρωτοτροπία του -στὸ μέτρο ποὺ εἶναι ἀληθινὴ- μὲ τὸν φασισμό: Ἦταν πίστη ὴ «βίτσιο» παροδικό;»)
Ἀγόρασα σήμερα (ἐχθές) τὸ βιβλίο καί, κατ᾿ ἀρχήν, ἐθαύμασα γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸ εὔρος καὶ τὸ βάθος τῆς μορφώσεως τοῦ ἀξίου αὐτοῦ δασκάλου, τοῦ Σαράντου Καργάκου. Ὁ Καβάφης εἶναι ἕνα μόνον ἀπὸ τὰ τόσα θέματα ποὺ ἔχει μελετήσει ὁ συγγραφεύς, καὶ ἡ μελέτη του, ὅμως, πολύχρονη καὶ ἐπίμονη, εἶναι ἐξαντλητική.
Τὸ βιβλίο ἐξετάζει τὴν προσωπικότητα τοῦ Καβάφη ὅσον ἀφορᾷ στὴν πολιτικὴ (πολιτικὸς ἢ ἀπολιτικός; ), στὴν θρησκεία (ἀρχαιολάτρης ἢ χριστιανός; πιστὸς ἢ ἄθεος; μεταφυσικός, μυστικιστὴς ἢ ὀρθολογιστής; ), τὴν ἑλληνικότητα (ἑλληνοκεντρικὸς ἢ κοσμοπολίτης; καὶ πῶς ἀκριβῶς; -«ἑλληνικός», λέγει ὁ ἴδιος, καὶ ἀναλύεται αὐτὸ ἀπὸ τὸν συγγραφέα), τὸν ἐρωτισμό καὶ τὴν πρακτικὴ ἢ νοητὴ ὁμοφυλοφιλία, τὰ πάθη καὶ τὴν φιλοδοξία τοῦ ποιητοῦ· ἐξετάζεται δὲ ἡ ἀντιμετώπισίς του ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ καὶ ξένη κριτικὴ στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἐπισημαίνονται δὲ οἱ παραναγνώσεις του καὶ ἡ γιὰ ἰδεολογικοὺς λόγους πολεμικὴ ἐναντίον του ἢ ἡ διαστρέβλωσις καὶ χρησιμοποίησίς του ἀπὸ πολλοὺς (δημοτικιστές, ἀριστερά) [1]
Τὸ περὶ φασισμοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον κάνει νύξιν καὶ στὴν ὀμιλία του ὁ συγγραφεύς, εἶναι ἕνα μόνον καὶ ὄχι τὸ σημαντικότερον ἀπὸ τὰ πολλὰ θέματα τοῦ «αἰνίγματος Καβάφη» ποὺ θίγονται στὸ βιβλίο. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἐμεῖς εἴμεθα σκανδαλοθηρικὸν ἱστολόγιον καὶ πρέπει νὰ κεντρίσωμεν τὸν ἀναγνώστην, παρουσιάζωμεν τὸ ἐπίμαχον δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδος «Σκρίπ», 26-4-1928, σελ. 2, κάτω ἀριστερά
[Σημ. 22-2-2010: Φάρσα τῆς ἐποχῆς, ὅπως φαίνεται, καὶ ὅπως μοῦ ἐπισημάνθηκε, πιθανὸς τινὸς ἐκ τοῦ κύκλου τῶν λογίων τῆς Ἀλεξάνδρειας -βλ. διάψευσι στὴν ἐφημερίδα «Ταχυδρόμος» τῆς Ἀλεξάνδρειας, 1-5-1928]:
Ἀκούγοντας ὅμως τὴν παρουσίασι τοῦ βιβλίου γιὰ τὸν Καβάφη, καὶ διαβάζοντας στὸ Δίκτυο τὸ κείμενο τοῦ ὀπισθοφύλλου, ἐξεπλάγην.

«Δὲν μένω στὸ ὅτι ὁ Καβάφης ἦταν ἕνα ἄτομο προβληματικό. Ὑποστηρίζω ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν -καὶ εἶναι- ἕνα ἀπέραντο πρόβλημα, ἕνα τεράστιο σὰν τὴ Σφίγγα ἐρωτηματικό, ποὺ κι ἂν νομίσεις πὼς ἔχεις ἀπαντήσει, ἤδη σοῦ ἔχει δημιουργήσει ἄπειρα ἄλλα ἐρωτηματικά. Ἕνα παράδειγμα: στὴν ἰδιορρυθμία τῆς προσωπικῆς του συμπεριφορᾶς καὶ στὴν ἰδιόρρυθμη ἐρωτογραφία του, τί νόημα μπορεῖ νὰ εἶχε ἡ πολιτική ἐρωτοτροπία του -στὸ μέτρο ποὺ εἶναι ἀληθινὴ- μὲ τὸν φασισμό: Ἦταν πίστη ὴ «βίτσιο» παροδικό;»)
Ἀγόρασα σήμερα (ἐχθές) τὸ βιβλίο καί, κατ᾿ ἀρχήν, ἐθαύμασα γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸ εὔρος καὶ τὸ βάθος τῆς μορφώσεως τοῦ ἀξίου αὐτοῦ δασκάλου, τοῦ Σαράντου Καργάκου. Ὁ Καβάφης εἶναι ἕνα μόνον ἀπὸ τὰ τόσα θέματα ποὺ ἔχει μελετήσει ὁ συγγραφεύς, καὶ ἡ μελέτη του, ὅμως, πολύχρονη καὶ ἐπίμονη, εἶναι ἐξαντλητική.
Τὸ βιβλίο ἐξετάζει τὴν προσωπικότητα τοῦ Καβάφη ὅσον ἀφορᾷ στὴν πολιτικὴ (πολιτικὸς ἢ ἀπολιτικός; ), στὴν θρησκεία (ἀρχαιολάτρης ἢ χριστιανός; πιστὸς ἢ ἄθεος; μεταφυσικός, μυστικιστὴς ἢ ὀρθολογιστής; ), τὴν ἑλληνικότητα (ἑλληνοκεντρικὸς ἢ κοσμοπολίτης; καὶ πῶς ἀκριβῶς; -«ἑλληνικός», λέγει ὁ ἴδιος, καὶ ἀναλύεται αὐτὸ ἀπὸ τὸν συγγραφέα), τὸν ἐρωτισμό καὶ τὴν πρακτικὴ ἢ νοητὴ ὁμοφυλοφιλία, τὰ πάθη καὶ τὴν φιλοδοξία τοῦ ποιητοῦ· ἐξετάζεται δὲ ἡ ἀντιμετώπισίς του ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ καὶ ξένη κριτικὴ στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἐπισημαίνονται δὲ οἱ παραναγνώσεις του καὶ ἡ γιὰ ἰδεολογικοὺς λόγους πολεμικὴ ἐναντίον του ἢ ἡ διαστρέβλωσις καὶ χρησιμοποίησίς του ἀπὸ πολλοὺς (δημοτικιστές, ἀριστερά) [1]
Τὸ περὶ φασισμοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον κάνει νύξιν καὶ στὴν ὀμιλία του ὁ συγγραφεύς, εἶναι ἕνα μόνον καὶ ὄχι τὸ σημαντικότερον ἀπὸ τὰ πολλὰ θέματα τοῦ «αἰνίγματος Καβάφη» ποὺ θίγονται στὸ βιβλίο. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἐμεῖς εἴμεθα σκανδαλοθηρικὸν ἱστολόγιον καὶ πρέπει νὰ κεντρίσωμεν τὸν ἀναγνώστην, παρουσιάζωμεν τὸ ἐπίμαχον δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδος «Σκρίπ», 26-4-1928, σελ. 2, κάτω ἀριστερά
[Σημ. 22-2-2010: Φάρσα τῆς ἐποχῆς, ὅπως φαίνεται, καὶ ὅπως μοῦ ἐπισημάνθηκε, πιθανὸς τινὸς ἐκ τοῦ κύκλου τῶν λογίων τῆς Ἀλεξάνδρειας -βλ. διάψευσι στὴν ἐφημερίδα «Ταχυδρόμος» τῆς Ἀλεξάνδρειας, 1-5-1928]:

Τηλεγραφήματα καὶ ἐπιστολαὶ πρὸς τὸν κ. Ὑψηλάντη
Ἐξ Ἀλεξανδρείας
Πρὸς τὸν Ἀρχηγὸν τῆς Ἑνώσεως τῶν Ἑλλήνων Φασιστῶν ἀπεστάλη ἐξ Ἀλεξανδρείας ἡ κατωτέρω ἐπιστολή:
Ἔντιμε καὶ ἔνδοξε Ἀρχηγέ,
Πλήρεις εὐφροσύνης καὶ ἀγαλλιάσεως διὰ τὴν ὑφ᾿ ἡμῶν ἀνάληψιν τῆς ἀρχηγίας τοῦ Φασιστικοῦ ἀγῶνος διαδηλοῦμεν τὴν ἀπεριόριστον ἀφοσίωσίν μας εἰς τὰ Ἰδεώδη τοῦ Φασισμοῦ καὶ ἀπεκδεχόμεθα παρ᾿ ὑμῶν τὴν πραγμάτωσιν ἱερῶν σκοπῶν, ἀναστήλωσιν γοήτρου Ἑλληνικοῦ ὀνόματος, ἀποκατάστασιν ἱερῶν καὶ αἰωνίων θεσμῶν, ἐκρίζωσιν ψυχοφθόρων καὶ ἐθνοφθόρων τάσεων μαλλιαρισμοῦ, κομμουνισμοῦ, δημοκρατισμοῦ.
Παρακαλοῦμεν ὅπως μᾶς δεχθῆτε ὑπὸ τὴν ἀμίαντον σημαίαν σας.
Ἡ φασιστικὴ ὁμάς
Σωκ. Λαγουδάκης, Βασ. Ἀθανασόπουλος, Κ. Καβάφης, Γ. Πετρίδης, Σ. Γιαννακάκης, Ν. Καρδάρης, Μ. Ἀνταῖος, Γιάγκος Περίδης.
(Ἕπονται καὶ ἄλλαι ὑπογραφαί)»
Ὁ Καργάκος -δὲν ἔχει υπ᾿ ὅψιν τὴν διάψευσι- συνιστᾷ, ὀρθῶς, νὰ μὴν σταθοῦν σὲ αὐτὸ οἱ ἀναγνῶστες, διότι θὰ παρανοήσουν τὸν ποιητή. Ἡ ἐρωτοτροπία του μὲ τὸν φασισμὸ ἦταν κάτι παροδικό, σημειώνει, καὶ γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ μεσοπολέμου ὄχι περίεργο. Πολλοὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι συνεκινήθησαν εἴτε ἀπὸ τὸν φασισμό εἴτε ἀπὸ τὸν κομμουνισμό. [2] Ἐπιπλέον, ὁ Καβάφης οὐδέποτε ἔβαλε ὁποιαδήποτε ἰδεολογία (ἀντιθέτως ἀπὸ ὅ,τι ὁ Ρίτσος π.χ.) ἢ ὁποιαδήποτε ἐξουσία ἐπάνω ἀπὸ τὴν ποίησι.
Ὅπως σημειώνει ὁ Καργάκος, ὁ Καβάφης «πρέπει νὰ εἶχε μελετήσει τὶς θεωρίες τοῦ Νίτσε, ἔστω καὶ ἐγκυκλοπαιδικῶς, πρέπει νὰ εἶχε ὑπόψη του τὶς ἀπόψεις ποὺ διατύπωνε στὰ Ἀλεξανδρινὰ περιοδικὰ «Νέα Ζωὴ» καὶ «Γράμματα» ὁ Γεώργιος Σκληρός», ὅμως εἶναι καταδικαστικὸς γιὰ τὸν νιτσεϊσμό, ἀπαξιεῖ δὲ νὰ ἀσχοληθῇ κἂν μὲ τὸν κομμουνισμό. Σὲ ἕνα δὲ σημείωμά του ἀποδοκιμάζει τὶς «νέες φιλοσοφικὲς ἰδέες τοῦ σωστοῦ τῆς ὑπερισχύσεως τοῦ δυνατοῦ». (Ἀντιθέτως ἀπὸ τὸν ἐνθέρμως νιτσεϊκό, τὴν ἴδια ἐποχή, Νίκο Καζαντζάκη. Σημειώνω δὲ τὴν στέρεη, μαθηματικὴ θὰ ἔλεγα, λογικὴ καὶ ὄχι ψευτοσυναισθηματική, ἐπιχειρηματολογία τοῦ Καβάφη στὸ ἐν λόγῳ σημείωμα.) Σημειώνει ὁ Καργάκος (σελ. 37): «Εἶναι σαφὴς ὁ ὑπαινιγμὸς γιὰ τον νιτσεϊκὸ ὑπερανθρωπισμό. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ἀπόρριψη καὶ τῶν φασιστικῶν ἰδεῶν, ὅπως τουλάχιστον ἐκφράζονταν διὰ τοῦ Μαρινέττι.»
«Μεταξὺ τῶν πολλῶν συναντήσεων ποὺ εἶχε στὴ ζωή του ὁ Καβάφης πρέπει νὰ συγκαταλεχθεῖ καὶ ὁ Μαρινέττι. «Ὅταν ὁ τελευταῖος ἀποκάλεσε τὸν Καβάφη φουτουριστή, ἐκεῖνος διαφώνησε, ἀλλὰ ὁ Μαρινέττι ἐπέμεινε: «Ὅποιος προηγεῖται τῆς ἐποχῆς του στὴν τέχνη ἢ τὴ ζωὴ εἶναι φουτουριστής»» (Στὸ «...What these Ithaces mean. - ἢ ...ἡ Ἰθάκες τὶ σημαίνουν. - Ἀναγνώσεις στὸν Καβάφη», Ε.Λ.Ι.Α., Ἀθήνα 2002, σελ. 41)» (Καργάκος, σελ. 48) (Σημ. δική μου: Ἄλλωστε, «Ὁ Καβάφης εἶναι ποιητὴς ὑπερμοντέρνος, ποιητὴς τῶν μελλουσῶν γενναιῶν», ὑπαγόρευσε ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὸ 1930, κριτικὴ ἡ ὁποία ἐδημοσιεύθη σὲ γαλλικὸ περιοδικό.)
Κλείνουμε τὸ θέμα αὐτό. Πολλὰ καὶ πολὺ ἐνδιαφέροντα γιὰ τὸν μεγάλο ποιητὴ μπορεῖ νὰ διαβάσῃ κανεὶς στὸ βιβλίο. Δράττομαι ὅμως τῆς εὐκαιρίας νὰ σημειώσω τὸ ἐξῆς. Στὸ παρὸν ἱστολόγιο, καὶ ἀλλοῦ, ἀρκετὰ χρόνια τώρα, συνοδεύω τὸ προφίλ μου μὲ τὸν περίφημον στίχον:
Προσφάτως, στὶς στῆλες τῆς «Καθημερινῆς» γίναμε μάρτυρες ἑνὸς θλιβεροῦ φαινομένου. Νὰ βλέπουμε τὸν Παντελῆ Μπουκάλα («Οι ποιητικοί αφορισμοί σαν Νόμοι της Ιστορίας», 14-2-2010) νὰ πασχίζῃ νὰ ἀποδυναμώσῃ τὸν στίχο αὐτόν, ὁ ὁποῖος, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ Π.Μ., «ἀπὸ παλιὰ» τοῦ προκαλοῦσε «ἀμηχανία»! Διότι εἶναι ὁ στίχος πολὺ «ἀπόλυτος», πολὺ ἐθνικιστικὸς βρὲ ἀδερφέ!
Τὸ φαινόμενο εἶναι τραγελαφικόν -καὶ νοσηρόν. Θυμᾶστε ὅλοι τὴν ψυχοπαθολογικὴ περίπτωσι τοῦ Ἄκη Γαβριηλίδη μὲ τὸ «Ἡ ἀθεράπευτη νεκροφιλία τοῦ ριζοσπαστικοῦ πατριωτισμοῦ: Ρίτσος - Ἐλύτης - Θεοδωράκης - Σβορῶνος». Ἢ παλαιότερα τὸν Τάκη Καγιαλῆ μὲ τὸν «ἀντιδραστικὸ μοντερνισμὸ» τοῦ Νίκου Ἐγγονόπουλου. Ὁ Παντελῆς Μπουκάλας διεκδικεῖ πλέον ἐπαξίως θέσιν στὴν χορεία τῶν συμπλεγματικῶν ἑλληνόφοβων...
Τὶ βρῆκε νὰ πῇ ὁ ἄνθρωπος... Εἶναι, λέει, ταφικὸ ἐπίγραμμα ὁ στίχος, ἄρα ὑπερβολικός, εἶναι, λέει, φανταστικὸ πρόσωπο ὁ συγκεκριμένος Ἀντίοχος, καὶ μᾶλλον βάρβαρος... Μά, ἄνθρωπε μου, ὑπερβολὴ εἶναι τὸ ὅτι ὁ ὁποιοσδήποτε βάρβαρος ἢ ἄλλος κενόδοξος μπορεῖ νὰ εἶναι «ἑλληνικός», ὄχι τὸ ὅτι τὸ ἑλληνικόν, αὐτὸν τοῦτον, εἶναι τὸ ὕψιστον παρ᾿ ἀνθρώποις, ὥστε ὅλοι, Ἕλληνες καὶ βάρβαροι, ἄξιοι καὶ ἀνάξιοι νὰ τὸ ἐπικαλοῦνται! Λὲς καὶ ὅταν ὁ «ἡγεμὼν ἐκ δυτικῆς Λιβύης», βάρβαρος καὶ κούφιος ὥν, παριστάνει ἀναξίως τὸν Ἕλληνα, αὐτὸ μειώνει τὸν ἑλληνισμό, καὶ ὄχι τὸν κούφιο ἑλληνίζοντα!
Λοιπόν, δὲν ξέρω ἀπὸ τὶ σύμπλεγμα μειονεξίας κατατρύχεται ὁ Παντελῆς Μπουκάλας ὥστε νὰ τοῦ φέρνει «ἀμηχανία» ὁ στίχος τοῦ Καβάφη, ὁ ἴδιος ὁ Καβάφης, πάντως, ὄχι μόνον ἀμηχανία δὲν αἰσθανόταν, ἀλλὰ τὸ 1930 ἐδήλωσε σὲ ἕναν Ἀθηναῖο δημοσιογράφο: «Ἐὰν τοῦ λόγου σας μὲ πάρετε καὶ διὰ σοβινιστήν, τόσο τὸ καλύτερον. Καὶ ἂν μὲ γράψετε ὡς τοιοῦτον (δηλ. σοβινιστή), δὲν θὰ μὲ κακοφανεῖ.» [3] Τὸ ἴδιο θὰ ἐδήλωνε, ὑποθέτω, καὶ στὸν κ. Μπουκάλα. Τὸ μόνον ποὺ θὰ ἀπεχθανόταν θὰ ἦταν νὰ πασχίζῃ ὁ τελευταῖος νὰ τὸν παρουσιάσῃ ὡς «προοδευτικό» «ἀντιρατσιστή».
Σημειώσεις:
[1] Καργάκος, σελ. 256:
«Τὸ 2002 ὁ Ῥένος Ἀποστολίδης καὶ οἱ γιοί του Ἥρκος καὶ Στάντης ἔθεσαν σὲ κυκλοφορία μιὰ νέα ἔκδοση τῶν δημοσιευμένων ποιημάτων τοῦ Καβάφη, μὲ ἄφθονη καὶ ἀξιολογημένη βιβλιογραφία, μὲ ἄφθονα σχόλια, [...] καὶ μιὰ εἰσαγωγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποσπῶ τὴν ἀκόλουθη περικοπή, διότι συμφωνεῖ μὲ τὸ βαθύτερο credo, ποὺ εἶχα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ὅπου ἐδέσποζε ὁ λόγος τοῦ Τσίρκα στὴν ἀριστερὴ διανόηση:
«Γιὰ πολλὰ χρόνια ἡ καβαφικὴ Ἔρευνα στοίχειωσε ἀπὸ τὴ λυσσαλέα (στὰ ὅρια τῆς γραφικότητας!) διένεξη δύο Αἰγυπτιωτῶν [Σημ. Σ.Ι.Κ.: Τίμου Μαλάνου - Στρατῆ Τσίρκα], ποὺ νεαροὶ γνωρίσαν μεγάλον ἤδη τὸν Καβάφη, μαγνητισμένοι ὅπως τὰ ἐφήμερα φτερωτὰ μυρμήγκια γύρω ἀπὸ τὴ λάμπα τοῦ γραφείου κάθε «ἀναγνωρισμένου», κ᾿ ὕστερα μιὰ ζωὴ ἀξίωναν πὼς κατεῖχαν ἀπὸ πρῶτο χέρι, αὐτοὶ μόνον, τὰ μυστικὰ τοῦ γέρου τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ὁ ἕνας, ὕπουλος ἐπικριτής του ἐν ζωῇ, κ᾿ ὑστερόβουλος «ἀπολογητής» του μετὰ θάνατον, ἑστίασε τὸ φακὸ στὸν ἰδιότυπο ἐρωτισμό του, καὶ σὰν νέος Φρόυντ ἑρμήνευσε σύμπασα τὴν καβαφικὴ δημιουργία ὡς συγκεκαλυμμένη ἔκφραση μιᾶς καταπιεσμένης libido. Ὁ ἄλλος, συνοδοιπόρος τῆς Ἀριστερᾶς, ἐπινόησε μιὰ ἀνύπαρκτη πολιτικὴ ἰδεολογία τοῦ Καβάφη κι ἀνέλυσε τὸ ἔργο του ὡς δῆθεν συμβολικὸ ἀνένδοτων κοινωνικῶν ἀγώνων, ἀποπειρώμενος νὰ παράσχῃ ὀψίμως ὑπηρεσίες καὶ πρὸς τὴν παράταξή του, ποὺ ἀδυνατοῦσε ὡς τότε νὰ ἐναγκαλισθῆ τὸν μονήρη ἐστὲτ καὶ δοσμένον ἀποκλειστικὰ στὰ προσωπικά του πάθη ποιητῆ.»
(«Κ.Π. Καβάφης, Ἄπαντα τὰ δημοσιευμένα ποιήματα», σχόλια Ῥένου, Ἥρκου καὶ Στὰντη Ἀποστολίδη, ἐκδ. «Τὰ Νέα Ἑλληνικά», Ἀθήνα 2002, σελ. XIX.)»
[2] Δικαίως, σημειώνω ἐγώ. Καὶ δὲν πρέπει νὰ κάνουμε ἐτεροχρονισμούς. Ἀλίμονο ἐὰν ἀνθρωποι πνευματικοί, εὐφυεῖς, εὐαίσθητοι καὶ ὑψηλόφρονες, δὲν συγκινοῦνται ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε νέα ἐπαναστατικὴ ἰδέα ποὺ ἀντιτίθεται στὸν σάπιο ἀστικὸ ὑλισμό. Κάθε πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐπαναστάτης. Δέχομαι ὅμως καὶ αὐτὸν ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἀπορρίπτει τὴν ἐπιφανειακότητα καὶ τὸ ψεῦδος τῆς συμβατικῆς ζωῆς, ἀπορρίπτει ὅμως καὶ τὴν ἐπιφανειακότητα καὶ τὸ ψεῦδος τῶν ὑποτιθεμένων ἐπαναστάσεων καὶ γίνεται τελικῶς ἀντεπαναστάτης ἀπὸ ἐπαναστατικότητα· ἡ ἐπαναστατικότης τοῦ συντηρητισμοῦ. Ἔτσι, καὶ ἕνας ἀστὸς ὑπερασπιστὴς τοῦ κατεστημένου, μπορεῖ νὰ διακρίνεται ἀπὸ πνευματικὴ τόλμη. «Ἀξία ἔχει ὄχι τὸ τί πιστεύεις, ἀλλὰ τὸ πῶς πιστεύεις ὁτιδήποτε πιστεύεις», συμβούλευσε κάποτε τοὺς νέους ὁ Ἰωάννης Συκουτρῆς.
[3] Καργάκος, σελ. 209:
«Ὁ Καβάφης [...] δὲν εἶχε μέσα του τίποτα τὸ ἡρωικὸ, ἐνῶ ποθοῦσε τὸν ἡρωισμό. (Ὁ Καβάφης -κι αὐτὸ εἶναι ἔντονα φανερὸ στὴ μὴ ἡδονιστικὴ ποίησή του- τρέφει βαθύτατο θαυμασμὸ πρὸς τοὺς «ἥρωες τῆς αὐταπάρνησης», ὅπως τοὺς λέει ὁ Νίτσε. Ὄχι ὅμως πρὸς τὴ σκληρότητα.) Ἦταν ἕνας Σιδώνιος νέος, γενναῖος μόνο γιὰ γράμματα καὶ ἡδονή. [...] Ὡστόσο, ἡ ψυχή του εἶναι ὄχι μὲ τὸν Σιδώνιο νέο, ἀλλὰ μὲ τὸν Αἰσχύλο. Τὸ 1930 αὐτὸς ὁ δῆθεν κοσμοπολίτης ἔκανε μιὰ δήλωση σ᾿ ἕναν Ἀθηναῖο δημοσιογράφο, ἡ ὁποία πρέπει κάποτε νὰ μᾶς ἀπασχολήσει: «Ἐὰν τοῦ λόγου σας μὲ πάρετε καὶ διὰ σοβινιστήν, τόσο τὸ καλύτερον. Καὶ ἂν μὲ γράψετε ὡς τοιοῦτον (δηλ. σοβινιστή), δὲν θὰ μὲ κακοφανεῖ.» (Μαν. Γιαλουράκης, «Καβάφης, Ἀπὸ τὸν Πρίαπο στὸν Μάρξ», ἐκδ. Ὀλκός, σελ. 191).
Καργάκος σελ. 38:
«Δὲν θεωρῶ σωστὸ νὰ ὀνομάζουμε τὸν Καβάφη κοσμοπολίτη. Ὁ Καβάφης δὲν ἦταν πολίτης τοῦ κόσμου, ἦταν ἕνας Ἕλλην τοῦ κόσμου.»
Καργάκος, σελ. 140:
«Γράφει γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τοῦ ποιητῆ ὁ Κωστῆς Δημαρᾶς:
«ὁ Καβάφης εἶναι φανατικὸς ἐθνικόφρων [ἡ ὑπογράμμισις τοῦ Δημαρᾶ], ὅπως μαρτυροῦν ὅσοι τὸν ἐγνώρισαν, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ δράση του στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ὅπως φανερώνεται στὰ ποιήματά του.» (Κ.Θ. Δημαρᾶς, «Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς λογοτεχνίας», Δ' ἔκδοση, ἔκδ. Ἴκαρος, 1968, σελ. 457)»
Ὅπως σημειώνει ὁ Καργάκος, ὁ Καβάφης «πρέπει νὰ εἶχε μελετήσει τὶς θεωρίες τοῦ Νίτσε, ἔστω καὶ ἐγκυκλοπαιδικῶς, πρέπει νὰ εἶχε ὑπόψη του τὶς ἀπόψεις ποὺ διατύπωνε στὰ Ἀλεξανδρινὰ περιοδικὰ «Νέα Ζωὴ» καὶ «Γράμματα» ὁ Γεώργιος Σκληρός», ὅμως εἶναι καταδικαστικὸς γιὰ τὸν νιτσεϊσμό, ἀπαξιεῖ δὲ νὰ ἀσχοληθῇ κἂν μὲ τὸν κομμουνισμό. Σὲ ἕνα δὲ σημείωμά του ἀποδοκιμάζει τὶς «νέες φιλοσοφικὲς ἰδέες τοῦ σωστοῦ τῆς ὑπερισχύσεως τοῦ δυνατοῦ». (Ἀντιθέτως ἀπὸ τὸν ἐνθέρμως νιτσεϊκό, τὴν ἴδια ἐποχή, Νίκο Καζαντζάκη. Σημειώνω δὲ τὴν στέρεη, μαθηματικὴ θὰ ἔλεγα, λογικὴ καὶ ὄχι ψευτοσυναισθηματική, ἐπιχειρηματολογία τοῦ Καβάφη στὸ ἐν λόγῳ σημείωμα.) Σημειώνει ὁ Καργάκος (σελ. 37): «Εἶναι σαφὴς ὁ ὑπαινιγμὸς γιὰ τον νιτσεϊκὸ ὑπερανθρωπισμό. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ἀπόρριψη καὶ τῶν φασιστικῶν ἰδεῶν, ὅπως τουλάχιστον ἐκφράζονταν διὰ τοῦ Μαρινέττι.»
«Μεταξὺ τῶν πολλῶν συναντήσεων ποὺ εἶχε στὴ ζωή του ὁ Καβάφης πρέπει νὰ συγκαταλεχθεῖ καὶ ὁ Μαρινέττι. «Ὅταν ὁ τελευταῖος ἀποκάλεσε τὸν Καβάφη φουτουριστή, ἐκεῖνος διαφώνησε, ἀλλὰ ὁ Μαρινέττι ἐπέμεινε: «Ὅποιος προηγεῖται τῆς ἐποχῆς του στὴν τέχνη ἢ τὴ ζωὴ εἶναι φουτουριστής»» (Στὸ «...What these Ithaces mean. - ἢ ...ἡ Ἰθάκες τὶ σημαίνουν. - Ἀναγνώσεις στὸν Καβάφη», Ε.Λ.Ι.Α., Ἀθήνα 2002, σελ. 41)» (Καργάκος, σελ. 48) (Σημ. δική μου: Ἄλλωστε, «Ὁ Καβάφης εἶναι ποιητὴς ὑπερμοντέρνος, ποιητὴς τῶν μελλουσῶν γενναιῶν», ὑπαγόρευσε ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὸ 1930, κριτικὴ ἡ ὁποία ἐδημοσιεύθη σὲ γαλλικὸ περιοδικό.)
Κλείνουμε τὸ θέμα αὐτό. Πολλὰ καὶ πολὺ ἐνδιαφέροντα γιὰ τὸν μεγάλο ποιητὴ μπορεῖ νὰ διαβάσῃ κανεὶς στὸ βιβλίο. Δράττομαι ὅμως τῆς εὐκαιρίας νὰ σημειώσω τὸ ἐξῆς. Στὸ παρὸν ἱστολόγιο, καὶ ἀλλοῦ, ἀρκετὰ χρόνια τώρα, συνοδεύω τὸ προφίλ μου μὲ τὸν περίφημον στίχον:
«Ὑπῆρξεν ἔτι τὸ ἄριστον ἐκεῖνο, Ἑλληνικὸς - ἰδιότητα δὲν ἔχ᾿ ἡ ἀνθρωπότης τιμιοτέραν· εἰς τοὺς θεοὺς εὐρίσκονται τὰ πέραν.»
(Κ.Π. Καβάφης, «Ἐπιτύμβιον Ἀντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνῆς»)
Προσφάτως, στὶς στῆλες τῆς «Καθημερινῆς» γίναμε μάρτυρες ἑνὸς θλιβεροῦ φαινομένου. Νὰ βλέπουμε τὸν Παντελῆ Μπουκάλα («Οι ποιητικοί αφορισμοί σαν Νόμοι της Ιστορίας», 14-2-2010) νὰ πασχίζῃ νὰ ἀποδυναμώσῃ τὸν στίχο αὐτόν, ὁ ὁποῖος, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ Π.Μ., «ἀπὸ παλιὰ» τοῦ προκαλοῦσε «ἀμηχανία»! Διότι εἶναι ὁ στίχος πολὺ «ἀπόλυτος», πολὺ ἐθνικιστικὸς βρὲ ἀδερφέ!
Τὸ φαινόμενο εἶναι τραγελαφικόν -καὶ νοσηρόν. Θυμᾶστε ὅλοι τὴν ψυχοπαθολογικὴ περίπτωσι τοῦ Ἄκη Γαβριηλίδη μὲ τὸ «Ἡ ἀθεράπευτη νεκροφιλία τοῦ ριζοσπαστικοῦ πατριωτισμοῦ: Ρίτσος - Ἐλύτης - Θεοδωράκης - Σβορῶνος». Ἢ παλαιότερα τὸν Τάκη Καγιαλῆ μὲ τὸν «ἀντιδραστικὸ μοντερνισμὸ» τοῦ Νίκου Ἐγγονόπουλου. Ὁ Παντελῆς Μπουκάλας διεκδικεῖ πλέον ἐπαξίως θέσιν στὴν χορεία τῶν συμπλεγματικῶν ἑλληνόφοβων...
Τὶ βρῆκε νὰ πῇ ὁ ἄνθρωπος... Εἶναι, λέει, ταφικὸ ἐπίγραμμα ὁ στίχος, ἄρα ὑπερβολικός, εἶναι, λέει, φανταστικὸ πρόσωπο ὁ συγκεκριμένος Ἀντίοχος, καὶ μᾶλλον βάρβαρος... Μά, ἄνθρωπε μου, ὑπερβολὴ εἶναι τὸ ὅτι ὁ ὁποιοσδήποτε βάρβαρος ἢ ἄλλος κενόδοξος μπορεῖ νὰ εἶναι «ἑλληνικός», ὄχι τὸ ὅτι τὸ ἑλληνικόν, αὐτὸν τοῦτον, εἶναι τὸ ὕψιστον παρ᾿ ἀνθρώποις, ὥστε ὅλοι, Ἕλληνες καὶ βάρβαροι, ἄξιοι καὶ ἀνάξιοι νὰ τὸ ἐπικαλοῦνται! Λὲς καὶ ὅταν ὁ «ἡγεμὼν ἐκ δυτικῆς Λιβύης», βάρβαρος καὶ κούφιος ὥν, παριστάνει ἀναξίως τὸν Ἕλληνα, αὐτὸ μειώνει τὸν ἑλληνισμό, καὶ ὄχι τὸν κούφιο ἑλληνίζοντα!
Λοιπόν, δὲν ξέρω ἀπὸ τὶ σύμπλεγμα μειονεξίας κατατρύχεται ὁ Παντελῆς Μπουκάλας ὥστε νὰ τοῦ φέρνει «ἀμηχανία» ὁ στίχος τοῦ Καβάφη, ὁ ἴδιος ὁ Καβάφης, πάντως, ὄχι μόνον ἀμηχανία δὲν αἰσθανόταν, ἀλλὰ τὸ 1930 ἐδήλωσε σὲ ἕναν Ἀθηναῖο δημοσιογράφο: «Ἐὰν τοῦ λόγου σας μὲ πάρετε καὶ διὰ σοβινιστήν, τόσο τὸ καλύτερον. Καὶ ἂν μὲ γράψετε ὡς τοιοῦτον (δηλ. σοβινιστή), δὲν θὰ μὲ κακοφανεῖ.» [3] Τὸ ἴδιο θὰ ἐδήλωνε, ὑποθέτω, καὶ στὸν κ. Μπουκάλα. Τὸ μόνον ποὺ θὰ ἀπεχθανόταν θὰ ἦταν νὰ πασχίζῃ ὁ τελευταῖος νὰ τὸν παρουσιάσῃ ὡς «προοδευτικό» «ἀντιρατσιστή».
Σημειώσεις:
[1] Καργάκος, σελ. 256:
«Τὸ 2002 ὁ Ῥένος Ἀποστολίδης καὶ οἱ γιοί του Ἥρκος καὶ Στάντης ἔθεσαν σὲ κυκλοφορία μιὰ νέα ἔκδοση τῶν δημοσιευμένων ποιημάτων τοῦ Καβάφη, μὲ ἄφθονη καὶ ἀξιολογημένη βιβλιογραφία, μὲ ἄφθονα σχόλια, [...] καὶ μιὰ εἰσαγωγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποσπῶ τὴν ἀκόλουθη περικοπή, διότι συμφωνεῖ μὲ τὸ βαθύτερο credo, ποὺ εἶχα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ὅπου ἐδέσποζε ὁ λόγος τοῦ Τσίρκα στὴν ἀριστερὴ διανόηση:
«Γιὰ πολλὰ χρόνια ἡ καβαφικὴ Ἔρευνα στοίχειωσε ἀπὸ τὴ λυσσαλέα (στὰ ὅρια τῆς γραφικότητας!) διένεξη δύο Αἰγυπτιωτῶν [Σημ. Σ.Ι.Κ.: Τίμου Μαλάνου - Στρατῆ Τσίρκα], ποὺ νεαροὶ γνωρίσαν μεγάλον ἤδη τὸν Καβάφη, μαγνητισμένοι ὅπως τὰ ἐφήμερα φτερωτὰ μυρμήγκια γύρω ἀπὸ τὴ λάμπα τοῦ γραφείου κάθε «ἀναγνωρισμένου», κ᾿ ὕστερα μιὰ ζωὴ ἀξίωναν πὼς κατεῖχαν ἀπὸ πρῶτο χέρι, αὐτοὶ μόνον, τὰ μυστικὰ τοῦ γέρου τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ὁ ἕνας, ὕπουλος ἐπικριτής του ἐν ζωῇ, κ᾿ ὑστερόβουλος «ἀπολογητής» του μετὰ θάνατον, ἑστίασε τὸ φακὸ στὸν ἰδιότυπο ἐρωτισμό του, καὶ σὰν νέος Φρόυντ ἑρμήνευσε σύμπασα τὴν καβαφικὴ δημιουργία ὡς συγκεκαλυμμένη ἔκφραση μιᾶς καταπιεσμένης libido. Ὁ ἄλλος, συνοδοιπόρος τῆς Ἀριστερᾶς, ἐπινόησε μιὰ ἀνύπαρκτη πολιτικὴ ἰδεολογία τοῦ Καβάφη κι ἀνέλυσε τὸ ἔργο του ὡς δῆθεν συμβολικὸ ἀνένδοτων κοινωνικῶν ἀγώνων, ἀποπειρώμενος νὰ παράσχῃ ὀψίμως ὑπηρεσίες καὶ πρὸς τὴν παράταξή του, ποὺ ἀδυνατοῦσε ὡς τότε νὰ ἐναγκαλισθῆ τὸν μονήρη ἐστὲτ καὶ δοσμένον ἀποκλειστικὰ στὰ προσωπικά του πάθη ποιητῆ.»
(«Κ.Π. Καβάφης, Ἄπαντα τὰ δημοσιευμένα ποιήματα», σχόλια Ῥένου, Ἥρκου καὶ Στὰντη Ἀποστολίδη, ἐκδ. «Τὰ Νέα Ἑλληνικά», Ἀθήνα 2002, σελ. XIX.)»
[2] Δικαίως, σημειώνω ἐγώ. Καὶ δὲν πρέπει νὰ κάνουμε ἐτεροχρονισμούς. Ἀλίμονο ἐὰν ἀνθρωποι πνευματικοί, εὐφυεῖς, εὐαίσθητοι καὶ ὑψηλόφρονες, δὲν συγκινοῦνται ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε νέα ἐπαναστατικὴ ἰδέα ποὺ ἀντιτίθεται στὸν σάπιο ἀστικὸ ὑλισμό. Κάθε πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐπαναστάτης. Δέχομαι ὅμως καὶ αὐτὸν ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἀπορρίπτει τὴν ἐπιφανειακότητα καὶ τὸ ψεῦδος τῆς συμβατικῆς ζωῆς, ἀπορρίπτει ὅμως καὶ τὴν ἐπιφανειακότητα καὶ τὸ ψεῦδος τῶν ὑποτιθεμένων ἐπαναστάσεων καὶ γίνεται τελικῶς ἀντεπαναστάτης ἀπὸ ἐπαναστατικότητα· ἡ ἐπαναστατικότης τοῦ συντηρητισμοῦ. Ἔτσι, καὶ ἕνας ἀστὸς ὑπερασπιστὴς τοῦ κατεστημένου, μπορεῖ νὰ διακρίνεται ἀπὸ πνευματικὴ τόλμη. «Ἀξία ἔχει ὄχι τὸ τί πιστεύεις, ἀλλὰ τὸ πῶς πιστεύεις ὁτιδήποτε πιστεύεις», συμβούλευσε κάποτε τοὺς νέους ὁ Ἰωάννης Συκουτρῆς.
[3] Καργάκος, σελ. 209:
«Ὁ Καβάφης [...] δὲν εἶχε μέσα του τίποτα τὸ ἡρωικὸ, ἐνῶ ποθοῦσε τὸν ἡρωισμό. (Ὁ Καβάφης -κι αὐτὸ εἶναι ἔντονα φανερὸ στὴ μὴ ἡδονιστικὴ ποίησή του- τρέφει βαθύτατο θαυμασμὸ πρὸς τοὺς «ἥρωες τῆς αὐταπάρνησης», ὅπως τοὺς λέει ὁ Νίτσε. Ὄχι ὅμως πρὸς τὴ σκληρότητα.) Ἦταν ἕνας Σιδώνιος νέος, γενναῖος μόνο γιὰ γράμματα καὶ ἡδονή. [...] Ὡστόσο, ἡ ψυχή του εἶναι ὄχι μὲ τὸν Σιδώνιο νέο, ἀλλὰ μὲ τὸν Αἰσχύλο. Τὸ 1930 αὐτὸς ὁ δῆθεν κοσμοπολίτης ἔκανε μιὰ δήλωση σ᾿ ἕναν Ἀθηναῖο δημοσιογράφο, ἡ ὁποία πρέπει κάποτε νὰ μᾶς ἀπασχολήσει: «Ἐὰν τοῦ λόγου σας μὲ πάρετε καὶ διὰ σοβινιστήν, τόσο τὸ καλύτερον. Καὶ ἂν μὲ γράψετε ὡς τοιοῦτον (δηλ. σοβινιστή), δὲν θὰ μὲ κακοφανεῖ.» (Μαν. Γιαλουράκης, «Καβάφης, Ἀπὸ τὸν Πρίαπο στὸν Μάρξ», ἐκδ. Ὀλκός, σελ. 191).
Καργάκος σελ. 38:
«Δὲν θεωρῶ σωστὸ νὰ ὀνομάζουμε τὸν Καβάφη κοσμοπολίτη. Ὁ Καβάφης δὲν ἦταν πολίτης τοῦ κόσμου, ἦταν ἕνας Ἕλλην τοῦ κόσμου.»
Καργάκος, σελ. 140:
«Γράφει γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τοῦ ποιητῆ ὁ Κωστῆς Δημαρᾶς:
«ὁ Καβάφης εἶναι φανατικὸς ἐθνικόφρων [ἡ ὑπογράμμισις τοῦ Δημαρᾶ], ὅπως μαρτυροῦν ὅσοι τὸν ἐγνώρισαν, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ δράση του στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ὅπως φανερώνεται στὰ ποιήματά του.» (Κ.Θ. Δημαρᾶς, «Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς λογοτεχνίας», Δ' ἔκδοση, ἔκδ. Ἴκαρος, 1968, σελ. 457)»