«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πικιώνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πικιώνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Μητέρα, μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική

Οἱ τρεῖς ὁμιλίες τοῦ Δημήτρη Πικιώνη στὴν Σχολὴ Ἀρχιτεκτόνων τοῦ Ε.Μ.Π., τὸ 1965

Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968), ἀρχιτέκτων, ζωγράφος, φιλόσοφος, ἀκαδημαϊκός, μελετητής καὶ μύστης τῆς ἑλληνικῆς παραδόσεως (γνωρίζετε ὅλοι ἀσφαλῶς τὰ ἔργα του στὸν λόφο τοῦ Φιλοπάππου), ἔκανε τρεῖς ὁμιλίες στὴν Σχολὴ Ἀρχιτεκτόνων τοῦ Ε.Μ. Πολυτεχνείου, στὶς 11, 18, 25 Ἰαν. 1965. Οἱ ὁμιλίες αὐτὲς ἦταν χαμένες μέχρι τὸ 1987. Τότε, κατὰ τὴν διάρκεια μετακομίσεως τῶν γραφείων τῆς Ἕδρας Πολεοδομίας τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς Σχολῆς τοῦ Ε.Μ.Π., στὸ βάθος ἑνὸς μεταλλικοῦ συρταριοῦ βρέθηκαν οἱ ἠχογραφήσεις τῆς δεύτερης καὶ τῆς τρίτης ὁμιλίας. Ὁ θησαυρὸς αὐτὸς παρέμεινε ἀδημοσίευτος μέχρι τὸ 2009, ὁπότε καὶ ἐξεδόθη σὲ ἕνα ὑπέροχο βιβλίο- λεύκωμα: Δημήτρης Φιλιππίδης, «Δημήτρης Πικιώνης: Οἱ ὁμιλίες τοῦ ᾿65», ἐκδ. Μέλισσα, 2009, ISBN 978-960-204-2885.

Ἡ σχέσις τοῦ Πικιώνη μὲ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο

Ὁ Πικιώνης εἶχε τὴν τύχη νὰ γνωρίσῃ μικρὸς τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο, ἀλλὰ καὶ τὸν Δημήτριο Καμπούρογλου. Ὅπως λέγει ὁ ἴδιος («Αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα»), ὁ Γιαννόπουλος καὶ ὁ Παρθένης ἔπεισαν τὸν πατέρα του νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ σπουδάσῃ ζωγραφική. Χαρακτηρίζει δὲ τὸν Γιαννόπουλο ὡς «τὸ εὐγενέστερο καὶ πλέον ὑπερήφανο εἶδος τοῦ Ἕλληνα».

Στὴν τρίτη ὁμιλία τοῦ 1965, ὁ Πικιώνης κάνει μιὰ ἐνδιαφέρουσα ἀναφορὰ στὸν Γιαννόπουλο (προηγουμένως ἀναφέρεται στὸν Ἄγγελο Σικελιανό, ἀκολούθως στὸν Ζὰν Μορεάς), ἐπιβεβαιώνοντας πόσο ἐμπνεύσθηκε ἀπὸ τὸν τελευταῖο καὶ δίνοντάς μας τὸ δικαίωμα νὰ τὸν θεωροῦμε τεκμηριωμένα πλέον ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους- συνεχιστὲς τοῦ ἀξέχαστου προφήτου τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

«Μητέρα, μητέρα»

...ἐπαναλαμβάνει ὁ Πικιώνης τὰ λόγια τοῦ Γιαννόπουλου γιὰ τὴν θεία ἑλληνικὴ γῆ, καὶ συμπληρώνει:

«Καὶ μόνο ποὺ τὰ εἶπε αὐτά, μοῦ φτάνει.»

Χειρόγραφο τοῦ Δημήτρη Πικιώνη μὲ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν Γιαννόπουλο.
(ἀπὸ τὸ ἴδιο βιβλίο, σελ.76)

Ἀκολουθεῖ τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὶς ὁμιλίες τοῦ Πικιώνη (σελ. 54-56).

Τρίτη ὁμιλία: «Συναισθηματικὴ τοπογραφία» [1]

«[...]

Σὲ αὐτὸ ἀναφέρω μερικὰ τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου, τὸν ὁποῖον εἶχα γνωρίσει πολὺ βαθιά, ἂν θέλετε. Καί, τοῦ ἀφιερώνει [ὁ Ἄγγελος Σικελιανός], δὲν τό ᾿χω αὐτό, γιατὶ μόνο ἂν τό ᾿βρισκα καὶ τὸ συνταίριαζα μὲ τοῦτο, τὶ τοῦ λέει, ἐκεῖ θὰ βλέπατε τὴν πραγματικὴ οὐσία τοῦ Γιαννόπουλου ἀλλὰ ὡς, ἀδιάφορο ἂν ἀπὸ μία πλευρὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν βρεῖ σὰν -θέλω νὰ πῶ- νὰ μπορεῖ νὰ τοῦ ἀνεύρει ἴσως καὶ κάποιον ἀρνητικὸν χρακτῆρα. Εἶναι πολὺ αὐστηρὸς μὲ αὐτόν. Σὲ ὅλα μπορεῖ νὰ βρεῖ ἕνα ἀρνητικό.

Εἶχα συζητήσει μὲ τὸν Ἀποστολάκη [2] ὁ ὁποῖος ἦταν ἀρνητὴς τοῦ Παλαμᾶ. Ἐν τούτοις ὅταν διαβάζω αὐτά, βλέπω ὅτι ἐκεῖνος ἔμενε στὴν καθαρὰ κριτική, καὶ ἡ καθαρὰ κριτικὴ ὅ,τι καὶ νά ᾿ναι κι αὐτὴ σὰν ποίηση, ἀλλὰ πάντως δὲν κάνει ποίηση. Κι ἔτσι μὲ τὸν χρόνο ἔνιωσα πὼς ὁ Παλαμᾶς ἦταν ποιητής· τοῦτος [ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος] ἦταν ἑραστὴς τοῦ τόπου. Καὶ μόνο γι᾿ αὐτὴν του τὴ διείσδυση, φτάνει. Μιὰ φορὰ πῆγα στὴ γωνιά του καὶ μοῦ ᾿δειχνε: «Αὐτὴ ἡ γωνιὰ εἶναι ἡ σύνοψις τῆς δημιουργίας μου.» Ἀλλὰ μέσα μου -μοῦ φαίνεται τὸ ξανά ᾿πα αὐτό- εἶδα κάποια ἔλλειψη. Δὲν μπορῶ νὰ δεχθῶ ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ ἅπαντο τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας. Ἦταν πολὺ ἐπιμέρους. Πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ πέρα απ᾿ αὐτό, τί ἦταν;

«Μητέρα, μητέρα» -μόνο ποὺ τὰ λέει αὐτά, μοῦ φτάνουν. Τὸν ἀναφέρω γι᾿ αὐτό, «Μητέρα, μητέρα». Μόνο ποὺ τά ᾿πε αὐτά. Μοῦ φτάνει, δὲν ζητῶ τίποτε ἄλλο:

«Μητέρα, μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική, καὶ σεῖς, γηγενεῖς, θεοὶ ἑλληνικοί [...]. Ἀνάστησε, ὦ θεία μητέρα, τὰ νέα σώματα καὶ τὰ νέα πνεύματα. [...] καὶ καταπέμψετε σεῖς, ὦ ὡραῖοι θεοὶ ἑλληνικοί [...] τὴν πανεύμορφον θείαν χάριν σας.» [3]

Φτάνει ὅτι τά ᾿δε [ὁ Γιαννόπουλος], ὅτι τὰ ἀντίκρισε ἀπ᾿ αὐτό. «Ἕνα τιποτένιο παιδί». Ἦταν πανέμορφος δέ, δὲν ὑπῆρχε ἄλλος. Καὶ ἐκεῖνο τὸ ποίημα τοῦ Σικελιανοῦ, τοῦ ὁποίου δὲν εἶχα τὴν ἔκδοση ἐδῶ, ἀκριβῶς μιλάει γι᾿ αὐτό. [4]

Κάποτε ζήτησα νὰ μιλήσω καὶ μουγκάθηκα, δὲν μποροῦσα νὰ ἀναχθῶ. Ὁ Σικελιανὸς τὰ λέει αὐτά, ὅτι κανεὶς δὲν ἦταν τόσο αὐτό, κανεὶς δὲν ἦταν νὰ κρατήσει ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς ἢ ἕνα στάχυ σὰν κι αὐτόν. «Ἕνα τιποτένιο παιδί» (τοῦ ὀφείλουμε νὰ τοῦ ἀναγνωρίσουν τὴ μία μορφὴ ἐδῶ: ) «τρέχον στῶν γλαυκῶν βουνῶν τῆς Ἀττικῆς τὰ Ἀδώνια φῶτα, εἶδε, στῶν κατάλαμπρων μεσημεριῶν τὰ καταγάλανα οὐράνια, νὰ περνᾶ τὸ ὁλόλευκον ἄτι τῆς ἀναγεννήσεως μὲ τὰ τρισμέγιστα κάτασπρα πτερά». [5]

Φτάνει· εἶναι ὀπτασίες αὐτές.

«Ἀπώτατα εἰς τοὺς κυανοροδίνους ἀέρας ἀσημένια καμπάνα σημαίνει τὸν ὄρθρον τῆς ἀναγεννήσεως.» [6]

«Μητέρα, μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική, καὶ σεῖς, γηγενεῖς, θεοὶ ἑλληνικοί, μή, μὴν ἀφίσετε, τὴν καταποντισμένη στὶς ἀτιμίες φυλή σας, νὰ χαθῆ. Ἀνάστησε, ὦ θεία μητέρα, τὰ νέα σώματα καὶ τὰ νέα πνεύματα, διὰ τοὺς κυκλώπειους πολέμους καὶ καταπέμψετε σεῖς, ὦ ὡραῖοι θεοὶ ἑλληνικοί [...] τὴν πανεύμορφον θείαν χάριν σας, εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἑλληνικόν.» [3]

Γιὰ τὸν ἑαυτόν του πάλι:

«Ἕνα τιποτένιο παιδί, τρέχον στῶν γλαυκῶν βουνῶν τῆς Ἀττικῆς τὰ Ἀδώνια φῶτα, εἶδε, στῶν κατάλαμπρων μεσημεριῶν τὰ καταγάλανα οὐράνια νὰ περνᾶ τὸ ὁλόλευκον ἄτι τῆς ἀναγεννήσεως.» [6]

Φτάνει αὐτὴ ἡ ἑνότης.

[...]»

Σημειώσεις:
[1] Ὁ τίτλος εἶναι ἴδιος μὲ αὐτὸν προηγούμενου ἄρθρου τοῦ Πικιώνη στὸ περιοδικὸ «Τὸ 3ο μάτι» (2-3/1935).
[2] Γιάννης Ἀποστολάκης (1886-1947), φιλόλογος καὶ κριτικός.
[3] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907 (δεύτερη προμετωπίδα)
[4] Βλ. Ἄγγελος Σικελιανός, «Περικλῆς Γιαννόπουλος», Λυρικός Βίος, τόμ. Β', 63-67.
[5] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907 (πρώτη προμετωπίδα)
[6] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Νέον Πνεῦμα», 1906 (πρώτη προμετωπίδα).

Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

Τῆς Φύσεως μυστικαὶ καὶ ἀόρατοι δυνάμεις... (ἢ ἐναλλακτικαὶ προτάσεις διὰ τὸ Νέον Μουσεῖον Ἀκροπόλεως)

   Πάντοτε μὲ συγκινοῦσαν οἱ παλαιές γραφικὲς εἰκόνες μὲ τὰ βοσκόπουλα καὶ τὶς βοσκοποῦλες μὲ τὰ προβατάκια ἀνάμεσα στὰ ξεχασμένα ἀρχαῖα μνημεῖα. Παραθέτω δύο ὡραιότατες τέτοιες εἰκόνες, μιὰ φωτογραφία τῆς Ἀκροπόλεως τοῦ 1903 καὶ μιὰ γκραβούρα τοῦ Στόουνχεντζ τοῦ 1870, σὲ ὑψηλὴ ἀνάλυσι.

   Ἐμβάθυνα, ὅμως, περισσότερο στὰ αἰσθήματα ποὺ μοῦ γεννοῦν οἱ εἰκόνες αὐτές, ὅταν διάβασα προσφάτως τὸ καταπληκτικὸ κείμενο τοῦ Δημήτρη Πικιώνη, τὸ ὁποῖον καὶ θὰ παραθέσω ἀκολούθως. Προσέξτε τὶ γράφει, καὶ μὲ τὶ ἔμπνευσι καὶ εὐαισθησία, γιὰ τὴν Μητέρα Φύσι ποὺ ἀγκαλιάζει στοργικῶς (καὶ ἐξαφανίζει μαζί ἀφεύκτως) τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων (καὶ τοὺς ἰδίους τοὺς ἀνθρώπους, ἄλλωστε). Καὶ γιὰ τὴν «μυστικὴ ὁμορρυθμία» ποὺ συνδέει τοὺς ἁπλοὺς Ἕλληνες μὲ τοὺς ἀρχαίους προγόνους. Μεγάλο πνεῦμα ὁ Δημήτρης Πικιώνης, μύστης τῆς Mητέρας Φύσεως καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

   Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ, δεῖτε καὶ τὴν ταινία «Τὸν καιρὸ τῶν Ἑλλήνων» τοῦ Λάκη Παπαστάθη (1981).

Προβατάκια παρὰ τὴν Ἀκρόπολιν. Φωτογραφία τοῦ Fred Boissonnas, 1903.
Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ ἐναλλακτικὴ πρότασις διὰ τὴν ἀξιοποίησιν τῶν πέριξ τῆς Ἀκροπόλεως χώρων, ἀντὶ τοῦ Νέου Μουσείου. (Ἂν καὶ τὰ συγκεκριμένα προβατάκια, μᾶλλον περὶ τὸν χῶρον τοῦ σημερινοῦ ἐστιατορίου τοῦ «Διονύσου» τρώγουν χορταράκι, ἐνῷ σήμερον, εἰς τὸν ἴδιον χῶρον, κοιλαράδες νεοέλληνες τρώγουν προβατάκια, ἀστακοὺς καὶ δὲν ξέρω τὶ ἄλλον.) Ὁπωσδήποτε, ὁ φίλος Ἀνδρέας Φαρμάκις, θεωρῶν κάθε μουσεῖον -δυτικὴν, ἐπισημαίνει ἄλλωστε, ἐφεύρεσιν- ὡς «νεκροταφεῖον πολιτισμοῦ», θὰ συνηγορήσῃ ὅτι ἡ παρούσα φωτογραφία ἐκφράζει τὸν μόνον γνήσιον καὶ ἀληθὴ προορισμὸν τοῦ χώρου, ὁπότε τοῦ τὴν ἀφιερώνω. (Τὶς δικές μου ἐντυπώσεις, ὅμως, διὰ τὸ Νέον Μουσεῖον, θὰ τὶς ἐκθέσω εὶς τὴν ἑπομένην δημοσίευσίν μου.)

   Γράφει, λοιπόν, ὁ Δημήτρης Πικιώνης («Ἔκθεσις ἐπὶ τῶν ἔργων διευθετήσεως ἐν Δελφοῖς», 1946):

   Διευθέτησις τοῦ ἀρχαιολογικοῦ χώρου

   Ἡ διευθέτησις αὕτη θὰ ἔτασσεν εἰς ἑαυτὴν ὡς κύριον σκοπὸν νὰ διαφυλάξη τὴν ἀτμόσφαιραν τοῦ χώρου, ἐκεῖ ὅπου, ἐννοεῖται, αὕτη ἔχει μέχρι σήμερον διαφυλαχθῆ, καὶ ἐκεῖ ὅπου ἡ καλοπροαίρετη αλλ᾿ αἰσθητικῶς ἀπαράδεκτος, καὶ δι᾿ αὐτὸ ἀνεύθυνος, φροντὶς ἔγινε κακοῦ μᾶλλον... ἢ καλοῦ πρόξενος, νὰ ἄρη, ὅπου καὶ ὅσον εἶναι τοῦτο δυνατόν, τὰ ἄστοχα, καὶ εἰς ἐνίας τῶν περιπτώσεων τὰ πέραν παντὸς μέτρου ὀλέθρια ἀποτελέσματά της.

   Ἐν ἀντιθέσει πρὸς παρεμβάσεις, αἵτινες εἰς τὰς περισσοτέρας τῶν περιπτώσεων ἀπεδείχθησαν ψευδαισθητικαὶ καὶ ἐκζητημέναι, ἡ ἔλλειψις κάθε φροντίδος δυνατὸν νὰ μὴ συνεβάδιζε πάντοτε μὲ μίαν καλῶς ἐννοουμένην συντήρησιν τῶν κειμηλίων τῆς Ἀρχαιότητος, δυνατὸν νὰ ἐπέφερε βλάβας (ὡς ὅταν, διὰ νὰ ἀναφέρω ἓν παράδειγμα, οἱ ἀφελεῖς ποιμένες τῆς Τουρκοκρατίας ἤναπτον τὴν πυράν των ἐντὸς τῆς Μονῆς τοῦ Δαφνίου), οὐχ ἧττον ὅμως πρέπει νὰ ὁμολογηθῆ ὅτι ἡ φύσις, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται διὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων καὶ διὰ τὴν συντήρησιν τῆς μνήμης των, κατέχει τὸ μυστικόν, νὰ τὰ περιβάλλη, ὅταν δὲν τὰ καταστρέφη, διὰ τῆς ἁγνοτέρας ποιήσεως. Ἡ ἐγκατάλειψις αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι ὡς νὰ ἔχη ὡς μυστικὸν σκοπὸν νὰ ἐπαναφέρη καὶ κρύψη εἰς τοὺς κόλπους της τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα, ἐν ἀπωτέρᾳ ἀναλύσει, ἀνάγονται εἰς τὰς ἰδίας τῆς φύσεως ἀρχάς, καὶ συνεπῶς εἶναι τέκνα της, ἡ ἐγκατάλειψις αὐτή, πρέπει νὰ τ᾿ ὁμολογήσωμεν, ἐνέχει μίαν ποίησιν ἀπὸ τὰς πλέον ἁγνάς.

   Ὁ λαϊκὸς ἐπίσης ἀγνωτισμὸς δὲν ἦτο βεβαίως ἐνήμερος τῆς ἱστορικῆς καὶ καλλιτεχνικῆς ἀξίας τῶν μνημείων τοῦ παρελθόντος του. Ὅμως ἡ ἀφελὴς ψυχή του εἶχε τὸν τρόπον νὰ τ᾿ ἀντικρύζη «ἐν φαντασία», ἡ ὁποία ἀνύψωσε μέσα του τὰ ἔργα αὐτὰ τῶν προγόνων εἰς ἀξίαν μυθικῶν συμβόλων. Τὸ ἀδιάφθορον «εἶναι» τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ του, χάρις εἰς τὰς τόσας καὶ τόσας ἐπιβιώσεις τοῦ ἀρχαίου βίου, ποὺ συνετήρησε μέχρι τοῦδε μέσα του, εἶναι πολλὲς φορὲς κοντύτερα ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς ἄλλους στὸν πολιτισμὸν τῆς Ἀρχαιότητος. Ὑπάρχει μία μυστικὴ ὁμορρυθμία, ἥτις ἑνώνει τὸ παρόν, ἔστω καὶ ἐν τῇ ἀγνωτικῇ του καταστάσει, πρὸς τὸ ἔνδοξον καὶ σοφὸν παρελθόν, καὶ ἡ ἕνωσις αὐτὴ εἶναι πληρεστέρα καὶ γνησιωτέρα ἀπὸ τὴν σχέσιν ἡμῶν τῶν ἄλλων μὲ τὸ ἀρχαῖον πνεῦμα. [*]

   Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ κάμνει ὥστε, ὅταν ὁ λαὸς πλησιάζη τὰ ἐρείπια προγόνων του, νὰ αἰσθανώμεθα ὅτι μυστικαὶ καὶ ἀόρατοι δυνάμεις τὸν συνδέουν μὲ αὐτά, καὶ τὰ ἀφελῆ προσκτίσματά του, τὰ ταπεινὰ ναΰδρια καὶ αἱ καλύβαι του δὲν βλάπτουν τὰ ἀρχαῖα, ἀλλὰ πολλάκις τὰ ἐξωραΐζουν πραγματικά.

   Τοὺς σοφωτέρους ἀπὸ ἡμᾶς δυνατὸν νὰ συνδέη πρὸς τὴν Ἀρχαιότητα ἕνας θρησκευτικὸς δεσμός. Αλλ᾿ οἱ τρόποι τοῦ βίου μας καὶ τὸ εἶδος τῶν ἀσχολιῶν μας εἶναι ἴδια διὰ ν᾿ ἀπομακρύνουν τὴν ψυχήν μας ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴν οὐσίαν τοῦ παρελθόντος. Οὕτως ἢ ἄλλως, εἰς ἡμᾶς ἔλαχεν ὁ κλῆρος νὰ συντηρήσωμεν καὶ νὰ διαφυλάξωμεν τοὺς ἀρχαίους τόπους ἀπὸ ὅ,τι θὰ ἠδύνατο νὰ παραβλάψη τὸ πνεῦμα των. Πόσον τὸ ἔργον εἶναι δύσκολον, οἱ πλέον εἰδήμονες τὸ γνωρίζουν.

   Τί δύναται νὰ προσθέση εἰς τὴν εὐαισθησίαν τῶν τόπων αὐτῶν ὁ μὴ κατέχων εὐαισθησίαν; Πῶς μπορεῖς νὰ προσθέσης μίαν γραμμὴν ἡ ὁποία νὰ μὴν ταράζη τὸ ὅλον ὡς παρείσακτος; Πῶς δύνασαι νὰ ἐνεργήσης ἐκεῖ ποὺ εἶναι νόμιμον ἢ ἀναγκαῖον νὰ ἐνεργήσης, χωρὶς ἡ ἐνέργειά σου νὰ φανῆ ἐπιτηδευμένη καὶ ὑπερφίαλος, ἀλλὰ νὰ μένη τοὐναντίον ταπεινὴ καὶ ἀφανής; Ποῦ δύναται κανεὶς νὰ παρέμβη; Ἀσφαλῶς ἐκεῖ ὅπου ἡ παρουσία ἀναμφισβήτητων ἀναγκῶν τὸ ἀπαιτεῖ.

   [...]

[*] Ἡ λαογραφία προσπαθεῖ τώρα νὰ ἐξηγήση τὸν ἀρχαῖον βίον διὰ τῶν ἐπιβιώσεών του εἰς τὸν σύγχρονον λαϊκὸν πολιτισμόν.

* * *

Προβατάκια εἰς τὸ Stonehedge. Ὡραιότατη γκραβούρα τοῦ 1870, πρὶν τὸ Στόουνχετζ ἀναστηλωθῇ εἰς τὴν σημερινήν του μορφήν.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Ἡ Ἑλλὰς τῶν ξένων καὶ ἡ Ἑλλάς τῶν Ἑλλήνων (Δημήτρης Πικιώνης)

Πῶς εἶδαν οἱ ξένοι τὴν Ἑλλάδα; Ποιά εἶναι, ἀλήθεια, ἡ Ἑλλάς τῶν Γάλλων, τῶν Ἄγγλων, τῶν Γερμανῶν ἑλληνιστῶν καὶ φιλελλήνων; Καὶ ποιά ἡ δική μας Ἑλλάδα; Τί πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε ἐμεῖς; Στοχασμοὶ τοῦ Δημήτρη Πικιώνη («Τὸ πρόβλημα τῆς μορφῆς», 1950).

[...] Καὶ σήμερα στὸ ἀρχιπέλαγος τοῦτο, ὅπου ἀπάνωθέ του πλανιέται ἡ μεγάλη σκιὰ τοῦ Ὁμήρου, ὁ κόσμος ὁ ἑλληνικὸς ζητάει ἀπὸ τοὺς ἐπιγόνους ἐμᾶς ἀπάντηση. Κι ἡ ἀπάντηση ποὺ θὰ δίναμε θά ᾿ταν τῆς ψυχῆς μας τὸ μέτρο...

Σκέφτομαι ὅλους ἐκείνους, δικούς μας καὶ ξένους, ποὺ στὸν κόσμο τοῦτο τὸν ἑλληνικὸ ἀφιέρωσαν τὴ διάπυρη λατρεία τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς των... Οἱ ξένοι, ἀτελεύτητη χορεία, ποιητὲς καὶ φιλόσοφοι, τῆς γνώσης, τῆς θρησκείας, τῆς γλώσσης, τοῦ μύθου, καλλιτέχνες, φιλόλογοι, ἱστορικοί, τεχνοκρίτες... Πόση ἱερότητα στὸ μόχθο τοῦτο, πόση ἀνάλωση νοῦ καὶ ψυχῆς! Ἔλξη κόσμων ἀντίθετων: Διείσδυση τοῦ ἀντίθετου απ᾿ τὸν ἕναν ἀπὸ αὐτούς, μέσῳ τοῦ ὅμοιου ποὺ βρισκόταν στὴν ἴδια του τὴν ψυχή. Πρόβαλλε πραγματικὰ ὁ καθένας, στὸν ξένο τὸν κόσμο, τῆς δικιᾶς του ψυχῆς τὶς λαχτάρες, τὶς δικές του ἀρετές.

William-Adolphe Bouguereau, Νύμφες καὶ Σάτυρος, 1873

Ἔτσι ὁ Γάλλος, χάρις στὴ λαμπρή του πλαστικὴν εὐαισθησία, εἶδε ἰδιαίτερα τοῦ ἀρχαίου τὴν πλαστικὴν ἀρετή, τὴ χάρη καὶ τὸ μέτρο. Ὁ Ἄγγλος, τὴν ποιητικὴ τοῦ ἀρχαίου οὐσία, τὴν ἀγωγή, τὰ πολιτικὰ ἰδεώδη... Τοῦ Γερμανοῦ ἡ μεταφυσικὴ διάθεση τὸν ἔκανε ἰδιαίτερα ἱκανὸ νὰ πλησιάσει τὸ μυστηριακὸ τοῦ Ἑλληνισμοῦ περιεχόμενο, τὸν θρησκευτικὸ μύθο, τὴ φιλοσοφία...

Sir Lawrence Alma-Tadema, Ὁ Φειδίας δείχνει στοὺς φίλους του τὴν ζῳφόρο τοῦ Παρθενῶνος, 1868

Ξέρω τὶς ἀντιμαχίες γύρω ἀπ᾿ τὶς ἐρμηνεῖες ποὺ ἔδωσε ὁ τελευταῖος... [1] Ὅμως πόση δύναμη θαυμασμοῦ, τί φλογερὴ λατρεία...σχεδὸν ξανοίγεις, κάτω ἀπ᾿ τὸν ἔρωτα τοῦτο τοῦ ὑπερβόρειου πρὸς τὸν Ἑλληνισμό, τὸν ἔρωτα κοσμικῶν στοιχείων... τῆς ὁμίχλης καὶ τοῦ σκότους τοῦ Βορρᾶ πρὸς τὸ φῶς τῆς Μεσημβρίας... [σημ. Φ.Μ.: Βλ. π.χ. Leni Riefenstahl, "Olympia", 1938.]

Ἀλλὰ γιατί μὲ κυνηγάει ἔτσι ἡ παρουσία τοῦ ξένου; Μὲ θέλγει ἡ ἕλξη τούτη δύο ἀντίθετων κόσμων, ἢ ἐμεῖς δὲν κάναμε ἀρκετὰ γιὰ νὰ φωτίσουμε μέσα μας τὸν κόσμο τὸν ἑλληνικό;

Τί σχέση εἶναι τούτη ποὺ μᾶς δένει μ᾿ αὐτόν; Ναί, ζεῖ ὁ σπόρος του μέσα στὴν ἑλληνικὴ Χριστιανοσύνη. Ζεῖ στοῦ λαοῦ καὶ στοῦ ποιητῆ τὴν ψυχή. Ἀλλὰ καὶ σὲ μᾶς τοὺς ἄλλους ἀκόμα ζεῖ, ὑπνώττοντας εἰς τὸ βάθος τοῦ εἶναι μας. Δὲν εἶν᾿ ἔρωτας ἐδῶ τῶν ἀντίθετων· ἐδῶ πρόκειται γιὰ ἕναν ἄλλον ἄθλο: Νὰ μοιάσουμε μ᾿ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἴμαστε... Νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας... Ἀλλὰ ποῦ εἶναι ἡ καταβολὴ αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ μόχθου ποὺ θὰ φώτιζε σὲ μιὰν ἔλλαμψη τὴν ἱστορική μας μνήμη; Ποῦ εἶναι ἡ προσπάθεια ποὺ ζητάει ἕνας δικός μας (ὁ Κ.Δ. Γεωργούλης: «Ἡ μελέτη τῶν ἑλληνικῶν ἀνθρωπιστικῶν γραμμάτων», 1938) «γιὰ τὴν κατάρτιση μιᾶς δημιουργικῆς μας σχέσης μὲ τὸ περασμένο, ἀπ᾿ ὅπου θὰ ἐξαρτηθεῖ ἡ ἱκανότητά μας νὰ δημιουργήσουμε ἕνα καινούργιο μέλλον; Κι ὅπου μέσα του θὰ ἐπαναληφθοῦν οἱ ἀξίες οἱ ἐγκείμενες εἰς τὸ παρελθόν, στὴν ἔκταση καὶ τὸ βάθος ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει ἡ σύγχρονη ἱστορικὴ πραγματικότητα, ὁ ἱστορικὸς καιρὸς ποὺ κάθε φορὰ ἀντικρύζουμε;».

Ἀριστεὺς Φρίξος, ᾨδὴ στὸν Ἥλιο, 1910

Μελετάω μέσα μου τὶς μεγάλες μορφὲς τοῦ ἔθνους μας. Ποιητές, ἥρωες... Ἥρωες ποὺ ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀντρεία των εἶναι ἀρετὴ καὶ ἀντρεία καὶ ἀντρεία ἑλληνική. Τοὺς ποιητές μας. Τὸν πρῶτο, τὸν πιὸ μεγάλο απ᾿ αὐτούς, καὶ τὸν ἀγώνα του για μορφὴ καὶ γιὰ ἔκφραση ἑλληνική. Τοὺς μεγάλους μας αὐτοδίδακτους ποὺ ὁ Θεὸς τοὺς χάρισε τὸ δώρημα τῆς «αὐτοποιᾶς» ἔκφρασης καὶ ποὺ τὸ ἔργο τους ὑψώνεται κι αὐτῶν «κάθετα εἰς τὸ κέντρο τῆς ἐθνικότητας». Ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ μὲ λογισμὸ καὶ πειθαρχία δουλεύουν στὸ ἀληθινὸ καὶ ἑτοιμάζουν τὸ δρόμο τῶν κατοπινῶν. [2] Καὶ τὴ νέα γενιὰ τῶν ζωγράφων μας, ποὺ μᾶς δίνουν τόσες ἐλπίδες: Ἀνάλαβαν τὸν μεγάλο ἄθλο νὰ συλλάβουν τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τὸν ἑλληνικὸ καὶ νὰ τὸν ἐκφράσουν ὄχι περιγραφικὰ μὰ μὲ τὰ συμβολικὰ μέσα ποὺ ὁρίζει ἡ Τέχνη τους. [3]

Νά ᾿ναι τάχα μιᾶς χαραυγῆς τὸ φανέρωμα; Θὰ κατανικήσουν τὶς χθόνιες δυνάμεις ποὺ ἀντιστέκονται σὲ κάθε ἀνθρώπινη πραγμάτωση; Καὶ ἀνακαταχτώντας, ὅπως ἔλεγε ὁ Γκαῖτε, κάθε φορὰ αὐτὸ ποὺ κατάχτησαν, θὰ μπορέσουν νὰ γίνουν οἱ θεμελιωτὲς μιᾶς παράδοσης;

Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἐστοχάζομουν, καὶ σ᾿ ὅλα μέτρο καὶ κριτήριο ὑψώνονταν ἡ πνευματικότητα τούτης τῆς Γῆς...

Σημειώσεις (ἐκ τοῦ πρωτοτύπου):
[1] Εἶπαν πὼς ἡ ἐρμηνεία τούτη τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν ἦταν πάντοτε σύμφωνη μὲ τὴν πραγματικότητα. Πὼς ὁ Goethe γνώρισε τὸν Ἑλληνισμὸ μέσῳ τῆς Ρώμης, πὼς ἡ Πάτμος τοῦ Hölderlin εἶναι ἡ Βαϊμάρη. Ἀμφισβητοῦν τὴ θέση τῆς Γένεσης τῆς τραγωδίας του Nietzsche.
[2] Σταθμίζω τὶς διάφορες ὁράσεις ποὺ πάει νὰ διαπλάσει ἡ ἐποχή μας. Ἐκείνη πού ᾿ναι δοξολογία τοῦ ἐφήμερου καὶ ἐκείνη ποὺ θά ᾿ταν ἡ συμβολικὴ ἔκφραση τοῦ αἰώνιου.
[3] Θὰ ἐπιτελεσθεῖ ὁ ἄθλος τοῦτος, ὅπως μερικὰ σημάδια τὸν προοιωνίζονται; Οἱ ὥς τὰ τώρα πραγματώσεις του (καρπὸς μαζὶ πνευματικῆς ὀξυδέρκειας καὶ συναισθηματικοῦ βάθους), ἡ λαμπρὴ προσπάθεια, παρ᾿ ὅλες τὶς ἐλλείψεις (οἱ ἀδυναμίες του φανερώνουν τὸ μέγεθος τοῦ ἄθλου ποὺ ἔχει ἀναληφθεῖ), τὸ ἔργο νὰ γίνει μαρτυρία ζωῆς. Θὰ μπορέσει ἄραγες νὰ ζήσει χωρὶς νὰ ξεπέσει ἀπὸ ἔλλειψη πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς πειθαρχίας, χωρὶς νὰ τὸ παρασύρουν οἱ χθόνιες δυναμεις ποὺ παραμονεύουν σὲ κάθε ἀνθρώπινη ἐκδήλωση καὶ ἀντιστέκονται στὴν πραγμάτωση τοῦ ἰδεώδους;
Ἡ παρουσία τοῦ Κοσμικοῦ Μύθου ποὺ ξεσκεπάζει ἡ θέα τούτη τοῦ ἀρχιπελάγους μοῦ χρησιμεύει γιὰ κριτήριο τούτου τοῦ κινήματος. Θὰ μπορέσει ἄραγε, αἰρόμενο πάνω ἀπὸ τὴν ἀνθρωποκεντρική του -ὣς τὰ τώρα- ὑπόσταση (νὰ φθάσει) εἰς τὴν ἔκφραση τοῦ Κοσμικοῦ Μύθου ποὺ μᾶς ξεσκεπάζει ἡ ἑλληνικὴ γῆ;

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Τὸ πνεῦμα τῆς παράδοσης

Ἡ μελέτη τῶν παραδόσεων τῶν λαῶν ὁδηγεῖ τὸν μελετητή, ἀργὰ ἢ γρήγορα, σὲ μερικὰ βασικὰ συμπεράσματα:

1. Πὼς οἱ παραδόσεις αὐτὲς εἶναι ἐπιβιώσεις πανάρχαιων ρυθμῶν ἢ μορφῶν πού, παρὰ τὶς μεταμορφώσεις ποὺ ἔπαθαν στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, κρατοῦν ἀναλλοίωτη τὴν ἀρχέγονη οὐσία των.

2. Πὼς ἡ καθεμιὰ εἶναι γνήσια ἔκφραση τῆς ψυχῆς τῆς κάθε ἐθνότητας, τῆς βασικῆς αὐτονομίας της, μὰ πώς ὅλες ἀνήκουν στὴν παγκόσμια οἰκογένεια τῆς μιᾶς καὶ ἑνιαίας παράδοσης ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς.

3. Πὼς ὅλες δὲν ἀπέχουν ἐξίσου, ὅπως ὀρθὰ διέκρινε ἕνας ποιητής μας, ὁ Ἄγγελος Σικελιανός, ἀπὸ τὸ πνευματικὸ κέντρο τῆς καθολικῆς αὐτῆς παράδοσης, μὰ πὼς ἡ καθεμιὰ ἀντανακλᾶ, ἄλλη λιγότερο ἄλλη περισσότερο, καὶ πλέον καθαρὸ τὸ φῶς τοῦ πνεύματός της.

4. Πὼς ἡ ἑλληνικὴ παράδοση ἀπὸ θεία μοίρα ἀνήκει στὶς τελευταῖες τοῦτες, συνθέτοντας, ἐξαιτίας τῆς προνομιακῆς της θέσης ἀπάνω στὸν πλανήτη μας, τὰ πνευματικὰ ρεύματα ὅλης τῆς οἰκουμένης.

Ὁ φωτισμένος νοῦς, ἀργὰ ἢ γλήγορα, θ᾿ ἀναγνωρίσει πὼς ἔξω ἀπὸ τούτη τὴ μιὰ καὶ μόνη, τὴν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου παράδοση, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει παρὰ μόνο τὸ ψευδὲς καὶ τὸ ἐφήμερο. Γιατὶ τούτη μόνη εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ ἑνὸς καὶ ἀίδιου λόγου, τοῦ λόγου πού, ὅπως εἶπε ὁ Ἡράκλειτος, δὲν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ ἡ ἐξήγησις τοῦ τρόπου τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως καὶ ποὺ ὅσο κοινωνοῦμε ἀπὸ τὴ Μνήμη της πετυχαίνουμε τὸ ἀληθινό, ἐνῶ ὅταν ἀντίθετα ἰδιάσωμεν, περιοριστοῦμε δηλαδὴ στὸ στενὸ ἀτομικό μας ἐγώ, ἁμαρτάνουμε, ἀστοχοῦμε μ᾿ ἄλλους λόγους τὴν ἀλήθεια.

(Δημήτρης Πικιώνης, «Τὸ πνεῦμα τῆς παράδοσης», 1951)

* * *

Ματαιότατον φῦλον, ἀναφέρει ὁ Πίνδαρος, ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει (γυρεύει) τὰ πόρσω (τὰ μακρινά), ἀφήνοντας ἀτέλεστα τὰ ἱερότατα χρέη τῆς Φυλῆς...

(Δημήτρης Πικιώνης, «Ὑποθῆκες ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση», 1963)

Σημείωσις:
Ἀπὸ μνήμης τὰ πάμπολλα ἀρχαῖα χωρία, σημειώνει ὁ ἐπιμελητής τῆς ἐκδόσεως. (Τότε δὲν ὑπῆρχε TLG.)

ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον,
ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν.
(Πίνδαρος, Πύθια, ᾠδὴ 3η, στ. 21-23)

(Χαμένο κορμὶ ὅποιος περιφρονεῖ τὰ πάτρια γυρεύοντας τὰ ξένα. (Ἀπόδοσις ἡμετέρα.))

«Ἡ τέχνη ἦταν γιὰ μένα θρησκευτικὴ πράξη εὐλάβειας καὶ λατρείας πρὸς τὴν Μητέρα Φύση»

Γεννήθηκα τὸ 1887 στὸν Πειραιά· Οἱ γονεῖς μου κατάγονταν ἀπὸ τὴ Χίο.
...

Ἐκεῖ κάτω, εἰς τὰ βράχια τῆς Φρεαττύδας ποὺ καθημερινὰ μᾶς πήγαινε τὴν ἀδελφή μου κι ἐμένα ἡ γιαγιά μας, ἀνάμεσα στὰ τραχιὰ ἐκεῖνα βράχια, ὅπου ἡ αὔρα ἔσειεν ἁπαλὰ τὸ μίσχο τοῦ φυτοῦ ποὺ φύτρωνε στὶς κουφάλες τῶν βράχων, στὸ χῶμα τὸ θεοφόρο, τὸ σπαρμένο ἀπὸ τὰ θραύσματα τῶν ἀγγείων, ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ χαίνοντα πηγάδια ποὺ μοῦ μιλοῦσαν γιὰ τοὺς ἀρχαίους κατοίκους αὐτῆς τῆς γῆς, τῆς γῆς μου, ἐμόρφωνα τὴ συνείδησή της, ἔπλαθα τὴν ἱστορία της...
Κατὰ τὴ διάρκεια ἀκόμη τῶν γυμνασιακῶν μου σπουδῶν, ἔκανα συχνὰ ὁδοιπορίες ἐξερευνώντας τὸ ἀττικὸ τοπίο. Ποιὰ χαρὰ ἐχάριζε στὴν ψυχὴ ἡ θέα τοῦ ἀνασκαλεμένου χώματος τῶν περιβολιῶν ποὺ ἄχνιζε κάτω ἀπὸ τὶς καυτὲς ἀχτίδες τοῦ ἥλιου!... Ὤ, ποιὰ χαρὰ στὴν ἀναπάντεχη θέα ἑνὸς ἄγνωστου γκρεμνοῦ, μιᾶς συστάδας ἀπὸ ἐλιές. Καὶ τὸ διάβα ἀνάμεσα στὸν ἱερὸ ἐλαιώνα. Καὶ οἱ ὑπώρειες τοῦτες τῆς Ἀθήνα, οἱ ὑπώρειες καὶ οἱ βράχοι... Κι οἱ σπηλιὲς τῶν γκρεμνῶν γύρω ἀπ᾿ τῆς Παλλάδας τὸ βράχο, καὶ ὁ τρισεύγενος ναός της... Πέρα, τῶν βουνῶν καὶ τῶν λόφων ἡ μουσικὴ ἀρμονία. Καὶ ὁ ἁγνότατος αἰθέρας, καὶ τὸ λαμπρότατο φῶς, καὶ τῶν ὡρῶν τοῦ δειλινοῦ ἡ ἀνείπωτη ἁρμονία.

[1904] Εἶχα ἤδη κάμει τὴ γνωριμιὰ τοῦ Καμπούρογλου καὶ τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου. Ὁ πρῶτος ἦταν ὁ Ἀθηναῖος πρεσβύτης ποὺ λὲς κι ἐξεπήδησε ἀπὸ ἀρχαῖο ἀνάγλυφο. Μπροστά του εἶχες τὴν αἴσθηση πὼς ἐκεῖνος εἶναι ὁ γηγενὴς αὐτῆς τῆς χώρας καὶ πάροικοι οἱ ἄλλοι. Ὁ Γιαννόπουλος... Περίμεναν απ᾿ αὐτὸν νά ᾿ναι αὐτὸ ποὺ στὴν ἐποχή του δὲ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ γίνει. Ἂς μᾶς ἀρκέσει ὅτι ἐνσάρκωνε ὁ ἴδιος τὸ εὐγενέστερο καὶ πλέον ὑπερήφανο εἶδος τοῦ Ἕλληνα.
...

[1906-1908] Ἦταν ὁ Γιαννόπουλος καὶ ὁ Παρθένης ποὺ ἔπεισαν τὸν πατέρα μου νὰ μ᾿ ἀφήσει νὰ πάω νὰ σπουδάσω ζωγραφική. Τέλος, τὸ 1908, ἐπῆγα στὸ Μόναχο. [...] Παρίσι (1909-1912).
...

Ἐδιάβαζα Αἰσχύλο, καὶ τὰ μάτια μου ἐγέμιζαν δάκρυα ἀναπολώντας, ὅπως ἡ ἡρωίδα τοῦ Γκαῖτε, τὴ μακρινὴ γῆ τῶν Ἑλλήνων.
...

[1912] Τὴν ἄλλη μέρα ἔφευγα γιὰ τὴν Ἑλλάδα.
Ὅταν τὸ βαπόρι ἔφτασε στὴν Πάτρα, ἡ κρύα ἀκτινοβόλα ἀσπράδα ἑνὸς μαρμάρου ποὺ κείτονταν ἀπάνω στὸ λασπωμένο χῶμα, μοῦ φάνταξε στὰ μάτια, κι εὐθὺς εἶπα μέσα μου: «πρέπει ν᾿ ἀναθεωρήσω ὅτι ἔμαθα». Τόση ἦταν ἡ κρύα ἀντίθεση τῆς ἀσπράδας του μὲ τὰ τριγύρω.
Στὸν Πειραιά, γυρίζοντας μιὰ μέρα στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι, αἰσθανόμουν τὸν ἥλιο νὰ φλογίζει τὴν ἐπιδερμίδα μου, μὰ μπαίνοντας στὴ σκιά, ἡ κρυάδα της μ᾿ ἔκανε νὰ ριγήσω... Ἀναλογίστηκα πὼς οἱ βίαιες τοῦτες ἀντιθέσεις τοῦ κλίματος, ὅπως τὶς ἀντικρύζαμε ἐπὶ αἰῶνες, θά ᾿ταν οἱ αἰτίες ποὺ διέπλασαν τὶς ἀντιθέσεις τοῦ χαρακτήρα τῆς ράτσας μας.
Οἱ ἀρχαῖοι, στοχάστηκα, εἶχαν ὑποτάξει τοῦτες τὶς ἀντιθέσεις στὴν κατατομὴ τῶν γείσων των καὶ τῶν κυματίων των. Και δὲν πέρασαν δυὸ μέρες ποὺ στὰ λαϊκὰ χαμόσμιτα τοῦ Πειραιᾶ εἶδα στὴν ὀξεία γωνία ποὺ σχηματίζει ἡ μονόριχτη στέγη τους, στὸ σημεῖο ὅπου ἀνταμώνει τὸν πίσω τοῖχο, ὑλοποιημένη τὴν ἀντίθεση τούτη. Οἱ παρατηρήσεις τοῦτες μ᾿ ἕκαναν, παρατώντας τὴ συμβατικὴ μάθηση, νὰ μπῶ σ᾿ ἕναν αὐτόνομο δρόμο ποὺ μὲ δίδασκε ἡ φύση. Ἀπό τότε, ἡ ἀνάγκη τοῦ «κοινοῦ» καὶ τοῦ «κύριου» ποὺ μᾶς μιλάει ὁ Σολωμός, ἦταν ἡ ἔμμονη ἐπιδίωξή μου...
...

[1912-1920] Ἀλλ᾿ ἂς διαβάσω ἀπ᾿ τὶς γραμμὲς τὶς μισοσβησμένες ποὺ ἐγράφηκαν ἀπὸ τότε:

«Ἐλιά; Ἐσὺ εἶσαι τὸ ἅγιο τὸ δέντρο; Γιὰ σένα εἶπαν οἱ ἄνθρωποι οἱ παλιοὶ πὼς ἡ οὐσία σου εἶναι καθαρὴ γιατ᾿ εἶναι φωτὸς ὕλη;
»Πές μου, γιατὶ εἶναι βασανισμένος ὁ ἱερὸς κορμός σου; Τὰ τόσα στριφογυρίσματά του μὴν εἶναι τάχα τοῦ μόχθου σου τὰ σημάδια γιὰ τῆς πνευματικῆς σου ἀρχῆς, ποὺ ἐνσαρκώνεις, τὴν πραγμάτωση;
Ἐσὺ εἶσαι ἡ ἄμπελος ὁποὺ ἀναφέρει ἡ Γραφή; Γονατίζω καὶ φυλάω τὸ χῶμα ποὺ σὲ θρέφει. Ἰδές, εἶναι χαρακωμένο, ἀπ᾿ τοῦ Ἥλιου τὴ φλόγα... Ἀλλ᾿ ἐσὺ τὴ φλόγα τούτη μεταλλάζεις σὲ θεῖο πνεῦμα δρόσου...»
...

Ἡ ἄσκηση τῆς πρακτικῆς τοῦ Σεζὰν μὲ ἤγαγε μακριὰ ἀπ᾿ τὰ ἰδεώδη τῆς Δύσης. Ἡ Ἀνατολὴ καὶ τὸ Βυζάντιο μοῦ ἀποκάλυψαν πὼς ἡ δημιουργία μιᾶς ἀνηγμένης ἀπ᾿ τὴ φύση καὶ ἀπ᾿ τὴν ὕλη τῆς μίμησης συμβολικῆς γλώσσας, εἶναι ὁ δρόμος ὁ μόνος ἔγκυρος καὶ ἄξιος τοῦ πνεύματος γιὰ νὰ ἐκφράσει τὶς ἰδέες καὶ τὰ συναισθήματά μας ἀπ᾿ τὴ Ζωή.
Κάποιος εἶπε σωστὰ πὼς ἀπ᾿ τὴν ὑπεύθυνη στάση μας ἀνάμεσα Ανατολῆς καὶ Δύσης θὰ ἐξαρτηθεῖ ἡ πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Θὰ προσθέσω: κι ἀπὸ τὴν ἀρμόδια σύνθεση τῶν ἀντιθετικῶν ρευμάτων σὲ μιὰ νέα μορφή. Θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀναλύσω πῶς παρουσιάζεται τὸ πρόβλημα τοῦτο στὴν Ἀρχιτεκτονική. Μὰ θ᾿ ἀρκοῦσε ἐδῶ νὰ πῶ πὼς εἶμαι ἀνατολίτης.
...

Ἤθελα νὰ ζωγραφίζω ὁλομόναχος. Ὄχι μόνο γιατὶ ἕνας δὲν εἶναι πρόθυμος πάντα νὰ δείξει εἰς τοὺς ἄλλους τὶς ἐνδεχόμενες ἀδυναμίες του, μὰ γιατὶ ἡ τέχνη ἦταν γιὰ μένα θρησκευτικὴ πράξη εὐλάβειας καὶ λατρείας πρὸς τὴν Μητέρα Φύση, καὶ τὴν ἱερότητα τούτη κίνδυνος θἀ ᾿ταν ἡ ἀμάθεια τῶν πολλῶν νὰ τὴν προσβάλει. Μόνος λοιπὸν ἐπήγαινα εἰς τὸ ἄλσος τοῦτο, ποὺ ἦταν τὸ ἄδυτό μου. Μόνος ἢ μὲ τὸ Στέρη. Καὶ ἐκεῖνος αἰσθανόταν ὅμοια μὲ ἐμένα κι ἐσεβόταν τὶς θρησκευτικὲς τοῦτες στιγμὲς τοῦ ἄλλου.

Ἡ τέχνη εἶναι ὑπακοὴ στοὺς συμπαντικοὺς Νόμους, τοὺς αἰώνιους. Κι ἀναδιφώντας πάλι τὰ χαρτιά, ξαναβρίσκω ἕνα πεζὸ ποίημα ποὺ ἄρχιζε ἔτσι:

«ΕΥΣΕΒΕΙΑ
»Ἔθεσες παντοῦ Νόμους, ὦ Θεέ. Δῶσε νὰ τοὺς ἀκολουθῶ, δῶσε νὰ μὴν τοὺς προσβάλλω.»
...

Ἀπορῶ καὶ θαυμάζω πόσα δάκρυα «καὶ πάλι δάκρυα» ὁ ἄνθρωπος ὁ «ἄμφω βροτόσωμος καὶ ἄμβροτος ἀκαμάτοις θεότητος ὅροις» εἶναι ὁρισμένο νὰ ὑποφέρει γιὰ τὴν πνευματική του ἀνάβαση...

Νέοι, ἀποβάλλοντας τὸ θέλημα τὸ ἀτομικό, κατεβεῖτε εἰς τὸ σκάμμα τῆς ὑπακοῆς. Αὐτὴ καὶ μόνη θὰ σᾶς χαρίσει τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία. Καὶ μὴν ὀκνήσετε ποτέ, γιατ᾿ εἶναι γραμμένο πὼς «τὸ νὰ μὴν μπορέσουμε, ἴσως κάποτε μᾶς συγχωρεθεῖ· τὸ νὰ μὴν προσπαθήσουμε, ποτέ.»

Σημειώσεις:

Ἀποσπάσματα ἀπὸ αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα τοῦ Δημήτρη Πικιώνη (α' δημοσίευσις στὸ περιοδικὸν «Ζυγός», 1958). Πηγή: «Δημήτρη Πικιώνη, Κείμενα», Μορφωτικὸ Ἴδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2000, ISBN 960-250-176-6. Πρόλογος Ζήσιμου Λορεντζάτου. Ἐπιμέλεια: Ἁγνὴ Πικιώνη - Μιχάλης Παρούσης.

Ὁλόκληρο τὸ ἀνωτέρῳ κείμενο εὐρίσκεται σὲ ἠλεκτρονικὴ μορφὴ στὶς ἱστοσελίδες γιὰ τὸν Πικιώνη τοῦ eikastikon καὶ τῆς Μυριοβίβλου. Δυστυχῶς, ἀπὸ τεχνικὴ ἄγνοια πιθανῶς, ἔχει παραχαραχθεῖ τὸ πρωτότυπο, μὲ ἐφαρμογὴ τοῦ ἀκαλαισθήτου καὶ ἀσεβοῦς πρὸς τὴν αἰσθητικὴ καὶ φιλοσοφία τοῦ δημιουργοῦ, μονοτονικοῦ. (Ἡ ἔκδοσις τοῦ ΜΙΕΤ σέβεται τὸ αὐθεντικὸ πολυτονικό.)

Θὰ ἀκολουθήσουν, σὲ ἐπόμενες δημοσιεύσεις μου, καὶ ἄλλα, ἀδημοσίευτα ἀκόμη ἠλεκτρονικῶς, κείμενα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μύστου τῆς ἑλληνικότητος.

Διαβάστε ἐπίσης: «Δημήτρης Πικιώνης», «7 ἡμέρες - Καθημερινή», 16 Ὀκτ. 1994.

Φωτογραφίες:

α) Δημήτρης Πικιώνης.
β) Δημήτριος Καμπούρογλου, ὁ Ἀθηναῖος (1852-1942).
γ) Ἐλαία, Γύθειον. [Φωτογραφία (1600x1200) τοῦ jimmythebest ἀπὸ τὸ DPGR.]
δ) Γεράσιμος Στέρης, «Δέντρα στὴν ἀκτή», λάδι σὲ καμβά, 39x47 ἑκ. [eikastikon]