«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπαζίνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπαζίνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Νύχτα γιομάτη θαύματα

   Τὶ κρῖμα ποὺ δὲν ἔχουμε πιὰ χριστουγεννιάτικες φάτνες στὴν πόλι μας.

   Ἀποκτήσαμε τέχνες καὶ ἐπιστῆμες, πολυκαταστήματα καὶ χρηματιστήρια, ἀκριβὰ δῶρα καὶ ἑορταστικὲς λιχουδιὲς καὶ λαμπερὰ φῶτα καὶ στολίδια καὶ κατακόκκινους τροφαντοὺς ἁγιοβασίληδες -τώρα φτωχαίνουν, ξεθωριάζουν κι αὐτά-, κι ὅμως, ἡ παγωνιὰ μᾶς κυκλώνει ὁλοένα... τὸ βαθὺ σκοτάδι, ἡ ἄκαρδη νύχτα... ἡ νύχτα γυμνώνει τὰ λαμπερὰ στολίδια, ξεραίνει τὶς γευστικὲς λιχουδιές... κυκλώνει τὴν ψυχή, πυκνώνει... μέχρι καὶ ὁ φόβος καὶ ἡ ἀγωνία νὰ παγώσῃ... καὶ τότε, ὅταν ὅλα πιὰ τὰ σκεπάσῃ τὸ παγερὸ σκοτάδι, κάτω κι ἀπ᾿ αὐτό, μιὰ ἄλλη, βαθύτερη, ξεχασμένη νύχτα... μιὰ ἄλλη νύχτα, νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.
   Βαθὺ σκοτάδι, παγωνιά.
   Καὶ στ᾿ αὐτιὰ τῶν βοσκῶν ἀγγελικὲς ψαλμωδίες.
   Κι ὁ μικρὸς Χριστούλης στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Παναγίας, στὴν φάτνη τῶν ἀλόγων.

   Τὶ κρῖμα ποὺ δὲν ἔχουμε πιὰ χριστουγεννιάτικες φάτνες στὴν πόλι μας.
   Μεγαλώνουμε, μαθαίνουμε, πλουτίζουμε κι «ἐκσυγχρονιζόμεθα»· καὶ νοσταλγοῦμε τὴν χαμένη ζεστασιὰ τῆς φάτνης.

   Καλὰ Χριστούγεννα!

Φάτνη Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, Κρύα Ἰτεῶν Πατρῶν
(Χριστούγεννα 2011)

Φάτνη Διάβας Καλαμπάκας
(Χριστούγεννα 2011)

* * *

Ἐπιστολὴ τοῦ Δημήτρη Λιαντίνη σὲ φίλο του τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1970, ἀπὸ τὸ Μόναχο ὅπου ἐσπούδαζε.

       Μόναχο, 25-12-1970

  Χριστούγεννα καὶ τοῦτα. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κατάδικους, ὅσοι δὲν εἶναι δυὸ-δυὸ στὸ κελλί, καὶ τοὺς μοναχούς, κείνους ποὺ δὲν ζοῦν σὲ κοινόβια, ἀλλὰ σὲ σκῆτες, καὶ τοὺς λιγοστούς, πού ᾿χουνε τὴ δική μου τρέλλα, δὲν θὰ τὰ πέρασε ἄλλος ὅπως ἐγώ. Οὔτε μιὰ καλημέρα, οὔτε μιὰ εὐχή, οὔτε ἑνὸς ἀνθρώπου μάτι καὶ γέλιο. Ἔχω ἕνα χοντρὸ κερὶ στὸ κηροπήγιο καὶ μέρα νύχτα καίει. Τράβηξα τὶς κουρτίνες νὰ κλείσω τὸ φῶς γιὰ νὰ μὴν βλέπουν τὰ μάτια καὶ κιοτέψει ἡ ψυχὴ κι ὅλη τὴ μέρα τραμπαλίζομαι στὴν καρέκλα μου, σκεπάζομαι ἀπὸ γαλάζιους καπνοὺς καὶ κολυμπάω στὸν ποταμὸ τῆς ἀμίλητης ὕπαρξής μου. Μόνο τ᾿ αὐτιὰ ἄφησα ἀσφάλιστα -σὰν τὸν Ὀδυσσέα- γιὰ νὰ φτάνει ὣς τὴ σπηλιά μου ὁ γιορτερὸς θόρυβος ἀπὸ τὸ μακρυνὸ βάθος τῆς πολιτείας. Κι ἔρχοναι φευγαλέα μπροστά μου εἰκόνες ἀπὸ τὰ πλούσια Γόμμορα καὶ τὴν ἀκόλαστη Πομπηία, γιὰ νὰ μοῦ θυμίζουν τὸν ξεπεσμένο ἄνθρωπο, ποὺ ὅμως δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τοῦ φορτώσουμε τὴν ἐνοχή. Μόνο τὸ μεσημέρι κουμπώθηκα ὣς τὸ λαιμὸ καὶ τράβηξα μιὰ βόλτα στὸν μεγάλο κῆπο τῆς πόλης. Περπάτησα ὥρα πολλὴ ἀπάνου στὰ χιόνια, ἀγνάντεψα τὸ ποταμάκι, τὶς πάπιες, τὰ περιστεράκια ποὺ κρυώνανε καὶ μαλάκωσε λίγο ἡ ψυχὴ καὶ τὸ παράπονο. Χιόνι... παγωνιά, πλοῦτος ποὺ σὲ χτυπάει στὰ μάτια. Ὕστερα ξαναγύρισα στηλώθηκα, σὰν φάντασμα, πάλι μπροστὰ στὴ λαμπάδα καὶ κυλᾶνε οἱ ὧρες, κι ὅλας ἕντεκα, ἀπάνου στὸ καλτιρίμι τῆς διαμαρτυρίας, ποὺ δὲν θὰ ζητήσει ἀνταμοιβή. Παρ᾿ ὅλα τοῦτα δὲν θὰ πρέπει νὰ λησμονήσω νὰ σοῦ πῶ ὅτι εἶμαι καὶ κομμάτι χαρούμενος. Κάτι κατάλαβα ἀπὸ τὸ θᾶμα τῆς Ἅγιας νύχτας.
  Ἵσως περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα πιστεύω.

       Δικός σου
       Δημήτρης


* * *

Αὐτὴ εἶναι νύχτα θαυμάτων

Τοῦ Ἠλία Μπαζίνα
«Φίλαθλος», 24 Δεκ. 2006

Το ρίγος της προσμονής εκείνων που θα έλθουν

   Υπάρχει, τελικά, ένα Χριστουγεννιάτικο Θαύμα! Όλοι το βλέπουν. Όλοι το νοιώθουν. Κανένας δεν μπορεί να το εξηγήση. Έχει να κάνει με πολλά πράγματα μαζί. Το τρυφερό, θαμπό, βορεινό φως της μέρας, που πεθαίνει πρόωρα, για να σύρη πίσω της μια μεγάλη, θριαμβική, ολόφωτη νύχτα, ακόμα πιο τρυφερή. Μια νύχτα γεμάτη προσμονές άγνωστης χαράς, γεμάτη νάνους, μάγους και καλικάτζαρους που δεν φοβίζουν αλλά χαμογελάνε, γιατί αυτή είναι νύχτα θαυμάτων. Από όλα το πιο μεγάλο είναι η ανάσταση του παιδιού μέσα μας. Του παιδιού που πήγαινε να κοιμηθή την παραμονή, ακούγοντας ακόμα τους μεγάλους να μιλάνε και να τραγουδάνε και προσπαθώντας να μην αφήση τα βλέφαρά του να βαρύνουν για να μη χάση το μεσονύχτιο θαύμα. Και πάντα το έχανε αλλά τι σημασία είχε αφού το θαύμα είχε συντελεσθή. Και το παιδί ξυπνούσε στα καθαρά, δροσερά του σεντόνια και σκιρτούσε καθώς του 'ρχόταν η ανάμνηση ότι ξημέρωνε μεγάλη γιορτή! Με το άρωμα από τα φρέσκα κουλουράκια στα ρουθούνια του, το προνομιούχο νέο πλάσμα βίωνε την αθανασία, τη μόνη που υπάρχει. Μνήμες από έναν κόσμο υπέροχης άγνοιας, ΠΡΙΝ από το προπατορικό αμάρτημα. Όταν τα πάντα είναι ζωή, το αντίθετό της δεν υπάρχει. Και η μόνη αλήθεια είναι το ρίγος της προσμονής εκείνων που θα έλθουν, το προμάντεμα του έρωτα, η προετοιμασία για το υπέροχο ταξίδι, την εξερεύνηση του κόσμου με τα μυστικά και τις ομορφιές και τους κινδύνους του. Κινδύνους που δεν φοβερίζουν, απλά ξεσηκώνουν.

   Είναι κρίμα ότι το παιδί αυτό δεν γίνεται να επιζήση όταν πεθάνη ο άνθρωπος που το κρατούσε κρυμμένο, ζεστό και ασφαλές, στον κόρφο της ψυχής του. Θα του άξιζε να έχη άλλη, καλύτερη μοίρα. Ίσως είναι το μόνο κομμάτι μας που θα άξιζε να ζήση αιώνια. Και αυτή η ανάγκη και η αναζήτηση και η νοσταλγία, η αφόρητη του αιώνιου παιδιού είναι που ξαναφουντώνει μέσα μας τα Χριστούγεννα. Είναι μια μικρή ανάσταση, μια αναγέννηση προσωρινή πραγμάτων πολύτιμων και στην ουσία χαμένων. Είναι ρηχή και στείρα η θεώρηση ότι τα πάντα γύρω από τα Χριστούγεννα είναι ένα σκηνικό, με μοναδικό στόχο το τζίρο. Είναι σίγουρα και αυτό. Δεν θα κατάφερναν όμως τίποτα όλοι αυτοί, που ΝΟΜΙΖΟΥΝ ότι μας πιάνουν κορόιδα, αν εμείς οι ίδιοι δεν θέλαμε την κοροϊδία. Εν γνώσει μας.

   Το ξέρουμε ότι η «Άγια Νύχτα» είναι ένα ζαχαρωτό, χαζοχαρούμενο τραγουδάκι. Το ξέρουμε πως υπάρχουν κι εκείνοι που υποφέρουν. Τα Χριστούγεννα επιτρέπεται να παραβλέπουμε, γιατί τα Χριστούγεννα είναι ο γυρισμός μας -ημών των βροτών- στην αγνότητα και στην αθανασία. Τόσο πρόσκαιρη επιστροφή! Την δικαιούμαστε μια φορά το χρόνο. Δεν μας κάνει χειρότερους ανθρώπους. Ίσως μας κάνει και καλύτερους, ΑΝ καταφέρουμε να την προεκτείνουμε στην υπόλοιπη ζωή μας σαν χρέος ευτυχίας. Η ευδαιμονία πρέπει να γεννάη ευδαιμονία. Το τερατώδες είναι το ότι συχνά αυτό δεν συμβαίνει, όχι το ότι επιτρέπεται και λίγη ευδαιμονία σε μια ζωή έτσι κι αλλοιώς λίγη. Και η «Άγια Νύχτα», η σαχλούτσικη, είναι τελικά ένα πανέμορφο τραγουδάκι, που τραγουδήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο στον κόσμο. Μη θεοποιούμε το «σωστό» και το «σημαντικό» ΤΟΣΟ ώστε να καταντήσει εργαλείο ΚΑΚΙΑΣ. Μια ζωή χωρίς το επουσιώδες και το παραμυθένιο είναι μια παγίδα γεμάτη εγωισμούς, μοχθηρίες, θέσφατα, ΠΡΕΠΕΙ, τύψεις. Άρνηση ΧΑΡΑΣ.

   Μη μιλάμε λοιπόν για «ευδαιμονισμό» και παραισθήσεις και ψεύτικες επιστροφές στο τίποτα! Υπάρχει ένα κομμάτι των εορτών, που σίγουρα είναι ψεύτικο. Μεγάλο, πολύ μεγάλο κομμάτι! Υπάρχει και το κομμάτι το πραγματικό. ΟΛΟΙ το έχουμε νοιώσει. Γιατί το αρνούμαστε; Αφού υπάρχει, ας το αφήσουμε να κάνει το νηπενθές, παυσίπονο έργο του. Δεν είναι αρετή το να του κλείσουμε την ψυχή μας. Ίσως είναι και κακία. Και για την κακία υπάρχει ΤΟΣΟΣ χρόνος, μα τόσος χρόνος, Θεέ μου! «Αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής». Αρκετόν τω έτει η κακία αυτού. Αρκετόν τω βίω η κακία αυτού...

Χαρά στο νταηλίκι

   Αν το θέμα μας είναι «να μην παρασυρθούμε» στον ψεύτικο κόσμο των παραισθήσεων, είναι ΤΟΣΟ ΕΥΚΟΛΟ! Ίχνος μαγκιάς δικής μας δεν χρειάζεται. ΟΛΑ τα όνειρα είναι εύθραυστα, φευγαλέα σαν την πρωινή πάχνη. Χαρά στο νταηλίκι, να θρυμματίσης ένα όνειρο! Ένας ακόμα βανδαλισμός, τί μπορεί να αλλάξη προς το καλύτερο; Τελικά, το πραγματικό ΨΕΜΑ είναι αυτός! Ο βανδαλισμός, σαν έκφραση... υγείας, ρεαλισμού, πραγματισμού. Το κουτάβι που κούρνιασε στην αγκαλιά μου (πάει πάνω από μισός αιώνας και δεν το ξέχασα) μέχρι να αφήση την τελευταία του πνοή από την κακοπάθεια, ήταν μια μικρή, εύθραυστη, φευγαλέα αλήθεια. Το ΨΕΜΑ ήταν εκείνοι, που το πέταξαν, θεωρώντας πως έκαναν κάποιο πράγμα, που λέγεται ΣΩΣΤΟ. Ενώ δεν ήταν παρά μια έκφραση ΕΞΟΥΣΙΑΣ εκ μέρους όντων, που δεν έχουν εξουσία σε τίποτα! Δεν μπόρεσαν να δουν το κουτάβι σαν ΟΜΟΙΟ τους. Ενώ ΣΙΓΟΥΡΑ δεν ξέφυγαν κι εκείνοι τη δική του τύχη. Τί είναι αυτό το «ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΑΝ»; Δύναμη; Αδυναμία είναι! Ψεύτικη δύναμη. Ψέμα...

   Αφήστε το όνειρο να κουρνιάση στον κόρφο σας, σαν κάτι ζωντανό. Και μη ντρέπεστε γι' αυτό. Ευλογία είναι. Θα σας ανταμείψη με μια γλυκειά ανάμνηση. Κάποια ώρα που θα την έχετε ανάγκη. Καλά Χριστούγεννα!

Ἡ Γέννησις τοῦ Κυρίου, φορητὴ εἰκόνα, Βυζαντινὸν Μουσεῖον Ἀθηνῶν, 15ος αἰ.· ἴσως ἔργο τοῦ ζωγράφου Ἀγγέλου.

+ Κείμενα τοῦ Ἠλία Μπαζίνα
+ Ἕνα ἀκόμη ἄρθρο τοῦ Ἠλία Μπαζίνα γιὰ τὰ Χριστούγεννα (25-12-1998): «Γιὰ τὸ ξέσκισμα... καὶ τὸ παντελόνιασμα, τὶ θὰ ἔλεγε σήμερα ὁ Ἰησοῦς Χριστός...»
+ «Ἀνάλυση τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου, 11-11-2005 [Φλόγα] [Πατερικός]· Ἀρχιμανδρίτης Γεράσιμος Φραγκουλάκης, «Ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ»)

* * *

Εὐφραίνεσθε δίκαιοι,
οὐρανοὶ ἀγαλλιᾶσθε,
σκιρτήσατε τὰ ὄρη,
Χριστοῦ γεννηθέντος.
Παρθένος καθέζεται
τὰ Χερουβὶμ μιμουμένη,
βαστάζουσα ἐν κόλποις
Θεόν Λόγον σαρκωθέντα.
Ποιμένες τὸν τεχθέντα δοξάζουσι,
Μάγοι τῷ Δεσπότῃ δῶρα προσφέρουσιν,
Ἄγγελοι ἀνυμνοῦντες λέγουσιν,
Ἀκατάληπτε Κύριε, δόξα σοι.

(Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, 7ος-8ος αἰ.)

Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

Ὁ Ἠλίας Μπαζίνας γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα, τὸν Μπαμπινιώτη, τοὺς Μανιάτες, τὸν Μπόστ, τὸν Ἑλληνικὸ Στρατό, τοὺς δημοσιογράφους καὶ τοὺς πολιτικούς

Γιὰ τὸν Ἠλία Μπαζίνα ἔχω γράψει καὶ ἄλλοτε. Σήμερα ἀναδημοσιεύω μιὰ σειρὰ προσφάτων κειμένων του γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα, γραμμένα μὲ γνώση, ἀλλὰ καὶ εὐτραπελία (ἀγγλιστὶ χιοῦμορ, ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ χυμός).


Ἡ σχέση μὲ τὴ γλῶσσα δὲν εἶναι μόνο ἐγκεφαλική, ἔχει νὰ κάνη καὶ μὲ τὰ «σπλάχνα», τὰ τζιγέρια

(Ἠλίας Μπαζίνας, «Φίλαθλος», 16-3-2008)

Παρακολούθησα μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ ἐνδιαφέρον τὴν ἐκπομπὴ τῆς Φλέσσα, μὲ τὸν καθηγητὴ Μπαμπινιώτη καλεσμένο. Ἦταν μία ἄρτια παρουσίαση σημαντικῶν ζητημάτων σχετικῶν μὲ τὴν καθομιλούμενη ἑλληνικὴ γλῶσσα, ποὺ ἀγγίζουν ὅλους μας. Πέρα ἀπὸ τὴν παγκοίνως ἀναγνωρισμένη ἐπιστημονική του ἀξία, ὁ Μπαμπινιώτης εἶναι προφανῶς καὶ ἐξαιρετικὸς δάσκαλος. Μοῦ ἔκανε ἄριστη ἐντύπωση, ἔστω καὶ ἄν μοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ συμφωνήσω μὲ ὅλες τὶς τάσεις τῆς σύγχρονης γλωσσολογίας καὶ νὰ «ἀπαρνηθῶ» τὴ γλῶσσα τῶν προγόνων μου, ὅπως τὴν ἀντιλαμβάνομαι ἐγώ. Ὅσο γιὰ τὴ Βίκυ Φλέσσα, τοῦτο μόνο. Ὡραία παρουσία εἶναι, γράμματα προφανῶς ξέρει, ἔξυπνη εἶναι. Διατί, ἂχ διατί, πρέπει ντὲ καὶ καλὰ νὰ ἐπικαλύπτη μὲ τὴ φωνή της τὸ τέλος τῆς φράσης τοῦ συνομιλητῆ της; ΟΠΟΙΟΣ καὶ ἂν εἶναι αὐτός;

Κατανοῶ τὶς προσπάθειες τῶν γλωσσολόγων νὰ καθαρίσουν τὴν σύγχρονη ἑλληνικὴ γλώσα ἀπὸ κάποια ζιζάνια καὶ προπάντων νὰ τὴν ἐκλογικεύσουν ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν κάνουν κάπως λιγότερο «δύσκολη», ΧΩΡΙΣ νὰ χαθῆ ὁ τόσο ζωτικὸς σύνδεσμος μὲ τὸ ἱστορικὸ παρελθόν. Ἄξιος ὁ μισθός τους, σὲ γενικὲς γραμμές. Εἰδικὰ ὁ Μπαμπινιώτης μὲ ἔπεισε πώς, ἀπὸ τὴ σκοπιὰ ποὺ βλέπει τὰ πράγματα, ἔχει πάντοτε πολὺ ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα μὲ τὰ ὁποῖα στηρίζει τὶς ἀπόψεις του. Ἐγὼ δὲν διαφωνῶ ὡς πρὸς τὴν ἐπιστημονικὴ τεκμηρίωση τῶν ἐπιλογῶν τῆς ἐπιστήμης, ἁπλὰ ἀδυνατῶ νὰ τὴν δῶ μονοδιάστατα ὡς ἐπιστήμη.

Ναὶ μὲν ἡ ἀπαχόληση μὲ τὴν ὀρθογραφία ἀποτελεῖ μιὰ ἄσκηση τοῦ μυαλοῦ, ὅπως σωστὰ εἶπε ὁ Μπαμπινιώτης, ἡ σχέση μὲ τὴ γλῶσσα ὅμως δὲν εἶναι μόνο ἐγκεφαλική. Ἔχει νὰ κάνη καὶ μὲ τὰ «σπλάχνα», τὰ τζιγέρια. Εἶναι ὁ δίαυλος ποὺ ὁδηγεῖ τὸν καθένα μας πίσω, ὅσο πιὸ πίσω εἶναι κάποιος ἱκανὸς καὶ πρόθυμος νὰ φτάση. Καὶ μᾶς ἑνώνει, ἡ γλῶσσα, μὲ πράγματα ἀτίμητα, ἄρα ἀδιαπραγμάτευτα. Αἰώνια.

Συχνὰ συλλαμβάνω τὸν ἑαυτό μου νὰ λέη τὰ πράγματα ὄχι ὅπως εἶναι τὸ σωστό, ἀλλὰ ὅπως τὰ ἔλεγαν ἐκεῖνοι, ποὺ ἂν καὶ ἀπόμακροι, δὲν ἔλειψαν ποτὲ ἀπὸ τριγύρω μου. Ὄχι τόσο μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «φόρου τιμῆς» πρὸς τοὺς προγόνους. Ἴσως ἀσυνείδητα προσπαθῶ νὰ χτίσω μιὰ οὐτοπικὴ αἰωνιότητα ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἀνέφικτο νὰ ὑπάρξη. Ὅμως δὲν ἀπαρνοῦμαι τίποτα, δὲν ξεχνάω τίποτα, δὲν ἀλλάζω τίποτα ποὺ μὲ ἑνώνει μὲ τὰ περασμένα. Ψάχνω γιὰ παλιὲς μανιάτικες - καὶ ὄχι μόνο μανιάτικες - λέξεις καὶ τὶς καταγράφω.

Κρατάω ζωντανὴ τὴν πατρογονική, ἴσως ἀκόμη καὶ «γονιδιακὴ» καχυποψία ἀπέναντι στὶς «μόδες». (Ξέρετε, πῆγε καὶ ἡ γραία Λιού, προπολεμικά, στὴν Καλαμάτα, ταξίδι ὁλόκληρο γιὰ νὰ παρευρεθῆ σὲ ἕνα γάμο. Εἶδε λοιπὸν ἐκεῖ νὰ χορεύουν φὸξ-τρότ. «Ἂμ τί εἶναι φτοῦνο;» ρώτησε κάποια νεαρή. «Εἶναι μόδα...» ἀπάντησε ἐκείνη. «Ἀμήηη!» ἔκανε ἡ Λιού. «Μόδα εἶναι παιδάτσι μου, νὰ πουτανέψουσι τὰ κορίτσια;...») Ὄχι ἐπειδὴ ἡ δυσπιστία ἀπέναντι στὶς μόδες εἶναι ὑποχρεωτικὰ «σωστή», ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔτσι τὸ βρῆκα ἐγώ. Καὶ ἡ ἀντίστασή μου στὶς ἀλλαγὲς εἶναι μεγάλη, γιὰ λόγους ποὺ δὲν ξέρω νὰ ἐξηγήσω ἀλλὰ ΥΠΑΡΧΟΥΝ. Ἔτσι ἁπλά, ὑπάρχουν! Ὅπως ἀληθεύει καὶ τὸ ὅτι ἡ γλῶσσα λειτουργεῖ συχνὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀγράμματους μὲ τρόπο σχεδὸν μεταφυσικό.

Ἀναφέρθηκα στοὺς Μανιάτες, ποὺ εἶχαν μέχρι σχετικὰ πρόσφατα ἐλάχιστες εὐκαιρίες γιὰ μόρφωση. Σὲ αἰῶνες σκλαβιᾶς, ἡ αὐτονομία τῆς Μάνης τῆς ἐπέτρεπε νὰ παρασκευάζη ἐξεγέρσεις κατὰ τῶν Τούρκων. Ὑπάρχει πληθώρα ἐγγράφων, ποὺ μᾶς διαφωτίζουν σχετικά. Σὲ αὐτά, συνήθως, ἡ ὀρθογραφία εἶναι ὄχι ἁπλὰ ἄγνωστη ἀλλὰ καὶ προφανῶς... «διακοσμητική». Βρίσκουμε στὴν ἴδια σελίδα τὴν ἴδια λέξη γραμμένη ἀπὸ τὸν ἴδιο ἄνθρωπο μὲ πέντε διαφορετικοὺς τρόπους! Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐμπόδισε τὶς μοιρολογίστρες ποὺ βρέθηκαν ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Μάνης γιὰ νὰ «κλάψουν» ἕνα δικό τους ποὺ εἶχε πεθάνει ἐκεῖ, νὰ ἐκφράσουν τὴ δυσφορία τους γιὰ τὰ σκώμματα ποὺ προκαλοῦσε ἡ ἰδιόρρυθμη λαλιά τους, μὲ τὸν ἑξῆς «δογματικὸ» τρόπο: «Στὸ διάβολο καὶ στὴν ὀργὴ νὰ πάη ἡ γλῶσσα ἡ βλάχικη κι ἐκεῖνοι ποὺ ἀναμπαίζουσι τὴ γλῶσσα τὴ μανιάτικη, ὁπού εἶν᾿ ἡ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ»! Κάτι τέτοιο προσπάθησα παραπάνω νὰ ἐκφράσω λέγοντας ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ὑπόθεση τῶν σπλάχνων καὶ τῆς καρδιᾶς καὶ αὐτὸ ἰσχύει ἀδιακρίτως γιὰ τοὺς ἔχοντες καὶ τοὺς μὴ ἔχοντες ἐπίσημη μόρφωση.

Διδάχθηκα ἑλληνικὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, τοὺς ἐξαίρετους δασκάλους μου καὶ ἀπὸ τὰ βιβλία μὲ τὰ ὁποῖα μεγάλωσα, συνήθως γραμμένα μὲ τὴ φροντίδα ποὺ ἔκαναν τὶς δουλειές τους οἱ ἄνθρωποι προηγούμενων γενεῶν. Ἰδιωτικά, παραμένει γλῶσσα ΜΟΥ. Γράφω ἀκόμα καὶ μὲ τὶς βαρεῖες καὶ τὶς δασεῖες πάνω ἀπὸ τὸ ρὸ στὴν ἀρχὴ τῆς λέξης. Καὶ μὲ αὐτὴ τὴ γλῶσσα θὰ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμο. Δὲν πρόκειται γιά... «σνομπάρισμα» οἱωνδήποτε προσώπων ἢ ἀπόψεων. Δὲν διανοοῦμαι - δὲν σκέφτηκα ἔτσι ποτέ μου - νὰ πῶ στοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες «στὴν πάντα ἐσεῖς, νὰ διδάξω ἐγώ». Ξέρω πὼς προσπαθοῦν νὰ κάνουν τὸ ἐπιστημονικό τους καθῆκον. Γενικά, μὲ ἐπιτυχία. Ἁπλά, ἡ ὀπτική τους γωνία εἶναι κατ᾿ ἀνάγκην συλλογικὴ - κοινωνικὴ καὶ ὄχι προσωπική.

Ἐγὼ ἀκόμα καὶ ἐδῶ στὸ «ΦΙΛΑΘΛΟ», ποὺ τὸν εὐγνωμονῶ γιὰ τὴν κατανόησή του, γράφω μια γλῶσσα ποὺ κάπως προσεγγίζει αὐτὴν ποὺ γράφω σπίτι μου. Τουλάχιστον ἀποφεύγω κάποια φρικαλέα «ει» ἐκεῖ ποὺ ἡ παρουσία τους μοῦ κάνει σὰν νύχια ποὺ ξύνουν τοῖχο ἀσβεστωμένο! Εἶναι μια πολυτέλεια ποὺ τὴ χαίρομαι!

Γράμματα διδάχθηκα. Καμμία δική μου μαγκιά, εἶχε ἀποφασισθῆ γιὰ μένα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου πολὺ πρὶν γεννηθῶ. Ἀξιώθηκα νὰ μπῶ στὴ Νομικὴ πρῶτος μὲ 38/40, ἀμέσως μόλις τελείωσα τὸ σχολεῖο. Μοναδικό μου φροντιστήριο ὁ φιλόλογος τοῦ σχολείου μου Εὐστράτιος Καλλαντζῆς, ἐπιστήμονας μεγάλης ἀξίας. Ὡστόσο, ἀπέναντι στὴ γλῶσσα δὲν στέκομαι ὡς κάποιος ποὺ ξέρει πέντε γράμματα. Στέκομαι ὡς ἁπλοϊκὸς πιστὸς μπροστὰ σὲ βωμό...


Νὰ κουραστοῦν λίγο οἱ Ἕλληνες... γιὰ νὰ μάθουν ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Δὲν θὰ κρυώση ὁ κῶλος τους!

(Ἠλίας Μπαζίνας, «Φίλαθλος», 21-3-2008)

[...] Δὲν προσχωρῶ στὴ σχολὴ σκέψης ποὺ ψάχνει γιὰ μαγικὰ νοήματα μέσα στὶς λέξεις. Μοῦ φαίνεται ὅτι εἰσάγουν τὸν κίνδυνο νὰ ἐπικεντρωθοῦμε στὸ ἐργαλεῖο, τὶς λέξεις, καὶ νὰ ξεχάσουμε τὸν ἀντικειμενικὸ σκοπό, ποὺ εἶναι τὸ ἔργο, οἱ ἰδέες, ἡ ἐπικοινωνία. Ὡστόσο αἰσθάνομαι καὶ ἐγὼ ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἕνα μέγιστο ἀγαθό, ποὺ μᾶς δένει ζωντανὰ μὲ τὴν ἀπαρχὴ τῶν πραγμάτων, μὲ τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας.

Γι᾿ αὐτὸ θὰ τὸ ξαναπῶ, διαφωνῶ κάθετα μὲ ὅσους λένε: ΣΗΜΕΡΑ αὐτὸ τὸ λέμε πλέον διαφορετικὰ ἀπὸ παλιά! Ἂς τὸ κάνουμε «κανόνα»! Δέξου το ὅπως τὸ λέει ὁ κόσμος «σήμερα», μάστορα, ἂν εἶναι ἀπαραίτητο! Χωρὶς ὅμως νὰ ἐξαφανίζεται ὁ ἀρχαῖος κανόνας. Δὲν γίνεται νὰ κρατήσουμε τὴ γλῶσσα μας ΧΩΡΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ. Ἡ ἀττικὴ «διάλεκτος» εἶχε κανόνες, αὐστηροὺς καὶ ἀσφαλεῖς. Ὑπῆρχε τὸ ξεκάθαρα σωστὸ καὶ τὸ ξεκάθαρα λάθος.

Γλῶσσα χωρὶς ἀσφαλεῖς κανόνες εἶναι μια ἀστειότητα! Ὁ νεοελληνικὸς ἀχταρμὰς ΠΑΣΧΕΙ! Ὡστόσο, γιὰ λόγους πολιτικοὺς καὶ «κοινωνικούς», τὸν σεβόμαστε. Σὲ βαθμό, ποὺ τὸν κάναμε νὰ ἀποθρασυνθῆ καὶ νὰ ζητάει ὅλο καὶ περισσότερες παραχωρήσεις!

Ε, ΣΙΧΤΙΡ! (Γιὰ νὰ μιλήσουμε σὲ δυνατὰ «ἑλληνικά»!) Οὔστ! Θὰ βοηθήση λοιπὸν στὴ σημερινὴ ἄθλια εἰκόνα ΑΝ οἱ Ἕλληνες ἀναγκασθοῦν νὰ μαθαίνουν περισσότερα ἀρχαῖα στὰ σχολεῖα τους. ΠΩΣ; Νὰ μὴν «παραφορτώσουμε» τὰ μυαλὰ τῶν Ἑλλήνων; Οὔρτ! Ἂν δὲν ἀντέχουν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν πιὸ περήφανη κληρονομιά τους, τὴ γλῶσσα τους, δὲν μιλᾶμε γιὰ μυαλὰ ἀλλὰ γιὰ μυαλουδάκια. Τί θέλουν δηλαδὴ οἱ πίπηδες; Νὰ μὴ μαθαίνουν γράμματα; Νὰ θεοποιήσουμε τὴν ΜΗ ΠΑΙΔΕΙΑ; [...]

[... Ὁ Μπόστ ...]
[...] Ἐπειδὴ τὰ κείμενα τοῦ Μπὸστ ἦταν σὲ μαλλιαρὴ ψευτοκαθαρεύουσα, εἶχε περάσει στὸν κόσμο καὶ ἰδίως στοὺς «δικούς του», τοὺς ἀριστερούς, ὅτι ὁ προικισμένος εὐθυμογράφος σατίριζε τοὺς νεόπλουτους καὶ κατὰ βάση ἀγράμματους ἀστούς, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ μιλήσουν «καλὰ ἑλληνικά». Φυσικά, ὁ Μποστ, δούλευε τοὺς πάντες, δεξιούς, ἀριστεροὺς καὶ κεντρώους, πλούσιους καὶ φτωχούς! Γι᾿ αὐτόν, ὅλοι τὸ ἴδιο λοῦμπεν ἦταν. [...] Συνειδητοποίησα ὅτι ὁ Μποστ δὲν ἔκανε ἁπλῶς πλάκα. Ἀσκοῦσε σκληρὴ πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κριτική! Καὶ ἡ μπάλα ἔπαιρνε ὅλους ὅσοι ἀσχημονοῦσαν σὲ βάρος τῆς γλώσσας, ἑνὸς θησαυροῦ, ποὺ ἐπέζησε 4000 χρόνια μὲ ΛΙΓΕΣ ἀλλαγές! (Γιὰ ὅσους καταλαβαίνουν.) [...] Ἐλπίζω αὔριο νὰ μπορέσω νὰ δώσω παραδείγματα. Πάντα πάνω στὸ κεντρικὸ μοτίβο «ΠΕΙΔΗΞΕ ΚΕΣΥ ΤΗ ΓΛΟΣΑ ΤΟΜΠΡΟΓΟΝΩΝ ΣΟΥ! ΜΠΟΡΗΣ!»


Τὰ αὐτιὰ οὖς καὶ τὰ μάτια φθαρμούς... Καὶ ἡ πούστρα ὁ φορβάδος μὲ τὸ πόδι τῆς φοράδος!

(Ἠλίας Μπαζίνας, «Φίλαθλος», 22-3-2008)

[... Ἀπὸ τὴν θητεία τοῦ Ἠλία Μπαζίνα στὸ Πολεμικὸ Ναυτικό ...] Τὸ παράγγελμα «ἐγέρθητι» εἶχε γίνει... ἐπίθετο, «ὁ ἐγέρθητος». Ὅσους κι ἂν ρώταγα ἀπὸ τοὺς προπαιδευτές, κανένας δὲν ἤξερε ὅτι τὸ ἐγέρθητι εἶναι προστακτικὴ καὶ γράφεται «ἐγέρθητι». Ὅλοι ἔγραφαν «ἐγέρθητοι». Ἐντεῦθεν καὶ ἀπόλυτα λογικὴ παρεξήγηση «γιατί δὲν εἶσαι ἐγέρθητος, ναύτη;...» Κάναμε καὶ ἐκπαίδευση μὲ ὄπλα καὶ «πραγματικὰ πυρά», μῦγα μῆσο! Στὸ παράγγελμα «σκοπεύσατε» ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσουμε «εἶδον». Ἐκεῖνο τὸ «εἶδον» οὔτε ΕΝΑΣ δὲν τὸ ἀντιλαμβανόταν μὲ τὴ σωστή του ὀρθογραφία. Πῆρα ὅλες τὶς δυνατὲς ἀπαντήσεις! Ἤδων, ἦδον, οἴδων, οἶδον, ἴδον, ἀκόμα καὶ ὕδων, ποὺ «ἔφερνε» πρὸς τὸ «ὕδωρ». Κάναμε καὶ ἀσκήσεις μέ... ξιφολόγχη. Ρώτησα μερικοὺς πῶς ἀντιλαμβανόντουσαν τὸ μεγαλειῶδες παράγγελμα «κατὰ πρηνοῦς νύξατε...» Κατάλαβα ἔγκαιρα τὴν γελοιότητα τοῦ ἐγχειρήματος καὶ τὰ παράτησα.

Ζούσαμε, ἀκόμα τότε, ἁρμονικὰ μὲ τὶς ἀντιφάσεις μας. Καὶ τὴ θητεία τὴ βλέπαμε σὰν μιὰ σημαντικὴ ὑποχρέωση ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐκπληρωθῆ, ὄχι σὰν προετοιμασία γιὰ πόλεμο. Δὲν ἔμοιαζε τότε πιθανὸς ὁποιοσδήποτε πόλεμος. Ἦταν μιὰ ἁγνὴ ἐποχή, σὲ σύγκριση μὲ ὅ,τι ἀκολούθησε. [...] Ὁ στρατὸς ἦταν «χάσιμο χρόνου» γιὰ τοὺς λίγους σχετικά, ποὺ εἶχαν τὰ «φοβερὰ» σχέδια γιὰ τὸ χρόνο τους! Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἦταν συχνὰ ἕνα καλοδεχούμενο διάλειμμα στὴ ζωή. Συντροφικότητα, πλάκα, ἐμπειρίες, ἀσικλίκι. [...] Τὸ θυμᾶμαι μὲ ἀγάπη καὶ δὲν ξέρω κληρούχα ποὺ νὰ μὴν τὸ θυμᾶται μὲ ἀγάπη. Μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ καθημερινοῦ χαβαλέ, ἦταν καὶ ἡ πλάκα, ποὺ σπάγανε ὅσοι ἤξεραν γράμματα μὲ τὴ «γλῶσσα» τοῦ στρατοῦ. [...]

Σὲ μιὰ ἄλλη περήφανη στιγμή, ἕνας «βαλές», τουτέστιν «ἀνθυποκελέας», προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήση στοὺς ἄντρες ἕνα πατριωτικὸ ἀνάγνωσμα, μὲ Τούρκους, Σουλιῶτες καὶ ἀλόγατα, ὅπου ὑπῆρχε ἡ φράση «ἐνεπλάκη ὁ ὀπίσθιος ποὺς τῆς φορβάδος...» (Μεταφρασιόν: Μπλέχτηκε τὸ πίσω πόδι τῆς φοράδας.) Ὁπότε ἕνας δίπλα μου ἀπεφάνθη: «Ἐγὼ πάντα τό ᾿λεγα ὅτι εἶναι πούστρα αὐτὸς ὁ Φορβάδος!»

Ὁ Στέφανος ὁ Μάνος, μὲ τὸν ὁποῖο εἴμαστε κληροῦχες καὶ φίλοι, ἔκανε πείραμα. Χαιρετοῦσε... βγάζοντας τὸ καπέλο ἀ λὰ γαλλικά! Ἤθελε νὰ δῆ στὶς πόσες φορὲς θὰ τοῦ ἔκαναν παρατήρηση! Ἄργησαν κάμποσο. Μιὰ τέτοια ἐκδήλωση, προκεχωρημένου πολιτιστικοῦ ἐπιπέδου, τοὺς σάστιζε. [...]

Μὴ νομισθῆ, πάντως, πὼς τὰ χειρότερα ἑλληνικὰ ποὺ ἔχω ἀκούσει τὰ ἄκουσα στὸ στρατό. Τὰ χειρότερα τὰ ἔχω ἀκούσει ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν κομμάτων. Ὄχι τόσο ἐπειδὴ κακοποιοῦν τὴ γλῶσσα, ἂν καὶ τὸ ἔχουμε δεῖ καὶ αὐτό. Κακοποιοῦν τὴ νοημοσύνη καὶ τὴ σοβαρότητα.


Μὲ τὸ λυχνάρι ἕναν ἄνθρωπο στοὺς εἴκοσι... ποὺ νὰ ξέρη κατὰ προσέγγιση τὴ σημασία τῆς λέξης «ἰταμὸς»

(Ἠλίας Μπαζίνας, «Φίλαθλος», 23-3-2008)

Ἐκεῖνο τὸ «τοῦ τριπλοῦν» ἠχεῖ σὰν ρέψιμο ρινόκερου σὲ χῶρο περισυλλογῆς καὶ λατρείας! Δὲν ξέρω ἂν ὑπάρχη κάποιος ποὺ τὸ λέει καὶ τὸ γράφει σωστά, «τὸ τριπλοῦν, τοῦ τριπλοῦ». [...] Τὸ τριπλοῦν εἶναι ἰδιαίτερα φρικτό! Στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὰ οὐσιαστικὰ καὶ τὰ ἐπίθετα ΚΛΙΝΟΝΤΑΙ. Δὲν ἦρθε ἀκόμα ἡ ὥρα ποὺ θὰ ποῦμε ὁ ἄνθρωπος, τοῦ ἄνθρωπος, τὸν ἄνθρωπος. [...] Μοῦ ᾿ρχεται νὰ γράψω: «Τὸ Σάββατο, 21 Ὀκτώμβριου, στὰ γενέθλια τοῦ διευθύνων σύμβουλου κ. Ρέλου, ὁ προέδρος καὶ πολὺ διακριθέντας ἀνθρῶπος καὶ φιλάθλος κ. Θεόκουλος παρέθεσε σκορδοστούμπενναχτ μὲ πατσάν, ποὺς καὶ βραστερὰς φακάς. Οἱ προσκληθεῖς δήλωσαν ἐνθουσιῶδες ἀπὸ τὸ μενού.» ΑΝ τοὺς εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ κλίνουν τὸ «τριπλοῦς», «τριπλοῦν», «ἁπλοῦς» κ.λπ. (ΜΗ μοῦ ποῦν πὼς δὲν ξέρουν τὴ λέξη ἁπλοῦς, ἀφοῦ λένε ἁπλούστερος, ἁπλούστατος καὶ ΟΧΙ ἁπλότερος, ἁπλότατος...) ἂς τό... ἁπλοποιήσουν! Ἂς τὸ λένε «τριπλὸ ἅλμα», νὰ ξεμπερδεύουμε. Τότε πλέον θὰ λένε «τοῦ τριπλοῦ»! Ἢ ὄχι; Μήπως θὰ λένε καὶ τότε «τοῦ τριπλό»; Ὅλα νὰ τὰ περιμένη κανείς.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ χρησιμοποιεῖς ἕναν ἀρχαῖο τύπο, νομίζω πὼς ὀφείλεις νὰ ἀκολουθῆς καὶ τοὺς ἀντίστοιχους κανόνες. Καὶ νὰ κλίνεις τὶς λέξεις ποὺ κλίνονται. [...]

Δὲν ἔχει τελειωμὸ αὐτὴ ἡ κουβέντα. Καμμιὰ ἄλλη φορά, θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ προσεγγίσουμε, ὅσο γίνεται, τὸ φαινόμενο τοῦ πῶς οἱ Ἕλληνες ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ τὴ γλῶσσα. Ξεκινώντας ἀπὸ τὸν ἐμετικὸ βερμπαλισμὸ κάποιων πολιτικῶν...

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2007

«παλμούς και κραδασμούς ακατανόητους...»

«Αὐτὸν τὸν λόγο θὰ σᾶς πῶ, δὲν ἔχω ἄλλον κανένα· μεθύστε μὲ τὸ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα.»
(Κωστῆς Παλαμᾶς, «Στὴ νεολαία μας», 1 Νοεμ. 1940»)

Μέσα στὴν «ἐκσυγχρονιστικὴ» βλακεία καὶ ἀθλιότητα τῶν ἡμερῶν (τῆς ὁποίας μερικὰ διασκεδαστικὰ ἀποσπάσματα προτίθεμαι νὰ παραθέσω σὲ ἐπόμενο μήνυμα, χάριν εὐτραπελίας), καταφύγιο τὰ ἄδυτα τοῦ σκληροῦ μου δίσκου. Ἕνα παλαιὸ ἄρθρο τοῦ Ἠλία Μπαζίνα, διδακτικὸ καὶ αἰσιόδοξο. (Δὲν ξέρω ἐὰν δέκα χρόνια μετὰ ἔχει τὴν ἴδια αἰσιοδοξία, ἀλλὰ αὐτὰ στὰ ὁποῖα ἀναφέρεται εἶναι πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὶς ὅποιες πρόσκαιρες ἀθλιότητες ζοῦμε.)

Μεθύστε μὲ τὸ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα, λοιπόν.


Εντολή γραμμένη στο κύτταρο

Ηλίας Μπαζίνας
(«Χωρίς Παρωπίδες», εφημερίς «Φίλαθλος», 23 Μαρτίου 1997)

Όταν ακούω διάφορους αφελείς να μιλάνε για το πώς ΚΑΠΟΙΟΙ «ελέγχουν τη μοίρα των λαών», σκέφτομαι την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Αν υπήρξε στην Ιστορία κίνημα, πολιτικό, στρατιωτικό, κοινωνικό, χωρίς την ΠΑΡΑΜΙΚΡΗ πιθανότητα ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ, ήταν ΑΥΤΟ!

Το ότι ΠΕΤΥΧΕ επιβεβαιώνει, για μένα, την άποψη, που κερδίζει επιτέλους έδαφος στην ιστορική σκέψη, ότι η ανθρωπότητα κινείται με τρόπους γενικά ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ, ότι τίποτα δεν είναι «ΒΕΒΑΙΟ» ή «ΑΔΥΝΑΤΟ» και ότι ΚΑΝΕΝΑΣ δεν ξέρει ΠΩΣ θα είναι ο κόσμος σε 10, 20, 30 χρόνια από σήμερα. Φυσικά, οι υπολογιστές επεξεργάζονται άριστα τα στοιχεία που τους δίνονται. Εκείνοι που τα δίνουν, όμως, είναι ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Και οι άνθρωποι είναι οι ΙΔΙΟΙ ακριβώς, που ήταν πριν από 3.000 χρόνια. Η ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ άλλαξε, όχι το ανθρώπινο όν. Κοιτώντας τις μορφές του Περικλή, του Σύλλα, του Αλέξανδρου, του Ιουλίου Καίσαρα, του Καρολομάγνου στην εγκυκλοπαίδεια που ξεφυλλίζω τη στιγμή αυτή, σκέφτομαι ότι αν η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ έχη έστω και την ΠΑΡΑΜΙΚΡΗ σημασία, ο άνθρωπος, ΑΝ μεταβλήθηκε βιολογικά, πράγμα αναπόδεικτο και αστήρικτο, μεταβλήθηκε μάλλον προς το ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ. Πάντως, οι κυβερνήτες του κόσμου είναι ΚΟΙΝΟΤΑΤΟΙ άνθρωποι, κατασκευάσματα της ΤΥΧΗΣ και της ΙΛΙΓΓΙΩΔΟΥΣ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑΣ των ανθρώπινων πραγμάτων. Η αβεβαιότητα του μέλλοντος εκπηγάζει πρωταρχικά από τις εγγενείς ΑΤΕΛΕΙΕΣ των ανθρώπων που ασκούν εκάστοτε αυτό, που λέμε «ΕΞΟΥΣΙΑ».

Όταν η «εκτρωματική» (εκ πρώτης όψεως) προσπάθεια ελληνικής εθνεγερσίας φάνηκε να πνίγεται στο αίμα με το συμβολικό πετσόκομμα των ευγενικών και κακότυχων Ιερολοχιτών στο Δραγατσάνι, ο Μέττερνιχ χαμογέλασε σαν το γάτο που κατάπιε το καναρίνι. Οι πιθανότητες να ανησυχήση ο Σουλτάνος από εκείνο το νεφελώδες και μάλλον αξιοδάκρυτο «πράμα» που ονομαζόταν «Ελληνες», έμοιαζαν αρκετά φαιδρές. (Περισσότερες έχω εγώ να μπω στο ρινγκ με τον Ταϊσον και να τον οριζοντιώσω με αριστερό σκαμπίλι!).

Πολλοί «ιστορικοί» εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να μη ΘΕΛΟΥΝ να πιστέψουν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ΗΤΤΗΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΚΡΑΤΟΣ από τα «ΑΤΑΚΤΑ» μπουλούκια των Ελλήνων, που τόσο βαθειά περιφρονούσε ο Κλαούζεβιτς. ΟΠΩΣ και να διάβασης την Ιστορία όμως, η απλή αλήθεια παραμένει ότι οι Τούρκοι άρχισαν να κερδίζουν κάποιες παρτίδες ΜΟΝΟ όταν φώναξαν τον Ιμπραήμ. Και ο Ιμπραήμ αποτελούσε γι' αυτούς «ΛΥΣΗ» πικρής ΑΝΑΓΚΗΣ. Λίγα χρόνια αργότερα, σηκώνοντας δικό του μπαϊράκι, τους ΤΣΑΚΙΣΕ κυριολεκτικά, υποχρεώνοντας τον Σουλτάνο Μαχμούτ τον Β' στη μία ΤΑΠΕΙΝΩΤΙΚΗ ΗΤΤΑ μετά την άλλη. (Μέχρι που η καρδιά του Οθωμανού μονάρχη δεν άντεξε και ΕΣΠΑΣΕ!). «Η λύση» Ιμπραήμ, που ισοδυναμούσε με ΑΠΟΤΥΧΙΑ των πασάδων του Σουλτάνου, ΔΕΝ κατάφερε, όπως θέλουν να υποστηρίζουν από άγνοια ή από ΔΟΛΟ, μερικοί-μερικοί, να ΣΒΗΣΗ τη σπίθα της Επανάστασης. Η Μάνη, μετά από εισβολή από ΤΡΙΑ σημεία, ΔΕΝ ΠΑΡΘΗΚΕ. Η παρέμβαση των «Συμμάχων» στο Ναυαρίνο, ΔΕΝ «ΕΣΩΣΕ» τους Έλληνες. Τους γλύτωσε, αυτό ναι, από την αβέβαιη παράταση μιας αιματηρής δοκιμασίας. Έγινε, όμως, ΑΚΡΙΒΩΣ επειδή (και ΟΤΑΝ) οι Δυνάμεις διάβασαν σωστά ότι η ελευθερία, που κέρδισαν τα ελληνικά όπλα με τεράστιες ΘΥΣΙΕΣ, δεν παιρνόταν πια πίσω. Στα βορβορώδη «κέντρα αποφάσεων» της Ιερής Συμμαχίας απόμενε μόνη λύση το να ετοιμάσουν την κατάσταση, που θα ΔΙΑΔΕΧΟΤΑΝ το Σουλτάνο στην καμπούρα των Ελλήνων. Και αυτό έπραξαν.

Σχεδόν ΠΑΝΤΑ έτσι συμβαίνει. Οι Μεγάλες Δυνάμεις της εκάστοτε εποχής ΠΑΡΙΣΤΑΝΟΥΝ ότι δημιουργούν τα γεγονότα ενώ στην πραγματικότητα ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ τη δυναμική των γεγονότων και την ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΟΝΤΑΙ όσο καλύτερα μπορούν.

Η Ελλάδα απελευθερώθηκε επειδή ΕΤΣΙ ΘΑ ΓΙΝΟΤΑΝ. Κατά πάσα πιθανότητα, η εντολή να συμβούν ΚΑΙ αυτά τα γεγονότα - όπως και τόσα άλλα - ήταν ΓΡΑΜΜΕΝΗ στο κύτταρο των ανθρώπων δεκάδες χιλιάδες χρόνια ΠΡΙΝ. ΔΕΝ ισχυρίζομαι ότι καταλαβαίνω το νόημα της εντολής αυτής. Σαν Έλληνας, έχω νοιώσει παλμούς και κραδασμούς ακατανόητους για άλλους ανθρώπους. Αυτό που τελικά μου μένει είναι μια ΠΙΣΤΗ: Ότι κάπου μέσα στο Μεγάλο Σχέδιο των πραγμάτων, υπάρχει μια ειδική θέση γι' αυτό, που λέμε «Ελληνισμό», θέση και μαζί και αποστολή, που έχει να κάνη με ακραίες έννοιες. Ζωή, θάνατο, φως, σκοτάδι, καλό, κακό, ωραίο, άσχημο.

Δεν νομίζω ότι εμείς μπορούμε ή δικαιούμεθα να ξέρουμε περισσότερα. Κάνουμε εκείνο που προστάζει η Φύση, ακολουθούμε το πεπρωμένο μας. Αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε πράγματα σπουδαία. Γίναμε θεματοφύλακες Παρθενώνων. Βαφτίσαμε αξίες και ιδέες, τους δώσαμε ΟΝΟΜΑΤΑ στη μοναδικής ομορφιάς και δύναμης γλώσσα μας. Υπάρχουμε ακόμα. Νομίζω ότι άφοβα μπορούμε να συνεχίσουμε να εμπιστευόμαστε την πανάρχαιη εντολή μέσα στο κύτταρό μας. Ως τώρα δεν μας πρόδωσε...

Τετάρτη 19 Απριλίου 2006

Τῶν Ἑλλήνων ἡ Λαμπρή

Ἔχω καιρὸ να τὸν διαβάσω. Μακάρι νὰ ἐξακολουθεῖ νὰ γράφει μὲ τὴν ἴδια ἔμπνευση καὶ γνώση.

Καλὴ Ἀνάσταση!



Τὸ «Ἕλληνες» μᾶς μάρανε;

Τοῦ Ἠλία Μπαζίνα
(«Φίλαθλος», 23 Ἀπρ. 1997)

Ο αθλητισμός είναι από τη φύση του διεθνιστικός. Ακόμα και όταν γίνεται από Έλληνες, δεν μπορεί ποτέ να είναι ένα μοναδικά "ελληνικό" φαινόμενο. Το ελληνικό Πάσχα, όμως, ΕΙΝΑΙ! Και ελληνικό και ΜΟΝΑΔΙΚΟ.

Το ελληνικό Πάσχα έχει διπλό χαρακτήρα: θρησκευτικό και εθνικό. Είναι κι αυτή μία ιδιορρυθμία του λαού μας και της ιστορίας του. Μείναμε τόσα χρόνια μόνοι ή σχεδόν μόνοι στον κόσμο, ώστε τίποτα δικό μας δεν είναι πια εντελώς όμοιο με ό,τι άλλο υπάρχει στον κόσμο. Το Πάσχα των καθολικών είναι ίδιο για ένα δισεκατομμύριο κόσμο. Το ελληνικό Πάσχα είναι μόνο των Ελλήνων. Κανένας δεν αμφισβητεί τους δεσμούς και με τους άλλους ορθοδόξους. Οι δεσμοί αυτοί, όμως, είναι σχεδόν αποκλειστικά δεσμοί πίστης. Όχι ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ.

Η παράδοση, όμως, έχει αυθυπαρξία σαν αγαθό. Γι' αυτό και το Πάσχα των Ελλήνων έχει μεγάλη αξία ακόμα και για εκείνους, που δεν εξαντλούν το νόημά του στο μεταφυσικό του περιεχόμενο. Το Πάσχα οι συνειδητοί ορθόδοξοι συνυπάρχουν αρμονικά με όλους τους πανέλληνες, έξω και πέρα από το θρησκευτικό δεσμό. Οι ημέρες αυτές κάθε χρόνο μάς αναβαπτίζουν και μάς ενώνουν σαν έθνος. Και τονώνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας, που απειλούνται με εξαφάνιση. Αυτά τα χαρακτηριστικά, που τόσο ενοχλούν [...].

Αξίζει να προστατεύεται η παράδοση, πέρα από όλα τα άλλα. Έκανε αιώνες για να γίνη. Είναι συχνά φαινόμενο οιονεί φυσικό. Αν τήν αφήσης να μαραθή, για να επιχειρήσουμε και μία αντιστοιχία με την οικολογία, είναι άγνωστο τι θα συμπαρασύρη.

Προσωπικά, θεωρώ τη Μεγάλη Εβδομάδα ως την πιο σπουδαία, μαγική και μυστηριακή στιγμή του χρόνου. θα τό θεωρούσα βλασφημία να επιχειρήσω να δώσω "λογική" ερμηνεία στα όσα σημαίνει για μένα. Περιορίζομαι να τή ζω, όπως τήν παρέλαβα από τους γονείς μου και τους δασκάλους μου. Και θεωρώ ΚΑΚΟ οτιδήποτε μπαίνει ανάμεσα στους Έλληνες και τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ακόμα και αν αυτό είναι ένα αθλητικό γεγονός. Ή μάλλον, ΙΣΑ ΙΣΑ αν πρόκειται για αθλητικό γεγονός. Τά έχουμε ξαναπή αυτά. Θα τά λέμε και θα τά ξαναλέμε εφόσον ΔΕΝ διορθώνονται.

Δεν αμφιβάλλω ότι οι παράγοντες του ελληνικού μπάσκετ θα προτιμούσαν να μην έπεφτε Μεγάλη Εβδομάδα το φάιναλ φορ. Δεν γνωρίζω αν θα ήταν καν σε θέση να κάνουν κάτι για να αποφευχθή το ατόπημα. Θέλω να πιστεύω ότι, αν μπορούσαν να κάνουν κάτι, θα τό έκαναν.

Εν πάση περιπτώσει, τώρα [...] διάφοροι μηχανισμοί ισοπέδωσης - όχι φυσικά μόνο το... φάιναλ φορ - έχουν μπη σε λειτουργία από διάφορες πλευρές για να αφανίσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτισμού, ενός πολιτισμού απειλητικού για τα σχέδια της παγκόσμιας δικτατορίας.

Τα συμπτώματα είναι αμέτρητα. Όσοι έχουν έστω και την ελάχιστη νοημοσύνη και στοιχειώδες ιστορικό ένστικτο, τά βλέπουν. Ωραία, θα μού πήτε. Και τί έγινε αν τα παιδιά μας δεν θα λέγωνται Έλληνες. Αφού θα ζουν, θα τρώνε, θα αφοδεύουν, θα αναπαράγωνται, το "Έλληνες" μάς μάρανε;

Ο καθένας, φίλοι, κάνει τις επιλογές του. Εγώ τις δικές μου τίς έχω κάνει. Καλές γιορτές!



Ὁ φόβος καὶ ὁ θάνατος εἶναι τὸ ψέμμα

Τοῦ Ἠλία Μπαζίνα
(«Φίλαθλος», 25 Δεκ. 1998)
[...]

Είναι πολύ διαφορετική η εικόνα του Ιησού που έχω εγώ. [...] η ασκητική φιγούρα του νέου άντρα με το σκαμμένο πρόσωπο και το χάος στο βλέμμα. Που, όταν άνοιξη, τύχω βράδυ ανάμεσα σε κυπαρρίσια και ελιές, βλέπω κάπου μπροστά μου την ασπράδα του χιτώνα του και ακούω τη φωνή του να μπερδεύεται με τα τριζόνια. ΝΟΜΙΖΩ πως λέει "δεν θέλω να πεθάνω έτσι, Πατέρα, πατέρα, με ακούς;". Και μόνη απάντηση το τριζόνι.

Σιγή ο πατέρας, ανεξιχνίαστες οι βουλές του. Και κάπου εκεί, πέρα, στο μονοπάτι, δαυλοί πλησιάζουν. Νοιώθω το φόβο να πάλλεται, να απλώνεται σαν κρύα, μαύρη λάσπη, έμεσμα οργής, μίσους, τύψεων, έμεσμα αιώνων, κόσμων, γενεών.

Νοιώθω τη μοναξιά του σφάγιου. Και μετά, ΟΛΑ να τα σκεπάζη κάτι ΑΛΛΟ, βαθύ, βουβό και πελώριο. Μακάρια αρμονία και συμπαντική χαρά. Αθάνατη, ακλόνητη. Η Ζωή αγκαλιάζει το σφάγιο, το ρουφάει μέσα της, απαλά, στοργικά, σαν το βρέφος να ξαναγυρίζη στο ενάμνιο υγρό, στη σιγουριά του μητρικού σώματος, στον ωκεανό της αγάπης.

Την ώρα της άνοιξης γίνονται αυτά. Τα γεννάει το άγιο χώμα της Μεσογείου. Παραισθήσεις, όνειρα, έκσταση και παροξυσμό αυτού, που δεν ξέρουμε τι είναι αλλά το λέμε Αγάπη. Ξέρουμε μόνο ότι ήταν, είναι και θα είναι. Εδώ. Στα αγιασμένα χώματα της Μεσογείου. Και ότι είναι η μήτρα όλων των ωραίων πραγμάτων. Και ότι το ψέμα είναι ο Φόβος και ο Θάνατος. Εκτός από τη Ζωή δεν υπάρχει τίποτε άλλο.

Ποτέ δεν χρειάστηκα να μου εξηγήση κανένας το Πάσχα. Ούτε νομίζω ότι οποιοσδήποτε ΜΠΟΡΕΙ να εξήγηση σε οποιονδήποτε αυτά τα πράγματα. Όσο περνάνε τα χρόνια, η πίστη μου στις λέξεις ξεθωριάζει. Άλλα πράγματα, πανίσχυρα και καταλυτικά, παίρνουν τη θέση τους. Καθώς το ελάχιστο εκείνο μόριο, που μού αναλογεί να καταλάβω από την ομορφιά της πλάσης, σιγά σιγά μού αποκαλύπτεται, μαθαίνω να αφήνω την καρδιά μου ελεύθερη, να σκέφτεται εκείνη για μένα.

[...] και ενώ η κακόφωνη πολυχρωμία μού απειλεί μάτια κι αυτιά, ενώ ο κρότος του χρυσού και του αργύρου πάνω στους μπεζαχτάδες της οικουμένης σκεπάζει τα πάντα, εγώ αφουγκράζομαι μακρινό αλλά βέβαιο, το Πάσχα να πλησιάζη...