«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἀρχαιολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἀρχαιολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Ἡ μιὰ τραβάει τὰ μαλλιά της, ἡ ἄλλη τά ᾿χει ξέπλεκα...

Συγκινητικὴ καὶ ἀποκαλυπτικὴ εἶναι ἡ σκηνὴ τοῦ «νεκρικοῦ θρήνου», ἔτσι ὅπως ἀποτυπώνεται στὰ νέα εὑρήματα τῶν βασιλικῶν τάφων στὶς Αἰγές. Πέντε νέοι, πλούσια κτερισμένοι, τάφοι, ποὺ ἔφερε πρόσφατα στὸ φῶς ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη, ἀναδεικνύουν τὴν ὑψηλὴ τέχνη τῆς ἀρχαίας Μακεδονίας. (ἐφημ. «Ἡ Καθημερινή», 14-3-2014)

Ἐκπληκτικὲς σύγχρονες ζωγραφιές...

Οἱ ταφικὲς τῆς Βεργίνας. Φτιαγμένες
μὲ γρήγορο ἐλεύθερο χέρι -
στ᾿ ἀλήθεια
ἀξεπέραστες. Ἔγραψα σύγχρονες -
γιὰ νὰ πῶ αὐτὸ ποὺ ἔνιωσα
ὅταν τὶς πρωτόδα -
ὅτι εἶναι νέες φρέσκες
σύγχρονες - δὲν κουβαλᾶνε
καθόλου ἀρχαῖο
χρόνο. Καὶ εἶναι ἑκατοντάδων
αἰώνων ἀρχαῖες.

Ἡ μία τραβάει τὰ μαλλιά της, ἡ ἄλλη
τά ᾿χει ξέπλεκα - μὲ τὰ
ὑπέροχα ἑλληνικὰ προφίλ τους -
καμμιὰ φορὰ
ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς
πολιτισμός -
εἶναι ἀσύγκριτος ἀπαράμιλλος -
μοναδικὸς πάνω στὸν
πλανήτη Γῆ -
χωρὶς ὅμοιό του - χωρὶς
κανεὶς νὰ
τὸν πλησιάζει - .

(Ἀνδρέας Φαρμάκις)

* * *

Βασιλικοί τάφοι φέρνουν στο φως την υψηλή τέχνη της Μακεδονίας

Όσο κι αν οι Γαλάτες -γένος φιλοχρηματότατον- προσπάθησαν να αρπάξουν τους θησαυρούς βασιλικών τάφων και να διασκορπίσουν τα οστά των βασιλέων για να ταπεινώσουν τους Μακεδόνες, τα ίχνη-θραύσματα κτερισμάτων που άφησαν από τις πλούσιες ταφές και τα κατεστραμμένα από τους Ρωμαίους ταφικά μνημεία, ενισχύουν την έρευνα της σύγχρονης αρχαιολογίας για τη δυναστεία των Τημενιδών στον παγκοσμίως γνωστό αρχαιολογικό τόπο της Βεργίνας.

Τα κατάλοιπα από ταφικές πυρές με πλούσια αφιερώματα (αγγεία, όπλα), τα μεγέθη και οι μορφές των 20 συνολικά ταφικών μνημείων διαφόρων περιόδων (από τα αρχαϊκά -α' μισό του 6ου αι.- μέχρι τα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια, τέλος 4ου-αρχές 3ου αι. π.Χ., που ανακάλυψε ώς τώρα η αρχαιολογική ομάδα με επικεφαλής τη διευθύντρια της 17ης ΕΠΚΑ και 11ης ΕΒΑ Αγγελική Κοτταρίδη, φωτίζουν την προσωπογραφία της βασιλικής οικογένειας και την ιστορία της ταφικής αρχιτεκτονικής. Στον βασιλιά Περδίκκα Β' (454-413 π.Χ) και στο ζεύγος Φίλιππου Γ' Αριδαίου, της συζύγου του Αδέας-Ευρυδίκης και της μητέρας της Κύνας, κόρης του Φιλίππου Β', ανήκουν πιθανότατα δύο από τους πέντε νέους τάφους (κιβωτιόσχημοι και μακεδονικοί με μαρμάρινες πόρτες και προσόψεις που θυμίζουν ναούς) της συστάδας των Τημενιδών που επεφύλασσε η φετινή ανασκαφή (συνεχίζεται χάρη στο ΕΣΠΑ) στη Νεκρόπολη των Αιγών.

Σε δίδυμο τάφο, έναν Ιωνικό (ανασκάφηκε το 1987 από την καθηγήτρια αρχαιολογίας Στέλλα Δρούζου) κι έναν δωρικό (φετινό εύρημα), φαίνεται πως ενταφιάστηκαν από τον Κάσσανδρο -σύμφωνα με τον Διόδωρο- τα τρία μέλη της βασιλικής οικογένειας Φιλίππου Γ' Αριδαίου. Κτισμένοι και οι δύο στην ίδια εποχή (προς το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ.) δίπλα-δίπλα και με τον ίδιο προσανατολισμό δίνουν την εικόνα ενός μνημείου με συνάφεια.

«Ένας από τους τελευταίους Τημενίδες ο Φίλιππος Γ' Αριδαίος (323-317 π.Χ.) είχε προφανώς δικαίωμα να ταφεί στην παλιά βασιλική συστάδα και ο ιωνικός τάφος με τον ασυνήθιστα βαθύ προθάλαμο που προφανώς προοριζόταν για την ταφή και ενός δεύτερου νεκρού, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον τάφο του Φιλίππου Β', προσφέρεται ιδανικά για την ταφή του βασιλικού ζευγαριού -μια υπόθεση που την ενισχύει αποφασιστικά η παρουσία ενός ιωνικού τάφου, όπου θα μπορούσαν να έχουν αποτεθεί τα οστά της Κύνας, πεθεράς και συγχρόνως ετεροθαλούς αδελφής του Φιλίππου Αριδαίου», επισημαίνει η κ. Κοτταρίδη.

Από τα πέντε νέα ταφικά ευρήματα ενδιαφέρον παρουσιάζει μια μεγάλη αίθουσα με λευκούς τοίχους διακοσμημένους με ζωγραφιστή γιρλάντα (βλαστάρια, λουλούδια και φύλλα κισσού) - το παλαιότερο και γι’ αυτό ιδιαίτερα σημαντικό δείγμα τοιχογραφίας στη Μακεδονία. Τα κτερίσματα (ελεφαντόδοντο, κεχριμπάρια από ξύλινη κλίνη) και ειδικά ένα σιδερένιο ξίφος, αναφέρει η κ. Κοτταρίδη, μαρτυρούν ότι ανήκει σε πολεμιστή, ίσως στον βασιλιά Περδίκκα Β' (454-413 π.Χ.) που «χρειάστηκε σκληρούς αγώνες για να διατηρήσει το βασίλειό του, ανεξάρτητο μέσα στη δίνη του Πελοποννησιακού Πολέμου».

Ντουζίνες από χρυσά δισκάρια με το αστέρι της Βεργίνας, δαχτυλίδι - σφραγίδα Τημενίδη και αναρίθμητα θραύσματα κεραμικής από κομψές λευκές ληκύθους (420-10 π.Χ.) διατηρούν αναλλοίωτες χρωματιστές παραστάσεις με σκηνές ταφικής τελετής: μητέρες με τα μωρά στην αγκαλιά, μοιρολόι γυναικών πάνω από τους νεκρούς πολεμιστές κ.ά. Τα βασιλικά ελαιοδοχεία, συναρμολογημένα, είναι από τα ωραιότερα ευρήματα αυτής της ανασκαφής.

(Γιώτα Μυρτσιώτη, «Βασιλικοί τάφοι φέρνουν στο φως την υψηλή τέχνη της Μακεδονίας», ἐφημ. «Ἡ Καθημερινή», 14-3-2014.)

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Urpferd

   Γράφει ἡ Σέμνη Καρούζου [1]:

   Τὸ ἀνέβασμα τοῦτο τοῦ Γκαῖτε μαζὶ μὲ τὸν Ὅμηρο στὶς ὀλύμπιες κορυφὲς ἦταν φυσικὸ νὰ προετοιμάση τὴ συνάντησή του μὲ τὸ ἔργο τοῦ πιὸ θεόπνευστου Ἕλληνα καλλιτέχνη, τοῦ Φειδία. Κυριεύεται [ὁ Γκαῖτε] ἄμεσα ἀπὸ τὰ γλυπτὰ τοῦ Παρθενώνα, ποὺ τὰ ἔκανε τότε γνωστὰ στὴ Δύση ἡ ἁρπαγὴ τοῦ Ἔλγιν, καὶ φροντίζει νὰ ἀποκτήση γύψινα ἐκμαγεῖα ἀπὸ μερικὲς φειδιακὲς μορφές. Εἶναι πολὺ γνωστὴ ἡ περιγραφή του, ἡ μεστὴ ἀπὸ ἄμεση αἴσθηση καὶ ἀπὸ μυστικὴ βύθιση, τοῦ κεφαλιοῦ τοῦ ἀλόγου ἀπὸ τὸ ἅρμα τῆς Σελήνης στὸ ἀνατολικὸ ἀέτωμα τοῦ Παρθενώνα. Ἕως σήμερα μένει κυρίαρχο καὶ μοναδικὸ τὸ ὄνομα ποὺ ἔδωσε στὸ ἄλογο αὐτὸ ὁ Γκαῖτε, γιατὶ κανείς, ἑνάμιση αἰώνα τώρα, δὲν βρῆκε βαρύτερη λέξη: «Οὐρπφέρντ, πρωτοάλογο» [σ.σ. πρωτάλογο· πρότυπον, ἀρχέτυπον, ἰδέα τοῦ ἀλόγου]: «Φαίνεται σὰν φάντασμα, καὶ τόσο παντοδύναμο σὰν νὰ ἔγινε ἐνάντια στὴ φύση· ὅμως ὁ καλλιτέχνης ἔπλασε ἀπὸ παρατήρηση ἕνα πρωτοάλογο, εἴτε τὸ εἶδε μὲ τὰ μάτια του εἴτε τὸ συνέλαβε μὲ τὸ πνεῦμα του· σ᾿ ἐμᾶς τουλάχιστο φαίνεται ὅτι παραστάθηκε μὲ τὸ νόημα τῆς ὑψηλότερης Ποίησης καὶ τῆς Ἀλήθειας.»

Κεφαλὴ ἵππου ἀπὸ τὸ ἅρμα τῆς Σελήνης·
ἀνατολικὸν ἀέτωμα τοῦ Παρθενῶνος
(ἄχρι καιροῦ στὸ Βρετανικὸν Μουσεῖον)

   Καὶ ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης [2]:

   Συμβαίνει νὰ εἶμαι ὄχι συμπτωματικὰ μόνον ἀλλὰ καὶ ὀργανικὰ Ἕλληνας· ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι κατοικῶ τὸ ἴδιο ἀνάλλαχτον ὁμηρικὸ τοπίο καὶ ὅτι ἔχω στὸ αἷμα μου τὸν Πλάτωνα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μ᾿ ἔκανε ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς νὰ καταδικάζω μέσα μου ὁλόκληρο τὸ συγκρότημα τῶν ἐκφραστικῶν τρόπων ποὺ ἡ Ἀναγέννηση κληροδότησε στὸν δυτικό μας πολιτισμό.

   [...]

   Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲ ζωγραφίζουν ἕνα σῶμα (o altra cosa) ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ σῶμα, ἡ δυτικὴ τέχνη ἀρχίζει. Ἐπὶ χιλιάδες χρόνια, Μίνωες κι Αἰγύπτιοι, Ἕλληνες κι Ἐτροῦσκοι, Πέρσες καὶ Βυζαντινοί, ἔβγαλαν ἀπ᾿ ὅλα τὰ σώματα ποὺ εἴχανε δεῖ, ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του, τὸ σῶμα, ποὺ τὴ μορφή του φρόντιζαν νὰ τὴ συμμορφώνουν ἐπάνω στὶς ἀπαιτήσεις ποὺ ἐπέβαλλε ἡ γενικὴ σύνθεση. Ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε ἦταν ἡ ἔννοια τοῦ σώματος καὶ τὰ πλαστικὰ στοιχεῖα τῆς εἰκονιστικῆς του παράστασης. Πρόκειται γιὰ μιὰ παράδοση ποὺ ἔφτασε ὣς τὰ πρόθυρα τῆς Ἀναγέννησης χωρὶς διακοπὴ καὶ διατηρήθηκε μὲ τὴν ἴδια ἰσχὺ στὴν τέχνη τοῦ λόγου, ἰδιαίτατα στὴν ποίηση.
   Ὁ περίφημος ρεαλισμὸς τῶν κλασικῶν χρόνων δὲν προστρέχει παρὰ μόνον ἐνδεικτικὰ στὴν παρατηρητικότητα· καὶ ἡ ἀπεικόνιση δὲν ἀφορᾶ τὸ «ἄλογο τάδε» (γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω ἕνα παράδειγμα οἰκεῖο στὴν ἀρχαία τέχνη) ἀλλ᾿ ἁπλῶς τὸ «ἄλογο». Ἕνα ἄλογο φτιαγμένο κατὰ τὸ ἥμισυ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ εἴδους καὶ κατὰ τὸ ἄλλο ἥμισυ ἀπὸ τὴ φαντασία. Κανεὶς γλύπτης, ζωγράφος ἢ ποιητὴς δὲ γνοιάστηκε ποτὲ νὰ μεταφέρει τὴν ἐξατομικευμένη περίπτωση ἑνὸς ἀντικειμένου σὲ τόπο καὶ χρόνο, τὸν τρόπο π.χ. ποὺ τὸ φώτιζε ὁ λύχνος ἢ ὁ ἥλιος ἢ ποὺ μιὰ γυαλάδα στὸ πλάι τό ᾿κανε νὰ μοιάζει πιὸ φυσικό, «ἀπαράλλαχτο», ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, μ᾿ αὐτὸ ποὺ εἶδε σὲ ὁρισμένη στιγμὴ ὁ καλλιτέχνης. Ἀπὸ τὸ ἀπ-εικονίζω (ποὺ εἶναι μιὰ ὑλοποίηση ἁπλῶς τοῦ ὁρᾶν) στὸ εἰκονίζω (ποὺ εἶναι μιὰ μετατροπὴ τοῦ αἰσθάνεσθαι σὲ εἰκόνα) βρίσκεται ὅλη ἡ διαφορά.
   Ἐπειδὴ πραγματικὰ ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ «στιγμιότυπο» (ποὺ εἶναι ἀσφαλῶς μιὰ πτώση) βρίσκει ἀπήχηση ὁπουδήποτε ἡ ἐμπιστοσύνη στὶς αὐτάρκεις πνευματικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου κλονίζεται· καὶ ὁ ἐμπειρισμός, ἡ λογοκρατία, συμπτώματα κουρασμένων κοινωνιῶν, εἶναι τότε ποὺ παίρνουν τὰ πάνω καὶ -μὲ τὸ προσωπεῖο τοῦ ρεαλισμοῦ- ζητᾶν νὰ ἐπιβληθοῦν.
   Ἂν στὶς εἰκαστικὲς τέχνες τὸ φαινόμενο παρουσιάζεται ἀνάγλυφο, στὶς τέχνες τοῦ λόγου ἐπισημαίνεται πιὸ δύσκολα· χωρὶς νὰ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει. Πολὺ συχνά, ὕστερα ἀπὸ μιὰν ἐπίσκεψη σ᾿ ἕνα ἐνδιαφέρον μέρος ἢ μιὰ κάπως παράξενη περιπέτεια, συμβαίνει νὰ σοῦ λένε: Ποιὸς ξέρει τὶ ὡραῖα πράγματα θὰ ἐμπνευσθεῖτε τώρα!
   Ὄχι ὅτι ὁ ποιητὴς μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα - νὰ ἐξηγούμαστε: κατ᾿ ἐξοχὴν ὑπάρχει μέσα σ᾿ αὐτήν, καὶ ἀντλεῖ μύτες, αὐτιά, μάτια, ὁπουδήποτε τὰ βρίσκει, γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα πρόσωπο. Ἡ ἀνασύνθεση ὅμως εἶναι ἐντελῶς δική του· εἴτε πρόκειται γιὰ τοπίο εἴτε γιὰ καταστάσεις. Ἀπὸ ὑπαρκτὰ στοιχεῖα δημιουργεῖ κάτι ποὺ δὲν ὑπῆρξε παρὰ στὴ φαντασία του· ποὺ σημαίνει, γιὰ νὰ ξαναγυρίσουμε στὸ παράδειγμα τοῦ ζώου «ἄλογο»: ἡ ἰδέα τοῦ ζώου «ἄλογο» εἶναι τὸ πᾶν γιὰ τὸν Ἕλληνα καὶ ὄχι τὸ ἄλογο ποὺ βρίσκεται ὄξω ἀπ᾿ τὴ μάντρα, καὶ μάλιστα ὅπως τὸ φώτιζε ὁ ἥλιος τὸ πρωὶ ποὺ ξύπνησε στὴν ἐξοχὴ ὁ καλλιτέχνης ἢ ὁ ποιητής.

   Ὅταν δίνεις τὴν ἰδέα τοῦ ἀντικειμένου δὲ σημαίνει ὅτι τὸ ἐξαϋλώνεις, ὅτι ἀποξενώνεσαι ἀπὸ τὴν ὑφὴ καὶ τὴ γευστικότητά του. Οἱ μαντίλες τῆς Παναγίας, τὰ ἄλογα τοῦ Paolo Uccello, οἱ κιθάρες τοῦ Juan Gris, φτάνουν ἀπεναντίας ὣς τὴ βαθύτερη δομὴ τῆς ὕλης ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ πραγματικότητα τῶν παραστάσεων αὐτῶν· καὶ συνάμα ὑπάγονται πολὺ ἀποτελεσματικότερα στὴν ἀρχιτεκτονικὴ τοῦ πίνακα. Δίνουν τὸ κόκκινό τους ἢ τὴν καμπύλη τους ἐκεῖ ποὺ ἡ σύνθεση τὸ ἀπαιτεῖ· ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο: νὰ μεταθέτεις ἕνα φουστάνι ἢ ἕνα κοντάρι ἐκεῖ ποὺ τὸ ἐντάσσει ἣ ἔσχατη διακοσμητικὴ (μὲ τὴν καλὴ ἔννοια) κατάληξη τοῦ ὁράματος καὶ ὄχι καθόλου ἐκεῖ ποὺ ἡ τύχη τὸ εἶχε ρίξει στὴ ζωή.
   Τὸ ὑπερβατικὸ σκαλί, τὸ πιὸ δύσκολο καὶ τὸ πιὸ μεγάλο στὴν τέχνη, μιὰ ζωγραφικὴ λόγου χάρη ὅπως ἡ βυζαντινὴ τὸ ἀνέβηκε μὲ τὴ μεγαλύτερη ἄνεση. Κι εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ ξαναβρῆκε τὴν ἄνεση αὐτὴ (ἀπὸ συνείδηση τῆς ἐλευθερίας της πλέον) ἡ μοντέρνα τέχνη ποὺ θαυματούργησε.

   Ὁ Ὅμηρος κινήθηκε ἀνέκαθεν ἐκεῖ ποὺ τελειώνει ὁ ἄνθρωπος κι ἀρχίζει ὁ Θεός. Δὲν ἀντέγραψε κανένα καράβι καὶ καμμιὰ φουρτούνα· ὡστόσο, ποτὲ καράβια καὶ φουρτοῦνες δὲ μᾶς κλυδώνισαν τόσο πειστικά. Τὸ φῶς τῆς Ἑλένης, βγαλμένο ἀπὸ τὸ φῶς ὅλων τῶν ὡραίων γυναικῶν τῆς ἐποχῆς, μᾶς ἀγγίζει ἀκόμη. Κανείς μας δὲ σκέφτηκε ποτὲ τὴν ὁμοιότητα. Ὅπως δὲν τὸ σκέφτηκε γιὰ τὶς γυναῖκες τοῦ Σολωμοῦ - πολὺ περισσότερο γιὰ τὶς ναυμαχίες τοῦ Κάλβου, ποὺ μήτε τὶς εἶδε ποτέ του.
   Χρειάστηκε ὁ ἐγκεφαλισμὸς νὰ φτάσει στὸ ἔπακρο καὶ νὰ ὀνομαστεῖ «σοσιαλιστικὸς ρεαλισμός», γιὰ νὰ καταλάβουμε πῶς μερικοὶ ἄνθρωποι πίστεψαν ὅτι ἀπὸ τὸν στατικὸ ὑπολογισμὸ τῆς πολιτικῆς μπορεῖς νὰ πέσεις στὸν στατικὸ ὑπολογισμὸ τῆς ποίησης χωρὶς νὰ σπάσεις τὸ ποδάρι σου. «Γένεται ποτέ;»

Ἱππεῖς τῶν Παναθηναίων·
λίθος XLIV τῆς βορείου ζωφόρου τοῦ Παρθενῶνος
(ἄχρι καιροῦ στὸ Βρετανικὸν Μουσεῖον)
 
   Καὶ ὁ Γιῶργος Σεφέρης [3]:

   Ὁ Παρθενὼν γεμάτος ἄλογα. Ὁ καταπληκτικὸς ρυθμὸς τῶν ἀλόγων στὴν πομπὴ τῶν Παναθηναίων· αὐτὴ ἡ μουσική.

Σημειώσεις:
[1] Σέμνη Καρούζου, «Γκαῖτε καὶ ἀρχαῖοι», ἐφημ. «Ἐλευθερία», 30-11-1957· στὸ Σέμνη Καρούζου, «Ἡ δημιουργικὴ ὅραση: Κείμενα γύρω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη», Ἔνωση Φίλων τῆς Ἀκροπόλεως, Ἀθῆναι 1997, ISBN 960-85980-0-1, σελ. 62-63.
[2] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Δήλωση τοῦ ᾿51» καὶ «Ἀπ- καὶ Εἰκονίζω», στὰ «Μικρὰ Ἔψιλον»· στὸ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἐν λευκῷ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2006 (ζ' ἔκδ.· α' ἔκδ. 1992), ISBN 960-7233-26-3, σελ. 205 καὶ 211-213.
[3] Σημείωσις τοῦ Γιώργου Σεφέρη στὸ ἡμερολόγιόν του, 1951. Βλ. σχετικῶς: Μανόλης Ἀνδρόνικος, «Αὐτὴ ἡ μουσική» (τῆς ζωφόρου τοῦ Παρθενῶνος), 20-7-1986· ἀπὸ τὸ «Ἑλληνικὸς Θησαυρός», 1993.

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Λόφοι Νυμφῶν, Πνύκας καὶ Μουσῶν: Κέντρα τῶν ξωτικῶν

   Ἡ ἀρχαιολόγος τῆς Α' Ε.Π.Κ.Α., κυρία Ὄλγα Δακουρᾶ-Βογιατζόγλου, ἔκανε ἀφιλοκερδῶς μιὰ θαυμάσια ξενάγησι στὰ μέλη τῆς Ἑνώσεως Φίλων Ἀκροπόλεως, μὲ θέμα: Λόφοι Νυμφῶν, Πνύκας καὶ Μουσῶν: Κέντρα τῶν ξωτικῶν. (Σάββατο 14 Μαΐου 2011)

   Αὐτὸ ποὺ καὶ τὴν ἴδια συγκίνησε ἐξ ἀρχῆς, ὅπως μᾶς εἶπε, καὶ εἶναι πραγματικὰ ἐνδιαφέρον εἶναι ἡ ἀνθρώπινη πλευρὰ αὐτῆς τῆς τόσο σημαντικῆς περιοχῆς, τοῦ σημαντικότερου τόπου στὴν Ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ, τῆς Ἀκροπόλεως δηλαδὴ καὶ τῶν πέριξ, τὴν ὁποίαν συνήθως ἀγνοοῦμε. Διότι, σκέπτομαι, ἐγώ, ὅλοι μιλοῦμε γιὰ μεγάλους φιλοσόφους καὶ καλλιτέχνες, γιὰ τραγωδίες, πλατωνικοὺς διαλόγους, ἀθάνατα μνημεῖα καὶ ἀγάλματα, ἀλλὰ μιλοῦμε ἀφαιρετικῶς συνήθως καὶ αὐθαιρέτως, δηλαδὴ ἐπιφανειακῶς· δὲν συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὅλα αὐτὰ προέκυψαν ἀπὸ ἕναν λαὸ μὲ σάρκα καὶ αἷμα, ἀπὸ ἕναν τόπο, ἀπὸ τὸ χῶμα καὶ τὶς πέτρες καὶ τὸ χορτάρι του· καὶ εἶναι καρπός, τὸ ἀπόσταγμα ἴσως, τὸ ἀπαύγασμα, μιᾶς συνεχοῦς (καὶ ὄχι μόνον τοῦ Χρυσοῦ Αἰῶνος) ζωντανῆς παραδόσεως αἰώνων.


14-5-2011, πρόποδες τῆς Ἀκροπόλεως. Γιὰ κάποιον λόγο πάντοτε μὲ συγκινοῦν τὰ λεπτὰ χορτάρια καὶ οἱ παπαροῦνες ἀνάμεσα στὶς ἀρχαῖες πέτρες, κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἔχουν μιὰν ὀμορφιὰ ταπεινὴ ἀλλὰ ἀσύγκριτη. Καὶ ἡ πραγματικὴ οὐσία τῆς φιλοσοφίας τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους, τῆς γλυπτικῆς, τῆς τραγωδίας, τῆς πολιτικῆς, τῶν μαθηματικῶν, ἐδῶ ἔχει, διαισθάνομαι, τὴν ρίζα της κι ἐδῶ ἐπανέρχεται.

   Ἡ συνεχής, ζωντανὴ αὐτὴ παρουσία τοῦ τόπου καὶ τῶν ἀνθρώπων (ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡ φιλοσοφία καὶ ἡ τραγωδία καὶ ἡ πολιτικὴ ξεκίνησαν), μὲ τὰ βάσανα, τὶς χαρές, τὶς προλήψεις καὶ τὶς δεισιδαιμονίες τους, ἔγινε αἰσθητὴ στὴν ξενάγησι στοὺς μαγικοὺς αὐτοὺς λόφους, τοὺς ὁποίους ὁ Ἐβλιγιὰ Τσελεμπὴ (17ος αἰ.) ἀναφέρει ὡς τὸ μεγαλύτερο κέντρο τῶν ξωτικῶν.

   Ἡ ξενάγησις ξεκίνησε ἀπὸ τὸν λόφο τῶν Νυμφῶν (Ἀστεροσκοπεῖο καὶ Ἁγία Μαρίνα Θησείου), μέσα στὰ βράχια τοῦ ὁποίου ζοῦσαν (ζοῦν; ) οἱ νεράιδες, καὶ μέχρι πρὶν λίγες δεκαετίες οἱ ἔγγυες γυναῖκες ἔκαναν τσουλήθρα στὸν λεῖο κεκλιμμένο βράχο γιὰ νὰ κυλήσῃ εὔκολα κατὰ τὴν γέννα τὸ παιδί, οἱ δὲ ἀνύπαντρες καὶ φρεσκοπαντρεμένες γιὰ νὰ συλλάβουν. (Ὅπως μᾶς εἶπε ἡ κ. Δακουρᾶ-Βογιατζόγλου, τὸ δοκίμασαν, κατὰ τὴν ἀνασκαφή, οἱ γυναῖκες ἀρχαιολόγοι καὶ ἔπιασε· ὅλες ἔκαναν παιδί!) Ἡ λατρεία δὲν σταμάτησε ποτέ, ἡ μαγεία τοῦ τόπου καὶ τὸ δέσιμο τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ τόπου μ᾿ αὐτὴν τὴν μαγεία δὲν σταμάτησε ποτέ· ἡ Ἁγία Μαρίνα ἄλλωστε ποὺ λατρεύετεαι σήμερα στὸν ἴδιο τόπο ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἀνθρώπους τὸ ἀποδεικνύει.

   Περάσαμε ἀπὸ τοὺς πρόποδες τῆς Ἀκροπόλεως, τὴν Πνύκα καὶ καταλήξαμε στὸν λόφο τῶν Μουσῶν (Φιλοπάππου). Παντοῦ κοιλώματα στοὺς βράχους, ἐνδιαιτήματα νεραϊδῶν, τάφοι, οἰκήματα χτισμένα ἐπάνω καὶ μέσα στὸν βράχο.

14-5-2011, πρόποδες τῆς Ἀκροπόλεως. Ἀρχαῖο οἴκημα λαξευμένο στὸν βράχο. Στὸ ἐσωτερικὸ του σώζεται ἕνα πολὺ παραστατικό, ἂν καὶ σὲ ὄχι καλὴ κατάστασι, ἀνάγλυφο Πανὸς καὶ νύμφης. (Δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ φωτογράφισις.) Ὁ δὲ ἀρχαιόφιλος, ὡς φαίνεται, κύων τῆς φωτογραφίας μᾶς ἀκολουθοῦσε καθ᾿ ὅλην σχεδὸν τὴν διάρκειαν τῆς ξεναγήσεως!

   Οἱ λεγόμενες φυλακές τοῦ Σωκράτους, στοῦ Φιλοπάππου, οἱ ὁποῖες βεβαίως δὲν ἔχουν σχέσι μὲ φυλακὲς ἢ μὲ τὸν Σωκράτη, ἀλλὰ ἦταν μεγάλο, διόροφο ἢ τριόροφο κτήριο, χτισμένο πλάι στὸν βράχο καὶ μὲ δωμάτια-ἀποθῆκες σκαλισμένα μέσα στὸν βράχο, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημεῖα στὸ ὁποῖο μέχρι πρὶν μερικὲς δεκαετίες ἐπικεντρωνόταν ἡ μαγικὴ παράδοσις. Ἐδῶ οἱ κοπέλες ἔφερναν στὶς μοῖρες προσφορὲς μὲ μέλι, γιὰ νὰ μάθουν ἐὰν θὰ παντρευτοῦν. (Ἀναφέρουν τέτοια περιστατικὰ ὁ ἀρχαιολόγος Κυριάκος Πιττακής, ὁ Πουκεβὶλ κ.ἄ.) Ἀκόμη, μέσα ἀπὸ ὀπὲς τοῦ βράχου περνοῦσαν τὰ ἀσθενικὰ παιδιά, γιὰ νὰ ἀποβάλουν τὴν ἀσθένεια.

Οἱ λεγόμενες φυλακὲς τοῦ Σωκράτους στὸν λόφο τῶν Μουσῶν (Φιλοπάππου). Κέντρον μαγικῆς παραδόσεως.
(Τὴν συγκεκριμένη φωτογραφία ἐδανείσθην ἀπὸ τὸ Studio G - Dexipos.)

   Ἀνέφερα ἐγὼ μιὰ προσωπικὴ ἐμπειρία, ἡ ὁποία προεκάλεσε ἐνδιαφέρον. Σὲ μιὰ ἐκδρομὴ ποὺ εἴχαμε πάει μὲ τὸ δημοτικὸ σχολεῖο στοῦ Φιλοπάππου, ὑπολογίζω λίγο μετὰ τὸ 1980, γίναμε μάρτυρες ἐνδιαφερόντων φαινομένων. Κορίτσια ἄρχισαν ν᾿ ἀκοῦν φωνὲς μέσα ἀπὸ τὸν βράχο. Ἕνα ἀγόρι εἶδε μετὰ ἕνα ματωμένο χέρι νὰ βγαίνῃ ἀπὸ μέσα, καὶ ἡ ἀνησυχία ἔγινε σχεδὸν πανικός.

   Οἱ δάσκαλοί μας ἀνησύχησαν, φοβήθηκαν πιθανῶς καὶ μήπως κανεὶς ἀνώμαλος τρόμαξε τὰ παιδιά, μᾶς συγκέντρωσαν καὶ φύγαμε. Ἀνώμαλος δὲν ὑπῆρχε· τί ὅμως; Ὁμαδικὴ ψύχωσις τὴν ὁποία ἐπροκάλεσε ἡ ἐντύπωσις τῶν σκοτεινῶν καγκελόφρακτων κοιλωμάτων τῶν βράχων μὲ τὸ ἐπίφοβο ὄνομα «φυλακὲς τοῦ Σωκράτους»; Ἢ ἡ μαγεία τοῦ χώρου, ζωντανὴ ἀκόμη, ἡ ὁποία βρῆκε καλὸ ἀγωγὸ στὰ ἁγνὰ ἀκόμη παιδικὰ μυαλὰ καὶ τὰ καθαρὰ μάτια;

   (Βλέπε καί Δήμητρα Μυριλλᾶ, «Μιὰ ἀρχαία πόλη, μαγική», Ἐλευθεροτυπία 26-9-2010, μὲ ἀφορμὴ ἀνάλογη ξενάγησι ἀπὸ τὴν κ. Δακουρᾶ-Βογιατζόγλου στὸ παρελθόν.)

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Ὁ δίσκος τῆς Ἑκάτης... καὶ τὰ φιλιὰ τοῦ Ἀπόλλωνος


Αὐγουστιάτικη πανσέληνος στὴν Ἀκρόπολι. Τὰ αἰώνια μάρμαρα. Μέσα στὸ ἀχνό, ὑποβλητικὸ σεληνόφως, προβάλλουν ἐπιβλητικοί, στέρεοι καὶ ἁρμονικοί, οἱ δωρικοὶ κίονες, ὡς ὁ ἄξων τοῦ κόσμου, ὁ συμπαντικὸς νόμος, ἡ ἀλήθεια τοῦ αἰωνίου κόσμου τῶν Ἰδεῶν.

Παρὰ τὴν κοσμοσυρροή, τὰ φλάς, τὰ μηδέποτε ἡσυχάζοντα φῶτα τῆς μεγαλούπολης τριγύρω, ὁ Παρθενὼν ἐπιβάλλεται. Εἶχα τὴν χαρά, λοιπόν, νὰ βρεθῶ καὶ ἐγὼ μιὰ νύχτα στὴν ζωή μου στὴν Ἀκρόπολι. Δὲν ξέρω βεβαίως πῶς θὰ ἦταν μιὰ νύχτα ὅπως αὐτὴ ποὺ περιγράφει ὁ Ροΐδης [ἀπόσπασμα 2ον] ἢ ὁ Ντὲ Κίρικο [ἀπόσπασμα 1ον]. Μοναχικά. Καὶ μὲ τὴν μικρὴ πόλι τῶν περασμένων αἰώνων, χωρὶς φῶτα καὶ θορύβους. Κάτι πολὺ διαφορετικό ἀσφαλῶς, συγκλονιστικότερο.

Καὶ πάλι, ὅμως. Νομίζω ὅτι ἡ ὥρα τοῦ Παρθενῶνος εἶναι τὸ καταμεσήμερο. Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος [ἀπόσπασμα 4ον] εἶχε δίκιο. Καὶ ὁ Ἐλύτης μὲ τὸν Τεριάντ [ἀπόσπασμα 3ον]. Καταμεσήμερο. Ὅταν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου ταπεινώνουν, ἐξαϋλώνουν τὴν τσιμεντένια μάζα τῆς πόλεως. Ὅταν ὁ Ἱερὸς Βράχος ὑπερυψοῦται κυρίαρχος στὴν φωτεινὴ γῆ καὶ στὸ λαμπρὸ γαλάζιο. Καὶ οἱ μαρμάρινοι κίονες ἀποκαλύπτουν καὶ ἐπικυρώνουν τὴν οὐράνια ἀλήθεια στὸν κόσμο.

Ὁ Παρθενὼν εἶναι ἡλιακὸς ναός· οὐράνιος, ἀρσενικός. Σεληνιακός ναός, χθόνιος, θηλυκός, εἶναι τὸ Ἐρεχθεῖον. Ἐκεῖ, κατεβαίνοντας χαμηλά, μέσα ἀπὸ τοὺς κομψοὺς κίονες, τοὺς χιτῶνες ἐπὰνω στὸ κορμὶ τῶν Καρυάτιδων καὶ τὸ φύλλωμα τῆς ἱερῆς ἑλαίας τῆς Ἀθηνᾶς, θροΐζον ἁπαλὰ στὸ νυχτιάτικο ἀεράκι, ἐκεῖ ἔρχεται ἀκροπατώντας ἡ Σελήνη. Ἢ κοιτώντας τὴν Ἀκρόπολι ἀπὸ μακρυά, ἀπὸ τὸν Ἄρειο Πάγο ἢ τοῦ Φιλοπάππου. (Ὑποθέτω ὅτι καὶ τὸ Νέον Μουσεῖον θὰ εἶναι ὄμορφο τὴν νύχτα -ἀπ᾿ ἔξω εἶναι-, καὶ μάλιστα μὲ τὴν Ἀκρόπολι φωτισμένη, ἀλλὰ δὲν ἔχω καταφέρει νὰ τὸ ἐπισκεφθῶ νύχτα ἀκόμη.) Τὰ δύο πρόσωπα, ὅμως, τὸ ἡλιακὸ καὶ τὸ σεληνιακὸ, συνυπάρχουν· πότε τὸ ἕνα κυρίαρχο καὶ τὸ ἄλλο δευτερεῦον, πότε τὸ ἀντίστροφο.

«Ὁ Παρθενώνας δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ εἶναι ὡραιότερος ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι τώρα. Αὐτὸ ποὺ μελετᾶμε σήμερα εἶναι ἡ ἀρχοντική του ὀμορφιὰ ποὺ ἄντεξε στὸν χρόνο.» (Elise Konstantin-Hansen (1858-1946), Δανέζα ζωγράφος· ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀθήνα τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1894.)

* * *

Στὸ σεληνόφως...

Giorgio de Chirico
Μινύχτα στὴν Ἀκρόπολη

Χώθηκα μέσα σ᾿ ἕνα σωρὸ ἀπό ἐρείπια μὲ τρόπο ποὺ νὰ φαίνομαι ὅσο τὸ δυνατὸ λιγότερο καὶ περίμενα τὴ στιγμὴ ποὺ θά ᾿μουν μόνος. Στὴν ἀνατολή, πίσω ἀπὸ τὴ μενεξελιὰ γραμμὴ τῶν βουνῶν, ἡ πανσέληνος ἀναδύθηκε: ἦταν πλούσια, βασιλική, ὁλόγιομη, λαμπρή, μεγαλειώδης· μιὰ ἀληθινὴ πανσέληνος καλοκαιριοῦ τῆς Ἀθήνας· ἀνέβαινε μὲ βραδύτητα, τυλιγμένη ἀκόμα στὴν πάχνη τῆς ζέστης. Στὴ δύση, ὁ οὐρανὸς σκοτείνιαζε. Μοῦ δημιουργήθηκε ἡ ἐντύπωση ὅτι ὁ τελευταῖος ἐπισκέπτης εἶχε ἐγκαταλείψει τὴν Ἀκρόπολη, ἀλλὰ ἀποφάσισα νὰ μὴ φύγω ἀπὸ τὴν κρυψώνα μου πρὶν νυχτώσει τελείως, κι αὐτὴ ἡ σύνεση μὲ ἔσωσε, γιατί, σὲ λίγα δευτερόλεπτα, ἄκουσα τὸ βῆμα ἑνὸς φύλακα ποὺ πλησίαζε ἀργὰ στὸ μέρος ὅπου κρυβόμουν. Ἕνα ρίγος διέτρεξε τὴν πλάτη μου. Σὰν ἔφτασε κοντὰ στὴν κρυψώνα μου, ὁ φύλακας σταμάτησε· ἤμουν σὲ δυὸ βήματα ἀπόσταση· δὲν μὲ εἶχε δεῖ ἀλλὰ ἡ παραμικρὴ κίνηση μποροῦσε νὰ μὲ προδώσει. Ὁ φύλακας ἔστριβε σιγὰ τὸ μουστάκι του κοιτάζοντας μακριά· μετὰ ἔβηξε κι ἀφοῦ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη τοῦ σακακιοῦ του μιὰ καπνοσακούλα ἔστριψε τσιγάρο, τὸ ἄναψε καὶ φύσηξε μὲ ἡδονὴ τὸν καπνὸ ἀπὸ τὸ στόμα καὶ ἀπὸ τὴ μύτη. Μακριὰ ἀκούγονταν διάφοροι θόρυβοι: νυχτερίδες σκαμπανέβαζαν πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια μας· κοιτάζοντας τὸν φύλακα σκεφτόμουν τὸν κυνηγὸ, ποὺ περνᾶ, μὲ τὸ τουφέκι στὸν ὦμο, δίπλα στὸ ὀρτύκι χωρὶς νὰ τὸ βλέπει. Κρατοῦσα τὴν ἀνάσα μου, τὰ δευτερόλεπτα μοῦ φαίνονταν ὧρες. Ἀφοῦ τράβηξε ἀκόμα δυὸ τρεῖς ρουφηξιές ἀπ᾿ τὸ τσιγάρο, ὁ φύλακας ἔβαλε τὰ χέρια πίσω κι ἀπομακρύνθηκε πρὸς τὴν ἔξοδο. Αἰσθάνθηκα πιὸ ἥσυχος, ἀλλὰ δὲν ἄρχισα νὰ κάνω κινήσεις καὶ νὰ τεντώνω τὰ μουδιασμένα μου πόδια παρὰ μόνο ὅταν τὸν ἄκουσα νὰ κλείνει τὴ βαριά καγκελόπορτα ποὺ βρισκόταν στὴν εἴσοδο τῆς Ἀκρόπολης. Τότε κατάλαβα ὅτι ἐπιτέλους ἤμουν μόνος. Στὸ μεταξὺ εἶχε νυχτώσει ἐντελῶς. Μόνο ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς δύσης ἔμενε ἀκόμα μιὰ ἀχνὴ ἀνταύγεια, ἐκεῖ ὅπου εἶχε ἐξαφανιστεῖ ὁ ἥλιος. Ἀπὸ τὴν ἀπέναντι μεριά, ἐλεύθερο ἀπὸ τοὺς βραδινοὺς ἀτμούς, τὸ φεγγάρι εἶχε ἀνέβει στὸν οὐρανό. Οἱ ἀχτίδες του φώτιζαν τώρα τὶς μετόπες τῶν ναῶν κι ἅπλωναν τὶς σκιές τους στὸ ἔδαφος. Ἡ σιωπὴ ἔγινε πιὸ ἔντονη. Εἶχα τὴν ἐντύπωση πὼς πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου εἶχαν τραβήξει μιὰ τεράστια τέντα. Τὰ ὑπεράνθρωπα προσωπεῖα τῶν ἀρχαίων θεῶν φαίνονταν ὅμοια μὲ γιγάντια ἀντίτυπα, στερεωμένα σὰν ἀνάγλυφα στὸ ταβάνι τοῦ οὐρανοῦ ποὺ φαινόταν πολὺ χαμηλός, πολὺ κοντὰ στὴ γῆ. Εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι, ἂν σηκωνόμουν στὶς μύτες τῶν ποδιῶν μου, θὰ μποροῦσα νὰ τὸν ἀγγίξω μὲ τὸ χέρι· καὶ θεϊκὲς μάσκες χαμογελοῦσαν ἀνέκφραστα. Μιὰ ἀπέραντη ἐμπιστοσύνη περιτύλιγε κάθε πρᾶγμα. Στὴν ἐμφαντικὴ γλυκύτητα αὐτῆς τῆς μεγάλης καλοκαιρινῆς νύχτας κατάλαβα ὅτι τὸ κακὸ μέσα μου, γύρω μου, εἶχε ἐξαφανιστεῖ· τὰ χρέη πληρωμένα, οἱ τιμωρίες καταργημένες, τὰ κακὰ ὄνειρα θαμμένα γιὰ πάντα, μὲ τὶς ἔννοιες καὶ τὰ ἄγχη πέρα μακριά, πολὺ μακριά, στοὺς καυτοὺς ἄμμους τῆς καταραμένης ἐρήμου.
Ὅ,τι εἶχα ἀγαπήσει, ὅ,τι στὴ ζωή μου ὑπῆρξε εὐνοϊκὸ γιὰ μένα, ἦταν κοντά μου. Θέλησα νὰ κοιτάξω πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὶς κατοικίες τῶν ἀνθρώπων, νὰ ξαναβρῶ τὰ φῶτα τῆς πόλης, γιατὶ ὅλη αὐτὴ ἡ ὀμορφιὰ κι αὐτὴ ἡ μοναχικὴ εὐτυχία ἄρχισαν νὰ μὲ τρομάζουν, ἀλλὰ δὲν εἶδα πιὰ τίποτα: ἀτμοί, μιὰ γλυκιὰ ὀμίχλη εἶχε ἀνέβει κι ἔκρυβε τὴ γῆ ἀπὸ τὸ βλέμμα μου· πάνω σ᾿ αυτὸν τὸν ὠκεανὸ θεϊκῆς τρυφερότητας, ἡ Ἀκρόπολη, σὰν ἕνα μεγάλο πέτρινο καράβι, σὰν ἕνα καράβι ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ παλαμάρια του, ἀρμένιζε σιγά, ἀκυβέρνητο...

Τζιόρτζιο Ντὲ Κίρικο, Ἄποψη τῆς Ἀθήνας, 1970, λάδι σὲ μουσαμά.

[Τζιόρτζιο ντὲ Κίρικο: Ζωγράφος, γεννημένος στὸ Βόλο τὸ 1888 ἀπὸ Ἰταλοὺς γονεῖς. Σπούδασε στὴν Ἀθήνα, στὸ Μόναχο καὶ στὸ Παρίσι, ὅπου συνδέθηκε μὲ τὸν Picasso καὶ τὸν Apollinaire. Ἔζησε ἀπὸ τὸ 1915 ἔως τὸ 1924 στὴ Ρώμη, ὅπου ἴδρυσε, μαζὶ μὲ τὸν Carra, τὴν Ὁμάδα Μεταφυσικῆς Ζωγραφικῆς. Τὸ 1924 ἐπέστρεψε στὸ Παρίσι, ὅπου ἐνέτεινε τὸν ὑπερρεαλιστικὸ χαρακτῆρα τῆς τέχνης του. Μετὰ τὸ 1935 στράφηκε σὲ ἕναν σκηνογραφικὸ νατουραλισμό. Εἶναι κυρίως γνωστὸς γιὰ τὰ ἀτμοσφαιρικὰ τοπία πόλεων μὲ τὶς ἄδειες πλατεῖες καὶ τὰ ἔρημα μνημειώδη κτήρια καὶ γιὰ τὶς συνθέσεις ἑτερόκλητων ἀντικειμένων ποὺ στοχεύουν νὰ ἀπεικονίσουν τὴν ἐσωτερική, μαγική, πλευρὰ πραγμάτων τυλιγμένων σὲ μιὰ αὔρα μυστηρίου. Στὸ ἔργο του συχνὰ περιλαμβάνονται στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴ ρωμαϊκὴ ἀρχαιότητα. Πέθανε στὴ Ρώμη τὸ 1978.]

(«Τεῦχος» 2 (Σεπτέμβριος 1989), σ. 24. Μετάφραση: Φ. Διακομίδου. Ἀναδημοσίευσις: «...Ἔγραψαν γιὰ τὴν Ἀκρόπολη (1850-1950)», Ἕνωση Φίλων τῆς Ἀκροπόλεως, β' ἔκδ. 2009 (α' ἔκδ. 2002), ISBN 978-960-86536-3-4, σελ. 69-71.)

* * *

Ἐμμανουὴλ Ροΐδης
Πάπισσα Ἰωάννα

[Ἡ Ἰωάννα στὴν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν.] Ὁ δίσκος τῆς Ἑκάτης, περικυκλούμενος ὑπὸ νεφῶν διαφανῶν ὡς σεμνὴ παρθένος ὑπὸ τῶν νυκτικῶν πέπλων της, ἔλαμπεν ἀκίνητος εἰς ὕψος ἀκαταμέτρητον, ἐπιχέων ἐπὶ τῶν ἀθανάτων ἐκείνων μαρμάρων λάμψιν λευκὴν καὶ ἀμυδράν, οἵαν καὶ ἐπὶ τοῦ κοιμωμένου Ἀδώνιδος, ὅτε ἐπεσκέπτετο αὐτὸν ἡ θεὰ ἐπὶ τῶν ἀκρωρειῶν τοῦ Λάτμου. Αἱ στῆλαι τοῦ Ὀλυμπιείου, οἱ ἐλαιῶνες, αἱ ροδοδάφναι, αἱ κορυφαὶ τῶν λόφων στεφόμεναι ὑπὸ ἐκκλησιῶν ἢ μνημείων, πάντα ταῦτα περιέσφιγγον τὴν ὅρασιν τῶν δύο νεανίσκων διὰ ζώνης καὶ αὐτοῦ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης θελκτικωτέρας, ἡ δὲ ἡδονή, ἣν ἠσθάνοντο ἐκ τοῦ πανοράματος τούτου, καθίστατο διπλασία, διότι μεθυσμένοι ὄντες ἔβλεπον τὰ πάντα διπλά.

(Ἐμμανουὴλ Ροΐδης, «Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα».)

* * *

...καὶ στὸ καταμεσήμερο.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης
Τὸ ἑλληνικὸ καλοκαίρι κατὰ τὸν E. Tériade

Στάλα στάλα συνάζει μέσα της ἡ καρυδιὰ τὴ σκοτεινὴ δροσιά. Τὸ κυπαρίσσι ἐρημώνει γύρω του τὰ πάντα κι ἀπομένει δασύ, κυρίαρχο. Ἴδια κι ὁ πλάτανος. Προστάτες φασματικοὶ τῶν κάμπων τῶς Ἀργολίδας καὶ τῆς Ἀρκαδίας.
Ἡ συκιὰ σταυρώνει τὰ χλωμά της μέλη, τεντώνεται μὲς στὸ πετσί της το γυαλιστερὸ καὶ τὸ χνουδάτο· τέλος, κάποτε, στρογγυλοκάθεται μέσα στὴν ἴδια της τὴν εὐωδιά.
Οἱ ροδιὲς ἀνάβουνε σὰν τὰ κοκόρια.
Ἡ ἐλιά, δίχως νὰ τὸ πολυσκεφτεῖ, δίνεται στὸν ἥλιο, στὸν ἄνεμο, σ᾿ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ρημάζουνε τὸ κορμί της.
Οἱ ροδοδάφνες, ποὺ μοσκοβολοῦνε πικραμύγδαλο, σαλεύουνε, ὅμοια νερό, βαθιὰ στὶς κοῖτες τῶν ξεροπόταμων.
Σιγὰ σιγά, μὲς στὸ κατακαλόκαιρο, τὸ φῶς ἀφανίζει τὴν Ἑλλάδα. Χωνεύει τὰ νησιά, ἐξουδετερώνει τὶς θάλασσες, ἀχρηστεύει τοὺς οὐρανούς. Μήτε ποὺ βλέπεις πιὰ βουνά, μήτε δέντρα, μήτε πολιτεῖες, μήτε χῶμα καὶ νερό. Ἄφαντα ὅλα.
Πιωμένος φῶς -μονάχα μιὰ σκιὰ μαύρη- ὁ ἄνθρωπος. Μιὰ σκιὰ ποὺ μεγαλώνει, δυσανάλογα προστατευμένη ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ θυσία.

Ἡ ἀντίσταση σ᾿ ἕνα τέτοιο φῶς: νὰ ποιὸ εἶναι τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἑλληνικῆς ἀρχιτεκτονικῆς.
Μέσα στὴ διαφάνεια, πιὸ διάφανος ἀκόμη, πιὸ λευκός, ὁ Παρθενώνας δικαιώνει μυστηριακὰ τὴν ὕπαρξή του τὴν ὥρα ποὺ τὸ μεσημέρι τὸ ἀττικὸ φτάνει στή μεγαλύτερή του ἔνταση κι ὅπου μονάχα νεράιδες τριγυρνᾶν μὲς στὸ θαμπωτικὸ διάστημα.
Ἡ Ἑλλάδα στοὺς χάρτες ἀνύπαρχτη.
Λὲς καὶ βρῆκε ὁ κόσμος τὸ μακαρισμένο τέλος του σ᾿ αὐὴν τὴν ἀπόλυτη ἰσότητα.

Κι ὅμως, τὸ ἴδιο αὐτὸ φῶς, τὸ ἀστραφτοβόλο, τὸ καταιγιστικό, τὸ ἐπίμονο, ποὺ ἀναιρεῖ τὴν Ἑλλάδα μὲς στὰ μεσημέρια, τὴν ἀποκαθιστᾶ πάλι τὸ ἡλιοβασίλεμα κάτω ἀπὸ τὰ φαντασμαγορικὰ πυροτεχνήματα τοῦ δειλινοῦ καὶ ἀργότερα κάτω ἀπὸ τὴν τρυφερὴ παρουσία τῆς Σελήνης.
Τότε ξαναβρίσκει τὸν ἑαυτό της ἡ Ἑλλάδα. Ξαναγίνεται αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι. Ξαναπαίρνει στοὺς χάρτες τὴ θέση ποὺ τῆς ἀξίζει. Θέλω νὰ πῶ τὴ θέση τῶν ὀνείρων.

(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Τὸ ἑλληνικὸ καλοκαίρι κατὰ τὸν E. Tériade», στὰ «Μικρὰ Ἔψιλον», στὸ «Ἐν λευκῷ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2006 (ζ' ἔκδ.· α' ἔκδ. 1992), ISBN 960-7233-26-3, σελ. 214-216.)

* * *

Ὁ Παῦλος Νιρβάνας γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο
Ἕνας οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης

Ἕνα καλοκαιρινὸ ἀπόγεμα -ὁ ἥλιος ἤτανε ἀκόμη στὰ μεσούρανα- ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ἦρθε στὸ σπίτι μου, χωρὶς νὰ τὸν περιμένω. Δὲν ἤτανε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ περιμένει κανείς. Ἔφτανε πάντα ἀπροειδοποίητος, σὰν τὸ γλυκόπνοο ἀεράκι καὶ σὰν τὴν ἀνοιξιάτικη βροχούλα. Καθόμουνα τότε σ᾿ ἕνα σπίτι τῆς Φρεατίδας, ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ γλαυκότερο κῦμα τοῦ Αἰγαίου, καὶ δὲν ξέρω, ἂν ἤμουνα ἐγὼ ποὺ εἶχε τραβήξει τὸν ξανθὸν ἱππότη ἢ τὸ φῶς τῆς χαρούμενης ἀκρογιαλιᾶς.

«Ποῦ θὰ καθίσομε;» μοῦ εἶπε κοιτάζοντας ὁλόγυρά του.
Τὸν ἔβαλα στὸ γραφεῖο μου.
«Ἐδῶ;» μὲ ρώτησε μὲ κάποια στενοχώρια.
Τὸν εἶδα νὰ κοιτάζει μὲ μίσος τὰ κλειστὰ παράθυρα, τὰ σκοῦρα ἔπιπλα, τὶς σκοτεινὲς γωνιὲς τοῦ δωματίου.
«Πῶς ζεῖς ἐδῶ μέσα;» μοῦ εἶπε.
«Ποῦ θέλεις νὰ πᾶμε;» τὸν ἐρώτησα.
«Ἔξω, στὸ φῶς, στὴν Ἑλλάδα. Ἐδῶ δὲν εἶναι Ἑλλάς.»
«Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἀντηλιά;»
«Ἔχεις, λοιπόν, κι ἐσὺ τὴν πρόληψη τῆς ἀντηλιᾶς;» μοῦ εἶπε θυμωμένος. «Πρέπει νὰ τὴ νικήσεις.»

Μὲ τράβηξε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μὲ κατέβασε κάτω στὸ περιβόλι, μέσα σὲ μιὰ ἐκτυφλωτικὴ ἀντηλιά. Καθίσαμε σ᾿ ἕνα μπάγκο. Ἐκεῖνος ἔλεγε, ἔλεγε, ἔλεγε... Τὶ ἔλεγε δὲν ξέρω. Ὁ Γιαννόπουλος μποροῦσε νὰ μιλεῖ ὧρες ὁλόκληρες, χωρὶς νὰ ξέρεις στὸ τέλος τὶ σοῦ εἶπε. Εἶχα ὅμως τὴν αἴσθηση πάντοτε μιᾶς γοητείας, ποὺ δὲν μποροῦσες νὰ καταλάβεις, ἂν ἤτανε ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ ἄκουσες, ἀπ᾿ τὴ μελωδία τῆς φωνῆς του ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη μυστικὴ ἐνέργεια ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ ἐσωτερικὸς παλμὸς τοῦ λόγου του. Καὶ τὸν ἄκουγες πάντα εὐχάριστα, ὅπως ἀκοῦς τὸ φλοῖσβο τοῦ κύματος καὶ τὸ κελάρυσμα τῆς πηγῆς, ποὺ σοῦ λένε πολλὰ χωρὶς νὰ σοῦ λένε τίποτε. Ὅταν σηκώθηκε νὰ φύγει -ἔφευγε πάντα ὅπως ἐρχότανε, σὰν ἕνα ὡραῖο φυσικὸ φαινόμενο- ἤμουνα ζαλισμένος ἀπὸ τὴν ἀντηλιά, τὰ μηλίγγια μου χτυπούσανε καὶ τὰ μάτια μου ἤτανε θαμπωμένα. Ἀνέβηκα στὸ σπίτι μου κι ἔπεσα μισοπεθαμένος σὲ μιὰ πολυθρόνα.

«Τί έπαθες; Εἶσαι ἄρρωστος;» μοῦ εἶπε ὁ Λάμπρος Πορφύρας, ποὺ ἦρθε σὲ λίγο νὰ μὲ πάρει, γιὰ νὰ κάνουμε τὸ συνηθισμένο μας περίπατο στὴ Φρεατίδα.
«Εἶμαι τὸ πρῶτο θύμα τῆς ἑλληνοποιήσεως», τοῦ ἀποκρίθηκα.
Καί, ὅταν τοῦ ἐξήγησα ποιὸς ἤτανε, λίγο πρίν, στὸ σπίτι μου, δὲν ἄργησε νὰ καταλάβει.

Μέσα στὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ εἶναι ὁλόκληρος ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος. Ἕνας οὐτοπιστής, ποὺ ὀνειρευότανε ν᾿ ἀναστήσει γύρω του τὸ ἑλληνικό θαῦμα καὶ ποὺ ζοῦσε ὁ ἴδιος μὲ τὴν φαντασία του μέσα σ᾿ αὐτό. Τὸ ἑλληνικὸ φῶς, σὰν μιὰ ἀντίληψη φυσικὴ καὶ μεταφυσικὴ μαζί, ἤτανε ἡ θρησκεία του. Περπατοῦσε ὧρες μέσα στὸν φλογερώτερο ἥλιο, ρουφώντας τὸ φῶς μὲ ὅλους του τοὺς πόρους. Καὶ γι᾿ αὐτὸν ὅλη ἡ φύση, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὣς τὸ χορτάρι καὶ ὣς τὴν πέτρα, μονάχα μέσα στὸ φῶς ζοῦσε τὴν πιὸ ἐντατική της ζωή. Κάποτε τοῦ εἶχα συστήσει δύο νέους Ρώσσους «ἐντελεκτουέλ», τοὺς ἀδελφοὺς Πολλιακώφ. Μὴν ἔχοντας τὸν καιρὸ νὰ τοὺς ξεναγήσω, παρακάλεσα τὸν Γιαννόπουλο νὰ ἀναλάβει τὴν φροντίδα αὐτή. Δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς δώσω καλύτερον ὁδηγὸ γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τῶν ἑλληνικῶν τοπίων καὶ μνημείων. Ἔπειτα ἤτανε τόσο πολιτισμένος καὶ μιλοῦσε τόσο τέλεια τὰ γαλλικά, γιὰ νὰ τοὺς ἐξηγήσει τὸ καθετί. Ὁ εὐγενικὸς φίλος δέχθηκε εὐχαρίστως, τοῦ παρουσίασα τοὺς ξένους μου στὸ δωμάτιό του, ἕνα καμαράκι ὑπερώου, στὸ ἀπάνω πάτωμα κάποιου ξενοδοχείου τῆς πλατείας τοῦ Συντάγματος, πού, μὲ τὸ τίποτα καὶ μὲ τὴν λεπτότατη καλαισθησία του, τὸ εἶχε μεταβάλει σὲ μιὰ καλλιτεχνικὴ γωνίτσα, καὶ συμφωνήσανε τὴν ἄλλη μέρα νὰ πᾶνε στὴν Ἀκρόπολη. Ἤτανε Ἰούλιος μήνας καὶ τοὺς πῆγε στὸν Ἱερὸ Βράχο καταμεσήμερο, λέγοντάς τους, ὅτι μονάχα αὐτὴν τὴν ὥρα, ζοῦνε τὰ μάρμαρα, καὶ μονάχα αὐτὴν τὴν ὥραν θὰ μπορούσανε νὰ αἰσθανθοῦν στὴν σάρκα τους τὸν παλμὸν τῆς μυστικῆς των ζωῆς, κἀτω ἀπὸ τὰ φιλιὰ τοῦ Ἀπόλλωνα. Καὶ οἱ δύο νέοι Ρῶσοι, ποὺ ἦσαν ἀρκετὰ μυστικόπαθοι, ὅπως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τῆς φυλῆς τους, ὅταν κατέβηκαν, ξεθεωμένοι ἀπὸ τὴ ζέστη καὶ τὴν ἀντηλιά, βεβαίωναν, ὅτι, πράγματι, κάποιος θεῖος «ἰχὼρ» κυκλοφοροῦσε, τὴν ὥρα ἐκείνη, στὴν σάρκα τῶν ἀρχαίων μαρμάρων.

(Παῦλος Νιρβάνας, «Ἕνας οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης», στὰ «Φιλολογικὰ ἀπομνημονεύματα».)

* * *

[Σημ.: Ἡ πρώτη φωτογραφία, τοῦ Χρήστου Πατσατζῆ, ἀπὸ τὸ Bring Them Back.]

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

Εἰς τὰ 1836 στὴν Ἀκρόπολι...

Γεώργιος Τερτσέτης ἐξιστορεῖ τὴν ἐπίσκεψί του στὴν Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν, τὸ 1836, μαζὶ μὲ τὸν Ἀνδρέα Ζαΐμη, τὸν Γεώργιο Κουντουριώτη, τὸν Χατζὴ Μέξη καὶ τὸν Ἀντώνιο Κριεζῆ:

34 [...] Εἰς τὰ 1836 ἤμουν εἰς τὰς Ἀθήνας, ὁ μακαρίτης Ἀνδρέας Ζαΐμης μὲ εἶχε πάρει εἰς συμπάθειαν, καἰ ἐσύχναζα τὴν ἐσπερινή του συναναστροφή. Μίαν ἡμέρα ὁ Ζαΐμης, ὁ Γεώργιος Κουντουριώτης, ὁ γέρο Χατζὴ Μέξης καὶ ὁ Ἀντώνιος Κριεζῆς ἐσυμφώνησαν νὰ ἀνέβουν εἰς τὴν Ἀκρόπολη, νὰ ἰδοῦν τὴν Ἀκρόπολη καὶ τὰ ἀρχαῖα της. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ κινήσουν, πέμπτος ἄνισος πολὺ συνοδοιπόρος μὲ τέτοια θαυμαστὴ τετρανδρία ἔτυχα καὶ ἐγώ. Ἀνεβήκαμε τὴν Ἀκρόπολη, ἐπεράσαμε τὰ Προπύλαια, -νὰ σᾶς εἰπῶ τὶ ἔκαμε ὁ καθένας τῆς συνοδείας, ἀφοῦ περάσαμε ὁλίγο τὰ Προπύλαια. Ὁ Χατζὴ Μέξης ἐρώτησε ἕναν ἀπόμαχο ποῦ ἐσκοτώθη ὁ Γκούρας, προπορεύθη ὁ ἀπόμαχος, καὶ ἀνέβαινε ὁ γέρος τοὺς σωροὺς τῶν λιθαριῶν νὰ φθάσει εἰς τὸν τόπο τοῦ φόνου τοῦ ἀνδρείου πολεμιστοῦ. Ὁ Γεώργιος Κουντουριώτης ἄκουε, ἀλλὰ μὲ δυσαρέσκειάν του, ὡς μοῦ ἐφάνη, ἕναν ποὺ τοῦ ἐκατηγοροῦσε τὸν μακαρίτην Κυβερνήτη ὡς εχθρὸν τῶν ἀρχαιοτήτων. Ὁ Κριεζῆς ἀνέβη εἰς τὸ ὑψηλότερο μέρος τῆς Ἀκροπόλεως, καὶ ἀγνάντευε τὸ στοιχεῖον, ποὺ τόσο τὸν ἐτίμησε· οἱ ὀφθαλμοί του ἐβουτοῦσαν εἰς τὰ νερὰ τῶν Σπετσῶν, εἰς τὴν Νικαριά, εἰς τὴν Κῶ. Ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης ἐπῆρε ἴσια τὸν δρόμο τοῦ Παρθενῶνος, ἤμουν πλευρά του. Μισὸ ἀχνάρι τὸν προσπέρναα, ὅταν καλοσιμώσαμε, στρέφομαι νὰ τοῦ εἰπῶ... Τί εἶδα; Τὸ πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ ὡραιότητα καὶ νεότητα, ἐπειδὴ ὁ ἐνθουσιασμὸς τῆς τέχνης ἀναγεννάει τὸν ἄνθρωπο, τρεμάμενα ἦτον τὰ χείλη του, φῶς ὁ ὀφθαλμός του· θαυμάζοντας τὸν ἄνδρα δὲν τοῦ ὁμίλησα, ἀφίνοντάς τον εἰς τὴν σιγὴ τῆς μελέτης του.

35. Ἐπιστρέψαμε εἰς τὴν πόλιν, ἀπέρασαν ἡμέρες, καὶ μίαν νύχτα εἴχαμε μείνει οἱ δύο, τὸν ἐρώτησα. - Κυρ Ἀνδρέα πῶς σοῦ ἐφάνη ἡ Ἀκρόπολις, σὰν καὶ μοῦ ἐφάνη πὼς σοῦ ἄρεσε πολύ. - Δὲν πρόβλεπα ποτέ, μοῦ λέγει, πὼς θὰ μοῦ ὑπεράρεσε τόσο! Λησμόνησα τὸν ἑαυτό μου, πατώντας ἐκεῖνα τὰ χώματα. Εἶδα τὸν Παρθενῶνα, τὰ μάρμαρά του καταγῆς, τὸν ἔστησα ὡς ἦτον εἰς τὲς λαμπρές του ἡμέρες, ζωντάνευσαν τὰ ἀγάλματα, κινοῦνταν οἱ ζωγραφιές, ὁμιλοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, ἔφεγγε τὸ πρόσωπο τῆς Ἀθηνᾶς καταμεσῆς τοῦ ναοῦ εἰς τὴν ἐντέλειαν τῆς τέχνης καὶ τοῦ κάλλους, ἐνθυμήθηκα καὶ τὸν θρόνο τοῦ Ξέρξου καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ Μαρδονίου, αἰχμάλωτα εἰς τὸν ἄλλον ναὸν τοῦ Ἐρεχθέως· ἐνθυμήθηκα τὰ Παναθήναια εἰς τὴν λάμψη τοῦ καλοκαιριοῦ, καὶ εἶδα τὴν Ἀκρόπολη μεστὴ ἀπὸ κόσμο ἀρχαῖο, ἔψαλλαν οἱ ἱερεῖς, ἔτριζαν τὰ ἀμάξια, καί, μά τὴν ἀλήθεια, ὁ νοῦς μου ἔγινε μία Παναθηναϊκὴ ἑορτή· ἂν ἄνθρωπος ἐγεύθη ποτὲ ἡδονὴ ἄδολη ἀπὸ λύπη, τὴν ἐδοκίμασα καὶ ἐγὼ τότε. [...] Ἀπὸ τὲς ἡμέρες τοῦ Φιλοποίμενος, τοῦ ὑστερινοῦ τῶν φημιστῶν Ἑλλήνων, πολλὰ ἦλθαν βάρβαρα ἔθνη, ξένοι δυνάσται εἰς τὴν γῆν την πατρώαν, ἀλλ᾿ ἀμφιβάλλω, ἂν ἕνας τους ποτὲ αἰσθάνθη τόσο τὸ θαῦμα τῆς Ἀκροπόλεως, ὣς ὁ μακαρίτης Ἀνδρέας Ζαΐμης.

(Τερτσέτη Ἅπαντα, 3, ἐπιμέλεια Γ. Βαλέτα, ἐκδ. Πηγῆς, Ἀθήνα 1953, σ. 248-249.)

Γεώργιος Τερτσέτης

Λογοτέχνης, ἱστορικὸς καὶ νομικός. Γεννήθηκε στὴ Ζάκυνθο τὸ 1800. Σπούδασε νομικά στὴν Ἰταλία στὰ πανεπιστήμια τῆς Μπολόνιας καὶ τῆς Πάντοβας. Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἑλλάδα μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἐταιρεία καὶ ἔλαβε μέρος στὸν Ἀγῶνα. Ἐπὶ Καποδίστρια διορίζεται διδάσκαλος τῆς Γενικῆς καθὼς καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας στὸ Κεντρικὸν Πολεμικὸν Σχολεῖον τοῦ Ναυπλίου. Ἐπὶ Ὄθωνα ὑπηρετεῖ ὡς δικαστὴς στὴν Τρίπολη καὶ στὸ Ναύπλιο, ὅπου παίζει καθοριστικὸ ρόλο στὴ δίκη τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ἀρνούμενος νὰ προσυπογράψει, μαζὶ μὲ τὸν Πολυζωίδη, τὴν καταδίκη τοῦ ἀγωνιστῆ σὲ θάνατο. Τὸ 1844 διορίζεται ἀρχειοφύλακας καὶ βιβλιοφύλακας τοῦ ἀναγνωστηρίου τῆς Βουλῆς, θέση στὴν ὁποία παραμένει ὣς τὸ θάνατό του τὸ 1874. Ἔγραψε ποιήματα μὲ θέματα ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ἐνῶ περίφημοι θεωροῦνται οἱ ἱστορικοὶ λόγοι ποὺ ἐκφωνοῦσε στὸ ἀναγνωστήριο τῆς Βουλῆς στὶς ἐθνικὲς ἐπετείους τῆς 25ης Μαρτίου. Πολὺ σημαντικὴ γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ὑπῆρξε ἡ πιστὴ καταγραφὴ ἀπὸ τὸν Τερτσέτη τῶν ἀπομνημονευμάτων ὁρισμένων αγωνιστῶν, ἀνάμεσά τους ἐκείνων τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Νικηταρᾶ.

(Ἀπὸ τὸ «...Ἔγραψαν γιὰ τὴν Ἀκρόπολη (1850-1950)», Ἕνωση Φίλων τῆς Ἀκροπόλεως, β' ἔκδ. 2009 (α' ἔκδ. 2002), ISBN 978-960-86536-3-4.)

Σχετικὰ ἄρθρα ἀπὸ τὴν ἑνότητα Ἀρχαιολογία:
+ «Πουθενὰ ἀλλοῦ, ὅσο στὸ Λονδῖνο, δὲν ἔνιωσα τόσο ἔντονα αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν προσβλητικὴ γελοιοποίηση.»
+ Ἐπίσκεψις στὸ Μουσεῖον Ἀκροπόλεως
+ γαυριάσματα...
+ Καλὴ ἐπιτυχία!
+ No marbles, no flame?
+ Ξενάγηση στὸ Νέο Μουσεῖο Ἀκροπόλεως (βίντεο) - Ἀναθερμαίνεται τὸ αἴτημα τοῦ ἐπαναπατρισμοῦ τῶν κλοπιμαίων τοῦ Ἔλγιν
+ Τὸ Νέον Μουσεῖον Ἀκροπόλεως καὶ ἡ ἄλλη ἄποψις γιὰ τὰ κτήρια τῆς Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου
+ Oἱ κόρες τῶν Ἀθηνῶν ταξιδεύουν
+ Ἡ ἀποκατάστασις τοῦ Παρθενῶνος καὶ ἡ ξανθιὰ ἀρχ**ολόγος

«Πουθενὰ ἀλλοῦ, ὅσο στὸ Λονδῖνο, δὲν ἔνιωσα τόσο ἔντονα αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν προσβλητικὴ γελοιοποίηση.»

«[...] Ἡ δυσκολία νὰ δῶ καλὰ ὅ,τι ἀπομένει ἀπὸ τὰ γλυπτὰ τῆς ζωφόρου μοῦ φέρνει στὸ νοῦ τὴ βαθύτατη ἀπογοήτευση ποὺ ἔνιωσα στὸ Λονδῖνο. Μὲ πόση λαχτάρα εἶχα μπεῖ στὶς αἴθουσες τοῦ Βρετανικοῦ Μουσείου γιὰ νὰ θαυμάσω τὰ κλοπιμαῖα τοῦ Ἔλγιν! Καὶ βρέθηκα σ᾿ ἕνα χῶρο ποὺ ἔμοιαζε μὲ λαϊκὴ ἀγορὰ ἢ μὲ τελωνεῖο, βαμμένο μ᾿ ἕνα ἀπαίσιο κόκκινο χρῶμα, ἕνα ψυγεῖο γιὰ ἀριστουργήματα, σκοτεινό, στενόχωρο, ἀπελπιστικό. Τὰ πιὸ εὐγενικὰ μάρμαρα ἔδιναν τὴν ἐντύπωση σκονισμένων ἐκμαγείων. Τὰ πρωτότυπα δὲν ξεχώριζαν ἀπὸ τὰ ἀντίγραφα. Εἶχαν χάσει ἀκόμη καὶ τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς φθορᾶς τοῦ ὑλικοῦ τους. Περιεργαζόμουν ἕνα-ἕνα αὐτὰ τὰ θαυμάσια ἔργα, προσπαθώντας νὰ τὰ ἀπομονώσω ἀπὸ τὸ περιβάλλον. Ὅμως ἄδικα! Δὲν μὲ συγκινοῦσαν. Δὲν ἀναγνώριζα αὐτὰ ποὺ πολλὲς εἰκόνες μὲ εἶχαν ὡστόσο προειδοποιήσει ὅτι θὰ δῶ. Τὰ ἀνάγλυφα μοῦ φαίνονταν πλαστά, ἡ πομπὴ τῶν καβαλάρηδων πάνω σ᾿ αὐτοὺς τοὺς βρόμικους τοίχους μ᾿ ἐνοχλοῦσε. Νόμιζα πὼς βρισκόμουν σ᾿ ἕνα μαρμαράδικο, σὲ μιὰ ἀποθήκη μὲ ἀντικείμενα ἀπὸ κατασχέσεις, ὅπου ἀκρωτηριασμένα φαντάσματα, αἰχμάλωτα, νοσταλγοῦσαν τὸν οὐρανὸ τῆς πατρίδας τους. Ἀλήθεια, γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτό, τὸ ἀξιοθρήνητο, ἕνας φιλόδοξος καὶ ἄπληστος Ἐγγλέζος εἶχε κοπιάσει τόσο καὶ εἶχε ταυτίσει τὴ μνήμη του μ᾿ αὐτὴν τοῦ ἅρπαγα ληστῆ, κερδίζοντας τὴν περιφρόνηση τῶν καλλιτεχνῶν; Κάθε ἀριστούργημα ποὺ τὸ ἔχουν ἁρπάξει ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ δημιουργήθηκε εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο σὲ ἐξορία. Πουθενὰ ἀλλοῦ, ὅμως, ὅσο στὸ Λονδῖνο, δὲν ἔνιωσα τόσο ἔντονα αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν προσβλητικὴ γελοιοποίηση.»

(Camille Mauclair, «La lumière de l᾿ Attique», Le Pur Visage de la Grèce, Editions Bernard Grasset, Paris 1934, σ. 32-40· μετάφραση: Βίτω Ἀγγελοπούλου)

Camille Mauclair

Γάλλος συγγραφέας καὶ κριτικός. Γεννήθηκε τὸ 1872. Πνεῦμα ἀνήσυχο καὶ καλλιεργημένο, δέχτηκε τὴν επίδραση τοῦ Mallarmé, του Barrès, τοῦ Maeterlinck. Ἔγραψε πολλὰ ποιήματα, μυθιστορήματα, κριτικὲς καὶ κυρίως ἔργα γιὰ τὴν ἱστορία τῆς τέχνης. Τὸ 1893 ἵδρυσε μαζὶ μὲ τὸν Lugne-Poe τὸ θέατρο «OEuvre». Κυριότερα ἔργα του: Stephanne Mallarmé (1894), L᾿ Art en silence (1900), La Religion de la musique (1909), Princes de l᾿ ésprit (1920), Visions de Rome (1937), La Hollande (1940). Tὸ ἔργο του Le Pur Visage de la Grèce εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς φίλους του Mario Mennier, Κώστα Δημητριάδη, Ἀχιλλέα Κύρου. Πέθανε τὸ 1945. Ἐπισκέφθηκε τὴν Ἑλλάδα τὸ 1938.

(Ἀπὸ τὸ «...Ἔγραψαν γιὰ τὴν Ἀκρόπολη (1850-1950)», Ἕνωση Φίλων τῆς Ἀκροπόλεως, β' ἔκδ. 2009 (α' ἔκδ. 2002), ISBN 978-960-86536-3-4.)

Σχετικὰ ἄρθρα ἀπὸ τὴν ἑνότητα Ἀρχαιολογία:
+ Ἐπίσκεψις στὸ Μουσεῖον Ἀκροπόλεως
+ γαυριάσματα...
+ Καλὴ ἐπιτυχία!
+ No marbles, no flame?
+ Ξενάγηση στὸ Νέο Μουσεῖο Ἀκροπόλεως (βίντεο) - Ἀναθερμαίνεται τὸ αἴτημα τοῦ ἐπαναπατρισμοῦ τῶν κλοπιμαίων τοῦ Ἔλγιν
+ Τὸ Νέον Μουσεῖον Ἀκροπόλεως καὶ ἡ ἄλλη ἄποψις γιὰ τὰ κτήρια τῆς Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου
+ Oἱ κόρες τῶν Ἀθηνῶν ταξιδεύουν
+ Ἡ ἀποκατάστασις τοῦ Παρθενῶνος καὶ ἡ ξανθιὰ ἀρχ**ολόγος

Τὸ δόρυ καὶ ἡ σκέψις

«Γιὰ τὸν κόσμο ἡ Ἑλλάδα εἶναι πάντα ἡ σκεπτόμενη Ἀθηνᾶ ποὺ ἀκουμπάει στὸ δόρυ της. Καὶ ποτὲ πρὶν ἀπὸ αὐτὴν ἡ τέχνη δὲν εἶχε συνενώσει τὸ δόρυ μὲ τὴν σκέψη. Ἡ Ἀκρόπολις εἶναι τὸ μόνο μέρος τοῦ κόσμου ποὺ κατοικεῖται ταυτόχρονα ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὸ θάρρος.»

(André Malraux, «Ἀφιέρωμα στὴν Ἑλλάδα». Ἐξ ὀνόματος τῆς γαλλικῆς κυβερνήσεως, γιὰ τὴν πρώτη φωταγώγησι τῆς Ἀκροπόλεως, Ἀθῆναι, 28 Μαΐου 1959.)

Ἀθηνᾶ σκεπτόμενη, 470-450 π.Χ. Ἡ θεά, στηριζόμενη στὸ δόρυ της, κοιτάζει συλλογισμένη μιὰ ἐπιτύμβια στήλη. Μουσεῖον Ἀκροπόλεως.

Ἑλληνικὴ γλυπτική:
+ Αὐτοστεφανούμενος
+ Ἡ κόρη μὲ τὰ ἀμυγδαλωτὰ μάτια

Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

Ἐπίσκεψις στὸ Μουσεῖον Ἀκροπόλεως

Εἶχα ὑποσχεθεῖ νὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις μου ἀπὸ τὸ νέον Μουσεῖον Ἀκροπόλεως. Μὲ ἕνα σφίξιμο στὴν καρδιὰ θὰ τὸ κάνω· πῶς ἀλλιῶς ὅταν ἡ Μητέρα ποὺ ἐγέννησε καὶ ἔθρεψε καὶ τὴν Ἀκρόπολι καὶ τὰ μνημεῖα καὶ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοῦ τοῦ τόπου εἶναι πληγωμένη ἀπὸ τὶς πυρκαγιὲς καὶ τὴν ἀσυνειδησία μας;

Θὰ ἐπουλώσῃ ἡ Μητέρα μας τὶς πληγές της; Ναί, ἂν δὲν τὴν ἐγκαταλείψουμε ἐμεῖς τὰ παιδιά της. Καὶ τότε, καὶ αὐτὴ θὰ μᾶς ἐκπλήξῃ ξανά. Διαβάσατε τὶς προάλλες γιὰ ἕνα μικρὸ θαῦμα; Ἕνα μικρὸ φυτό, ποὺ ζεῖ, λένε, μόνον στὴν Ακρόπολι καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ στὸν κόσμο (micromeria acropolitana) καὶ ἐθεωρεῖτο ἐξαφανισμένο ἐδῶ καὶ ἑκατὸ χρόνια, βρέθηκε ξανά! (Βλ. «Ἡ Καθημερινή», 8-8-2009.) Δὲν εἶναι θαυμάσιο, σὰν νὰ βρέθηκε χαμένος λίθος ἀπὸ τὴν ζῳφόρο τοῦ Παρθενῶνος; Κάποια μικρὴ νύμφη, ἀκόλουθος τῆς Παλλάδος καὶ προστάτις τοῦ τόπου, εἶναι σίγουρα ἀκόμη ἐδῶ, μαζὶ μὲ τὸ μικρὸ φυτό, θὰ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι.

Τὸ ἐκκλησάκι. Ἄποψις ἀπὸ τὴν Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου.
Ἀρχαῖοι ἐπιχθόνιοι δαίμονες καὶ πολιοῦχοι ἅγιοι, προστάτες τοῦ ἱεροῦ τόπου.
(Τὸ ἄλλο ἐκκλησάκι, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἀφιερωμένο στοὺς ἥρωες πεσόντες τῆς χωροφυλακῆς Μακρυγιάννη, κατεδαφίστηκε τὸ 2002, γιὰ νὰ χτισθῇ τὸ Μουσεῖον. Θυσία γιὰ τὸ μεγάλο ἔργο.)

Ἀλλὰ ἂς διαβοῦμε τὶς πύλες τοῦ ἀμφιλεγόμενου Μουσείου. Τόσες καὶ τόσες διαμάχες γιὰ τὰ ἀρχαῖα τοῦ στρατοπέδου Μακρυγιάννη (φαίνεται ὅτι τὰ προσέχει καὶ τὰ ἀναδεικνύει τὸ Μουσεῖο (ὅλα; σίγουρα κάποια ἔγιναν θυσία...), μὲ τὰ μεγάλα ὑποστυλώματα, τὰ ἀνοίγματα στὸ δάπεδο καὶ τὰ γυάλινα πατώματα), γιὰ τὰ κτήρια τῆς Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου (ἔγραψα σχετικῶς παλαιότερα, δεῖτε καὶ στὸ παρὸν τὶς φωτογραφίες), γιὰ τὸν ἀρχιτεκτονικὸ ρυθμὸ τοῦ κτηρίου. Κάποτε, ἀπόλυτος ὤν, θὰ ἔλεγα καὶ ἐγώ, μαζὶ μὲ καποιους φίλους ἑλληνοκεντρικούς, πᾶν μὴ νεοκλασσικόν, βαρβαρικόν. Δὲν θὰ τὸ ἔλεγα πλέον. Τὸ νεοκλασσικό, τὸν Παρθενῶνα, θὰ προσπαθοῦσε νὰ μιμηθῇ καὶ νὰ ἐπικαλύψῃ; Αυτὸ δὲν θὰ ἦταν ματαιοδοξία; Τὸ μοντέρνο, θὰ μοῦ πεῖτε ἀπὸ τὴν ἄλλη, προσπαθεῖ νὰ ἀντιπαρατεθῇ στὸν Παρθενῶνα ἐπιβάλλοντας τὸν δικό του ρυθμό; Ἂν τὸ ἔκανε, ναί, θὰ ἦταν πολὺ θρασύ. Εἶναι, πάλι, τὸ Μουσεῖο ὄμορφο ὡς κτήριο; Ὄχι. (Ὁ ὅλος χῶρος ἔχει προσεχθεῖ πάντως). Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ ζητούμενο! Δὲν θέλουμε νὰ προσέχουμε τὸ ἴδιο τὸ κτήριο τοῦ Μουσείου! Τὸ Μουσεῖο θέλει νὰ μᾶς δείχνει ἐκεῖ! Ἐκεῖ, ψηλὰ νὰ ὁδηγῇ τὸ βλέμμα μας!

Τὸ Μουσεῖον (ἀπὸ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου), μὲ τὸν Παρθενῶνα νὰ καθρεπτίζεται ἐντυπωσιακῶς στὸ γυαλί, καὶ τὸ κτήριον Βάιλερ ἐμπρός.

Καὶ ἀντικρύζοντας τὸ Μουσεῖον ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου (παρεμπιπτόντως· ἐμεῖς τὸ ξέρουμε, ἀλλὰ πρέπει νὰ μποῦν ἐμφανεῖς πινακίδες στὸν σταθμὸ τοῦ μετρό· ὁ κόσμος ψάχνει τὴν εἴσοδο στοῦ Μακρυγιάννη), κάτω ἀπὸ τὸν λαμπερὸ ἥλιο, τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ αἰχμαλωτίζει τὸ βλέμμα μας εἶναι ἡ Ἀκρόπολις καὶ ὁ Παρθενῶν ποὺ καθρεπτίζονται ἐντυπωσιακῶς, κυρίαρχοι, στὰ τζάμια τῆς αἴθουσας τοῦ Παρθενῶνος! Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ δύναμις τοῦ Μουσείου. Τελικῶς ὁ κ. Τσουμὶ ἐπέτυχε.

Ἡ εἴσοδος τοῦ Μουσείου (Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου).

Κατεβαίνοντας τὰ σκαλιά, στὴν εἴσοδο τοῦ κτηρίου μᾶς καλωσορίζει ἡ ἀθηναϊκὴ γλαῦξ. Θαυμάσια ἔμπνευσις τῶν ἀνθρώπων τοῦ Μουσείου.

Ἡ ἀθηναϊκὴ γλαῦξ μᾶς ὑποδέχεται στὴν εἴσοδο τοῦ κτηρίου.

Γιὰ τὴν ἔκθεσι στὸ ἰσόγειο τῶν εὐρημάτων τῶν κλιτύων τῆς Ἀκροπόλεως, ἔχετε σίγουρα διαβάσει. Στὸ δάπεδο, τὰ ταπεινὰ κεραμικὰ ἀφιερώματα, γιὰ νὰ στεριώσῃ τὸ σπίτι - καὶ τὸ ἀρχαῖο καὶ τὸ νέο.

Ἀνεβαίνουμε τὰ σκαλιά, ὅπως καὶ τὸν λόφο τῆς Ἀκροπόλεως, στὸν πρῶτο ὄροφο, στὴν αἴθουσα τῶν ἀρχαϊκῶν. Μερικῶν ἀπὸ τὰ ἐκπληκτικότερα δημιουργήματα -γιὰ τὶς κόρες καὶ τοὺς κούρους μιλῶ- τῆς ἱστορίας τῆς γλυπτικῆς. Τὸ ἀρχαϊκὸ ἀέτωμα τοῦ ἀρχαίου νεῶ (μεταξὺ Παρθενῶνος καὶ Ἐρεχθείου· ἢ τοῦ προπαρθενῶνος - εἶναι ἀρχαιολογικὸ αἴνιγμα ἐὰν ὑπῆρξε προπαρθενῶν), μὲ τὸν Ἡρακλῆ, τοὺς λέοντες καὶ τὸν τρισώματο δαίμονα μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης, δεσπόζει στὴν εἴσοδο τῆς αἰθούσης, καθὼς τὸ ἀντικρύζουμε καθὼς ἀνεβαίνουμε τὰ σκαλιά. Ἀντιθέτως, τὸ ἄλλο ἀρχαϊκὸ ἀέτωμα μὲ τὴν γιγαντομαχία, χάνεται κάπως μέσα στὴν μεγάλη αἴθουσα· οἱ γίγαντες φαίνονται μικροί.

Ἀνάμεσα στὸ λευκὸ, μεταφυσικὸ σχεδὸν φῶς τοῦ ἡλίου, τοὺς ἐπισκέπτες καὶ τοὺς κίονες τοῦ Μουσείου προβάλλουν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, παιγνιωδῶς, μειδιώντας μυστηριωδῶς ἀνάμεσά μας, οἱ ὄμορφες κόρες μὲ τὶς πτυχώσεις, τὰ σχέδια καὶ τὰ χρώματα τῶν χιτώνων τους καὶ τὶς πλεξοῦδες τῶν μαλλιῶν τους. Ὑπῆρχε ὁ φόβος ὅτι θὰ εἶναι ἀφιλόξενη γι᾿ αὐτὲς ἡ μεγάλη αἴθουσα. Ἀλλὰ μᾶλλον εἶχε δίκιο ὁ κ. Παντερμαλῆς τελικά. Ζοῦν καὶ περπατοῦν ἀνάμεσά μας, ἀνάμεσα στοὺς προσκυνητὲς τῆς Ἀκροπόλεως οἱ νέες καὶ οἱ νέοι αὐτοί, σὰν νὰ εἶναι συμπολίτες καὶ φίλοι μας, καὶ λάμπουν ἀπὸ ὀμορφιὰ καὶ χαρά. (Ἂν καί, φοβοῦμαι λίγο, ἐλπίζω ἀβάσιμα, ὅτι εἶναι κάπως ἀπροστάτευτες ἀνάμεσα στὸν κόσμο.) (Ἡ ἀγαπημένη μου εἶναι ἡ «κόρη μὲ τὰ μάτια τῆς σφίγγας», ἀναφερόμενη καὶ ὡς «κόρη μὲ τὰ ἀμυγδαλωτὰ μάτια». Τὴν ἐρωτικὴ ἐξομολόγησι τὴν εἶχα κάνει σὲ παλαιότερο σημείωμα.)

Ἡ κόρη μὲ τὰ ἀμυγδαλωτὰ μάτια, ~500 π.Χ.

Γιὰ τὶς δυναμικὲς Καρυάτιδες, τὴν ἀπαχθείσα ἀδελφή τους, καὶ τὶς πλεξοῦδες τους, σίγουρα γνωρίζετε.

Στὸν 2ο ὄροφο εἶναι τὸ ἑστιατόριο, ἡ ἐσωτερικὴ κλιματιζόμενη αἴθουσα καὶ ὁ ὑπαίθριος χῶρος (στὸν διαβόητο ἐξώστη), ἀλλὰ καὶ τὸ πωλητήριο. Συνιστῶ τὶς ἐξαιρετικὲς ἐκδόσεις (καὶ ἰδίως τὴν σειρὰ τῶν ὁδηγῶν, ὀκτὼ μικρὰ τομίδια) τῆς Ἐνώσεως Φίλων Ἀκροπόλεως. Ἐξαιρετικὴ ποιότητα. (Ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα τίποτε τὸ ἰδιαίτερο· λείπει ἀκόμη μιὰ ποιοτικὴ ἔκδοσι γιὰ τὸ ἴδιο τὸ Μουσεῖο.) Πωλητήριο ὑπάρχει καὶ στὸ ἰσόγειο - θὰ τὸ δεῖτε στὸ τέλος, κατὰ τὴν ἔξοδό σας ἀπὸ τὸ Μουσεῖον. Τὸ πωλητήριον τοῦ ἰσογείου ἔχει κυρίως κάρτες καὶ βιβλία γιὰ παιδιὰ (ὁρισμένα ποὺ ξεφύλλισα, γιὰ τὸν Μακρυγιάννη καὶ τὸν Περικλῆ, φαίνονται πολὺ καλά. Ὡραῖο αὐτὸ γιὰ τὸν Μακρυγιάννη· καὶ γιὰ τὴν Ἀκρόπολι καὶ γιὰ τὸ 1821 μαζί.)

Ἡ Ἀκρόπολις, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ ὑπαίθριο ἑστιατόριο τοῦ 2ου ὀρόφου. Δεξιά, τὰ δύο κτήρια τῶν ὁποίων ἡ προτεινόμενη κατεδάφισις ξεσήκωσε πολλὲς ἀντιδράσεις. Ἀριστερά, ἡ πρεσβεία τῆς Ἰσπανίας.

Στὴν ταράτσα ἀπέναντι, ἕνα τσαντήρι. Ἀλλὰ τὶ δὲν θά ἔδινα γιὰ ἕνα βραδυνὸ καλοκαιρινὸ δεῖπνο ἐκεῖ!

Ἐξωτερικὴ ἄποψις τῆς αἰθούσης τοῦ Παρθενῶνος, ἀπὸ τὸν ὑπαίθριο χῶρο τοῦ 2ου ὀρόφου. Ἄνευ σχολίου.

Στὸν τρίτο ὄροφο εἶναι ἡ γυάλινη αἴθουσα τοῦ Παρθενῶνος. Ἡ ἀνάβασίς μας ὁλοκληρώνεται, ἐδῶ, ἔχοντας ἀνεβεῖ στὸ ὑψηλότερο σημεῖον τῆς Ἀκροπόλεως ὁ προσκυνητής, γίνεται στὸν Παρθενῶνα ἕνα μὲ τὸν ἡλιοφώτιστο οὐρανὸ καὶ τοὺς συμπαντικοὺς νόμους. Στὸ Μουσεῖον, οἱ μετῶπες, ἡ ζῳφόρος καὶ τὰ ἀετώματα σὲ διάταξι ἀκριβῶς ὅπως στὸν Παρθενῶνα. Κοιτάζετε τὸν Παρθενῶνα, κοιτάζετε καὶ τὴν ἐντὸς τοῦ Μουσείου προβολὴ του. Προσανατολίστε καὶ κάντε με τὸ νοῦ σας τὴν ὑπέρθεσι. Δὲν εἶναι δύσκολο. Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τοῦ χώρου καὶ τῶν κειμηλίων, καὶ ὁ Παρθενῶν δεσπόζων μέσα απὸ τὸ διάφανο γυαλὶ τῆς αἰθούσης, μᾶς τὸ ἐπιτρέπει.

Ἡ Ἀκρόπολις ὅπως φαίνεται μέσα ἀπὸ τὴν αἴθουσα τοῦ Παρθενῶνος.

Πηγαίνετε πρῶτα στὴν νοτιοδυτικὴ γωνία. Ἀπὸ ἐκεῖ ξεκινᾷ ἡ πομπὴ τῆς ζῳφόρου. (Θὰ ἔπρεπε νὰ καθοδηγεῖται ὁ ἐπισκέπτης νὰ ἀκολουθεῖ τὴν πομπὴ τῆς ζῳφόρου ἀπὸ τὸ ξεκίνημα μέχρι τὴν ὁλοκλήρωσί της, καὶ νὰ ἐξηγεῖται ἡ πομπή· ὁ μὴ γνώστης εἶναι δύσκολο νὰ τὸ ἀνακαλύψῃ ἀπὸ τὰ ταμπελάκια.) Ἡ ζῳφόρος ὁλοκληρώνεται στὸ κέντρον τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς, μὲ τὴν παράδοσι τοῦ ἱεροῦ πέπλου στὴν θεά (τὸ πανάρχαιο διιπετὲς ξόανο τῆς ὁποίας λατρευόταν στὸ Ἐρεχθεῖον). Ξεκινοῦν οἱ Ἀθηναῖοι πολίτες τὴν πομπή, ἔφηβοι καὶ ἄνδρες ἰππεῖς, γυναῖκες ποὺ μεταφέρουν τὰ ἀφιερώματα στοὺς θεούς, ἱερεῖς· καὶ οἱ γενάρχες οἱ μυθικοὶ τῶν φυλῶν τῆς Ἀττικῆς· καὶ οἱ θεοὶ τοῦ Ὀλύμπου, μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἕνα, μεγαλύτεροι καὶ μακάριοι μόνον. Μὲ τὴν ἱερὴ αὐτὴν πομπή, ὁ δῆμος γίνεται ἕνα μὲ τὴν πόλιν καὶ τὴν ἱστορία της, τοὺς ἥρωες, τοὺς γενάρχες καὶ τοὺς θεούς. Ἰδού ἡ σημασία τῆς πομπῆς.

Ἐξωτερικὰ ἀπὸ τὴν ζῳφόρο, οἱ μετόπες. Τέσσερα θέματα, διαφορετικὸ σὲ κάθε πλευρά. Ἰλίου πέρσις στὴν βόρεια πλευρά (βόρεια δὲν εἶναι ἡ Τροία; ), Κενταυρομαχία στὴν νότια (Πήλιον), Ἀμαζονομαχία στὴν δυτικὴ (κάπου ἐκεῖ περὶ τὸν Ἄρειο Πάγο εἶχαν πολεμήσει οἱ μυθικοὶ Ἀθηναῖοι μὲ τὶς Ἀμαζόνες), Γιγαντομαχία στὴν ἀνατολική (τὰ ἡφαίστεια, ἀνατολικά, στὴν Λῆμνο; )

Τὰ περίφημα ἀετώματα. Δυτικά, ἔρις Ἀθηνᾶς καὶ Ποσειδῶνος· ἀνατολικά, γέννησις τῆς Άθηνᾶς. Κατασπαραγμένα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ γλυπτὰ καὶ ἄλλα ἀρχιτεκτονικὰ μέλη ἀπὸ τοὺς βαρβάρους ἀποικιοκράτες ἀγγλοσάξωνες καὶ λοιπούς. Τὸ στῆθος τοῦ Ποσειδῶνος ἐδῶ, ἡ πλάτη στὸ Βρετανικὸ Μουσεῖον· τερατωδία! Γύψινα ἀντίγραφα στὴν θέσι τῶν ἀπαχθέντων ἀπὸ τοὺς βαρβάρους μελῶν. Ἡ Ἀκρόπολις βοᾷ καὶ ζητεῖ τὰ παιδιά της. Ἡ ὀργὴ τῶν θεῶν ἐπιπέσοι ἐπὶ τῶν κεφαλῶν τῶν βεβήλων. Στὸ Μουσεῖον, θὰ ἔπρεπε μὲ εἰδικὲς ταμπέλες νὰ ἐπισημανθοῦν καὶ νὰ προβληθοῦν τὰ τμήματα τῆς ζωφόρου ποὺ ἔχουν ἐπιστραφεῖ ἀπὸ εὐσεβεῖς ξένους τῶν μουσείων τῆς Χαϊδελβέργης, τοῦ Παλέρμο καὶ τοῦ Βατικανοῦ, ὤστε νὰ τιμῶνται οἱ εὐσεβεῖς καὶ νὰ ἐκτίθενται περισσότερο οἱ ἀσεβεῖς φράγκοι καὶ σάξωνες τοῦ Λούβρου καὶ τοῦ Βρετανικοῦ. Ἀλλ᾿ ἔσσεται ἦμαρ.

Ἡ προσοχὴ στὴν λεπτομέρεια εἶναι μισὴ, τουλάχιστον, ἀρχοντιά. Ὅσο μοῦ ἄρεσε ἡ οἰκοδέσποινα γλαῦξ στὴν εἴσοδο τοῦ Μουσείου, ἄλλο τόσο μοῦ ἄρεσε ὁ μικρὸς ἐλαιών στὴν πλευρὰ πρὸς Μητσαίων (δεύτερη εἴσοδος· ἡ κύρια, εἴπαμε, ἀπὸ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου). Δείχνει νομίζω κάτι ἀπὸ τὸ μεράκι τῶν ἀνθρώπων τοῦ Μουσείου τὸ ὅτι ἐφρόντισαν νὰ ὑπάρχουν στὴν αὐλὴ λίγα ἀπὸ τὰ ἱερὰ δένδρα τῆς Παλλάδος.

...ὅροι τῆς πατρίδος πυροί, κριθαί, ἄμπελοι, ἐλάαι, συκαῖ.
(Ὅρκος τῶν Ἀθηναίων ἐφήβων)

Ὅσο γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Παρθενῶνα; Εἴπαμε, αὐτὸς δεσπόζει καὶ θὰ δεσπόζῃ πάντοτε στοὺς αἰῶνες, στὸ στερέωμα καὶ στοὺς αἰθέρες.

Γῆς παῖς εἰμι καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος͵ αὐτὰρ ἐμοὶ γένος οὐράνιον.
(Ὀρφεύς, ἀποσπ. 17, 11-12)

Ἐπισκέπτεται ὁ κόσμος τὸ νέο μουσεῖο καὶ ξεχνᾷ νὰ ἀνεβῆ μιὰ φορὰ στὴν ἴδια τὴν Ἀκρόπολι (ἢ -νὰ μὴν τὸ ξεχνοῦμε- νὰ ἐπισκεφθῇ καὶ τὸ Ἐθνικὸν Ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον); Ἔ, πρῶτες μέρες εἶναι. Καί, στὸ κάτω- κάτω, καλύτερα· στὴν Ἀκρόπολι ἂς ἀνεβαίνῃ μόνον ὅποιος εἶναι πνευματικῶς προετοιμασμένος· νὰ γλυτώσῃ καὶ ἀπὸ τὴν πολυκοσμία ὁ ἱερὸς βράχος.

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

γαυριάσματα...

Παρένθεσις, πρὶν γράψω τὶς ἐντυπώσεις μου ἀπὸ τὸ Νέον Μουσεῖον Ἀκροπόλεως (τὸ ὁποῖον καὶ μὲ ἐνδιαφέρει). Διαβάζω κραυγὲς «προοδευτικῶν» χριστιανοφόβων καὶ ἑλληνοφόβων, ὀψίμως... ἀρχαιολατρῶν (αὐτῶν ποὺ ὑβρίζουν κάθε ἀναφορὰ σὲ Ἱστορία, κληρονομιά, γλῶσσα, συνέχεια τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς φυλῆς μας), περὶ δῆθεν λογοκρισίας κάποιου βίντεο κάποιου Γαβρᾶ ἀπὸ τὸ «θεοκρατικό» μας κράτος. [1]

Μὲ τὴν φαιδρὰν πλευρὰν τῆς ὑποθέσεως ἀπαξιῶ νὰ ἀσχοληθῶ. Μὲ ρωτοῦν, ὅμως, φίλοι: Ἐπὶ τῆς οὐσίας, εἶναι ἢ ὄχι ἀληθὲς ὅτι οἱ χριστιανοὶ ἐπροξένησαν καταστροφὲς στὸν Παρθενῶνα;

Ἐπὶ τῆς οὐσίας λοιπόν. Τὸ ὅτι ἔγιναν καταστροφὲς καὶ ἀπὸ χριστιανοὺς εἶναι ἀκριβές. Τόσο ἀκριβὲς ὅσο καὶ ὅτι ὁ... ἀρχαιόθρησκος Δημήτριος ὁ Πολιορκητὴς ἔκανε τὸν Παρθενῶνα παλάτι του καὶ πορνεῖο (καὶ οἱ... ἀρχαιόθρησκοι Ἀθηναῖοι, ἐνθουσιασμένοι, τὸν ἀνεκήρυξαν θεό). Ἐὰν τώρα κάποιος ἔλεγε ὅτι «γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες καὶ τὴν ἀρχαία θρησκεία ὁ Παρθενῶν δὲν ἦταν παρὰ ἕνα πορνεῖο», ὄχι, δὲν θὰ ἦταν ἀκριβές, θὰ ἦταν δυσφημιστικὴ προπαγάνδα καὶ τερατώδης διαστρέβλωσις τῆς Ἱστορίας, ἔστω καὶ βασισμένη σὲ πραγματικὸ περιστατικό. Διότι ἡ μισὴ ἀλήθεια (πόσο μᾶλλον μιὰ πτυχὴ μόνον αὐτῆς) δὲν εἶναι ἀλήθεια. Ἀναλόγως δυσφημιστικὴ ἐντύπωσι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία προκαλεῖ τὸ ἐν λόγῳ βίντεο.

Ἡ οὐσία ἐπὶ τοῦ θέματος εἶναι ἡ ἄποψις τῶν (ὀρθοδόξων χριστιανῶν) Ἑλλήνων τοῦ Βυζαντίου γιὰ τὸν Παρθενῶνα. Λοιπόν, γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνες τοῦ Βυζαντίου (καὶ ὄχι μόνον τοὺς Ἕλληνες μάλιστα), ὁ Παρθενῶν ἦταν ναὸς (χριστιανικὸς πλέον) ἱερὸς καὶ θαυμαστός (πρᾶγμα τὸ ὁποῖον βεβαίως συνέβαλε ἀποφασιστικῶς στὴν μετέπειτα προστασία του), ὁ ὁποῖος θαυμάστηκε καὶ λατρεύτηκε ὅσο ποτὲ ἴσως στὸ παρελθόν.

Γιὰ τὴν πρόσληψι λοιπὸν τοῦ Παρθενῶνος ἐπὶ Βυζαντίου καὶ τουρκοκρατίας καὶ τὴν συνέχεια τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος στοὺς μέσους χρόνους καὶ μέχρι σήμερα, παραπέμπω στὴν καταπληκτικὴ ἐργασία τοῦ Ἀντωνίου Καλδέλλη: Anthony Kaldellis, Associate Professor (Department of Greek and Latin, The Ohio State University), «A Heretical (Orthodox) History of the Parthenon». (Ἡ ἐργασία του ἐξεδόθη ἐπηυξημένη καὶ βελτιωμένη καὶ σὲ βιβλίο.) Διαβᾶστε το· θὰ δεῖτε μιὰ ἄλλη ὄψι τῶν πραγμάτων.

Ἤδη πολὺ νωρὶς, ἀποδεικνύει ὁ Καλδέλλης, ἡ Ἀκρόπολις εἶχε γίνει τόπος προσκυνήματος ἀπὸ ὅλους τοὺς τόπους τῆς αὐτοκρατορίας. (Ἀργότερα, τὸν 12ο αἰ., ὁ λόγιος μητροπολίτης Ἀθηνῶν Μιχαήλ Χωνιάτης θὰ ἀναπέμψῃ πρὸς τὴν πόλι τῶν Ἀθηνῶν τοὺς συγκινητικούς του ὕμνους.)

Σημασία λοιπόν ἔχει νὰ παρουσιάζῃς κάθε τὶ στὶς σωστές του διαστάσεις καὶ στὸ ἱστορικό του πλαίσιο. (Ἀκόμη καὶ ὁ κάθε ἄλλο παρὰ χριστιανὸς Κυριάκος Σιμόπουλος, στὸ «Λεηλασία καὶ καταστροφή τῶν ἑλληνικῶν ἀρχαιοτήτων» δὲν κρύβει τίποτε, ἀλλὰ τελικῶς ἀναγνωρίζει καὶ τὸν ἑλληνικὸ χαρακτῆρα καὶ τὴν ἀγάπη στὸ ὡραῖον καὶ στὴν τέχνη τοῦ Ἕλληνα τοῦ Βυζαντίου. Ὁ κάθε ἄλλο παρὰ μετριοπαθής, μαρξιστὴς Σιμόπουλος.)

Ἡ μεσαιωνικὴ Ἀκρόπολις, ἐπὶ φραγκοκρατίας.
(Ἀπὸ τὸν ὡραιότατον δικτυακὸν τόπον Ancient Athens 3D.)


Ἐπὶ τῶν καταστροφῶν τῶν πρώτων αἰώνων. Ναί, ἔγινε ἀπολάξευσις πολλῶν μετοπῶν (τῶν Δ, Β καὶ Α πλευρῶν, ἀλλὰ περιέργως ὄχι τῆς κενταυρομαχίας τῆς Ν πλευρᾶς), ἐνῷ οἱ κεντρικὲς μορφὲς τοῦ ἀνατολικοῦ ἀετώματος πιθανὸν ἀφαιρέθηκαν καὶ καταστράφηκαν κατὰ τὴν ἀρχικὴ μετατροπὴ σὲ χριστιανικὸ ναό (ἂν καὶ δὲν ἔχουμε βέβαια στοιχεῖα γιὰ αὐτό, οὔτε ξέρουμε ἀκριβῶς τὶ εἴχε καταστραφεῖ ἀπὸ τὴν πυρπόληση ἀπὸ τοὺς βαρβάρους Ἐρούλους τὸ 267 μ.Χ. (σίγουρα ἡ ἀρχικὴ στέγη καὶ τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ χρυσὸς εἶχε ἀφαιρεθεῖ πολὺ πιὸ πρίν), ἐνδεχομένως καὶ ἀπὸ τοὺς Γότθους καὶ τοὺς Σλάβους ἀργότερα) [2]. Πέραν αὐτῶν τῶν -ὄχι ἀμελητέων βεβαίως- καταστροφῶν καὶ μετατροπῶν, ὅμως, ὁ Παρθενῶν ἔμεινε οὐσιαστικὰ ἄθικτος μέχρι τὴν ἀνατίναξι ἀπὸ τὸν Μοροζίνι. Καὶ σὲ ἐξαιρετικὴ κατάστασι σὲ σχέσι μὲ ἄλλα ἱερὰ τῆς παλαιᾶς Ἑλλάδος, τὰ ὁποῖα ὄχι μόνον οἱ βίαιες καταστροφὲς ἀλλὰ ἀκόμη περισσότερο ἡ ἐγκατάλειψις -σημαντικότερος παράγων συνήθως- εἶχε ἀφανίσει.

Ἡ οὐσία, λοιπόν, εἶναι ὅλα αὐτά. Ἐὰν μείνουμε στοὺς πρώτους αἰῶνες, καὶ μάλιστα μόνον στὶς συγκρούσεις (νὰ τὰ δοῦμε καὶ αὐτά, μὲ θάρρος καὶ χωρὶς ὑπεκφυγές, ἀλλὰ νὰ μὴν μείνουμε ἐκεῖ· διότι περίεργον δὲν εἶναι ὅτι σὲ μιὰ μεταβατικὴ ἐποχὴ ὑπῆρξαν ὀξεῖες συγκρούσεις, φυσικὲς καὶ πνευματικές· εἶναι ὅμως θαυμαστὸν τὸ τὶ δυναμικὴ ἔδωσε καὶ τὶ πολιτισμὸ ἡ ζύμωσις αὐτὴ διεμόρφωσε γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ -καὶ μιλοῦμε γιὰ αἰῶνες πολλούς-, ζύμωσις ποὺ ἀκόμη συνεχίζεται (ἂς μελετήσουμε τὸ ἔργο τῶν ἑλληνιστῶν πατέρων, ἂς μελετήσουμε καὶ τὸ ζωντανὸ ρεῦμα τῆς ἴδιας πάντοτε ἀρχαίας ψυχῆς μέσα στὴν λαϊκὴ παράδοσι)), ἐὰν μείνουμε στοὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν ἐθνικῶν [3] (καὶ τοὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν χριστιανῶν ποὺ προηγήθηκαν, φυσικά [4]), δὲν θὰ φθάσουμε πουθενά. Δὲν θὰ φθάσουμε πάντως ἐκεῖ ποὺ μποροῦμε, νὰ δοῦμε πίσω ἀπὸ τὴν Παναγιὰ τὴν Ἀθηνιώτισσα τὴν Ἀθηνᾶ Παρθένο νὰ χαμογελᾷ [5]. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ οὐσία.

Σημειώσεις:
[1] Συνολικὴ παρουσίασις τοῦ θέματος στὸ Ἀντίβαρο: «Φάκελος: Φὶλμ τοῦ Κώστα Γαβρᾶ στὸ Μουσεῖο τῆς Ἀκρόπολης».
Γιὰ τὶς πολιτικὲς σκοπιμότητες ποὺ κρύβονται πίσω ἀπὸ τὶς κραυγὲς, βλέπε π.χ. τὸ ἄρθρον τοῦ καθηγητοῦ Γιάννη Παπαμιχαήλ, «Γαβρίσματα γύρω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη». [ἀναδημοσίευσις: olympia.gr]
Βλέπε ἐπίσης:
Τὸ Ζωντανὸ Ἱστολόγιο, «Παρθενῶνας, ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ χριστιανισμός».
Καὶ μιὰ συνολικὴ ἀπάντησις ἀπὸ τὴν Ο.Ο.Δ.Ε.: «Πώς να μετατρέψετε την ιδεοληψία σας σε «τέχνη»... Κώστας Γαβράς και Παρθενώνας - Όταν η απόρριψη τής ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗΣ ΔΥΣΦΗΜΙΣΗΣ, μετονομάζεται σε "λογοκρισία"».
Χρῆστος Γιανναρᾶς, «Γιατί τόσο αντιμεταφυσικό μένος;», «Ἡ Καθημερινή», 23-8-2009. [Ἔξοχον ἄρθρον!]

Εὔστοχα καὶ τὰ σχόλια τοῦ Ἀδώνιδος Γεωργιάδου: [i] [ii] [iii] [iv] [v] [vi].

[2] Κατὰ τὴν μελέτη τῆς ΟΟΔΕ (βλ. [1] ἀνωτέρω), δὲν εἶναι κἂν γνωστὸ ἀπὸ ποιούς, πότε καὶ γιατὶ ἔγιναν οἱ συγκεκριμένες καταστροφὲς γλυπτῶν στὸν Παρθενῶνα. Ἀλλὰ δὲν στέκομαι ἐδῶ· ἀκόμη καὶ ἂν ἔγιναν ὄντως ἀπὸ χριστιανούς, αὐτὸ δὲν ἀλλάζει τὴν γενικὴ εἰκόνα, ἡ ὁποία εἶναι ἐντελῶς διαφορετική.
Βλ. καὶ τὸ σχόλιον τῆς Ὀλυμπιάδος γιὰ τὰ σχέδια τοῦ Carey: «Η Ιερά Αγελάς της κατά παραγγελίαν Ιστορικής Διαστρέβλωσης».

[3] Γιὰ τὶς συγκρούσεις τῶν πρώτων αἰώνων τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ χριστιανισμοῦ βλέπε π.χ. τὶς μελέτες τοῦ δικτυακοῦ τόπου «Ἐνάντια στὴν ἀρχαιοπληξία», ὅπου καὶ ἀνασκευὴ πολλῶν παρανοήσεων.

(Ἐν τούτοις, ἂν καὶ ἐπὶ τῆς οὐσίας συμφωνῶ, ἔχω καὶ ὁρισμένες ἀντιρρήσεις ἐπὶ συγκεκριμένων ἐπιχειρημάτων τῆς «Ἀρχαιοπληξίας». Ἐπὶ παραδείγματι, ἡ δικαιολογία ἑνὸς ἐγκλήματος δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὸ ἔγκλημα. (Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ· γνωρίζετε τὸ ἀνέκδοτο μὲ τὸν Ταλλεϋράνδο καὶ τὸν βασιλέα Λουδοβίκο; ) Τὸ ὅτι πολλὲς γενικόλογες τερατολογίες περὶ καταστροφῶν «εἰδωλολατρικῶν» ναῶν εἶναι προϊόντα ἐπηρμένης καυχησιολογίας φανατικῶν χριστιανῶν καὶ μόνον, καὶ δὲν ἔχουν πραγματικὸ ἀντίκρυσμα, εἶναι σοβαρὸ δεδομένο γιὰ τὸ ὅτι οἱ καταστροφὲς δὲν ὑπῆρξαν οὔτε γενικές, οὔτε ἀποφασιστικὲς γιὰ τὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξι, οὔτε πρόθεσις τῆς λογίας ἡγεσίας τῆς ἐκκλησίας καὶ τοῦ κράτους. Ἀλλὰ οἱ συγκεκριμένες καυχησιολογίες εἶναι ἠθικῶς καταδικαστέες εἴτε ἔγινε εἴτε ὄχι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρουν. Θεωρῶ ἐπομένως ὅτι ἡ ἐκκλησία μας πρέπει χωρὶς φόβο νὰ δῇ καὶ αὐτὸ τὸ θέμα, καὶ μόνον κέρδος θὰ ἔχῃ ἐὰν καταδικάσει ρητῶς καὶ σαφῶς συγκεκριμένα γεγονότα, πρακτικὲς καὶ ἀντιλήψεις - φυσικὰ στὸ σωστὸ πλαίσιο. Ἄλλωστε, ἡ καταδίκη πράξεων τοῦ Νέρωνος ἢ τοῦ Διοκλητιανοῦ π.χ., ἢ τῆς θανατώσεως τοῦ Σωκράτους, δὲν σημαίνει καὶ καταδίκη τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ! Ὁμοίως, ἡ καταδίκη διώξεων κατὰ ἐθνικῶν ἐκ μέρους τῆς κεντρικῆς ἢ τῆς τοπικῆς ἐξουσίας, ἢ ἄλλων πράξεων φανατικῶν χριστιανῶν, δὲν σημαίνει καταδίκη τῆς ἑλληνικῆς ὀρθοδοξίας καὶ τῆς Ἱστορίας μας μέχρι σήμερα!)

Βλέπε ἐπίσης:
Πατὴρ Γεώργιος Μεταλληνός, «Μύθος η καταστροφή αρχαίων μνημείων από τους Χριστιανούς».
Γιάννης Τ., «Οι πραγματικές αιτίες της καταστροφής των αρχαίων ναών».
ἀ-εργῶδες, «Ὁ Κώστας Γαβρᾶς, οἱ χριστιανοὶ καὶ οἱ ἀρχαῖοι ναοί».

[4] Εἶμαι βέβαιος ὅτι οἱ χριστιανοί, στὴν ἀρένα τοῦ Κολοσσαίου, δὲν καταλαμβάνονταν ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὴν καλλιτεχνικὴ καὶ ἀρχιτεκτονική του ἀξία. Οὔτε π.χ. προκαλεῖ ἐντύπωσι ὅτι οἱ φανατικοὶ χριστιανοὶ τοῦ λαοῦ ἐπίστευαν ὅτι στὰ εἴδωλα κατοικοῦσαν δαίμονες, ὅταν ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν νεοπλατωνικῶν γνωρίζουμε αὐτὲς τοῦτες τὶς τελετὲς ἐμψυχώσεως τῶν ἀγαλμάτων κ.ἄ. τελετές μαγείας.

[5] Ἀντιγράφω, πάλι, τὸν ἀξεπέραστο Περικλῆ Γιαννόπουλο [εὐρύτερα ἀποσπάσματα]:

Ἐὰν ἡ ὑφ᾿ ἠμῶν κατάκτησις καὶ ὑποδούλωσις ἡ Πνευματικὴ καὶ ἡ ἀπορρόφησις τέλος τῆς Κοσμοκρατείρας Ρώμης καὶ ἡ Δημιουργία μιᾶς Θρησκείας καὶ ἐπιβολή, ἔως τὴν ὥραν αὐτήν παμβασιλευούσης, δύναται νὰ θεωρηθῇ κατάπτωσις, τότε... Ἀλληλούια.
...
Ἡ μεγαλυτέρα ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δι᾿ Ἐμᾶς εἶναι, ὅτι μᾶς ἀποδεικνύει τὸν Εἰδωλολατρισμὸν καὶ τὴν Γνησιότητά μας, ὑπὸ ὅλα τὰ φορέματα.
...
Καὶ δὲν ὑπάρχει ἱστορικὴ στιγμὴ καταλληλοτέρα πρὸς φανέρωσιν τῆς δυνάμεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος, ἀπ᾿ αὐτὴν ἀκριβῶς ποὺ φαίνεται, διὰ πρώτην φοράν, βαθειὰ καὶ πραγματικὰ ὅτι ἡττᾶται.
...
Διότι ὅταν ὁ ΝΕΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΣΟΦΙΑΣ ὑψώνεται τρισμέγιστος μὲ τὸν Οὐρανὸ κατάλαμπρον κατεβασμένον στὴ γῆ γιὰ καπέλλο [...] τότε πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς Θεόστραβος γιὰ νὰ μὴ βλέπῃ επάνω ἀπὸ τὸν μεγάλον Θόλον, τὴν Ἀήττητον Παρθένον, τὴν Πρόμαχον ΑΘΗΝΑ, τώρα μὲ τὸ Βυζαντινό της Φόρεμα, μὲ τὸ κεφάλι τοῦ Νέου Θεοῦ στὸ στῆθος, προβάλλουσαν μὲ τὸ χέρι της τὸ νέον ὅπλον τό: ΣΤΑΥΡΟ.
...
Ἐὰν εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἐχρησίμευσεν ὡς μέσον καὶ ὅπλον πολιτικὸν θαυμάσιον, διὰ τὴν Κοσμοκρατορίαν ἡμῶν τῶν τότε, καὶ ἄγκυρα σωτηρίας μετὰ τὸν Τοῦρκον, διπλᾶ δι᾿ αὐτὸ ἀγαπητός, ὑπερβέβαιο εἶναι ἀφ᾿ ἐτέρου ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστιανισμός, ἀδιάφορον ἂν εἶναι συγγνωστὸν ἔνεκα τῆς φορᾶς τῶν Καιρῶν, ἀλλὰ εἶναι:
Καὶ εἶναι συγχρόνως καὶ λεπτότερον καὶ βαθύτερον ψυχολογικὸν Κέντρον τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὁργανισμοῦ, ἐκ τῆς ὀρθῆς κεντήσεως καὶ ἡρέμου ἀφυπνίσεως τοῦ ὁποίου, ἐξαρτᾶται ὁλόκληρος αὐτὴ ἡ Βαθυτάτη ΑΦΥΠΝΙΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, καὶ τὰ δύο ἀγκομαχοῦντα στα τρίσβαθα σκοτάδια τοῦ ἐαυτοῦ μας, ἡ τελειωτικὴ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ.

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)

Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

Καλὴ ἐπιτυχία!

Τὸ σημαντικὸν δὲν εἶναι τὸ Νέον Μουσεῖον Ἀκροπόλεως αὐτὸ καθ᾿ ἑαυτό. Τὸ πραγματικὰ σημαντικὸν ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἐκεῖ ψηλά, στὰ ἄκρα τῆς σκληρῆς πέτρας τῆς ἀττικῆς γῆς καὶ στοὺς αἰθέρες τοῦ Πνεύματος:

Γῆς παῖς εἰμι καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος͵ αὐτὰρ ἐμοὶ γένος οὐράνιον.
(Ὀρφεύς, ἀποσπ. 17, 11-12)

Ὡστόσο, σήμερα δὲν χωροῦν μεμψιμοιρίες. Ἐνστάσεις εἶχα καὶ ἔχω. Ἀλλά, σήμερα, ἂς ἑορτάσουμε σὺν θεοῖς τὰ ἐγκαίνια. Τὸ σημαντικόν, ὅσον ἀφορᾷ στὸ Μουσεῖον, εἶναι τὸ ἂν σημαίνει ὅτι ἐμεῖς σήμερα εἴμαστε ἰκανοὶ νὰ νιώσουμε κάτι καὶ νὰ κάνουμε κάτι γιὰ τὴν κληρονομιὰ τῶν προγόνων μας. Εἶδα πολὺ κόσμο ἐχθὲς τὸ βράδυ, παιδιὰ καὶ μεγάλους, μὲ χαρούμενο βλέμμα καὶ περηφάνεια στὸ πρόσωπό τους νὰ θαυμάζουν τὸ νέο ἔργο. Πολλοὶ μοῦ φάνηκαν ξαφνιασμένοι· ἴσως ἐπειδὴ στὴν δίνη τῆς ἐποχῆς μας εἴχαμε ξεχάσει ἐκεῖνα τὰ ἄλλα, τὰ μεγάλα. Ἴσως ἡ ἄψογη έργασία τῶν ἀνθρώπων τοῦ Μουσείου γιὰ τὰ σημερινὰ ἐγκαίνια καὶ προπαντὸς γιὰ τὰ ἴδια τὰ ἱερὰ μας κειμήλια, ἀλλὰ κι αὐτὰ τὰ φῶτα καὶ τὰ κινούμενα σχέδια ἀκόμα- άκόμα, τὸ παιγνιῶδες κλείσιμο τοῦ ματιοῦ τῆς ἀρχαίας κόρης καθὼς προβάλλεται στοὺς τοίχους τῆς νεώτερης οἰκοδομῆς, μᾶς παρακινήσει νὰ κοιτάξουμε ἐκεῖ ψηλά, ἀλλὰ καὶ μέσα μας, αὐτὰ ποὺ εἴχαμε ξεχάσει.

Καλὴ ἐπιτυχία!



* * *

Παλαιότερες δημοσιεύσεις μου γιὰ τὴν ἀρχαία μας κληρονομιά:
+ No marbles, no flame? (27-9-2009)
+ Ξενάγηση στὸ Νέο Μουσεῖο Ἀκροπόλεως (βίντεο) - Ἀναθερμαίνεται τὸ αἴτημα τοῦ ἐπαναπατρισμοῦ τῶν κλοπιμαίων τοῦ Ἔλγιν (24-5-2008)
+ Τὸ Νέον Μουσεῖον Ἀκροπόλεως καὶ ἡ ἄλλη ἄποψις γιὰ τὰ κτήρια τῆς Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου (23-12-2007)
+ Oἱ κόρες τῶν Ἀθηνῶν ταξιδεύουν (13-10-2007)
+ Αὐτοστεφανούμενος (14-7-2007)
+ Ἡ ἀποκατάστασις τοῦ Παρθενῶνος καὶ ἡ ξανθιὰ ἀρχ**ολόγος (19-5-2007)