«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἐλύτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἐλύτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας;

   «Τὸ νερὸ μὲ τὸ γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ, ἡ ἀνατολίτικη συνήθεια, καὶ ὁ καφὲς εἶναι ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μικρὲς χαρὲς τῆς καθημερινῆς ζωῆς, καὶ ἡ πρώτη ἀπόλαψη ποὺ ἀποζητοῦμε μόλις σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο. [...] Καὶ μιὰ γλάστρα μὲ βασιλικὸ μπορεῖ νὰ συμβολίζει τὴν ψυχὴ τοῦ ἔθνους καλλίτερα ἀπὸ ἕνα δράμα τοῦ Αἰσχύλου.» 

(Ἴων Δραγούμης, «Ἑλληνικὸς Πολιτισμός», 1914)

   «Πόσες γενεὲς γυρεύανε, καὶ μεῖς, νομίζω, φάγαμε τὰ νιάτα μας γυρεύοντας τὴν περίφημη ἑλληνικὴ πραγματικότητα. Ἡ ἑλληνικὴ πραγματικότητα ἦταν μπροστά μας. Ἕνα βελόνι πεύκου.»

(Γιῶργος Σεφέρης στὸν Γιῶργο Θεοτοκᾶ, Λονδῖνο, 20 Αὐγ. 1932)

   «Μιλῶ γιὰ μιὰν ἀριστοκρατικὴ ἀντίληψι, ποὺ συμβαίνει νὰ μὴν τὴν ἔχουν διόλου οἱ ἀριστοκράτες καὶ νὰ τὴν ἔχουν μὲ τὸ παραπάνω οἱ μικροὶ πληθυσμοὶ τοῦ Ἀρχιπελάγους· οἱ κὺρ Γιάννηδες καὶ οἱ κυρα-Μαρίες, ποὺ ἐμεῖς προφτάσαμε νὰ τοὺς γνωρίσουμε -τί τύχη- μὲ τὴν ὑλικὴ παράσταση τῆς ἰδέας τους, τὸν ἀσβέστη, καὶ μὲ τὸν φωτοτροπισμὸ τῆς ψυχῆς τους, ἕνα λιοτρόπι στὸν τενεκέ.»

(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἀναφορὰ στὸν Ἀνδρέα Ἐμπειρίκο», 1977)

   «Μιὰ νύχτα περνώντας ὁ Κολοκοτρώνης με τ᾿ ἀσκέρι του ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Βελανιδιᾶς, θέλησε νὰ στείλει μήνυμα στὸν ἡγούμενο γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει μερικὰ καρβέλια καὶ τυριὰ γιὰ τὰ πεινασμένα παλικάρια του. Εἶπε στὸν γραμματικό του -λογιότατο τῆς ἐποχῆς- νὰ συντάξει τὸ μήνυμα. Καὶ ὁ λογιότατος γιόμισε δυὸ κατεβατὰ ἀρχαιόπρεπες ἑλληνικοῦρες. Ἔφριξε ὁ Γέρος. Ἄρπαξε ἕνα κομμάτι χαρτὶ κι ἔγραψε μὲ τὰ κολυβογράμματά του, τρεῖς λέξεις: «Γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης.» Καὶ τὸ ᾿στειλε στὸ μοναστήρι μ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ παλικάρια του.
  »Ἀντὶ γιὰ κάποιον ὁρισμὸ τῆς Ρωμιοσύνης, προτιμῶ αὐτὴ τὴν ἁπτὴ εἰκόνα της. Μοῦ φαίνεται πιὸ ἄμεση καὶ περισσότερο ἀποδεικτική.»

(Γιώργος Διζικιρίκης, «Ἡ αἰσθητικὴ τῆς Ρωμιοσύνης: Τὸ δημοτικὸ τραγοῦδι κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς πάλης τῶν σύγχρονων ἰδεῶν», ἐκδ. Φιλιππότη, 1983)


   «Τί εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς Ἑλλάδας γιὰ μένα μέσα ἀπὸ τὰ μικρὰ κι ἀσήμαντα ποὺ ἀγάπησα ὅπως:

– ὁ σγουρὸς βασιλικὸς σὲ ντενεκέδες φέτας ἢ ἐλαιῶν Καλαμῶν
– τὰ γεράνια σὲ πήλινες γλάστρες
– οἱ κατηφέδες, τὰ μοσχομπίζελα καὶ οἱ βιολέτες στὶς βραγιὲς
– τὸ ἁγιόκλημα καὶ τὸ γιασεμὶ στοὺς θερινοὺς κινηματογράφους
– τ’ ἁπλωμένα ἀπὸ σκοινὶ χταπόδια στὸν ἥλιο
– ἕνα ποτηράκι κεχριμπαρένια ρετσίνα κι ἕνα ἄλλο μὲ γαλακτερὸ οὖζο καὶ τὸ μεζὲ ἀπὸ μαῦρες ἐλιὲς καὶ σαρδελίτσες
– τὸ γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ μὲ τὸ ἀπαραίτητο ποτήρι κρύο νερὸ
– ἕνα παραθαλάσσιο κεντράκι μὲ καλαμωτὴ γιὰ σκέπαστρο καὶ καρὼ τραπεζομάντηλα, ψάθινες καρέκλες καὶ γιρλάντες ἀπὸ λαμπιόνια
– τὸ πράσινο ἢ μπλὲ σιδερένιο, στρογγυλὸ τραπεζάκι καφενὲ μὲ τὰ τρία καμπυλωτὰ πόδια
– ἡ κρύα βυσσινάδα, ἡ σουμάδα καὶ τὸ ὑποβρύχιο ποὺ προσφέρεται σὲ κουταλάκι, βυθισμένο σ’ ἕνα ποτήρι μὲ νερὸ
– τὸ ἀπογευματινὸ καφεδάκι μετὰ τὸν μεσημεριανὸ ὑπνάκο
– οἱ ἀσβεστωμένες πεζοῦλες πλάι στὰ κατώφλια τῶν αἰγαιοπελαγίτικων σπιτιῶν, οἱ ἀσβεστωμένοι τοῖχοι καὶ κορμοὶ τῶν φυστικόδεντρων καὶ τῶν συκιῶν
– τὸ νησιώτικο λιθόστρωτο μὲ τοὺς ἀσβεστωμένους ἁρμοὺς
– ἕνα ταπεινὸ βυζαντινὸ ξωκλήσι σὲ κάποια μανιάτικη, πετροσπαρμένη πλαγιὰ τοῦ Ταΰγετου
– οἱ ἔγχρωμες χάρτινες εἰκονίτσες τῶν ἁγίων τῆς ὀρθοδοξίας, ποὺ μοιράζουν τὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, καὶ τὰ φτηνὰ εἰκονίσματα μὲ λιθογραφημένους τοὺς ἁγίους μὲ γλυκερὰ χρώματα καὶ δυτικότροπη σύλληψη, μὲ τὶς τενεκεδένιες κορνίζες ποὺ τόσο εὔκολα σκουριάζουν ἢ τὶς κορνίζες μὲ τὰ κολλημένα τριανταφυλλιὰ κοχυλάκια
– οἱ ξερολιθιὲς ποὺ αὐλακώνουν ὅλες τὶς ράχες, ἀκολουθώντας τὸ ἀνάγλυφο τοῦ τοπίου καὶ τὰ ἀπίθανα, ταπεινὰ βότανα ποὺ κάνουν νὰ εὐωδιάζουν ἀπὸ μακριὰ τὰ ξερονήσια μας
– τὸ θυμάρι, ἡ ρίγανη, τὸ δίκταμο, τὸ φασκόμηλο, τὸ φλησκούνι, τὸ μάραθο, τὸ κρίταμο, τὸ γλυκάνισο, ὁ δυόσμος, τὸ ἄνηθο, ὁ μαϊντανός, τὸ σινάπι, ἡ κάπαρη, τ’ ἀμάραντο, κάθε ἀγριοβότανο
– οἱ πικροδάφνες, οἱ λυγαριές, τὸ δεντρολίβανο, οἱ ἀσφόδελοι
– τὰ κάθε λογῆς ἀγριολούλουδα τὴν ἄνοιξη στοὺς ἀγροὺς μὲ τὰ λιόδεντρα
– ἕνα χωράφι μὲ παπαροῦνες
– τὰ σχοῖνα, οἱ ἀφάνες, τὰ ξεράγκαθα, οἱ πατουλιές, τὰ πουρνάρια, τὰ φρύγανα, ὁ φλόμος, οἱ ἀσφάκες, οἱ λαδανιές, οἱ ψυλλῆθρες, οἱ κουμαριές, τὰ ρείκια, τὰ σπάρτα
– οἱ χαρουπιές, τὰ ροζιασμένα λιόδεντρα, οἱ ἀχαμνές, στριφτόκορμες συκιές, οἱ κουτσουπιὲς
– τὰ βαθυπράσινα κυπαρίσια ποὺ λογχίζουν τὸν οὐρανὸ μέσ’ ἀπὸ τοὺς ἐλαιῶνες καὶ τοὺς κάμπους μὲ τὶς λεμονιές, τὶς πορτοκαλιὲς καὶ τὶς μανταρινιὲς
– ὁ κυματισμὸς τῆς στεριᾶς μὲ τὰ λοφάκια, τοὺς λόφους, τὰ πετροβούνια καὶ τὰ ὄρη, τοὺς γήλοφους, τὰ ξεροβούνια, τὰ ρεβένια
– τὰ λαγγάδια, οἱ κάμποι, τὰ λιβάδια, τὰ κατσάβραχα
– τὰ βάραθρα, οἱ ρεματιές, οἱ βούθουλες, οἱ ποταμιές, τὰ ρυάκια, οἱ νεροσυρμές, οἱ ἀκροποταμιές, οἱ ξεροπόταμοι, οἱ χείμαρροι
– οἱ λόγγοι, οἱ δρόγγοι, τὰ δασοτόπια, οἱ πευκιάδες, τὰ στροφίλια, τὰ ἐλατοτόπια, τὰ ξέφωτα
– τὰ φωτολουσμένα βραχοβούνια, τὰ καψαλισμένα, φωτοπερίχυτα ξερονήσια, τὰ θαλασσοδαρμένα γλαρονήσια
– ἡ θάλασσα, τὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος, τὸ θαλασσάκι, ἡ φουσκοθαλασσιά, ἡ ἀποθαλασσιά, ἡ ἀγανάδα, ἡ θαλασσίλα, οἱ φυκιάδες, τὸ ἀντιμάμαλο, τὰ ρηχονέρια, ὁ γιαλός, τὸ περιγιάλι, τὸ ἀκροθαλάσσι
– οἱ ἀνεμοδαρμένοι κάβοι, τὰ ὀρθολίθια, τὰ θαλασσοβράχια, οἱ βραχοσπηλιές, οἱ σκόπελοι, οἱ πλάκες, οἱ ἀμμοῦδες, οἱ ἀποχές, τὸ ἀμμοχάλικο, τὰ βότσαλα, τὰ χοχλάκια, οἱ κροκάλες
– ὁ φλοῖσβος, ὁ ζέφυρος, τὸ μελτέμι, ἡ αὔρα»

(Φοῖβος Πιομπῖνος, «Σκόρπιες σκέψεις πάνω στὴν ἑλληνικὴ γραμμή», Ἀθήνα 2016· μιὰ πρώτη ἐκδοχὴ τοῦ κειμένου τοῦ βιβλίου δημοσιεύθηκε ἀπὸ τὸν συγγραφέα στὸ ἱστολόγιό του, ΦΟΙΒΟΣ Ι. ΠΙΟΜΠΙΝΟΣ.)

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄστρα της τὰ φωτεινά;

Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι
καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά;
κάθε νησάκι της ποὺ ἀχνὰ προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μὴν εἶναι τάχατε τὰ ἐρειπωμένα
ἀρχαία μνημεῖα της χρυσὴ στολή,
ποὺ ἡ τέχνη ἐφόρεσε καὶ τὸ καθένα
μία δόξα ἀθάνατη ἀντιλαλεῖ;

Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,
καὶ κάτι πού ᾿χουμε μὲς τὴν καρδιὰ
καὶ λάμπει ἀθώρητο σὰν ἥλιου ἀχτίνα
καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρὸς παιδιά!

(Ἰωάννης Πολέμης)

Λέξεις-κλειδιά: Πατριδογνωσία

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Πενίας ἐγκώμιον

   «Τῇ Ἑλλάδι πενίη μεν αἰεί κοτε σύντροφός ἐστι, ἀρετὴ δ᾿ ἔπακτος ἐστί.» [1]

   Ὁ Ἡρακλῆς στὸ σταυροδρόμι τῆς Ἀρετῆς καὶ τῆς Κακίας.

   Τὸ δεῖπνο τοῦ Παυσανίου καὶ τοῦ Μαρδονίου στὶς Πλαταιές.

   Τὴν συνισταμένη τῆς πραγματικῆς φύσης τῆς Ἑλλάδας ἀποτελοῦν τὸ φῶς, ἡ πενία καὶ ἡ θάλασσα, λέγει ὀ Ὀδυσσέας Ἐλύτης. Καὶ ἐπικαλεῖται τὴν «ἀρχαία πείνα» στὸ «Ἄξιον ἐστί». Καὶ σημειώνει [2]:
   
   «Εἶναι ὕβρις, βέβαια, νὰ ἐξυμνεῖ κανείς τὴ φτώχεια. Ὡστόσο, μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, ἡ φτώχεια μαζὶ μὲ τὰ δεινὰ ποὺ ἦταν φυσικὸ νὰ συμπαρασύρει, ἔφτασε νὰ πάρει στὴν Ἑλλάδα ἕνα ἄλλο νόημα, ἠθικό, νὰ διαμορφώσει μιὰν εἰδικοῦ βάρους Ἀρετή, ποὺ τὴν εἴδαμε νὰ παίρνει τὴ μορφὴ τοῦ Ἀγωνιστῆ στοὺς ἄντρες, τῆς Καρτερίας στὶς γυναῖκες, καὶ ποὺ αὐτή, τελικά, ἐπέτρεψε τὴν ἐπιβίωση ἑνὸς λαοῦ στὸ πεῖσμα μιᾶς πεντηκοντάδας κατακτητικῶν κυμάτων.»

 Γράφει ὁ Δημήτριος Ν. Γαρουφαλῆς [3]:
   
   [...] τὸ περσικὸ καὶ λακωνικὸ δεῖπνο, τὸ ὁποῖο παρέθεσε ὁ ἀρχιστράτηγος Παυσανίας στοὺς Ἕλληνες στρατηγούς, ἀμέσως μετὰ τὴν νικηφόρο μάχη τῶν Πλαταιῶν [...]
   Εἶναι τραγικὴ εἰρωνία, ἀλλὰ τὸ λεπτόγεον καὶ ἡ φτώχια ὑπῆρξαν δύο μεγάλες δυνάμεις τῆς Ἑλλάδος. Καὶ τὸ πίστευαν αὐτὸ βαθιὰ μέσα τους οἱ Ἕλληνες τῶν ἀρχῶν τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ. Διότι, καθὼς λέγει ὁ Αἰσχύλος, «ἡ Δίκη κατοικεῖ λαμπρὴ στὴν καπνισμένη κάμαρη τῆς φτώχιας. Τιμᾶ τὴν ταπεινὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς, παίρνει τῶν ὁμματιῶν καὶ φεύγει ἀπὸ τὰ μέγαρα ποὺ χέρια βρώμικα τὰ φόρτωσαν χρυσάφι. Κοπιάζει στὰ χαμόσπιτα τ᾿ ἁγνά. Σιχαίνεται τοῦ πλούτου τὴν ἰσχύ, τὴν κούφια φήμη. Κι ὅλα στὸ πεπρωμένο τέρμα κατευθύνει.» («Ἀγαμέμνων», 771-781)

   Ὁ Ἀριστοφάνης ἀντιπαραθέτει στὸν Πλοῦτο τὴν ἐνάρετη Πενία. Καὶ ὁ Κλαύδιος Αἰλιανός σημειώνει:

   «Οἱ τῶν Ἑλλήνων ἅριστοι πενίᾳ διέζων παρὰ πάντα τὸν βίον.»

* * *

   Ὁ Γιάννης Τσαρούχης:

   Ὁ Ἕλληνας ἔχασε ἕνα μεγάλο κίνητρο ποὺ εἶχε στὴ ζωή του. Τὴν πείνα. Τώρα τρώει καὶ ὅλοι ἔχουν κοιλιὰ καὶ στομάχι. Λοιπὸν δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν τὴ δραστηριότητα ποὺ εἴχανε ὡς πεινασμένοι. Ὅ,τι μεγάλο ἔκανε ἡ Ἑλλὰς -εἴτε ἀπὸ φιλοσόφους εἴτε ἀπὸ ἁπλοὺς ἀνθρώπους- τὸ ἔκανε ἀπὸ τὴν πείνα. Ὁ Ἕλληνας φαγωμένος γίνεται ἕνα ἀποκτηνωμένο ζῶο.

* * *

   Ὁ Φώτης Κόντογλου («Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια») [4]:
   
   «Ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια». Αὐτὰ τὰ θαυμάσια λόγια εἶναι παρμένα ἀπὸ τὸ τροπάρι τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ λένε πὼς αὐτὸς ὁ ἅγιος ἀπέκτησε μὲ τὴν ταπείνωση τὰ ὑψηλά, δηλαδὴ ἀξιώθηκε νὰ πάρει μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα μὲ τὴν ταπείνωση, καὶ μὲ τὴ φτώχεια πλούτισε τὴν ψυχή του μὲ οὐράνιους θησαυρούς.

   Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι καὶ γενικὰ σύμβολα γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ εἶναι ἡ θρησκευτικὴ ἔκφρασή της. Τὸ «τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια» εἶναι παρόμοιο μὲ τὸ ἀρχαῖο ρητὸ «καλλιτεχνοῦμεν μετ᾿ εὐτελείας», ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἁπλότητα, τὴν λιτότητα ποὺ ὑπάρχει στὴν τέχνη μας, καὶ γενικὰ σὲ ὅλα μας.

   Πρῶτα-πρῶτα, ἡ φύση μας εἶναι «τῇ πτωχείᾳ πλουσία», δηλαδὴ φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω φτωχή, μὰ στὸ βάθος εἶναι πλούσια. Ἕνα μάτι ποὺ βλέπει μοναχὰ ἐξωτερικὰ καὶ ξώπετσα, δὲ μπορεῖ νὰ νοιώσει τὸ πνευματικὸ βάθος ποὺ ὑπάρχει πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα. Ἡ ἑλληνικὴ φύση εἶναι ἁπλὴ καὶ λεπτή: Βουνὰ ποὺ εἶναι σπανὰ τὰ περισσότερα, δίχως δέντρα ἢ μὲ λιγοστὰ δεντράκια, μικρὰ λαγκάδια, ἀνάμεσα στὶς πλαγιές, ξεροπόταμα μὲ δάφνες, λυγαριὲς καὶ λίγες ταπεινὲς ἰτιές, κάμποι κίτρινοι, δίχως πολλὲς πρασινάδες, ἀμπέλια κατάχλωρα, ἀκροθαλασσιὲς ἥμερες, νησιὰ πολλὰ καὶ ξέρες, βράχοι σκουριασμένοι. Παντοῦ λίγη βλάστηση, λίγος σκοῖνος, μὰ τὰ λιγοστὰ δέντρα καὶ τὰ πολλὰ ἀγριόκλαρα εἶναι ἐκφραστικὰ στὸν ὑπέρτατο βαθμό, λὲς κ᾿ εἶναι ζωντανὰ πλάσματα, μὲ ψυχὴ καὶ μὲ μιλιά. Ἕνα δέντρο ποὺ στέκεται στὴν ἔρημη πλαγιὰ ἀπομοναχιασμένο, ἢ ἕνα ἄλλο καμπουριασμένο ἀπάνω ἀπὸ μία βρύση ἡ δίπλα σ᾿ ἕνα ρημοκκλήσι, θαρρεῖς πὼς εἶναι ζωντανοὶ ἄνθρωποι. Σ᾿ ἄλλο μέρος φαίνουνται ἀπὸ μακρυὰ δυὸ τρία δέντρα μαζωμένα, μὲ διάφορα σχήματα, καὶ θαρρεῖς πὼς κουβεντιάζουνε μεταξύ τους, ἀγναντεύοντας κάτω τὸν κάμπο ἢ τὸ γαλανὸ πέλαγο. Ἀλλοῦ πάλι βλέπεις περισσότερα δέντρα, ἕνα κοπάδι καὶ σοῦ φαίνουνται κι αὐτὰ σὰν ζωντανά. Δὲν εἶναι σὰν ἐκεῖνα ποὺ βλέπει κανένας σὲ ἄλλες χώρες, ἀκαταμέτρητα, πυκνά, ἀπαράλλαχτα τό ῾να μὲ τ᾿ ἄλλο, στοιβαγμένα τό ῾να κοντὰ στ᾿ ἄλλο μέσα στὰ δάση, σὰν νεκρά, σὰν νὰ βγήκανε ἀπὸ κανένα ἐργοστάσιο, ὅπως τὰ σπιρτόξυλα μέσα στὸ κουτί, χωρὶς φυσιογνωμία ἰδιαίτερη, χωρὶς ἔκφραση, δίχως μυρουδιά. Όπως ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἑαυτό του μέσα σ᾿ ἕνα πλῆθος ἀκαταμέτρητα, ἔτσι καὶ τὸ δέντρο ἢ ὅ,τι ἄλλο φυσικὸ κτίσμα, χάνεται μέσα στὸ ἀκαταμέτρητα διάστημα. Ἡ φύση σ᾿ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι ἀκόμα σὰν χάος, ποὺ βαραίνει σὰν βραχνὰς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.

   Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὰ μεγάλα βουνὰ ποὺ ὑπάρχουνε στὶς ξένες χῶρες, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου, κ᾿ ἡ ματιά του δὲν μπορεῖ νὰ τὰ περιλάβει, οὔτε ἡ ψυχή του νὰ τὰ νοιώσει, κρυμμένα μέσα σὲ πυκνὲς ἀντάρες. Ἐνῷ τὰ δικά μας τὰ βουνά, θαρρεῖς πὼς εἶναι καμωμένα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, λίγο πολὺ στὰ μέτρα του. Ἔχουνε κάποια ἐκφραστικὰ σχέδια, ὅπως προβάλλουνε τό ῾να πίσ᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο, ἥσυχα, ξαπλωμένα στὸν ἥλιο, ἢ γερμένα γιὰ νὰ ξεκουραστοῦνε κατὰ τὸ βασίλεμα, σὰν τὰ βόδια ποὺ κείτουνται στὸ χωράφι, ἀναχαράζοντας εἰρηνικά, θαρρεῖς πὼς εἶναι ἄνθρωποι, σὰν τσομπαναρέοι, σὰν τσελιγκάδες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ θαυμάσια τραγούδια μας τὰ τραγουδήσανε, σὰν νὰ εἶναι κάποια ζωντανὰ πλάσματα:

Ὁ Ὄλυμπος κι ὁ Κίσσαβος τὰ δυὸ βουνὰ μαλώνουν
γυρίζ᾿ ὁ γέρο Ὄλυμπος καὶ λέγει τοῦ Κισσάβου...

   ἢ,

Ἔχετε γεια ψηλὰ βουνὰ
καὶ δροσερὲς βρυσοῦλες,
κι ἐσεῖς Τζουμέρκα κι Ἄγραφα,
παλληκαριῶν λημέρια.

   Στὴ φύση μας ὅλα εἶναι ἁπλά, καθαρά, λιγοστά, ὄχι πλῆθος ποὺ κουράζει τὸ μυαλό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ αἰσθήματά μας εἶναι τὰ ἴδια, ἁπλά, ὅσο εἴμαστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν θέλουμε νὰ κάνουμε τὸν Εὐρωπαῖο.

   Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἁπλότητα ποὺ ὑπάρχει στὴ φύση μας καὶ στὴν ψυχή μας, εἶναι ἡ πλούσια φτώχεια ποὺ εἴπαμε. Ἡ ἁπλότητα φαίνεται γιὰ φτώχεια στὸ μάτι καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ ρηχοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πλοῦτος νομίζεται τὸ πλῆθος. Ὁ ἀρχαῖος εἶπε τὸ ρητό: «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ».

   Ἐρχόμαστε τώρα στὴν τέχνη. Ἡ τέχνη μας εἶναι κι αὐτὴ σὰν τὴ φύση μας, ἁπλὴ ἀπ᾿ ἔξω καὶ πλούσια ἀπὸ μέσα. Τὰ ἀρχαῖα χτίρια ξεκουράζουνε μὲ τὴν ἁπλότητά τους. Οἱ κολόνες, τὰ ἀετώματα, οἱ μετόπες, ὅλα εἶναι ἁπλούστατα. Δυὸ τρεῖς κολόνες στέκουνται ἀπάνω σ᾿ ἕναν ψηλὸν κάβο, κ᾿ εἶναι τόσο ἁρμονικὲς μὲ τὴν τοποθεσία, ποὺ θαρρεῖ κανένας πὼς καὶ τὰ δυό, τὸ φυσικὸ καὶ τὸ τεχνητό, τὰ ἔκανε τὸ ἴδιο χέρι, τὸ ἴδιο αἴσθημα!

   Οἱ βυζαντινὲς ἐκκλησίες μὲ τὸν τροῦλο θαρρεῖς πὼς εἶναι μικρὰ βουναλάκια ἀπάνω στὰ μεγάλα. Τὰ μικρὰ ρημοκκλήσια μὲ τὴν καμαρωτὴ σκεπή, μὲ τὸ ἀνεπιτήδευτο χτίσιμο, στέκουνται ἀπάνω στὶς ράχες ἢ στὶς πλαγιές, μ᾿ ἕνα δυὸ δεντράκια γιὰ συντροφιά, κ᾿ εἶναι τόσο ταιριαστὰ μὲ τὴ γύρω τοποθεσία, ποὺ τὰ χαίρεσαι, ὅπως χαίρεσαι ἕναν ἔμορφο βράχο, ἕνα νησάκι, ἕναν κάβο.

   Τὰ χωριάτικα σπίτια, τὰ παλιά, ὄχι αὐτὰ ποὺ χτίζουνε τώρα οἱ χωριάτες, πιθηκίζοντας τὴν Ἀθήνα, κοίταξε πόσο σύμφωνα εἶναι μὲ τὴ φύση. Ἐνῷ ὅσα κάνουνε τώρα κάποιοι ξιππασμένοι χωριάτες, τὰ μοντέρνα, μὲ τὸ στερεότυπο κρύο σχέδιο, μὲ τὰ στερεότυπα χρώματα, μὲ τὶς εὐρωπαϊκὲς σιδεριὲς μὲ τὰ «ἄρ-τιφισιέλ», κοίταξε κι ὁμολόγησε τί φωναχτὴ παραφωνία εἶναι μέσα στὴν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ ἁρμονία ποὺ κάνουνε τ᾿ ἄλλα τὰ σπίτια τοῦ χωρίου. Ἡ τέχνη εἶναι σωστὴ κι ἀληθινή, ὅταν ἐκεῖνος ποὺ τὴν κάνει ἔχει καὶ γερὸ ἔνστικτο, ὅπως οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τῶν χωριῶν, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ κάνει ὅ,τι κάνει μὲ ξερὴ γνώση, καὶ κείνη δανεικὴ καὶ συμβατική, ὅπως ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ ζωγραφικὴ κ᾿ ἡ μουσικὴ ποὺ διδάσκονται σήμερα στὶς διάφορες σχολές, δὲν ἔχει καθόλου αὐτὴ τὴν αἴσθηση ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ εἶναι σὲ ἁρμονία αὐτὸ ποὺ κάνει μὲ τὰ γύρω τοῦ φυσικὰ φαινόμενα. Γιὰ τοῦτο ἡ παράδοση σ᾿ ἕναν τόπο εἶναι ὁ μοναχὸς ἀληθινὸς δρόμος γιὰ τὶς τέχνες, καὶ γενικὰ γιὰ κάθε ἔκφραση τῆς ζωῆς, τὰ δὲ ἄλλα εἶναι «ξύλα, πλίνθοι καὶ κέραμοι, ἀτάκτως ἐρριμμένα», χωρὶς κανέναν δεσμό, οὔτε μεταξύ τους, οὔτε μὲ τὸν τόπο, χωρὶς καμμιὰ δικαίωση.

   Κοιτάξετε πόσο πολύπλοκα καὶ μπερδεμένα κατα-φορτωμένα, μὲ ἀνόητες σαβοῦρες εἶναι τὰ κτίρια τῆς γοτθικῆς τέχνης, τῆς ἰταλικῆς Ἀναγέννησης, καὶ τ᾿ ἄλλα ποὺ κάναμε στὶς λατινικὲς καὶ στὶς ἀγγλοσαξονικὲς χῶρες. Ἀπελπισία! Μπιχλιμπίδια καὶ στριφογυρίσματα. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Ἀνατολή, στὴν Ἰνδία καὶ στὴν Κίνα: Παγόδες σὰν λαβύρινθοι, βραχνὰς ἀληθινός!

   Οἱ δυτικοί, ἀπὸ τὸ ἀνόητο παραφόρτωμα ποὺ κάνανε στὰ χτίριά τους, μὲ κορνίζες, μὲ πάστες, μὲ λογῆς λογῆς ἀνάγλυφα, ποὺ φτάξανε πιὰ στὶς τοῦρτες τῆς Νότιας Ἀμερικῆς, πήρανε σήμερα βόλτα καὶ φτάξανε μονομιᾶς στὴν ἄλλη ἄκρη, στὸ μοντέρνο στὸν Λε-κορμπυζιέ, δηλαδὴ στὸ ξεγύμνωμα, στὴν πουριτανικὴ αἰσθητική, στὸ σκέτο κασσόνι.

   Τὰ ἴδια γίνουνται καὶ στὶς ἄλλες τέχνες. Ἡ δική μας ζωγραφική, δηλαδὴ ἡ βυζαντινή, εἶναι ἁπλὴ καὶ λιτὴ στὴν ὄψη, καθαρισμένη ἀπὸ τὰ μάταια κι ἀνώφελα στολίδια τῆς προοπτικῆς καὶ τῆς ἀνατομίας, καθαρὴ σὰν κρούσταλλο, κι ἀπὸ μέσα γεμάτη πνευματικὸ βάθος, χωρὶς ἐπιτήδεψη ποὺ θέλει, νὰ ξεγελάσει τὸ μάτι (trompe d᾿ oeil), δηλαδὴ πράγματα σαλντιμπαγκικά, κατώτερα ἀπὸ τοὺς σκοποὺς ποὺ πρέπει νά ῾χει ἡ τέχνη. Ἡ ζωγραφικὴ σὲ ἄλλες χῶρες στάθηκε κολλημένη μόνο στὸ φαινόμενο, παραφορτωμένη μὲ ἀδιαφόρετα πράγματα, μὲ προοπτικές, μὲ ἀνατομίες, μὲ σκηνοθεσίες θεατρικές, μὲ φωτισμοὺς ἐπιτηδευμένους καὶ ψεύτικους, παραγεμισμένη μὲ ἕνα σωρὸ ἀνόητα ἐφευρήματα, μὲ ταβάνια πλουμισμένα, ποὺ δείχνουνε τάχα βάθος στὸ διάστημα, χωρὶς καμμιὰ ἁπλότητα, μπερδεμένη καὶ πατικωμένη, ὅπως π.χ. εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Μιχαὴλ Ἀγγέλου, μ᾿ ἕνα σωρὸ μπεχλιβάνηδες, τοῦ Τισιάνου, τοῦ Βερονέζε, προπάντων τοῦ Τιντορέττο, μὲ χιλιάδες πρόσωπα, σὲ σημεῖο νὰ μὴ βλέπεις τίποτα, τὰ ἔργα τοῦ Ροῦμπενς, ποὺ εἶναι σὰν κρεοπωλεῖο γεμάτο σάρκες καὶ μάταιες ἐπιδείξεις. Ἀκόμα κ᾿ οἱ πιὸ παλιοὶ τεχνῖτες τους εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀνόητη ματαιότητα καὶ στὰ θρησκευτικὰ ἔργα, ὅπως π.χ. «ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων» τοῦ Τζεντίλε ντὰ Φαμπριάνο καὶ τοῦ Μπενότσο Γκότσολι, ποὺ παριστάνουνε ἕναν στρατὸν ὁλόκληρον ἀπὸ «ἱππότες» ντυμένους καρναβαλίστικα, ἄλλους καβαλάρηδες κι ἄλλους πεζούς, μὲ καμῆλες φορτωμένες, μὲ λυκόσκυλα, μὲ γεράκια τοῦ κυνηγίου, μὲ ἐλάφια, μὲ χρυσὰ κι ἀργυρὰ ροῦχα μὲ ἀραπάδες, μὲ σαρίκια, μὲ ρόμπες λογιῶν λογιῶν, μὲ βάζα, μὲ κουτιά, μὲ ὅ,τι φαντασθεῖ κανένας· κι ὅλοι αὐτοὶ πᾶνε νὰ προσκυνήσουνε, τάχα, «τὸ θεῖον βρέφος», ποὺ δὲν φαίνεται καθόλου μέσα σ᾿ ἐκεῖνον τὸν κυκεῶνα! Ἐνῷ οἱ δικοί μας ζωγράφοι ζωγραφίζουνε τοὺς τρεῖς Μάγους, ἁπλὰ καὶ καθαρά, μάλιστα μικρόσωμους, καὶ δίνουνε τὰ δῶρα τους στὴν Παναγιά, ποὺ κρατᾷ τὸν νιογέννητο Χριστό, ταπεινά, ἁπλά, ὅπως εἶναι γραμμένα καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, χωρὶς αὐτὲς τὶς παράτες καὶ τὶς φιέστες στοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Βάθος δὲ πνευματικὸ κανένα δὲν ὑπάρχει στοὺς δυτικούς, μοναχὰ βουὴ καὶ σαματᾶς: Ὄπερα!

   Κ᾿ ἡ μουσική μας εἶναι καὶ κείνη ἁπλή, σεμνή, καθαρή, καὶ κάνει πιὸ ἐκφραστικὰ τὰ λόγια ἑνὸς τραγουδιοῦ, καὶ τὰ ὄργανα ποὺ τὴν παίζουνε εἶναι ἁπλὰ καὶ λιγοστά: ἡ λύρα ποὺ ἔπαιζε ὁ Τέρπανδρος, τὸ σαντούρι ποὺ ἔπαιζε ὁ Ὅμηρος, ἡ φλογέρα ποὺ ἔπαιζε ὁ Εὔμαιος. Κ᾿ ἡ ψαλμῳδία μας εἶναι ἁπλή, παθητικὴ καὶ πνευματική, χωρὶς κανένα ὄργανο.

   Σὲ ἄλλες χῶρες ἡ μουσικὴ γίνηκε ἐπιστήμη βαρεῖα. Ἕνα τιποτένιο «μοτίβο» γίνεται περίπλοκο καὶ φοβερὸ «ἔργο», βαρὺ καὶ καταθλιπτικό, σὰν τὰ κτίρια τους, σὰν τὶς ζωγραφιές τους, σὰν τὰ δράματά τους. Καὶ τὰ ὄργανα ποὺ παίζουνε αὐτὴ τὴ μουσικὴ εἶναι ἀκαταμέτρητα, ὁλόκληρες φάλαγγες, ποὺ τὸ τίποτα τὸ κάνουμε βροντὴ τοῦ οὐρανοῦ! Αὐτὰ ξιππάζουνε τοὺς ματαιόδοξους, ποὺ παίρνουνε τὸ πλῆθος γιὰ πλοῦτο, καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ζητήσουνε τὸ «τιμιώτατον», ποὺ βρίσκεται μοναχὰ μέσα στὴν ἁπλότητα.
Προσπάθησα νὰ σοῦ δώσω νὰ νοιώσεις τὴν «πλούσια φτώχεια», ποὺ ὑπάρχει στὰ δικά μας πράγματα, δηλαδὴ τὴν ἁπλὴ ὄψη τῆς φύσης μας καὶ τῆς τέχνης μας, ποὺ κρύβει ὅμως μυστικοὺς θησαυρούς. Ὅπου ὑπάρχει τυμπανοκρουσία καὶ μεγάλη φασαρία καὶ σκηνοθεσία, νὰ ξέρεις πὼς δὲν ὑπάρχει παραμέσα τίποτε ἄλλο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκοῦς καὶ βλέπεις. Ἄν, λοιπόν, ἔνοιωσες κάτι ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, τώρα ποὺ τελειώνεις τὸ διάβασμα θὰ καταλάβεις καλύτερα τὴν ἐμορφιὰ καὶ τὴν ἀλήθεια, ποὺ ἔχουνε τὰ λόγια ποὺ διάβασες στὴν ἀρχή: «Τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».

* * *

   Ὁ Γιάννης Ξανθούλης («Επιτέλους... φτωχοί!») [5]:
   
   ...Να ξαναγίνουμε φτωχοί.
   Όπως ήμασταν πάντα. Όπως οι ήρωες των παλιών αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες πόρνες. Όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθήσει ΟΛΗ η ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό -όσπρια πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό- ενώ η γάτα και ο σκύλος περίμεναν στωικά να 'ρθει η σειρά τους... Να ξαναγίνουμε φτωχοί όπως ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν μέσω γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε να γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας και οι αυθεντικοί ζήτουλες βρίσκονταν έξω απ' τις εκκλησιές περιμένοντας το τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου. Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή παιδοφιλία. Να βρούμε ξανά τις σωστές μας κλίμακες χωρίς αγωνία παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη γεύση του «μπατιρόσπορου», των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον ποδαρόδρομο και το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ και της Ναόμι Κάμπελ. Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας. Να ξετρελαθούμε από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές -όσοι έχουν αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού. Να εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Έθνους. Να προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το βλακώδες λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή χρησιμοποιεί την πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως τον καιρό της εξαίρετης φτώχειας μας. Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργασίες. Να απαγορευτεί διά ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των κήπων μας. Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βοϊδόπουτσες, βέργες κι ό,τι τέλος πάντων απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της περήφανης ανέχειας.
   Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα «τραύματα» των παιδιών.
   Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές -χωρίς ενστάσεις από τον Ρομπέν της ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ- θα αποκαταστήσουν την τρέλα και το χάος που υπαινίσσονται οι στατιστικές.
   Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ' τον Μεγαλέξανδρο, από τον Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ' τον... Αλκιβιάδη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων. Κανένας δισταγμός. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν. Θυμήσου και κόψ' τους τα χέρια ή και τα αχαμνά. Επιτέλους ας σταματήσουμε την ευρωπαϊκή μας ψυχοπάθεια. ΠΟΤΕ κανένας Ελληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο Αβραμόπουλος ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ' τον καιρό που σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε. Σταματήστε το «ντόπινγκ» με το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ Η ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρωμίσει ο τόπος απ' τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα; ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται να γίνει αφίσα στη Συγγρού; ΠΟΙΟΣ θα καθαρίσει τη Συγγρού απ' το αίσχος της καψουρικής ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι τραβεστί έχουν άλλες υποχρεώσεις...
   Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για τους τριτοκοσμικούς.
   Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής σταφίδας, του χαλβά Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των λατρεμένων ραδικιών. Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να φρεσκάρουμε στο μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω πως είναι ζόρι να κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να αναβιώσουμε την όπερα της πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή νομίζω πως θα μας πείσει, τώρα μάλιστα που ξεκινά και το Τριώδιο. ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων μαζί μας.

* * *

   Καὶ ὁ Χρῆστος Κουλίνος (Ἀνδρέας Φαρμάκις - ΑΦαρ) [6]:

Date: Sat, 9 Aug 1997 18:30:50 +0300
From: "S.M"
Subject: Ston filo mou.


   Κριθαράκι λαδερό.

   Δὲν θέλω νὰ λογιέμαι γιὰ συγγραφέας. Ἐλπίζω στὴν καλή σας μαρτυρία γι᾿ αὐτό, ὅταν θὰ φτάσετε στὸ τέλος τοῦ βιβλίου.

   Γράφω μόνο εἰς μνήμη τῆς γιαγιᾶς μου.

   Ξέρω ὅτι πολλοὶ θὰ ἤθελαν νὰ πιάνονται γιὰ ποιητές - σὰν τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Κι ἄλλοι γιὰ βασιλιάδες, σὰν τὸν Κωνσταντῖνο. Μὰ ἐγὼ δὲν νοιάζομαι διόλου γιὰ δόξα. Ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ πιάνομαι σὰν τὴν γιαγιά μου. Νὰ μαγειρεύω δηλαδὴ γιὰ ὅλους. Νὰ φοράω τὰ ἴδια ροῦχα χειμώνα-καλοκαίρι, ποτισμένα ἀπὸ τὶς μυρωδιὲς τῶν φαγητῶν μου. Νὰ μυρίζῃ ὁ κόρφος μου φακή.

   Αὐτὸ εἶναι ὅλο. Δὲν ζητάω τίποτα ἀπὸ κανέναν. Περιφρονῶ καὶ τὴν γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικό. Στὴν θέση τους βάζω τὶς συνταγές μου. Ἡ μόνη μου αἰσθητικὴ εἶναι ἡ νοστιμιά.

   Κριθαρὰκι λαδερὸ εἶναι τὸ δευτεριάτικο φαγητό μας. Τὸ τρῶμε πάντοτε Δευτέρα, σὲ ἀντίστιξη καὶ ἰσορροπία μὲ τὶς καλὲς καὶ πλούσιες τροφὲς τῆς Κυριακῆς. Σὰν τρώγαμε μιὰ φορὰ τὰ καλά. τ᾿ ἀκολουθοῦσαν τὰ πιὸ φτωχικά· ἡ φακὴ τὸ βαρὺ παστίτσιο, τὰ ροβύθια τὶς ἀγγινάρες. Ἡ συγχωρεμένη ἡ γιαγιά μου ἀκολουθοῦσε αὐτὸν τὸν νόμο μὲ αὐστηρότητα καὶ δὲν τὸν παρέβη ποτέ.

   Νωρίτερα, ἅπλωνε μιὰ φούχτα κριθαράκι στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας - ποὺ τὸ θυμᾶμαι πάντα ἀλευρωμένο... τρώγαμε καὶ τὰ μανίκια μας ἄσπριζαν... ξεθάβαμε τὰ πηρούνια καὶ τὰ κουτάλια μας απ᾿ τ᾿ ἀλεύρι... κι ὅλοι συνήθως γυρνούσαμε ἀλευρωμένοι - μ᾿ ἄσπρα, ἀερικὰ σημάδια στὰ μάγουλα καὶ στὰ μαλλιά.

   Τ᾿ ἀλεύρι εἶναι ἡ γύρη τῆς γιαγιᾶς μου.

   Ἅπλωνε λοιπὸν μιὰ φούχτα κριθαράκι στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας καὶ μὲ καλοῦσε νὰ κάτσω κοντά της. «Ἔλα, κάτσε πουλάκι μου», ἔλεγε. «Κάτσε νὰ δῇς». Κι ἔβαζε τότε μπροστά μου τοὺς κριθαρένιους σπόρους σὲ γράμματα. (Τὸ ὄνομά μου θέλει ἀκριβῶς 70 σπόρους.)
Μιχάλης.
   Κι ἀπὸ κάτω ἔγραφε: Ἄννα. Ἡ μητέρα μου.
Θεοδώρα.
Εὐάγγελος. Τ᾿ ἀδέλφια μου.
   Καὶ κάτω-κάτω πρόσθετε:
Εἰρήνη. Ἡ συγχωρεμένη ἡ γιαγιά μου.

   Ἔγραφε μόνο μιὰ λέξη κάθε φορά. Ἅπλωνε ἀργὰ τὸ κριθαράκι, ψιθυρίζοντας ἕνα-ἕνα τὰ γράμματα ποὺ κατασκεύαζε, τσιμπώντας τοὺς κίτρινους σπόρους καὶ βάζοντάς τους στὴ σειρά. Κι ὅταν τέλειωνε τὸ ὄνομα, ἀμέσως τὸ χαλοῦσε γιὰ νὰ γράψῃ τὸ ἑπόμενο.

   Καμμιὰ φορά, σὰν θέλαμε νὰ παίξουμε, γράφαμε λέξεις ἄγνωστες ποὺ μᾶς φαινόντουσαν ὡραῖες.
   Γράφαμε: Λουκίνα ... Φρούλιον ... Πραξάνη ...
   Ἢ φράσεις μυστικὲς μὲ νόημα σκοτεινό:

Εἰς τὴν Λουκίνα σκαρφάλωσε ἡ μάννα μου.

Πόσο κοστίζει; Δύο ασημένια φρούλια. 

   Ἡ γιαγιά μου δὲν ἤξερε γράμματα. Μὰ δὲν ἔκανε ποτὲ λάθος, γιατὶ θυμόταν τὸν ἀριθμὸ τῶν σπόρων πού ᾿χουν οἱ λέξεις.

   Μιχάλης, ἔλεγε. 70 οἱ σπόροι σου. Τῆς Ἄννας μόνο 36.

   Κι ἔτσι κοντά της ἔμαθα κι ἐγώ. Κι ἀπὸ τὶς λέξεις ὅλες, θυμᾶμαι μόνο τὰ κριθαρένια σπόρια τους κι αυτὰ τώρα μετρῶ. Αὐτὰ εἶναι τὰ γράμματά μου.

   Οἱ σπορίσιες τροφὲς -τὸ κριθαράκι καὶ τὸ ρύζι κι ἡ φακὴ- τρέφουν τὸν οὐράνιο σκελετό μας.

   Κάποτε ἤμασταν πουλιά. 

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Χρήστου Κουλίνου:
Τὸ Βιβλίο τῆς Ζεστῆς Φακῆς

Γιὰ τὴν ἀντιγραφή,
Στέφανος Μελίσσας


Date: Fri, 8 Dec 2006 17:15:50 +0200
From: Andreas Farmakis
Subject: [llogos] ΜΑΚΡΑΝ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΡΟ ΦΑΓΗΤΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
 

είναι η ....... Φ Α Κ Η !!!
τό 'χω ξαναγράψει αυτό - το έχω πει παντού - χίλιες φορές.
Κρεμμύδι, ένα δυό καραβάκια σκόρδο κομμένα στη μέση, ένα φύλλο δάφνης - μια κουταλιά λάδι!
Η τροφή των Θεών, το φαγητό του Παραδείσου.
Είδα ένα όνειρο που ήμουνα εγώ και έτρωγα φακές.
Γι' αυτό σας λέω.

Σχόλιον Ν.Β.:

Ακριβώς όπως περιγράφεται...
χωρίς ρίγανη
και χωρίς ντομάτα.
Η τροφή των θεώνε!
(μαζί με φέτα -εθνικιστική-).

* * *

Σημειώσεις:
[1] Δημάρατος πρὸς Ξέρξη, Ἡροδότου Ἱστορίαι, VII, 102.
[2] Βλ. σχετικῶς, Σύρου Δωρόθεος Β', «Τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεί κοτε σύντροφος», ἐφημερὶς «Ἡ σφήνα», 19-3-2010.  
Ἡ εἰκὼν τοῦ δείπνου τοῦ Παυσανίου, ἀπὸ τὸ ἱστολόγιον Δρομοκήρυξ, «Ἀργυρίου ἢ χρυσοῦ ὀδενὸς ἐπεθύμησα».
[3] Δημήτριος Ν. Γαρουφαλῆς, «Περσικοὶ Πόλεμοι 490-479 π.Χ.», ἐκδ. Περισκόπιο, 2003, ISBN 960-8345-09-X, σελ. 38-39.
[4] Φώτης Κόντογλου, «Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».
[5] Γιάννης Ξανθούλης, «Επιτέλους... φτωχοί!», ἐφημ. Ἐλευθεροτυπία, 7-2-2009
[6] Ἠλεκτρονικὲς λίστες συζητήσεων: Hellas, 9 Αὐγ. 1997· Llogos, 8 Δελ. 2006.

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Urpferd

   Γράφει ἡ Σέμνη Καρούζου [1]:

   Τὸ ἀνέβασμα τοῦτο τοῦ Γκαῖτε μαζὶ μὲ τὸν Ὅμηρο στὶς ὀλύμπιες κορυφὲς ἦταν φυσικὸ νὰ προετοιμάση τὴ συνάντησή του μὲ τὸ ἔργο τοῦ πιὸ θεόπνευστου Ἕλληνα καλλιτέχνη, τοῦ Φειδία. Κυριεύεται [ὁ Γκαῖτε] ἄμεσα ἀπὸ τὰ γλυπτὰ τοῦ Παρθενώνα, ποὺ τὰ ἔκανε τότε γνωστὰ στὴ Δύση ἡ ἁρπαγὴ τοῦ Ἔλγιν, καὶ φροντίζει νὰ ἀποκτήση γύψινα ἐκμαγεῖα ἀπὸ μερικὲς φειδιακὲς μορφές. Εἶναι πολὺ γνωστὴ ἡ περιγραφή του, ἡ μεστὴ ἀπὸ ἄμεση αἴσθηση καὶ ἀπὸ μυστικὴ βύθιση, τοῦ κεφαλιοῦ τοῦ ἀλόγου ἀπὸ τὸ ἅρμα τῆς Σελήνης στὸ ἀνατολικὸ ἀέτωμα τοῦ Παρθενώνα. Ἕως σήμερα μένει κυρίαρχο καὶ μοναδικὸ τὸ ὄνομα ποὺ ἔδωσε στὸ ἄλογο αὐτὸ ὁ Γκαῖτε, γιατὶ κανείς, ἑνάμιση αἰώνα τώρα, δὲν βρῆκε βαρύτερη λέξη: «Οὐρπφέρντ, πρωτοάλογο» [σ.σ. πρωτάλογο· πρότυπον, ἀρχέτυπον, ἰδέα τοῦ ἀλόγου]: «Φαίνεται σὰν φάντασμα, καὶ τόσο παντοδύναμο σὰν νὰ ἔγινε ἐνάντια στὴ φύση· ὅμως ὁ καλλιτέχνης ἔπλασε ἀπὸ παρατήρηση ἕνα πρωτοάλογο, εἴτε τὸ εἶδε μὲ τὰ μάτια του εἴτε τὸ συνέλαβε μὲ τὸ πνεῦμα του· σ᾿ ἐμᾶς τουλάχιστο φαίνεται ὅτι παραστάθηκε μὲ τὸ νόημα τῆς ὑψηλότερης Ποίησης καὶ τῆς Ἀλήθειας.»

Κεφαλὴ ἵππου ἀπὸ τὸ ἅρμα τῆς Σελήνης·
ἀνατολικὸν ἀέτωμα τοῦ Παρθενῶνος
(ἄχρι καιροῦ στὸ Βρετανικὸν Μουσεῖον)

   Καὶ ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης [2]:

   Συμβαίνει νὰ εἶμαι ὄχι συμπτωματικὰ μόνον ἀλλὰ καὶ ὀργανικὰ Ἕλληνας· ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι κατοικῶ τὸ ἴδιο ἀνάλλαχτον ὁμηρικὸ τοπίο καὶ ὅτι ἔχω στὸ αἷμα μου τὸν Πλάτωνα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μ᾿ ἔκανε ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς νὰ καταδικάζω μέσα μου ὁλόκληρο τὸ συγκρότημα τῶν ἐκφραστικῶν τρόπων ποὺ ἡ Ἀναγέννηση κληροδότησε στὸν δυτικό μας πολιτισμό.

   [...]

   Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲ ζωγραφίζουν ἕνα σῶμα (o altra cosa) ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ σῶμα, ἡ δυτικὴ τέχνη ἀρχίζει. Ἐπὶ χιλιάδες χρόνια, Μίνωες κι Αἰγύπτιοι, Ἕλληνες κι Ἐτροῦσκοι, Πέρσες καὶ Βυζαντινοί, ἔβγαλαν ἀπ᾿ ὅλα τὰ σώματα ποὺ εἴχανε δεῖ, ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του, τὸ σῶμα, ποὺ τὴ μορφή του φρόντιζαν νὰ τὴ συμμορφώνουν ἐπάνω στὶς ἀπαιτήσεις ποὺ ἐπέβαλλε ἡ γενικὴ σύνθεση. Ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε ἦταν ἡ ἔννοια τοῦ σώματος καὶ τὰ πλαστικὰ στοιχεῖα τῆς εἰκονιστικῆς του παράστασης. Πρόκειται γιὰ μιὰ παράδοση ποὺ ἔφτασε ὣς τὰ πρόθυρα τῆς Ἀναγέννησης χωρὶς διακοπὴ καὶ διατηρήθηκε μὲ τὴν ἴδια ἰσχὺ στὴν τέχνη τοῦ λόγου, ἰδιαίτατα στὴν ποίηση.
   Ὁ περίφημος ρεαλισμὸς τῶν κλασικῶν χρόνων δὲν προστρέχει παρὰ μόνον ἐνδεικτικὰ στὴν παρατηρητικότητα· καὶ ἡ ἀπεικόνιση δὲν ἀφορᾶ τὸ «ἄλογο τάδε» (γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω ἕνα παράδειγμα οἰκεῖο στὴν ἀρχαία τέχνη) ἀλλ᾿ ἁπλῶς τὸ «ἄλογο». Ἕνα ἄλογο φτιαγμένο κατὰ τὸ ἥμισυ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ εἴδους καὶ κατὰ τὸ ἄλλο ἥμισυ ἀπὸ τὴ φαντασία. Κανεὶς γλύπτης, ζωγράφος ἢ ποιητὴς δὲ γνοιάστηκε ποτὲ νὰ μεταφέρει τὴν ἐξατομικευμένη περίπτωση ἑνὸς ἀντικειμένου σὲ τόπο καὶ χρόνο, τὸν τρόπο π.χ. ποὺ τὸ φώτιζε ὁ λύχνος ἢ ὁ ἥλιος ἢ ποὺ μιὰ γυαλάδα στὸ πλάι τό ᾿κανε νὰ μοιάζει πιὸ φυσικό, «ἀπαράλλαχτο», ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, μ᾿ αὐτὸ ποὺ εἶδε σὲ ὁρισμένη στιγμὴ ὁ καλλιτέχνης. Ἀπὸ τὸ ἀπ-εικονίζω (ποὺ εἶναι μιὰ ὑλοποίηση ἁπλῶς τοῦ ὁρᾶν) στὸ εἰκονίζω (ποὺ εἶναι μιὰ μετατροπὴ τοῦ αἰσθάνεσθαι σὲ εἰκόνα) βρίσκεται ὅλη ἡ διαφορά.
   Ἐπειδὴ πραγματικὰ ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ «στιγμιότυπο» (ποὺ εἶναι ἀσφαλῶς μιὰ πτώση) βρίσκει ἀπήχηση ὁπουδήποτε ἡ ἐμπιστοσύνη στὶς αὐτάρκεις πνευματικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου κλονίζεται· καὶ ὁ ἐμπειρισμός, ἡ λογοκρατία, συμπτώματα κουρασμένων κοινωνιῶν, εἶναι τότε ποὺ παίρνουν τὰ πάνω καὶ -μὲ τὸ προσωπεῖο τοῦ ρεαλισμοῦ- ζητᾶν νὰ ἐπιβληθοῦν.
   Ἂν στὶς εἰκαστικὲς τέχνες τὸ φαινόμενο παρουσιάζεται ἀνάγλυφο, στὶς τέχνες τοῦ λόγου ἐπισημαίνεται πιὸ δύσκολα· χωρὶς νὰ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει. Πολὺ συχνά, ὕστερα ἀπὸ μιὰν ἐπίσκεψη σ᾿ ἕνα ἐνδιαφέρον μέρος ἢ μιὰ κάπως παράξενη περιπέτεια, συμβαίνει νὰ σοῦ λένε: Ποιὸς ξέρει τὶ ὡραῖα πράγματα θὰ ἐμπνευσθεῖτε τώρα!
   Ὄχι ὅτι ὁ ποιητὴς μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα - νὰ ἐξηγούμαστε: κατ᾿ ἐξοχὴν ὑπάρχει μέσα σ᾿ αὐτήν, καὶ ἀντλεῖ μύτες, αὐτιά, μάτια, ὁπουδήποτε τὰ βρίσκει, γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα πρόσωπο. Ἡ ἀνασύνθεση ὅμως εἶναι ἐντελῶς δική του· εἴτε πρόκειται γιὰ τοπίο εἴτε γιὰ καταστάσεις. Ἀπὸ ὑπαρκτὰ στοιχεῖα δημιουργεῖ κάτι ποὺ δὲν ὑπῆρξε παρὰ στὴ φαντασία του· ποὺ σημαίνει, γιὰ νὰ ξαναγυρίσουμε στὸ παράδειγμα τοῦ ζώου «ἄλογο»: ἡ ἰδέα τοῦ ζώου «ἄλογο» εἶναι τὸ πᾶν γιὰ τὸν Ἕλληνα καὶ ὄχι τὸ ἄλογο ποὺ βρίσκεται ὄξω ἀπ᾿ τὴ μάντρα, καὶ μάλιστα ὅπως τὸ φώτιζε ὁ ἥλιος τὸ πρωὶ ποὺ ξύπνησε στὴν ἐξοχὴ ὁ καλλιτέχνης ἢ ὁ ποιητής.

   Ὅταν δίνεις τὴν ἰδέα τοῦ ἀντικειμένου δὲ σημαίνει ὅτι τὸ ἐξαϋλώνεις, ὅτι ἀποξενώνεσαι ἀπὸ τὴν ὑφὴ καὶ τὴ γευστικότητά του. Οἱ μαντίλες τῆς Παναγίας, τὰ ἄλογα τοῦ Paolo Uccello, οἱ κιθάρες τοῦ Juan Gris, φτάνουν ἀπεναντίας ὣς τὴ βαθύτερη δομὴ τῆς ὕλης ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ πραγματικότητα τῶν παραστάσεων αὐτῶν· καὶ συνάμα ὑπάγονται πολὺ ἀποτελεσματικότερα στὴν ἀρχιτεκτονικὴ τοῦ πίνακα. Δίνουν τὸ κόκκινό τους ἢ τὴν καμπύλη τους ἐκεῖ ποὺ ἡ σύνθεση τὸ ἀπαιτεῖ· ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο: νὰ μεταθέτεις ἕνα φουστάνι ἢ ἕνα κοντάρι ἐκεῖ ποὺ τὸ ἐντάσσει ἣ ἔσχατη διακοσμητικὴ (μὲ τὴν καλὴ ἔννοια) κατάληξη τοῦ ὁράματος καὶ ὄχι καθόλου ἐκεῖ ποὺ ἡ τύχη τὸ εἶχε ρίξει στὴ ζωή.
   Τὸ ὑπερβατικὸ σκαλί, τὸ πιὸ δύσκολο καὶ τὸ πιὸ μεγάλο στὴν τέχνη, μιὰ ζωγραφικὴ λόγου χάρη ὅπως ἡ βυζαντινὴ τὸ ἀνέβηκε μὲ τὴ μεγαλύτερη ἄνεση. Κι εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ ξαναβρῆκε τὴν ἄνεση αὐτὴ (ἀπὸ συνείδηση τῆς ἐλευθερίας της πλέον) ἡ μοντέρνα τέχνη ποὺ θαυματούργησε.

   Ὁ Ὅμηρος κινήθηκε ἀνέκαθεν ἐκεῖ ποὺ τελειώνει ὁ ἄνθρωπος κι ἀρχίζει ὁ Θεός. Δὲν ἀντέγραψε κανένα καράβι καὶ καμμιὰ φουρτούνα· ὡστόσο, ποτὲ καράβια καὶ φουρτοῦνες δὲ μᾶς κλυδώνισαν τόσο πειστικά. Τὸ φῶς τῆς Ἑλένης, βγαλμένο ἀπὸ τὸ φῶς ὅλων τῶν ὡραίων γυναικῶν τῆς ἐποχῆς, μᾶς ἀγγίζει ἀκόμη. Κανείς μας δὲ σκέφτηκε ποτὲ τὴν ὁμοιότητα. Ὅπως δὲν τὸ σκέφτηκε γιὰ τὶς γυναῖκες τοῦ Σολωμοῦ - πολὺ περισσότερο γιὰ τὶς ναυμαχίες τοῦ Κάλβου, ποὺ μήτε τὶς εἶδε ποτέ του.
   Χρειάστηκε ὁ ἐγκεφαλισμὸς νὰ φτάσει στὸ ἔπακρο καὶ νὰ ὀνομαστεῖ «σοσιαλιστικὸς ρεαλισμός», γιὰ νὰ καταλάβουμε πῶς μερικοὶ ἄνθρωποι πίστεψαν ὅτι ἀπὸ τὸν στατικὸ ὑπολογισμὸ τῆς πολιτικῆς μπορεῖς νὰ πέσεις στὸν στατικὸ ὑπολογισμὸ τῆς ποίησης χωρὶς νὰ σπάσεις τὸ ποδάρι σου. «Γένεται ποτέ;»

Ἱππεῖς τῶν Παναθηναίων·
λίθος XLIV τῆς βορείου ζωφόρου τοῦ Παρθενῶνος
(ἄχρι καιροῦ στὸ Βρετανικὸν Μουσεῖον)
 
   Καὶ ὁ Γιῶργος Σεφέρης [3]:

   Ὁ Παρθενὼν γεμάτος ἄλογα. Ὁ καταπληκτικὸς ρυθμὸς τῶν ἀλόγων στὴν πομπὴ τῶν Παναθηναίων· αὐτὴ ἡ μουσική.

Σημειώσεις:
[1] Σέμνη Καρούζου, «Γκαῖτε καὶ ἀρχαῖοι», ἐφημ. «Ἐλευθερία», 30-11-1957· στὸ Σέμνη Καρούζου, «Ἡ δημιουργικὴ ὅραση: Κείμενα γύρω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη», Ἔνωση Φίλων τῆς Ἀκροπόλεως, Ἀθῆναι 1997, ISBN 960-85980-0-1, σελ. 62-63.
[2] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Δήλωση τοῦ ᾿51» καὶ «Ἀπ- καὶ Εἰκονίζω», στὰ «Μικρὰ Ἔψιλον»· στὸ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἐν λευκῷ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2006 (ζ' ἔκδ.· α' ἔκδ. 1992), ISBN 960-7233-26-3, σελ. 205 καὶ 211-213.
[3] Σημείωσις τοῦ Γιώργου Σεφέρη στὸ ἡμερολόγιόν του, 1951. Βλ. σχετικῶς: Μανόλης Ἀνδρόνικος, «Αὐτὴ ἡ μουσική» (τῆς ζωφόρου τοῦ Παρθενῶνος), 20-7-1986· ἀπὸ τὸ «Ἑλληνικὸς Θησαυρός», 1993.

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Σὰν νά ᾿χαν ποτὲ τελειωμὸ τὰ πάθια κι οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου...

Σὰν σήμερα, ἑκατὸ χρόνια πρίν (3 Ἰαν. 1911), ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ ὁ κυρ Ἀλέξανδρος τῶν γραμμάτων μας, ἡ μεγαλύτερη ἴσως μορφὴ τῆς νεώτερης λογοτεχνίας μας, καὶ ὁπωσδήποτε ὁ πιὸ γνήσια ἑλληνικὸς καὶ βαθιὰ ἀνθρώπινος ἐκπρόσωπός της...

* * *

Στὸν μισὸν καὶ πλέον αἰώνα ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Παπαδιαμάντη τ᾿ ἀντιστύλια τοῦ οἰκοδομήματός του ἔπεσαν ἕνα πρὸς ἕνα. Ἡ ἀγροτικὴ φάση πέρασε στὴ βιομηχανική, τὸ χωριὸ στὴν πολιτεία, ὁ χριστιανὸς στὸν ἄπιστο· κοινοτοπίες πού, ἂν εἶχαν τὴν ἴδια σημασία τοῦ ἀναπότρεπτου γιὰ τὸ πνεῦμα ὅση ἔχουν γιὰ τὴν καθημερινή μας ζωή, θὰ ἔπρεπε ἡ μορφὴ τοῦ Σκιαθίτη διηγηματογράφου νὰ ἔχει γίνει ἀέρας. Δὲν ἔγινε.

Μιὰ μέρα τὸ παρελθὸν θὰ μᾶς αἰφνιδιάσει μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐπικαιρότητάς του. Δὲ θά ᾿χει ἀλλάξει ἐκεῖνο, ἀλλὰ τὸ μυαλό μας. Ἕνα ψήλωμα νοητό, ποὺ θὰ χρειαστεῖ νὰ τὸ ξανανεβοῦμε γιὰ νὰ ἐκτιμήσουμε σωστὰ τὶς διαστάσεις τῶν πραγμάτων γύρω μας.

(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἡ μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη», 1975· στὸ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἐν λευκῷ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2006 (ζ' ἔκδ.· α' ἔκδ. 1992), ISBN 960-7233-26-3· σελ. 59-106· τὸ ἀπόσπασμα, σελ. 62)

* * *

[...] Ἔτσι ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης μιλᾷ γιὰ τὴ ζωή, ἔτσι ὁ γεωργὸς ὀργώνει τὴ γῆ. Καὶ ὁ ἀγωγιάτης γκιζερᾷ στοὺς δρόμους. Καὶ ὁ βοσκὸς βόσκει τὰ βοσκήματα στὴ βοσκή.

Ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ τοῦ βγεῖ, γιὰ νὰ περιγράψει καλύτερα τὰ ἔξω καὶ τὰ μέσα μας!

Ὁ Παπαδιαμάντης ζωγραφίζει τὸ ἀόρατο. Κινηματογραφεῖ τὸν ἄνεμο. Βάζει τὴ σιωπὴ καὶ χορεύει. Καὶ φανερώνει στὰ ἀλλόκοτα μάτια μας τὴν ὀρατὴ τὴν κίνηση τοῦ νεαροῦ δέντρου, ποὺ μεγαλώνει.

Ἡ γλῶσσα του σωφυλλιάζει μὲ τὸν ἦχο τῆς σταλαματιᾶς, καὶ μὲ τὸ διάνεμα τῶν φύλλων τῆς λεύκας. Τὸν κοιτᾶμε νὰ φωτίζει ἁπλὰ τὶς ἔγνοιες καὶ τὸν καημὸ τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου, καὶ νιώθουμε νὰ μᾶς λογχίζουν τὰ κοντάρια τὸ φῶς, ὅταν ὁρμάει ἡ μέρα τὸ πρωῒ καὶ κυριεύει τοὺς λόφους.

Ὅλα τὰ φέρνει καὶ ὅλα τὰ παίρνει τὸ κυμάτισμα τῆς φωνῆς του: Τὴ λίγη ἐλπίδα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν πολλὴ ἀπαντοχή τους. Τὸ πέρασμά μας ἀπὸ τὴ ζωὴ τὸ βιαστικό. Καὶ τὸ φευγιό μας γιὰ πάντα. Τὶς χαρὲς ἁπλὲς καὶ τὶς λύπες ἀμεμψίμοιρες. Ὁ ἀσβέστης του ψέλνει, οἱ θάλασσες ἀνεβαίνουν, τὸ κυπαρίσσι του φυλάει σκοπιὰ τὸ νούμερο δύο μὲ τέσσερες.

Εἶναι τὸ ξόμπλι του ἕνα δίχτυ ἡσυχίας, ποὺ μέσα του πέφτουν καὶ χωνεύουν καλόβολα ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων.

Ὄμβροι, ἀνεμοζάλη, ἡ ἄνοιξη τῶν σπάρτων. Ἡ θροὴ τοῦ καλαμιῶνα, οἱ ἀπορρῶγες βράχοι, ἡ δρόσος Ἀερμών. Τὰ δέντρα, οἱ πόες, τὰ πουλιά, οἱ αἰγιαλοί, οἱ ὁρίζοντες. Ἡ ἀνυμέναιη κόρη ποὺ ἔμεινε, τὰ ράσα τοῦ καλοῦ ἱερέα, τοῦ παπα-Ἀδαμάντιου, ἡ ξενιτειά, τὰ καράβια καὶ τὰ κάρβουνα. Καὶ ἀκόμη ἡ στολὴ ἡ χιονόλευκη τοῦ μπαρμπα-Γιαννιοῦ τοῦ Ἔρωντα παραμονὴ Χριστούγεννα [1]. [...] Τὸ ποίημά του «Ὄνειρο στὸ κῦμα» εἶναι τὸ στέμμα τῆς ἐρωτικῆς ποίησης ὁλόκληρης τῆς νέας λογοτεχνίας μας.

[...] Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ὁ Καύκασος σὰν ὄρος συναθροίζεται ὁλόκληρος στὴ στιγμὴ τοῦ Προμηθέα, παρόμοια τὸ ποιητικὸ σῶμα τοῦ Παπαδιαμάντη ἐκκεντρώνεται σὲ δυὸ γραμμὲς ποὺ ὀρθώνουν τὸν αἰώνιο ἄνθρωπο καὶ τὸ πικρὸ φυσικό του. Αὐτὸ τὸ δίστιχο [2] εἶναι τὸ δαχτυλικὸ ἀποτύπωμα ποὺ ἄφηκε σήμανση τὸ δάχτυλο τοῦ Παπαδιαμάντη στὸ μάγμα τοῦ χρόνου:

Σὰν νά ᾿χαν ποτὲ τελειωμὸ
τὰ πάθια κι οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου.

(Δημήτρης Λιαντίνης, «Τὰ ἑλληνικά», ἐκδ. Βιβλιογονία, 1999, ISBN 960-7088-05-0· κεφ. «Ποίηση καὶ ζωή», σελ. 60-61)

[1] «Ἔρωτας στὰ χιόνια»
[2] «Τὸ μυρολόγι τῆς φώκιας»

* * *

Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδερφοί, ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιoν Ἐστί», ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 1959)

* * *

+ Ἑταιρεία Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν
+ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) - Ὁ κοσμοκαλόγηρος τῆς λογοτεχνίας (ἀπὸ τὶς ἱστοσελίδες τοῦ Νεκτάριου Μαμαλούγκου)

+ Πριν 100 χρόνια σαν σήμερα, «έκλεινε τα μάτια του» ο Αγιος των Γραμμάτων... (olympia.gr, 3-1-2011)
+ Ο Ελύτης για τον Παπαδιαμάντη (Λογοτεχνία κατεύθυνσης, 3-1-2011)


[Ἡ φωτογραφία: Ὁ Παπαδιαμάντης φωτογραφημένος ἀπὸ τὸν Παῦλο Νιρβάνα, 1906.]

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Ὁ δίσκος τῆς Ἑκάτης... καὶ τὰ φιλιὰ τοῦ Ἀπόλλωνος


Αὐγουστιάτικη πανσέληνος στὴν Ἀκρόπολι. Τὰ αἰώνια μάρμαρα. Μέσα στὸ ἀχνό, ὑποβλητικὸ σεληνόφως, προβάλλουν ἐπιβλητικοί, στέρεοι καὶ ἁρμονικοί, οἱ δωρικοὶ κίονες, ὡς ὁ ἄξων τοῦ κόσμου, ὁ συμπαντικὸς νόμος, ἡ ἀλήθεια τοῦ αἰωνίου κόσμου τῶν Ἰδεῶν.

Παρὰ τὴν κοσμοσυρροή, τὰ φλάς, τὰ μηδέποτε ἡσυχάζοντα φῶτα τῆς μεγαλούπολης τριγύρω, ὁ Παρθενὼν ἐπιβάλλεται. Εἶχα τὴν χαρά, λοιπόν, νὰ βρεθῶ καὶ ἐγὼ μιὰ νύχτα στὴν ζωή μου στὴν Ἀκρόπολι. Δὲν ξέρω βεβαίως πῶς θὰ ἦταν μιὰ νύχτα ὅπως αὐτὴ ποὺ περιγράφει ὁ Ροΐδης [ἀπόσπασμα 2ον] ἢ ὁ Ντὲ Κίρικο [ἀπόσπασμα 1ον]. Μοναχικά. Καὶ μὲ τὴν μικρὴ πόλι τῶν περασμένων αἰώνων, χωρὶς φῶτα καὶ θορύβους. Κάτι πολὺ διαφορετικό ἀσφαλῶς, συγκλονιστικότερο.

Καὶ πάλι, ὅμως. Νομίζω ὅτι ἡ ὥρα τοῦ Παρθενῶνος εἶναι τὸ καταμεσήμερο. Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος [ἀπόσπασμα 4ον] εἶχε δίκιο. Καὶ ὁ Ἐλύτης μὲ τὸν Τεριάντ [ἀπόσπασμα 3ον]. Καταμεσήμερο. Ὅταν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου ταπεινώνουν, ἐξαϋλώνουν τὴν τσιμεντένια μάζα τῆς πόλεως. Ὅταν ὁ Ἱερὸς Βράχος ὑπερυψοῦται κυρίαρχος στὴν φωτεινὴ γῆ καὶ στὸ λαμπρὸ γαλάζιο. Καὶ οἱ μαρμάρινοι κίονες ἀποκαλύπτουν καὶ ἐπικυρώνουν τὴν οὐράνια ἀλήθεια στὸν κόσμο.

Ὁ Παρθενὼν εἶναι ἡλιακὸς ναός· οὐράνιος, ἀρσενικός. Σεληνιακός ναός, χθόνιος, θηλυκός, εἶναι τὸ Ἐρεχθεῖον. Ἐκεῖ, κατεβαίνοντας χαμηλά, μέσα ἀπὸ τοὺς κομψοὺς κίονες, τοὺς χιτῶνες ἐπὰνω στὸ κορμὶ τῶν Καρυάτιδων καὶ τὸ φύλλωμα τῆς ἱερῆς ἑλαίας τῆς Ἀθηνᾶς, θροΐζον ἁπαλὰ στὸ νυχτιάτικο ἀεράκι, ἐκεῖ ἔρχεται ἀκροπατώντας ἡ Σελήνη. Ἢ κοιτώντας τὴν Ἀκρόπολι ἀπὸ μακρυά, ἀπὸ τὸν Ἄρειο Πάγο ἢ τοῦ Φιλοπάππου. (Ὑποθέτω ὅτι καὶ τὸ Νέον Μουσεῖον θὰ εἶναι ὄμορφο τὴν νύχτα -ἀπ᾿ ἔξω εἶναι-, καὶ μάλιστα μὲ τὴν Ἀκρόπολι φωτισμένη, ἀλλὰ δὲν ἔχω καταφέρει νὰ τὸ ἐπισκεφθῶ νύχτα ἀκόμη.) Τὰ δύο πρόσωπα, ὅμως, τὸ ἡλιακὸ καὶ τὸ σεληνιακὸ, συνυπάρχουν· πότε τὸ ἕνα κυρίαρχο καὶ τὸ ἄλλο δευτερεῦον, πότε τὸ ἀντίστροφο.

«Ὁ Παρθενώνας δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ εἶναι ὡραιότερος ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι τώρα. Αὐτὸ ποὺ μελετᾶμε σήμερα εἶναι ἡ ἀρχοντική του ὀμορφιὰ ποὺ ἄντεξε στὸν χρόνο.» (Elise Konstantin-Hansen (1858-1946), Δανέζα ζωγράφος· ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀθήνα τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1894.)

* * *

Στὸ σεληνόφως...

Giorgio de Chirico
Μινύχτα στὴν Ἀκρόπολη

Χώθηκα μέσα σ᾿ ἕνα σωρὸ ἀπό ἐρείπια μὲ τρόπο ποὺ νὰ φαίνομαι ὅσο τὸ δυνατὸ λιγότερο καὶ περίμενα τὴ στιγμὴ ποὺ θά ᾿μουν μόνος. Στὴν ἀνατολή, πίσω ἀπὸ τὴ μενεξελιὰ γραμμὴ τῶν βουνῶν, ἡ πανσέληνος ἀναδύθηκε: ἦταν πλούσια, βασιλική, ὁλόγιομη, λαμπρή, μεγαλειώδης· μιὰ ἀληθινὴ πανσέληνος καλοκαιριοῦ τῆς Ἀθήνας· ἀνέβαινε μὲ βραδύτητα, τυλιγμένη ἀκόμα στὴν πάχνη τῆς ζέστης. Στὴ δύση, ὁ οὐρανὸς σκοτείνιαζε. Μοῦ δημιουργήθηκε ἡ ἐντύπωση ὅτι ὁ τελευταῖος ἐπισκέπτης εἶχε ἐγκαταλείψει τὴν Ἀκρόπολη, ἀλλὰ ἀποφάσισα νὰ μὴ φύγω ἀπὸ τὴν κρυψώνα μου πρὶν νυχτώσει τελείως, κι αὐτὴ ἡ σύνεση μὲ ἔσωσε, γιατί, σὲ λίγα δευτερόλεπτα, ἄκουσα τὸ βῆμα ἑνὸς φύλακα ποὺ πλησίαζε ἀργὰ στὸ μέρος ὅπου κρυβόμουν. Ἕνα ρίγος διέτρεξε τὴν πλάτη μου. Σὰν ἔφτασε κοντὰ στὴν κρυψώνα μου, ὁ φύλακας σταμάτησε· ἤμουν σὲ δυὸ βήματα ἀπόσταση· δὲν μὲ εἶχε δεῖ ἀλλὰ ἡ παραμικρὴ κίνηση μποροῦσε νὰ μὲ προδώσει. Ὁ φύλακας ἔστριβε σιγὰ τὸ μουστάκι του κοιτάζοντας μακριά· μετὰ ἔβηξε κι ἀφοῦ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη τοῦ σακακιοῦ του μιὰ καπνοσακούλα ἔστριψε τσιγάρο, τὸ ἄναψε καὶ φύσηξε μὲ ἡδονὴ τὸν καπνὸ ἀπὸ τὸ στόμα καὶ ἀπὸ τὴ μύτη. Μακριὰ ἀκούγονταν διάφοροι θόρυβοι: νυχτερίδες σκαμπανέβαζαν πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια μας· κοιτάζοντας τὸν φύλακα σκεφτόμουν τὸν κυνηγὸ, ποὺ περνᾶ, μὲ τὸ τουφέκι στὸν ὦμο, δίπλα στὸ ὀρτύκι χωρὶς νὰ τὸ βλέπει. Κρατοῦσα τὴν ἀνάσα μου, τὰ δευτερόλεπτα μοῦ φαίνονταν ὧρες. Ἀφοῦ τράβηξε ἀκόμα δυὸ τρεῖς ρουφηξιές ἀπ᾿ τὸ τσιγάρο, ὁ φύλακας ἔβαλε τὰ χέρια πίσω κι ἀπομακρύνθηκε πρὸς τὴν ἔξοδο. Αἰσθάνθηκα πιὸ ἥσυχος, ἀλλὰ δὲν ἄρχισα νὰ κάνω κινήσεις καὶ νὰ τεντώνω τὰ μουδιασμένα μου πόδια παρὰ μόνο ὅταν τὸν ἄκουσα νὰ κλείνει τὴ βαριά καγκελόπορτα ποὺ βρισκόταν στὴν εἴσοδο τῆς Ἀκρόπολης. Τότε κατάλαβα ὅτι ἐπιτέλους ἤμουν μόνος. Στὸ μεταξὺ εἶχε νυχτώσει ἐντελῶς. Μόνο ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς δύσης ἔμενε ἀκόμα μιὰ ἀχνὴ ἀνταύγεια, ἐκεῖ ὅπου εἶχε ἐξαφανιστεῖ ὁ ἥλιος. Ἀπὸ τὴν ἀπέναντι μεριά, ἐλεύθερο ἀπὸ τοὺς βραδινοὺς ἀτμούς, τὸ φεγγάρι εἶχε ἀνέβει στὸν οὐρανό. Οἱ ἀχτίδες του φώτιζαν τώρα τὶς μετόπες τῶν ναῶν κι ἅπλωναν τὶς σκιές τους στὸ ἔδαφος. Ἡ σιωπὴ ἔγινε πιὸ ἔντονη. Εἶχα τὴν ἐντύπωση πὼς πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου εἶχαν τραβήξει μιὰ τεράστια τέντα. Τὰ ὑπεράνθρωπα προσωπεῖα τῶν ἀρχαίων θεῶν φαίνονταν ὅμοια μὲ γιγάντια ἀντίτυπα, στερεωμένα σὰν ἀνάγλυφα στὸ ταβάνι τοῦ οὐρανοῦ ποὺ φαινόταν πολὺ χαμηλός, πολὺ κοντὰ στὴ γῆ. Εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι, ἂν σηκωνόμουν στὶς μύτες τῶν ποδιῶν μου, θὰ μποροῦσα νὰ τὸν ἀγγίξω μὲ τὸ χέρι· καὶ θεϊκὲς μάσκες χαμογελοῦσαν ἀνέκφραστα. Μιὰ ἀπέραντη ἐμπιστοσύνη περιτύλιγε κάθε πρᾶγμα. Στὴν ἐμφαντικὴ γλυκύτητα αὐτῆς τῆς μεγάλης καλοκαιρινῆς νύχτας κατάλαβα ὅτι τὸ κακὸ μέσα μου, γύρω μου, εἶχε ἐξαφανιστεῖ· τὰ χρέη πληρωμένα, οἱ τιμωρίες καταργημένες, τὰ κακὰ ὄνειρα θαμμένα γιὰ πάντα, μὲ τὶς ἔννοιες καὶ τὰ ἄγχη πέρα μακριά, πολὺ μακριά, στοὺς καυτοὺς ἄμμους τῆς καταραμένης ἐρήμου.
Ὅ,τι εἶχα ἀγαπήσει, ὅ,τι στὴ ζωή μου ὑπῆρξε εὐνοϊκὸ γιὰ μένα, ἦταν κοντά μου. Θέλησα νὰ κοιτάξω πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὶς κατοικίες τῶν ἀνθρώπων, νὰ ξαναβρῶ τὰ φῶτα τῆς πόλης, γιατὶ ὅλη αὐτὴ ἡ ὀμορφιὰ κι αὐτὴ ἡ μοναχικὴ εὐτυχία ἄρχισαν νὰ μὲ τρομάζουν, ἀλλὰ δὲν εἶδα πιὰ τίποτα: ἀτμοί, μιὰ γλυκιὰ ὀμίχλη εἶχε ἀνέβει κι ἔκρυβε τὴ γῆ ἀπὸ τὸ βλέμμα μου· πάνω σ᾿ αυτὸν τὸν ὠκεανὸ θεϊκῆς τρυφερότητας, ἡ Ἀκρόπολη, σὰν ἕνα μεγάλο πέτρινο καράβι, σὰν ἕνα καράβι ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ παλαμάρια του, ἀρμένιζε σιγά, ἀκυβέρνητο...

Τζιόρτζιο Ντὲ Κίρικο, Ἄποψη τῆς Ἀθήνας, 1970, λάδι σὲ μουσαμά.

[Τζιόρτζιο ντὲ Κίρικο: Ζωγράφος, γεννημένος στὸ Βόλο τὸ 1888 ἀπὸ Ἰταλοὺς γονεῖς. Σπούδασε στὴν Ἀθήνα, στὸ Μόναχο καὶ στὸ Παρίσι, ὅπου συνδέθηκε μὲ τὸν Picasso καὶ τὸν Apollinaire. Ἔζησε ἀπὸ τὸ 1915 ἔως τὸ 1924 στὴ Ρώμη, ὅπου ἴδρυσε, μαζὶ μὲ τὸν Carra, τὴν Ὁμάδα Μεταφυσικῆς Ζωγραφικῆς. Τὸ 1924 ἐπέστρεψε στὸ Παρίσι, ὅπου ἐνέτεινε τὸν ὑπερρεαλιστικὸ χαρακτῆρα τῆς τέχνης του. Μετὰ τὸ 1935 στράφηκε σὲ ἕναν σκηνογραφικὸ νατουραλισμό. Εἶναι κυρίως γνωστὸς γιὰ τὰ ἀτμοσφαιρικὰ τοπία πόλεων μὲ τὶς ἄδειες πλατεῖες καὶ τὰ ἔρημα μνημειώδη κτήρια καὶ γιὰ τὶς συνθέσεις ἑτερόκλητων ἀντικειμένων ποὺ στοχεύουν νὰ ἀπεικονίσουν τὴν ἐσωτερική, μαγική, πλευρὰ πραγμάτων τυλιγμένων σὲ μιὰ αὔρα μυστηρίου. Στὸ ἔργο του συχνὰ περιλαμβάνονται στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴ ρωμαϊκὴ ἀρχαιότητα. Πέθανε στὴ Ρώμη τὸ 1978.]

(«Τεῦχος» 2 (Σεπτέμβριος 1989), σ. 24. Μετάφραση: Φ. Διακομίδου. Ἀναδημοσίευσις: «...Ἔγραψαν γιὰ τὴν Ἀκρόπολη (1850-1950)», Ἕνωση Φίλων τῆς Ἀκροπόλεως, β' ἔκδ. 2009 (α' ἔκδ. 2002), ISBN 978-960-86536-3-4, σελ. 69-71.)

* * *

Ἐμμανουὴλ Ροΐδης
Πάπισσα Ἰωάννα

[Ἡ Ἰωάννα στὴν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν.] Ὁ δίσκος τῆς Ἑκάτης, περικυκλούμενος ὑπὸ νεφῶν διαφανῶν ὡς σεμνὴ παρθένος ὑπὸ τῶν νυκτικῶν πέπλων της, ἔλαμπεν ἀκίνητος εἰς ὕψος ἀκαταμέτρητον, ἐπιχέων ἐπὶ τῶν ἀθανάτων ἐκείνων μαρμάρων λάμψιν λευκὴν καὶ ἀμυδράν, οἵαν καὶ ἐπὶ τοῦ κοιμωμένου Ἀδώνιδος, ὅτε ἐπεσκέπτετο αὐτὸν ἡ θεὰ ἐπὶ τῶν ἀκρωρειῶν τοῦ Λάτμου. Αἱ στῆλαι τοῦ Ὀλυμπιείου, οἱ ἐλαιῶνες, αἱ ροδοδάφναι, αἱ κορυφαὶ τῶν λόφων στεφόμεναι ὑπὸ ἐκκλησιῶν ἢ μνημείων, πάντα ταῦτα περιέσφιγγον τὴν ὅρασιν τῶν δύο νεανίσκων διὰ ζώνης καὶ αὐτοῦ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης θελκτικωτέρας, ἡ δὲ ἡδονή, ἣν ἠσθάνοντο ἐκ τοῦ πανοράματος τούτου, καθίστατο διπλασία, διότι μεθυσμένοι ὄντες ἔβλεπον τὰ πάντα διπλά.

(Ἐμμανουὴλ Ροΐδης, «Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα».)

* * *

...καὶ στὸ καταμεσήμερο.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης
Τὸ ἑλληνικὸ καλοκαίρι κατὰ τὸν E. Tériade

Στάλα στάλα συνάζει μέσα της ἡ καρυδιὰ τὴ σκοτεινὴ δροσιά. Τὸ κυπαρίσσι ἐρημώνει γύρω του τὰ πάντα κι ἀπομένει δασύ, κυρίαρχο. Ἴδια κι ὁ πλάτανος. Προστάτες φασματικοὶ τῶν κάμπων τῶς Ἀργολίδας καὶ τῆς Ἀρκαδίας.
Ἡ συκιὰ σταυρώνει τὰ χλωμά της μέλη, τεντώνεται μὲς στὸ πετσί της το γυαλιστερὸ καὶ τὸ χνουδάτο· τέλος, κάποτε, στρογγυλοκάθεται μέσα στὴν ἴδια της τὴν εὐωδιά.
Οἱ ροδιὲς ἀνάβουνε σὰν τὰ κοκόρια.
Ἡ ἐλιά, δίχως νὰ τὸ πολυσκεφτεῖ, δίνεται στὸν ἥλιο, στὸν ἄνεμο, σ᾿ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ρημάζουνε τὸ κορμί της.
Οἱ ροδοδάφνες, ποὺ μοσκοβολοῦνε πικραμύγδαλο, σαλεύουνε, ὅμοια νερό, βαθιὰ στὶς κοῖτες τῶν ξεροπόταμων.
Σιγὰ σιγά, μὲς στὸ κατακαλόκαιρο, τὸ φῶς ἀφανίζει τὴν Ἑλλάδα. Χωνεύει τὰ νησιά, ἐξουδετερώνει τὶς θάλασσες, ἀχρηστεύει τοὺς οὐρανούς. Μήτε ποὺ βλέπεις πιὰ βουνά, μήτε δέντρα, μήτε πολιτεῖες, μήτε χῶμα καὶ νερό. Ἄφαντα ὅλα.
Πιωμένος φῶς -μονάχα μιὰ σκιὰ μαύρη- ὁ ἄνθρωπος. Μιὰ σκιὰ ποὺ μεγαλώνει, δυσανάλογα προστατευμένη ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ θυσία.

Ἡ ἀντίσταση σ᾿ ἕνα τέτοιο φῶς: νὰ ποιὸ εἶναι τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἑλληνικῆς ἀρχιτεκτονικῆς.
Μέσα στὴ διαφάνεια, πιὸ διάφανος ἀκόμη, πιὸ λευκός, ὁ Παρθενώνας δικαιώνει μυστηριακὰ τὴν ὕπαρξή του τὴν ὥρα ποὺ τὸ μεσημέρι τὸ ἀττικὸ φτάνει στή μεγαλύτερή του ἔνταση κι ὅπου μονάχα νεράιδες τριγυρνᾶν μὲς στὸ θαμπωτικὸ διάστημα.
Ἡ Ἑλλάδα στοὺς χάρτες ἀνύπαρχτη.
Λὲς καὶ βρῆκε ὁ κόσμος τὸ μακαρισμένο τέλος του σ᾿ αὐὴν τὴν ἀπόλυτη ἰσότητα.

Κι ὅμως, τὸ ἴδιο αὐτὸ φῶς, τὸ ἀστραφτοβόλο, τὸ καταιγιστικό, τὸ ἐπίμονο, ποὺ ἀναιρεῖ τὴν Ἑλλάδα μὲς στὰ μεσημέρια, τὴν ἀποκαθιστᾶ πάλι τὸ ἡλιοβασίλεμα κάτω ἀπὸ τὰ φαντασμαγορικὰ πυροτεχνήματα τοῦ δειλινοῦ καὶ ἀργότερα κάτω ἀπὸ τὴν τρυφερὴ παρουσία τῆς Σελήνης.
Τότε ξαναβρίσκει τὸν ἑαυτό της ἡ Ἑλλάδα. Ξαναγίνεται αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι. Ξαναπαίρνει στοὺς χάρτες τὴ θέση ποὺ τῆς ἀξίζει. Θέλω νὰ πῶ τὴ θέση τῶν ὀνείρων.

(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Τὸ ἑλληνικὸ καλοκαίρι κατὰ τὸν E. Tériade», στὰ «Μικρὰ Ἔψιλον», στὸ «Ἐν λευκῷ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2006 (ζ' ἔκδ.· α' ἔκδ. 1992), ISBN 960-7233-26-3, σελ. 214-216.)

* * *

Ὁ Παῦλος Νιρβάνας γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο
Ἕνας οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης

Ἕνα καλοκαιρινὸ ἀπόγεμα -ὁ ἥλιος ἤτανε ἀκόμη στὰ μεσούρανα- ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ἦρθε στὸ σπίτι μου, χωρὶς νὰ τὸν περιμένω. Δὲν ἤτανε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ περιμένει κανείς. Ἔφτανε πάντα ἀπροειδοποίητος, σὰν τὸ γλυκόπνοο ἀεράκι καὶ σὰν τὴν ἀνοιξιάτικη βροχούλα. Καθόμουνα τότε σ᾿ ἕνα σπίτι τῆς Φρεατίδας, ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ γλαυκότερο κῦμα τοῦ Αἰγαίου, καὶ δὲν ξέρω, ἂν ἤμουνα ἐγὼ ποὺ εἶχε τραβήξει τὸν ξανθὸν ἱππότη ἢ τὸ φῶς τῆς χαρούμενης ἀκρογιαλιᾶς.

«Ποῦ θὰ καθίσομε;» μοῦ εἶπε κοιτάζοντας ὁλόγυρά του.
Τὸν ἔβαλα στὸ γραφεῖο μου.
«Ἐδῶ;» μὲ ρώτησε μὲ κάποια στενοχώρια.
Τὸν εἶδα νὰ κοιτάζει μὲ μίσος τὰ κλειστὰ παράθυρα, τὰ σκοῦρα ἔπιπλα, τὶς σκοτεινὲς γωνιὲς τοῦ δωματίου.
«Πῶς ζεῖς ἐδῶ μέσα;» μοῦ εἶπε.
«Ποῦ θέλεις νὰ πᾶμε;» τὸν ἐρώτησα.
«Ἔξω, στὸ φῶς, στὴν Ἑλλάδα. Ἐδῶ δὲν εἶναι Ἑλλάς.»
«Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἀντηλιά;»
«Ἔχεις, λοιπόν, κι ἐσὺ τὴν πρόληψη τῆς ἀντηλιᾶς;» μοῦ εἶπε θυμωμένος. «Πρέπει νὰ τὴ νικήσεις.»

Μὲ τράβηξε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μὲ κατέβασε κάτω στὸ περιβόλι, μέσα σὲ μιὰ ἐκτυφλωτικὴ ἀντηλιά. Καθίσαμε σ᾿ ἕνα μπάγκο. Ἐκεῖνος ἔλεγε, ἔλεγε, ἔλεγε... Τὶ ἔλεγε δὲν ξέρω. Ὁ Γιαννόπουλος μποροῦσε νὰ μιλεῖ ὧρες ὁλόκληρες, χωρὶς νὰ ξέρεις στὸ τέλος τὶ σοῦ εἶπε. Εἶχα ὅμως τὴν αἴσθηση πάντοτε μιᾶς γοητείας, ποὺ δὲν μποροῦσες νὰ καταλάβεις, ἂν ἤτανε ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ ἄκουσες, ἀπ᾿ τὴ μελωδία τῆς φωνῆς του ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη μυστικὴ ἐνέργεια ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ ἐσωτερικὸς παλμὸς τοῦ λόγου του. Καὶ τὸν ἄκουγες πάντα εὐχάριστα, ὅπως ἀκοῦς τὸ φλοῖσβο τοῦ κύματος καὶ τὸ κελάρυσμα τῆς πηγῆς, ποὺ σοῦ λένε πολλὰ χωρὶς νὰ σοῦ λένε τίποτε. Ὅταν σηκώθηκε νὰ φύγει -ἔφευγε πάντα ὅπως ἐρχότανε, σὰν ἕνα ὡραῖο φυσικὸ φαινόμενο- ἤμουνα ζαλισμένος ἀπὸ τὴν ἀντηλιά, τὰ μηλίγγια μου χτυπούσανε καὶ τὰ μάτια μου ἤτανε θαμπωμένα. Ἀνέβηκα στὸ σπίτι μου κι ἔπεσα μισοπεθαμένος σὲ μιὰ πολυθρόνα.

«Τί έπαθες; Εἶσαι ἄρρωστος;» μοῦ εἶπε ὁ Λάμπρος Πορφύρας, ποὺ ἦρθε σὲ λίγο νὰ μὲ πάρει, γιὰ νὰ κάνουμε τὸ συνηθισμένο μας περίπατο στὴ Φρεατίδα.
«Εἶμαι τὸ πρῶτο θύμα τῆς ἑλληνοποιήσεως», τοῦ ἀποκρίθηκα.
Καί, ὅταν τοῦ ἐξήγησα ποιὸς ἤτανε, λίγο πρίν, στὸ σπίτι μου, δὲν ἄργησε νὰ καταλάβει.

Μέσα στὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ εἶναι ὁλόκληρος ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος. Ἕνας οὐτοπιστής, ποὺ ὀνειρευότανε ν᾿ ἀναστήσει γύρω του τὸ ἑλληνικό θαῦμα καὶ ποὺ ζοῦσε ὁ ἴδιος μὲ τὴν φαντασία του μέσα σ᾿ αὐτό. Τὸ ἑλληνικὸ φῶς, σὰν μιὰ ἀντίληψη φυσικὴ καὶ μεταφυσικὴ μαζί, ἤτανε ἡ θρησκεία του. Περπατοῦσε ὧρες μέσα στὸν φλογερώτερο ἥλιο, ρουφώντας τὸ φῶς μὲ ὅλους του τοὺς πόρους. Καὶ γι᾿ αὐτὸν ὅλη ἡ φύση, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὣς τὸ χορτάρι καὶ ὣς τὴν πέτρα, μονάχα μέσα στὸ φῶς ζοῦσε τὴν πιὸ ἐντατική της ζωή. Κάποτε τοῦ εἶχα συστήσει δύο νέους Ρώσσους «ἐντελεκτουέλ», τοὺς ἀδελφοὺς Πολλιακώφ. Μὴν ἔχοντας τὸν καιρὸ νὰ τοὺς ξεναγήσω, παρακάλεσα τὸν Γιαννόπουλο νὰ ἀναλάβει τὴν φροντίδα αὐτή. Δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς δώσω καλύτερον ὁδηγὸ γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τῶν ἑλληνικῶν τοπίων καὶ μνημείων. Ἔπειτα ἤτανε τόσο πολιτισμένος καὶ μιλοῦσε τόσο τέλεια τὰ γαλλικά, γιὰ νὰ τοὺς ἐξηγήσει τὸ καθετί. Ὁ εὐγενικὸς φίλος δέχθηκε εὐχαρίστως, τοῦ παρουσίασα τοὺς ξένους μου στὸ δωμάτιό του, ἕνα καμαράκι ὑπερώου, στὸ ἀπάνω πάτωμα κάποιου ξενοδοχείου τῆς πλατείας τοῦ Συντάγματος, πού, μὲ τὸ τίποτα καὶ μὲ τὴν λεπτότατη καλαισθησία του, τὸ εἶχε μεταβάλει σὲ μιὰ καλλιτεχνικὴ γωνίτσα, καὶ συμφωνήσανε τὴν ἄλλη μέρα νὰ πᾶνε στὴν Ἀκρόπολη. Ἤτανε Ἰούλιος μήνας καὶ τοὺς πῆγε στὸν Ἱερὸ Βράχο καταμεσήμερο, λέγοντάς τους, ὅτι μονάχα αὐτὴν τὴν ὥρα, ζοῦνε τὰ μάρμαρα, καὶ μονάχα αὐτὴν τὴν ὥραν θὰ μπορούσανε νὰ αἰσθανθοῦν στὴν σάρκα τους τὸν παλμὸν τῆς μυστικῆς των ζωῆς, κἀτω ἀπὸ τὰ φιλιὰ τοῦ Ἀπόλλωνα. Καὶ οἱ δύο νέοι Ρῶσοι, ποὺ ἦσαν ἀρκετὰ μυστικόπαθοι, ὅπως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τῆς φυλῆς τους, ὅταν κατέβηκαν, ξεθεωμένοι ἀπὸ τὴ ζέστη καὶ τὴν ἀντηλιά, βεβαίωναν, ὅτι, πράγματι, κάποιος θεῖος «ἰχὼρ» κυκλοφοροῦσε, τὴν ὥρα ἐκείνη, στὴν σάρκα τῶν ἀρχαίων μαρμάρων.

(Παῦλος Νιρβάνας, «Ἕνας οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης», στὰ «Φιλολογικὰ ἀπομνημονεύματα».)

* * *

[Σημ.: Ἡ πρώτη φωτογραφία, τοῦ Χρήστου Πατσατζῆ, ἀπὸ τὸ Bring Them Back.]

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Εἰς Ἥλιον

Τὰ τζιτζίκια



Ἡ Παναγιὰ τὸ πέλαγο
κρατοῦσε στὴν ποδιά της
Τὴ Σίκινο τὴν Ἀμοργὸ
καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ παιδιά της

Ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ καιροῦ
καὶ πίσω ἀπ᾿ τοὺς χειμῶνες
Ἄκουγα σφύριζε ἡ μπουροῦ
κι ἔβγαιναν οἱ Γοργόνες

Κι ἐγὼ μέσα στοὺς ἀχινούς
στὶς γοῦβες στ᾿ ἀρμυρίκια
Σὰν τοὺς παλιοὺς θαλασσινούς
ρωτοῦσα τὰ τζιτζίκια:

- Ἔ σεῖς τζιτζίκια μου ἄγγελοι
γειά σας κι ἡ ὥρα ἡ καλή
Ὁ βασιλιὰς ὁ Ἥλιος ζεῖ;
κι ὅλ᾿ ἀποκρίνονται μαζί:

- Ζεῖ ζεῖ ζεῖ ζεῖ ζεῖ ζεῖ ζεῖ ζεῖ!

(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Τὰ Ρὼ τοῦ ἔρωτα»)

Σάββατο 18 Ιουλίου 2009

Ἕνα παιδὶ μεγαλωμένο πλάι στὴ θάλασσα...

   Στὴν Ἑλλάδα, ἕνα εὐαίσθητο παιδὶ μεγαλωμένο πλάι στὴ θάλασσα ἔχει τὴν αἴσθηση τῆς ἀκοῆς τρισδιάστατη. Στὴ μιὰ πιάνει τοὺς ἀγέρηδες καὶ τὸν παφλασμὸ τῶν κυμάτων· στὴ δεύτερη, τὴν ἑλληνικὴ λαλιὰ στὴν ἀρχική της φθογγολογικὴ σύσταση· στὴν τρίτη, τὸν κόσμο τῶν νοημάτων, ἀπὸ τῆς Ἰωνίας τοὺς καιροὺς καὶ δῶθε. Μιὰ τέτοια ταυτόχρονη ἐγγραφὴ προλαβαίνει, πρὶν ἀπὸ τὴ συνείδηση, ν᾿ ἀποτυπώσει περιοχὲς ὁλόκληρες, ποὺ ἀργότερα, πολὺ ἀργότερα (ὅπως στὴν ἐμφάνιση ἑνὸς φωτογραφικοῦ στιγμιότυπου), βλέπει κανεὶς νὰ διαγράφονται καθαρὰ μπροστά του. [1]

Γεράσιμος Στέρης, Ὁμηρικὸ ἀκρογυάλι

   Μιλῶ γιὰ μιὰν ἀριστοκρατικὴ ἀντίληψι, ποὺ συμβαίνει νὰ μὴν τὴν ἔχουν διόλου οἱ ἀριστοκράτες καὶ νὰ τὴν ἔχουν μὲ τὸ παραπάνω οἱ μικροὶ πληθυσμοὶ τοῦ Ἀρχιπελάγους· οἱ κὺρ Γιάννηδες καὶ οἱ κυρα-Μαρίες, ποὺ ἐμεῖς προφτάσαμε νὰ τοὺς γνωρίσουμε -τί τύχη- μὲ τὴν ὑλικὴ παράσταση τῆς ἰδέας τους, τὸν ἀσβέστη, καὶ μὲ τὸν φωτοτροπισμὸ τῆς ψυχῆς τους, ἕνα λιοτρόπι στὸν τενεκέ.

   Μιὰ μέρα, ἡ μικρὴ αὐτὴ Ἑλλάδα μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι καὶ τόσο μικρή. Συνέβη ἤδη δυὸ φορὲς μέσα στὴν ἱστορία, κι αὐτὸ στὸ πεῖσμα τοῦ νόμου τῶν πιθανοτήτων. Φυσικά, δὲν τὸ λέω τόσο ἐπειδὴ ὁραματίζομαι τὴν κυανόλευκο νὰ κυματίζει σὲ πιὸ ἐκτεταμένα σύνορα ὅσο ἐπειδὴ θὰ ἤθελα κάποτε καὶ οἱ μικροὶ σου Τάταροι τῆς Κριμαίας καὶ οἱ μεγάλοι σου πιστολάδες τοῦ Τέξας νὰ συναντηθοῦν καὶ νὰ εξισορροπηθοῦν πάνω σὲ μιὰ ἰδέα ποὺ τὸ μεγαλεῖο της νὰ εἶναι τὸ ἴδιο, εἴτε πρόκειται γιὰ τὸ Μυρτῶο πέλαγος εἴτε γιὰ τὸν Ἀτλαντικὸ ὠκεανό, εἴτε γιὰ τὸν Ἀχελῶο εἴτε γιὰ τὸν Μισσισσιππή. Νὰ καταλάβουν ὅλοι ὅτι τὸ χρυσὸ δέρας τῆς ἀνθρωπιᾶς γίνεται νὰ τὸ κερδίσουν ὁπουδήποτε, ἀρκεῖ νὰ ξέρουν -παίρνοντας παράδειγμα ἀπὸ τὴ Γῆ, ποὺ γιὰ νὰ βρίσκεται στὴ σωστὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν Ἥλιο ἐπιτρέπει τὴ ζωὴ- νὰ κρατιοῦνται στὴ σωστὴ ἀπόσταση ἀπὸ τοῦ μέσα κόσμου τὸν μέγα καὶ ἀόρατο ἠθικόν τους ἥλιο. [2]


   Κοντολογίς, νὰ μποροῦσαν καὶ τὴ σημασία τῶν λαῶν νὰ τὴ μετρᾶνε ὄχι ἀπὸ τὸ πόσα κεφάλια διαθέτουνε γιὰ μακέλεμα, ὅπως συμβαίνει στὶς μέρες μας, ἀλλὰ ἀπ᾿ τὸ πόση εὐγένεια παράγουν, ἀκόμη καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πιὸ δυσμενεῖς καὶ βάναυσες συνθῆκες, ὅπως ὁ δικός μας ὁ λαὸς στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου τὸ παραμικρὸ κεντητὸ πουκάμισο, τὸ πιὸ φτηνὸ βαρκάκι, τὸ πιὸ ταπεινὸ ἐκκλησάκι, τὸ τέμπλο, τὸ κιούπι, τὸ χράμι, ὅλα τους ἀποπνέανε μιὰν ἀρχοντιά, κατά τι ἀνώτερη τῶν Λουδοβίκων.

   Τί σταμάτησε αυτὰ τὰ κινήματα ψυχῆς ποὺ ἀξιώθηκαν κι ἔφτασαν ὥς τις κοινότητες; Ποιός καπάκωσε μιὰ τέτοιου εἴδους ἀρετή, ποὺ μποροῦσε νὰ μᾶς ὁδηγήσει σ᾿ ἕνα ιδιότυπο, κομμένο στὰ μέτρα τῆς χώρας, πολίτευμα; Ὅπου τὸ κοινὸν αἴσθημα νὰ συμπίπτει μὲ κεῖνο τῶν ἀρίστων. Τί ἔγινε ἡ φύση ποὺ μαντεύουμε ἀλλὰ δὲν τὴ βλέπουμε; Ὁ ἀέρας ποὺ ἀκοῦμε ἀλλὰ δὲν τὸν εἰσπνέουμε; [3]


[1] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἡ μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη», 1975.
[2] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἀναφορὰ στὸν Ἀνδρέα Ἐμπειρίκο», 1977.
[3] Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικά», 1983 καὶ 1989.

Κυριακή 20 Μαΐου 2007

...οὔτε ἕνας αἰῶνας ποὺ νὰ μὴν γράφτηκε ποίηση...

Ἔχετε αναρωτηθεῖ γιατί ἔχει τόση σημασία ἡ γλῶσσα γιὰ τὴν ἐθνική μας ὑπόστασι, τὴν πολιτιστική μας κληρονομιὰ καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία μας; Γιατί οἱ ἀρνησιπάτριδες πολεμοῦν μὲ λυσσαλέο μίσος τὴν γλωσσική μας παράδοσι καὶ συνέχεια; (Κατ᾿ ἀρχήν, ἐὰν κάτι ἐνοχλεῖ τοὺς «προοδευτικούς», μπορεῖτε νὰ στοιχηματίσετε μετὰ βεβαιότητος ὅτι γιὰ κάτι σημαντικὸ πρόκειται· ἔστω καὶ ἐὰν εἶναι μία ἁπλὴ ὑπογεγραμμένη. Ξέρουν συνήθως τὶ πολεμοῦν αὐτοί!)

Ὄχι ἐπειδή, τάχα, ἡ Ἑλληνικὴ εἶναι ἐξωγήινη, μὲ μαγικὲς ἰδιότητες καὶ δὲν ξέρω τὶ ἄλλο. Σκέπτομαι, ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι τὸ πιὸ ἁπτὸ στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς μας ὑποστάσεως. Ὄχι τὸ μοναδικό, ὄχι πάντοτε τὸ σημαντικότερο, ὄχι πάντοτε ἀναγκαῖο, ἀλλὰ τὸ πιὸ ἁπτό. Ἁπλούστατα.

Πιὸ ἁπτός, φυσικὸς παράγων, εἶναι ἴσως ἡ καταγωγή· τὸ ὅμαιμον. Ὅμως εἶναι παράγων πρωτογενής, δὲν ἀρκεῖ, χρειάζονται ἄλλα, ἀνώτερα ἐπίπεδα νὰ χτισθοῦν γιὰ νὰ μορφώσουν ἔθνος. Ἡ συνείδησις; Ὁ πολιτισμός; Ναί. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἁπτά. Οἱ ἀρνησιπάτριδες (ὅπως ὁ βρετανός, μέλος τοῦ Κ.Κ. Ἀγγλίας (sic), Ἄντερσον) τὰ ἀποκαλοῦν «φαντασιακά», τὰ θεωροῦν αὐθαίρετα, καὶ συνεπῶς εὐκόλως ἀπεμπολούμενα (ὅπως εἶναι ὁ σκοπός τους). (Δὲν εἶναι αὐθαίρετα, φυσικά, ἔχουν βαθύτατες ρίζες στὴν ἐθνική μας φύσι καὶ ἱστορία, ἀλλὰ πῶς ἀκριβῶς ἀπὸ τὶς ρίζες φθάνουμε στὸν «πολιτισμό», στὴν «συνείδησι»; Καὶ δὲν εἶναι μεγέθη μετρήσιμα.)

Ἡ γλῶσσα, ἀντιθέτως, εἶναι στοιχεῖο φυσικό, χειροπιαστό. Συγκεκριμένες λέξεις, τὶς βλέπουμε καὶ τὶς ἀκοῦμε. Καὶ ὅμως, δὲν εἶναι πρωτογενὲς στοιχεῖο, ἀλλὰ στοιχεῖο τοῦ πνεύματος.

Ἐδῶ εἶναι τὸ σημαντικό. Λέγω λοιπόν: Οἱ «προοδευτικοὶ» μισοῦν τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα, διότι γελοιοποιοῦνται ὅταν ἀρνοῦνται τὴν ἐθνική μας ὑπόστασι καὶ συνέχεια, εὐρισκόμενοι ἀπέναντι ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Ὅταν ἡ διαχρονική μας ὑπόστασι καὶ κληρονομιά λαμβάνει μορφή ὁρατὴ καὶ ἀναγνωρίσιμη ἐμπρὸς στὰ μάτια τους· τὴν μορφὴ τῶν Ἑλληνίδων λέξεων τῆς ποιήσεως, τῶν λέξεων ποὺ σκορπίζουν τοὺς Λιάκους καὶ τὶς Φραγκουδόκοτες σὰν τὴν σκόνη στὸν ἄνεμο:

«Είναι, το ξέρω, άτοπο ν' αναφέρεται κανείς σε προσωπικές περιπτώσεις. Και ακόμη πιο άτοπο να παινά το σπίτι του. Είναι όμως κάποτε απαραίτητο, στο βαθμό που αυτά βοηθούν να δούμε πιο καθαρά μιαν ορισμένη κατάσταση πραγμάτων. Και είναι σήμερα η περίπτωση. Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ' όλ' αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικο-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μία Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. -χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρυσμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας. Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση.»

(Ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη κατὰ τὴν τελετὴ ἀπονομῆς τοῦ Νόμπελ Λογοτεχνίας, 10-12-1979.)

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2006

Οἱ μεγάλοι μας ποιητὲς καὶ ὁ Γ. Μπαμπινιώτης γιὰ τὴν διαχρονικότητα καὶ μοναδικότητα τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης

Ἀντιγράφω τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ [1], ἀπὸ τὸ Βιβλίο τοῦ καθηγητοῦ τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν τῆς Α' Γυμνασίου, ἔκδοσις Ο.Ε.Δ.Β., 2000. [2]

Ὁ λόγος πρῶτα σὲ τρεῖς μεγάλους ἐθνικιστὲς [3] ποιητές μας: Τὸν Γιῶργο Σεφέρη, τὸν Ὀδυσσέα Ἐλύτη καὶ τὸν Νίκο Ἐγγονόπουλο.

Ἀκολουθοῦν ἀποσπάσματα διακεκριμένων εἰδικῶν ἐπιστημόνων, καί, τέλος, ἕνα θαυμάσιο, παλαιὸ ἄρθρο τοῦ καθηγητοῦ τῆς γλωσσολογίας Γεωργίου Μπαμπινιώτη.

[Σημειώσεις:
[1] Ἀποκατέστησα στὸ κείμενο τὴν φυσιολογικὴ γραφὴ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης (πολυτονικό).

[2] Συγγραφεῖς: Ρένα Ζαμάρου, Γεράσιμος Μαρκαντωνάτος, Θεοδόσιος Μοσχοπουλος, Ἰφιγένεια Παπανδρέου, Χρίστος Ρώμας, Εὐστράτιος Χωραφᾶς. Συντονιστὴς τῆς συγγραφικῆς ὁμάδας καὶ ἐπιμελητὴς τῆς ἔκδοσης: Νικόλαος Ραγκούσης.
Φαίνεται ὅτι τὸ 2000 ἐδιδάσκοντο ἀκόμη οἱ Ἑλληνόπαιδες Ἑλληνικὴ παράδοσι καὶ ἦθος. Ἐντυπωσιακόν, τῳόντι, ἐὰν σκεφθοῦμε ὅτι σήμερα, ἔν ἔτει 2006 (καὶ μέ... «δεξιὰ» κυβέρνηση Ν.Δ.!) βυθιζόμαστε πλέον στὸ μαῦρο σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς καὶ τοῦ ἀφελληνισμοῦ, καὶ ψάχνουμε κρυφὰ, ὑπὸ τὸν φόβον τῶν «προοδευτικῶν» ταγμάτων νεοταξικῆς ἀσφαλείας, τὰ νέα κρυφὰ σχολειὰ ὅπου θὰ κρύψουμε τὰ παιδιά μας γιὰ νὰ τὰ σώσουμε ἀπὸ τὰ νύχια τῶν γενιτσάρων καὶ νὰ τὰ μεγαλώσουμε ὡς Ἕλληνες... (Βλέπε σχετικῶς στὸ «Ἀντίβαρο».)

[3] ...Βδεληροὶ ἐθνικισταὶ καὶ φαιοκόκκινοι φασίστες, συμφώνως τουλάχιστον μὲ τό... νέο ἀστέρι τῶν «προοδευτικῶν», κάποιον σκοπιανόφιλο μεταφραστὴ εἰς τὰς Βρυξέλλας, ὀνόματι Ἄκη Γαβριηλίδη, ὁ ὁποῖος καταγγέλλει τὴν «αθεράπευτη νεκροφιλία του αριστερού πατριωτισμού: Ρίτσος, Ελύτης, Θεοδωράκης»! («πτῶμα» χαρακτηρίζει τὴν Ἑλληνικὴ παράδοσι καὶ «νεκροφίλους» τοὺς ποιητές μας!)
]


[...]

Ἕνα τέτοιο ταξίδι μέσα στὶς διαφορετικὲς περιόδους τῆς γλώσσας καὶ τῆς λογοτεχνίας μᾶς ἔχουν ἐπιχειρήσει καὶ ὁρισμένοι σημαντικοὶ νεοέλληνες ποιητές.

Γ. Σεφέρης, σὲ μία ὁμιλία του στὰ παιδιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ Γυμνασίου τῆς Ἀλεξάνδρειας τὸ 1941 [1], ὑποστηρίζει τὰ ἑξῆς σχετικὰ μὲ τὴν ἑνότητα καὶ συνέχεια τῆς γλώσσας καὶ λογοτεχνίας μας. «Γιὰ κοιτάξετε», γράφει, «πόσο θαυμάσιο πράγμα εἶναι νὰ λογαριάζει κανεὶς πώς, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ μίλησε ὁ Ὅμηρος ὡς τὰ σήμερα, μιλοῦμε, ἀνασαίνουμε, καὶ τραγουδοῦμε μὲ τὴν ἴδια γλώσσα. Κι αὐτὸ δὲ σταμάτησε ποτέ, εἴτε σκεφτοῦμε τὴν Κλυταιμνήστρα ποὺ μιλᾶ στὸν Ἀγαμέμνονα, εἴτε τὴν Καινὴ Διαθήκη, εἴτε τοὺς ὕμνους τοῦ Ρωμανοῦ καὶ τὸν Διγενῆ Ἀκρίτα, εἴτε τὸ Κρητικὸ Θέατρο καὶ τὸν Ἐρωτόκριτο, εἴτε τὸ δημοτικὸ τραγούδι. Καὶ ὅλοι αὐτοί, οἱ μεγάλοι καὶ οἱ μικροί, ποὺ σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ἑλληνικά, δὲν πρέπει νὰ νομίσετε πὼς εἶναι σὰν ἕνας δρόμος, μία σειρὰ ἱστορική, ποὺ χάνεται στὴ νύχτα τῶν περασμένων καὶ βρίσκεται ἔξω ἀπό σας. Πρέπει νὰ σκεφτεῖτε πὼς ὅλα αὐτὰ βρίσκονται μέσα σας, τώρα, βρίσκονται μέσα σᾶς ὅλα μαζί, πὼς εἶναι τὸ μεδούλι τῶν κοκάλων σας, καὶ πὼς θὰ τὰ βρεῖτε ἂν σκάψετε ἀρκετὰ βαθιὰ τὸν ἑαυτό σας. Ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνετε αὐτὴ τὴ δουλειά, γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖτε σ’ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ προσήλωση, θὰ σᾶς βοηθήσουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ σας, ποὺ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο μπόρεσαν νὰ ἐκφραστοῦν στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Γι' αὐτό, καθὼς πιστεύω, ἡ σύγχρονή μας λογοτεχνία εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ καταλάβουμε, ὄχι μόνο τὴν ἀρχαία λογοτεχνία, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ παράδοση».

Ὁ χωρισμὸς τῆς λογοτεχνίας μας «σὲ ἔργα τῆς δημοτικῆς καὶ σὲ ἔργα τῆς καθαρεύουσας» δὲν φαίνεται νὰ ἀρέσει στὸν ποιητή, ἀφοῦ, ὅπως γράφει, «οἱ δύο παραδόσεις στὴν προσωπικὴ λογοτεχνία δὲν ἦταν ποτὲ ἀνεξάρτητες ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη» [2]. Γιὰ τὸν ποιητὴ ὑπάρχει μονάχα ἡ «ὁλόκληρη καὶ ἀδιαίρετη» ἑλληνικὴ παράδοση ποὺ συμπεριλαμβάνει «τὰ ψηφιδωτὰ μίας μικρῆς βυζαντινῆς ἐκκλησίας, τοὺς Ἴωνες φιλοσόφους, τοὺς λαϊκοὺς στίχους τῆς ἐποχῆς τῶν Κομνηνῶν, τὰ ἐπιγράμματα τῆς Ἀνθολογίας, τὸ δημοτικὸ τραγούδι, τὸν Αἰσχύλο, τὸν Παλαμά, τὸ Σολωμό, τὸ Σικελιανό, τὸν Κάλβο, τὸν Καβάφη, τὸν Παρθενώνα, τὸν Ὅμηρο». Αὐτὴ ἡ ἑνότητα ποὺ ὑποστηρίζει ὁ Σεφέρης γιὰ τὴ λογοτεχνία, ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ἀφοῦ, ὅπως πιστεύει, ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ γλώσσα «δὲν εἶναι μήτε ἡ καθαρεύουσα μήτε ἡ δημοτικὴ μήτε τὰ νεοελληνικά». Ἡ φύση τῆς γλώσσας μᾶς «εἶναι ἡ φύση μίας συνολικῆς ἰδιοσυγκρασίας πεθαμένων καὶ ζωντανῶν» ἀνθρώπων. Οἱ λέξεις ποὺ εἶναι «τὰ καράβια» τοῦ ποιητῆ, «κάνουν πολὺ μακρινὰ ταξίδια. Καὶ γυρίζουν, ὅταν εἶναι τυχερός, φορτωμένα μὲ τὰ πλούσια κρύσταλλα, ποὺ ἐκεῖ κάπου, πέρα ἀπὸ τὶς Ἡράκλειες Στῆλες τῆς συνείδησής του, μία ζωὴ παλιὰ καὶ μυστικὴ σχημάτισε σὰν ἕνα ὑποχθόνιο νερό». [6]

Αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ὁ Σεφέρης ὑποστηρίζει στὸν δοκιμιακό του λόγο, ὁ Ὀδ. Ἐλύτης τὸ ἐκφράζει μὲ τὸν δικό του τρόπο στὸ Β' καὶ ΙΑ' τμῆμα τῶν «Παθῶν» τοῦ Ἄξιον Ἐστί. Ἐκεῖ δηλώνει τὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας του καὶ μάλιστα ὁρίζει τὶς κύριες φάσεις τῆς ἐξέλιξής της. Καθὼς δηλαδὴ ἀναφέρει ὡς πηγὴ τῆς γλώσσας τοῦ τὸν Ὅμηρο, τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, τὸ δημοτικὸ τραγούδι, τὸν Σολωμὸ καὶ προσθέτει ἰσότιμα τὸν Παπαδιαμάντη, μᾶς προσφέρει οὐσιαστικὰ ἕνα ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τῶν κειμένων ἐκείνων ποὺ πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς δικῆς μας γλώσσας. Ἢ θὰ λέγαμε τὴ βάση τῆς ἐκπαιδευτικῆς μας γλώσσας, ὅπου ἰσότιμα καὶ ἁρμονικὰ θὰ μποροῦσαν νὰ συνυπάρχουν καὶ νὰ συλλειτουργοῦν τόσο ἡ δημοτικὴ ὅσο καὶ ἡ λόγια παράδοση, γιὰ νὰ μείνουμε στὰ δύο αὐτὰ στρώματα τῆς γλώσσας μας. Τὴ σχέση αὐτὴ παλαιού—νέεου τὴ βλέπει ὁ Ἐλύτης, ὅπως καὶ ὁ λογιότερος Σεφέρης, σὰν ἕνα πνευματικὸ καὶ ψυχικὸ ταξίδι. Σὲ ἕνα πρόσφατο κείμενό του, τὴν Ἰδιωτικὴ Ὁδὸ, ὁ ποιητὴς αἰσθάνεται ὅτι ὁ δημιουργὸς βρίσκεται συνεχῶς «μὲ ἀναμμένες τὶς μηχανὲς καὶ ἀνεβασμένη τὴν ἄγκυρα. Ὅπως, χωρὶς νὰ τὸ ξέρω, ἔκανα κι ἐγὼ ποὺ ἀπὸ λιμάνι σὲ λιμάνι ἔφθασα ὡς ἐδῶ, νηῒ σὺν σμικρῇ μέγαν πόντον περήσας». Ὁ μέγας πόντος τοῦ Ἐλύτη εἶναι, ὅπως λέει, «πέντ’ ἔξι χιλιάδες λέξεις». Τὸ φορτίο τοῦ σκάφους τοῦ εἶναι ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ στοιχεῖα παλαιὰ καὶ νεότερα, ἑλληνικὰ καὶ εὐρωπαϊκά, ποὺ ὅλα μαζὶ συνθέτουν τὴν ἀνθρωπογεωγραφία τοῦ τόπου μας καὶ εἰδικότερα τὴ φυσιογνωμία τοῦ ποιητῆ.

Παρόμοιες ἀπόψεις γιὰ τὴ «μία» ἑλληνικὴ γλώσσα ἐκφράζει καὶ ὁ Ν. Ἐγγονόπουλος, ὁ ὁποῖος δηλώνει ὅτι τὶς γνώσεις του γιὰ τὴ γλώσσα τὴν ἑλληνικὴ τὶς βοήθησε ἡ ἀπέραντη ἀγάπη του γιὰ τὴν ἀνάγνωση ἀρχαίων, βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν κειμένων. «Νόμιμη» γλώσσα γι’ αὐτὸν «εἶναι ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνική», ἐνῶ «δὲν ἔχουν κανένα ἀπολύτως νόημα» οἱ «φανατικὲς» γνῶμες γιὰ «μικτή, καθαρεύουσα, δημοτική». Ὁ ποιητὴς θεωρεῖ ὅτι εἶναι «ἔλλειψη σοφίας νὰ προσηλώνεται κανεὶς πεισματάρικα σὲ μία καὶ μόνο, ἀποκλειστικά, μορφὴ» τῆς γλώσσας, «νὰ περιφρονῆ αὐτὸν τὸν ἀμύθητο πλοῦτο, τὸ θησαυρό, ποὺ ἔχει στὴ διάθεσή του. Καὶ νὰ μὴν ἀντλῆ, ἐλεύθερα, μὲ σεβασμὸ καὶ προσοχὴ φυσικά, γιὰ νὰ λαμπρύνη τὸ στίχο του, νὰ ἐνισχύση τὸ νόημά του. Ἀκριβῶς ὅπως μᾶς διδάσκουν τ’ ἀθάνατα γραπτά του Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Καβάφη». Στὸ γνωστὸ ἐπίσης ποίημά του «Ἡ πόλις τοῦ φωτὸς» [9] περιγράφεται μία ὡραία, ἀρχαιόθεν ἑλληνικὴ πόλη ποὺ κοσμεῖται μὲ λαμπρὲς οἰκοδομὲς κλιμακούμενες σὲ ὅλες τὶς διαδοχικὲς ἐποχὲς τῆς ἱστορίας τοῦ ἔθνους. Ἐκεῖ συγκατοικοῦν ἁρμονικὰ καὶ μὲ κατανόηση, μὲ τὰς ἑκατέρωθεν, φυσικά, παραχωρήσεις, οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς νεκρούς. Τὴν πόλη αὐτὴ «εὐτύχησε» νὰ ἐπισκεφθεῖ ὁ ποιητὴς σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀπέραντα ταξίδια του καί, ὅπως λέει, ἡ ἀγαλλίασή του ὑπῆρξε ἀπερίγραπτη, ὅταν συναντήθηκε ἐκεῖ μὲ διάφορες ἑλληνικὲς καὶ ξένες πνευματικὲς καὶ ἡρωικὲς μορφὲς τοῦ παρελθόντος.

Πιστεύουμε λοιπὸν ὅτι καὶ ὁ μαθητής, ἀλλὰ σὲ τελευταία ἀνάλυση καὶ ὁποιοσδήποτε Νεοέλληνας μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ κάνει ἕνα ἀνάλογο ταξίδι στὴ γλώσσα καὶ στὴ λογοτεχνία μᾶς μέσα ἀπὸ τὰ παλαιότερα κείμενα. Τὰ κείμενα αὐτὰ μποροῦν ὄχι μόνο νὰ τοῦ προσφέρουν εὐρύτερη γλωσσικὴ καὶ λογοτεχνικὴ καλλιέργεια ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν κάνουν ἱκανὸ νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ἀποτελεῖ ζωντανὸ μέλος μίας μακρόχρονης παράδοσης καὶ πολιτισμοῦ γιὰ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ αἰσθάνεται οἰκεῖος καὶ ἀλληλέγγυος.

1. Δοκιμὲς A («Ἴκαρος», Ἀθήνα 19743), σσ. 177-8. Πρβ. Discours de Stockholm (1964) σ. 40.
2. Δοκ. A., σ. 475.
3. Δοκ. A., σσ. 362-3.
4. Δοκ. A., σ. 66.
5. Δοκ. A., σσ. 70-1.
6. Δοκ. A., σσ. 189-90.
7. Βλ. Ὀδ. Ἐλύτης, Ἰδιωτικὴ Ὁδὸς («Ὕψιλον / βιβλία», Ἀθήνα 1990) 62-4, 68.
8. Βλ. Ν. Ἐγγονόπουλος, Ποιήματα A' («Ἴκαρος», Ἀθήνα 1977) 154-5.
9. Βλ. Ν. Ἐγγονόπουλος, Στὴν Κοιλάδα μὲ τοὺς Ροδῶνες («Ἴκαρος», Ἀθήνα 1978) σσ. 73-4.

[...]


Γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας

Ἡ ὅλη ὀργάνωση τῆς διδασκαλίας τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, ὅπως προβλέπεται ἀπὸ τὸ νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, εἶναι θεμελιωμένη στὴν ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα εἶναι μία καὶ ἑνιαία ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, μὲ τὶς φυσιολογικὲς μεταλλάξεις καὶ μεταβολὲς ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὴν μακραίωνη ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῆς ὁμιλίας καὶ τῆς γραφῆς της.

Παραθέτουμε χαρακτηριστικὲς σχετικὲς μαρτυρίες Ἑλλήνων καὶ ξένων ἐπιστημόνων καὶ λογοτεχνῶν.

Μολονότι ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα ἄλλαζε ἀδιάκοπα, καθὼς ἄλλωστε ἀλλάζει ἀναπόδραστα καθετὶ τὸ ζωντανό, διατήρησε ἀνέπαφη τὴν ἱστορική της συνέχεια καὶ ἑνότητα, παρέχοντας ἔτσι ἀδιαμφισβήτητες μαρτυρίες γιὰ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια καὶ ἑνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ.
G. THOMSON, The Greek Language, Cambridge 1960 (§ 117)

Δὲν ἀποτελεῖ ὑπερβολὴ νὰ τονιστεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ δὲν εἶναι μία σειρὰ ἀπὸ ξεχωριστὲς γλῶσσες ἀλλὰ μία καὶ ἑνιαία γλώσσα. Ἂν κάποιος θέλει νὰ μάθει Ἑλληνικά, δὲν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἂν θὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, τὸν Πλάτωνα, τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸ ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα ἢ τὸν Καζαντζάκη.
R. BROWNING, Medieval and Modern Greek, Cambridge 1969
(ἀπὸ τὸν Πρόλογο)

Παρ’ ὅλες τὶς ριζικὲς ἀλλαγές της, ἡ φυσικὴ ὁμιλούμενη γλώσσα τῆς Ἑλλάδας σήμερα εὔκολα ἀκόμη ἀναγνωρίζεται ὡς ἴδια μὲ ἐκείνη τοῦ Ὁμήρου. Παραμένει μία ἐξαιρετικὰ ἀρχαϊκὴ γλώσσα, ἔκδηλα ἰνδοευρωπαϊκῆς δομῆς στὴν ὀνοματικὴ καὶ ρηματική της μορφολογία.
L.R. PALMER, The Greek Language, Bristol (ἀνατ. 1995, σ. 198)

Ἡ Ἑλληνικὴ τῶν περασμένων ἱστορικῶν φάσεων —ἀρχαϊκή, ἀρχαία ἢ μεσαιωνικὴ— μὲ ὅλες της τὶς διαφορές, εἶναι σήμερα αἰσθητὴ ὡς Ἑλληνική.
A. MIRAMBEL, Ἡ Νέα Ἑλληνικὴ Γλώσσα,
ἔλλ. ἔκδ. Θεσσαλονίκη 1978, σ. 300

Ἡ Ἑλληνικὴ παρουσιάζει μίαν ἀδιάκοπη ἱστορικὴ ἐξέλιξη, καὶ ἡ σημερινὴ Ἑλληνικὴ μὲ τὴ μορφὴ τῆς δημοτικῆς ἢ τῆς καθαρεύουσας συνεχίζει ἀπευθείας τὴν Ἑλληνική του Ὁμήρου καὶ τοῦ Δημοσθένη.
P. GHANTRAINE, Dictionnaire Etymologique de la Langue Grecque,
Paris (ἀνατ. 1990, σ. Χ).

Ἡ νέα Ἑλληνικὴ δὲν εἶναι μία γλώσσα ἐντελῶς νέα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλληνική, εἶναι ἡ σύγχρονη μορφὴ μίας γλώσσας ποὺ δὲν εἶναι νεκρή, τῆς Ἑλληνικῆς.
H. TONNET, Histoire du Grec moderne, Paris 1993, σ. 168

Ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνικὴ εἶναι μία. Καὶ εἶναι μᾶλλον ἔλλειψη σοφίας νὰ προσηλώνεται κανεὶς πεισματάρικα σὲ μία καὶ μόνο ἀποκλειστικὰ μορφή της καὶ νὰ περιφρονεῖ αὐτὸν τὸν ἀμύθητο πλοῦτο, τὸ θησαυρό, ποὺ ἔχει στὴ διάθεσή του.
Ν. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (Ποιήματα, 1985, σ. 155)

Ἐγὼ δὲν ξέρω νὰ ὑπάρχει παρὰ μία γλώσσα, ἡ ἑνιαία γλώσσα ἡ Ἑλληνική... Τὸ νὰ λέει ὁ Ἕλληνας ποιητὴς ἀκόμη σήμερα «οὐρανὸς» ἢ «θάλασσα» ἢ «ἥλιος» ἢ «σελήνη» ἢ «ἄνεμος», ὅπως τὸ ἔλεγαν ἡ Σαπφὼ καὶ ὁ Ἀρχίλοχος, δὲν εἶναι μικρὸ πράγμα. Εἶναι πολὺ σπουδαῖο. Ἐπικοινωνοῦμε κάθε στιγμὴ μιλώντας μὲ τὶς ρίζες μας. Τὶς ρίζες μας ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ: στὰ Ἀρχαῖα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
(ἀπὸ συνέντευξη τοῦ ποιητῆ στὴν ἐφημ. Τὸ Βῆμα, 24-12-1978)

Αὐτὴ εἶναι πράγματι ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα. Μία καὶ ἑνιαία, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ μιλιέται καὶ νὰ γράφεται• μία καὶ ἑνιαία, ὅταν προσπαθεῖς νὰ τὴν κατακτήσεις δημιουργικὰ μέσα στὴν πολλαπλότητα τῆς σύνθεσης καὶ τὸν πλοῦτο τῆς δηλωτικότητάς της.
Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ
(ἀπὸ ἐπιφυλλίδα στὴν ἐφημ. Τὸ Βῆμα, 24-2-1991)

Αὐτή, λοιπόν, τὴ γλώσσα μας τὴ Νεοελληνική, τὴ Δημοτικὴ δηλαδή, ποὺ λέγεται καὶ Κοινὴ Νεοελληνική, καλούμαστε καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη καὶ ἀπὸ τὶς κοινωνικές μας ἀνάγκες καὶ ἀπὸ τὸν Νόμο νὰ θεραπεύσουμε. Εἶναι ἡ σημερινὴ μορφὴ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ὅπως αὐτὴ ἐξελίχθηκε / διαμορφώθηκε διαχρονικὰ στὸ στόμα καὶ τὴν γραφίδα τῶν Ἑλλήνων. Εἶναι δηλαδὴ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα στὴ σημερινή της μορφή. Γιατί ἡ σημερινή μας γλώσσα δὲν εἶναι ἐγγονὴ ἢ θυγατέρα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, παρὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ μεταλλαγμένη (φωνολογικά, μορφολογικά, σημασιολογικὰ καὶ συντακτικὰ) ἀπὸ τὸν χρόνο, τὶς κοινωνικὲς ἀνάγκες καὶ τὴ χρήση.
ΧΡ. ΤΣΟΛΑΚΗΣ, Τὴ γλώσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική,
ἔκδ. Νησίδες καὶ 9,58 τῆς ΕΡΤ-3, 1999, σέλ. 36.


Ἡ ταυτότητα τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας

Ὅτι ἡ γλώσσα δὲν εἶναι ἁπλὸ ἐργαλεῖο, ὅπως τὴν θέλουν μερικοὶ τεχνοκράτες γλωσσολόγοι, ἐπικοινωνιολόγοι καὶ πληροφορικοί, ἀλλὰ καθοριστικὸ συστατικό της προσωπικότητας τοῦ ἀτόμου καὶ τῆς φυσιογνωμίας ἑνὸς λαοῦ, δήλ. ὑπαρξιακὸ στοιχεῖο, σήμερα φαίνεται νὰ ἀποτελεῖ γενικότερα ἀποδεκτὴ θέση. Ὁ Γάλλος Buffon πολὺ παλιὰ καὶ πολὺ ἐπιγραμματικὰ ταύτισε τὴν ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς γλωσσικῆς του ἔκφρασης: Τὸ ὕφος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος («Le style, c’ est l’homme meme). Πολὺ ἀργότερα ἕνας φιλόσοφος τῆς γλώσσας, ὁ πολὺς Wittgenstein, στὸ ἔργο τοῦ «Tractatus logico-philosophicus», διατύπωσε ἀκόμη πιὸ καθαρὰ μίαν ἀρχὴ στὴν ὁποία συχνότατα παραπέμπουν ὅλοι ὅσοι μιλοῦν γιὰ τὴν ὑφὴ καὶ τὴν ἀξία τῆς γλώσσας. Ἡ γλώσσα μου εἶναι ὁ κόσμος μου («The limits of my language mean the limits of my world»). Μέσα στὴ γλώσσα ἑνὸς λαοῦ, μέσα στὴν κάθε λέξη καὶ φράση ἀπεικονίζονται στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἱστορία, τὴ σκέψη, τὴ νοοτροπία, τὴν καλλιέργεια καὶ τὸν πολιτισμό του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἴδια ἡ διδασκαλία μίας μητρικῆς (ἐθνικῆς) γλώσσας, ὅταν διδάσκεται σωστὰ καὶ στὸ ἀπαιτούμενο βάθος, εἶναι αὐτόχρημα διδασκαλία τοῦ ὕφους καὶ τοῦ ἤθους ἑνὸς λαοῦ, ἱστορικὸς καὶ φρονηματιστικὸς μαζὶ παράγων. Ὁ ἱδρυτὴς τῆς «μοντέρνας», λεγόμενης, γλωσσολογίας, ἕνας γλωσσολόγος ποὺ εἶχε σ' ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ θητεύσει στὴν ἱστορικοσυγκριτικὴ γλωσσολογία μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς κλασικὲς γλῶσσες, ἀναφέρομαι στὸν Ferdinand de Saussure, ἦταν κι ὁ γλωσσολόγος ποὺ ὅρισε τὴ γλώσσα ὡς ταξινομία τοῦ κόσμου. Ποῦ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ γλώσσα τοῦ ταξινομεῖ τὸν κόσμο του ἔτσι ὅπως τὸν ἔχει συλλάβει καὶ ἐπεξεργαστεῖ πρῶτα μὲ τὴ νόησή του. Μὲ τὴ γλώσσα ὁ ἄνθρωπος βάζει τάξη στὸ χάος τῆς γύρω του πραγματικότητας. Κάθε λαὸς σύμφωνα μὲ τὴ νοοτροπία, τὶς ἀντιλήψεις, τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴ ἱστορία του, τὶς ἀξίες καὶ τὰ «πιστεύω» τοῦ συλλαμβάνει, ὀργανώνει καὶ ἐκφράζει γλωσσικὰ τὸν κόσμο μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Μία ἄλλη γλώσσα δὲν εἶναι ἁπλῶς ἄλλες λέξεις γιὰ τὰ ἴδια πράγματα, λέμε οἱ γλωσσολόγοι. Γιατί τότε ἡ μετάφραση λ.χ. ἀπὸ τὴ μία γλώσσα στὴν ἄλλη θὰ ἦταν ἁπλὸ παιχνίδι. Καί, βέβαια, αὐτὸ δὲν συμβαίνει. Κάθε γλώσσσα, ἐπανερχόμαστε στὸν Saussure, εἶναι ἄλλη ταξινόμηση τοῦ κόσμου. Νὰ γιατί κάθε γλώσσα εἶναι πρῶτα καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἐθνικὴ ταυτότητα• ἡ ἔκφραση τῆς σύγχρονης ὕπαρξης καὶ τῆς ἱστορικῆς μαζὶ διαδρομῆς κάθε λαοῦ, δήλ. ἡ ταυτότητά του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πιὸ οὐσιαστικὴ προσέγγιση ἑνὸς πολιτισμοῦ, ἑνὸς λαοῦ, μίας κοινωνίας περνάει πάντα μέσα ἀπὸ τὴ γλώσσα. Τὰ γλωσσικὰ σύμβολα ἀποκαλύπτουν μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο τρόπο τὴ νοοτροπία, τὴν ἱστορία, τὴ σκέψη καὶ τὴ στάση ἑνὸς λαοῦ ἀπέναντι στὸν κόσμο.

Αὐτὰ ποὺ εἴπαμε γενικὰ γιὰ κάθε ἐθνικὴ γλώσσα ἰσχύουν μ᾿ ἕναν ἔντονο καὶ ἀποδεικτικό, θὰ ἔλεγα, τρόπο προκειμένου γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Εἰδικότερα ὡς πρὸς αὐτὴ τὴ γλώσσα μία σειρὰ πολιτιστικοϊστορικῶν γνωρισμάτων τῆς προσδίδουν ἕναν ἰδιαίτερο χαρακτήρα. Αὐτὰ εἶναι κυρίως:

(i) Ἡ πρώιμη καὶ ἀπὸ μεγάλα προικισμένα πνεύματα χρησιμοποίηση τῆς Ἑλληνικῆς γιὰ τὴν ἔκφραση προηγμένων μορφῶν σκέψεως, ποὺ τῆς ἐξασφάλισε μία ἐπίσης πρώιμη ὅσο καὶ βαθιὰ καλλιέργεια.

(ii) Ἡ, συνεπεία αὐτῆς τῆς ἰδιότητάς της, ἀνάδειξη τῆς Ἑλληνικῆς σὲ κύρια βάση τῆς ἐννοιολογικῆς ἔκφρασης τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ.

(iii) Ἡ σημερινὴ παρουσία της στὸ λεξιλόγιο ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν καὶ μάλιστα σὲ σύνθετες καὶ ἀπαιτητικὲς μορφὲς ἐπικοινωνίας, ὅπως εἶναι ἡ ἐπιστήμη ἢ ὁ πολιτικὸς λόγος.

(iv) Ἡ ἀδιάκοπη προφορικὴ καὶ γραπτὴ παράδοσή της ἐπὶ 4.000 καὶ 3.000 χρόνια ἀντιστοίχως.

(v) Ἡ στενὴ —λόγω ἰδιαζουσῶν ἱστορικῶν καὶ πολιτιστικῶν συνθηκών— σχέση τῆς σύγχρονης Ἑλληνικῆς πρὸς τὶς παλαιότερες φάσεις της, ἀρχαία καὶ βυζαντινή.

(vi) Ὁ ρόλος τῆς ὄχι μόνο στὴν Ἀναγέννηση ἀλλὰ καὶ στὶς μετέπειτα, καὶ σύγχρονες ἀκόμη μορφὲς παιδείας καὶ ἐκπαίδευσης στὴν Εὐρώπη καὶ σὲ δυτικογενεῖς πολιτισμούς.

Δὲν ὑποστηρίζω καθόλου πὼς τάχα ἡ Ἑλληνικὴ εἶναι «ἡ περιούσια γλώσσα τοῦ κόσμου» ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ἰδιαίτερη, προνομιακὴ μεταχείριση εἰς βάρος ὅλων τῶν ἄλλων πολιτισμικῶν καὶ ἐθνικῶν γλωσσῶν... Δικαιοῦται, ὡστόσο, κανεὶς νὰ ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα —λόγω ἀκριβῶς τῶν ἰδιόμορφων χαρακτηριστικῶν της ἱστορικῆς της ἐξέλιξης— ἀποτελεῖ ἰδιάζουσα περίπτωση πολιτισμικῆς καὶ εὐρωπαϊκῆς γλώσσας ποὺ ὡς γλώσσα τῶν κλασικῶν κειμένων τῆς ἀρχαίας, ὡς γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, ὡς γλώσσα ἐκφράσεως τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος στὶς πιὸ μεγάλες στιγμὲς καὶ γιὰ τὰ πιὸ μεγάλα καὶ διαχρονικῆς ἐμβέλειας θέματα, τὰ θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἀξίες, εἶναι πάντα παροῦσα καὶ ἐπίκαιρη.

Τὰ σημεῖα ἰδιαιτερότητας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ποὺ ἔθιξα χρειάζονται μερικὲς πρόσθετες ἐπισημάνσεις.

Καὶ πρῶτα γιὰ τὸ ζήτημα τῆς πρώιμης καλλιέργειας τῆς Ἑλληνικῆς ἀπὸ μεγάλα πνεύματα. Μεγάλος συγγραφέας, μεγάλος διανοητής, μεγάλος φιλόσοφος, μεγάλος ἱστορικός, μεγάλος δημιουργὸς γενικά, προκειμένου γιὰ γραπτὴ παράδοση, σημαίνει μεγάλο, σημαντικὸ κείμενο. Μεγάλο κείμενο, ὡστόσο, σημαίνει ἐξαιρετικὴ σπουδαιότητα ὄχι μόνο στὸ περιεχόμενο τοῦ μηνύματος, ἀλλὰ καὶ στὴ γλωσσικὴ ὀργάνωση καὶ ἔκφρασή του. Ἡ διαλεκτικὴ λ.χ. δὲν εἶναι ἁπλῶς ὑψηλὴ καὶ σύνθετη τεχνικὴ ἀναζητήσεως τῆς φιλοσοφικῆς ἀλήθειας· εἶναι ὑψηλὴ καὶ σύνθετη ὀργάνωση τοῦ λόγου, τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης. Ratio καὶ oratio, μὴν τὸ ξεχνᾶμε, στὴν Ἑλληνικὴ ἐκφράστηκαν ἤδη ἀπὸ τὸν Πλάτωνα μ’ ἕνα, τὸ ἴδιο γλωσσικὸ σύμβολο, τὸν λόγο. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἄνοδος καὶ ἡ καλλιέργεια τῆς σκέψης, τῆς ἐπιστήμης, τοῦ θεάτρου, τοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ γενικότερα, στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ἦταν κατ’ ἀνάγκην μαζὶ καὶ βαθύτατη καλλιέργεια τοῦ λόγου, τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.

Ἔτσι μποροῦμε νὰ καταλάβουμε καὶ τὴν ὁμολογία τοῦ μεγαλύτερου ἴσως φυσικοῦ, τοῦ W. Heisenberg: «Ἡ θητεία μου στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα ὑπῆρξε ἡ σπουδαιότερη πνευματική μου ἄσκηση. Στὴ γλώσσα αὐτὴ ὑπάρχει ἡ πληρέστερη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στὴ λέξη καὶ στὸ ἐννοιολογικό της περιεχόμενο». Τὸ γλωσσικὸ σύμβολο, λοιπόν, δήλ. ἡ λέξη, στὴν Ἑλληνικὴ βρίσκεται σὲ πλήρη ἀντιστοιχία μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δηλώνει, τὸ «ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο», μᾶς λέει ὁ Heisenberg. Πρόκειται γιὰ ὅ,τι συχνά, μὲ ἄλλη ὁρολογία, χαρακτηρίζεται ὡς ἐτυμολογικὴ διαφάνεια τῶν λέξεων τῆς Ἑλληνικῆς.

Ἔτσι μποροῦμε ἐπίσης εὔκολα νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ β' σημεῖο ποὺ θίξαμε ἀνωτέρω, τὴν ἀνάδειξη τῆς Ἑλληνικῆς σὲ βάση τῆς ἐννοιολογικῆς ἔκφρασης τοῦ δυτικοῦ ἢ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Βασικὲς ἔννοιες τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, ἰδίως στὸ ἐπίπεδο ἀνταλλαγῆς πληροφοριῶν οὐσίας, ὅ,τι ὀνομάστηκε «καλλιεργημένος κώδικας», πρωτοεκφράστηκαν στὴν Ἑλληνική, γιὰ νὰ συμπληρωθοῦν ἢ καὶ νὰ μεταφραστοῦν ἀργότερα στὴ Λατινικὴ καὶ νὰ συγκερασθοῦν ἐν συνέχεια μὲ στοιχεῖα τῶν νεότερων ἐθνικῶν γλωσσῶν. Λέξεις - ἔννοιες ὅπως ἡ λογικὴ καὶ τὸ σύστημα, ἡ ἀνάλυση καὶ ἡ σύνθεση, ἡ κατηγορία, ἡ μέθοδος, ἡ ταξινομία, ἡ ὑπόθεση καὶ ἡ ἱεραρχία, τὸ πρόβλημα καὶ ἡ κριτική, τὸ θέμα, τὸ πρόγραμμα καὶ ἡ ὀργάνωση, ἡ θεωρία, ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ πρακτική, ὁ διάλογος καὶ ἡ διαλεκτική, ἡ ἰδέα καὶ ἡ ἰδεολογία, ἡ πολιτική, ἡ δημοκρατία ἀλλὰ καὶ ἡ τυραννία, τὰ συμπτώματα, ἡ διάγνωση καὶ ἡ θεραπεία, ἡ ἐποχή, ἡ περίοδος, ἡ ποίηση, τὸ δράμα, ἡ τραγωδία, ὁ λυρισμὸς καὶ τὸ θέατρο, τὸ μέτρο καὶ ἡ συμμετρία ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπερβολή, τὸ μυστήριο καὶ ἡ μαγεία, ἡ λειτουργία, ὁ ἔρωτας καὶ ἡ ὑποκρισία, ὁ Χριστός, ἡ ὀρθοδοξία, τὸ Εὐαγγέλιο, οἱ ὕμνοι, ἡ λειτουργία, οἱ μάρτυρες καὶ ἡ ἐκκλησία καὶ τόσες ἄλλες λέξεις κλειδιὰ τοῦ πολιτισμοῦ μᾶς συλλαμβάνονται, δηλώνονται καὶ βιώνονται μὲ λέξεις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.

Ὡς πρὸς τὴ σχέση σύγχρονης, ἀρχαίας καὶ βυζαντινῆς Ἑλληνικῆς καὶ τὴ μακρὰ ἀδιάκοπη γραπτὴ καὶ προφορικὴ παράδοση τῆς Ἑλληνικῆς 4.000 χρόνια τώρα, ἂς ἀφήσουμε καλύτερα νὰ μιλήσει ὁ Γιῶργος Σεφέρης: «Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ὁ ἄνθρωπος, ἡ θάλασσα... Γιὰ κοιτάξτε πόσο θαυμάσιο πράγμα εἶναι νὰ λογαριάζει κανεὶς πὼς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ μίλησε ὁ Ὅμηρος ὡς τὰ σήμερα, μιλοῦμε ἀνασαίνουμε καὶ τραγουδοῦμε μὲ τὴν ἴδια γλώσσα. Κι αὐτὸ δὲν σταμάτησε ποτέ, εἴτε σκεφτοῦμε τὴν Κλυταιμνήστρα ποὺ μιλᾶ στὸν Ἀγαμέμνονα, εἴτε τὴν Καινὴ Διαθήκη, εἴτε τοὺς ὕμνους τοῦ Ρωμανοῦ καὶ τὸν Διγενῆ Ἀκρίτα, εἴτε τὸ Κρητικὸ Θέατρο καὶ τὸν Ἐρωτόκριτο, εἴτε τὸ δημοτικὸ τραγούδι». Αὐτὴ εἶναι πράγματι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα. Μία καὶ ἑνιαία, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ μιλιέται καὶ νὰ γράφεται• μία καὶ ἑνιαία, ὅταν προσπαθεῖς νὰ τὴν κατακτήσεις δημιουργικὰ μέσα στὴν πολλαπλότητά της.

Αὐτή, ἄλλωστε, ἡ μακραίωνη συνέχεια τῆς Ἑλληνικῆς εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀδυναμία της. Δύναμη, γιατί μποροῦμε κάθε στιγμὴ νὰ γευόμαστε τὴ μαγεία τῆς λέξεως, τὸ σμίλεμα τῆς σημασίας τῆς μέσα στὸν χρόνο καὶ τὴν πολυδύναμη λειτουργία της στὸν λόγο. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη —ἀντίθετα ἴσως πρὸς τὶς περισσότερες ἄλλες γλώσσες— μία βαθύτερη, ἐνεργητικὴ καὶ δημιουργικὴ γνώση καὶ χρήση τῆς νέας Ἑλληνικῆς σὲ ἀπαιτητικότερες μορφὲς ἐπικοινωνίας προϋποθέτει ἰδιαίτερα στὸ λεξιλόγιο τὴ διαχρονικὴ-ἱστορική, παράλληλα πρὸς τὴ συγχρονική, προσέγγισή της. Προϋποθέτει μίαν ἐξοικείωση μὲ τὶς λέξεις-ρίζες καὶ τὰ δομικὰ / σχηματιστικὰ στοιχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς (προρρηματικᾶ, ἐπιθήματα, τέρματα κ.α.), ὥστε νὰ μπορεῖ τὸ σημερινὸ Ἑλληνόπουλο ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀποτυπώνει μνημονικά, ἀλλὰ νὰ καταλαβαίνει σὲ βάθος καὶ νὰ ἀξιοποιεῖ δημιουργικὰ τὰ πολυδύναμα συστατικά της γλώσσας του. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ πρόσθετη δυσκολία, ἡ ἀδυναμία, ἂν θέλετε, τῆς Ἑλληνικῆς.

Ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη ὅπου θὰ ζήσουμε κι ἐμεῖς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι, ἀπὸ τὴ φύση της, πολυεθνικὴ (multinational), πολυγλωσσικὴ (multilingual) καὶ πολυπολιτισμικὴ (multicultural). Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ βρεθεῖ ὁ συνεκτικὸς δεσμὸς ποὺ θὰ συνδέει βαθύτερα καὶ οὐσιαστικὰ τὶς χῶρες τῆς Κοινότητας μεταξύ τους. Ὁ δεσμὸς αὐτὸς δὲν ἀπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὶς ἀξίες πάνω στὶς ὁποῖες στηρίχθηκε ὁ δυτικὸς πολιτισμός. Ἀλλὰ οἱ ἀξίες αὐτές, μὲ τὴ σειρά τους, εἶναι σὲ μεγάλο βαθμὸ ἐκφρασμένες σὲ ἑλληνικὰ κείμενα καὶ σὲ ἑλληνικὴ γλώσσα. Εἶναι τὰ κείμενα τὰ κλασικά, αὐτὰ δήλ. ποῦ ξεπέρασαν τὰ ὅρια τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου, κείμενα ἑλληνικὰ ὅπου τίθενται, συζητοῦνται καὶ ἀνατέμνονται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ ἀνθρωπιά, οἱ κοινωνικοὶ καὶ πολιτικοὶ θεσμοί, ἡ ἔννοια τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς μεταβολῆς τῶν ὄντων, ἡ ὕβρις καὶ ἡ κάθαρσις, ὁ δῆμος καὶ ἡ πόλις, ἡ δημοκρατία καὶ ἡ τυραννίδα, ὁ πόλεμος καὶ ἡ εἰρήνη, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἐλευθερία, ἡ ἀξιοπρέπεια καὶ ὁ σεβασμός, ἡ φιλοπατρία, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Ὅλα σὲ λόγο ἑλληνικό, σὲ γλώσσα ποὺ μιλιέται καὶ γράφεται -μὲ μεγαλύτερες ἢ μικρότερες μεταβολές— στὴν Ἑλλάδα καὶ σήμερα. Σὲ γλώσσα ἑλληνικὴ ἀγρότερα καὶ ὁ θεῖος λόγος, σὲ λόγο ἑλληνικὸ οἱ καθοριστικὲς γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ ἔννοιες τῶν πατερικῶν κειμένων, στὰ Ἑλληνικὰ καὶ ἡ ὑμνολογία τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας, ἑλληνιστὶ καὶ ἡ Θεία Λειτουργία.

Μέσα στὴν ἀναπόφευκτη γλωσσικὴ Βαβὲλ τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης ἡ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα (γιὰ μᾶς οἱ διακρίσεις σὲ ἀρχαία, μεσαιωνικὴ καὶ νέα ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι καὶ τεχνητὲς καὶ ἐπιζήμιες), μέσα ἀπὸ τὴν Παιδεία καὶ τὴν Ἐκπαίδευση τῶν μελῶν τῆς Κοινότητας, θὰ ἀποτελεῖ στὴν πράξη ἄμεση ἐπαφὴ μὲ πρῶτες ἔννοιες καὶ θεμελιώδεις πηγὲς τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ἐννοιολογικὸ δεσμὸ τῶν πολιτῶν τῆς Εὐρώπης, πλησίασμα σὲ βασικὲς δομὲς τῆς σκέψης, σταθερὸ σημεῖο ἀναφορᾶς στὴν ἀναμενόμενη σύγχυση. Ἡ ἐξοικείωση μὲ τὶς κλασικὲς γλῶσσες καὶ τὶς ἔννοιες καὶ ἀξίες ποὺ πρωτοεκφράστηκαν σ’ αὐτὲς μπορεῖ νὰ γίνει τὸ κοινὸ χαρακτηριστικὸ τῶν σκεπτόμενων πολιτῶν τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, χαρακτηριστικὸ ποὺ θὰ ἑνώσει διανοητικά, ἠθικὰ καὶ παιδευτικὰ πολίτες ποὺ θὰ τοὺς χωρίζουν πολλὰ ἄλλα: ἡ μητρική τους γλώσσα, ἡ ἐθνική τους ταυτότητα, ἡ πολιτικὸ-κοινωνική τους ἰδεολογία, ἡ νοοτροπία, ἡ ἱστορία τοὺς κ.λπ.

Ὁ ρόλος τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν τελειώνει μὲ τὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα. Ποτίζοντας τὸν δυτικὸ πολιτισμό, ἐπιβιώνει συνεχῶς μὲ διαφορετικὴ μορφὴ καὶ ἔνταση μέσα ἀπὸ τὴ συνείδηση τῶν διάφορων εὐρωπαϊκῶν λαῶν. Αὐτὴ τὴ βίωση μποροῦμε νὰ κάνουμε πιὸ συνειδητὴ στὰ πλαίσια τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, ἐνεργοποιώντας τὴν περισσότερο μέσω τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.

Στὶς μέρες μας μέσα στὴ γενικότερη σύγχυση καὶ ἀμφισβήτηση βασικῶν ἐννοιῶν καὶ ἀξιῶν ποὺ ἐπικρατεῖ, ὁρισμένες αὐτονόητες ἄλλοτε ἔννοιες καὶ ἀξίες τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπαναφέρονται στὸ προσκήνιο καὶ νὰ ἐπανεξετάζονται ἀπὸ νέα σκοπιά, αὐτὴ τῆς εὐρύτερης σημερινῆς πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς συγκυρίας. Οἱ τελευταῖες κοινωνικὲς ἐξελίξεις καὶ οἱ ἀπίστευτοι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια πολιτικοὶ μετασχηματισμοὶ ποὺ ζοῦμε σήμερα στὴν Εὐρώπη ἀλλὰ καὶ σὲ διεθνὲς ἐπίπεδο, περισσότερο παρὰ ποτέ, ἐπιβάλλουν νὰ ξαναβροῦμε ὁρισμένα σταθερὰ σημεῖα ἀναφορᾶς, διαχρονικῶς δοκιμασμένα, πάνω στὰ ὁποῖα θὰ ἑδραιωθεῖ μία οὐσιαστικὴ καὶ βαθύτερη προσέγγιση ὅλων τῶν χωρῶν τῆς Εὐρώπης, καὶ ἰδιαίτερα τῶν χωρῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητας.

Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, καθηγητὴς Γλωσσολογίας στὸ Παν/μιο Ἀθηνῶν, Ἐφημερίδα Τὸ Βῆμα τῆς 17/2/1991
Λέξεις-κλειδιὰ γιὰ τὸ Google: Οι μεγάλοι μας ποιητές και ο Γ. Μπαμπινιώτης για την διαχρονικότητα και μοναδικότητα της Ελληνικής Γλώσσης. Ελύτης, Σεφέρης, Εγγονόπουλος. Ελληνική γλώσσα, συνέχεια, αυτοχθονία, αρχαία ελληνικά, καθαρεύουσα, δημοτική, πολυτονικό, μονοτονικό. Ρεπούση, Γαβριηλίδης, γενίτσαροι, προδότες, ανθέλληνες, Ιστορία Δημοτικού, κρυφό σχολειό.