«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἀνδρέας Φαρμάκις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἀνδρέας Φαρμάκις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 20 Απριλίου 2025

Μελέτη ζωῆς

Μελέτη ζωῆς

- ἤ, ὁ φιλόσοφος καὶ τὸ κουνούπι (μέρος α')

- ἤ, ἡ τραγικὴ ἀντίθεσις τοῦ φθαρτοῦ μὲ τὸ αἰώνιο

Ὀμὰρ Καγιάμ

   Κουνούπι: τὸ μεταφυσικὸ σκάνδαλο.

   Εἴχα καὶ ἄλλοτε ἐπισημάνει τὸ μεταφυσικὸ σκάνδαλο ποὺ λέγεται «κουνούπι». Ὁ ἄνθρωπος, ὑποτίθεται, εἶναι ἀνώτερο πνευματικὸ ὄν, συγκλονιζόμενο ἀπὸ μεταφυσικὴ ἀγωνία γιὰ τὸ νόημα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς, γιὰ τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος, γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου. Ὅμως ἐμένα μὲ ἀπασχολεῖ τὸ κουνούπι ποὺ μὲ τσίμπησε στὸν ἀστράγαλο καὶ μὲ τρίβει καὶ μὲ ἐνοχλεῖ. Δὲν εἶναι ἐξωφρενικό, καὶ βαθιὰ τραγικό;

   Σκεφτεῖτε το. Τὸ κουνούπι εἶναι τὸ μέγα μεταφυσικὸ σκάνδαλο. Τὶ Σωκράτηδες καὶ Ἡράκλειτοι καὶ Λάο Τσὲ καὶ Κομφούκιοι καὶ Κὰντ καὶ Νίτσε καὶ Χάιντεγκερ, νὰ ἀραδιάζουν ὑψιπετεῖς φιλοσοφίες... Τσάφ, τὸ κουνουπάκι, καὶ οἱ φιλοσοφίες σκάνε σὰν σαπουνόφουσκες. Τὸ κουνούπι τσιμπᾷ τὴν ἀχίλλειο πτέρνα (pun intended) τῆς φιλοσοφίας.

   Ἕνας ἄνθρωπος εὐαίσθητος καὶ καλλιεργημένος ζεῖ τὴν ζωὴ βαθύτερα ἀπὸ τὴν ἐπιφανειακὴ καὶ συμβατικὴ καθημερινότητα. Ζεῖ ὅ,τι ἀφήνει ψήγματα χρυσοῦ στὴν ψυχή, καθὼς τὸ ποτάμι τοῦ χρόνου ξεπλένει τὶς ματαιότητες ποὺ μᾶς περισποῦν καὶ μᾶς ἀναλίσκουν. [1]
   Ἕνας φιλόσοφος στοχάζεται καὶ βυθομετρεῖ τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων.
   Ὁ σοφὸς ἀσκητής, διὰ τῆς ἀσκήσεως, γίνεται ἕνα μὲ τὴν οὐσία αὐτήν.

   Ἔστω τώρα ὅτι ἕνα κουνούπι μᾶς τσιμπᾷ τὸ δάκτυλο· ἢ τὸ αὐτὶ τοῦ φιλοσόφου, τὴν ὥρα ποὺ στοχάζεται τὸ νόημα τῆς ζωῆς.

   Τί συμβαίνει;
   Ἀπολαμβάνουμε τὴν θαλπωρὴ τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς;
   Ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὰ μεγάλα ἰδανικά, τὴν πρόοδο τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ ἔθνους;
   Στοχαζόμαστε τὸ νόημα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς;

   Ὄχι! Ἀντὶ γιὰ τὴν οἰκογένεια, τὴν κοινωνία καὶ τὸ ἔθνος, τὸ νόημα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς, ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας ἐπικεντρώνεται στὸ κουνούπι! Ἀντὶ νὰ στοχάζεται περιδεὴς ὁ φιλόσοφος τὸ νόημα τοῦ σύμπαντος, ξύνει τό αὐτί του καὶ κυνηγᾷ τὸ κουνούπι!

   Δὲν εἶναι τρομερό πόσο τὸ εἶναι μας εἶναι δέσμιον τῆς φθορᾶς;

   Ἕνα τίποτε εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ὅλα τὰ μεγάλα καὶ τὰ σπουδαῖα τῆς κούφιας κεφαλῆς μας, μιὰ σαπουνόφουσκα, ποὺ τὴν τσιμπᾷ ἕνα κουνούπι;

   Στοχαζόμενος τὸ φλέγον τοῦτον ζήτημα, ἐρεύνησα τὸ Διαδίκτυον διὰ κώνωπας καὶ φιλοσόφους. Εὐρῆκα τὸν κώνωπα, ὄχι περὶ τὸ οὖς φιλοσόφου, ἀλλὰ ἐπὶ κέρατος βοός. Γνωστὸς μῦθος τοῦ Αἰσώπου, ἡ δὲ φράσις παροιμιώδης.

   Τὸ συγκλονιστικόν, ὅμως, εἶναι τὸ ἐξῆς. Συγκρίνετε τὴν μακαριότητα τοῦ ἀγαθοῦ βοδιοῦ ποὺ ἀμέριμνο μασουλᾷ τὸ χορταράκι του στὸ λιβάδι, μὲ τὸ φαιδρὸν θέαμα τοῦ φιλοσόφου ποὺ κυνηγᾷ τὸ κουνούπι μὲ τὴν παντόφλα στὸ χέρι.

   Ποῖος ὁ σοφός, ἑπομένως; Ὁ Γεώργιος Σουρῆς ἀπαντᾷ εὐγλώττως («Ὁ Φασουλῆς φιλόσοφος»):

Ἕνα κουνούπι ζωηρὸ ἐκάθισε μιὰ μέρα
σ᾿ ἑνὸς βοδιοῦ τὸ κέρατο κι ἐσφύριζ᾿ ἐκεῖ πέρα,
κι εἶπε τὸ βόδι μὲ ψυχρὸν Ἐγγλέζου χαρακτῆρα:
«Καὶ ὅταν ἦλθες κι ἔφυγες χαμπάρι δὲν σ᾿ ἐπῆρα».
Ἂν ἠμπορῆς, βρὲ ἄνθρωπε, πές του καὶ σὺ αὐτά,
ὅταν στ᾿ αὐτιά σου νηστικὸ σφυρίζοντας πετᾶ.
Μὲ σφύριγμα καὶ δάγκωμα κακὰ σὲ ξημερώνει,
ἂν δὲν σκεφτῆς δελτάριον ν᾿ ἀνάψης Ζαμπιρόνη.

Σημειώσεις:
[1] Δεῖτε π.χ. πῶς στοχάζονται γιὰ τὴν αὐθεντικὴ ζωὴ οἱ κάτωθι συγγραφεῖς (ἀναφέρω μερικὲς περιπτώσεις ἐνδεικτικῶς):

* * *

α) Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἐν λευκῷ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2006 (ζ' ἔκδ.· α' ἔκδ. 1992).

   Τί θεωρεῖ σημαντικόν, στοιχεῖον τῆς ὄντως ζωῆς, ὁ Ἐλύτης; Ὄχι αὐτὸ ποὺ δίδει ἀπατηλὴ ὑστεροφημία. Γράφει («Τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικά», 1983 καὶ 1989):

   «Τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ παίρνει μαζί του πεθαίνοντας ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μικρὸ ἐκεῖνο μέρος τῆς περιουσίας του ποὺ ἴσα ἴσα δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν ἄλλο. Κάτι λίγες αἰσθήσεις ἢ στιγμές· δυὸ τρεῖς νότες κυμάτων, τὴν ὥρα ποὺ τὸ μαλλὶ τὸ παίρνει ὁ ἀέρας μὲ τὰ γλυκὰ ψιθυρίσματα μὲς στὸ σκοτάδι· ὀλίγες μέντες ἀπὸ δυὸ κοντὰ κοντὰ βαλμένες ἀνάσες· ἕνα τραγούδι βαρύθυμο, σὰν βράχος μαῦρος· καὶ τὸ δάκρυ, τὸ δάκρυ τῆς μιᾶς φορᾶς, τὸ γιὰ πάντοτε. Ὅλα ὅσα, μ᾿ ἄλλα λόγια, κάνουν τὴν ἀληθινή του φωτογραφία, τὴν καταδικασμένη νὰ χαθεῖ καὶ νὰ μὴν ἐπαναληφθεῖ ποτέ.

   »Ἀποδίδω μεγάλη σημασία σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔσχατο τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀντίτυπο. Πού, ἐὰν συμβαίνει νὰ διακρίνουμε πίσω του ἀφρισμένη τὴ θάλασσα ἢ λευκὸ τὸ σπιτάκι, νὰ μὴν προσπερνᾶμε, τάχατες οἱ ἀνώτεροι ἐμεῖς, παρὰ νὰ γονυπετοῦμε καὶ νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας μὲ δέος. Ἕνα εἰκόνισμα εἶναι κι αὐτὸ τὸ πελαγίσιο κομμάτι, ποὺ τὸ ξύλο του ἔχει μαυρίσει ἀπὸ τοὺς καπνοὺς παλαιῶν ἀγώνων, ἀλλὰ ποὺ τ᾿ ἁγιωτικό του ἀναδίδει ἀκόμη Ἀναξίμανδρο.

   »Περιμένω τὸν καλλιτέχνη -ποὺ ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια τόσο λιγότερες πιθανότητες ὑπάρχουν ν᾿ ἀναφανεῖ- τὸν ἰκανὸ νὰ στήσει, ἀποστραγγίζοντας ὅλο τὸ ἀπόθεμα τοῦ θυμητικοῦ μας, τὸ μνημεῖο στὸν «ἄγνωστο ἰδιώτη». Ὅπως ὣς τώρα ἐστήσαμε σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ τόπου μας κάποιο μνημεῖο στὸν «ἄγνωστο στρατιώτη».»

   Καὶ γιὰ τὴν Ἀνάγκη ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἰδιωτικὴ ὁδὸ τῆς γνήσιας, πραγματικῆς ζωῆς, σημειώνει («Ἡ ἰδιωτικὴ ὁδός», 1990):

   «Ἡ ἰδιωτικὴ ὁδὸς «κόβει» μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ χρόνο. Πᾶς πιὸ γρήγορα σπίτι σου ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ πάλι, τὸ σπίτι σου δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ ἤξερες. Εἶναι μιὰ ἀγροικία μεγάλη, μὲ διπλὲς πέτρινες σκάλες, σὰν ἐκείνη τοῦ Πούσκιν στὴν Κριμαία. Παράδειγμα στὴν τύχη φέρνω.

   »Κάποτε συμβαίνει καὶ νὰ προλαβαίνεις τὰ πράγματα στὴν παιδική τους ἡλικία: τὸ αὐλιδάκι, τὸ κουζινάκι, τὴ λεμονίτσα, τὶς λιμνοῦλες. Ἀντιλαμβάνεσαι πόσο λίγη σημασία ἔχει ὁ χρόνος, ἂν δὲν εἶσαι ληξίαρχος. Καὶ ρίχνεις τὴν κάθετή σου μέσα στὰ γεγονότα, γιὰ ν᾿ ἀνασύρεις, ἁπλῶς, λίγην εὐφράδεια νερῶν, μιὰν ἀντανάκλαση, μιὰ κυανὴ διαφάνεια. Τ᾿ ἄλλα, καὶ δὴ σὲ κατάσταση ὠμή, σοῦ εἶναι ἄχρηστα! Βγάνουν συμφέρον· ὀξυγόνο δὲ βγάνουν. Κι ἡ φρόνηση τῆς ἐλαίας ἀπὸ κοντά.

   »Εἶναι ἀνοιχτὴ γιὰ τὸν καθένα μας ἡ ἰδιωτική του ὁδός. Καὶ ὅμως, τὴν ἀκολουθοῦν ἐλάχιστοι. Μερικοί, μόνον ὅταν συμβεῖ, μία ἢ δύο φορὲς στὴ ζωή τους, νὰ εἶναι ἐρωτευμένοι. Κι οἱ ὑπόλοιποι ποτέ. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀποχωροῦν μιὰ μέρα ἀπὸ τὴ ζωὴ χωρὶς νὰ ἔχουν πάρει κὰν εἴδηση τὶ τοὺς συνέβη. Καὶ εἶναι κρίμας. Εἶναι κρίμας αὐτὸς ὁ ἰσόβιος ἐγκλεισμὸς στὴν κιβωτὸ τῆς Ἀνάγκης, μὲ καθηλωμένες τὶς αἰσθήσεις σὲ ὑπηρετικὸ ἐπίπεδο. Καὶ νά ᾿φταιγε μόνον ἡ ἔλλειψη παιδείας; Ἐδῶ, κι ἕνας ἀμπελουργὸς ἢ ἕνας ψαράς, ἐὰν εἶναι αὐθεντικοί, φτάνουν, ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς συνειδητοποίησης τῶν δρωμένων, στὸν ἴδιο βαθμὸ ποὺ φτάνει καὶ ὁ ποιητής. Μυριάδες ἀνεπαίσθητες δονήσεις ἀπὸ τὴν πυρωμένη γῆς ἢ το πρωινὸ πέλαγος ἐπενεργοῦν πάνω τους, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ ψυχισμός τους νὰ δέχεται καὶ ν᾿ ἀποταμιεύει ἐγχαράξεις ἀνώνυμα θεϊκές.»

* * *

β) Χρῆστος Γιανναρᾶς, «Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους», ἔκδ. Ἴκαρος, 2002 (α' ἔκδ. Ἀθηνᾶ, 1970· β' ἔκδ. Γρηγόρης, 1979), κεφ. «Ἡ ἁμαρτία: ὑπαρκτικὴ ἀποτυχία καὶ ἀστοχία - Ἡ πτώση ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν ἐπιβίωση».

* * *

γ) Χρῆστος Μαλεβίτσης, «Τὸ παρδαλὸ γατάκι»
(«Ἡ Καθημερινή», 22-6-1991· ἀναδημοσίευσις: «Δοκίμια ἰδεῶν», ἐκδ. Δωδώνη, 1993, σελ 242-245)

   Ἡ ἐπίμονη ἐπανάληψη τῆς καθημερινότητας μουδιάζει τὴ συνείδηση. Τὴν περικαλύπτει μὲ κρούστα ἀδιαφορίας καὶ ἀχρηστεύει τὶς πλέον οὐσιώδεις λειτουργίες της: τὸν ξάφνιασμα, τὸν θαυμασμό, τὴν φρίκη. Ἀκόμη καὶ συνταρακτικὰ περιστατικὰ δὲν εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ θραύσουν αὐτὴν τὴν κρούστα. Εἶναι ὅμως φορὲς ποὺ κάποιο ἀσήμαντο συμβὰν ἐπιφέρει ρωγμὴ στὴν κρούστα. Καὶ ἀποκαλύπτεται ὁ μαγικὸς κόσμος τοῦ οὐσιώδους. Μαζὶ μὲ τὸ ρίγος τῆς παρθενικῆς ἐνοράσεως τοῦ κόσμου. Καὶ συνειδητοποιοῦμε πὼς ζοῦμε σὲ δάσος γοητευτικὸ καὶ ἐπίφοβο. Εἶναι σὰν τὸ «πανέρμο δάσος», ἐντὸς τοῦ ὁποίου αἰφνίδια βρέθηκε ὁ Σολωμός, «μὲ λογισμὸ καὶ μ᾿ ὄνειρο».
   Τὸ παρδαλὸ γατάκι ἦρθε στὴ ζωὴ πρὶν λίγες μέρες. [...]

* * *

δ) Δημήτρης Λιαντίνης, «Γκέμμα», ἐκδ. Βιβλιογονία, 1997, κεφ. «Ἡ κυκλώπεια»Ὁ Λιαντίνης, στὸ δοκίμιο αὐτό, μὲ ἀφορμὴ τὴν «κυκλώπεια» ραψωδία τῆς Ὀδύσσειας τοῦ Ὁμήρου, πραγματεύεται τὸ ζήτημα τῆς καθημερινῆς μέριμνας, ἡ ὁποία βυθίζει τὸν ἄνθρωπο στὴν ὀντολογικὴ λήθη, στερώντας του τὴν ἀ-λήθεια τῆς ὑπάρξεως. Ὁ ἄνθρωπος τότε γίνεται «σκιᾶς ὄναρ» (Πίνδαρος), οὐσιαστικῶς νεκρός, ὅπως οἱ Λονδρέζοι ποὺ ἔβλεπε ὁ T.S. Eliot («Ἔρημη Χώρα») νὰ περνοῦν ἀπὸ μιὰ γέφυρα τοῦ Τάμεσι:

Χύνονταν στὸ Γιοφύρι τῆς Λόντρας ἕνα πλῆθος, τόσοι πολλοί,
Δὲν τό ᾿χα σκεφτεῖ πὼς ὁ θάνατος εἶχε ξεκάνει τόσους πολλούς.

   Καὶ πραγματεύεται ὁ Λιαντίνης τὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος, μὲ σκληρὸ ἀγῶνα, ἁρπάζοντας τὸν καιρό, μπορεῖ ἀπὸ τὸ Man νὰ περάσῃ στὸ Existenz (Χάιντεγγερ), ὁ Οὖτις νὰ γίνῃ Ὀδυσσεύς (Ὅμηρος).

   Ὡστόσο ὁ Λιαντίνης φαίνεται τελικῶς νὰ περιορίζῃ τὴν ἐπίτευξι τῆς ὀντολογικῆς ὑπάρξεως, ἀλλὰ καὶ τῆς μόνης δυνατῆς ἀθανασίας, στὴν ὑστεροφημία, ἢ τουλάχιστον νὰ θεωρῇ τὴν τελευταία ἀναγκαία. Ὅμως, ἐνίσταται ἐδῶ ὁ αὐτοκράτωρ Μάρκος Αὐρήλιος («Τὰ εἰς ἑαυτόν», 4.19.1):

   «Ὁ περὶ τὴν ὑστεροφημίαν ἐπτοημένος οὐ φαντάζεται ὅτι ἕκαστος τῶν μεμνημένων αὐτοῦ τάχιστα καὶ αὐτὸς ἀποθανεῖται· εἶτα πάλιν ὁ ἐκεῖνον διαδεξάμενος, μέχρι καὶ πᾶσα ἡ μνήμη ἀποσβῇ διὰ ἁπτομένων καὶ σβεννυμένων προιοῦσα. ὑπόθου δ᾿, ὅτι καὶ ἀθάνατοι μὲν οἱ μεμνησόμενοι, ἀθάνατος δὲ ἡ μνήμη· τί οὖν τοῦτο πρὸς σέ;»

   Καὶ εὑρίσκει γαλήνην μόνον εἰς τὴν ἔνταξιν τοῦ ὁλιγοστίγμου ἀνθρώπου εἰς τὴν ἀρμονίαν τοῦ αἰωνίου κόσμου (5.24.1):

«Μέμνησο τῆς συμπάσης οὐσίας, ἧς ὀλίγιστον μετέχεις, καὶ τοῦ σύμπαντος αἰῶνος, οὗ βραχὺ καὶ ἀκαριαῖόν σοι διάστημα ἀφώρισται, καὶ τῆς εἱμαρμένης, ἧς πόστον εἶ μέρος.»

   Ἀλλοῦ, ὅμως, ὁ Δημήτρης Λιαντίνης μᾶς δίνει ἕνα ἐξαίσιο δεῖγμα αὐθεντικῆς ζωῆς:

[...περπάτησες στὴν φεγγαράδα μὲ τὴν κοπέλα... (νὰ τὸ βρῶ)]

* * *

ε) Παντελῆς Γιαννουλάκης, «Τα ψάρια δεν ξέρουν ότι βρέχει», εκδ. άγνωστο, β' έκδ., Θεσσαλονίκη 2009, κεφ. «Ἀναρωτήθηκες ποτὲ ἂν εἶσαι στ᾿ ἀλήθεια ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος;» (σελ. 76-79)

   Ἀναρωτήθηκες ποτὲ ἂν εἶσαι στ᾿ ἀλήθεια ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος;

[Ἀντ᾿ αὐτοῦ, ὅμως...]

   Πλέον, το μόνο που θέλουν όλοι είναι να κοιμηθούν, όλοι νυστάζουν, δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους, σέρνονται από δω κι από κει, βουτηγμένοι στις υποχρεώσεις, κουρασμένοι, απελπισμένοι, χασμουριούνται, κάθονται αποσβολωμένοι μπροστά σε μια τηλεόραση ώσπου τελικά να τους πάρει πάλι ο ύπνος, και το πρωί δεν μπορούν να ξυπνήσουν, κοιμούνται όρθιοι στους δρόμους, ξεχνάνε αμέσως ακόμη και τα όνειρα που είδαν, τρακάρουν ο ένας με τον άλλον, κι όταν συνέρχονται για λίγο, το μόνο που κάνουν είναι να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν ή να βλάψουν ο ένας τον άλλον.
(σελ. 239)

   Ὅμως καὶ πάλι ὁ Παντελῆς Γιαννουλάκης μᾶς θυμίζει σὲ μιὰ σελίδα τοῦ βιβλίου του («Τα ψάρια δεν ξέρουν ότι βρέχει» (ἐκδ. άγνωστο, β' ἔκδ., Θεσσαλονίκη 2009), κεφ. «Ὅ,τι βλέπουμε εἶναι ψεύτικο») τὸν Ὀμὰρ Καγιάμ:

«Ὅ,τι βλέπουμε εἶναι ψεύτικο, δὲν χρειαζόμαστε στ᾿ ἀλήθεια τίποτε, αὐτὸ μοῦ εἶπε μιὰ ἡμιφωτισμένη νύχτα στὴ βιβλιοθήκη τοῦ γέροντα Χέρμαν Ἔσσε, Ὀμὰρ Καγιάμ.

"Μιὰ κούπα κρασὶ χρειάζομαι κι ἕνα βιβλίο μὲ ποιήματα,
μισὴ φέτα ψωμὶ γιὰ νὰ δαγκώσει τὸ πικραμένο μου στόμα,
καὶ τότε ἐσὺ κι ἐγώ, καθισμένοι σὲ κάποιον βράχο τῆς ἑρήμου,
θά ᾿χουμε περισσότερο πλοῦτο ἀπ᾿ ὅλα τὰ βασίλεια τῶν Σουλτάνων."
»

( -Ἀπὸ ἀγγλικὴ μετάφρασι:
A Book of Verses underneath the Bough,
A Jug of Wine, A Loaf of Bread—and Thou
Beside me singing in the Wilderness—
Oh, Wilderness were Paradise enow!

- Καὶ ἀπὸ ἄλλη ἀγγλικὴ μετάφρασι:
Here with a Loaf of Bread beneath the Bough,
A Flask of Wine, a Book of Verse - and Thou
Beside me singing in the Wilderness -
And Wilderness is Paradise enow.

(Omar Khayyám, "Rubaiyat")
)

...Καὶ τὸν Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς:

   «Ἀποχαιρετῶ τὸν ἀναγνώστη μου μὲ ἕνα ἀγαπημένο μήνυμα ποὺ ἄφησε πίσω του ὁ ποιητὴς καὶ ἄρχοντας τοῦ Φανταστικοῦ, Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς:

   "Ἂς προχωρήσουμε μπροστά, βάρδοι καὶ παραμυθάδες, κι ἂς ἀδράξουμε ὅποιο λάφυρο λαχταρᾶ ἡ καρδιά, καὶ μὴ φοβᾶστε. Μὴ φοβᾶστε. Τὰ πάντα ὑπάρχουν. Τὰ πάντα εἶναι ἀληθινά. Καὶ ἡ Γῆ, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κόκκος σκόνης κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας."»

(
   "Let us go forth, the tellers of tales, and seize whatever prey the heart long for, and have no fear. Everything exists, everything is true, and the earth is only a little dust under our feet."

(William Butler Yeats, "The Celtic Twilight")
)

* * *

Βλέπε ἐπίσης:
Φειδίας Μπουρλᾶς, «Ἐνάντια στὴν πραγματικότητα, ἢ περὶ ἐλευθερίας»

* * *

Ἡ αὐθεντικὴ ζωή

- ἤ, ὁ φιλόσοφος καὶ τὸ κουνούπι (μέρος β')

   Ἀφορμή, ἕνα κείμενο τοῦ ἱστολογίου grmanifesto, «facebook: εικονική ζωή», 6 Ἰαν. 2010:

   «[...] Το facebook είναι μια τεράστια βιτρίνα, στην οποία μπαίνουν κι εκτίθενται οικειοθελώς ως πραμάτεια οι χρήστες του, οι οποίοι, συνήθως, φιλοτεχνούν ένα «προφίλ» το οποίο, απέχει λίγο ή περισσότερο από την πραγματικότητα. Αυτό που πολλοί όντως είναι, μπερδεύεται εκούσια ή ακούσια με αυτό που θα ήθελαν να είναι. Εκατομμύρια εξαρτημένες ασημαντότητες, περιτρυγυρισμένες από εικονικούς φίλους, αυταπατώνται ότι είναι κάτι περισσότερο από αυτό που πραγματικά είναι. Αυταπατώνται ότι ενδιαφέρουν, ότι η γνώμη τους μετράει. Ό,τι τους αρνείται η πραγματική ζωή τους το προσφέρει αφειδώλευτα η κλειδαρότρυπα. Επιδειξίες κι οφθαλμολάγνοι μαζί, σκηνοθετούν τον εαυτό τους, παρακολουθώντας ταυτοχρόνως τις σκηνοθετημένες ζωές των άλλων. «Χρόνια πολλά καλή μου!» -όχι επειδή σε νοιάζομαι, αλλά επειδή μου το θύμισε το PC μου. Ανταλλάσονται ακαταπαύστως κοινοτοπίες, ψέματα και προσωπικά δεδομένα. [...]

   Στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο μας που περισσεύει η «επικοινωνία» οι άνθρωποι, μόνοι όσο ποτέ άλλοτε, διψούν για επαφή κι αντ’ αυτής ξεδιψούν με παραισθησιογόνα, σπαταλώντας τον χρόνο τους κι εκθέτοντας εθελουσίως τους ανήμπορους εαυτούς τους. Οι περισσότεροι μάλιστα από αυτούς πάσχουν από ένα μικρό ή μεγάλο σύνδρομο ναρκισσισμού που δεν τους επιτρέπει να επικοινωνήσουν πραγματικά, που τους αναπαύει όμως η «ασφάλεια» της ψευδοεπικοινωνίας. Ποιος όμως μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχουν πάμπολλοι πληκτικοί άνθρωποι που διασκεδάζουν την μοναξιά τους με τις εικονικές «σχέσεις» του διαδικτύου; Άνθρωποι που δεν τα καταφέρνουν καθόλου καλά με την εικόνα τους, τα πάνε περίφημα με τις εικονικές επαφές τους. Σε όλους αυτούς οι σελίδες «κοινωνικής δικτύωσης» λειτουργούν ως παραισθησιογόνα. Γίνονται το ψυχότροπο αντίδοτο της χαμηλής τους αυτοεκτίμησης, πληρώνοντας την αίσθηση του κενού και της μοναξιάς με ηλεκτρονικές «σχέσεις», των οποίων η διαφορά με τις πραγματικές είναι τόση, όση η διαφορά του έρωτα με το ξεφύλισμα πορνοπεριοδικών. [...]

   Στην πραγματικότητα κανένα facebook δεν βοηθά τους ανθρώπους να συναντηθούν. Όντας βιτρίνα, κάνει πιο ευχάριστη πιθανόν την απομόνωσή τους και την απογοήτευσή τους. Δεν χρειάζεται όμως να την σπάσουμε. Αρκεί να μην ψωνίσουμε. Μ’ άλλα λόγια: Καλύτερα μόνοι παρά με κακή «παρέα».»

   Σκέπτομαι ὅμως ἐγώ:

   Ὅπως ὅλα τὰ δυσοίωνα δημοσιεύματα τοῦ εἴδους (τὸ ἴδιο λέγουν γιὰ τὸ Διαδίκτυο γενικῶς, τὴν τηλεόρασι, τὶς μεγάλες πόλεις, τὴν σύγχρονη ἐποχὴ γενικῶς...), καὶ σωστὸ καὶ λάθος.
   «Τὸ Facebook εἶναι εἰκονικὴ ζωή».
   Σωστόν. Ἀλλά, ἡ συνήθης «πραγματικὴ» ζωὴ (ἡ καθημερινὴ ρουτίνα) εἶναι περισσότερο πραγματική; Πιὸ ἀληθινή;
   ««Χρόνια πολλά καλή μου!» - ὄχι ἐπειδὴ σὲ νοιάζομαι, ἀλλὰ ἐπειδὴ μοῦ τὸ θύμισε τὸ PC μου.»
   Πάλι καλά, ὅμως, ποὺ τὸ ὑπενθυμίζει τὸ Facebook. Διαφορετικά, Χρόνια Πολλὰ θὰ δεχόμασταν μόνον ἀπὸ τὶς αὐτόματες μηχανὲς google.com, yahoo.com, insomnia.gr, thelab.gr, blue-whitegt.com, thegt.net, adslgr.com, κ.λπ. (μὴν τὰ γράψω ὅλα καὶ ἐκτεθοῦμε)!
   «Οἱ «facebook friends» δὲν εἶναι πραγματικοὶ φίλοι.»
   Γιατί, ὅλες οἱ φάτσες ποὺ βλέπετε καθημερινῶς, εἶναι; (Μὴν θιγεῖ κανεὶς βρέ!)

   Οὐδὲν καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον.
   Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ψέγει ὁ Σωκράτης τὴν ἐφεύρεσι τοῦ βιβλίου - ὅτι καταργεῖ τὴν ἀνθρώπινη μνήμη, τὴν ὁμιλία, τὴν ἐπαφή.
   Ἀλλὰ καὶ ἂν εἶναι σωστὰ -καὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ εἶναι- τὰ λεγόμενα γιὰ τὸ ψεῦδος τῆς σύγχρονης ζωῆς, κάθε ἐναλλακτική, «underground» μορφὴ δικτυώσεως, γεννᾷ την ἐλπίδα γιὰ κάτι γνησιότερο, αὐθεντικότερο.
   Ποὺ καὶ αὐτὸ ἐντάσσεται τελικῶς στὸ σύστημα.
   Δὲν φταίει ὅμως αὐτό, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ καθημερινότης.
   Ἂν δὲν μποροῦμε ἐμεῖς τὸ ἀληθινό, τὸ θαῦμα, νὰ τὸ βροῦμε στὴν πιὸ ἁπλὴ στιγμή, σὲ ἕναν κόκκο ἄμμου, σὲ ἕνα νεῦμα τῆς καθημερινότητος, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων.

   ...Ἔγραφε ὁ φίλος Α.Φαρ.:

   Ἄραγε ὑπάρχει ἕνας τόπος πιὸ ἐλεύθερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὄχι τόπος ἐρημικός, χωρὶς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κοινωνία ἀνθρώπων ἐλευθέρων - καὶ ὄχι ἐντελῶς, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, ὅμως τόπος τῆς μεγίστης δυνατῆς ἐλευθερίας; Ὑπάρχει;

   Εἶναι κάποιο ξεχασμένο χωριὸ στὰ βάθη τῆς ἀφρικανικῆς ζούγκλας, εἶναι αὐτὲς οἱ οὐτοπικὲς μυστικὲς πόλεις ποὺ ἔχουνε στήσει στὰ ἀπάτητα τῆς Σιβηρίας Ρῶσσοι ἀναχωρητές; Εἶναι τὸ χωριὸ μέσα στὸ σπήλαιο τῶν Ἀφγανῶν ἀνταρτῶν μὲ τὸ σημάδι στὸ μέτωπο: δρακοφονιάς,
   ἢ,
   εἶναι παντοῦ, ἐκεῖ ποὺ ἕνα ἀγόρι ξενυχτάει ἀπὸ ἔρωτα;

   Εἶχα ἀπαντήσει:

   Ἔχω νὰ βρεθῶ σὲ τέτοιον τόπο ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο, ὅπου μὲ μερικοὺς φίλους εἴχαμε φτιάξει συμμορίες - μυστικὲς ὀργανώσεις (μὲ κωδικὰ ὀνόματα, ταυτότητες κ.λπ. ἀπαραίτητα τῆς συνωμοτικῆς ὀργανώσεως) καὶ εἴχαμε χωθεῖ μὲ φακοὺς στὸ βάθος μιᾶς σκοτεινῆς, ἀραχνιασμένης, μουχλιασμένης ἀποθήκης τοῦ σχολείου, τρυπώνοντας, ἕρποντας μέσα σὲ σωροὺς ἀχρήστων πλέον θρανίων καὶ καρεκλῶν. Ἐκεῖ, στὸ βάθος, ἦταν τὸ κρησφύγετό μας, καὶ ἡ ἐλευθερία.

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, Κυριακὴ τοῦ Πάσχα 20 Ἀπριλίου 2025

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

Σὰν φτιαγμένη ἀπὸ χλωμὸ φεγγαρόφωτο στὰ ξέφωτα τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ...

Βάλτε στὸ νοῦ σας ἕνα κοριτσάκι -
σὰν βορρινὸς ἄγγελος -
σὰν τὶς μορφὲς στὰ χρωματιστὰ τζάμια τῶν ἐκκλησιῶν τους -

σὰν φτιαγμένη ἀπὸ χλωμὸ φεγγαρόφωτο στὰ ξέφωτα τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ -
ψηλὴ ἀλαφροπάτητη ἀχνογέλαστη -
ἀθώα καὶ εὐγενική -

καὶ
καθισμένη δίπλα σου νὰ τρώει μὲ ὄρεξη -
BLUTWURST -
λουκάνικο ἀπὸ σκέτο πηγμένο αἷμα γουρουνιοῦ -
ὠμὸ κιμά -
καὶ πηχτὴ ἀπὸ βρασμένα στήθη ἀγελάδας.
Καὶ ὠμὰ αὐγά.

Δὲν εἶναι δράμα;

   Ἂν τὸ κορίτσι τοῦ βορρᾶ ἔχει τὴν κακὴ τύχη καὶ μπλέξει μὲ τοὺς Ἕλληνες, ἤ ἔχει φίλες Ἑλληνίδες, ἀγόρασε εἰσιτήριο γιὰ τὴν δυστυχία. Οἱ γερμανοί, ἴσως περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἐβροπαίους, ἀναγνωρίζουν ἀμέσως καὶ ἐκτιμᾶνε τὴν εὐθύτητα καὶ τὴν ἁπλότητα. Δηλαδὴ τὰ γεμιστά, τὰ φασολάκια, τὰ χόρτα, τὴν τοματοσαλάτα, τὸ Χρυσὸ Λάδι - τὰ ἑλληνικὰ φαγητά. Καὶ ὕστερα καταλαβαίνουν πόσο βάρβαρα βαριὰ ὠμὰ αἱμάτινα εἶναι τὰ δικά τους. Καὶ εἶναι μιὰ ζωὴ δυστυχισμένοι.

Χ.Κ. - Ἀνδρέας Φαρμάκις

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Πενίας ἐγκώμιον

   «Τῇ Ἑλλάδι πενίη μεν αἰεί κοτε σύντροφός ἐστι, ἀρετὴ δ᾿ ἔπακτος ἐστί.» [1]

   Ὁ Ἡρακλῆς στὸ σταυροδρόμι τῆς Ἀρετῆς καὶ τῆς Κακίας.

   Τὸ δεῖπνο τοῦ Παυσανίου καὶ τοῦ Μαρδονίου στὶς Πλαταιές.

   Τὴν συνισταμένη τῆς πραγματικῆς φύσης τῆς Ἑλλάδας ἀποτελοῦν τὸ φῶς, ἡ πενία καὶ ἡ θάλασσα, λέγει ὀ Ὀδυσσέας Ἐλύτης. Καὶ ἐπικαλεῖται τὴν «ἀρχαία πείνα» στὸ «Ἄξιον ἐστί». Καὶ σημειώνει [2]:
   
   «Εἶναι ὕβρις, βέβαια, νὰ ἐξυμνεῖ κανείς τὴ φτώχεια. Ὡστόσο, μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, ἡ φτώχεια μαζὶ μὲ τὰ δεινὰ ποὺ ἦταν φυσικὸ νὰ συμπαρασύρει, ἔφτασε νὰ πάρει στὴν Ἑλλάδα ἕνα ἄλλο νόημα, ἠθικό, νὰ διαμορφώσει μιὰν εἰδικοῦ βάρους Ἀρετή, ποὺ τὴν εἴδαμε νὰ παίρνει τὴ μορφὴ τοῦ Ἀγωνιστῆ στοὺς ἄντρες, τῆς Καρτερίας στὶς γυναῖκες, καὶ ποὺ αὐτή, τελικά, ἐπέτρεψε τὴν ἐπιβίωση ἑνὸς λαοῦ στὸ πεῖσμα μιᾶς πεντηκοντάδας κατακτητικῶν κυμάτων.»

 Γράφει ὁ Δημήτριος Ν. Γαρουφαλῆς [3]:
   
   [...] τὸ περσικὸ καὶ λακωνικὸ δεῖπνο, τὸ ὁποῖο παρέθεσε ὁ ἀρχιστράτηγος Παυσανίας στοὺς Ἕλληνες στρατηγούς, ἀμέσως μετὰ τὴν νικηφόρο μάχη τῶν Πλαταιῶν [...]
   Εἶναι τραγικὴ εἰρωνία, ἀλλὰ τὸ λεπτόγεον καὶ ἡ φτώχια ὑπῆρξαν δύο μεγάλες δυνάμεις τῆς Ἑλλάδος. Καὶ τὸ πίστευαν αὐτὸ βαθιὰ μέσα τους οἱ Ἕλληνες τῶν ἀρχῶν τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ. Διότι, καθὼς λέγει ὁ Αἰσχύλος, «ἡ Δίκη κατοικεῖ λαμπρὴ στὴν καπνισμένη κάμαρη τῆς φτώχιας. Τιμᾶ τὴν ταπεινὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς, παίρνει τῶν ὁμματιῶν καὶ φεύγει ἀπὸ τὰ μέγαρα ποὺ χέρια βρώμικα τὰ φόρτωσαν χρυσάφι. Κοπιάζει στὰ χαμόσπιτα τ᾿ ἁγνά. Σιχαίνεται τοῦ πλούτου τὴν ἰσχύ, τὴν κούφια φήμη. Κι ὅλα στὸ πεπρωμένο τέρμα κατευθύνει.» («Ἀγαμέμνων», 771-781)

   Ὁ Ἀριστοφάνης ἀντιπαραθέτει στὸν Πλοῦτο τὴν ἐνάρετη Πενία. Καὶ ὁ Κλαύδιος Αἰλιανός σημειώνει:

   «Οἱ τῶν Ἑλλήνων ἅριστοι πενίᾳ διέζων παρὰ πάντα τὸν βίον.»

* * *

   Ὁ Γιάννης Τσαρούχης:

   Ὁ Ἕλληνας ἔχασε ἕνα μεγάλο κίνητρο ποὺ εἶχε στὴ ζωή του. Τὴν πείνα. Τώρα τρώει καὶ ὅλοι ἔχουν κοιλιὰ καὶ στομάχι. Λοιπὸν δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν τὴ δραστηριότητα ποὺ εἴχανε ὡς πεινασμένοι. Ὅ,τι μεγάλο ἔκανε ἡ Ἑλλὰς -εἴτε ἀπὸ φιλοσόφους εἴτε ἀπὸ ἁπλοὺς ἀνθρώπους- τὸ ἔκανε ἀπὸ τὴν πείνα. Ὁ Ἕλληνας φαγωμένος γίνεται ἕνα ἀποκτηνωμένο ζῶο.

* * *

   Ὁ Φώτης Κόντογλου («Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια») [4]:
   
   «Ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια». Αὐτὰ τὰ θαυμάσια λόγια εἶναι παρμένα ἀπὸ τὸ τροπάρι τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ λένε πὼς αὐτὸς ὁ ἅγιος ἀπέκτησε μὲ τὴν ταπείνωση τὰ ὑψηλά, δηλαδὴ ἀξιώθηκε νὰ πάρει μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα μὲ τὴν ταπείνωση, καὶ μὲ τὴ φτώχεια πλούτισε τὴν ψυχή του μὲ οὐράνιους θησαυρούς.

   Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι καὶ γενικὰ σύμβολα γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ εἶναι ἡ θρησκευτικὴ ἔκφρασή της. Τὸ «τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια» εἶναι παρόμοιο μὲ τὸ ἀρχαῖο ρητὸ «καλλιτεχνοῦμεν μετ᾿ εὐτελείας», ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἁπλότητα, τὴν λιτότητα ποὺ ὑπάρχει στὴν τέχνη μας, καὶ γενικὰ σὲ ὅλα μας.

   Πρῶτα-πρῶτα, ἡ φύση μας εἶναι «τῇ πτωχείᾳ πλουσία», δηλαδὴ φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω φτωχή, μὰ στὸ βάθος εἶναι πλούσια. Ἕνα μάτι ποὺ βλέπει μοναχὰ ἐξωτερικὰ καὶ ξώπετσα, δὲ μπορεῖ νὰ νοιώσει τὸ πνευματικὸ βάθος ποὺ ὑπάρχει πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα. Ἡ ἑλληνικὴ φύση εἶναι ἁπλὴ καὶ λεπτή: Βουνὰ ποὺ εἶναι σπανὰ τὰ περισσότερα, δίχως δέντρα ἢ μὲ λιγοστὰ δεντράκια, μικρὰ λαγκάδια, ἀνάμεσα στὶς πλαγιές, ξεροπόταμα μὲ δάφνες, λυγαριὲς καὶ λίγες ταπεινὲς ἰτιές, κάμποι κίτρινοι, δίχως πολλὲς πρασινάδες, ἀμπέλια κατάχλωρα, ἀκροθαλασσιὲς ἥμερες, νησιὰ πολλὰ καὶ ξέρες, βράχοι σκουριασμένοι. Παντοῦ λίγη βλάστηση, λίγος σκοῖνος, μὰ τὰ λιγοστὰ δέντρα καὶ τὰ πολλὰ ἀγριόκλαρα εἶναι ἐκφραστικὰ στὸν ὑπέρτατο βαθμό, λὲς κ᾿ εἶναι ζωντανὰ πλάσματα, μὲ ψυχὴ καὶ μὲ μιλιά. Ἕνα δέντρο ποὺ στέκεται στὴν ἔρημη πλαγιὰ ἀπομοναχιασμένο, ἢ ἕνα ἄλλο καμπουριασμένο ἀπάνω ἀπὸ μία βρύση ἡ δίπλα σ᾿ ἕνα ρημοκκλήσι, θαρρεῖς πὼς εἶναι ζωντανοὶ ἄνθρωποι. Σ᾿ ἄλλο μέρος φαίνουνται ἀπὸ μακρυὰ δυὸ τρία δέντρα μαζωμένα, μὲ διάφορα σχήματα, καὶ θαρρεῖς πὼς κουβεντιάζουνε μεταξύ τους, ἀγναντεύοντας κάτω τὸν κάμπο ἢ τὸ γαλανὸ πέλαγο. Ἀλλοῦ πάλι βλέπεις περισσότερα δέντρα, ἕνα κοπάδι καὶ σοῦ φαίνουνται κι αὐτὰ σὰν ζωντανά. Δὲν εἶναι σὰν ἐκεῖνα ποὺ βλέπει κανένας σὲ ἄλλες χώρες, ἀκαταμέτρητα, πυκνά, ἀπαράλλαχτα τό ῾να μὲ τ᾿ ἄλλο, στοιβαγμένα τό ῾να κοντὰ στ᾿ ἄλλο μέσα στὰ δάση, σὰν νεκρά, σὰν νὰ βγήκανε ἀπὸ κανένα ἐργοστάσιο, ὅπως τὰ σπιρτόξυλα μέσα στὸ κουτί, χωρὶς φυσιογνωμία ἰδιαίτερη, χωρὶς ἔκφραση, δίχως μυρουδιά. Όπως ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἑαυτό του μέσα σ᾿ ἕνα πλῆθος ἀκαταμέτρητα, ἔτσι καὶ τὸ δέντρο ἢ ὅ,τι ἄλλο φυσικὸ κτίσμα, χάνεται μέσα στὸ ἀκαταμέτρητα διάστημα. Ἡ φύση σ᾿ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι ἀκόμα σὰν χάος, ποὺ βαραίνει σὰν βραχνὰς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.

   Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὰ μεγάλα βουνὰ ποὺ ὑπάρχουνε στὶς ξένες χῶρες, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου, κ᾿ ἡ ματιά του δὲν μπορεῖ νὰ τὰ περιλάβει, οὔτε ἡ ψυχή του νὰ τὰ νοιώσει, κρυμμένα μέσα σὲ πυκνὲς ἀντάρες. Ἐνῷ τὰ δικά μας τὰ βουνά, θαρρεῖς πὼς εἶναι καμωμένα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, λίγο πολὺ στὰ μέτρα του. Ἔχουνε κάποια ἐκφραστικὰ σχέδια, ὅπως προβάλλουνε τό ῾να πίσ᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο, ἥσυχα, ξαπλωμένα στὸν ἥλιο, ἢ γερμένα γιὰ νὰ ξεκουραστοῦνε κατὰ τὸ βασίλεμα, σὰν τὰ βόδια ποὺ κείτουνται στὸ χωράφι, ἀναχαράζοντας εἰρηνικά, θαρρεῖς πὼς εἶναι ἄνθρωποι, σὰν τσομπαναρέοι, σὰν τσελιγκάδες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ θαυμάσια τραγούδια μας τὰ τραγουδήσανε, σὰν νὰ εἶναι κάποια ζωντανὰ πλάσματα:

Ὁ Ὄλυμπος κι ὁ Κίσσαβος τὰ δυὸ βουνὰ μαλώνουν
γυρίζ᾿ ὁ γέρο Ὄλυμπος καὶ λέγει τοῦ Κισσάβου...

   ἢ,

Ἔχετε γεια ψηλὰ βουνὰ
καὶ δροσερὲς βρυσοῦλες,
κι ἐσεῖς Τζουμέρκα κι Ἄγραφα,
παλληκαριῶν λημέρια.

   Στὴ φύση μας ὅλα εἶναι ἁπλά, καθαρά, λιγοστά, ὄχι πλῆθος ποὺ κουράζει τὸ μυαλό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ αἰσθήματά μας εἶναι τὰ ἴδια, ἁπλά, ὅσο εἴμαστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν θέλουμε νὰ κάνουμε τὸν Εὐρωπαῖο.

   Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἁπλότητα ποὺ ὑπάρχει στὴ φύση μας καὶ στὴν ψυχή μας, εἶναι ἡ πλούσια φτώχεια ποὺ εἴπαμε. Ἡ ἁπλότητα φαίνεται γιὰ φτώχεια στὸ μάτι καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ ρηχοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πλοῦτος νομίζεται τὸ πλῆθος. Ὁ ἀρχαῖος εἶπε τὸ ρητό: «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ».

   Ἐρχόμαστε τώρα στὴν τέχνη. Ἡ τέχνη μας εἶναι κι αὐτὴ σὰν τὴ φύση μας, ἁπλὴ ἀπ᾿ ἔξω καὶ πλούσια ἀπὸ μέσα. Τὰ ἀρχαῖα χτίρια ξεκουράζουνε μὲ τὴν ἁπλότητά τους. Οἱ κολόνες, τὰ ἀετώματα, οἱ μετόπες, ὅλα εἶναι ἁπλούστατα. Δυὸ τρεῖς κολόνες στέκουνται ἀπάνω σ᾿ ἕναν ψηλὸν κάβο, κ᾿ εἶναι τόσο ἁρμονικὲς μὲ τὴν τοποθεσία, ποὺ θαρρεῖ κανένας πὼς καὶ τὰ δυό, τὸ φυσικὸ καὶ τὸ τεχνητό, τὰ ἔκανε τὸ ἴδιο χέρι, τὸ ἴδιο αἴσθημα!

   Οἱ βυζαντινὲς ἐκκλησίες μὲ τὸν τροῦλο θαρρεῖς πὼς εἶναι μικρὰ βουναλάκια ἀπάνω στὰ μεγάλα. Τὰ μικρὰ ρημοκκλήσια μὲ τὴν καμαρωτὴ σκεπή, μὲ τὸ ἀνεπιτήδευτο χτίσιμο, στέκουνται ἀπάνω στὶς ράχες ἢ στὶς πλαγιές, μ᾿ ἕνα δυὸ δεντράκια γιὰ συντροφιά, κ᾿ εἶναι τόσο ταιριαστὰ μὲ τὴ γύρω τοποθεσία, ποὺ τὰ χαίρεσαι, ὅπως χαίρεσαι ἕναν ἔμορφο βράχο, ἕνα νησάκι, ἕναν κάβο.

   Τὰ χωριάτικα σπίτια, τὰ παλιά, ὄχι αὐτὰ ποὺ χτίζουνε τώρα οἱ χωριάτες, πιθηκίζοντας τὴν Ἀθήνα, κοίταξε πόσο σύμφωνα εἶναι μὲ τὴ φύση. Ἐνῷ ὅσα κάνουνε τώρα κάποιοι ξιππασμένοι χωριάτες, τὰ μοντέρνα, μὲ τὸ στερεότυπο κρύο σχέδιο, μὲ τὰ στερεότυπα χρώματα, μὲ τὶς εὐρωπαϊκὲς σιδεριὲς μὲ τὰ «ἄρ-τιφισιέλ», κοίταξε κι ὁμολόγησε τί φωναχτὴ παραφωνία εἶναι μέσα στὴν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ ἁρμονία ποὺ κάνουνε τ᾿ ἄλλα τὰ σπίτια τοῦ χωρίου. Ἡ τέχνη εἶναι σωστὴ κι ἀληθινή, ὅταν ἐκεῖνος ποὺ τὴν κάνει ἔχει καὶ γερὸ ἔνστικτο, ὅπως οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τῶν χωριῶν, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ κάνει ὅ,τι κάνει μὲ ξερὴ γνώση, καὶ κείνη δανεικὴ καὶ συμβατική, ὅπως ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ ζωγραφικὴ κ᾿ ἡ μουσικὴ ποὺ διδάσκονται σήμερα στὶς διάφορες σχολές, δὲν ἔχει καθόλου αὐτὴ τὴν αἴσθηση ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ εἶναι σὲ ἁρμονία αὐτὸ ποὺ κάνει μὲ τὰ γύρω τοῦ φυσικὰ φαινόμενα. Γιὰ τοῦτο ἡ παράδοση σ᾿ ἕναν τόπο εἶναι ὁ μοναχὸς ἀληθινὸς δρόμος γιὰ τὶς τέχνες, καὶ γενικὰ γιὰ κάθε ἔκφραση τῆς ζωῆς, τὰ δὲ ἄλλα εἶναι «ξύλα, πλίνθοι καὶ κέραμοι, ἀτάκτως ἐρριμμένα», χωρὶς κανέναν δεσμό, οὔτε μεταξύ τους, οὔτε μὲ τὸν τόπο, χωρὶς καμμιὰ δικαίωση.

   Κοιτάξετε πόσο πολύπλοκα καὶ μπερδεμένα κατα-φορτωμένα, μὲ ἀνόητες σαβοῦρες εἶναι τὰ κτίρια τῆς γοτθικῆς τέχνης, τῆς ἰταλικῆς Ἀναγέννησης, καὶ τ᾿ ἄλλα ποὺ κάναμε στὶς λατινικὲς καὶ στὶς ἀγγλοσαξονικὲς χῶρες. Ἀπελπισία! Μπιχλιμπίδια καὶ στριφογυρίσματα. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Ἀνατολή, στὴν Ἰνδία καὶ στὴν Κίνα: Παγόδες σὰν λαβύρινθοι, βραχνὰς ἀληθινός!

   Οἱ δυτικοί, ἀπὸ τὸ ἀνόητο παραφόρτωμα ποὺ κάνανε στὰ χτίριά τους, μὲ κορνίζες, μὲ πάστες, μὲ λογῆς λογῆς ἀνάγλυφα, ποὺ φτάξανε πιὰ στὶς τοῦρτες τῆς Νότιας Ἀμερικῆς, πήρανε σήμερα βόλτα καὶ φτάξανε μονομιᾶς στὴν ἄλλη ἄκρη, στὸ μοντέρνο στὸν Λε-κορμπυζιέ, δηλαδὴ στὸ ξεγύμνωμα, στὴν πουριτανικὴ αἰσθητική, στὸ σκέτο κασσόνι.

   Τὰ ἴδια γίνουνται καὶ στὶς ἄλλες τέχνες. Ἡ δική μας ζωγραφική, δηλαδὴ ἡ βυζαντινή, εἶναι ἁπλὴ καὶ λιτὴ στὴν ὄψη, καθαρισμένη ἀπὸ τὰ μάταια κι ἀνώφελα στολίδια τῆς προοπτικῆς καὶ τῆς ἀνατομίας, καθαρὴ σὰν κρούσταλλο, κι ἀπὸ μέσα γεμάτη πνευματικὸ βάθος, χωρὶς ἐπιτήδεψη ποὺ θέλει, νὰ ξεγελάσει τὸ μάτι (trompe d᾿ oeil), δηλαδὴ πράγματα σαλντιμπαγκικά, κατώτερα ἀπὸ τοὺς σκοποὺς ποὺ πρέπει νά ῾χει ἡ τέχνη. Ἡ ζωγραφικὴ σὲ ἄλλες χῶρες στάθηκε κολλημένη μόνο στὸ φαινόμενο, παραφορτωμένη μὲ ἀδιαφόρετα πράγματα, μὲ προοπτικές, μὲ ἀνατομίες, μὲ σκηνοθεσίες θεατρικές, μὲ φωτισμοὺς ἐπιτηδευμένους καὶ ψεύτικους, παραγεμισμένη μὲ ἕνα σωρὸ ἀνόητα ἐφευρήματα, μὲ ταβάνια πλουμισμένα, ποὺ δείχνουνε τάχα βάθος στὸ διάστημα, χωρὶς καμμιὰ ἁπλότητα, μπερδεμένη καὶ πατικωμένη, ὅπως π.χ. εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Μιχαὴλ Ἀγγέλου, μ᾿ ἕνα σωρὸ μπεχλιβάνηδες, τοῦ Τισιάνου, τοῦ Βερονέζε, προπάντων τοῦ Τιντορέττο, μὲ χιλιάδες πρόσωπα, σὲ σημεῖο νὰ μὴ βλέπεις τίποτα, τὰ ἔργα τοῦ Ροῦμπενς, ποὺ εἶναι σὰν κρεοπωλεῖο γεμάτο σάρκες καὶ μάταιες ἐπιδείξεις. Ἀκόμα κ᾿ οἱ πιὸ παλιοὶ τεχνῖτες τους εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀνόητη ματαιότητα καὶ στὰ θρησκευτικὰ ἔργα, ὅπως π.χ. «ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων» τοῦ Τζεντίλε ντὰ Φαμπριάνο καὶ τοῦ Μπενότσο Γκότσολι, ποὺ παριστάνουνε ἕναν στρατὸν ὁλόκληρον ἀπὸ «ἱππότες» ντυμένους καρναβαλίστικα, ἄλλους καβαλάρηδες κι ἄλλους πεζούς, μὲ καμῆλες φορτωμένες, μὲ λυκόσκυλα, μὲ γεράκια τοῦ κυνηγίου, μὲ ἐλάφια, μὲ χρυσὰ κι ἀργυρὰ ροῦχα μὲ ἀραπάδες, μὲ σαρίκια, μὲ ρόμπες λογιῶν λογιῶν, μὲ βάζα, μὲ κουτιά, μὲ ὅ,τι φαντασθεῖ κανένας· κι ὅλοι αὐτοὶ πᾶνε νὰ προσκυνήσουνε, τάχα, «τὸ θεῖον βρέφος», ποὺ δὲν φαίνεται καθόλου μέσα σ᾿ ἐκεῖνον τὸν κυκεῶνα! Ἐνῷ οἱ δικοί μας ζωγράφοι ζωγραφίζουνε τοὺς τρεῖς Μάγους, ἁπλὰ καὶ καθαρά, μάλιστα μικρόσωμους, καὶ δίνουνε τὰ δῶρα τους στὴν Παναγιά, ποὺ κρατᾷ τὸν νιογέννητο Χριστό, ταπεινά, ἁπλά, ὅπως εἶναι γραμμένα καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, χωρὶς αὐτὲς τὶς παράτες καὶ τὶς φιέστες στοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Βάθος δὲ πνευματικὸ κανένα δὲν ὑπάρχει στοὺς δυτικούς, μοναχὰ βουὴ καὶ σαματᾶς: Ὄπερα!

   Κ᾿ ἡ μουσική μας εἶναι καὶ κείνη ἁπλή, σεμνή, καθαρή, καὶ κάνει πιὸ ἐκφραστικὰ τὰ λόγια ἑνὸς τραγουδιοῦ, καὶ τὰ ὄργανα ποὺ τὴν παίζουνε εἶναι ἁπλὰ καὶ λιγοστά: ἡ λύρα ποὺ ἔπαιζε ὁ Τέρπανδρος, τὸ σαντούρι ποὺ ἔπαιζε ὁ Ὅμηρος, ἡ φλογέρα ποὺ ἔπαιζε ὁ Εὔμαιος. Κ᾿ ἡ ψαλμῳδία μας εἶναι ἁπλή, παθητικὴ καὶ πνευματική, χωρὶς κανένα ὄργανο.

   Σὲ ἄλλες χῶρες ἡ μουσικὴ γίνηκε ἐπιστήμη βαρεῖα. Ἕνα τιποτένιο «μοτίβο» γίνεται περίπλοκο καὶ φοβερὸ «ἔργο», βαρὺ καὶ καταθλιπτικό, σὰν τὰ κτίρια τους, σὰν τὶς ζωγραφιές τους, σὰν τὰ δράματά τους. Καὶ τὰ ὄργανα ποὺ παίζουνε αὐτὴ τὴ μουσικὴ εἶναι ἀκαταμέτρητα, ὁλόκληρες φάλαγγες, ποὺ τὸ τίποτα τὸ κάνουμε βροντὴ τοῦ οὐρανοῦ! Αὐτὰ ξιππάζουνε τοὺς ματαιόδοξους, ποὺ παίρνουνε τὸ πλῆθος γιὰ πλοῦτο, καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ζητήσουνε τὸ «τιμιώτατον», ποὺ βρίσκεται μοναχὰ μέσα στὴν ἁπλότητα.
Προσπάθησα νὰ σοῦ δώσω νὰ νοιώσεις τὴν «πλούσια φτώχεια», ποὺ ὑπάρχει στὰ δικά μας πράγματα, δηλαδὴ τὴν ἁπλὴ ὄψη τῆς φύσης μας καὶ τῆς τέχνης μας, ποὺ κρύβει ὅμως μυστικοὺς θησαυρούς. Ὅπου ὑπάρχει τυμπανοκρουσία καὶ μεγάλη φασαρία καὶ σκηνοθεσία, νὰ ξέρεις πὼς δὲν ὑπάρχει παραμέσα τίποτε ἄλλο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκοῦς καὶ βλέπεις. Ἄν, λοιπόν, ἔνοιωσες κάτι ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, τώρα ποὺ τελειώνεις τὸ διάβασμα θὰ καταλάβεις καλύτερα τὴν ἐμορφιὰ καὶ τὴν ἀλήθεια, ποὺ ἔχουνε τὰ λόγια ποὺ διάβασες στὴν ἀρχή: «Τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».

* * *

   Ὁ Γιάννης Ξανθούλης («Επιτέλους... φτωχοί!») [5]:
   
   ...Να ξαναγίνουμε φτωχοί.
   Όπως ήμασταν πάντα. Όπως οι ήρωες των παλιών αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες πόρνες. Όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθήσει ΟΛΗ η ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό -όσπρια πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό- ενώ η γάτα και ο σκύλος περίμεναν στωικά να 'ρθει η σειρά τους... Να ξαναγίνουμε φτωχοί όπως ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν μέσω γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε να γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας και οι αυθεντικοί ζήτουλες βρίσκονταν έξω απ' τις εκκλησιές περιμένοντας το τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου. Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή παιδοφιλία. Να βρούμε ξανά τις σωστές μας κλίμακες χωρίς αγωνία παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη γεύση του «μπατιρόσπορου», των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον ποδαρόδρομο και το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ και της Ναόμι Κάμπελ. Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας. Να ξετρελαθούμε από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές -όσοι έχουν αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού. Να εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Έθνους. Να προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το βλακώδες λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή χρησιμοποιεί την πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως τον καιρό της εξαίρετης φτώχειας μας. Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργασίες. Να απαγορευτεί διά ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των κήπων μας. Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βοϊδόπουτσες, βέργες κι ό,τι τέλος πάντων απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της περήφανης ανέχειας.
   Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα «τραύματα» των παιδιών.
   Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές -χωρίς ενστάσεις από τον Ρομπέν της ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ- θα αποκαταστήσουν την τρέλα και το χάος που υπαινίσσονται οι στατιστικές.
   Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ' τον Μεγαλέξανδρο, από τον Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ' τον... Αλκιβιάδη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων. Κανένας δισταγμός. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν. Θυμήσου και κόψ' τους τα χέρια ή και τα αχαμνά. Επιτέλους ας σταματήσουμε την ευρωπαϊκή μας ψυχοπάθεια. ΠΟΤΕ κανένας Ελληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο Αβραμόπουλος ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ' τον καιρό που σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε. Σταματήστε το «ντόπινγκ» με το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ Η ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρωμίσει ο τόπος απ' τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα; ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται να γίνει αφίσα στη Συγγρού; ΠΟΙΟΣ θα καθαρίσει τη Συγγρού απ' το αίσχος της καψουρικής ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι τραβεστί έχουν άλλες υποχρεώσεις...
   Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για τους τριτοκοσμικούς.
   Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής σταφίδας, του χαλβά Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των λατρεμένων ραδικιών. Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να φρεσκάρουμε στο μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω πως είναι ζόρι να κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να αναβιώσουμε την όπερα της πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή νομίζω πως θα μας πείσει, τώρα μάλιστα που ξεκινά και το Τριώδιο. ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων μαζί μας.

* * *

   Καὶ ὁ Χρῆστος Κουλίνος (Ἀνδρέας Φαρμάκις - ΑΦαρ) [6]:

Date: Sat, 9 Aug 1997 18:30:50 +0300
From: "S.M"
Subject: Ston filo mou.


   Κριθαράκι λαδερό.

   Δὲν θέλω νὰ λογιέμαι γιὰ συγγραφέας. Ἐλπίζω στὴν καλή σας μαρτυρία γι᾿ αὐτό, ὅταν θὰ φτάσετε στὸ τέλος τοῦ βιβλίου.

   Γράφω μόνο εἰς μνήμη τῆς γιαγιᾶς μου.

   Ξέρω ὅτι πολλοὶ θὰ ἤθελαν νὰ πιάνονται γιὰ ποιητές - σὰν τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Κι ἄλλοι γιὰ βασιλιάδες, σὰν τὸν Κωνσταντῖνο. Μὰ ἐγὼ δὲν νοιάζομαι διόλου γιὰ δόξα. Ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ πιάνομαι σὰν τὴν γιαγιά μου. Νὰ μαγειρεύω δηλαδὴ γιὰ ὅλους. Νὰ φοράω τὰ ἴδια ροῦχα χειμώνα-καλοκαίρι, ποτισμένα ἀπὸ τὶς μυρωδιὲς τῶν φαγητῶν μου. Νὰ μυρίζῃ ὁ κόρφος μου φακή.

   Αὐτὸ εἶναι ὅλο. Δὲν ζητάω τίποτα ἀπὸ κανέναν. Περιφρονῶ καὶ τὴν γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικό. Στὴν θέση τους βάζω τὶς συνταγές μου. Ἡ μόνη μου αἰσθητικὴ εἶναι ἡ νοστιμιά.

   Κριθαρὰκι λαδερὸ εἶναι τὸ δευτεριάτικο φαγητό μας. Τὸ τρῶμε πάντοτε Δευτέρα, σὲ ἀντίστιξη καὶ ἰσορροπία μὲ τὶς καλὲς καὶ πλούσιες τροφὲς τῆς Κυριακῆς. Σὰν τρώγαμε μιὰ φορὰ τὰ καλά. τ᾿ ἀκολουθοῦσαν τὰ πιὸ φτωχικά· ἡ φακὴ τὸ βαρὺ παστίτσιο, τὰ ροβύθια τὶς ἀγγινάρες. Ἡ συγχωρεμένη ἡ γιαγιά μου ἀκολουθοῦσε αὐτὸν τὸν νόμο μὲ αὐστηρότητα καὶ δὲν τὸν παρέβη ποτέ.

   Νωρίτερα, ἅπλωνε μιὰ φούχτα κριθαράκι στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας - ποὺ τὸ θυμᾶμαι πάντα ἀλευρωμένο... τρώγαμε καὶ τὰ μανίκια μας ἄσπριζαν... ξεθάβαμε τὰ πηρούνια καὶ τὰ κουτάλια μας απ᾿ τ᾿ ἀλεύρι... κι ὅλοι συνήθως γυρνούσαμε ἀλευρωμένοι - μ᾿ ἄσπρα, ἀερικὰ σημάδια στὰ μάγουλα καὶ στὰ μαλλιά.

   Τ᾿ ἀλεύρι εἶναι ἡ γύρη τῆς γιαγιᾶς μου.

   Ἅπλωνε λοιπὸν μιὰ φούχτα κριθαράκι στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας καὶ μὲ καλοῦσε νὰ κάτσω κοντά της. «Ἔλα, κάτσε πουλάκι μου», ἔλεγε. «Κάτσε νὰ δῇς». Κι ἔβαζε τότε μπροστά μου τοὺς κριθαρένιους σπόρους σὲ γράμματα. (Τὸ ὄνομά μου θέλει ἀκριβῶς 70 σπόρους.)
Μιχάλης.
   Κι ἀπὸ κάτω ἔγραφε: Ἄννα. Ἡ μητέρα μου.
Θεοδώρα.
Εὐάγγελος. Τ᾿ ἀδέλφια μου.
   Καὶ κάτω-κάτω πρόσθετε:
Εἰρήνη. Ἡ συγχωρεμένη ἡ γιαγιά μου.

   Ἔγραφε μόνο μιὰ λέξη κάθε φορά. Ἅπλωνε ἀργὰ τὸ κριθαράκι, ψιθυρίζοντας ἕνα-ἕνα τὰ γράμματα ποὺ κατασκεύαζε, τσιμπώντας τοὺς κίτρινους σπόρους καὶ βάζοντάς τους στὴ σειρά. Κι ὅταν τέλειωνε τὸ ὄνομα, ἀμέσως τὸ χαλοῦσε γιὰ νὰ γράψῃ τὸ ἑπόμενο.

   Καμμιὰ φορά, σὰν θέλαμε νὰ παίξουμε, γράφαμε λέξεις ἄγνωστες ποὺ μᾶς φαινόντουσαν ὡραῖες.
   Γράφαμε: Λουκίνα ... Φρούλιον ... Πραξάνη ...
   Ἢ φράσεις μυστικὲς μὲ νόημα σκοτεινό:

Εἰς τὴν Λουκίνα σκαρφάλωσε ἡ μάννα μου.

Πόσο κοστίζει; Δύο ασημένια φρούλια. 

   Ἡ γιαγιά μου δὲν ἤξερε γράμματα. Μὰ δὲν ἔκανε ποτὲ λάθος, γιατὶ θυμόταν τὸν ἀριθμὸ τῶν σπόρων πού ᾿χουν οἱ λέξεις.

   Μιχάλης, ἔλεγε. 70 οἱ σπόροι σου. Τῆς Ἄννας μόνο 36.

   Κι ἔτσι κοντά της ἔμαθα κι ἐγώ. Κι ἀπὸ τὶς λέξεις ὅλες, θυμᾶμαι μόνο τὰ κριθαρένια σπόρια τους κι αυτὰ τώρα μετρῶ. Αὐτὰ εἶναι τὰ γράμματά μου.

   Οἱ σπορίσιες τροφὲς -τὸ κριθαράκι καὶ τὸ ρύζι κι ἡ φακὴ- τρέφουν τὸν οὐράνιο σκελετό μας.

   Κάποτε ἤμασταν πουλιά. 

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Χρήστου Κουλίνου:
Τὸ Βιβλίο τῆς Ζεστῆς Φακῆς

Γιὰ τὴν ἀντιγραφή,
Στέφανος Μελίσσας


Date: Fri, 8 Dec 2006 17:15:50 +0200
From: Andreas Farmakis
Subject: [llogos] ΜΑΚΡΑΝ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΡΟ ΦΑΓΗΤΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
 

είναι η ....... Φ Α Κ Η !!!
τό 'χω ξαναγράψει αυτό - το έχω πει παντού - χίλιες φορές.
Κρεμμύδι, ένα δυό καραβάκια σκόρδο κομμένα στη μέση, ένα φύλλο δάφνης - μια κουταλιά λάδι!
Η τροφή των Θεών, το φαγητό του Παραδείσου.
Είδα ένα όνειρο που ήμουνα εγώ και έτρωγα φακές.
Γι' αυτό σας λέω.

Σχόλιον Ν.Β.:

Ακριβώς όπως περιγράφεται...
χωρίς ρίγανη
και χωρίς ντομάτα.
Η τροφή των θεώνε!
(μαζί με φέτα -εθνικιστική-).

* * *

Σημειώσεις:
[1] Δημάρατος πρὸς Ξέρξη, Ἡροδότου Ἱστορίαι, VII, 102.
[2] Βλ. σχετικῶς, Σύρου Δωρόθεος Β', «Τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεί κοτε σύντροφος», ἐφημερὶς «Ἡ σφήνα», 19-3-2010.  
Ἡ εἰκὼν τοῦ δείπνου τοῦ Παυσανίου, ἀπὸ τὸ ἱστολόγιον Δρομοκήρυξ, «Ἀργυρίου ἢ χρυσοῦ ὀδενὸς ἐπεθύμησα».
[3] Δημήτριος Ν. Γαρουφαλῆς, «Περσικοὶ Πόλεμοι 490-479 π.Χ.», ἐκδ. Περισκόπιο, 2003, ISBN 960-8345-09-X, σελ. 38-39.
[4] Φώτης Κόντογλου, «Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».
[5] Γιάννης Ξανθούλης, «Επιτέλους... φτωχοί!», ἐφημ. Ἐλευθεροτυπία, 7-2-2009
[6] Ἠλεκτρονικὲς λίστες συζητήσεων: Hellas, 9 Αὐγ. 1997· Llogos, 8 Δελ. 2006.

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Ὅταν ἤμασταν ροκάδες

   (Γράφει ὁ φίλος Χρῆστος Κουλίνος - ΑΦαρ, ποὺ δὲν εἶναι πιὰ μαζί μας... Ἤ, μᾶλλον, πάντοτε εἶναι μαζί μας.)

   Ὅταν ἤμασταν ροκάδες.

   Τώρα που τό σκέφτομαι, ροκάς σημαίνει κατά λέξη αυτός που έχει την πετριά. Όταν ήμασταν ροκάδες, λοιπόν, ακούγαμε και νοιώθαμε χάρντ ροκ - όχι χέβυ μέταλ. Υπάρχουνε μερικές βασικές διαφορές ανάμεσα στα δύο αυτά είδη. Το χαρντ ροκ προηγήθηκε του χέβυ μέταλ. Τα συγκροτήματα του χαρντ ροκ ήταν φτιαγμένα από μουσικούς - τα χέβυ μέταλ από υδραυλικούς. Άλλη διαφορά είναι ότι οι μουσικοί του χαρντ ροκ δεν πήγαιναν να φτιάξουνε τα μαλλιά τους στο κομμωτήριο - όπως κάνουνε οι χεβυμεταλάδες. Τέλος, οι χαρντ ροκ εμπνέονται από την παράδοση, την δική τους παράδοση - ενώ οι χεβυμεταλάδες απο τους θορύβους του υπόγειου ηλεκτρικού. Η κύρια και βασική διαφορά είναι ότι το χαρντ ροκ τραγουδούσε την ορμή της νεότητας - ενώ οι χεβυμεταλάδες την υστερία και την φοβερή φυλακή της νεότητας.

* * *

   Έγραψα, γιατί είδα στις ειδήσεις συνέντευξη ενός συγκροτήματος που θέλει ή θα πάη στην γιουρωβύζιον. Θα επιμείνουμε, είπανε, στον ιντάστριαλ ήχο μας. Ιντάστριαλ. Κανονικά, αν θέλει επαφή με την ελληνική ροκάδικη πραγματικότητα, πρέπει να βάλη ήχο βιοτεχνίας. Ήχο σουβλατζήδικο, ήχο φαναρτζήδικο κλπ. Ιντάστριαλ δεν έχουμε. Ταξίδευα μιά φορά με το λεωφορείο, είδα ένα φουγάρο ξημερώματα, κι ο καπνός του, σαν μιά χοντρή άσπρη πλεξούδα σύννεφο σε έναν ανέφελο ουρανό, ακολουθούσε το λεωφορείο για μισή ώρα, χιλιόμετρα ιντάστριαλ σύννεφο, στ' ανοιχτά της Μασσαχουσέτης.

* * *

   Με άλλα λόγια: φωνάζει η μάννα το παιδί της· δυο φίλοι ψιθυρίζουν μυστικά· ένα αγόρι και ένα κορίτσι αγκαλιάζονται· ένας σουβλατζής φωνάζει την παραγγελία του· ένας φούρναρης διαφημίζει τα κουλουράκια του· η θεία σε φιλάει και συ γίνεσαι πάλι 5 χρόνων· ένας πατέρας μιλάει στην κόρη του καθώς βαδίζουνε μια μέρα με ήλιο στο Ζάππειο· μιά χήρα ανηφορίζει αργά κουτσαίνοντας λιγάκι τον δρόμο του νεκροταφείου· ένα κορίτσι περιμένει το λεωφορείο· μια μάννα γυρίζει με τσάντες πλαστικές φορτωμένη από την λαϊκή· ένας ταξιτζής που βρίζει - και όλες αυτές οι φωνές, οι χειρονομίες, οι ρυθμοί, οι ανάσες, δεν βρίσκουνε πουθενά έκφραση, ούτε στην σύγχρονη ελληνική τέχνη, ούτε στην μουσική, ούτε στα λαϊκά σήριαλ της τηλεόρασης, ούτε προφανώς στο μέγαρο.

   Εντελής μέχρι το μεδούλι αλλοτρίωση - ξένοι σε ξένη χώρα.

* * *

   Eίδα που ξανακυκλοφορεί το παλιό κείμενο της Ακαδημίας για τα γκρήκλης. Αλλά δεν είναι τα γκρήγκλης το πρόβλημα είναι τα σκέτα ήγκλης. Ο Αντένας είναι ας πούμε ένα ελληνικό κανάλι με πανελλαδική και παγκόσμια εμβέλεια. Το βράδυ της Κυριακής παίζει δύο ταινίες - την μία μετά την άλλη. Τις διαφημίζει: Κυριακή στον Αντένα δύο ταινίες  μπακ του μπάκ. Σε ποιόν απευθύνεται; Στις γιαγιάδες της επαρχίας που φτιάχνουνε καφέ γιάκομπς με γεύση φουντούκι; Μπακ του Μπάκ. Σε ποιό άλλο μέρος του κόσμου, αναίτια, χωρίς φανερό άλλο λόγο χρησιμοποιούνε, στην τηλεόραση ή στον κοινό δημόσιο λόγο, αμερικάνικους ιδιωματισμούς; Πουθενά, ίσως μόνο στην Λιβερία.

   Όπου κι αν κοιτάξει κανείς, στα μικρά και στα μεγάλα, στα ύψη και στα  βάθη, βλέπει μόνο αυτήν την νεκρή πόρνη.

* * *

   Τὶ κάνουνε τὰ παιδιά στὴν ἐπαρχία.

   Συνέχεια εκείνων των απλών παρατηρήσεων για την σύγχρονη γονιδιακή αλλοτρίωσι. Έχω έναν καλό φίλο που ζει στην επαρχία, δύο ώρες με το αυτοκίνητο από την Αθήνα, αυτός, η γυναίκα του και τα 6 παιδιά τους. Το μεγαλύτερο είναι κορίτσι και πηγαίνει στην τελευταία τάξη του λυκείου, το μικρότερο αγόρι στην πρώτη δημοτικού. Για να σας δώσω ένα μέτρο, τα παιδιά δεν έχουνε κινητό και δεν ζητάνε κινητό, τα μικρότερα φοράνε τα παλιά ρούχα των μεγαλυτέρων χωρίς γκρίνια, και συνήθως μένουνε σπίτι. Οι γονείς τους είναι και οι δύο εξαιρετικά καλλιεργημένοι, και, όπως ίσως καταλάβατε, και οι δύο άνθρωποι της Εκκλησίας.

   Μια ημέρα ρώτησα τον φίλο μου να μου πη με τι ασχολούνται τα παιδιά του, εκεί στην επαρχία που ζούνε, πώς διασκεδάζουνε. Τα μεγάλα αγόρια, μού είπε, 3η Γυμνασίου ο ένας, 2α Λυκείου ο άλλος, όλη μέρα μετά το σχολείο κάνουνε παρκούρ.

   Το παρκούρ το εφεύρε ένας Γάλλος στρατιώτης, και είναι ένας τρόπος να βλέπης την πόλη σαν ζούγκλα, όπως και είναι, και τον εαυτό σου θήραμα ή κυνηγό. Είναι πάντως άθλημα, αν είναι άθλημα, της πόλης, των μεγάλων μητροπόλεων της δύσεως -  και παρκούρ στα χωράφια δεν γίνεται.

   Aυτό είναι το παρκούρ - όταν στην πόλη όλα είναι κλειστά, εσύ βρίσκεις ελεύθερα μονοπάτια, ψηλότερα από το αργοκίνητο πλήθος, και φτάνεις πρώτος σπίτι σου, για... να δης τηλεόρασι.

   Δεν τρέχουνε. Κανουνε παρκούρ κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό. Έχουνε ιντερνέτ, και η ομάδα παρκούρ είναι οργανωμένη γύρω από το τοπικό γυμναστήριο. Τί λέτε, θα μπορούσε η κύρια εξωσχολική απασχόλησή τους να ήτανε το σκέτο τρέξιμο;  Το παρκούρ τούς κάνει σύγχρονους, τους χαρίζει μια ταυτότητα, έναν αναγνωρίσιμο τρόπο ντυσίματος, μια γλώσσα, τους εντάσσει σε μια παγκόσμια αλλά ορισμένη κοινότητα.

   Της αλλοτρίωσης τα θολά πρόσωπα.

* * *

   Για σκεφτείτε, παρκούρ και γυμναστήρια στην ελληνική επαρχία.  Παλαιότερα η αλλοτρίωση είχε τον ήχο του αμερικανικού σταθμού, των ταινιών του σινεμά. Τα παιδιά ακούγανε ξένη μουσική, όμως ταυτοχρόνως διαβάζανε Μικρό Ήρωα, πηγαίνανε σε ένα σχολείο, που στην επαρχία ειδικά είχε στους τοίχους τους ήρωες του 21, και τα βιβλία τους τούς αναφέρανε με σεβασμό. Υπήρχε και τότε αλλοτρίωση, αφού αυτή είναι ο μόνος νεοελληνικός τρόπος, μεγάλη και βαθειά όσο η σημερινή, όμως υπήρχανε και εκείνα τα μέσα που σε βοηθούσανε τουλάχιστον να την καταλάβης. Σήμερα δεν υπάρχουνε ούτε αυτά.

* * *

   Πάτυ.

   Εδώ δίπλα μένει η Σοφία. Η Σοφία έχει την Μαρία. Η Μαρία πάει στην 6η Δημοτικού. Στο δημόσιο δημοτικό σχολείο, τώρα που τελείωσε η χρονιά, οι δασκάλες και τα παιδιά ετοιμάσανε μια θεατρική παράσταση. Ποιά; Πάτυ - από το τηλεοπτικό σήριαλ που δείχνει το μέγκα. Το κορίτσι με τα σιδεράκια που διδάσκει όλα τα κορίτσια της ανθρωπότητας ότι δεν έχει σημασία η εμφάνιση για νά 'χης καλά ξεβρακώματα. Θα παίξουνε και οι γονείς, και είναι όλοι ενθουσιασμένοι.

* * *

   Mήν ψάχνετε, δεν θα βρείτε πουθενά αυθεντικές εκφράσεις του αληθινού αισθήματος - ίσως μόνο στον αθλητικό χουλιγκανισμό, στα σκυλάδικα της επαρχίας, στους φτωχούς αγρότες της επαρχίας, εκείνους που δεν φυτεύουνε ακόμα χασίσια... Αυτή η αλλοτρίωση είναι η βασική αιτία του σύγχρονου νεοελληνικού μηδενισμού, όπως οι πυρήνες της φωτιάς και οι απελπισμένες, εντελώς αδιέξοδες πράξεις τους. Αυτή η αλλοτρίωση που συνοδεύει τον μεταπρατικό χαρακτήρα της νεοελληνικής κοινωνίας είναι η βασική αιτία απουσίας κάθε μορφής τέχνης -μυθιστόρημα, μουσική, ποίηση, ζωγραφική, αγιογραφία, κινηματογραφος-, αλλά και φιλοσοφία - εκκωφαντική σιωπή και σκοτάδι πρωτοφανές για την Ελλάδα.

   Δεν έμεινε τίποτα - δεν έχουμε τίποτα.

* * *

   Κράτος δεν έχουμε -άλλοι μας κυβερνάνε-, έθνος δεν έχουμε, θέληση, μέσα να υπερασπίσουμε τα σύνορά μας επίσης δεν έχουμε, αξιοπρέπεια μηδέν, πουλημένοι χωρίς διαμαρτυρίες στους πλανητικούς τοκογλύφους, σε απόλυτη οικονομική και πολιτική εξάρτηση, χωρίς ούτε μία σταγόνα αληθινού πολιτισμού, σε χώρα οικολογικώς νεκρή, ξένοι -και 3 εκατομμύρια ξένοι καπάκι στην δική μας αποξένωση-, αλλοτριωμένοι, πίθηκοι κάθε ηλίθιας αμερικανιάς, ζόμπι - νεκροί - απόντες.

   Τί νόημα έχει να μιλάμε για βιβλία ιστορίας;

* * *

   Από το 1204.

   Δεν είμαστε ένα έθνος σαν τα άλλα. Είμαστε οι κληρονόμοι μιας αυτοκρατορίας. Είναι πραγματικό το ιστορικό δίλλημα: παπική τιάρα, δύση, ή τουρκικό φακιόλι. Ο δυτικός προσανατολισμός μας, έναντι της τουρκικής επιβολής, είναι η βασική συνθήκη υπάρξεως του νεοελληνικού έθνους.

   Το σχέδιο Ανάν, που θέλησε να εφορμόση η δύσι στην Κύπρο, εφαρμόζεται ήδη στην Ελλάδα εδώ και αιώνες. Ασφαλώς παραδίδουμε την ψυχή μας, την ιστορία μας, την γλώσσα  μας. Έχετε την εντύπωση ότι εντός της ευρωπαϊκής ενώσεως, σε 100 χρόνια από σήμερα, που από ιστορικής απόψεως είναι ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, θα υπάρχει γλώσσα ελληνική; Ούτε γλώσσα ούτε συνείδηση ελληνική.

   Μην ανησυχείτε - στο τέλος θα καταλήξουμε και με τουρκικό φακιόλι - αλλά δεν θα μας πειράζει.

* * *

   Αναλογίσου τις αιτίες και τους τρόπους, άλλους από τον πόλεμο, που οι αποικιοκρατούμενοι λαοί, για χάντρες και καθρεφτάκια, πουλήσανε την ψυχή τους, τους θεούς τους, καταντήσανε αλκοολικοί, και πέθαναν. Αυτό έχουμε, αυτό συμβαίνει παντού, σε εμάς εξαιρετικά.

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

Οἱ τελευταῖοι τῶν Μοϊκανῶν

Οἱ γονεῖς μας ἔφυγαν - ὅσοι δὲν ἔφυγαν νὰ ζήσουν χίλια χρόνια.

Ὅσα ἀγαπήσαμε ἔσβησαν.

Ὁ παλιὸς κόσμος χάθηκε. Ὁ Σεφέρης καὶ ὁ Ἐλύτης δὲν πουλᾶνε πιά. Ὁ ἀληθινὸς σοσιαλισμὸς ἔγινε ὑπαρκτὸς καὶ πέθανε κι αὐτός. Ἡ διαφήμισι θριαμβεύει. Ἡ πίστι μας χάνεται καὶ σβήνει. Τὸ Αἰγαῖο βουλιάζει. Ἡ Θράκη χάθηκε. Τὰ τοπία μολύνθηκαν - τὸ νερὸ τῆς βρύσης δὲν πίνεται - ἡ σαλάτα μου εἶναι γεμάτη δηλητήρια. ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ φέρνουν τὸν θάνατο - οἱ μεταναστεύσεις τῶν πουλιῶν θέλουν ταμιφλού.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΑ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΟΣ, ΑΚΥΡΩΘΗΚΑΝ ΟΛΕΣ:

Ἡ ἄνοιξι,
Ὁ ταχυδρόμος,
Ἡ πατρίδα μου,
Οἱ παπαροῦνες,
Τὸ ξωκλήσι...

Ἀντιλαμβάνεστε τὴν σημασία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος;

Γυμνοὶ ἐντελῶς καὶ μὲ βουλωμένα καὶ τὰ τρία μάτια ὁδεύουμε πρὸς τὰ ἐκεῖ ποὺ ὁδεύουμε. Ὁλόγυμνοι.

Ἂς τὸ ρίχναμε τουλάχιστον στὸ σέξ - ἀλλὰ καὶ αὐτὸ θέλει προφύλαξι.

(Χρῆστος Κουλίνος - ΑΦαρ)

Ἡ πρόοδος καὶ ὁ ἐκσυγχρονισμός εἶναι ρατσισμός

   Ἡ πρόοδος καὶ ὁ ἐκσυγχρονισμός εἶναι ρατσισμός. Πρῶτα καὶ κύρια ρατσισμὸς ἐναντίον τῶν νεκρῶν, ποὺ οὔτε νὰ «προοδεύσουνε» μποροῦνε, οὔτε νὰ «ἐκσυγχρονιστοῦνε», καὶ ποὺ εἶναι παρόντες, κανονικὰ μέλη τῆς κοινωνίας. Σὲ ὁρισμένους πολιτισμούς, ὅπως στὸν κινεζικό, ποὺ ἡ λατρεία τους εἶναι στὴν οὐσία ἡ λατρεία τῶν νεκρῶν, οἱ νεκροὶ ἔχουν ἀνώτερη κοινωνικὴ θέση ἀπὸ τοὺς ζωντανούς. Ἀκριβῶς ὅπως στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅπου ὅλοι, νεκροὶ καὶ ζωντανοί, εἶναι διαρκῶς κοινωνικὰ παρόντες. Ἡ πρόοδος, ὁ ἐκσυγχρονισμός, ἡ ἀνάπτυξη, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐξορία τῶν νεκρῶν, τὸ παράχωμά τους στὴν λάσπη τῆς λήθης, ὁ σύγχρονος θάνατος.

(Χρῆστος Κουλίνος - ΑΦαρ)

* * *

   Tradition means giving votes to the most obscure of all classes, our ancestors. It is the democracy of the dead. Tradition refuses to submit to the small and arrogant oligarchy of those who merely happen to be walking around. All democrats object to men being disqualified by the accident of birth; tradition objects to their being disqualified by the accident of death. Democracy tells us not to neglect a good man's opinion, even if he is our groom; tradition asks us not to neglect a good man's opinion, even if he is our father.

(G.K. Chesterton, «The ethics of Elfland»)

Ο φοβερός πόλεμος των Μνημ με τους Αντιμνήμ

Ο φοβερός πόλεμος των Μνημ με τους Αντιμνήμ

Έληξε με την ολοκληρωτική ήττα των Μνημ.
Τα μνημόνια δεν έπαυσαν - πιθανώς έρχεται και 3ο - όμως ηττήθηκε πλήρως το μνημονιακό ιδεολόγημα και τα κόμματα που το στήριξαν. Οι Μνημ έρποντας οδηγούνται στις τρύπες τους. Σε πολλές περιπτώσεις - αντί πολιτικής - ασκήσανε σαδισμό. Ηγέτιδα δύναμη των νικηφόρων Αντιμνήμ - ανεδείχθη η αριστερά. Ο Σύριζα. Είδε σωστά την κατάσταση - ανέδειξε τα κύρια τακτικά διλήμματα της κρίσης - και οδήγησε τους Μνημ - σε πλήρη και ολοκληρωτική ήττα - από την οποία - με την μορφή που τους ξέρουμε - δεν θα συνέλθουν ποτέ. -
Αλλά όχι μόνο αυτό.
Με την γενναία και ηρωική - διαπραγμάτευση του πρώτου μηνός - και ήταν πράγματι και γενναία και ηρωική - αντιμετωπίζοντας τις τυφλές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης - σαν ο Δαυίδ απέναντι στον Γολιάθ - αποκάλυψε πέρα ως πέρα - τον χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης - της «βοήθειας» - και των «ευρωπαϊκών κεκτημένων» - και έθεσε έτσι τις βάσεις - του νέου μετα-μεταπολιτευτικού διλήμματος.
Ευρώπ και Αντευρώπ.
Ό,τι κι αν λέγει ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης - αυτοί - και παρά την θέλησή τους - καθορίσανε - με την απελπισμένη διαπραγμάτευσή τους - τις βάσεις του νέου πολέμου.
Ήταν Μνημ εναντίον Αντιμνήμ
και έγινε
Ευρώπ εναντίον Αντευρώπ.

Το ποντίκι που βρυχάται ...

Στην μάχη των «αγορών» με τον Σύριζα - της ευρώπης με τον Σύριζα - απόλυτος νικητής είναι ο Σύριζα. Μπορεί να υποκύψη στην ωμή βία - αλλά εκεί που στ' αλήθεια μετράει - ιστορικά πολιτικά κι ηθικά - ο Σύριζα και η Ελλάδα που κουβαλάει - τους έχει πάρει τα σώβρακα. Σε όσα στ' αλήθεια μετράνε.

Δεν μπορώ να υποχωρήσω γιατί έχω αυτή την εντολή από τον λαό - λέγει ο  Τσίπρας. Δεν αλλάζει η Ευρώπη επειδή έτσι ψηφίσατε εσείς - απαντάει ο Γιούνγκερ.  Δηλαδή στα παλιά μας τα παπούτσια οι λαοί. Ο Σύριζα επαναφέρει στο κέντρο την Ευρώπης το ερώτημα της δημοκρατίας. Το ξέρουνε. Κι αυτό τους λυσσάει. Τις τελευταίες ημέρες - έχουνε πέσει με όλο το βαρύ πυροβολικό της προπαγάνδας τους - και εν όψει του γιουρογκρούπου - ακριβώς σε αυτό. Να τους ορκιστή ο Σύριζα ότι δεν θα κάνη δημοψήφισμα - ότι δεν θα κάνη εκλογές - ότι δεν  θα καταφύγη στον λαό σε καμμία περίπτωση.

Είναι κρίμα που ο Σύριζα υποχωρεί - που μένει κατώτερος των δυνατοτήτων του. Είναι σπουδαίο και κεντρικό το θέμα της δημοκρατίας στην Ευρώπη και πως ο Σύριζα το έφερε στο κέντρο των πραγμάτων. Και πώς απαντάνε αυτοί; Με ωμή βία. Χωρίς κανένα επιχείρημα, χωρίς καμμία ηθική αρχή - χωρίς καν την δική τους την ίδια τους την ιστορία. Τα λεφτά μας θέλουμε - και σας δέρνουμε για να τα πάρουμε. Απόλυτος εξευτελισμός. Και μήν νομίζετε ότι οι λαοί τους δεν καταλαβαίνουν.

Ε.Ε. - Ευρωπαϊκός Εξευτελισμός.

Σήμερα δεκάδες, ίσως εκατοντάδες άρθρα και εκπομπές απειλούν και ειρωνεύονται εν όψει του εβρογδούπ - τον Βαρουφάκη. Ο Βαρουφάκης κουβαλάει την αγωνία ενός λαού. - Και τον ειρωνεύονται κι αυτόν και εμάς - με μόνο το επιχείρημα της δύναμης. Κραδαίνουνε το ρόπαλο της βαρβαρότητάς τους - και χαίρονται ενθουσιασμένοι που αυτοί είναι τόσο ισχυροί κι εμείς τόσο ανίσχυροι.

Είναι κρίμα το ξαναλέω που ο Σύριζα τρομάζει με όσα προκαλούν οι ίδιες του οι πράξεις.

Σιγή ασυρμάτου από τα ελληνικά μμε - για τον εφιάλτη στον οποίο ζουν οι Έλληνες στην Γερμανία. Συνθήκες νύχτας των κρυστάλλων.

Έχουν ψήσει τους γερμανούς ότι τρώμε τα λεφτά τους. Ότι αυτοί δουλεύουν σκληρά - για να ταΐσουν τους τεμπέληδες. Το πιστεύουν στ΄αλήθεια. Και οι γερμανοί έχουν ειδικό ταλέντο στις μαζικές καταδιώξεις. Υπάρχουν ελληνάκια που αρνούνται να πάνε σχολείο - Έλληνες που κρύβουν την καταγωγή τους. Ακόμα και αυτοί που είναι χρόνια στην γερμανία - κι έχουν οικογένεια. Οι εφημερίδες η τηλεόραση το ραδιόφωνο οι κουβέντες στις μπυραρίες - με σαρκασμό ειρωνία και απειλές. Αδύνατο να ζήσης σαν Ελληνας στην Γερμανία σήμερα.

(Xρῆστος Κουλίνος - ΑΦαρ, 28 Φεβ. 2015)

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Κι ἐμεῖς κρυφτήκαμε στὸ ὑπόγειο...

Ε' Δημοτικοῦ...
«Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Και εμείς πήγαμε και κρυφτήκαμε στο υπόγειο.»
«Τρέξε στην τράπεζα να σηκώσεις τα χρήματα είπε ο πατέρας στην μαμά.»
«Σήμερα θα γίνεις άντρας μου είπε ο πατέρας μου. Εγώ φοβήθηκα πολύ γιατί δεν ήθελα να γίνω άντρας.»


Τὰ 35 δημοτικὰ τραγούδια τῶν προηγουμένων βιβλίων φύγανε.
Στὴν θέσι τους συνταγὲς μαγειρικῆς.
Μακαρόνια μὲ καφέ.

* * *

   Στὴν Ἀμερικὴ οἱ δάσκαλοι διαλέγουνε μόνοι τους - ἀπὸ ἕναν κατάλογο βιβλίων - τὰ κείμενα μὲ τὰ ὁποῖα διδάσκουνε τὴν γλῶσσα. Τὰ πιὸ διαδεδομένα - γιὰ νὰ ὑπάρχῃ ἕνα μέτρο σύγκρισης.

1. The Adventures of Huckleberry Finn
    Mark Twain's (Samuel Clemen's) classic novel is a must for all students studying American humor and satire. While banned in some school districts, it is a widely read and appreciated novel.

2. The Scarlet Letter
    Hester Prynne was marked in scarlet for her indiscretions. Students connect with this classic novel by Nathaniel Hawthorne.

3. To Kill a Mockingbird
    Harper Lee's awesome novel of the deep south in the midst of the Depression is always an excellent choice for high school students.

4. The Red Badge of Courage
    Henry Fleming struggles with bravery and courage during the Civil War in this excellent book by Stephen Crane. Great for integrating history and literature.

5. The Great Gatsby
    Can anyone think of the 'flapper' era of the 1920s without thinking of F. Scott Fitzgerald's "The Great Gatsby?" Students and teachers alike find this era in history fascinating.

6. The Grapes of Wrath
    John Steinbeck's tale of Dust Bowl victims travelling west for a better life is a classic look at life during the Great Depression.

7. Call of the Wild
    Told from Buck the dog's point of view, "Call of the Wild" is Jack London's masterpiece of self reflection and identity.

8. Invisible Man: A Novel
    Ralph Ellison's classic novel about racial prejudice should not be missed. Many of the problems that his narrator faces throughout the novel sadly are still present in America today.

9. A Farewell to Arms
    One of the best novels of World War I, Ernest Hemingway tells of the war as a backdrop to a love story between an American ambulance driver and an English nurse.

10. Fahrenheit 451
    Ray Bradbury's classic 'novelette' portrays a futuristic world where firemen start fires instead of putting them out. They burn books. Students enjoy this quick read that packs a huge psychological punch.

* * *

Στὰ ἑλληνικὰ ἔχουν γραφεῖ τὰ σπουδαιότερα
καὶ ὑψηλότερα κείμενα τοῦ κόσμου. -
Ποιός ἀνθρωποφάγος δράκος τὰ κρατάει
μακριὰ ἀπὸ τὰ σχολεῖα; -
Στὰ ἀμερικανικὰ σχολεῖα - ὁ Χέρμαν Μέλβιλ -
ὁ Σκὼτ Φιτζέραλντ - στὰ γερμανικὰ
ὁ Γκαῖτε καὶ ὁ Νοβάλις -
στὰ γαλλικὰ
ὁ Καμύ...
Ποιός λογικὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πιστέψῃ -
ὅτι - ἀπ᾿ ὅλη αὐτὴ τὴν
ὁλόφωτη πάμφωτη φωτεινὴ
ἑλληνικὴ λογοτεχνία - ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὸν
Ὅμηρο - καὶ φτάνει μέχρι -
τὸν Σεφέρη -
τὰ Ὑπουργεῖα Παιδείας καταλήξανε
στὴν Σώτη
καὶ τὸν Τατσόπουλο; -
Εἶναι σὰν οἱ Ἀμερικανοὶ - νὰ κόψουνε ἀπὸ τὰ
σχολικὰ προγράμματα τὸν
Μὰρκ Τουαὶν - καὶ νὰ βάλουνε στὴν θέσι του -
τὴν Τζότζο Μόγιες
[ ποὺ εἶναι πάντως καλύτερη καὶ ἀπὸ τὴν
Σώτη καὶ ἀπὸ τὸν Τατσόπουλο ].
Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖα ὅλα αὐτά - δὲν
ἐξηγοῦνται μὲ τὰ συνηθισμένα -
τῆς τεμπελιᾶς καὶ τῆς ἐπιπολαιότητας τῶν
ὑπουργῶν καὶ τῶν
κυβερνήσεων. Εἶναι ἕνα ἔγκλημα
ποὺ συντελεῖται
μὲ πρόγραμμα - καὶ ὅπως ὁλοφάνερα
φαίνεται -
ἔχει ἀποδώσει.

(Ἀνδρέας Φαρμάκις)

* * *

   Πρόγραμμα πράγματι ὑπάρχει, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἡ ἀφετηρία.
   Ἡ ἀφετηρία εἶναι τὸ κόμπλεξ τοῦ ἐπαρχιώτη καὶ τὸ γλύψιμο τοῦ ἀφεντικοῦ τοῦ ἀποικιοκρατούμενου κούλη.
   Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα συνασπίζονται οἱ πανεπιστημιακοὶ ποὺ γυρίζουν ἀπὸ τὰ ξένα πανεπιστήμια, ὡς ψιλο-ατάλαντοι ἀναμασᾶνε τὶς θεωρίες τῆς μόδας στὸν ἀγγλοσαξωνικὸ κόσμο ἀμάσητες (σὲ ἀντίθεση π.χ. μὲ τοὺς Γάλλους), καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἡ διάθεση νὰ πατήσουν καὶ ὅ,τι βροῦν αὐτοφυὲς ἐδῶ.
    Ἂν τὸ ἀναγνώριζαν, θὰ περιόριζε καὶ τὴν σημασία τους ὡς ἐξ ἑσπερίας φωστῆρες ἄλλωστε.
   Ἀπὸ ἐκεῖ τὸ σχέδιο καὶ ἡ στρατηγική.

(Ν.Β.)

* * *

Διαβάστε στὸ Ἀντίβαρο τὰ ἄρθρα τοῦ Δασκάλου Δημήτρη Νατσιοῦ. Μικρὸ ἀπάνθισμα:
Ανθολόγια ή πανέρια με οχιές;
Η διά βίου βλακεία και αμάθεια
Σχολικός…τσελεμεντές (α' τόμος)
Σχολικός τσελεμεντές (β' τόμος)
Βιβλία: σάβανα τοῦ Γένους μας – «Νεοελληνική Γλῶσσα» Γ' Γυμνασίου
Βιβλία: σάβανα του Γένους μας
«Το σώβρακο του Αη-Βασίλη», άλλως, νεοταξικές μαγαρισιές
Η μαστροπεία σε σχολικά βιβλία
Στρατευμένα με δόλια αποστολή τα νέα βιβλία γλώσσας του Δημοτικού
«νανούρισμα για ...χταπόδια» και λοιπά μαλάκια

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Ἡ γλῶσσα καὶ τὸ σέξ

Εἶναι μιὰ οἰκογένεια στὸ λίμπρο ντ᾿ ὄρο
ποὺ βαστάει ἀπὸ τὸ 1600 μέχρι τὶς
ἡμέρες μας. Ἂς ποῦμε
ἡ οἰκογένεια
Χρυσοβελώνη. Τὴν πορεία της
οἰκογένειας αὐτῆς μποροῦμε νὰ τὴν
παρακολουθήσουμε χωρὶς
χάσματα - ἀπὸ τὴν πρώτη καταγραφὴ
στὴν χρυσὴ βίβλο , μέχρι
σήμερα. Ὁ Βιντσέζος Χρυσοβελώνης
παντρεύτηκε τὴν Ἐλεονώρα
Κυβετοῦ καὶ ἐγέννησε τὸν Κοσμᾶ
Χρυσοβελώνη. Ὁ Κοσμᾶς
Χρυσοβελώνης παντρεύτηκε ...
κ.λπ., κ.λπ.
Ἡ ἱστορία τῆς οἰκογενείας
Χρυσοβελώνη εἶναι συνεχὴς χωρὶς
διακοπὴ ἀπὸ τὸν Βιντσέζο μέχρι
τὴν Μαρίνα τοῦ Καμμένου.
Ὁ Βιντσέζος Χρυσοβελώνης ὅμως
εἶναι νεκρός - πέθανε πρὶν ἀπὸ
400 χρόνια - τὸ ἴδιο καὶ
ὁ Κοσμᾶς.
Τὰ ἄτομα πεθαίνουν,
ἡ οἰκογένεια
ζεῖ. Ἀκόμα καὶ ἡ ἐπιστήμη μὲ τὴν
ἐξέταση τοῦ βιολογικοῦ
ὑλικοῦ - μπορεῖ
νὰ ἐπιβεβαιώσῃ αὐτὴν τὴν
συνέχεια.

Ἡ γλῶσσα τί εἶναι; Σὰν τὰ ἄτομα -
ἢ σὰν τὴν οἰκογένεια;

* * *

Ὁ τσαρλατάνος [...] καὶ
ἄλλοι μὲ πρῶτο τὸν
Κριαρᾶ - ἀντιμετωπίζουν τὴν
γλῶσσα ὅπως τὴν
ἀντιμετωπίζουν - ἐπειδὴ δὲν
ἀντιλαμβάνονται ἀκριβῶς
τὴν ἔννοια τῆς
συνέχειας.

Οἱ συναναστροφὲς ποὺ εἶπες -
δὲν προϋποθέτουν οὔτε ἐξασφαλίζουνε
συνέχεια. Οἱ γάμοι ὅμως ναί.
Εἶναι ἂς ποῦμε συναναστροφὲς μὲ σέξ -
ποὺ δίνουν ἀπογόνους.
Ὅταν ὁ Κριαρᾶς λέγει ὅτι ἡ ἀρχαία
ἑλληνικὴ εἶναι νεκρὴ γλῶσσα -
γιατὶ κανένας δὲν τὴν μιλάει σήμερα -
θεωρεῖ τὴν γλῶσσα
ἀτομικὸ ἀγκωνάρι. Μὲ ἀρχὴ, μέση καὶ
τέλος. Οὔτε ποὺ ἀντιλαμβάνεται
τοὺς ὅρους τῆς συνέχειας.
Καὶ φθάνουμε στὴν γελοιότητα - σὲ
αὐτὸν τὸν τόπο νὰ ἔχουμε
50 νεκρὲς γλῶσσες - σὰν τοὺς 50
νεκροὺς Χρυσοβελώνηδες.
Γιατί - κατὰ Κριαρᾶ, οὔτε τὰ ἀρχαῖα -
οὔτε τὰ ὁμηρικά, οὔτε τὰ
ἀλεξανδρινά, οὔτε τὰ βυζαντινὰ τὰ
μιλάει κανεὶς σήμερα.
Ὅπως ὅμως στὴν Μαρίνα ζεῖ ὁ Βιντσέζος -
ἔτσι στὴν δική μας τὰ ὁμηρικά -
καὶ οἱ ὑπόλοιπες.
Ἁπλὰ πράγματα - ἀρκεῖ νὰ ἔχῃς
στὸ νοῦ σου τὸ σέξ -
τὶς μαγικὲς ἑνώσεις τῶν
πραγμάτων -
τὴν ἐξέλιξι τῶν λέξεων -
καὶ τῶν ἀνθρώπων -
τὴν ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς
ἑλληνικῆς.

* * *

Κοινωνικὴ παύση -ἀσυνέχεια- δὲν ὑπάρχει, οὔτε ὑπῆρξε - δὲν χάθηκαν ποτὲ οἱ ὁμιλητὲς καὶ οἱ κάτοικοι τῆς εὑρύτερης ἑλληνικὰ ὁμιλούσης περιοχῆς.

Βιολογικὴ δὲν εἶπε κανεὶς ὅτι εἶναι - τί θὰ σήμαινε κἂν αὐτό; Ὅτι εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ ἀμινοξέα καὶ κύτταρα κλπ κλπ;

Αὐτὸ ποὺ εἶπε [ὁ Ἀ. Φαρ.] εἶναι ὅτι μεταφέρεται μὲ τρόπο παρόμοιο μὲ τὸν βιολογικό.

Αυτὸς ὁ κοινωνικὸς τρόπος δὲν εἶναι «μοῦ τὸ εἶπε ὁ φίλος» (συναναστροφή)· εἶναι «πέρασε ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά» (βιολογία).

Τὸ λέει καὶ ὁ Ντώκινς -ἀκόμα καὶ γιὰ πολὺ λιγότερο σημαντικὲς πολιτισμικὲς δομὲς ἀπὸ τῆ γλῶσσα - τὰ μιμήδια τί εἶναι; Μεταφορὰ ἰδεῶν, ἰδεολογιῶν, σχημάτων, θρησκειῶν, ποιημάτων, ἀρχετύπων, κλπ, μὲ βιολογικὸ τρόπο, τὸν ὁποῖο περιγράφει στὸ βιβλίο του.

* * *

Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καὶ οἱ ἴδιοι οἱ σύγχρονοι γλωσσώ
ἔχουν μεταφέρει ὅλη τὴν δαρβινικὴ
θεωρία τῆς ἐξέλιξης -
στὴν γλωσσολογία.

Τί σημαίνει ὅτι ἡ σύγχρονη ἑλληνικὴ
εἶναι ἰνδοευρωπαϊκὴ γλῶσσα;
Ἕνας ὅρος γενετικῆς συνέχειας - ὅπως
οἱ γάμοι τοῦ παραδείγματος.

Ἡ γλῶσσα φυσικὰ εἶναι
μιὰ οἰκογενειακὴ ἱστορία. Ἀνήκει -
βρίσκεται στὴν κορυφὴ - τῶν
πραγμάτων ποὺ παραδίδονται ἀπὸ
γενιὰ σὲ γενιά -
ὅπως ἡ θρησκευτικὴ πίστη -
ἡ παράδοση -
ἡ μουσική -
ἡ ζωγραφική -
τὰ πράγματα τοῦ πολιτισμοῦ -
ὅπως τὰ λέμε.
Δὲν εἶναι οὔτε τυχαῖες σχέσεις - οὔτε
ἐφήμερες συναναστροφές.

* * *

Kαὶ ἔγραφε ὁ Στέλιος Ράμφος πρὶν ἀπὸ τὴν προδοσία:

Τὸ γεγονὸς πὼς ἄνευ εἰδικῆς διδασκαλίας τὰ κλασικά μας κείμενα μένουν ἀπρόσιτα, δὲν ἀναιρεῖ τὰ περὶ γλωσσικῆς συνέχειας καὶ ζώσης παραδόσεως. Ἡ δυσκολία τοῦ Νεοέλληνα μὲ τὰ ἀρχαῖα δὲν ὀφείλεται σὲ διαφορὰ γλωσσῶν, ὅπως συνέβη μὲ τὴν λατινικὴ καὶ τὶς ρωμανικὲς γλώσσες, ποὺ διεπλάσθησαν ὑπὸ τὴν ἐπίδρασή της, ὑπήρξαν ὅμως ξένες γλῶσσες οἱ ὁποῖες ἐπεβίωσαν εἰς βάρος της, ἀλλὰ σὲ ἀνώμαλη καὶ ἀνισόρροπη ἐξέλιξη μίας καὶ τῆς αὐτῆς γλώσσας, ποὺ ἀτρόφησε ὡς σύνολο στὶς δοκιμασίες τῶν τελευταίων πέντε αἰώνων τῆς ἱστορίας μας, καθὼς ὑποχρεώθηκε νὰ προσαρμοσθῆ στὶς στοιχειώδεις ἀπαιτήσεις τῆς ἄμεσης ἀλλὰ ὑποτυπώδους καθημερινῆς τριβῆς καὶ τοῦ πρωτογενοῦς λαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Μεταφράζοντας λοιπὸν ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα στὰ νέα δὲν μεταβαίνουμε ἀπὸ μία γλώσσα σὲ ἄλλη, μεταβαίνουμε ἀπὸ ἕνα ὕψος ψυχῆς σὲ ἄλλο ὕψος τῆς ἴδιας: τὸ εἶδος εἶναι διάφορο, τὸ γένος πάντως παραμένει.

* * *

Τέλος πάντων, εἶναι πολὺ ἁπλὸ τὸ θέμα, ἰδοὺ ἡ Ρόδος, ἰδοὺ καὶ τὸ πήδημα: ὑπῆρξε καμμία ἀσυνέχεια στοὺς ὁμιλητὲς τῆς Ἑλληνικῆς;

Πέθαναν αἴφνης ὅλοι καὶ ἦρθαν ἄλλοι σὲ κάποια συγκεκριμένη χρονικὴ περίοδο;

Ἔφτιαξε κανένας καμμία νέα γλῶσσα, ποὺ τὴν υἱοθέτησαν ὅλοι καὶ ἄφησαν τὴν παλιά, σὲ κάποιο συγκεκριμένο ἔτος τῆς ἱστορίας;

Ἔλεος δηλαδή...

Ἀκόμα καὶ στὸ Πλοῖο τοῦ Θησέα, μπορεῖ νὰ ἀμφισβητοῦν ὅτι εἶναι τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἀντικείμενο, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἀμφισβητεῖ τὴ συνέχεια τοῦ πράγματος.

(Ἐπιλογὴ ἀπὸ κείμενα τῶν Ἀνδρέα Φαρμάκι καὶ Νίκου Βεντούρα)

Λοβοτομή

Ὁ ἄνθρωπος ἔφτασε στὰ 108 - καὶ
μόνο γι᾿ αὐτὸ τοῦ φιλάω τὸ χέρι -
καὶ νὰ μὲ συγχωρῇ
ποὺ λέγω - ὅτι οἱ θεωρίες του
ἦταν μία -
ἀπὸ τὶς μεγάλες καταστροφὲς τῆς
Ἑλλάδος.

Ἐμμανουὴλ Κριαρᾶς (1906-2014)

* * *

Δὲν εἶναι τὸ μονοτονικό. Σὲ αὐτὴ
τὴν θλιβερὴ ὑπόθεσι -
ὁ Κριαρᾶς ἦταν ὁ τελευταῖος
τροχὸς τῆς ἀμάξης. - Τὸ μονοτονικὸ
τὸ ἐπέβαλαν οἱ ἐφημερίδες -
καὶ ἦταν πολιτικὴ
ἀπόφασι τῆς τότε κυβερνήσεως.

Ὁ Κριαρᾶς πίστευε ὅτι - ἡ ἀρχαία
ἑλληνικὴ γραμματεία -
μᾶς ἔγινε γνωστὴ - μὲ τοὺς μεγάλους
εὐρωπαίους φιλολόγους. Καὶ
ἡ Εὐρώπη - δὲν εἶναι -
δὲν ἦταν ἑλληνικὴ - ἀλλὰ
ἑλληνορωμαϊκή. Ἂν θέλουμε λοιπὸν
νὰ πλησιάσουμε τὴν ἑλληνικὴ
ἀρχαιότητα - ἔλεγε -
πρέπει νὰ τὴν πλησιάσουμε μὲ τὸν
εὐρωπαϊκὸ τρόπο -
ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη ἐπιστημονικὴ
ὁδός. Νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν
διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν -
καὶ νὰ τὴν ἀντικαταστήσουμε
μὲ τὰ λατινικά.

Αυτοὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι - εὐρωπαϊστὲς
μέχρι τὸ κόκκαλο -
πήρανε τὶς ξένες θεωρίες -
καὶ τὶς φορέσανε στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα -
σὰν ξύλινο παλτὸ -
μὲ τὸ σφυρὶ καὶ τὸ καλέμι -
μηχανιστικὰ καὶ βίαια - χωρὶς γνώση
καὶ χωρὶς ἐπίγνωση.

Τὸ ἴδιο ἔγινε στὴν πολιτικὴ - στὴν
οἰκονομία - στὴν Ἐκκλησία -
στὰ πανεπιστήμια -
στὰ σχολεῖα - στὸ θέατρο -
στὴν ἀρχιτεκτονικὴ - στὴν μουσικὴ -
στὸν χορὸ - στὴν λογοτεχνία ...

Ξένοι σὲ ξένη γῆ.

* * *

Εἰρωνεία*:

Τὸ πολυτονικό, 2000 χρόνων,
τὸ ἔφαγε ἕνα φαινόμενο (οἱ ἐφημερίδες),
― ποὺ θὰ εἶχε ζωὴ μόνο 100 χρόνια στὴν Ἑλλάδα (ἤδη πέθαναν οἱ μισές, καὶ στὸ ἐξωτερικὸ πεθαίνουν ὅλες·
― γιὰ ἕνα τεχνικὸ πρόβλημα τὸ ὁποῖο θὰ ξεπερνιόταν 20 χρόνια μόλις μετά (μὲ τὴν ἠλεκτρονικὴ τυπογραφία).

Βέβαια καὶ νὰ εἶχε ἐπιζήσει τὸ πολυτονικό, θὰ πέθαινε ξανὰ σήμερα, μὲ τὰ κινητὰ κ.λπ. Ἐδῶ δὲν ἄντεξε τὸ «;».

[* σχόλιον Ν.Β.]

* * *

Πράγματι, ἔτσι εἶναι.

Οἱ νεότουρκοι ἀπαγορεύσανε τὴν
παλιὰ τουρκικὴ γραφή.
Λοβοτομή.
Ἀποκλείσανε τοὺς Τούρκους ἀπὸ
τὸ Ὀθωμανικὸ αὐτοκρατορικὸ
παρελθόν τους -
ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ πολιτισμοῦ τους.

Τὸ ἴδιο καὶ τὸ μονοτονικό.
Ὄχι τόσο δραστικὸ ὅπως ἡ τουρκικὴ
λοβοτομή -
ἀλλὰ ὁπωσδήποτε - ἕνα πρόσθετο
ἐμπόδιο.

Ὁδηγοὶ τῆς γλώσσας εἶναι οἱ λογοτέχνες
της - ὄχι οἱ γλωσσολόγοι καὶ οἱ
γραμματικοί.

* * *

Ἀλλάξανε ἀλφάβητο -
καὶ ἀποκλείσανε τοὺς Τούρκους
ἀπὸ τὸ παρελθόν τους.
Πολιτιστικὴ λοβοτομὴ λέγεται αὐτό.
Καὶ κόβανε τὰ χέρια ἐκείνων ποὺ
παίζανε τὰ λαϊκά τους ὄργανα -
γιὰ ν᾿ ἀνοίξουν ὄπερες
στὴν Κωνσταντινούπολη.

* * *

Λένε τὸ γνωστὸ παραμύθι περὶ
διγλωσσίας - τὸ ὁποῖο
λύθηκε μὲ τὴν στανικὴ ἐπιβολὴ
τῆς «δημοτικῆς» - μιᾶς
πλαστῆς ἀνύπαρκτης γλώσσας -
ποὺ τὴν γέννησε ἕνα
ἰδεολόγημα τῆς κακιᾶς ὥρας -
κάπου στὰ πανεπιστήμια
τῆς Εὐρώπης. -
Διαβάζετε τὸν Παπαδιαμάντη.
Ὁ Παπαδιαμάντης γράφει
σὲ μιὰ  - παπαδιαμαντική -
καθαρεύουσα - καὶ ἀντιγράφει τὴν
λαϊκὴ γλῶσσα τῆς νέας
ἑλληνικῆς - ὅπως τὴν ἀκούει -
στοὺς διαλόγους τῶν
ἡρώων του.
Εἶναι δύο οἱ γλῶσσες - στὰ
διηγήματα τοῦ
Παπαδιαμάντη; - Ἀντίθετα - στὴν
Εὐρώπη - ὑπῆρχε ἀληθινὴ
διγλωσσία. Ἀπὸ τὴν μία ἡ γλῶσσα
τοῦ κράτους - καὶ τῆς Ἐκκλησίας -
ποὺ ἦταν ἡ λατινική -
καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ γλῶσσες τῶν
λαῶν τῆς Εὐρώπης -
ἡ ἰταλική -
ἡ γαλλική -
ἡ ἰσπανική - κ.ἄ.
Η λατινική - δὲν εἶναι ἡ καθαρεύουσα
τῆς γαλλικῆς. Εἶναι
ἄλλη γλῶσσα - μὲ ξεχωριστὸ
λεξιλόγιο - γραμματικὴ
καὶ συντακτικὴ δομή. Ἀφήσανε λοιπὸν
τὴν λατινικὴ στὴν Ἐκκλησία -
διαχωρίσανε τὸ κράτος ἀπὸ αὐτήν -
καὶ δώσανε στὸ κράτος τὴν κανονική
του γλῶσσα. Ἔτσι -
λύσανε τὸ πρόβλημα τῆς διγλωσίας.

Καὶ ἐμεῖς -
οἱ δοῦλοι τῆς Εὐρώπης -
ἐφαρμόσαμε τὸ ἴδιο ἰδεολόγημα -
ἄκριτα -
καὶ παράλογα -
στὴν ἑλληνική. Ὀνομάσαμε τὴν
γραπτὴ μορφὴ τῆς
ἑλληνικῆς «καθαρεύουσα» -
τὴν προφορικὴ
«δημοτική» - καὶ ὅπως οἱ
εὐρωπαῖοι ξαποστείλανε τὴν
λατινική -
ἔτσι καὶ τὸ πιθηκίζον -
αἰχμάλωτο -
ἑλληνικὸ κράτος - ξαπόστειλε
τὴν καθαρεύουσα στὸ
καλάθι τῶν
ἀχρήστων - κατὰ μίμηση
τῆς λατινικῆς!

Καὶ ἔμεινε ἡ γλῶσσα μας -
ἡ νέα ἑλληνική -
ἀνάπηρη - χωρὶς ἐλπίδα
ἰάσεως καὶ
σωτηρίας. 

(Ἀνδρέας Φαρμάκις)

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Ἡ τέλεια μύτη τῶν 106 μοιρῶν...

Ἰδανικὸ θέμα στὴν ἀρχαία ἀγορά -
πηγαδάκια μὲ τοὺς γλύπτες -
καὶ ἐπιχειρήματα -
ποὺ θὰ μείνουν σὰν αἰώνια
πρότυπα τῆς ὀμορφιᾶς -
καὶ τῆς τέχνης.
Δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία -
ὅτι ἰδανικὴ μύτη -
εἶναι καὶ θὰ εἶναι γιὰ πάντα -
ἡ ἀρχαία ἑλληνική.

Ἑλληνίς
(De Young Museum, San Francisco, California, USA)

* * *

Ἡ νεοτάξ -
ἡ δικτατορία τῶν ἀγορῶν καὶ τῶν
τραπεζῶν -
καθὼς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὰ
ἑλληνικὰ πρότυπα -
βυθίζεται στὴν βαρβαρικὴ
ἀσχήμια!
Ἡ αὐτοκρατορία τῆς νεοτὰξ εἶναι
ἄσχημη σὰν ἐφιάλτης.

Ἡνίοχος, 478-474 π.Χ. (Μουσεῖον Δελφῶν)

* * *

Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ὀμορφιά -
μὲ τὴν ὁποία
καμμία σχέσι δὲν ἔχει ἡ
χονδροειδὴς
Σκάρλετ Γιόχανσον -
εἶναι παναθρώπινη καὶ
αἰωνία. Ἰδεατὲς
πλατωνικὲς μορφές - ποὺ
φανερώνουν τὸν τρόπο
μὲ τὸν ὁποῖο -
εἶναι φτιαγμένος ὁ κόσμος.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες -
ἔβλεπαν τὴν
παρθενικὴ Ἄρτεμι -
τὸν πάμφωτο Ἀπόλλωνα -
τὴν Ἀφροδίτη -
τὸν Ἑρμῆ -
στὸν οὐρανό -
προβάλλοντας καὶ
φανερώνοντας τὴν ὀμορφιὰ
τοῦ σύμπαντος.
Κανεὶς δὲν βλέπει στ᾿ ἄστρα
τὴν Γιόχανσον!
Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ὀμορφιά -
δὲν εἶναι λάιφστάιλ -
δὲν κερδίζεται μὲ τὴν
ἐξαντλητικὴ γυμναστική - καὶ
τὴν δίαιτα -
ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἀρετή.
Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ὀμορφιά -
δὲν ἦταν ἕνα συντριπτικὸ
πρότυπο
τῆς ἐξωτερικῆς ἐμφάνισης -
ἀλλὰ ὁ δρόμος
γιὰ τὴν σύλληψι τοῦ
μυστικοῦ σχεδίου τῆς
δημιουργίας -
ὁ δρόμος πρὸς τὸν Θεό.

(Ἀνδρέας Φαρμάκις)

Θεοτόκος

* * *

Η μύτη σας έχει γωνία 106 μοιρών; Αν είστε γυναίκα, και λευκή, τέλεια!

Scarlett Johansson
Πάρτε γωνιόμετρο ή μοιρογνωμόνιο για να μετρήσετε την τέλεια μύτη -ελπίζοντας η δική σας να σχηματίζει στην άκρη της γωνία ακριβώς 106 μοιρών, σε σχέση με το υπόλοιπο πρόσωπο.

Αυτή είναι η ιδανική μύτη για λευκές γυναίκες, υποστηρίζουν Αμερικανοί χειρουργοί του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, που έκαναν σχετική έρευνα και δημοσίευσαν το πόρισμά τους στο περιοδικό «JAMA Facial Plastic Surgery», εξηγώντας ότι η γωνία μετριέται αν κανείς ενώσει με μια γραμμή τα χείλη, την άκρη της μύτης και το μέτωπο, σχηματίζοντας έτσι ένα ιδεατό τρίγωνο. Οι Αμερικανοί σχολιάζουν ότι η γωνία των 106 μοιρών που χαρίζει την ιδανική μύτη κάνει τις γυναίκες ελαφρώς ψηλομύτες... όπως άλλωστε είναι η Σκάρλετ Γιόχανσον, η Κέιτ Μπέκινσεϊλ και η δούκισσα του Κέμπριτζ, Κάθριν. Οι Αμερικανοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι όταν μία μύτη σχηματίζει γωνία μεγαλύτερη των 90 και έως 106 μοιρών τονίζεται η θηλυκότητα του γυναικείου προσώπου, ενώ μύτες που γέρνουν προς τα κάτω, δηλαδή έχουν στην άκρη τους μια γωνία μικρότερη των 90 μοιρών, σύμφωνα με τους επιστήμονες, φαίνονται πιο μακριές και πιο «ανδρικές».

(πηγή: ΑΜΠΕ)

(Ἱω Ν., «Η μύτη σας έχει γωνία 106 μοιρών; Αν είστε γυναίκα, και λευκή, τέλεια!», ἐφημ. «Ἐλευθεροτυπία», 28-6-2014)

Ἡ μιὰ τραβάει τὰ μαλλιά της, ἡ ἄλλη τά ᾿χει ξέπλεκα...

Συγκινητικὴ καὶ ἀποκαλυπτικὴ εἶναι ἡ σκηνὴ τοῦ «νεκρικοῦ θρήνου», ἔτσι ὅπως ἀποτυπώνεται στὰ νέα εὑρήματα τῶν βασιλικῶν τάφων στὶς Αἰγές. Πέντε νέοι, πλούσια κτερισμένοι, τάφοι, ποὺ ἔφερε πρόσφατα στὸ φῶς ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη, ἀναδεικνύουν τὴν ὑψηλὴ τέχνη τῆς ἀρχαίας Μακεδονίας. (ἐφημ. «Ἡ Καθημερινή», 14-3-2014)

Ἐκπληκτικὲς σύγχρονες ζωγραφιές...

Οἱ ταφικὲς τῆς Βεργίνας. Φτιαγμένες
μὲ γρήγορο ἐλεύθερο χέρι -
στ᾿ ἀλήθεια
ἀξεπέραστες. Ἔγραψα σύγχρονες -
γιὰ νὰ πῶ αὐτὸ ποὺ ἔνιωσα
ὅταν τὶς πρωτόδα -
ὅτι εἶναι νέες φρέσκες
σύγχρονες - δὲν κουβαλᾶνε
καθόλου ἀρχαῖο
χρόνο. Καὶ εἶναι ἑκατοντάδων
αἰώνων ἀρχαῖες.

Ἡ μία τραβάει τὰ μαλλιά της, ἡ ἄλλη
τά ᾿χει ξέπλεκα - μὲ τὰ
ὑπέροχα ἑλληνικὰ προφίλ τους -
καμμιὰ φορὰ
ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς
πολιτισμός -
εἶναι ἀσύγκριτος ἀπαράμιλλος -
μοναδικὸς πάνω στὸν
πλανήτη Γῆ -
χωρὶς ὅμοιό του - χωρὶς
κανεὶς νὰ
τὸν πλησιάζει - .

(Ἀνδρέας Φαρμάκις)

* * *

Βασιλικοί τάφοι φέρνουν στο φως την υψηλή τέχνη της Μακεδονίας

Όσο κι αν οι Γαλάτες -γένος φιλοχρηματότατον- προσπάθησαν να αρπάξουν τους θησαυρούς βασιλικών τάφων και να διασκορπίσουν τα οστά των βασιλέων για να ταπεινώσουν τους Μακεδόνες, τα ίχνη-θραύσματα κτερισμάτων που άφησαν από τις πλούσιες ταφές και τα κατεστραμμένα από τους Ρωμαίους ταφικά μνημεία, ενισχύουν την έρευνα της σύγχρονης αρχαιολογίας για τη δυναστεία των Τημενιδών στον παγκοσμίως γνωστό αρχαιολογικό τόπο της Βεργίνας.

Τα κατάλοιπα από ταφικές πυρές με πλούσια αφιερώματα (αγγεία, όπλα), τα μεγέθη και οι μορφές των 20 συνολικά ταφικών μνημείων διαφόρων περιόδων (από τα αρχαϊκά -α' μισό του 6ου αι.- μέχρι τα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια, τέλος 4ου-αρχές 3ου αι. π.Χ., που ανακάλυψε ώς τώρα η αρχαιολογική ομάδα με επικεφαλής τη διευθύντρια της 17ης ΕΠΚΑ και 11ης ΕΒΑ Αγγελική Κοτταρίδη, φωτίζουν την προσωπογραφία της βασιλικής οικογένειας και την ιστορία της ταφικής αρχιτεκτονικής. Στον βασιλιά Περδίκκα Β' (454-413 π.Χ) και στο ζεύγος Φίλιππου Γ' Αριδαίου, της συζύγου του Αδέας-Ευρυδίκης και της μητέρας της Κύνας, κόρης του Φιλίππου Β', ανήκουν πιθανότατα δύο από τους πέντε νέους τάφους (κιβωτιόσχημοι και μακεδονικοί με μαρμάρινες πόρτες και προσόψεις που θυμίζουν ναούς) της συστάδας των Τημενιδών που επεφύλασσε η φετινή ανασκαφή (συνεχίζεται χάρη στο ΕΣΠΑ) στη Νεκρόπολη των Αιγών.

Σε δίδυμο τάφο, έναν Ιωνικό (ανασκάφηκε το 1987 από την καθηγήτρια αρχαιολογίας Στέλλα Δρούζου) κι έναν δωρικό (φετινό εύρημα), φαίνεται πως ενταφιάστηκαν από τον Κάσσανδρο -σύμφωνα με τον Διόδωρο- τα τρία μέλη της βασιλικής οικογένειας Φιλίππου Γ' Αριδαίου. Κτισμένοι και οι δύο στην ίδια εποχή (προς το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ.) δίπλα-δίπλα και με τον ίδιο προσανατολισμό δίνουν την εικόνα ενός μνημείου με συνάφεια.

«Ένας από τους τελευταίους Τημενίδες ο Φίλιππος Γ' Αριδαίος (323-317 π.Χ.) είχε προφανώς δικαίωμα να ταφεί στην παλιά βασιλική συστάδα και ο ιωνικός τάφος με τον ασυνήθιστα βαθύ προθάλαμο που προφανώς προοριζόταν για την ταφή και ενός δεύτερου νεκρού, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον τάφο του Φιλίππου Β', προσφέρεται ιδανικά για την ταφή του βασιλικού ζευγαριού -μια υπόθεση που την ενισχύει αποφασιστικά η παρουσία ενός ιωνικού τάφου, όπου θα μπορούσαν να έχουν αποτεθεί τα οστά της Κύνας, πεθεράς και συγχρόνως ετεροθαλούς αδελφής του Φιλίππου Αριδαίου», επισημαίνει η κ. Κοτταρίδη.

Από τα πέντε νέα ταφικά ευρήματα ενδιαφέρον παρουσιάζει μια μεγάλη αίθουσα με λευκούς τοίχους διακοσμημένους με ζωγραφιστή γιρλάντα (βλαστάρια, λουλούδια και φύλλα κισσού) - το παλαιότερο και γι’ αυτό ιδιαίτερα σημαντικό δείγμα τοιχογραφίας στη Μακεδονία. Τα κτερίσματα (ελεφαντόδοντο, κεχριμπάρια από ξύλινη κλίνη) και ειδικά ένα σιδερένιο ξίφος, αναφέρει η κ. Κοτταρίδη, μαρτυρούν ότι ανήκει σε πολεμιστή, ίσως στον βασιλιά Περδίκκα Β' (454-413 π.Χ.) που «χρειάστηκε σκληρούς αγώνες για να διατηρήσει το βασίλειό του, ανεξάρτητο μέσα στη δίνη του Πελοποννησιακού Πολέμου».

Ντουζίνες από χρυσά δισκάρια με το αστέρι της Βεργίνας, δαχτυλίδι - σφραγίδα Τημενίδη και αναρίθμητα θραύσματα κεραμικής από κομψές λευκές ληκύθους (420-10 π.Χ.) διατηρούν αναλλοίωτες χρωματιστές παραστάσεις με σκηνές ταφικής τελετής: μητέρες με τα μωρά στην αγκαλιά, μοιρολόι γυναικών πάνω από τους νεκρούς πολεμιστές κ.ά. Τα βασιλικά ελαιοδοχεία, συναρμολογημένα, είναι από τα ωραιότερα ευρήματα αυτής της ανασκαφής.

(Γιώτα Μυρτσιώτη, «Βασιλικοί τάφοι φέρνουν στο φως την υψηλή τέχνη της Μακεδονίας», ἐφημ. «Ἡ Καθημερινή», 14-3-2014.)