«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιαννόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιαννόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Καὶ τότε ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀγαλλομένη ἕως τὰ βάθη τῶν σπλάχνων της...

   Τὸ περιοδικὸν «Ἀνθέμιον», Ἐνημερωτικὸν Δελτίον τῆς Ἑνώσεως Φίλων Ἀκροπόλεως, ἐδημοσίευσεν στὸ τεῦχος 21, Δεκ. 2010, μικρὸ ἀπόσπασμα ἐργασίας τοῦ γράφοντος γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο καὶ τὴν Ἀκρόπολι, ἐπ᾿ εὐκαιρίᾳ τῆς ἐπετείου τῶν ἑκατὸ ἐτῶν ἀπὸ τὴν αὐτοθέλητη ἔξοδό του.


   «Τὸν θεωρῶ ὡς τὸν τελευταῖον Ἀθηναῖον τῶν καλῶν χρόνων. Ὡς ἕνα πλόκαμον κισσοῦ ἑρπίζοντα ἐπάνω εἰς ἀρχαῖον μάρμαρον. Δὲν θὰ ἴδῃ πλέον ὁ ναὸς τῆς Ἀπτέρου Νίκης ρόδα κάθε πρωί προσφερόμενα ὡς θυσίαν, καὶ ἂν αὐτὸ τὸ κάμει ἄλλος τις θὰ εἶναι μίμησις, θὰ εἶναι προσποίησις.
   »Αἱ ἄκανθαι τῆς Ἀττικῆς, τὴν μυστηριώδη καλλιτεχνικὴν γοητεία τῶν ὁποίων τόσον εἶχεν ἐννοήσει, δὲν θὰ εὔρουν πλέον θαυμαστὴν καὶ συλλέκτην, εἰς τὸν τόπον ὅστις παρήγαγε τὸ γλυκύτερον μέλι καὶ τὸ πικρότερον κώνειον.
   »Ὅταν ἔβαζε λευκὰ γάντια καὶ φορτωμένος ἀπὸ ἄνθη ἀνήρχετο εἰς τὴν Ἀκρόπολιν διὰ νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὑπάτου Κάλλους [...]»
   (Δημήτριος Καμπούρογλου, συνέντευξις στὴν ἐφημερίδα «Ἐμπρός», μετὰ τὴν αὐτοκτονία τοῦ Γιαννόπουλου, 13-4-1910)

   Ἑκατὸ χρόνια συμπληρώνονται ἐφέτος στὶς 8 Ἀπριλίου [2010], ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη (8-4-1910) ποὺ ὁ μεγάλος ἑλληνολάτρης Περικλῆς Γιαννόπουλος ἑνώθηκε αὐτοθέλητα μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Φύση. Ὡς δεῖγμα τιμῆς καὶ μνήμης γιὰ τὸν μεγάλο ἄνδρα, παραθέτω ὁρισμένα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἔργο του ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἀκρόπολη.

   Ἑλληνολάτρης, ἀρχαιολάτρης, πάνω ἀπ᾿ ὅλα φυσιολάτρης ὁ Γιαννόπουλος («Ὡραῖοι Θεοί, οἱ Πρῶτοι Θεοὶ τῆς Φυλῆς, ζοῦν μαζὺ μὲ τὴν ὁλοζώντανη Ἑλλ. Ψυχὴ στὸν κάμπο, στὸ βουνό, στὸ νερό») καλεῖ τοὺς νέους («ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΕΑΙ Ἀγαπήσετε μὲ πάθος πύρινον τὴν Μητέρα Γῆ, θ᾿ ἀναστηθῆτε στὴν ἀληθινὴ Ἡδονικὴ Ζωή») καὶ συλλαμβάνει μιὰ ἐξαίσια, ὑψηλοτάτης ἐμπνεύσεως εἰκόνα: Τὸ πεντελικὸ μάρμαρο, σὰν γάλα τῆς Μητέρας Γῆς, νὰ πηγάζει ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς, νὰ κρυσταλλώνεται στὰ καλλιτεχνήματα τῆς Ἀκροπόλεως καὶ νὰ γίνεται κατόπιν πνεῦμα καὶ νὰ φωτίζει ἀπὸ τοὺς αἰθέρες παντοτινὰ τὴν ἀνθρωπότητα («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):

   «Καὶ τότε ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀγαλλομένη ἕως τὰ βάθη τῶν σπλάχνων της αἰσθάνεται τὰ στήθη τῆς πρισκόμενα ἀπὸ τὰς ἡδονὰς τῆς συλλήψεως, τότε ἀπὸ τοῦ σὰν ὀρθοῦ μαστοῦ Ἀρτέμιδος Πεντελικοῦ της, ἕνα ἀφροδίσειον ἀφρόεν, μαρμαρόεν γάλα ἀναβλύζει, γάλα πηγνυόμενον εἰς τὸν ἀέρα καὶ τὸ φῶς, κρυσταλλιαζόμενον εἰς ἀνονείρευτα Παλάτια, μὲ μαρμαρίνην Ἀνθρωπότητα ἁβροτέραν καὶ ζωντανοτέραν κάθε ζωντανῆς, ἀνερχόμενον ἀργὰ καὶ μεγαλόπρεπα πρὸς τὰ κυάνεα οὐράνια σὰν πελώριον πάμφωτον σύννεφον Ἰουλιανοῦ μεσημερινοῦ καὶ μένον.
   »Καὶ ἡ Νεφέλη, αὐτὴ ἡ διαμένουσα αἰώνια, ἡ καταυγάζουσα μὲ τὰ ἡδονικώτερα φῶτα τὴν Οἰκουμένην, ἡ μὴ γινομένη βρῶμα σκωλήκων, ἡ χῶμα οὖσα καὶ μὴ ἀπερχομένη εἰς χῶμα, ἡ οὔτε ἀπὸ τοῦ Χρόνου οὔτε ἀπὸ κανενὸς λυσσασμένου Θεοῦ τὰ δόντια τρωγομένη, εἶνε τὸ ἀποθέωμα Ἑλληνικῆς Γῆς καὶ Φυλῆς, καὶ εἶνε τὸ ἕνα καὶ ΜΟΝΑΔΙΚΟΝ ΙΔΑΝΙΚΟΝ ποὺ ἄνθησε καὶ ἐπετρώθη εἰς τὸν πλανήτην αὐτόν, εἶνε ὁ μοναδικὸς Αἰσθητικὸς καὶ Πνευματικὸς Ἥλιος τῆς Οἰκουμένης, ὁλόκληρος Χαρὰ καὶ Ἡδονὴ Ζωῆς, καὶ ἡ μόνη της Δόξα, Παρηγορία καὶ Ἐλπίς, εἶνε τό: ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΙΔΑΝΙΚΟΝ.»

   [...]

   [Ὁλόκληρη ἡ ἐργασία μου παρατίθεται στὸν ἱστοχῶρο «ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (1871-1910): Ὁ προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ».]

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Ὁ δίσκος τῆς Ἑκάτης... καὶ τὰ φιλιὰ τοῦ Ἀπόλλωνος


Αὐγουστιάτικη πανσέληνος στὴν Ἀκρόπολι. Τὰ αἰώνια μάρμαρα. Μέσα στὸ ἀχνό, ὑποβλητικὸ σεληνόφως, προβάλλουν ἐπιβλητικοί, στέρεοι καὶ ἁρμονικοί, οἱ δωρικοὶ κίονες, ὡς ὁ ἄξων τοῦ κόσμου, ὁ συμπαντικὸς νόμος, ἡ ἀλήθεια τοῦ αἰωνίου κόσμου τῶν Ἰδεῶν.

Παρὰ τὴν κοσμοσυρροή, τὰ φλάς, τὰ μηδέποτε ἡσυχάζοντα φῶτα τῆς μεγαλούπολης τριγύρω, ὁ Παρθενὼν ἐπιβάλλεται. Εἶχα τὴν χαρά, λοιπόν, νὰ βρεθῶ καὶ ἐγὼ μιὰ νύχτα στὴν ζωή μου στὴν Ἀκρόπολι. Δὲν ξέρω βεβαίως πῶς θὰ ἦταν μιὰ νύχτα ὅπως αὐτὴ ποὺ περιγράφει ὁ Ροΐδης [ἀπόσπασμα 2ον] ἢ ὁ Ντὲ Κίρικο [ἀπόσπασμα 1ον]. Μοναχικά. Καὶ μὲ τὴν μικρὴ πόλι τῶν περασμένων αἰώνων, χωρὶς φῶτα καὶ θορύβους. Κάτι πολὺ διαφορετικό ἀσφαλῶς, συγκλονιστικότερο.

Καὶ πάλι, ὅμως. Νομίζω ὅτι ἡ ὥρα τοῦ Παρθενῶνος εἶναι τὸ καταμεσήμερο. Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος [ἀπόσπασμα 4ον] εἶχε δίκιο. Καὶ ὁ Ἐλύτης μὲ τὸν Τεριάντ [ἀπόσπασμα 3ον]. Καταμεσήμερο. Ὅταν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου ταπεινώνουν, ἐξαϋλώνουν τὴν τσιμεντένια μάζα τῆς πόλεως. Ὅταν ὁ Ἱερὸς Βράχος ὑπερυψοῦται κυρίαρχος στὴν φωτεινὴ γῆ καὶ στὸ λαμπρὸ γαλάζιο. Καὶ οἱ μαρμάρινοι κίονες ἀποκαλύπτουν καὶ ἐπικυρώνουν τὴν οὐράνια ἀλήθεια στὸν κόσμο.

Ὁ Παρθενὼν εἶναι ἡλιακὸς ναός· οὐράνιος, ἀρσενικός. Σεληνιακός ναός, χθόνιος, θηλυκός, εἶναι τὸ Ἐρεχθεῖον. Ἐκεῖ, κατεβαίνοντας χαμηλά, μέσα ἀπὸ τοὺς κομψοὺς κίονες, τοὺς χιτῶνες ἐπὰνω στὸ κορμὶ τῶν Καρυάτιδων καὶ τὸ φύλλωμα τῆς ἱερῆς ἑλαίας τῆς Ἀθηνᾶς, θροΐζον ἁπαλὰ στὸ νυχτιάτικο ἀεράκι, ἐκεῖ ἔρχεται ἀκροπατώντας ἡ Σελήνη. Ἢ κοιτώντας τὴν Ἀκρόπολι ἀπὸ μακρυά, ἀπὸ τὸν Ἄρειο Πάγο ἢ τοῦ Φιλοπάππου. (Ὑποθέτω ὅτι καὶ τὸ Νέον Μουσεῖον θὰ εἶναι ὄμορφο τὴν νύχτα -ἀπ᾿ ἔξω εἶναι-, καὶ μάλιστα μὲ τὴν Ἀκρόπολι φωτισμένη, ἀλλὰ δὲν ἔχω καταφέρει νὰ τὸ ἐπισκεφθῶ νύχτα ἀκόμη.) Τὰ δύο πρόσωπα, ὅμως, τὸ ἡλιακὸ καὶ τὸ σεληνιακὸ, συνυπάρχουν· πότε τὸ ἕνα κυρίαρχο καὶ τὸ ἄλλο δευτερεῦον, πότε τὸ ἀντίστροφο.

«Ὁ Παρθενώνας δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ εἶναι ὡραιότερος ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι τώρα. Αὐτὸ ποὺ μελετᾶμε σήμερα εἶναι ἡ ἀρχοντική του ὀμορφιὰ ποὺ ἄντεξε στὸν χρόνο.» (Elise Konstantin-Hansen (1858-1946), Δανέζα ζωγράφος· ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀθήνα τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1894.)

* * *

Στὸ σεληνόφως...

Giorgio de Chirico
Μινύχτα στὴν Ἀκρόπολη

Χώθηκα μέσα σ᾿ ἕνα σωρὸ ἀπό ἐρείπια μὲ τρόπο ποὺ νὰ φαίνομαι ὅσο τὸ δυνατὸ λιγότερο καὶ περίμενα τὴ στιγμὴ ποὺ θά ᾿μουν μόνος. Στὴν ἀνατολή, πίσω ἀπὸ τὴ μενεξελιὰ γραμμὴ τῶν βουνῶν, ἡ πανσέληνος ἀναδύθηκε: ἦταν πλούσια, βασιλική, ὁλόγιομη, λαμπρή, μεγαλειώδης· μιὰ ἀληθινὴ πανσέληνος καλοκαιριοῦ τῆς Ἀθήνας· ἀνέβαινε μὲ βραδύτητα, τυλιγμένη ἀκόμα στὴν πάχνη τῆς ζέστης. Στὴ δύση, ὁ οὐρανὸς σκοτείνιαζε. Μοῦ δημιουργήθηκε ἡ ἐντύπωση ὅτι ὁ τελευταῖος ἐπισκέπτης εἶχε ἐγκαταλείψει τὴν Ἀκρόπολη, ἀλλὰ ἀποφάσισα νὰ μὴ φύγω ἀπὸ τὴν κρυψώνα μου πρὶν νυχτώσει τελείως, κι αὐτὴ ἡ σύνεση μὲ ἔσωσε, γιατί, σὲ λίγα δευτερόλεπτα, ἄκουσα τὸ βῆμα ἑνὸς φύλακα ποὺ πλησίαζε ἀργὰ στὸ μέρος ὅπου κρυβόμουν. Ἕνα ρίγος διέτρεξε τὴν πλάτη μου. Σὰν ἔφτασε κοντὰ στὴν κρυψώνα μου, ὁ φύλακας σταμάτησε· ἤμουν σὲ δυὸ βήματα ἀπόσταση· δὲν μὲ εἶχε δεῖ ἀλλὰ ἡ παραμικρὴ κίνηση μποροῦσε νὰ μὲ προδώσει. Ὁ φύλακας ἔστριβε σιγὰ τὸ μουστάκι του κοιτάζοντας μακριά· μετὰ ἔβηξε κι ἀφοῦ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη τοῦ σακακιοῦ του μιὰ καπνοσακούλα ἔστριψε τσιγάρο, τὸ ἄναψε καὶ φύσηξε μὲ ἡδονὴ τὸν καπνὸ ἀπὸ τὸ στόμα καὶ ἀπὸ τὴ μύτη. Μακριὰ ἀκούγονταν διάφοροι θόρυβοι: νυχτερίδες σκαμπανέβαζαν πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια μας· κοιτάζοντας τὸν φύλακα σκεφτόμουν τὸν κυνηγὸ, ποὺ περνᾶ, μὲ τὸ τουφέκι στὸν ὦμο, δίπλα στὸ ὀρτύκι χωρὶς νὰ τὸ βλέπει. Κρατοῦσα τὴν ἀνάσα μου, τὰ δευτερόλεπτα μοῦ φαίνονταν ὧρες. Ἀφοῦ τράβηξε ἀκόμα δυὸ τρεῖς ρουφηξιές ἀπ᾿ τὸ τσιγάρο, ὁ φύλακας ἔβαλε τὰ χέρια πίσω κι ἀπομακρύνθηκε πρὸς τὴν ἔξοδο. Αἰσθάνθηκα πιὸ ἥσυχος, ἀλλὰ δὲν ἄρχισα νὰ κάνω κινήσεις καὶ νὰ τεντώνω τὰ μουδιασμένα μου πόδια παρὰ μόνο ὅταν τὸν ἄκουσα νὰ κλείνει τὴ βαριά καγκελόπορτα ποὺ βρισκόταν στὴν εἴσοδο τῆς Ἀκρόπολης. Τότε κατάλαβα ὅτι ἐπιτέλους ἤμουν μόνος. Στὸ μεταξὺ εἶχε νυχτώσει ἐντελῶς. Μόνο ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς δύσης ἔμενε ἀκόμα μιὰ ἀχνὴ ἀνταύγεια, ἐκεῖ ὅπου εἶχε ἐξαφανιστεῖ ὁ ἥλιος. Ἀπὸ τὴν ἀπέναντι μεριά, ἐλεύθερο ἀπὸ τοὺς βραδινοὺς ἀτμούς, τὸ φεγγάρι εἶχε ἀνέβει στὸν οὐρανό. Οἱ ἀχτίδες του φώτιζαν τώρα τὶς μετόπες τῶν ναῶν κι ἅπλωναν τὶς σκιές τους στὸ ἔδαφος. Ἡ σιωπὴ ἔγινε πιὸ ἔντονη. Εἶχα τὴν ἐντύπωση πὼς πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου εἶχαν τραβήξει μιὰ τεράστια τέντα. Τὰ ὑπεράνθρωπα προσωπεῖα τῶν ἀρχαίων θεῶν φαίνονταν ὅμοια μὲ γιγάντια ἀντίτυπα, στερεωμένα σὰν ἀνάγλυφα στὸ ταβάνι τοῦ οὐρανοῦ ποὺ φαινόταν πολὺ χαμηλός, πολὺ κοντὰ στὴ γῆ. Εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι, ἂν σηκωνόμουν στὶς μύτες τῶν ποδιῶν μου, θὰ μποροῦσα νὰ τὸν ἀγγίξω μὲ τὸ χέρι· καὶ θεϊκὲς μάσκες χαμογελοῦσαν ἀνέκφραστα. Μιὰ ἀπέραντη ἐμπιστοσύνη περιτύλιγε κάθε πρᾶγμα. Στὴν ἐμφαντικὴ γλυκύτητα αὐτῆς τῆς μεγάλης καλοκαιρινῆς νύχτας κατάλαβα ὅτι τὸ κακὸ μέσα μου, γύρω μου, εἶχε ἐξαφανιστεῖ· τὰ χρέη πληρωμένα, οἱ τιμωρίες καταργημένες, τὰ κακὰ ὄνειρα θαμμένα γιὰ πάντα, μὲ τὶς ἔννοιες καὶ τὰ ἄγχη πέρα μακριά, πολὺ μακριά, στοὺς καυτοὺς ἄμμους τῆς καταραμένης ἐρήμου.
Ὅ,τι εἶχα ἀγαπήσει, ὅ,τι στὴ ζωή μου ὑπῆρξε εὐνοϊκὸ γιὰ μένα, ἦταν κοντά μου. Θέλησα νὰ κοιτάξω πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὶς κατοικίες τῶν ἀνθρώπων, νὰ ξαναβρῶ τὰ φῶτα τῆς πόλης, γιατὶ ὅλη αὐτὴ ἡ ὀμορφιὰ κι αὐτὴ ἡ μοναχικὴ εὐτυχία ἄρχισαν νὰ μὲ τρομάζουν, ἀλλὰ δὲν εἶδα πιὰ τίποτα: ἀτμοί, μιὰ γλυκιὰ ὀμίχλη εἶχε ἀνέβει κι ἔκρυβε τὴ γῆ ἀπὸ τὸ βλέμμα μου· πάνω σ᾿ αυτὸν τὸν ὠκεανὸ θεϊκῆς τρυφερότητας, ἡ Ἀκρόπολη, σὰν ἕνα μεγάλο πέτρινο καράβι, σὰν ἕνα καράβι ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ παλαμάρια του, ἀρμένιζε σιγά, ἀκυβέρνητο...

Τζιόρτζιο Ντὲ Κίρικο, Ἄποψη τῆς Ἀθήνας, 1970, λάδι σὲ μουσαμά.

[Τζιόρτζιο ντὲ Κίρικο: Ζωγράφος, γεννημένος στὸ Βόλο τὸ 1888 ἀπὸ Ἰταλοὺς γονεῖς. Σπούδασε στὴν Ἀθήνα, στὸ Μόναχο καὶ στὸ Παρίσι, ὅπου συνδέθηκε μὲ τὸν Picasso καὶ τὸν Apollinaire. Ἔζησε ἀπὸ τὸ 1915 ἔως τὸ 1924 στὴ Ρώμη, ὅπου ἴδρυσε, μαζὶ μὲ τὸν Carra, τὴν Ὁμάδα Μεταφυσικῆς Ζωγραφικῆς. Τὸ 1924 ἐπέστρεψε στὸ Παρίσι, ὅπου ἐνέτεινε τὸν ὑπερρεαλιστικὸ χαρακτῆρα τῆς τέχνης του. Μετὰ τὸ 1935 στράφηκε σὲ ἕναν σκηνογραφικὸ νατουραλισμό. Εἶναι κυρίως γνωστὸς γιὰ τὰ ἀτμοσφαιρικὰ τοπία πόλεων μὲ τὶς ἄδειες πλατεῖες καὶ τὰ ἔρημα μνημειώδη κτήρια καὶ γιὰ τὶς συνθέσεις ἑτερόκλητων ἀντικειμένων ποὺ στοχεύουν νὰ ἀπεικονίσουν τὴν ἐσωτερική, μαγική, πλευρὰ πραγμάτων τυλιγμένων σὲ μιὰ αὔρα μυστηρίου. Στὸ ἔργο του συχνὰ περιλαμβάνονται στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴ ρωμαϊκὴ ἀρχαιότητα. Πέθανε στὴ Ρώμη τὸ 1978.]

(«Τεῦχος» 2 (Σεπτέμβριος 1989), σ. 24. Μετάφραση: Φ. Διακομίδου. Ἀναδημοσίευσις: «...Ἔγραψαν γιὰ τὴν Ἀκρόπολη (1850-1950)», Ἕνωση Φίλων τῆς Ἀκροπόλεως, β' ἔκδ. 2009 (α' ἔκδ. 2002), ISBN 978-960-86536-3-4, σελ. 69-71.)

* * *

Ἐμμανουὴλ Ροΐδης
Πάπισσα Ἰωάννα

[Ἡ Ἰωάννα στὴν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν.] Ὁ δίσκος τῆς Ἑκάτης, περικυκλούμενος ὑπὸ νεφῶν διαφανῶν ὡς σεμνὴ παρθένος ὑπὸ τῶν νυκτικῶν πέπλων της, ἔλαμπεν ἀκίνητος εἰς ὕψος ἀκαταμέτρητον, ἐπιχέων ἐπὶ τῶν ἀθανάτων ἐκείνων μαρμάρων λάμψιν λευκὴν καὶ ἀμυδράν, οἵαν καὶ ἐπὶ τοῦ κοιμωμένου Ἀδώνιδος, ὅτε ἐπεσκέπτετο αὐτὸν ἡ θεὰ ἐπὶ τῶν ἀκρωρειῶν τοῦ Λάτμου. Αἱ στῆλαι τοῦ Ὀλυμπιείου, οἱ ἐλαιῶνες, αἱ ροδοδάφναι, αἱ κορυφαὶ τῶν λόφων στεφόμεναι ὑπὸ ἐκκλησιῶν ἢ μνημείων, πάντα ταῦτα περιέσφιγγον τὴν ὅρασιν τῶν δύο νεανίσκων διὰ ζώνης καὶ αὐτοῦ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης θελκτικωτέρας, ἡ δὲ ἡδονή, ἣν ἠσθάνοντο ἐκ τοῦ πανοράματος τούτου, καθίστατο διπλασία, διότι μεθυσμένοι ὄντες ἔβλεπον τὰ πάντα διπλά.

(Ἐμμανουὴλ Ροΐδης, «Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα».)

* * *

...καὶ στὸ καταμεσήμερο.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης
Τὸ ἑλληνικὸ καλοκαίρι κατὰ τὸν E. Tériade

Στάλα στάλα συνάζει μέσα της ἡ καρυδιὰ τὴ σκοτεινὴ δροσιά. Τὸ κυπαρίσσι ἐρημώνει γύρω του τὰ πάντα κι ἀπομένει δασύ, κυρίαρχο. Ἴδια κι ὁ πλάτανος. Προστάτες φασματικοὶ τῶν κάμπων τῶς Ἀργολίδας καὶ τῆς Ἀρκαδίας.
Ἡ συκιὰ σταυρώνει τὰ χλωμά της μέλη, τεντώνεται μὲς στὸ πετσί της το γυαλιστερὸ καὶ τὸ χνουδάτο· τέλος, κάποτε, στρογγυλοκάθεται μέσα στὴν ἴδια της τὴν εὐωδιά.
Οἱ ροδιὲς ἀνάβουνε σὰν τὰ κοκόρια.
Ἡ ἐλιά, δίχως νὰ τὸ πολυσκεφτεῖ, δίνεται στὸν ἥλιο, στὸν ἄνεμο, σ᾿ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ρημάζουνε τὸ κορμί της.
Οἱ ροδοδάφνες, ποὺ μοσκοβολοῦνε πικραμύγδαλο, σαλεύουνε, ὅμοια νερό, βαθιὰ στὶς κοῖτες τῶν ξεροπόταμων.
Σιγὰ σιγά, μὲς στὸ κατακαλόκαιρο, τὸ φῶς ἀφανίζει τὴν Ἑλλάδα. Χωνεύει τὰ νησιά, ἐξουδετερώνει τὶς θάλασσες, ἀχρηστεύει τοὺς οὐρανούς. Μήτε ποὺ βλέπεις πιὰ βουνά, μήτε δέντρα, μήτε πολιτεῖες, μήτε χῶμα καὶ νερό. Ἄφαντα ὅλα.
Πιωμένος φῶς -μονάχα μιὰ σκιὰ μαύρη- ὁ ἄνθρωπος. Μιὰ σκιὰ ποὺ μεγαλώνει, δυσανάλογα προστατευμένη ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ θυσία.

Ἡ ἀντίσταση σ᾿ ἕνα τέτοιο φῶς: νὰ ποιὸ εἶναι τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἑλληνικῆς ἀρχιτεκτονικῆς.
Μέσα στὴ διαφάνεια, πιὸ διάφανος ἀκόμη, πιὸ λευκός, ὁ Παρθενώνας δικαιώνει μυστηριακὰ τὴν ὕπαρξή του τὴν ὥρα ποὺ τὸ μεσημέρι τὸ ἀττικὸ φτάνει στή μεγαλύτερή του ἔνταση κι ὅπου μονάχα νεράιδες τριγυρνᾶν μὲς στὸ θαμπωτικὸ διάστημα.
Ἡ Ἑλλάδα στοὺς χάρτες ἀνύπαρχτη.
Λὲς καὶ βρῆκε ὁ κόσμος τὸ μακαρισμένο τέλος του σ᾿ αὐὴν τὴν ἀπόλυτη ἰσότητα.

Κι ὅμως, τὸ ἴδιο αὐτὸ φῶς, τὸ ἀστραφτοβόλο, τὸ καταιγιστικό, τὸ ἐπίμονο, ποὺ ἀναιρεῖ τὴν Ἑλλάδα μὲς στὰ μεσημέρια, τὴν ἀποκαθιστᾶ πάλι τὸ ἡλιοβασίλεμα κάτω ἀπὸ τὰ φαντασμαγορικὰ πυροτεχνήματα τοῦ δειλινοῦ καὶ ἀργότερα κάτω ἀπὸ τὴν τρυφερὴ παρουσία τῆς Σελήνης.
Τότε ξαναβρίσκει τὸν ἑαυτό της ἡ Ἑλλάδα. Ξαναγίνεται αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι. Ξαναπαίρνει στοὺς χάρτες τὴ θέση ποὺ τῆς ἀξίζει. Θέλω νὰ πῶ τὴ θέση τῶν ὀνείρων.

(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Τὸ ἑλληνικὸ καλοκαίρι κατὰ τὸν E. Tériade», στὰ «Μικρὰ Ἔψιλον», στὸ «Ἐν λευκῷ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2006 (ζ' ἔκδ.· α' ἔκδ. 1992), ISBN 960-7233-26-3, σελ. 214-216.)

* * *

Ὁ Παῦλος Νιρβάνας γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο
Ἕνας οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης

Ἕνα καλοκαιρινὸ ἀπόγεμα -ὁ ἥλιος ἤτανε ἀκόμη στὰ μεσούρανα- ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ἦρθε στὸ σπίτι μου, χωρὶς νὰ τὸν περιμένω. Δὲν ἤτανε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ περιμένει κανείς. Ἔφτανε πάντα ἀπροειδοποίητος, σὰν τὸ γλυκόπνοο ἀεράκι καὶ σὰν τὴν ἀνοιξιάτικη βροχούλα. Καθόμουνα τότε σ᾿ ἕνα σπίτι τῆς Φρεατίδας, ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ γλαυκότερο κῦμα τοῦ Αἰγαίου, καὶ δὲν ξέρω, ἂν ἤμουνα ἐγὼ ποὺ εἶχε τραβήξει τὸν ξανθὸν ἱππότη ἢ τὸ φῶς τῆς χαρούμενης ἀκρογιαλιᾶς.

«Ποῦ θὰ καθίσομε;» μοῦ εἶπε κοιτάζοντας ὁλόγυρά του.
Τὸν ἔβαλα στὸ γραφεῖο μου.
«Ἐδῶ;» μὲ ρώτησε μὲ κάποια στενοχώρια.
Τὸν εἶδα νὰ κοιτάζει μὲ μίσος τὰ κλειστὰ παράθυρα, τὰ σκοῦρα ἔπιπλα, τὶς σκοτεινὲς γωνιὲς τοῦ δωματίου.
«Πῶς ζεῖς ἐδῶ μέσα;» μοῦ εἶπε.
«Ποῦ θέλεις νὰ πᾶμε;» τὸν ἐρώτησα.
«Ἔξω, στὸ φῶς, στὴν Ἑλλάδα. Ἐδῶ δὲν εἶναι Ἑλλάς.»
«Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἀντηλιά;»
«Ἔχεις, λοιπόν, κι ἐσὺ τὴν πρόληψη τῆς ἀντηλιᾶς;» μοῦ εἶπε θυμωμένος. «Πρέπει νὰ τὴ νικήσεις.»

Μὲ τράβηξε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μὲ κατέβασε κάτω στὸ περιβόλι, μέσα σὲ μιὰ ἐκτυφλωτικὴ ἀντηλιά. Καθίσαμε σ᾿ ἕνα μπάγκο. Ἐκεῖνος ἔλεγε, ἔλεγε, ἔλεγε... Τὶ ἔλεγε δὲν ξέρω. Ὁ Γιαννόπουλος μποροῦσε νὰ μιλεῖ ὧρες ὁλόκληρες, χωρὶς νὰ ξέρεις στὸ τέλος τὶ σοῦ εἶπε. Εἶχα ὅμως τὴν αἴσθηση πάντοτε μιᾶς γοητείας, ποὺ δὲν μποροῦσες νὰ καταλάβεις, ἂν ἤτανε ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ ἄκουσες, ἀπ᾿ τὴ μελωδία τῆς φωνῆς του ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη μυστικὴ ἐνέργεια ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ ἐσωτερικὸς παλμὸς τοῦ λόγου του. Καὶ τὸν ἄκουγες πάντα εὐχάριστα, ὅπως ἀκοῦς τὸ φλοῖσβο τοῦ κύματος καὶ τὸ κελάρυσμα τῆς πηγῆς, ποὺ σοῦ λένε πολλὰ χωρὶς νὰ σοῦ λένε τίποτε. Ὅταν σηκώθηκε νὰ φύγει -ἔφευγε πάντα ὅπως ἐρχότανε, σὰν ἕνα ὡραῖο φυσικὸ φαινόμενο- ἤμουνα ζαλισμένος ἀπὸ τὴν ἀντηλιά, τὰ μηλίγγια μου χτυπούσανε καὶ τὰ μάτια μου ἤτανε θαμπωμένα. Ἀνέβηκα στὸ σπίτι μου κι ἔπεσα μισοπεθαμένος σὲ μιὰ πολυθρόνα.

«Τί έπαθες; Εἶσαι ἄρρωστος;» μοῦ εἶπε ὁ Λάμπρος Πορφύρας, ποὺ ἦρθε σὲ λίγο νὰ μὲ πάρει, γιὰ νὰ κάνουμε τὸ συνηθισμένο μας περίπατο στὴ Φρεατίδα.
«Εἶμαι τὸ πρῶτο θύμα τῆς ἑλληνοποιήσεως», τοῦ ἀποκρίθηκα.
Καί, ὅταν τοῦ ἐξήγησα ποιὸς ἤτανε, λίγο πρίν, στὸ σπίτι μου, δὲν ἄργησε νὰ καταλάβει.

Μέσα στὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ εἶναι ὁλόκληρος ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος. Ἕνας οὐτοπιστής, ποὺ ὀνειρευότανε ν᾿ ἀναστήσει γύρω του τὸ ἑλληνικό θαῦμα καὶ ποὺ ζοῦσε ὁ ἴδιος μὲ τὴν φαντασία του μέσα σ᾿ αὐτό. Τὸ ἑλληνικὸ φῶς, σὰν μιὰ ἀντίληψη φυσικὴ καὶ μεταφυσικὴ μαζί, ἤτανε ἡ θρησκεία του. Περπατοῦσε ὧρες μέσα στὸν φλογερώτερο ἥλιο, ρουφώντας τὸ φῶς μὲ ὅλους του τοὺς πόρους. Καὶ γι᾿ αὐτὸν ὅλη ἡ φύση, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὣς τὸ χορτάρι καὶ ὣς τὴν πέτρα, μονάχα μέσα στὸ φῶς ζοῦσε τὴν πιὸ ἐντατική της ζωή. Κάποτε τοῦ εἶχα συστήσει δύο νέους Ρώσσους «ἐντελεκτουέλ», τοὺς ἀδελφοὺς Πολλιακώφ. Μὴν ἔχοντας τὸν καιρὸ νὰ τοὺς ξεναγήσω, παρακάλεσα τὸν Γιαννόπουλο νὰ ἀναλάβει τὴν φροντίδα αὐτή. Δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς δώσω καλύτερον ὁδηγὸ γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τῶν ἑλληνικῶν τοπίων καὶ μνημείων. Ἔπειτα ἤτανε τόσο πολιτισμένος καὶ μιλοῦσε τόσο τέλεια τὰ γαλλικά, γιὰ νὰ τοὺς ἐξηγήσει τὸ καθετί. Ὁ εὐγενικὸς φίλος δέχθηκε εὐχαρίστως, τοῦ παρουσίασα τοὺς ξένους μου στὸ δωμάτιό του, ἕνα καμαράκι ὑπερώου, στὸ ἀπάνω πάτωμα κάποιου ξενοδοχείου τῆς πλατείας τοῦ Συντάγματος, πού, μὲ τὸ τίποτα καὶ μὲ τὴν λεπτότατη καλαισθησία του, τὸ εἶχε μεταβάλει σὲ μιὰ καλλιτεχνικὴ γωνίτσα, καὶ συμφωνήσανε τὴν ἄλλη μέρα νὰ πᾶνε στὴν Ἀκρόπολη. Ἤτανε Ἰούλιος μήνας καὶ τοὺς πῆγε στὸν Ἱερὸ Βράχο καταμεσήμερο, λέγοντάς τους, ὅτι μονάχα αὐτὴν τὴν ὥρα, ζοῦνε τὰ μάρμαρα, καὶ μονάχα αὐτὴν τὴν ὥραν θὰ μπορούσανε νὰ αἰσθανθοῦν στὴν σάρκα τους τὸν παλμὸν τῆς μυστικῆς των ζωῆς, κἀτω ἀπὸ τὰ φιλιὰ τοῦ Ἀπόλλωνα. Καὶ οἱ δύο νέοι Ρῶσοι, ποὺ ἦσαν ἀρκετὰ μυστικόπαθοι, ὅπως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τῆς φυλῆς τους, ὅταν κατέβηκαν, ξεθεωμένοι ἀπὸ τὴ ζέστη καὶ τὴν ἀντηλιά, βεβαίωναν, ὅτι, πράγματι, κάποιος θεῖος «ἰχὼρ» κυκλοφοροῦσε, τὴν ὥρα ἐκείνη, στὴν σάρκα τῶν ἀρχαίων μαρμάρων.

(Παῦλος Νιρβάνας, «Ἕνας οὐτοπιστὴς ἑλληνολάτρης», στὰ «Φιλολογικὰ ἀπομνημονεύματα».)

* * *

[Σημ.: Ἡ πρώτη φωτογραφία, τοῦ Χρήστου Πατσατζῆ, ἀπὸ τὸ Bring Them Back.]

Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

8 Ἀπριλίου 1910

8 Ἀπριλίου 2010.


«Στὴν Ἀκρόπολη πρωὶ τῆς Κυριακῆς ἀνέβηκα. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἤτανε νὰ γυρίσει ἡ ἀγαπημένη μου, μὰ ὁ ἀγαπημένος μου ἐκεῖνος εἶχε πεθάνει. Καὶ ἔκοψα μιὰ παπαροῦνα, ποὺ τὴν ὀνόμαζε «τὸ ἄνθος τῆς Περσεφόνης», καὶ μιὰ μαργαρίτα, στὴν πόρτα τῆς Ἀκρόπολης, καὶ ἀνέβηκα γρήγορα τὰ μαρμάρινα σκαλιὰ καὶ ἔβαλα στοὺς βράχους τοὺς λαξευμένους μπροστὰ στὸν Παρθενῶνα τὰ λουλούδια αὐτά! Καὶ κείνη τὴν ὥρα κι ὅλο τὸ πρωὶ ἔτρεμε ἡ ψυχή μου ἀπὸ συγκίνηση ἄφραστη.»
(Ἴων Δραγούμης, Φύλλα Ἡμερολογίου, 10 Ἀπριλίου 1910)


«Τὸν θεωρῶ ὡς τὸν τελευταῖον Ἀθηναῖον τῶν καλῶν χρόνων. Ὡς ἕνα πλόκαμον κισσοῦ ἑρπίζοντα ἐπάνω εἰς ἀρχαῖον μάρμαρον. Δὲν θὰ ἴδῃ πλέον ὁ ναὸς τῆς Ἀπτέρου Νίκης ρόδα κάθε πρωί προσφερόμενα ὡς θυσίαν, καὶ ἂν αὐτὸ τὸ κάμει ἄλλος τις θὰ εἶναι μίμησις, θὰ εἶναι προσποίησις.
»Αἱ ἄκανθαι τῆς Ἀττικῆς, τὴν μυστηριώδη καλλιτεχνικὴν γοητεία τῶν ὁποίων τόσον εἶχεν ἐννοήσει, δὲν θὰ εὔρουν πλέον θαυμαστὴν καὶ συλλέκτην, εἰς τὸν τόπον ὅστις παρήγαγε τὸ γλυκύτερον μέλι καὶ τὸ πικρότερον κώνειον.
»Ὅταν ἔβαζε λευκὰ γάντια καὶ φορτωμένος ἀπὸ ἄνθη ἀνήρχετο εἰς τὴν Ἀκρόπολιν διὰ νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὑπάτου Κάλλους [...]»
(Δημήτριος Καμπούρογλου, συνέντευξις στὴν ἐφημερίδα «Ἐμπρός», μετὰ τὴν αὐτοκτονία τοῦ Γιαννόπουλου, 13-4-1910)

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Ὦ Ἀπολλώνιε, ἡ ὡραία μορφή σου...

   Δύο φωτογραφίες μᾶς ἄφησε ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος (σώθηκαν μᾶλλον -παρὰ τὴν θέλησί του, καὶ ἂς μᾶς συγχωρήσει γι᾿ αὐτό· κάθε τι ἄλλο προσωπικὸ τὸ ἔκαψε φεύγοντας· ἔργο δικό μας καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως, ἔνιωθε, νὰ συνεχίσουμε τὸ ἔργο του καὶ νὰ πραγματώσουμε τὸ ὅραμά του, ὅταν οἱ συνθῆκες νομοτελειακῶς ὡριμάσουν -ὅταν δηλαδὴ ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ ξεριζώσει καὶ πετάξει ἀπὸ πάνω της τὴν ξενομανία καὶ τὸν ραγιαδισμό), πρὶν ἐπανέλθει αὐτοθέλητα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Φύσεως, ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅπως ἔλεγε, προήλθαμε ὡς παρακλάδι τυχαῖο.

   Τὶς δύο σπάνιες αὐτὲς φωτογραφίες, ἀπὸ τὸ περιοδικόν «Νεοελληνικὰ Γράμματα», τ. 77, 21-5-1938, παρουσιάζω ἀκολούθως. Σὲ ὑψηλότερη ἀνάλυσι μπορεῖτε νὰ τὶς βρεῖτε στὴν ἡλεκτρονικὴ βιβλιοθήκη τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου στὶς ἱστοσελίδες μου. Ὁ τίτλος τοῦ παρόντος ἄρθρου εἶναι σύνθεσις δύο στίχων, τοῦ Μαλακάση καὶ τῆς Μυρτιώτισσας. (Σημ.: Ἡ γνωστὴ εἰκόνα τοῦ Γιαννόπουλου, μὲ τὸ καπέλο, τὴν ὁποίαν ἔχω καὶ στὸ προφίλ μου, εἶναι σχέδιο βεβαίως.)

Φωτογραφία τοῦ Περ. Γιαννόπουλου, ἡ μοναδικὴ ποὺ ἔκανε σὲ φωτογράφο. Τὴ φωτογραφία αὐτή, λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό του, τὴν ἔσκισε ὁ ἴδιος σὲ φιλικό του σπίτι. Συγκολλήθηκε καὶ ξαναφωτογραφήθηκε.

   ««Ὁ Γιαννόπουλος ἦταν ἕνας ὡραιότατος νέος», θυμᾶται ὁ συνομήλικός του, θεατρικὸς συγγραφέας καὶ χρονογράφος Σπύρος Μελᾶς, «λεβέντης κυπαρισσόκορμος, ἀλαβάστρινος, μὲ θαυμάσια σαγηνευτικά, γαλανὰ μάτια, ἕνας ἀρχαῖος Ἕλληνας μὲ περιβολὴ δανδῆ, δικῆς του συνθέσεως, ζακέττα γκρὶ-πέρλ, χιονάτο πλαστρόν, ποὺ διετηρεῖτο πάντοτε ἄσπιλο καί, ἀντὶ ἄνθους, ἕνα... γαϊδουράγκαθο στὴν κομβιοδόχη. Ἦταν μιὰ ἐμφάνιση ἄφθαστα κομψή, φυσικὰ ἐντυπωσιακὴ καὶ παρ᾿ ὅλη τὴν ἰδιορρυθμία της ἀντρίκια κι᾿ ἐπιβλητική.»»

Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος (ὄρθιος) φωτογραφημένος στὸ ναὸ τῆς Ἀπτέρου Νίκης. Ἀριστερά: Ἡ Ρωξάνα Βασμαζίδη-Βολονάκη, ἡ Πανωραία Σχίζα, ἀδελφή του. Δεξιά: Ἡ Εὐγενία Μαυροκορδάτου, ἀδελφή του, μιὰ Ρωσσίδα φίλη, ἄγνωστη πιά, κι᾿ ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου κ. Μ. Σακόρραφος.

   «Τὸν θεωρῶ ὡς τὸν τελευταῖον Ἀθηναῖον τῶν καλῶν χρόνων. Ὡς ἕνα πλόκαμον κισσοῦ ἑρπίζοντα ἐπάνω εἰς ἀρχαῖον μάρμαρον. Δὲν θὰ ἴδῃ πλέον ὁ ναὸς τῆς Ἀπτέρου Νίκης ρόδα κάθε πρωί προσφερόμενα ὡς θυσίαν, καὶ ἂν αὐτὸ τὸ κάμει ἄλλος τις θὰ εἶναι μίμησις, θὰ εἶναι προσποίησις.
   »Αἱ ἄκανθαι τῆς Ἀττικῆς, τὴν μυστηριώδη καλλιτεχνικὴν γοητεία τῶν ὁποίων τόσον εἶχεν ἐννοήσει, δὲν θὰ εὔρουν πλέον θαυμαστὴν καὶ συλλέκτην, εἰς τὸν τόπον ὅστις παρήγαγε τὸ γλυκύτερον μέλι καὶ τὸ πικρότερον κώνειον.
   »Ὅταν ἔβαζε λευκὰ γάντια καὶ φορτωμένος ἀπὸ ἄνθη ἀνήρχετο εἰς τὴν Ἀκρόπολιν διὰ νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὑπάτου Κάλλους [...]»
(Δημήτριος Καμπούρογλου, συνέντευξις στὴν ἐφημερίδα «Ἐμπρός», μετὰ τὴν αὐτοκτονία τοῦ Γιαννόπουλου, 13-4-1910)

Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Περικλῆς Γιαννόπουλος: 100 χρόνια ἀπὸ τὴν ἔξοδό του - Τὰ ἅπαντα, στὸ Ἀντίβαρο

    (Πρωτοδημοσιεύθηκε στὸ Ἀντίβαρο.)

    Ἀγαπητοὶ φίλοι, ἑκατὸ χρόνια μετὰ τὴν ἡρωϊκὴ ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ (7/8 'Απριλίου 1910) τοῦ βάρδου τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κάλλους, ὁραματιστοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Ἀναγεννήσεως καὶ προφήτου τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, μὲ χαρὰ σᾶς παρουσιάζω ἕναν πλήρη δικτυακὸ τόπο, φιλοξενούμενο στὸ Ἀντίβαρο τοῦ φίλου Ἀνδρέα Σταλίδη, ὅπου φιλοδοξῶ νὰ συγκεντρώσω τὰ ἅπαντα ποὺ ἔγραψε ὁ μέγας ἑλληνολάτρης καὶ τὰ σημαντικότερα ποὺ ἐγράφησαν γι᾿ αὐτόν (μαζὶ μὲ δική μου βιογραφία- κριτική), προσευχόμενος στὴν Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ νὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ κάνουμε τὸ ὅραμα τοῦ παιδιοῦ της ποὺ τὴν λάτρεψε περισσότερο ἴσως ἀπὸ κάθε ἄλλον, πραγματικότητα. Ἐπίσης, ὅσοι χρῆστες τοῦ facebook ἐπιθυμοῦν, μποροῦν νὰ γραφτοῦν στὴν facebook page «Περικλής Γιαννόπουλος».

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (1871-1910)
Ὁ προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ

Τὰ ἅπαντα, στὸ Ἀντίβαρο:

http://pheidias.antibaro.gr/giannopoulos.html

facebook page: Περικλής Γιαννόπουλος
http://www.facebook.com/pericles.giannopoulos
Περικλής Γιαννόπουλος

    Ἀλλὰ ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τὴν ἀρχή, μὲ μερικὲς προσωπικὲς μνῆμες.

    1979. Ἔκθεσις «Ἑλληνικὴ Παράδοση», στὸ Ζάππειο Μέγαρο. Ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα, ἕνα μικρὸ βιβλιαράκι, «Ἑλληνικὴ Παράδοση - ἀνθολόγημα», μὲ δοκίμια μεγάλων μας λογοτεχνῶν, κριτικῶν, φιλοσόφων. 128 σελίδες, ἔκδοσις Ο.Ε.Δ.Β. (Μὴν ἐκπλήσσεσθε· κάποτε, σὲ αὐτὰ τὰ νάματα τῆς κληρονομιᾶς μας προσέβλεπε ἡ δημόσια παιδεία.) Σελίδες 20-22: Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἡ ἑλληνικὴ γραμμή». Τὰ πρῶτα σκιρτήματα στὴν καρδιὰ ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ ὡραίου ἑλληνολάτρη:

    «Παντοῦ φῶς, παντοῦ ἡμέρα, παντοῦ τερπνότης, παντοῦ ὀλιγότης, ἄνεσις, ἀραιότης· παντοῦ εὐταξία, συμμετρία, εὐρυθμία· παντοῦ ἡμερότης, χάρις, ἱλαρότης· παντοῦ παίγνιον ἑλληνικῆς σοφίας, διάθεσις γελαστική, εἰρωνία Σωκρατική· παντοῦ φιλανθρωπία, συμπάθεια, ἀγάπη· παντοῦ ἵμερος, πόθος ᾄσματος, φιλήματος· παντοῦ πόθος ὕλης, ὕλης, ὕλης· παντοῦ ἡδονὴ Διονύσου, πόθος φωτομέθης, δίψα ὡραιότητος, λίκνισμα μακαριότητος· παντοῦ πέρασμα ἀέρος θουρίου, ἀέρος ὁρμῆς, ἀέρος ἀλκιμότητος, σφριγηλότητος καὶ παντοῦ μαζὺ πέρασμα ἀέρος μελαγχολίας καλλονῆς, λύπης καλλονῆς, θρήνου θνήσκοντος Ἀδώνιδος. Καὶ παντοῦ ἀὴρ φωτεινοῦ θουρίου δένων τὰ μέλη καὶ μαζὺ ἀὴρ φλογέρας λύων τὰ μέλη μὲ ἡδυπάθειαν. [...]
    Εἶναι φανερά, μία μόνη Γραμμή, ἀναβαίνουσα ἁπαλωτά, καταβαίνουσα γλυκύτατα, κυματίζουσα μὲ μεγάλα ἤρεμα κύματα, ἀναβαίνουσα ἁρμονικά, καταβαίνουσα συμμετρικά, γράφουσα εἰς τὸν δρόμον της ὡραῖα καμπυλώματα, ἀνυψουμένη κάποτε μὲ νευρωδεστάτην ἐφηβικὴν λιγυρότητα πρὸς ἓν φίλημα ὑψηλοῦ ἀέρος καὶ μὲ ἐλαφρότητα γλάρου ἐπανερχομένη πάλιν εἰς ἕνα μαλακόν της ρυθμόν.
    Εἶναι μία μόνη γραμμή, σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα τὰ οἰκοδομήματα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο, ὅλα τὰ ἀγάλματα σὰν δίδυμα ἀδέλφια καὶ κανὲν ὅμοιον μὲ τὸ ἄλλο, σὰν τὴν Βυζαντινήν μας τέχνην, σὰν τὰ δημοτικὰ τραγούδια ποὺ εἶναι κυρίως ἕνα τραγούδι καὶ κανένα ἐντελῶς ὅμοιον, σὰν τὴν γῆν μας ποὺ εἶναι μία εἰς τὸ σύνολον καὶ κάθε βῆμα ἀνομοία, σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι: ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων.»


    1996, 31 Ἰανουαρίου. Ἡ ἡμέρα ποὺ ξυπνήσαμε παγωμένοι, προδομένοι. Οἱ τρεῖς ἀξιωματικοί μας στὴν ἀγκαλιά τοῦ Αἰγαίου. Ἡ σημαία μας δὲν κυματίζει πιά. Τὸ φρόνημα ὅλων τῶν Ἑλλήνων, λαοῦ καὶ στρατοῦ, εἶχε προδοθεῖ· «εὐχαριστοῦμε τοὺς Ἀμερικανούς». Οἱ ὑπεύθυνοι τῆς ἀτιμώσεως λοιδοροῦσαν τὸν πατριωτισμό μας, γιὰ νὰ καλύψουν τὴν εὐθύνη τους.

    Μέσα στὸν πόνο, μαστίγωμα, ὀδυνηρὸ ἀλλὰ καθαρτικό, τῆς ἀνεπάρκειάς μας τὰ λόγια ἐκείνου -μοῦ τὰ εἶχε στείλει, τότε, ἕνας φίλος· ἔκαιγαν σὰν λάβα («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):

    «Ἑλληνικὴ Φυλὴ τί φωνάζεις; Μπῆκαν κλέφτες στὸ μανδρί; Ἐὰν Σοῦ βαστᾷ ἔμπα διώχτους.»
    «Ἑλληνικὴ Φυλὴ εἶσαι ΑΝΗΘΙΚΟΣ: διότι θέλεις οἱ Φραγκικοὶ Στρατοὶ καὶ Στόλοι νὰ Σοῦ φυλᾶν τ᾿ ἀμπέλια ΣΟΥ.»

    Καὶ ἡ Μακεδονία μας; Ἐκεῖνος, πρὶν ἑκατὸ χρόνια, κεραυνός, γιὰ τότε καὶ γιὰ σήμερα («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):

    «Ντροπή Σας νὰ συζητᾶτε μὲ τὸν Σκυλόφραγκο ἂν ἡ Μακεδονική Σας Γῆ εἶνε Δική Σας Γῆ. Καὶ νὰ τὸν πείσῃς, δὲν τὸν πείθεις τὸ Λῃστή. Ἢ μόνος του ἢ μὲ Σμπίρους βαλτοὺς θὰ προσπαθήσῃ νὰ Σᾶς πάρῃ κάθε Γῆ.
    Οἱ Πολιτισμοὶ ποὺ Σᾶς ἔμαθαν οἱ Δασκαλοτσούσιδες νὰ προσκυνᾶτε μπρούμυτα, Σᾶς καμπανίζουν κατάμουτρα μὲ ἄγρια χαστούκια: Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ.
    Καὶ εἶνε ἀνήθικον καὶ ἄσκοπον καὶ τὸ νὰ Σᾶς δώσουν καὶ τὸ νὰ δεχθεῖτέ τι. Καὶ νὰ Σᾶς δώσουν, ἂν εἶσθε Σάπιοι, ὁ πρῶτος Δυνατὸς θὰ Σᾶς τὸ πάρῃ. Τὸ Ἠθικὸν εἶνε ἂν εἶσθε Σάπιοι, νὰ Σᾶς ξεπατώσουν καὶ καθαρίσουν τὴ Γῆ.
    Φυλᾶτε τὴ Γῆ Σας καὶ τὴν Τιμή της, μόνο μὲ Σπαθί.
    Πάψετε Σαπιοδάσκαλοι καὶ Σαπιορήτορες -ΑΝΑΦΟΡΑΤΖΗΔΕΣ- νὰ ἐξευτελίζετε τὴ Φυλή. Πάψετε Παλιόγρηες τὶς κλάψες, τὰ σάλια, τὰ μελάνια καὶ πιάστε τὸ ΣΠΑΘΙ.
    Τὰ πάντα στὴ Ζωὴ -Η ΦΥΣΙΣ ΤΟ ΛΕΕΙ- κατακτῶνται μὲ τὸ ΣΠΑΘΙ. Καὶ ἔτσι εἶνε καὶ μόνο ἔτσι ΠΡΕΠΕΙ νὰ εἶνε.»


    Ποιός ἦταν ὁ ἄνθρωπος μὲ αὐτὴν τὴν ρωμαλέα, φλογερὴ ψυχή; Ὁ περήφανος πολεμιστὴς καὶ μαζὶ ὁ εὐαίσθητος φυσιολάτρης; Ὁ ἐκστατικὸς βάρδος τοῦ ἑλληνικοῦ κάλλους, ὁ ὀνειροπόλος, ὁ τρελὸς (nullum magnum ingenium sine mixtura dementiae fuit) αὐτόχειρ, ποὺ κάηκε αὐτοθέλητα σὰν τὴν νυχτοπεταλούδα στὸ Ἑλληνικὸ Φῶς καὶ -ἑκατὸ χρόνια κλείνουμε ἐφέτος στὶς 7-8 Ἀπριλίου- ἔφυγε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς θάλασσας τοῦ Σκαραμαγκᾶ; «Ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικὴν ζῆν» (Γρηγόριος Ξενόπουλος), «τὸ εὐγενέστερο καὶ πλέον ὑπερήφανο εἶδος τοῦ Ἕλληνα» (Δημήτρης Πικιώνης);

    Μελέτησα τὰ βιβλία του -τὰ λίγα ποὺ σώθηκαν. (Τὰ ὑπόλοιπα τὰ ἔκαψε φεύγοντας· ἔργο δικό μας καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως, ἔνιωθε, νὰ τὰ γράψουμε καὶ νὰ τὰ πραγματώσουμε καλύτερα, ὅταν οἱ συνθῆκες νομοτελειακῶς ὡριμάσουν -ὅταν ἡ ἑλληνικὴ γῆ ἐξωπετάξει τὴν ξενομανία καὶ τὸν ραγιαδισμό.) Καί ἔνιωσα τὰ λόγια τοῦ Ἴωνα Δραγούμη, ἀδελφικοῦ φίλου τοῦ Περικλῆ:

    «Δὲν ξέρω ἂν λέει σωστὰ πράματα ἢ στραβὰ τὸ βιβλίο του, μὰ ὅταν τὸ διάβαζα ἦταν σὰν ἄνεμος νὰ φυσομανοῦσε μέσα μου τρομαχτικὰ καὶ νὰ συντάραζε τὸν ἑλληνισμό μου ὅλον καὶ νὰ μὲ λευθέρονε, κι ἀφοῦ τὸ διάβασα μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βορριᾶ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρόνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα καὶ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο. [...] σ᾿ αὐτοῦ τὸ ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.»

    Κάθε φράσις του γεννᾷ ὁλόκληρο βιβλίο, ἔγραψε γι᾿ αὐτὸν ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς. (Εἶχαν μιὰ διαλεκτικὴ σχέσι ἀλληλοθαυμασμοῦ ἀλλὰ καὶ ἀντιπαραθέσεως -τὸ τελευταῖο κυρίως λόγῳ τοῦ γλωσσικοῦ.) Ἡ μιὰ ἀποκάλυψι μετὰ τὴν ἄλλη.

* * *

Τέσσερα καίρια σημεῖα: Ἡ φιλοπατρία του, ἡ φυσιολατρία του, τὸ σύστημά του, οἱ ἐπισημάνσεις του

    α) Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος εἶναι ὁ φλογερότερος, ὁ γνησιότερος καὶ πιὸ πηγαῖος ἑλληνολάτρης. Πραγματικὸς προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὁραματιστὴς καὶ πρωτεργάτης τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὡς προσωπικότης συνεδύαζε τὰ πάντα· κάλλος ὑπέροχο, ἀνδρισμό, εὐγένεια, γοητεία. Νοῦς ὑγιὴς ἐν σώματι ὑγιῇ. Καὶ ὁ λόγος του σπαθί. Κάθε φράσι του μᾶς συνεπαίρνει, μᾶς ἀναζωογονεῖ.

    β) Ἡ ἑλληνολατρία του, ἡ φλογερὴ αὐτὴ ἑλληνολατρία, δὲν εἶναι ἰδεολόγημα οὔτε καυχησιολογία. Εἶναι γνήσια, φυσική, ὑλική -φυσικὸν ἄνθος τῆς Ἑλληνικῆς γῆς, κατὰ τὴν ἔκφρασί του. Πηγάζει ἀπὸ τὰ πράγματα, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Φύσι. Μὲ ἐπίπονη, συστηματικὴ μελέτη, ἀλλὰ καὶ θαυμαστὴ εὐαισθησία, καλαισθησία καὶ ὀξύνεια, ἀνάγει τὰ πάντα στὸ ἁπλὸ χορταράκι καὶ πετραδάκι τῆς Ἑλληνικῆς Γῆς! Τὸ κατὰ φύσιν ἑλληνικὴν ζῆν εἶναι ὁ κεντρικός του ἄξων. Ἡ Φύσις μητέρα καὶ ὁδηγός. Ὁ αἰσθητικός, ὁ φυσιολάτρης, ὁ ἰδεολόγος, ὁ πολιτικὸς Γιαννόπουλος, ταυτίζονται.

    γ) Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς φλογερὸς πατριώτης καὶ ἐκστατικός, ὀνειρικὸς ἑλληνολάτρης. Οὔτε μόνον λάτρης τοῦ κάλλους, καλλιτέχνης, αἰσθητικός. Εἶναι, τρόπόν τινα, ἀρχιτέκτων, μαθηματικός. Τὸ οἰκοδόμημά του, χαρακτηρίζεται ἀπὸ λογικὴ συνέπεια, πληρότητα καὶ συνεκτικότητα θαυμαστή. Διπλὰ θαυμαστή· αὐτὸς ὁ παθιασμένος, ὀνειροπόλος, ὡραῖος τρελός, κάτω ἀπὸ τὸ «παραλήρημά» του κρύβει λογικὸ οἰκοδόμημα στερεότατο, παρατηρεῖ εὐστοχώτατα ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος («Ἕνα σύστημα»). Ἀπὸ τὸ ἁπλὸ πετραδάκι, τὸ χορταράκι, τὴν ἑλληνικὴ γραμμὴ καὶ τὸ χρῶμα, ξεκινᾷ καὶ ἀποδεικνύει -μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ ἀπόδειξι- πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι φυσιολογικὰ ἡ ζωγραφικὴ (ἀπὸ τὴν τέχνη, ὡς λάτρης τοῦ κάλλους ξεκινᾷ)· ἡ μουσική, ἡ φιλολογία, ἡ ποίησις, τὸ θέατρο· ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ ἔνδυσις, ἡ τροφή, ὁ ἔρως. Πῶς θὰ ἔπρεπε φυσιολογικὰ νὰ εἶναι καὶ πῶς στρεβλά, λόγῳ τῆς ξενοκρατίας, εἶναι. Ἡ θρησκεία, ἡ κοινωνία, ἡ πολιτεία. Καὶ ὄχι ἁπλῶς ὁραματίζεται, ἀλλὰ οἰκοδομεῖ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι. Γράφει ὁ Ξενόπουλος:

    «Τέτοια γενικὴν ἀντίληψη, τέτοιο σύνολο δὲν παρουσίασε ἀκόμα κανείς μας. Κανένας [μέχρι τὸν Γιαννόπουλο], στοχάζουμαι, δὲν εἶπε καὶ δὲν ἀπόδειξε πὼς γιὰ νἀποκτήσουμε λόγου χάρη ἀξιόμαχο στρατὸ καὶ στόλο, πρέπει πρῶτα νὰ κτίσουμε σπίτι ἑλληνικό, ἢ πὼς γιὰ νὰ ἔχουμε ᾿ςτὴν πόλη καλὴ συγκοινωνία καὶ στὸ ἐξωτερικὸ καλοὺς διπλωμάτες, πρέπει νὰ ζωγραφίζουμε μὲ χρώματα ἑλληνικά.»

    δ) Ὄχι μόνον τὸ λογικό του οἰκοδόμημα γενικῶς, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπὶ μέρους ἐπισημάνσεις του εἶναι καίριες, ἐπίκαιρες, εὔστοχες. Κατέχει τὴν ἀρετὴ τῆς διακρίσεως. Ἀπὸ ἔνστικτο θαρρεῖς, μᾶς ὁδηγεῖ πάντοτε στὸν σωστὸ δρόμο. Σὲ ζητήματα καίρια καὶ ἀμφιλεγόμενα -τότε, καὶ ἀκόμη περισσότερο σήμερα. Ἐνδεικτικῶς:

Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Φυλή, Ἱστορία καὶ Πολιτισμό:

    Χαρακτηρίζει τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπο ὡς τὸν τελειότερο καρπὸ τῆς Φύσεως: «Γῆ ὡραιοτάτη καὶ Θειοτάτη, Γῆ τελεία ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀνέδωσε καρπὸν ὅμοιον. Ὁμοίως Ὡραῖον καὶ ὁμοίως Θεῖον. Ζῷον Ἑλληνικόν, τὸν Ἕλληνα: ΕΜΑΣ.»
    Τονίζει ὅμως: «Περιττὸν νὰ φουσκώνετε δι᾿ αὐτά. Οἱ Ἕλληνες κάθε ἐποχῆς δὲν εἶσθε τίποτα. Ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ εἶνε τὸ Πᾶν.»

    Κατακεραυνώνει τοὺς δυτικούς: «Δὲν θὰ κρίνετε Σεῖς οἱ Φράγκοι -τὰ χθεσινὰ Ἀγριογούρουνα- Ἐμᾶς, ἀλλ᾿ Ἐμεῖς θὰ κρίνωμε Σᾶς καὶ τὸν Πολιτισμόν σας.»
    Αὐτὰ ὅλα, ὅμως, δὲν εἶναι λόγος κομπασμοῦ γιὰ τοὺς Ἕλληνες -κάθε ἄλλο: «Οἱ Φράγκοι δὲν πρέπει νὰ νομίζουν, ὅτι δὲν βαραίνει καὶ γονατίζει κι᾿ ἐμᾶς ὅλη αὐτὴ ἡ Ἀσήκωτη ΔΟΞΑ, καὶ δὲν μᾶς καίει τὸ κεφάλι τὸ Πύρινο Στέμμα ποὺ λέγεται: ΕΛΛΗΝ. [...] Καὶ ἐπειδὴ τὸ ΓΕΓΟΝΟΣ εἶνε αὐτό, ἔχετε βαρύτατα, ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ νὰ ἐκτελέσετε. Χωρὶς νὰ τὰ ἐκτελεῖτε δὲν ἔχετε κανένα δικαίωμα νὰ φέρετε τὸ ὄνομα ΕΛΛΗΝ.»

    Ἡ δὲ ἱστορικὴ ἀποστολὴ τοῦ Ἕλληνος ἦταν καὶ εἶναι ὁ «ἐξανθρωπισμὸς τῆς οἰκουμένης». («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)

Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα:

    Σὲ ἐποχὴ ὀξείας (καὶ αἱματηρῆς κάποτε) διαμάχης γιὰ τὸ γλωσσικό, κατακεραυνώνει τόσο τὸν ἀρχαϊστικὸ σχολαστικισμὸ ὅσο και τὸν δημοτικισμό, ἐπιλέγοντας συνετὰ τὴν μέση ὁδό. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μία καὶ ἑνιαία· ἀρχαία καὶ δημοτική, κοινὴ κληρονομιά μας:

    «Μιστριώτης Ψυχάρης, μὲ τὴν μίαν ὄψιν, ἀπολίθωμα Βλακοδιδασκαλικοῦ Μπαμπούλα, μὲ τὴν ἄλλην, ἀποκρυστάλλωμα μειδιάματος Αὐταρέσκου Βλακοκατεργάρη. [...] ἕνας δῆθεν Νέος Ἑλληνισμός [ὁ δημοτικισμός] [...], σημαιοφορούμενος ἀπὸ τὸ Ἀρχικατεργαρικότατον Ἐπιστημονικὸν φῶς -ΚΥΝΑΙΔΙΚΟΤΑΤΟΝ ΨΕΥΔΟΣ- [...] φανταστικὸς Νεοελληνισμὸς Μισελληνικώτατος, θέλων νὰ σπάσῃ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἱστορίας, τὴν Ἑνότητα τῆς Γλώσσης, τὴν Ἑνότητα τῆς Θρησκείας, [...]» («Νέον Πνεῦμα», 1906)

Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Θρησκεία:

    Ὁ Γιαννόπουλος, αὐτὸς ὁ ἀρχαιολάτρης, μὲ τὴν πιὸ ἁγνή, πηγαία καὶ πλήρη ἔννοια τοῦ ὅρου (καὶ θρησκευτικὴ μαζί)...

    «Ὡραῖοι Θεοί, οἱ Πρῶτοι Θεοὶ τῆς Φυλῆς, ζοῦν μαζὺ μὲ τὴν ὁλοζώντανη Ἑλλ. Ψυχὴ στὸν κάμπο, στὸ βουνό, στὸ νερό.» («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)

    ...αὐτὸς ὁ ἀρχαιολάτρης λοιπόν (καὶ μᾶλλον ὄχι χριστιανός), ὑμνεῖ τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία (ψέγοντας συγχρόνως, χωρὶς νὰ χαρίζεται, τὶς ὅποιες στρεβλώσεις της) καὶ τὴν Ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907) -πόσο ἐπίκαιρος σήμερα, ποὺ ἡ ἀρχαιολατρία διαστρεβλώνεται ἀπὸ ἡμιμαθεῖς ὡς ἀντιχριστιανισμὸς καὶ σχιζοφρενικὸς ἀκρωτηριασμὸς τῆς μισῆς Ἱστορίας καὶ κληρονομιᾶς μας!

    «Ἡ μεγαλητέρα ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δι᾿ Ἐμᾶς εἶνε, ὅτι μᾶς ἀποδεικνύει τὸν Εἰδωλολατρισμὸν καὶ τὴν Γνησιότητά μας, ὑπὸ ὅλα τὰ φορέματα.»

    «Ἐὰν ἡ ὑφ᾿ ἡμῶν κατάκτησις καὶ ὑποδούλωσις ἡ Πνευματικὴ καὶ ἡ ἀπορρόφησις τέλος τῆς Κοσμοκρατείρας Ρώμης καὶ ἡ Δημιουργία μιᾶς Θρησκείας καὶ ἐπιβολή, ἕως τὴν ὥραν αὐτὴν παμβασιλευούσης, δύναται νὰ θεωρηθῇ κατάπτωσις, τότε... Ἀλληλούϊα. [...] Τὸ Ἑλληνικὸν ΤΟΛΜΗΜΑ τῆς δημιουργίας Θρησκείας, ἥτις νὰ περιλάβῃ ὅλους τοὺς Λαοὺς καὶ πάντας ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς, νὰ δημιουργήσῃ Κράτος Θρησκευτικόν, τὸ ὁποῖον ὑπὸ τὸ φόρεμα τῆς Θρησκείας νὰ διαδώσῃ παντοῦ τὸ Ἑλλ. ΦΩΣ, εἶνε ἡ εὐγενεστέρα Πραγματικὴ Ἐνσάρκωσις τοῦ τολμηροτέρου ΙΔΑΝΙΚΟΥ, χιλιάκις ἀνωτέρου τοῦ ἐγωϊστικοτάτου Παρθενῶνος. Ἡ Κινήσασα ἐξ Ἀθηνῶν Ἑλλ. Ἰδέα, πολεμήσασα ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καὶ Ρώμῃ καὶ νικήσασα, Παρθενώνεται εἰς τὴν ΣΟΦΙΑΝ τοῦ Βοσπόρου, ἀπίστευτος πραγμάτωσις Πλατωνικοῦ καὶ Παρθενωνείου ΟΝΕΙΡΟΥ.»

    Μάλιστα: «Ἐγὼ Παπᾶ μου Σοῦ λέω: Εἶμαι ἐντελῶς Ἕλλην καὶ ὁλότελα Χριστιανός.» Ἡ δὲ ἑλληνικότης τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἀνάγκη σήμερα νὰ ἀναδειχθῇ: «Κοντὸς Ψαλμὸς Ἀλληλούϊα: Πᾶς Παπᾶς αἰσθανόμενος ὅτι εἶνε Πρῶτα Χριστιανὸς καὶ Δεύτερα Ἕλλην ΞΟΥΡΑΦΙΣΘΗΤΩ.»

    Καὶ στὴν «σύγχρονο ζωγραφική» (1902), γράφει -πόσο ἐπίκαιρος σήμερα, ποὺ ἡ ξενόφερτη, ὑποκριτικὴ πολιτικὴ ὀρθότητα καὶ χριστιανοφοβία, ὁμιλεῖ -σὲ ποιούς, σὲ ἑμᾶς τοὺς Ἕλληνες!- περί... θρησκευτικοῦ σκοταδισμοῦ καὶ καταπιέσεως:

    «[...] ἔχομεν τὸν Θρησκευτικόν μας κόσμον. [...] Ὁ Ἕλλην, δὲν ἔχει φύσει ἄλλην σχέσιν μὲ τοὺς Ἁγίους του -δηλαδὴ τοὺς Θεούς του- παρὰ τὰς αὐτὰς φιλικὰς ἐκδηλώσεις ποὺ ἔχει μὲ τοὺς βουλευτάς του. Συναλλάσσεται, ἀνταλλάσσει φιλοφρονήματα καὶ δῶρα, καὶ πηγαίνει πρὸς αὐτούς, ὅταν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἑορτάζοντος ἁγίου χορεύουν, τραγουδοῦν καὶ παίζουν μουσικήν. Ὁ Ἕλλην φύσει, ἐπισκεπτόμενος τὸν Θεόν, ἀποκαλύπτεται, μένει ὄρθιος, τὸν χαιρετᾷ μειδιῶν, τοῦ ὁμιλεῖ εἰς ἑνικὸν ἀριθμόν, καὶ συνομιλεῖ διὰ τοῦ τραγουδοῦντος ἱερέως καὶ ψάλτου. Καὶ μετὰ τὴν βραχεῖαν ἐπίσκεψιν, εἰς τὴν αὐλὴν καὶ τὸ προαύλιον, ἐννοεῖ νὰ στήσῃ τὸ πανηγύρι του, νὰ φάγῃ, νὰ πιῇ, νὰ χορεύσῃ, νὰ τραγουδήσῃ, νὰ εὐφρανθῇ, καὶ μὲ ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τῆς χαρᾶς, τοῦ οἴνου, τοῦ ἔρωτος, εὐφραίνει καὶ τὸν Θεόν του. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιάφορον, ἐὰν δὲν συμφωνῇ ἡ πραγματικότης, μὲ τὰς ἰδέας τοῦ κάθε φραγκοφορεμένου ἱερομωρολόγου· ἄλλο ραγιὰς καὶ ἄλλο Ἕλλην. Ἄλλο φραγκοπίθηκος καὶ ἄλλο Ἕλλην. Ὁ λαός μας οὕτω ἐκδηλώνει τὸ θρησκευτικόν του αἴσθημα σήμερον καὶ ὁ λαὸς τῆς ἀκμῆς τῆς νέας θρησκείας μας, ἤτοι τῆς ἐποχῆς τῶν Χρυσοστόμων, οὕτω ἐξεδήλωνεν ἑαυτόν. Καὶ οὕτω ἐξεδήλωνεν ἑαυτὴν τότε καὶ ἡ ἐπίσημος ἐκκλησία. Ἡ τωρινὴ θρησκεία μας ἔχει τὴν σκυθρωπότητα τῆς σκλαβιᾶς ποὺ ἐπέρασε, τὴν θλῖψιν τῶν βασάνων ποὺ διῆλθε, καὶ αὐτὴν ἀκόμη τώρα τὴν ἐπίδρασιν τῶν εὐρωπαϊκῶν ἰδεῶν διὰ τῶν Γερμανοπαθῶν παπάδων καὶ ἐπὶ πλέον τὴν ἐξωτερικὴν μορφὴν τὴν ὁποίαν ἐφιλοπόνησεν δι᾿ ὅλα ἡ Ἐλεεινότης μας.»

    ...Καὶ οἱ χριστιανόφοβοι ἐθνομηδενιστὲς ἔρχονται σήμερα νὰ ποῦν σὲ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες ὅτι πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε... καταπιεσμένοι ἀπὸ τὶς εἰκόνες! Οὐαί ἡμῖν ὑποκριταί! Ἕλληνες εἴμεθα, ἐπὶ τέλους!

    Ὁπωσδήποτε, ἡ ἑλληνικότης τῆς θρησκείας εἶναι κατὰ τὸν Γιαννόπουλο ἀδιάσπαστη στοὺς αἰῶνες. Ἐπιγραμματικῶς ἐκφράζει τοῦτο, μαζὶ μὲ τὸ ὅραμά του γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι, μὲ τὴν φράσι:

    «Μετὰ τὴν Θεὰν Σοφίαν Ἀθηνᾶ, μετὰ τὴν Ἀθηνᾶ Παναγία Σοφία, θὰ πεταχθῇ εἰς τὸ φῶς ἡ ὅλων ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ: Παναγία Σοφία ΑΦΡΟΔΙΤΗ.» («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)

Γιὰ τὴν Φύσι, τοὺς Νέους, τὸ Μέλλον:

    Για τὴν Φύσι: «Φαντασθῆτε ὅτι ἔχετε Πλοῦτον Θεοῦ. Τί Παλάτι θὰ ἠθέλατε; Κλείσετε τὰ μάτια σας καὶ φαντασθῆτε. Ἔπειτα ἀνοίξετε τὰ μάτια σας: Τὸ ἔχετε ἐμπρός σας, ὡραιότερον τοῦ ὡραιοτέρου ὀνείρου. Εἶναι ἡ ΓΗ ΣΑΣ.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)

    Γιὰ τὸ μέλλον καὶ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀναγέννησι: «Ξυπνήσετε, Ἐγερθῆτε. Καὶ Ἐπαναστατήσετε κατὰ τοῦ Ἑαυτοῦ Σας. Καὶ Ἀναβαπτισθεῖτε εἰς τὸ Θεῖον Φῶς τῆς Γῆς Σας καὶ εἰς τὰ Παραδείσεια Ἑλληνικὰ Νερά. Θὰ ἐξέλθετε: ΖΩΝΤΑΝΟΙ. Καὶ θὰ ἐξέλθετε: ΕΛΛΗΝΕΣ.» («Νέον Πνεῦμα», 1906)

    Ὁ ἑλληνολάτρης καὶ ἀρχαιολάτρης Γιαννόπουλος εἶναι ὁ μεγαλύτερος μαστιγωτὴς τῆς στείρας ἀρχαιοπληξίας, τοῦ δασκαλισμοῦ, τοῦ ἠθικισμοῦ. Ὑμνεῖ τὴν νεότητα, τὸν ἔρωτα -καὶ τὸν φυσικό, σωματικὸ ἔρωτα, τότε!-, τὸ κάλλος.

    «Μνήσθητί μου ΝΕΕ ὅταν θὰ ἔλθῃς εἰς τὴν Ἑλληνικήν Σου Βασιλείαν.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)

* * *

    Ὁ βάρδος τοῦ Ἑλληνισμοῦ, φίλοι μου, μᾶς καλεῖ:

    «Ἐννοῶ νὰ σᾶς τρελλάνω μὲ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα καὶ νὰ σᾶς κάμω νὰ φᾶτε ἑλληνικὴν τροφὴν ὅσην δὲν φάγατε τουλάχιστον ἕναν αἰῶνα.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)

    Καὶ σήμερα, αὐτὴν τὴν ἑλληνικὴν τροφήν, πόσο τὴν χρειαζόμαστε!

    Ἂς τὸν ἀκολουθήσουμε, ἂς τὸν ἀφήσουμε νὰ μᾶς ὁδηγήσει:

    «Ἐμεῖς οἱ Ὡραιότατοι ΙΔΑΝΙΣΤΑΙ-ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΑΙ καὶ ἐξωφρενικότατοι τῶν Παλαβῶν της Γῆς.» («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)

    Καὶ ἂς ἀναγεννηθοῦμε, ἂς χορέψουμε, ἂς τραγουδήσουμε, ἂς μεθύσουμε μαζί του:

    «Αὐτὸς ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκὸς Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος.» («Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)

    Ἑκατὸ χρόνια μετά, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος μᾶς δείχνει τὸ μέλλον.

* * *

    Σημείωσις: Ἐπιτρέπεται ἡ ἀντιγραφὴ τῶν κειμένων μου, χωρὶς ἄδεια, μὲ προϋπόθεσι τὴν ἀναφορὰ τῆς πηγῆς καὶ τὴν διατήρησι τῆς πολυτονικῆς γραφῆς.

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Ἕνα γαϊδουράγκαθο στὴν κομβιοδόχη

«Καὶ τότε, ὦ ζωγράφε, μὲ ἀγάπην καὶ ὑπομονὴν Κινέζου καλλιτέχνου, θὰ βάλῃς τὸ ὁλόγυμνο βραχάκι, μὲ τὸ ὡραῖο του φόρεμα καὶ θὰ εἶναι ὅπως εἶναι βελουδένιο καὶ θὰ βάλῃς ἐπάνω του τὰ ὡραῖα του κοσμήματα, τὰ λιθάρια του καὶ ἀραιὰ ἀραιότατα θὰ βάλῃς τὰ θεόξηρα χόρτα του καὶ μακρύτερα, ἂν θέλῃς, δυνατωτάτην ἀντίθεσιν ὅπως εἶναι, ἀλλὰ μαλακωτάτην καὶ ἁρμονικωτάτην -ὅπως φαίνεται- κανένα βουνὸ κυανοβαμμένον μὲ ἀργυρὲς φλέβες, σκεπασμένον μὲ καλύπτραν, ποὺ θὰ πάῃ τοῦ ἄλλου τὸ χέρι νὰ τὴν σηκώσῃ. Τότε ὁ κάθε Rembrand καὶ ὁ κάθε Poe καὶ ὁ κάθε Heine καὶ ὁ κάθε Rosseti καὶ ὁ κάθε Dante, ὅταν πλησιάσουν τὴν εἰκόνα σου, μὲ τὴν ψυχὴν των τὴν πιεσμένην, ἀπὸ τὸν παχὺν καὶ χονδρὸν καὶ ὀμιχλώδη κόσμον τὸν ἰδικὸν των, ἡ κατ᾿ ἐξαίρεσιν φαεινὴ ψυχὴ των, ποὺ προσπαθεῖ μὲ ἀπελπισμένον ἀγῶνα νὰ τὸν φωτίσῃ, νὰ τὸν διαρρήξῃ διὰ νὰ πάῃ πρὸς τὸ φῶς, πρὸς ἕνα κόσμον ποὺ ποθεῖ, φαντάζεται, ἀλλὰ δὲν βλέπει, θὰ πλησιάσῃ μὲ ρῖγος καὶ θὰ βάλῃ μὲ περιπάθειαν τὰ χέρια της εἰς τὰ πτωχά σου χόρτα σὰν σὲ χρυσᾶ κάγκελλα θύρας ἡ ὁποία ἀνοίγει αἰφνιδίως ἕνα δρόμον, πρὸς ἕνα κόσμον πάγκαλον καὶ φαεινότατον, τὸν ὀνειροπολούμενον κόσμον κάθε ποιητοῦ, τὸν ὁποῖον σὺ ἔχεις ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σου καὶ εἶναι ὁ κόσμος ὁ ἰδικός σου, ὁ πραγματικός, ἡ γῆ σου, ἡ μητέρα σου, τὴν ὁποίαν κατὰ βάθος ἀγαπᾷς, μὲ ὅ,τι καὶ ἂν λέγῃς, μὲ ὅ,τι καὶ ἂν κάνῃς, ἀγαπᾷς βαθειὰ σὰν Ἕλλην ποὺ εἶσαι.»

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική», 1902)

...Τί λέγει ὁ ἄνθρωπος!

Τὰ ἡλιοκαμμένα ξερόχορτα τῆς Ἑλληνικῆς πέτρας, σὰν χρυσὰ κάγκελα τῆς θύρας τοῦ Παραδείσου (ποὺ ὁδηγεῖ τὶς καταπιεσμένες ψυχὲς τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ πρὸς τὸ Ἑλληνικὸν Φάος)!

Καταπληκτικὴ εἰκόνα.
Μιὰ ἀνάλογη εἰκόνα σὲ κάθε δεύτερη ἢ τρίτη παράγραφο -ἀλλὰ θὰ ἀρκοῦσε αὐτὴ μόνον σὲ ὅλο τὸ ἔργο του. (Καὶ ὅμως, ἀπὸ μερικοὺς δὲν θεωρεῖται κἂν λογοτέχνης ὁ Γιαννόπουλος -πολὺ ἐθνικιστής γάρ...)

««Ὁ Γιαννόπουλος ἦταν ἕνας ὡραιότατος νέος», θυμᾶται ὁ συνομήλικός του, θεατρικὸς συγγραφέας καὶ χρονογράφος Σπύρος Μελᾶς, «λεβέντης κυπαρισσόκορμος, ἀλαβάστρινος, μὲ θαυμάσια σαγηνευτικά, γαλανὰ μάτια, ἕνας ἀρχαῖος Ἕλληνας μὲ περιβολὴ δανδῆ, δικῆς του συνθέσεως, ζακέττα γκρὶ-πέρλ, χιονάτο πλαστρόν, ποὺ διετηρεῖτο πάντοτε ἄσπιλο καί, ἀντὶ ἄνθους, ἕνα... γαϊδουράγκαθο στὴν κομβιοδόχη. Ἦταν μιὰ ἐμφάνιση ἄφθαστα κομψή, φυσικὰ ἐντυπωσιακὴ καὶ παρ᾿ ὅλη τὴν ἰδιορρυθμία της ἀντρίκια κι᾿ ἐπιβλητική.»» (Πέτρος Χαρτοκόλλης, «Ἰδανικοὶ αὐτόχειρες - Ἕλληνες λογοτέχνες ποὺ αὐτοκτόνησαν», Ἑστία, 2003)

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Μητέρα, μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική

Οἱ τρεῖς ὁμιλίες τοῦ Δημήτρη Πικιώνη στὴν Σχολὴ Ἀρχιτεκτόνων τοῦ Ε.Μ.Π., τὸ 1965

Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968), ἀρχιτέκτων, ζωγράφος, φιλόσοφος, ἀκαδημαϊκός, μελετητής καὶ μύστης τῆς ἑλληνικῆς παραδόσεως (γνωρίζετε ὅλοι ἀσφαλῶς τὰ ἔργα του στὸν λόφο τοῦ Φιλοπάππου), ἔκανε τρεῖς ὁμιλίες στὴν Σχολὴ Ἀρχιτεκτόνων τοῦ Ε.Μ. Πολυτεχνείου, στὶς 11, 18, 25 Ἰαν. 1965. Οἱ ὁμιλίες αὐτὲς ἦταν χαμένες μέχρι τὸ 1987. Τότε, κατὰ τὴν διάρκεια μετακομίσεως τῶν γραφείων τῆς Ἕδρας Πολεοδομίας τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς Σχολῆς τοῦ Ε.Μ.Π., στὸ βάθος ἑνὸς μεταλλικοῦ συρταριοῦ βρέθηκαν οἱ ἠχογραφήσεις τῆς δεύτερης καὶ τῆς τρίτης ὁμιλίας. Ὁ θησαυρὸς αὐτὸς παρέμεινε ἀδημοσίευτος μέχρι τὸ 2009, ὁπότε καὶ ἐξεδόθη σὲ ἕνα ὑπέροχο βιβλίο- λεύκωμα: Δημήτρης Φιλιππίδης, «Δημήτρης Πικιώνης: Οἱ ὁμιλίες τοῦ ᾿65», ἐκδ. Μέλισσα, 2009, ISBN 978-960-204-2885.

Ἡ σχέσις τοῦ Πικιώνη μὲ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο

Ὁ Πικιώνης εἶχε τὴν τύχη νὰ γνωρίσῃ μικρὸς τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο, ἀλλὰ καὶ τὸν Δημήτριο Καμπούρογλου. Ὅπως λέγει ὁ ἴδιος («Αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα»), ὁ Γιαννόπουλος καὶ ὁ Παρθένης ἔπεισαν τὸν πατέρα του νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ σπουδάσῃ ζωγραφική. Χαρακτηρίζει δὲ τὸν Γιαννόπουλο ὡς «τὸ εὐγενέστερο καὶ πλέον ὑπερήφανο εἶδος τοῦ Ἕλληνα».

Στὴν τρίτη ὁμιλία τοῦ 1965, ὁ Πικιώνης κάνει μιὰ ἐνδιαφέρουσα ἀναφορὰ στὸν Γιαννόπουλο (προηγουμένως ἀναφέρεται στὸν Ἄγγελο Σικελιανό, ἀκολούθως στὸν Ζὰν Μορεάς), ἐπιβεβαιώνοντας πόσο ἐμπνεύσθηκε ἀπὸ τὸν τελευταῖο καὶ δίνοντάς μας τὸ δικαίωμα νὰ τὸν θεωροῦμε τεκμηριωμένα πλέον ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους- συνεχιστὲς τοῦ ἀξέχαστου προφήτου τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

«Μητέρα, μητέρα»

...ἐπαναλαμβάνει ὁ Πικιώνης τὰ λόγια τοῦ Γιαννόπουλου γιὰ τὴν θεία ἑλληνικὴ γῆ, καὶ συμπληρώνει:

«Καὶ μόνο ποὺ τὰ εἶπε αὐτά, μοῦ φτάνει.»

Χειρόγραφο τοῦ Δημήτρη Πικιώνη μὲ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν Γιαννόπουλο.
(ἀπὸ τὸ ἴδιο βιβλίο, σελ.76)

Ἀκολουθεῖ τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὶς ὁμιλίες τοῦ Πικιώνη (σελ. 54-56).

Τρίτη ὁμιλία: «Συναισθηματικὴ τοπογραφία» [1]

«[...]

Σὲ αὐτὸ ἀναφέρω μερικὰ τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου, τὸν ὁποῖον εἶχα γνωρίσει πολὺ βαθιά, ἂν θέλετε. Καί, τοῦ ἀφιερώνει [ὁ Ἄγγελος Σικελιανός], δὲν τό ᾿χω αὐτό, γιατὶ μόνο ἂν τό ᾿βρισκα καὶ τὸ συνταίριαζα μὲ τοῦτο, τὶ τοῦ λέει, ἐκεῖ θὰ βλέπατε τὴν πραγματικὴ οὐσία τοῦ Γιαννόπουλου ἀλλὰ ὡς, ἀδιάφορο ἂν ἀπὸ μία πλευρὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν βρεῖ σὰν -θέλω νὰ πῶ- νὰ μπορεῖ νὰ τοῦ ἀνεύρει ἴσως καὶ κάποιον ἀρνητικὸν χρακτῆρα. Εἶναι πολὺ αὐστηρὸς μὲ αὐτόν. Σὲ ὅλα μπορεῖ νὰ βρεῖ ἕνα ἀρνητικό.

Εἶχα συζητήσει μὲ τὸν Ἀποστολάκη [2] ὁ ὁποῖος ἦταν ἀρνητὴς τοῦ Παλαμᾶ. Ἐν τούτοις ὅταν διαβάζω αὐτά, βλέπω ὅτι ἐκεῖνος ἔμενε στὴν καθαρὰ κριτική, καὶ ἡ καθαρὰ κριτικὴ ὅ,τι καὶ νά ᾿ναι κι αὐτὴ σὰν ποίηση, ἀλλὰ πάντως δὲν κάνει ποίηση. Κι ἔτσι μὲ τὸν χρόνο ἔνιωσα πὼς ὁ Παλαμᾶς ἦταν ποιητής· τοῦτος [ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος] ἦταν ἑραστὴς τοῦ τόπου. Καὶ μόνο γι᾿ αὐτὴν του τὴ διείσδυση, φτάνει. Μιὰ φορὰ πῆγα στὴ γωνιά του καὶ μοῦ ᾿δειχνε: «Αὐτὴ ἡ γωνιὰ εἶναι ἡ σύνοψις τῆς δημιουργίας μου.» Ἀλλὰ μέσα μου -μοῦ φαίνεται τὸ ξανά ᾿πα αὐτό- εἶδα κάποια ἔλλειψη. Δὲν μπορῶ νὰ δεχθῶ ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ ἅπαντο τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας. Ἦταν πολὺ ἐπιμέρους. Πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ πέρα απ᾿ αὐτό, τί ἦταν;

«Μητέρα, μητέρα» -μόνο ποὺ τὰ λέει αὐτά, μοῦ φτάνουν. Τὸν ἀναφέρω γι᾿ αὐτό, «Μητέρα, μητέρα». Μόνο ποὺ τά ᾿πε αὐτά. Μοῦ φτάνει, δὲν ζητῶ τίποτε ἄλλο:

«Μητέρα, μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική, καὶ σεῖς, γηγενεῖς, θεοὶ ἑλληνικοί [...]. Ἀνάστησε, ὦ θεία μητέρα, τὰ νέα σώματα καὶ τὰ νέα πνεύματα. [...] καὶ καταπέμψετε σεῖς, ὦ ὡραῖοι θεοὶ ἑλληνικοί [...] τὴν πανεύμορφον θείαν χάριν σας.» [3]

Φτάνει ὅτι τά ᾿δε [ὁ Γιαννόπουλος], ὅτι τὰ ἀντίκρισε ἀπ᾿ αὐτό. «Ἕνα τιποτένιο παιδί». Ἦταν πανέμορφος δέ, δὲν ὑπῆρχε ἄλλος. Καὶ ἐκεῖνο τὸ ποίημα τοῦ Σικελιανοῦ, τοῦ ὁποίου δὲν εἶχα τὴν ἔκδοση ἐδῶ, ἀκριβῶς μιλάει γι᾿ αὐτό. [4]

Κάποτε ζήτησα νὰ μιλήσω καὶ μουγκάθηκα, δὲν μποροῦσα νὰ ἀναχθῶ. Ὁ Σικελιανὸς τὰ λέει αὐτά, ὅτι κανεὶς δὲν ἦταν τόσο αὐτό, κανεὶς δὲν ἦταν νὰ κρατήσει ἕνα κλωνάρι ἐλιᾶς ἢ ἕνα στάχυ σὰν κι αὐτόν. «Ἕνα τιποτένιο παιδί» (τοῦ ὀφείλουμε νὰ τοῦ ἀναγνωρίσουν τὴ μία μορφὴ ἐδῶ: ) «τρέχον στῶν γλαυκῶν βουνῶν τῆς Ἀττικῆς τὰ Ἀδώνια φῶτα, εἶδε, στῶν κατάλαμπρων μεσημεριῶν τὰ καταγάλανα οὐράνια, νὰ περνᾶ τὸ ὁλόλευκον ἄτι τῆς ἀναγεννήσεως μὲ τὰ τρισμέγιστα κάτασπρα πτερά». [5]

Φτάνει· εἶναι ὀπτασίες αὐτές.

«Ἀπώτατα εἰς τοὺς κυανοροδίνους ἀέρας ἀσημένια καμπάνα σημαίνει τὸν ὄρθρον τῆς ἀναγεννήσεως.» [6]

«Μητέρα, μητέρα, θεία γῆ ἑλληνική, καὶ σεῖς, γηγενεῖς, θεοὶ ἑλληνικοί, μή, μὴν ἀφίσετε, τὴν καταποντισμένη στὶς ἀτιμίες φυλή σας, νὰ χαθῆ. Ἀνάστησε, ὦ θεία μητέρα, τὰ νέα σώματα καὶ τὰ νέα πνεύματα, διὰ τοὺς κυκλώπειους πολέμους καὶ καταπέμψετε σεῖς, ὦ ὡραῖοι θεοὶ ἑλληνικοί [...] τὴν πανεύμορφον θείαν χάριν σας, εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἑλληνικόν.» [3]

Γιὰ τὸν ἑαυτόν του πάλι:

«Ἕνα τιποτένιο παιδί, τρέχον στῶν γλαυκῶν βουνῶν τῆς Ἀττικῆς τὰ Ἀδώνια φῶτα, εἶδε, στῶν κατάλαμπρων μεσημεριῶν τὰ καταγάλανα οὐράνια νὰ περνᾶ τὸ ὁλόλευκον ἄτι τῆς ἀναγεννήσεως.» [6]

Φτάνει αὐτὴ ἡ ἑνότης.

[...]»

Σημειώσεις:
[1] Ὁ τίτλος εἶναι ἴδιος μὲ αὐτὸν προηγούμενου ἄρθρου τοῦ Πικιώνη στὸ περιοδικὸ «Τὸ 3ο μάτι» (2-3/1935).
[2] Γιάννης Ἀποστολάκης (1886-1947), φιλόλογος καὶ κριτικός.
[3] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907 (δεύτερη προμετωπίδα)
[4] Βλ. Ἄγγελος Σικελιανός, «Περικλῆς Γιαννόπουλος», Λυρικός Βίος, τόμ. Β', 63-67.
[5] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907 (πρώτη προμετωπίδα)
[6] Περικλῆς, Γιαννόπουλος, «Νέον Πνεῦμα», 1906 (πρώτη προμετωπίδα).

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Ἕνα παιχνίδι χαρτιῶν, παραμονὴ Πρωτοχρονιᾶς...

Ποιητὴς ἔως τὸ μεδούλι
Ἕνα χρονογράφημα τοῦ Παύλου Nιρβάνα γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο

(Πρώτη δημοσίευσις: Ξ.M., naftemporiki.gr, 19-12-1998·
Ἀναδημοσίευσις στό: ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (1871-1910): Ἔγραψαν γιὰ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο)


Περικλῆς Γιαννόπουλος, ὁ ρομαντικὸς ποιητὴς ποὺ αὐτοκτόνησε σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν ἕνα ἀνοιξιάτικο πρωί, δὲν ἦταν ἕνας ἐστὲτ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ διάλεξε νὰ πεθάνῃ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ἔζησε στὸ σύντομο πέρασμά του ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο. Eἶναι πολὺ ἐπίκαιρο τὸ χρονογράφημα τοῦ Παύλου Nιρβάνα, ποὺ εἶχε γράψει παραμονὴ Πρωτοχρονιᾶς, στὶς 31 Δεκεμβρίου 1936.

Ἂν κρεμοῦσαν ὅλους τοὺς χαρτοπαῖχτες τῆς Πρωτοχρονιᾶς, λέει ὁ Παῦλος Nιρβάνας, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος θὰ πήγαινε χαμένος. Kαὶ περιγράφει μιὰ παραμονὴ βράδυ τοῦ Ἁη Bασίλη, ποὺ εἶχαν μαζευτεῖ μερικοὶ φίλοι στὸ σπίτι τοῦ μουσικοῦ κριτικοῦ Γιωργάκη Ἀξιώτη.

Ὅσοι εἶχαν φτάσει νωρίτερα, εἶπαν νὰ παίξουν ἕνα σεμὲν-ντὲ-φὲρ γιὰ νὰ περάσῃ ἡ ὥρα. Στρώθηκαν στὸ τραπέζι.

- Περικλῆ, δὲν παίζεις;

- Nὰ παίξω..., εἶπε.

Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος δὲν εἶχε ποτέ του καμμία σχέση μὲ τὰ χρήματα. Zοῦσε σὰν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Kαὶ πολλὲς φορὲς ἔμενε νηστικὸς σὰν ἐκεῖνα. Nηστικός, ὅμως, μὲ ἀξιοπρέπεια ἑκατομμυριούχου. Γι᾿ αὐτὸν ἦταν ἀρκετὸς πλοῦτος ἕνα λουλούδι στὴ μπουτουνιέρα του. Σὰν τέλειος τζέντλεμαν, δὲν ἐννοοῦσε νὰ εἶναι δυσάρεστος στοὺς φίλους του. Tὰ χαρτιά δὲν τὸν τραβοῦσαν καθόλου, μὰ δὲν εἶχε κανένα πρόβλημα νὰ παίξῃ γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὴ συντροφιά του.

- Ἂν δὲν ἔχεις ψιλά σοῦ δανείζω, τοῦ εἶπε ὁ Nιρβάνας, καὶ τοῦ πέρασε μὲ τρόπο ἕνα χαρτονόμισμα.

Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος εἶχε μιὰ τύχη καταπληκτικὴ ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Kάθε φορά ποὺ σάρωνε τὸ τραπέζι «πᾶνε κι αὐτά;» τοῦ λέγανε. Kάποια στιγμὴ ξεχώρισε ἐκεῖνα ποὺ εἶχε δανειστεῖ καὶ συνέχισε νὰ παίζῃ πιὸ τρελά. Ἦρθε ἡ σειρά του νὰ κάνῃ μπάνκο. Kέρδισε. Bάλανε κι ἄλλα. Ξανακέρδισε. Συνέχισαν γιὰ τρίτη φορά. Kέρδισε πάλι.

- Tώρα μπορεῖς ν᾿ ἀποσυρθῇς, τοῦ λέει ὁ Nιρβάνας.

- Δὲ βαριέσαι..., ἀπαντάει.

Ἐξακολουθοῦσε νὰ κερδίζῃ. Eἶχε κάνει ἕξι ἑφτὰ πάσες ἀράδα. Kαὶ πάλι τὰ ίδια. Eἷχε φτάσει στὴ δέκατη πάσα καὶ ὅλα του τὰ κέρδη ἔμεναν ἀπάνω στὸ τραπέζι. Θὰ πέσῃς, τοῦ ἔλεγαν. Δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς πάσες ἐπ᾿ ἄπειρον. Aὐτὸ ποὺ κάνεις εἶναι παραφροσύνη.

Ἀλλὰ τοῦ ἄρεσε ἡ παραφροσύνη, τὸν διασκέδαζε. Kάποια στιγμή, τοῦ τὰ σκέπασαν ὅλα. Mπάκα! Tά ᾿χασε. Oὔτε κρύο, οὔτε ζέστη. Γελοῦσε.

Mετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ μείνῃ δυὸ μέρες νηστικός, ὅπως εἶχε μείνει πολλὲς φορές, ὅπως μένουν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ σὲ μιὰ ἄγρια χιονιά.

Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἀπένταρος ὅπως κάθισε, μὰ γελαστός. Ξαπλώθηκε στὴν πολυθρόνα ποὺ εἶχε ἀφήσει πρὶν καὶ φάνηκε νὰ ταξιδεύῃ στὰ σύννεφα. Στὰ λευκά, φωτεινὰ σύννεφα τοῦ ἀττικοῦ αἰθέρος, ποὺ ἦταν ἡ θαλαμηγός του.

Tὸ χρονογράφημα αὐτὸ (ποὺ σᾶς δώσαμε μιὰ περίληψη), τράβηξε τὸ περιοδικό «Διαβάζω ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Γιώργου Zεβελάκη, δημοσιευμένο στὴν εφημερίδα NEOΣ KOΣMOΣ, στὶς 31 Δεκεμβρίου τοῦ 1936.

Ξ.M.

(naftemporiki.gr, Σάββατο, 19 Δεκεμβρίου 1998.)

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

2010: Ἔτος Περικλῆ Γιαννόπουλου

Ἀγαπητοὶ φίλοι, καθὼς ἑτοιμαζόμαστε νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸ 2010, ἑκατὸ χρόνια μετὰ τὴν ἡρωϊκὴ ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ (8-4-1910) τοῦ θείου βάρδου τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κάλλους, ὁραματιστοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Ἀναγεννήσεως καὶ προφήτου τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, μὲ χαρὰ σᾶς παρουσιάζω ἕναν πλήρη δικτυακὸ τόπο ὅπου φιλοδοξῶ νὰ συγκεντρώσω τὰ ἅπαντα ποὺ ἔγραψε ὁ μέγας ἑλληνολάτρης καὶ τὰ σημαντικότερα ποὺ ἐγράφησαν γι᾿ αὐτόν (μαζὶ μὲ δική μου βιογραφία- κριτική), προσευχόμενος στὴν Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ νὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ κάνουμε τὸ ὅραμα τοῦ παιδιοῦ της ποὺ τὴν λάτρεψε περισσότερο ἴσως ἀπὸ κάθε ἄλλον, πραγματικότητα:


(Ἐπιτρέπεται ἡ ἀντιγραφὴ τῶν κειμένων μου χωρὶς ἄδεια, μὲ ἀναφορὰ τῆς πηγῆς.
Ἀπαγορεύεται ἡ μετατροπὴ τῶν κειμένων μου στὸ μονοτονικό.)


Ἐπίσης, ὅσοι χρῆστες τοῦ Facebook ἐπιθυμοῦν, μποροῦν νὰ γραφτοῦν (νὰ γίνουν fan) στὴν Facebook Page Περικλής Γιαννόπουλος:


* * *

«Δὲν ξέρω ἂν λέει σωστὰ πράματα ἢ στραβὰ τὸ βιβλίο του, μὰ ὅταν τὸ διάβαζα ἦταν σὰν ἄνεμος νὰ φυσομανοῦσε μέσα μου τρομαχτικὰ καὶ νὰ συντάραζε τὸν ἑλληνισμό μου ὅλον καὶ νὰ μὲ λευθέρονε, κι ἀφοῦ τὸ διάβασα μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βορριᾶ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρόνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα καὶ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο. [...] σ᾿ αὐτοῦ τὸ ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.»
(Ἴων Δραγούμης)

«Ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ὑπῆρξεν ὁ μεγαλείτερος ὣς τώρα, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικὴν ζῆν.»
(Γρηγόριος Ξενόπουλος)

* * *

Ἐννοῶ νὰ σᾶς τρελλάνω μὲ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα καὶ νὰ σᾶς κάμω νὰ φᾶτε ἑλληνικὴν τροφὴν ὅσην δὲν φάγατε τουλάχιστον ἕναν αἰῶνα.

Αὐτὸς ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκὸς Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος.
(«Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)

Ἐμεῖς οἱ Ὡραιότατοι ΙΔΑΝΙΣΤΑΙ-ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΑΙ καὶ ἐξωφρενικότατοι τῶν Παλαβῶν της Γῆς.
(«Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)

* * *

Ξυπνήσετε, Ἐγερθῆτε.
Καὶ Ἐπαναστατήσετε κατὰ τοῦ Ἑαυτοῦ Σας.
Καὶ Ἀναβαπτισθεῖτε εἰς τὸ Θεῖον Φῶς τῆς Γῆς Σας καὶ εἰς τὰ Παραδείσεια Ἑλληνικὰ Νερά. Θὰ ἐξέλθετε: ΖΩΝΤΑΝΟΙ. Καὶ θὰ ἐξέλθετε: ΕΛΛΗΝΕΣ.
(«Νέον Πνεῦμα», 1906)

Μνήσθητί μου ΝΕΕ ὅταν θὰ ἔλθῃς εἰς τὴν Ἑλληνικήν Σου Βασιλείαν.
(«Ἑλληνικὸν Χρῶμα», 1904)

* * *

ΑΠΩΤΑΤΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΚΥΑΝΟΡΟΔΙΝΟΥΣ ΑΙΘΕΡΑΣ ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΚΑΜΠΑΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
(«Νέον Πνεῦμα», 1906)

ΕΝΑ ΤΙΠΟΤΕΝΙΟ ΠΑΙΔΙ, ΤΡΕΧΟΝ ΣΤΩΝ ΓΛΥΚΩΝ ΒΟΥΝΩΝ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΤΑ ΑΔΩΝΙΑ ΦΩΤΑ, ΕΙΔΕ, ΣΤΩΝ ΚΑΤΑΛΑΜΠΡΩΝ ΜΕΣΗΜΕΡΙΩΝ ΤΑ ΚΑΤΑΓΑΛΑΝΑ ΟΥΡΑΝΙΑ, ΝΑ ΠΕΡΝΑ, ΤΟ ΟΛΟΛΕΥΚΟΝ ΑΤΙ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΜΕ ΤΑ ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΑ ΚΑΤΑΣΠΡΑ ΠΤΕΡΑ. ΚΑΙ ΕΤΟΛΜΗΣΕ, ΕΧΥΘΗ, ΕΒΑΛΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΣΤΗ ΡΙΖΑ ΤΩΝ ΠΤΕΡΩΝ ΤΟΥ, ΤΑ ΚΡΑΤΗΣΕ ΛΕΥΚΟΦΛΟΓΑ ΟΡΘΑ. ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΑΛΟΓΟΝ ΚΑΤΕΒΗΚΑΝ ΠΑΤΗΣΑΝ ΣΤΗ ΓΗ. ΠΙΣΩ ΤΩΝ ΤΑ ΓΥΝΑΙΚΑΛΟΓΑ ΤΩΝ ΧΙΜΑΙΡΩΝ ΣΑΣ ΟΛΑ, ΧΑΡΜΟΣΥΝΑ ΧΡΕΜΕΤΙΖΟΝΤΑ ΧΤΥΠΟΥΝ ΤΟ ΠΑΝΕΥΜΟΡΦΟΝ ΧΩΜΑ. ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΕΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΗΣ, ΜΕ ΚΛΩΝΟΥΣ ΕΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΗ ΔΑΦΝΩΝ ΣΤΡΩΣΕΤΕ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟΝ, ΝΤΥΣΕΤΕ ΚΑΙ ΣΤΟΛΙΣΕΤΕ -ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΣΑΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΘΙΣΤΕ ΩΡΑΙΑ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΑΞΕΙΔΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΦΩΣ. ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΥΝΑΤΟ ΤΑΝΥΜΑ ΤΩΝ ΠΤΕΡΩΝ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΩΡΑΙΑ ΜΗΤΕΡΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΦΩΣ, ΤΟ ΑΕΡΕΝΙΟ ΠΑΙΔΙ ΚΤΥΠΗΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΤΕΡΟ ΤΟΥ, ΘΑ ΠΕΣΗ ΝΕΚΡΟ ΗΔΟΝΙΚΑ, ΜΕ ΒΡΕΜΜΕΝΑ ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ.
(«Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)

* * *

Γῆ ὡραιοτάτη καὶ Θειοτάτη, Γῆ τελεία ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ἡ Μητέρα Ἑλληνικὴ Γῆ, ἀνέδωσε καρπὸν ὅμοιον. Ὁμοίως Ὡραῖον καὶ ὁμοίως Θεῖον. Ζῷον Ἑλληνικόν, τὸν Ἕλληνα: ΕΜΑΣ.

Περιττὸν νὰ φουσκώνετε δι᾿ αὐτά. Οἱ Ἕλληνες κάθε ἐποχῆς δὲν εἶσθε τίποτα. Ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ εἶνε τὸ Πᾶν.

Δὲν θὰ κρίνετε Σεῖς οἱ Φράγκοι -τὰ χθεσινὰ Ἀγριογούρουνα- Ἐμᾶς, ἀλλ᾿ Ἐμεῖς θὰ κρίνωμε Σᾶς καὶ τὸν Πολιτισμόν σας.

Οἱ Φράγκοι δὲν πρέπει νὰ νομίζουν, ὅτι δὲν βαραίνει καὶ γονατίζει κι᾿ ἐμᾶς ὅλη αὐτὴ ἡ Ἀσήκωτη ΔΟΞΑ, καὶ δὲν μᾶς καίει τὸ κεφάλι τὸ Πύρινο Στέμμα ποὺ λέγεται: ΕΛΛΗΝ.

Καὶ ἐπειδὴ τὸ ΓΕΓΟΝΟΣ εἶνε αὐτό, ἔχετε βαρύτατα, ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ νὰ ἐκτελέσετε. Χωρὶς νὰ τὰ ἐκτελεῖτε δὲν ἔχετε κανένα δικαίωμα νὰ φέρετε τὸ ὄνομα ΕΛΛΗΝ.
(«Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)

* * *

Ντροπή Σας νὰ συζητᾶτε μὲ τὸν Σκυλόφραγκο ἂν ἡ Μακεδονική Σας Γῆ εἶνε Δική Σας Γῆ. Καὶ νὰ τὸν πείσῃς, δὲν τὸν πείθεις τὸ Λῃστή. Ἢ μόνος του ἢ μὲ Σμπίρους βαλτοὺς θὰ προσπαθήσῃ νὰ Σᾶς πάρῃ κάθε Γῆ.
Οἱ Πολιτισμοὶ ποὺ Σᾶς ἔμαθαν οἱ Δασκαλοτσούσιδες νὰ προσκυνᾶτε μπρούμυτα, Σᾶς καμπανίζουν κατάμουτρα μὲ ἄγρια χαστούκια: Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ.
Καὶ εἶνε ἀνήθικον καὶ ἄσκοπον καὶ τὸ νὰ Σᾶς δώσουν καὶ τὸ νὰ δεχθεῖτέ τι. Καὶ νὰ Σᾶς δώσουν, ἂν εἶσθε Σάπιοι, ὁ πρῶτος Δυνατὸς θὰ Σᾶς τὸ πάρῃ. Τὸ Ἠθικὸν εἶνε ἂν εἶσθε Σάπιοι, νὰ Σᾶς ξεπατώσουν καὶ καθαρίσουν τὴ Γῆ.
Φυλᾶτε τὴ Γῆ Σας καὶ τὴν Τιμή της, μόνο μὲ Σπαθί.
Πάψετε Σαπιοδάσκαλοι καὶ Σαπιορήτορες -ΑΝΑΦΟΡΑΤΖΗΔΕΣ- νὰ ἐξευτελίζετε τὴ Φυλή. Πάψετε Παλιόγρηες τὶς κλάψες, τὰ σάλια, τὰ μελάνια καὶ πιάστε τὸ ΣΠΑΘΙ.
Τὰ πάντα στὴ Ζωὴ -Η ΦΥΣΙΣ ΤΟ ΛΕΕΙ- κατακτῶνται μὲ τὸ ΣΠΑΘΙ. Καὶ ἔτσι εἶνε καὶ μόνο ἔτσι ΠΡΕΠΕΙ νὰ εἶνε.
(«Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)

Καὶ ἡ Ἐπανάστασις, αὐτή, ζητοῦσα ὁλόκληρον τὴν Πνευματικήν Ἠθικὴν καὶ Ὑλικὴν Δύναμιν τῆς Φυλῆς πρὸς τὸν Ὡρισμένον καὶ Μοναδικὸν αὐτὸν Σκοπόν: τῆς Ἀναγεννήσεως Ἑλλάδος καὶ Ἑλληνισμοῦ, πρέπει νὰ ἔχῃ ὡς Σύμβολον τελειωτικόν:
Ἢ ΕΛΛΑΣ Ἢ ΤΕΦΡΑ
(«Νέον Πνεῦμα», 1906)

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

Δὲν σβήνει ὁ Κεραυνός

Δὲν σβήνει ὁ Κεραυνός.

xristodoulos.net : Βιβλιοθήκη- βιντεοθήκη γιὰ τὸν μακαριστὸ Χριστόδουλο.

Ὁ ἐπιβατήριος λόγος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου (Μητρόπολις Ἀθηνῶν, 9 Μαΐου 1998)
Ἡ προσφώνησις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου πρὸς τὸν Πάπα Ρώμης Ἰωάννη-Παῦλο Β' (Ἄρειος Πάγος, 4 Μαΐου 2001)
Κώστας Ζουράρις, «Ἡ μεγαλύτερη νίκη τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετὰ τὸ 480 π.Χ. Τὸ κατάλαβες, ὦ ἐκσυγχρονιστάν;» («Ἐλευθεροτυπία», 9 Μαΐου 2001)
«Ἡ συμβολὴ τῶν Ἑλλήνων ἱεραρχῶν τῆς Μακεδονίας στὴν εὐόδωση τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος».
«Η Ορθοδοξία, όρος επιβίωσης του Ελληνισμού».
«Οι δέκα φαραωνικές πληγές της Ελληνικής Παιδείας».
«Μετα-νεωτερικότητα, ολιστικότητα και παγκοσμιότητα υπό το Φως της Ελληνορθοδόξου Παραδόσεώς μας».


Ἐκοιμήθη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ὁ μόνος Ἕλλην ἡγέτης σὲ μιὰ κοινωνία παρακμῆς, ὑποτέλειας καὶ ἀθλιότητας.

***

Ἐὰν ἡ ὑφ᾿ ἠμῶν κατάκτησις καὶ ὑποδούλωσις ἡ Πνευματικὴ καὶ ἡ ἀπορρόφησις τέλος τῆς Κοσμοκρατείρας Ρώμης καὶ ἡ Δημιουργία μιᾶς Θρησκείας καὶ ἐπιβολή, ἔως τὴν ὥραν αὐτήν παμβασιλευούσης, δύναται νὰ θεωρηθῇ κατάπτωσις, τότε... Ἀλληλούια.

Τὸ Ἑλληνικὸν ΤΟΛΜΗΜΑ τῆς δημιουργίας Θρησκείας ἥτις νὰ περιλάβῃ ὅλους τοὺς Λαοὺς καὶ πάντας ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς, νὰ δημιουργήσῃ Κράτος Θρησκευτικόν, τὸ ὁποῖον ὑπὸ τὸ φόρεμα τῆς Θρησκείας νὰ διαδώσῃ παντοῦ τὸ Ἑλληνικὸν ΦΩΣ, εἶναι ἡ εὐγενεστέρα Πραγματικὴ Ἐνσάρκωσις τοῦ τολμηροτέρου ΙΔΑΝΙΚΟΥ, χιλιάκις ἀνωτέρα τοῦ ἐγωϊστικοτάτου Παρθενῶνος. Ἡ Κινήσασα ἐξ Ἀθηνῶν Ἑλληνικὴ Ἰδέα, πολεμήσασα ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καὶ Ρώμῃ καὶ νικήσασα, Παρθενώνεται εἰς τὴν ΣΟΦΙΑΝ τοῦ Βοσπόρου, ἀπίστευτος πραγμάτωσις Πλατωνικοῦ καὶ Παρθενωνείου ΟΝΕΙΡΟΥ. Πᾶς Ἕλλην ἔχει τὸ δικαίωμα ἀγρίας ὑπερηφανείας πρὸ τῶν σημερινῶν Λαῶν καὶ τῶν Παληανθρωπισμῶν τῶν Βασιλιάδων των μὲ τὰ ἐμετικῶς Μπακαλικὰ καὶ ἀναιδῶς λωποδυτικὰ Ἰδανικά των.

...

Ἡ μεγαλυτέρα ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δι᾿ Ἐμᾶς εἶναι, ὅτι μᾶς ἀποδεικνύει τὸν Εἰδωλολατρισμὸν καὶ τὴν Γνησιότητά μας, ὑπὸ ὅλα τὰ φορέματα.

Ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν ἔχει νὰ πολεμήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν του, διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον ὅτι δὲν ἔχει νὰ πολεμήσει κατὰ τοῦ Παπᾶ. Ὁ Ἕλλην Παπᾶς δὲν ἔχει, Δόξα τῷ Θεῷ, καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν Φραγκόπαπα. Ὁ Ἑλληνόπαπας, ἀπαραλλακτότατος καὶ κοινωνικότατος πολίτης, [...], ὁ Ἕλλην Παπᾶς, ὁ λαϊκός, ὁ ἐθνικός, ὁ φύσει φιλαλλόδοξος καὶ διόλου φανατικός, εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐννοήσῃ περίφημα ὅτι ἡ ἀνωτέρα Πνευματικὴ Ἑλληνικὴ Θρησκεία θὰ σώσῃ εἰς τὸ μέλλον τὴν φυλήν, ὅτι βαθύτερον τοῦ ράσου τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι Ἕλλην.

Ἐγὼ Παπᾶ μου Σοῦ λέω: Εἶμαι ἐντελῶς Ἕλλην καὶ ὁλότελα Χριστιανός.

Κοντὸς Ψαλμὸς Ἀλληλούια: Πᾶς Παπᾶς αἰσθανόμενος ὅτι εἶναι Πρῶτα Χριστιανὸς καὶ Δεύτερα Ἕλλην ΞΟΥΡΑΦΙΣΘΗΤΩ.

...

Καὶ δὲν ὑπάρχει ἱστορικὴ στιγμὴ καταλληλοτέρα πρὸς φανέρωσιν τῆς δυνάμεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος, ἀπ᾿ αὐτὴν ἀκριβῶς ποὺ φαίνεται, διὰ πρώτην φοράν, βαθειὰ καὶ πραγματικὰ ὅτι ἡττᾶται. [...]

Καὶ Ἀδύνατον πλέον τὸ Ἑλληνικὸν Πνεῦμα νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς τὸν Ἕλληνα, χάριν ἀνοητάτων λόγων, νὰ στερεῖται τῆς συναισθήσεως ἀκριβῶς τῆς Τρισμεγίστης του Δυνάμεως: ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ.

Διότι ὅταν ὁ ΝΕΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΣΟΦΙΑΣ ὑψώνεται τρισμέγιστος μὲ τὸν Οὐρανὸ κατάλαμπρον κατεβασμένον στὴ γῆ γιὰ καπέλλο, ὅταν ὁ Ἑλληνικὸς Λαὸς μέσα εἰς τὰς μεγίστας ἀγκάλας του εἰσέρχεται τραγουδῶν τὰ νέα τραγούδια, τώρα ὄχι μόνον ἀκροατὴς τοῦ Ἑλληνικοῦ Δράματος ἐν τῷ Θρησκευτικῷ Θεάτρῳ, ἀλλὰ καὶ λαμβάνων μέρος μὲ τὰ τραγούδια του, ὅταν ἐν μέσῳ τῆς καταλάμπρου ΝΕΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ποὺ καταστολίζει τὰ πάντα ἀπὸ ἀπὸ τὰ βάθρα ἔως τοὺς θόλους καὶ καταθέλγει τὰς ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ του, αἰσθάνεται ὅτι δὲν τοῦ στεροῦν τίποτε ἀπὸ τὴν Ζωὴν καὶ τὴν Χαρὰν καὶ τὴν Εὐμορφίαν ποὺ εἶναι συνηθισμένος νὰ ἔχῃ καὶ νὰ λατρεύῃ, ὅταν οἱ Χοροὶ τραγουδοῦν, καὶ οἱ φωτοχυσίαι καὶ τὰ θυμιάματα καὶ οἱ λαμπροστόλιστοι ΝΕΟΙ ΙΕΡΕΙΣ παίζουν τὸ Θεῖον Δρᾶμα, τώρα μόλις πίσω ἀπὸ ἕνα ἐλαφρότερον παραπέτασμα τὸ ὁποῖον καὶ αὐτὸ ἀνοίγεται ὅλην τὴν ὥραν, καὶ ὅταν οἱ ΡΗΤΟΡΕΣ, ἀπὸ τὴν Ἄμβωνα τώρα, τοῦ δίδουν τὴν ὑπερτάτην ἀπόαυσιν παντὸς Ἕλληνος πάσης ἐποχῆς: ΤΟ ΛΟΓΟ! αἰσθάνεται τὸν ἐαυτὸ του, ἐννοεῖ ὅτι δὲν ἔχασε τίποτε, ὅτι εἶναι ὅλα τὰ ἴδια, ὅτι τίποτε δὲν τὸν Ἐστέρησαν, ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος, καὶ τότε οὔτῳ μόνον, ὑπ᾿ αὐτοὺς μόνον τοὺς ὅρους, ἀποδέχεται τελειωτικῶς τὸν Χριστιανισμὸν ὁ Ἑλληνικὸς Λαός. Καὶ ὅταν οἱ Γρηγόριοι θέλοντες νὰ μοναστηριάσουν μεταβάλλουν τὸν μοναχικὸν βίον καὶ τραγουδοῦν, κιθαρωδοῦν, δραματουργοῦν τὸ Νέον Θρήσκευμα, ἡ Νίκη τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος εἶναι τελεία, εἶναι ἀκριβῶς παρομοία μὲ τὴν κατάκτησιν - ἐκεῖ Ξένης - τῆς Ἀριστοκρατίας καὶ Βασιλείας τῆς Ρώμης, καὶ ὅταν οἱ Χρυσόστομοι Παπα-Δημοσθένηδες καὶ Παπα-Περικλῆδες τῶν Νέων Καιρῶν δημαγωγοῦν τὸν λὰόν των καὶ τὸν καταμεθοῦν καὶ καταμεθοῦνται ὅλοι μαζὺ στὴν καταλαμπρύνουσα καὶ ἐξαίρουσα τὰ πάντα Εὐμορφιὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Λόγου, τότε πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς Θεόστραβος γιὰ νὰ μὴ βλέπῃ επάνω ἀπὸ τὸν μεγάλον Θόλον, τὴν Ἀήττητον Παρθένον, τὴν Πρόμαχον ΑΘΗΝΑ, τώρα μὲ τὸ Βυζαντινό της Φόρεμα, μὲ τὸ κεφάλι τοῦ Νέου Θεοῦ στὸ στῆθος, προβάλλουσαν μὲ τὸ χέρι της τὸ νέον ὅπλον τό: ΣΤΑΥΡΟ.

...

Ἐὰν εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἐχρησίμευσεν ὡς μέσον καὶ ὅπλον πολιτικὸν θαυμάσιον, διὰ τὴν Κοσμοκρατορίαν ἡμῶν τῶν τότε, καὶ ἄγκυρα σωτηρίας μετὰ τὸν Τοῦρκον, διπλᾶ δι᾿ αὐτὸ ἀγαπητός, ὑπερβέβαιο εἶναι ἀφ᾿ ἐτέρου ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστιανισμός, ἀδιάφορον ἂν εἶναι συγγνωστὸν ἔνεκα τῆς φορᾶς τῶν Καιρῶν, ἀλλὰ εἶναι:
Καὶ εἶναι συγχρόνως καὶ λεπτότερον καὶ βαθύτερον ψυχολογικὸν Κέντρον τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὁργανισμοῦ, ἐκ τῆς ὀρθῆς κεντήσεως καὶ ἡρέμου ἀφυπνίσεως τοῦ ὁποίου, ἐξαρτᾶται ὁλόκληρος αὐτὴ ἡ Βαθυτάτη ΑΦΥΠΝΙΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, καὶ τὰ δύο ἀγκομαχοῦντα στα τρίσβαθα σκοτάδια τοῦ ἐαυτοῦ μας, ἡ τελειωτικὴ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ.

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907)

***


Ἡ Ἑλλάδα ἀποχαιρέτησε τὸν Χριστόδουλό της.

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

Διπλωματικὰ ἐφόδια γιὰ τὸ Μακεδονικό: Μιὰ προφητικὴ φωνή, ἑκατὸ χρόνια πρίν

Ἔγραφε ὁ Προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ Περικλῆς Γιαννόπουλος πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ ἀκριβῶς χρόνια («Ἔκκλησις πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν», 1907):

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ντροπή Σας νὰ συζητᾶτε μὲ τὸν Σκυλόφραγκο ἂν ἡ Μακεδονική Σας Γῆ εἶναι Δική Σας Γῆ. Καὶ νὰ τὸν πείσης, δὲν τὸν πείθεις τὸν Ληστή. Ἢ μόνος του ἢ μὲ Σμπίρους βαλτούς θὰ προσπαθήση νὰ Σᾶς πάρη κάθε Γῆ.

Οἱ Πολιτισμοὶ ποὺ Σᾶς ἔμαθαν οἱ Δασκαλοτσούτσηδες νὰ προσκυνᾶτε μπρούμητα Σᾶς καμπανίζουν κατάμουτρα μὲ ἄγρια χαστούκια: Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΑΘΙ.

Καὶ εἶναι ἀνήθικον καὶ ἄσκοπον καὶ τὸ νὰ Σᾶς δώσουν καὶ τὸ νὰ δεχθεῖτε τί. Καὶ νὰ Σᾶς δώσουν, ἂν εἶσθε Σάπιοι, ὁ πρῶτος δυνατὸς θὰ Σᾶς τὸ πάρη. Τὸ Ἠθικὸν εἶναι ἂν εἶσθε Σάπιοι, νὰ Σᾶς ξεπ
ατώσουν καὶ καθαρίσουν τὴ Γῆ. Φυλᾶτε τὴ Γῆ Σας καὶ τὴν Τιμή της μόνο μὲ Σπαθί.

Πάψετε Σαπιοδάσκαλοι καὶ Σαπιορήτορες -ΑΝΑΦΟΡΑΤΖΗΔΕΣ- νὰ ἐξευτελίζετε τὴ Φυλή. Πάψετε Παλιόγρηες τὶς κλάψες, τὰ σάλια, τὰ μελάνια καὶ πιάστε τὸ ΣΠΑΘΙ.

ΤΑ πάντα στὴ Ζωή - Η ΦΥΣΙΣ ΤΟ ΛΕΕΙ - κατακτῶνται μὲ τὸ ΣΠΑΘΙ. Καὶ ἔτσι εἶναι καὶ μόνο ἔτσι ΠΡΕΠΕΙ νὰ εἶναι.
Τότε λοιπόν, ὅτε ἐτελειώθη διὰ τῶν Ἀθηνῶν τὸ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΙΔΑΝΙΚΟΝ, τότε μόνον ἡ ὥρα σημαίνει διὰ νὰ ἀρχίσῃ Πραγματικῶς... ἡ Ἑλλ. Ἱστορία. Ἡ ἀληθῶς τρισμεγίστη Ἀποστολὴ τοῦ Ἕλληνος εἰς τὸν Κόσμον. Καὶ ἡ Ιστορία αὐτὴ εἶναι:

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ


Καὶ ὁ ἀδελφικὸς φίλος καὶ Ἀπόστολος τρόπόν τινα τοῦ Γιαννόπουλου, ὁ Ἴων Δραγούμης, ψυχὴ τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος, ἔγραφε τὴν ἴδια ἐποχὴ στὸ δικό του ἐγερτήριο σάλπισμα, τὸ «Μαρτύρων καὶ Ἡρώων αἷμα» (ἐπίσης 1907!):

«Νὰ ξέρετε πὼς ἂν τρέξουμε νὰ σώσουμε τὴν Μακεδονία, ἡ Μακεδονία θὰ μᾶς σώσει. Θὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν βρῶμα ὅπου κυλιούμαστε, θὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν μετριότητα καὶ ἀπὸ τὴν ψοφιοσύνη, θὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὸν αἰσχρὸ τὸν ὕπνο, θὰ μᾶς ἐλευθερώσει. Ἂν τρέξουμε νὰ σώσουμε τὴν Μακεδονία, ἐμεῖς θὰ σωθοῦμε».


Ἔχοντας αὐτὰ τὰ πνευματικὰ ἐφόδια, καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἀφετηρία, νὰ συζητήσουμε κάθε ἄποψι ποὺ κίνητρο ἔχει ἀγαθὸ τὸ συμφέρον τῆς Πατρίδος, καὶ τοῦ Χρύσανθου Λαζαρίδη καὶ τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ καὶ τοῦ Ἰωάννη Γιαννάκεννα, καὶ νὰ διαπραγματευθούμε μὲ συμμάχους καὶ ἀντιπάλους, καὶ νὰ ἀγωνισθοῦμε καὶ στοὺς δρόμους καὶ στὰ διεθνῆ φόρα καὶ παντοῦ.


Σημείωσις:
Ἡ εἰκόνα τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου εἶναι ἀπὸ τὸ ἐξώφυλλο τοῦ περιοδικοῦ «Τρίτο Μάτι», τ. 107, Νοέμ. 2002.

Κυριακή 24 Ιουνίου 2007

μὲ πάγχρυσα πυρακτωμένα βέλη...

[...] Ἐδῶ ἐννοῶ τὴν Φύσιν, διὰ τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἤκουσε πόσον εἶναι τάχα ξηρὰ καὶ ἀπελπιστικὴ καὶ ἀνυπόφορος κατὰ τὴν θερινὴν κυρίως ὥραν. Καὶ δι᾿ αὐτό, ἐδῶ ἐννοῶ αὐτὴν καὶ ὡς μέτρον λαμβάνω τὸ ἔσχατον ὅριον. Τὴν Φύσιν αὐτὴν εἰδικώτερον μάλιστα κατὰ τὴν ξηροτάτην καὶ ἡλιοκαεστάτην της ὥραν, ὅταν ὁ ἥλιος μὲ πάγχρυσα πυρακτωμένα βέλη κυνηγᾷ καὶ διώκῃ τὰ ἀνθρωπάρια ἀπὸ τοὺς τόπους τοῦ ἀπέφθου κάλλους, ὅπου ἐξελίσσονται τὰ θεῖα ὁράματα· ὅταν ὁ ἄνεμος ὑψώνων τὴν τέφραν τῶν αἰώνων, σκεπάζει μὲ σκόνην τὰ ἀνθρωπάρια καὶ τὸν σωρὸν τῶν μαρμαρίνων κλουβιῶν, εἰς τὰ ὁποία κρυβόμεθα. Ὅταν μένῃ μόνη της καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς φαίνονται μόνον τὰ μάρμαρα καὶ ἀπὸ τὰ πάμφωτα στέρνα της, ὅπου μεθύει τὸ πάγκαλον φῶς, φεύγει μόνον τὸ μελαγχολικὸν κουδούνισμα τῶν θεοξήρων χόρτων. Καὶ ἐννοῶ αὐτὴν τὴν φύσιν καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν ὥραν, διότι τότε καὶ τότε μάλιστα, ἀναφαίνεται δυνατώτερον, γυμνὸν τὸ κάλλος της. Τότε, ὅταν τὰ χρώματα ὅλα, ἐνδεδυμένα μὲ τὰ παραδοξώτερα καὶ πρωτοφανέστερα χώματα, οἱ λόφοι μὲ θαυμάσια φορέματα, λάμπουν εἰς τὸ φῶς σὰν ὁλοζώντανα πρόσωπα, χώματα, λόφοι καὶ ὄρη ἀλλάζουν ἀενάως ἐκφράσεις καὶ ἀποχρώσεις ἀσυλλήπτου αἰθεριότητος, παρουσιάζοντα θησαυροὺς θησαυρῶν πρωτοφανῶν καὶ ἐξαισίων, παρθένων χρωμάτων.

Τότε, ὅταν τὰ δένδρα σφιγγόμενα ἀπὸ τὸ καῦμα, λεπτύνωνται, χάνουν τὸ παχὺ καὶ βάναυσον πράσινον, μεταμορφοῦνται ἀπὸ τὰ φῶτα εἰς πράσινα ξανθότατα, φωτεινότατα καὶ εἰς μυρίας ἀποχρώσεις εὐγενεστέρων, ἁπαλοτέρων, ποιητικωτέρων πρασίνων, καὶ μεταμορφοῦνται εἰς μίαν ἄνθησιν χρυσήν, σκορπίζουσαν τὸν μᾶλλον ἀφάνταστον καὶ ἀνονείρευτον θησαυρὸν σὰν μεταλλικῆς βλαστήσεως, ὅπου ὅλα τὰ φαιδρὰ καὶ χαρίεντα χρώματα, μὲ τὰς λεπτοτάτας τῶν ἀποχρώσεων, παρουσιάζουν κόσμους νέους χροϊκῶν ἁρμονιῶν ἀνεξάντλητων. Τότε, ὅταν τὰ χόρτα, ὡς ὕστατα κοσμήματα, λεπτότητος, χάριτος, ὡραιότητος ἀριστοκρατικωτάτης, ὅταν τὰ βουνὰ ζοῦν τὴν ὑπερτάτην καὶ ἐντονωτάτην των ζωήν, καὶ ὅλα, τὰ πάντα, ἀπὸ τὸν λίθον ἕως τὸ ἔντομον, ἕως τὸ πρόβατον καὶ ἕως τὸν ἄνθρωπον διαγράφωνται εἰς τὸ ἄσπιλον φάος μὲ τὴν ὑστάτην διαύγειαν ἀπὸ μιλίων ἀπόστασιν, παρουσιάζοντα ὅλα μαζί, ἕνα κόσμον ἐκτὸς πάσης πραγματικότητος, ἕνα κόσμον ὁλόκληρον ἰδανικόν, ποιητικόν, πλασμένον ὁλόκληρον ἀπὸ ἀριστοτέχνας, ποιητὰς καὶ ζωγράφους καὶ γλύπτας, κόσμον ἰδανικώτατον, τὸν ὀνειρωδέστερον τῶν κόσμων καὶ ὅμως πραγματικόν.

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική», 1902)
Λέξεις-κλειδιά: Περικλής Γιαννόπουλος ήλιος φως ελληνικό μεσημέρι καλοκαίρι καύσωνας