«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἑλλάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἑλλάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 19 Απριλίου 2025

Μελέτη θανάτου

Μελέτη θανάτου (μετὰ μουσικῆς)

- ἤ, περὶ τὸν θάνατον ἀντιλήψεις κι ἀναφορὲς στὴν ἑλληνικὴ παράδοσι μὰ καὶ στὸν δυτικὸ ρομαντισμό

Ὅσιος Σισώης
Ὁ ὅσιος Σισώης ἔμπροσθεν τοῦ τάφου τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Μετέωρα, Μονὴ Βαρλαάμ, 16ος αἰ.

Σισώης ὁ Μέγας ἐν ἀσκηταῖς ἔμπροσθεν τοῦ τάφου τοῦ βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Ἀλεξάνδρου, τοῦ πάλαι λάμψαντος ἐν δόξῃ, φρύττει καὶ τὸ ἄστατον τοῦ καιροῦ καὶ τῆς δόξης τῆς προσκαίρου λυπηθεῖς, ἰδοὺ κλαίει:
«Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὗν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Ἄι, ἄι, θάνατε, τὶς δύναται φυγεῖν σε;»

   Ὡραῖο. Καὶ σχολιάζει χαρακτηριστικῶς ἀπὸ κάτω 15ετὴς Φινλανδὴ νεάνις (GirlFromFinland94): "I love this song. When i die, i want this song to my funerals"!


   ...Βεβαίως, τόσο ὁ ρομαντισμὸς ὅσο καὶ τὸ γκόθικ, γοητευτικὰ καὶ ὑποβλητικά, εἶναι κυρίως τῶν βορείων· ὄχι τῶν μεσογειακῶν καὶ δὴ τῶν Ἑλλήνων. Ὄχι ἐπειδὴ ἐδῶ, κάτω ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ φῶς, χορεύουμε καὶ τραγουδοῦμε ἀνάλαφρα, χαρούμενοι, ἀφελεῖς καὶ ἀδαεῖς, ἀλλὰ διότι ἐδῶ, ὅπου, κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο, κατάμαυρη ἡ σκιὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ φῶς καὶ διακρίνεται χωρὶς ἐνδιάμεσο γκρίζο, κοφτερὴ σὰν τὴν κόψι τοῦ δρεπανιοῦ ποὺ θερίζει τὸ χρυσὸ στάχυ τοῦ ἥλιου μπροστὰ στὸ μαῦρο σκιάχτρο· ἐδῶ, ὁ θάνατος δὲν εἶναι ὁ μελαγχολικὸς σκοτεινὸς ἐραστὴς ἀλλὰ ὁ ἀδυσώπητος ἐχθρός, ὁ ἀποτρόπαιος δρεπανηφόρος φονιάς.


   Μὲ κορυφαῖο παράδειγμα τὸν Διγενῆ...

   ...καὶ ξανὰ τὸν Διγενῆ, ὅπου τὸ αἷμα ποτάμι χύνεται...

   ...στὴν παράδοσί μας ὁ Ἕλληνας ἀντιμάχεται μὲ τὸ Χάρο, ἀντικρύζοντάς τον κατὰ πρόσωπο, ὄρθιος ἀπέναντι στὴν μοῖρα...

   ...καὶ παρὰ τὸν πόνο, ἀντιμιλᾷ τοῦ Χάρου, καὶ τὸν περιγελᾷ καὶ τὸν χλευάζει...

   ...μέχρι καὶ στὸ ρεμπέτικο, οἱ βασανισμένοι ἀπὸ τὴν ζωὴ «πέντε-ἕξι χασικλῆδες» κουβαλοῦν τὴν ἴδια περήφανη μοῖρα...

...Μετὰ τὴν μάχη, μετὰ τὸ αἷμα, τὴν ὀδυνηρὴ αὐτὴ μελέτη θανάτου -κατὰ Πλάτωνα-, ἔρχεται ἡ φιλοσοφημένη καταλλαγή μὲ τὴν μοῖρα τοῦ κόσμου. Ἡ στάσις ἡ φιλοσοφική, πικρή, ἀλλὰ ἀξιοπρεπὴς καὶ περήφανη, ποὺ καὶ στὴν ἑλληνορθόδοξη χριστιανικὴ καὶ στὴν νεώτερη δημοτικὴ παράδοσι πέρασε ὡς χαρμολύπη.

Διάφανα Κρίνα, «Βάλτε νὰ πιοῦμε»
(Στίχοι: Κ. Καρθαῖος· Μουσική: Διάφανα Κρίνα)

Πές μας ποῦ πάει ὁ ἄνθρωπος τὸν κόσμο σὰν ἀφήνει
πές μας ποῦ πάει ὁ ἄνεμος, ποῦ πάει ἡ φωτιὰ σὰν σβήνει
σκιὲς ὀνείρων εἴμαστε, σύννεφα ποὺ περνοῦμε
Βάλτε νὰ πιοῦμε.

Ἄκουσε δὲ βιαζόμαστε νὰ φύγουμε βαρκάρη
μὰ σὰν εἶναι ὥρα γνέψε μας, δὲ σοῦ ζητοῦμε χάρη
μὰ ὅσο νὰ φύγεις πρόσμενε κι ἂν θέλεις σὲ κερνοῦμε
Βάλτε νὰ πιοῦμε.

   Ὀξυδερκῶς εἶδε ὁ Νίτσε τὴν ἑλληνικὴ τέχνη στὴν «Γέννησι τῆς τραγωδίας», καὶ ἐπανέλαβε ὁ Λιαντίνης μιλώντας γιὰ τὸν «ἑλληνικὸ πεσσιμισμό»:
   «Αὐτός ὁ μεταπλασμὸς τῆς μελαγχολίας τῶν Ἑλλήνων σὲ τέχνη εἶναι καίριας σημασίας. Γιατὶ ἄλλαξε τὸ ποιὸν καὶ τὴν ὑφή της. Τὴ μετέτρεψε ἀπὸ ἄρνηση σὲ δύναμη, καὶ ἀπὸ ἐγκατάλειψη σὲ καρτερία. Ἔγινε δηλαδὴ ἕνας πεσσιμισμὸς χαρούμενος. Μιὰ δυστυχία, ποὺ ὡστόσο βρίσκει νὰ χαίρεται. Αὐτὴ τὴν αἰχμηρὴ κορυφογραμμή τῆς χαρμολύπης, ποὺ οἱ ἕλληνες τὴν περπατοῦν πολὺ προσεχτικά, ὁ Ὅμηρος τὴ λέει «δακρυόεν γελᾷν» [Ὁμήρου Ζ 484].»
(Δημήτρης Λιαντίνης, «Ὁ ἑλληνικὸς πεσσιμισμός» στὸ «Τὰ Ἑλληνικά».)

   Καὶ ὁ Παντελῆς Γιαννουλάκης:
   «Ὅμως, θλίψη εἶναι ἡ γνώση, κι ἀλίμονο σ᾿ ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν πολλά, γνωρίζουν μόνο τὸ βάθος τῆς θλίψης. Ἀλλά, ἡ θλίψη εἶναι ποὺ κάνει τὴν τέχνη, κι ἡ τέχνη τὴν ὀμορφιά. Κι ἡ ὀμορφιὰ φέρνει τὴν χαρά.»
(Παντελῆς Γιαννουλάκης, «Ὀνειροπόλος», ἐκδ. ἄγνωστο, Θεσσαλονίκη 2005, ISBN 960-88293-9-9, σελ. 194.)

Κι ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος, ἀπήγγειλε στοὺς φίλους του τὸ «Τριαντάφυλλο καὶ τὸ ἀηδόνι» τοῦ Ὄσκαρ Οὐάλντ τὴν προηγουμένη τῆς τραγικῆς ἐξόδου του...

   Καὶ ψάλλει ὁ Ἀνδρέας Κάλβος:

ὁ ἥλιος κυκλοδίωκτος,
ὡς ἀράχνη, μ᾿ ἐδίπλωνε
καὶ μὲ φῶς καὶ μὲ θάνατον
ἀκαταπαύστως.
(Ἀνδρέας Κάλβος, Ἡ Λύρα, Ὠδὴ τρίτη: Εἰς Θάνατον)

   Τὸ ἑλληνικὸ φῶς, εἴπαμε, δὲν εἶναι μόνο χαρὰ καὶ τραγοῦδι - διότι ἐμπεριέχει καὶ τὸ ἀντίθετό του, τὸ μαῦρο, τὸν θάνατο.
   Στὸ ἄπλετο φῶς, ἡ σκιὰ εἶναι μαύρη· καὶ τὸ ὄριό τους κόβει σὰν λεπίδα ἀτσαλιοῦ.
   Ὁ Διγενὴς μονομαχεῖ μὲ τὸν Χάρο στὰ ἐκτυφλωτικὰ ἀπαστράπτοντα μαρμαρένια ἀλώνια.

   Ἀντίθετα μὲ τὴν ὀμίχλη, τὴν σκιά, τὶς ἀποχρώσεις τοῦ γκρίζου καὶ τὰ ἀσαφῆ ὄρια, τὸν ρομαντισμὸ τοῦ Βορρᾶ.

   Ἐν δὲ φάει καὶ ὄλεσσον.

   «Μιὰ ξαφνικὴ ἀχλὴ ἔπεσε τὴν ὥρα τῆς μάχης ποὺ σκοτείνιασε ὁ τόπος κι ἀνάγκασε τοὺς ἀντίπαλους νὰ διακόψουν τὸν ἀγώνα. Καὶ τότε ὁ Αἴαντας -ἀπὸ τὰ πιὸ ψυχωμένα παλικάρια τῶν Ἀχαιῶν-, «ἀμηχανῶν», κραυγάζει:

Ζεῦ πάτερ ἀλλὰ σὺ ῥῦσαι ὑπ᾿ ἠέρος υἷας Ἀχαιῶν,
ποίησον δ᾿ αἴθρην, δὸς δ᾿ ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι·
ἐν δὲ φάει καὶ ὄλεσσον
(Ὁμήρου Ἰλιάς, Ρ 645-647)

Δία πατέρα, σῶσε ἐσὺ ἀπὸ τούτη τὴν καταχνιὰ
τοὺς γιοὺς τῶν Ἀχαιῶν. Κάνε ξαστεριά. Δῶσε
νὰ ἰδοῦν τὰ μάτια! Κι ὕστερα χάλασέ τους!
Μὰ στὸ φῶς!
(μετ. Γ.Δ.)

   »Ὄχι, δὲν ζητάει προνομιακὴ μεταχείριση ἀπὸ τὸν Δία, ὁ Αἴαντας (θἄταν ταπεινὴ παράκληση γιὰ ἕνα παλικάρι σὰν κι αὐτόν). Φῶς ζητάει! Φῶς γιὰ νἄβρει (ὅπως σχολιάζει ὁ Ἀνώνυμος στὸ «Περὶ ὕψους» (IX 10, 85)) ὅσο μπορεῖ πιὸ γρήγορα, τάφο ἀντάξιο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀντρειωσύνης του. Κι ὕστερα ἂς πεθάνει... Μὰ στὸ φῶς!»
(Γ. Διζικιρίκης)

   Ὁρίστε κι ἕνα πολὺ καλὸ κείμενο τοῦ Νίκου Δήμου (κάποτε ποὺ ἔγραφε καλά):
Το Φως των Ελλήνων

   Ξανὰ στὸν βορρᾶ, καὶ στὰ πέπλα τῆς νύχτας...

   «Ὅμως ἀλλοῦ στρέφομαι τώρα, πρὸς τὴν ἀπόκρυφη, τὴν ἀνείπωτη Νύχτα»
(Νοβάλις, «Ὕμνοι στὴν Νύχτα»)

   «Ξαπλωμένος σὲ ἕνα μεγάλο μαλακὸ κρεβάτι γεμάτο μεγάλα μαξιλάρια, περικυκλωμένος ἀπὸ θαυμάσια βιβλία, στὸ ἡμίφως μιᾶς λάμπας ποὺ γύρω της φτερουγίζουν οἱ νυχτοπεταλοῦδες, ἀκίνητος βυθομετρῶ τὴν ἄβυσσο τῆς ψυχῆς μου.
   Γύρω μου νιώθω τὴ νύχτα νὰ ἁπλώνεται παντοῦ, σὰν ἀραχνοΰφαντο μαῦρο σεντόνι ποὺ ξεκινᾷ ἀπὸ τὸ κρεβάτι μου καὶ σκεπάζει μὲ ἕνα ἀργὸ θρόισμα ὅλον τὸν κόσμο.
   Ὅταν ρεμβάζω καὶ διαλογίζομαι ὁλομόναχος, σκεπτόμενος ὅλα τὰ πράγματα ποὺ μπορεῖ νὰ σκεφτεῖ κανείς μέσα σὲ λίγες στιγμές, ὅταν χτίζω κάστρα στὸν ἀέρα, καὶ παίζω ἀρχαῖα παιχνίδια μὲ τὴ θλίψη καὶ μὲ τὸν φόβο, κι εὐχαριστῶ τὸν ἑαυτό μου μὲ φαντάσματα γλυκά, τότε ὁ χρόνος περνᾶ πολὺ ἀργά.
   Τίποτε πιὸ γλυκὸ δὲν ἔχω γευτεῖ ἀπὸ τὴν ἥσυχη μελαγχολία.
   [...]
   Ὅταν ξαπλωμένος ξενυχτῶ καὶ κοιτῶ τὴ νύχτα νὰ περνᾶ, παίζοντας μὲ τὶς ἀναμνήσεις μου καὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν γίνει ἀλλιῶς, φτιάχνοντας ἱστορίες μὲ συμβάντα ποὺ δὲν συνέβησαν, ἀκούγοντας ψιθυριστὲς μελωδίες στὸν ἄνεμο ποὺ εἰσχωρεῖ ἀπὸ τὸ παράθυρο, τότε νιώθω σὰν δύτης ποὺ ἔχει καταδυθεῖ σιγά-σιγά, νηφάλια καὶ ἤρεμα, στὴν πιὸ βαθιὰ θάλασσα, τὴν πιὸ σιωπηλή, τὴν πιὸ κρυφή.»
(Παντελής Γιαννουλάκης, «Ονειροπόλος», Θεσσαλονίκη 2005)

   «...Εἶναι νύχτα τώρα ποὺ γράφω. Μοῦ ἀρέσει νὰ γράφω τὶς νύχτες, ὅταν ὅλοι κοιμοῦνται καὶ τὸ Σύστημα δὲν δουλεύει ἀποτελεσματικά. Ὁ ἴδιος ὁ κόσμος εἶναι λιγότερο συγκεκριμένος τὴ νύχτα, ἡ ἄλλη ὄχθη -ὅποια κι ἂν εἶναι αὐτὴ- μοιάζει νὰ εἶναι πιὸ κοντά. Μπορεῖς νὰ ἀκούσεις καὶ νὰ δεῖς πράγματα ποὺ εἶναι ἐξαιρετικὰ δυσδιάκριτα τὴν ἡμέρα.»
(Παντελής Γιαννουλάκης, «Τα ψάρια δεν ξέρουν ότι βρέχει», Θεσσαλονίκη 2009)

Κι ὁ Γεώργιος Δροσίνης («Βαθιά, τὴ νύχτα»):

Βαθιά, τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα,
μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοῦ ὀνείρου,
πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη,
στοὺς μυστικοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου.

Tὴ νύχτα βλέπει ὅλα τ᾿ ἀθώρητα,
ποὺ ἀπόκρυβεν ἡ πλάνα μέρα
τὴ νύχτα ἀκούει ὅλα τ᾿ ἀνάκουστα
στὸν ἀτρικύμιστον ἀέρα.

Βλέπει τῶν τάφων τὰ φαντάσματα
καὶ τὰ λευκὰ στοιχειὰ τῶν κάστρων
κι ἀκούει τῶν δέντρων τὸ μεγάλωμα
καὶ τὸ περπάτημα τῶν ἄστρων.

   Φῶς καὶ σκιά, ἥλιος καὶ νύχτα.

   Ἐπικαλεῖται τὸ δημοτικὸ τραγούδι ὁ Δημήτρης Λιαντίνης:

Ἐγὼ γιὰ τὸ χατίρι σου τρεῖς βάρδιες εἶχα βάλει.
Εἶχα τὸν ἥλιο στὰ βουνὰ καὶ τον ἀϊτὸ στοὺς κάμπους
καὶ τὸ βοριὰ τὸ δροσερὸ τὸν εἶχα στὰ καράβια.
Μὰ ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε κι ὁ ἀϊτὸς ἀποκοιμήθη
καὶ τὸ βοριὰ τὸ δροσερὸ τὸν πῆραν τὰ καράβια.
Κι ἔτσι τοῦ δόθηκε καιρὸς τοῦ Χάρου καὶ σὲ πῆρε.

   Καὶ σημειώνει:

   Ἕλληνες θὰ εἰπεῖ τὸ πρωὶ νὰ γελᾶς σὰν παιδί. Τὸ μεσημέρι νὰ κουβεντιάζεις φρόνιμα. Καὶ τὸ δείλι νὰ δακρύζεις περήφανα.

   Ἕλληνες θὰ εἰπεῖ ὅσο ζεῖς, νὰ δοξάζεις μὲ τοὺς γείτονες τὸν ἥλιο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ νὰ παλεύεις μὲ τοὺς συντρόφους τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα. Καὶ σὰν πεθάνεις, νὰ μαζεύουνται οἱ φίλοι γύρω ἀπὸ τὴ μνήμη σου, νὰ πίνουνε παλιὸ κρασί, καὶ νὰ σὲ τραγουδᾶνε:

Τρεῖς ἀντρειωμένοι ἐβούλησαν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸν Ἄδη
Ὁ ἕνας τὸν Μάη θέλει νὰ βγῇ κι ὁ ἄλλος τὸν Ἀλωνάρη.
Κι ὁ Δῆμος τ᾿ ἁγια-Δημητριοῦ ν᾿ ἀνοίξῃ γιοματάρι.
Μιὰ λυγερὴ τοὺς ἄκουσε, γυρεύει νὰ τὴν πάρουν.
Κόρη, βροντοῦν τ᾿ ἀσήμια σου, τὸ φελλοκάλιγό σου,
καὶ τὰ χρυσὰ γιορντάνια σου, θὰ μᾶς ἀκούσῃ ὁ Χάρος.

   Τί διαφορὰ μὲ τὸν -ὁσοδήποτε σαγηνευτικὸ- δυτικὸ ρομαντισμό... Στὸν Ἀχιλλέα Παράσχο φθάνουμε στὴν νεκροφιλία:

Ἔρως

Δὲν θέλω κάλλος αὔθαδες παρθένου ἀλαζόνος,
θρασείας ἐκ τῆς καλλονῆς, ψυχρᾶς ἐκ θωπευμάτων.
Βλέμμα δὲν ἔρριψα ποτὲ εἰς πτέρυγας ταῶνος,
οὐδ᾿ εἰς φιάλην στίλβουσαν, πλὴν στείραν ἀρωμάτων.
Δὲν θέλω ὄψιν φλογεράν, δὲν θέλω ρόδου στόμα·
εἶναι διέγερσις σαρκὸς τὸ πορφυρῶδες χρῶμα.

Τὴν θέλω ἀσθενῆ ἐγὼ τὴν φίλην μου ταχεῖαν,
ὠχρὰν τὴν θέλω καὶ λευκὴν ὡς νεκρικὴν σινδόνην,
μὲ εἴκοσι φθινόπωρα, μὲ ἄνοιξιν καμίαν,
μ᾿ ὀλίγον σῶμα –ἄνεμον σχεδόν– ὀλίγην κόνιν.
Τὴν θέλω ἐπιθάνατον μ᾿ ἀθανασίας μύρον,
κόρην καὶ φάσμα, σάβανον ἀντὶ ἐσθῆτος σῦρον.

Θέλω τὴν φίλην μου ὠδὴν ἐκλείπουσαν ἠρέμα,
ἀθανασίας βλέπουσαν ὁδὸν εἰς τάφου στόμα·
καλὴν καὶ μελαγχολικήν, μὲ ἤρεμον τὸ βλέμμα,
μὲ φυομένην πτέρυγα εἰς καταρρέον σῶμα.
Τὴν θέλω κόρην, ἀδελφὴν καὶ φίλην μου ἁγίαν,
ἀλλ᾿ ὄχι καὶ νυμφίαν μου, ἀλλὰ ποτὲ νυμφίαν.

Ὤ, πῶς θὰ ἐνοσήλευον τὴν κόρην τελευτῶσαν!
μὲ ποίαν, ποίαν ἄφωνον στοργὴν θὰ τὴν προσείχα·
θὰ εἶχε προσκεφάλαιον καρδίαν ἀγαπῶσαν
καὶ μόνον μου ἀντίζηλον τὸν θάνατο θὰ εἶχα.
Ὤ, πῶς θὰ ἐνοσήλευον τὴν ἀσθενῆ παρθένον,
ὠχρός, συνέχων τὴν πνοὴν καὶ ἄγρυπνος προσμένων...

Ὤ, πόσας δὲν ἠτένισα νεάνιδας δακρύων,
διότι ἦσαν κάτωχροι κι εἶχον μορφὴν νοσοῦσαν.
Ὤ, πόσας ἐσυνόδευσα νεκρᾶς εἰς τὸ μνημεῖον,
νομίζων πὼς ἀκολουθῶ τὴν φίλην μοῦ θανοῦσαν.
Ποσάκις εἶδον ν' ἀνοιχθεῖ νεκρᾶς ἀγνώστου στόμα
καὶ μ' εἶπεν: «ἀκολούθει με! ἐγὼ εἶμαι τὸ πτῶμα!»

   Ἀντίθετα, στὴν ἑλληνικὴ παράδοσι, τραγουδᾶμε:

...ὅλ᾿ ἔδεσαν τοὺς μαύρους τους σὲ δάφνες, σὲ κλαράκια,
κ᾿ ἐγὼ ᾿δεσα τὸ μαῦρο μου σὲ μνημουριᾶς κρικέλια.
Κι᾿ ὁ μαῦρος ἤτανε μικρός, ἦταν καὶ παιχνιδιάρης
καὶ παίζοντας καὶ ρίχνοντας ἐσήκωσε τὴν πλάκα
καὶ μέσα κόρη κείτονταν τριῶ μερῶ θαμμένη
καὶ φάνηκαν σγουρὰ μαλλιὰ καὶ μακρυὲς πλεξοῦδες
ἔλαμπε καὶ τὸ πρόσωπο καλύτερ᾿ ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
κ᾿ ἔσκυψα καὶ τὴ φίλησα στὰ μάτια καὶ στὰ φρύδια...

   Ὅπως ἕνα κυπαρίσσι.

   Τὸ φάρμακο γιὰ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, κατὰ τὸν Δημήτρη Λιαντίνη:

   «[...] ὁρμὴ πρὸς διατήρηση τοῦ εἴδους σὲ φυσικὸ ἐπίπεδο σημαίνει ἐγωισμός. Τὸ κάθε εἶδος νὰ σωθεῖ ὅσο γίνεται περισσότερο.

   Ὅταν δοῦμε σωστὰ τὴ μετεξελεκτικὴ πορεία καὶ πᾶμε πιὰ στὰ ἠθικὰ φαινόμενα καὶ λέμε πιὰ ἐγωισμὸς μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὸ περιγράφουμε, σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶμε τόσο πολὺ τὸν ἑαυτούλη μας ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν συλλάβουμε ἀποκομμένο ἀπὸ τὴ φύση. Γιατί θάνατος σημαίνει οὐσιαστικὰ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴ φύση. Ὅταν πεθαίνω σημαίνει «θάνατος ἀναίσθητον», στεροῦμαι ὅλα αὐτὰ ποὺ λέμε, χάνω κάθε ἐπαφὴ μὲ τὴ φύση κ.λπ.

   Ἑπομένως τὸ φάρμακο ποὺ θὰ μᾶς γιατρέψει ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ θανάτου μιὰ γιὰ πάντα, κι αὐτὸ θὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴ διὰ βίου φιλοσοφικὴ δίαιτα, γι’ αὐτὸ λέει ὁ Πλάτων «Καὶ τὸ τεθνᾶναι αὐτοῖς ἥκιστα φοβερόν», μάλιστα ὁ Πλάτων φτάνει καὶ πιὸ πέρα καὶ λέει ὅταν ἡ σωστὴ αὐτή... ἡ συμπεριφορά μας, ὄχι μόνο δὲν φοβόμαστε τὸ θάνατο, ἀλλὰ φτάνουμε κάπου νὰ γίνουμε καὶ ἐρασιθάνατοι. Νὰ ἀγαπήσουμε τὸ θάνατο.

   Λοιπόν. Ὅσο περισσότερο μπορέσουμε καὶ ἀποσβέσουμε αὐτὸν τὸν ἐγωισμὸ καὶ φτάσουμε στὸ σημεῖο ποὺ ὁ καθένας σὰν μονάδα θὰ δεῖ ὅτι εἶμαι κι ἐγώ, μία... ἕνα ὅν, ἕνα πλάσμα, ἕνα στοιχεῖο ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα τῆς φύσης. Ὅπως ἕνα κυπαρίσσι, ὅπως μια πέτρα... Ὅπως μια κρήνη, μια πηγή, ἕνα ὅρος. Ὁ Ὑμηττὸς δὲν ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ 7 ἑκατομμύρια χρόνια. Γεννήθηκε. Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει μετὰ ἀπὸ 10 ἑκατομμύρια χρόνια. Θὰ ἔχει διαλυθεῖ. Τὰ Ἰμαλάϊα, ξέρετε, γίνανε χθές, στὴν ἡλικία τῆς Γῆς. Στὴν ἐποχὴ τῶν τρίτων νεοαλπικῶν ὀρογενέσεων, ποὺ λένε, πρὶν ἀπὸ 23 ἑκατομμύρια χρόνια. Τί εἶναι αὐτό; Δύο λεπτά, ἐὰν καθὼς γνωρίζουμε ὅτι ἡ γῆ ἔχει ἡλικία τέσσερα δισεκατομμύρια ἑξακόσια ἑκατομμύρια χρόνια. Λοιπόν...

   Ἐὰν μπορέσουμε νὰ ἀποστασιοποιηθοῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ μὴν ἔχουμε αὐτὸ τὸ δεσμὸ καὶ νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας ὁ καθένας σὰν ἕνα κομμάτι τῆς φύσης, τότε θὰ φτάσουμε στὸ σημεῖο καὶ δὲ θὰ φοβόμαστε τὸ θάνατο. Κι εἶναι τὸ μόνο φάρμακο. [...]»


   Κι ἀποχαιρετισμὸς μὲ -τί ἄλλο;- ἑλληνικὸ τραγούδι.

(ἀπὸ τὴν «καλύβα ψηλὰ στὸ βουνό» τοῦ Πάνου Ζέρβα)

   Τὰ δύο πρῶτα εἶναι γραμμένα γιὰ τὸ Γιάννη Παπαϊωάννου. Στὸ πασίγνωστο τραγούδι τοῦ Γιάννη, ὁ Τσιτσάνης παριστάνει τὸ Χάρο νὰ ἔχει στήσει καρτέρι στὸ Γιάννη, ἐπειδὴ ἐζήλεψε.

   Τὸ δεύτερο τὸ τραγουδάει ὁ Παναγιώτης Μιχαλόπουλος (στιχουργὸς καὶ συνθέτης ἀναζητοῦνται).

Ὁ Χάρος ἤπιε δυὸ κρασιά
καὶ ἦρθε στὰ μεράκια
καὶ τράβηξε στὶς Τζιτζιφιές
ν᾿ ἀκούσει μπουζουκάκια.

Γειά σου Παπαϊωάννου
θὰ σὲ πάρω ἐκεῖ πάνου
ποὺ σὲ περιμένει ὁ Μάρκος
καὶ ὁ φίλος μας ὁ Στράτος.

Καὶ μπαίνει στὸ Πανόραμα
καὶ φώναξε τὸ Γιάννη
νὰ πάει στὸ τραπέζι του
παρέα νὰ τοῦ κάνει.

Παῖξε μου Γιάννη, παῖξε μου
καμιὰ πενιὰ ὡραῖα
καὶ ὕστερα θὰ φύγουμε
οἱ δυὸ μαζὶ παρέα.

   Ὡστόσο, τὸ καλύτερο λαϊκὸ τραγούδι γιὰ τὸ Χάρο τὸ ἔχει γράψει ὁ ἴδιος ὁ Γιάννης Παπαϊωάννου, σὲ στίχους τῆς Εὐτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Ἐδῶ στὴν ἐκτέλεση ποὺ θὰ μείνει στοὺς αἰῶνες, μὲ τὴ Βίκυ Μοσχολιοῦ. Ἡ ἐνορχήστρωση ἀπὸ τὸ μαγικὸ χέρι τοῦ Σταύρου Ξαρχάκου.

Βγῆκε ὁ χάρος νὰ ψαρέψει
μὲ τ᾿ ἀγκίστρι του ψυχές
καὶ γυρεύει πληγωμένους
δυστυχεῖς καὶ πονεμένους
μὲς στὶς φτωχογειτονιές
βγῆκε ὁ χάρος γιὰ ψυχές.

Βρὲ κορμιὰ βασανισμένα
πιάστε ἀπόψε τὰ στενά
νὰ μᾶς δεῖ καὶ μᾶς ὁ χάρος
ποὺ τῆς γῆς δίνουμε βάρος
νὰ σωθούμ᾿ ἀπ᾿ τὸν βραχνᾶ
πιάστε ἀπόψε τὰ στενά.

Μὲ τὴν μαύρη του σφεντόνα
στρίβει ὁ χάρος τὴ γωνιά
γιὰ πιαστεῖτε χέρι-χέρι
νὰ τοῦ στήσουμε καρτέρι
κι ὅποιον πάρει ἡ σφεντονιά
στρίβει ὁ χάρος στὴ γωνιά.

   ...

   Καλὴ Ἀνάστασι

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς
Ἀθῆναι, Μέγα Σάββατον 19 Ἀπριλίου 2025

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας;

   «Τὸ νερὸ μὲ τὸ γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ, ἡ ἀνατολίτικη συνήθεια, καὶ ὁ καφὲς εἶναι ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μικρὲς χαρὲς τῆς καθημερινῆς ζωῆς, καὶ ἡ πρώτη ἀπόλαψη ποὺ ἀποζητοῦμε μόλις σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο. [...] Καὶ μιὰ γλάστρα μὲ βασιλικὸ μπορεῖ νὰ συμβολίζει τὴν ψυχὴ τοῦ ἔθνους καλλίτερα ἀπὸ ἕνα δράμα τοῦ Αἰσχύλου.» 

(Ἴων Δραγούμης, «Ἑλληνικὸς Πολιτισμός», 1914)

   «Πόσες γενεὲς γυρεύανε, καὶ μεῖς, νομίζω, φάγαμε τὰ νιάτα μας γυρεύοντας τὴν περίφημη ἑλληνικὴ πραγματικότητα. Ἡ ἑλληνικὴ πραγματικότητα ἦταν μπροστά μας. Ἕνα βελόνι πεύκου.»

(Γιῶργος Σεφέρης στὸν Γιῶργο Θεοτοκᾶ, Λονδῖνο, 20 Αὐγ. 1932)

   «Μιλῶ γιὰ μιὰν ἀριστοκρατικὴ ἀντίληψι, ποὺ συμβαίνει νὰ μὴν τὴν ἔχουν διόλου οἱ ἀριστοκράτες καὶ νὰ τὴν ἔχουν μὲ τὸ παραπάνω οἱ μικροὶ πληθυσμοὶ τοῦ Ἀρχιπελάγους· οἱ κὺρ Γιάννηδες καὶ οἱ κυρα-Μαρίες, ποὺ ἐμεῖς προφτάσαμε νὰ τοὺς γνωρίσουμε -τί τύχη- μὲ τὴν ὑλικὴ παράσταση τῆς ἰδέας τους, τὸν ἀσβέστη, καὶ μὲ τὸν φωτοτροπισμὸ τῆς ψυχῆς τους, ἕνα λιοτρόπι στὸν τενεκέ.»

(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἀναφορὰ στὸν Ἀνδρέα Ἐμπειρίκο», 1977)

   «Μιὰ νύχτα περνώντας ὁ Κολοκοτρώνης με τ᾿ ἀσκέρι του ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Βελανιδιᾶς, θέλησε νὰ στείλει μήνυμα στὸν ἡγούμενο γιὰ νὰ τοῦ ζητήσει μερικὰ καρβέλια καὶ τυριὰ γιὰ τὰ πεινασμένα παλικάρια του. Εἶπε στὸν γραμματικό του -λογιότατο τῆς ἐποχῆς- νὰ συντάξει τὸ μήνυμα. Καὶ ὁ λογιότατος γιόμισε δυὸ κατεβατὰ ἀρχαιόπρεπες ἑλληνικοῦρες. Ἔφριξε ὁ Γέρος. Ἄρπαξε ἕνα κομμάτι χαρτὶ κι ἔγραψε μὲ τὰ κολυβογράμματά του, τρεῖς λέξεις: «Γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης.» Καὶ τὸ ᾿στειλε στὸ μοναστήρι μ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ παλικάρια του.
  »Ἀντὶ γιὰ κάποιον ὁρισμὸ τῆς Ρωμιοσύνης, προτιμῶ αὐτὴ τὴν ἁπτὴ εἰκόνα της. Μοῦ φαίνεται πιὸ ἄμεση καὶ περισσότερο ἀποδεικτική.»

(Γιώργος Διζικιρίκης, «Ἡ αἰσθητικὴ τῆς Ρωμιοσύνης: Τὸ δημοτικὸ τραγοῦδι κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς πάλης τῶν σύγχρονων ἰδεῶν», ἐκδ. Φιλιππότη, 1983)


   «Τί εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς Ἑλλάδας γιὰ μένα μέσα ἀπὸ τὰ μικρὰ κι ἀσήμαντα ποὺ ἀγάπησα ὅπως:

– ὁ σγουρὸς βασιλικὸς σὲ ντενεκέδες φέτας ἢ ἐλαιῶν Καλαμῶν
– τὰ γεράνια σὲ πήλινες γλάστρες
– οἱ κατηφέδες, τὰ μοσχομπίζελα καὶ οἱ βιολέτες στὶς βραγιὲς
– τὸ ἁγιόκλημα καὶ τὸ γιασεμὶ στοὺς θερινοὺς κινηματογράφους
– τ’ ἁπλωμένα ἀπὸ σκοινὶ χταπόδια στὸν ἥλιο
– ἕνα ποτηράκι κεχριμπαρένια ρετσίνα κι ἕνα ἄλλο μὲ γαλακτερὸ οὖζο καὶ τὸ μεζὲ ἀπὸ μαῦρες ἐλιὲς καὶ σαρδελίτσες
– τὸ γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ μὲ τὸ ἀπαραίτητο ποτήρι κρύο νερὸ
– ἕνα παραθαλάσσιο κεντράκι μὲ καλαμωτὴ γιὰ σκέπαστρο καὶ καρὼ τραπεζομάντηλα, ψάθινες καρέκλες καὶ γιρλάντες ἀπὸ λαμπιόνια
– τὸ πράσινο ἢ μπλὲ σιδερένιο, στρογγυλὸ τραπεζάκι καφενὲ μὲ τὰ τρία καμπυλωτὰ πόδια
– ἡ κρύα βυσσινάδα, ἡ σουμάδα καὶ τὸ ὑποβρύχιο ποὺ προσφέρεται σὲ κουταλάκι, βυθισμένο σ’ ἕνα ποτήρι μὲ νερὸ
– τὸ ἀπογευματινὸ καφεδάκι μετὰ τὸν μεσημεριανὸ ὑπνάκο
– οἱ ἀσβεστωμένες πεζοῦλες πλάι στὰ κατώφλια τῶν αἰγαιοπελαγίτικων σπιτιῶν, οἱ ἀσβεστωμένοι τοῖχοι καὶ κορμοὶ τῶν φυστικόδεντρων καὶ τῶν συκιῶν
– τὸ νησιώτικο λιθόστρωτο μὲ τοὺς ἀσβεστωμένους ἁρμοὺς
– ἕνα ταπεινὸ βυζαντινὸ ξωκλήσι σὲ κάποια μανιάτικη, πετροσπαρμένη πλαγιὰ τοῦ Ταΰγετου
– οἱ ἔγχρωμες χάρτινες εἰκονίτσες τῶν ἁγίων τῆς ὀρθοδοξίας, ποὺ μοιράζουν τὰ κατηχητικὰ σχολεῖα, καὶ τὰ φτηνὰ εἰκονίσματα μὲ λιθογραφημένους τοὺς ἁγίους μὲ γλυκερὰ χρώματα καὶ δυτικότροπη σύλληψη, μὲ τὶς τενεκεδένιες κορνίζες ποὺ τόσο εὔκολα σκουριάζουν ἢ τὶς κορνίζες μὲ τὰ κολλημένα τριανταφυλλιὰ κοχυλάκια
– οἱ ξερολιθιὲς ποὺ αὐλακώνουν ὅλες τὶς ράχες, ἀκολουθώντας τὸ ἀνάγλυφο τοῦ τοπίου καὶ τὰ ἀπίθανα, ταπεινὰ βότανα ποὺ κάνουν νὰ εὐωδιάζουν ἀπὸ μακριὰ τὰ ξερονήσια μας
– τὸ θυμάρι, ἡ ρίγανη, τὸ δίκταμο, τὸ φασκόμηλο, τὸ φλησκούνι, τὸ μάραθο, τὸ κρίταμο, τὸ γλυκάνισο, ὁ δυόσμος, τὸ ἄνηθο, ὁ μαϊντανός, τὸ σινάπι, ἡ κάπαρη, τ’ ἀμάραντο, κάθε ἀγριοβότανο
– οἱ πικροδάφνες, οἱ λυγαριές, τὸ δεντρολίβανο, οἱ ἀσφόδελοι
– τὰ κάθε λογῆς ἀγριολούλουδα τὴν ἄνοιξη στοὺς ἀγροὺς μὲ τὰ λιόδεντρα
– ἕνα χωράφι μὲ παπαροῦνες
– τὰ σχοῖνα, οἱ ἀφάνες, τὰ ξεράγκαθα, οἱ πατουλιές, τὰ πουρνάρια, τὰ φρύγανα, ὁ φλόμος, οἱ ἀσφάκες, οἱ λαδανιές, οἱ ψυλλῆθρες, οἱ κουμαριές, τὰ ρείκια, τὰ σπάρτα
– οἱ χαρουπιές, τὰ ροζιασμένα λιόδεντρα, οἱ ἀχαμνές, στριφτόκορμες συκιές, οἱ κουτσουπιὲς
– τὰ βαθυπράσινα κυπαρίσια ποὺ λογχίζουν τὸν οὐρανὸ μέσ’ ἀπὸ τοὺς ἐλαιῶνες καὶ τοὺς κάμπους μὲ τὶς λεμονιές, τὶς πορτοκαλιὲς καὶ τὶς μανταρινιὲς
– ὁ κυματισμὸς τῆς στεριᾶς μὲ τὰ λοφάκια, τοὺς λόφους, τὰ πετροβούνια καὶ τὰ ὄρη, τοὺς γήλοφους, τὰ ξεροβούνια, τὰ ρεβένια
– τὰ λαγγάδια, οἱ κάμποι, τὰ λιβάδια, τὰ κατσάβραχα
– τὰ βάραθρα, οἱ ρεματιές, οἱ βούθουλες, οἱ ποταμιές, τὰ ρυάκια, οἱ νεροσυρμές, οἱ ἀκροποταμιές, οἱ ξεροπόταμοι, οἱ χείμαρροι
– οἱ λόγγοι, οἱ δρόγγοι, τὰ δασοτόπια, οἱ πευκιάδες, τὰ στροφίλια, τὰ ἐλατοτόπια, τὰ ξέφωτα
– τὰ φωτολουσμένα βραχοβούνια, τὰ καψαλισμένα, φωτοπερίχυτα ξερονήσια, τὰ θαλασσοδαρμένα γλαρονήσια
– ἡ θάλασσα, τὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος, τὸ θαλασσάκι, ἡ φουσκοθαλασσιά, ἡ ἀποθαλασσιά, ἡ ἀγανάδα, ἡ θαλασσίλα, οἱ φυκιάδες, τὸ ἀντιμάμαλο, τὰ ρηχονέρια, ὁ γιαλός, τὸ περιγιάλι, τὸ ἀκροθαλάσσι
– οἱ ἀνεμοδαρμένοι κάβοι, τὰ ὀρθολίθια, τὰ θαλασσοβράχια, οἱ βραχοσπηλιές, οἱ σκόπελοι, οἱ πλάκες, οἱ ἀμμοῦδες, οἱ ἀποχές, τὸ ἀμμοχάλικο, τὰ βότσαλα, τὰ χοχλάκια, οἱ κροκάλες
– ὁ φλοῖσβος, ὁ ζέφυρος, τὸ μελτέμι, ἡ αὔρα»

(Φοῖβος Πιομπῖνος, «Σκόρπιες σκέψεις πάνω στὴν ἑλληνικὴ γραμμή», Ἀθήνα 2016· μιὰ πρώτη ἐκδοχὴ τοῦ κειμένου τοῦ βιβλίου δημοσιεύθηκε ἀπὸ τὸν συγγραφέα στὸ ἱστολόγιό του, ΦΟΙΒΟΣ Ι. ΠΙΟΜΠΙΝΟΣ.)

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄστρα της τὰ φωτεινά;

Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι
καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά;
κάθε νησάκι της ποὺ ἀχνὰ προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μὴν εἶναι τάχατε τὰ ἐρειπωμένα
ἀρχαία μνημεῖα της χρυσὴ στολή,
ποὺ ἡ τέχνη ἐφόρεσε καὶ τὸ καθένα
μία δόξα ἀθάνατη ἀντιλαλεῖ;

Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,
καὶ κάτι πού ᾿χουμε μὲς τὴν καρδιὰ
καὶ λάμπει ἀθώρητο σὰν ἥλιου ἀχτίνα
καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρὸς παιδιά!

(Ἰωάννης Πολέμης)

Λέξεις-κλειδιά: Πατριδογνωσία

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Πενίας ἐγκώμιον

   «Τῇ Ἑλλάδι πενίη μεν αἰεί κοτε σύντροφός ἐστι, ἀρετὴ δ᾿ ἔπακτος ἐστί.» [1]

   Ὁ Ἡρακλῆς στὸ σταυροδρόμι τῆς Ἀρετῆς καὶ τῆς Κακίας.

   Τὸ δεῖπνο τοῦ Παυσανίου καὶ τοῦ Μαρδονίου στὶς Πλαταιές.

   Τὴν συνισταμένη τῆς πραγματικῆς φύσης τῆς Ἑλλάδας ἀποτελοῦν τὸ φῶς, ἡ πενία καὶ ἡ θάλασσα, λέγει ὀ Ὀδυσσέας Ἐλύτης. Καὶ ἐπικαλεῖται τὴν «ἀρχαία πείνα» στὸ «Ἄξιον ἐστί». Καὶ σημειώνει [2]:
   
   «Εἶναι ὕβρις, βέβαια, νὰ ἐξυμνεῖ κανείς τὴ φτώχεια. Ὡστόσο, μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, ἡ φτώχεια μαζὶ μὲ τὰ δεινὰ ποὺ ἦταν φυσικὸ νὰ συμπαρασύρει, ἔφτασε νὰ πάρει στὴν Ἑλλάδα ἕνα ἄλλο νόημα, ἠθικό, νὰ διαμορφώσει μιὰν εἰδικοῦ βάρους Ἀρετή, ποὺ τὴν εἴδαμε νὰ παίρνει τὴ μορφὴ τοῦ Ἀγωνιστῆ στοὺς ἄντρες, τῆς Καρτερίας στὶς γυναῖκες, καὶ ποὺ αὐτή, τελικά, ἐπέτρεψε τὴν ἐπιβίωση ἑνὸς λαοῦ στὸ πεῖσμα μιᾶς πεντηκοντάδας κατακτητικῶν κυμάτων.»

 Γράφει ὁ Δημήτριος Ν. Γαρουφαλῆς [3]:
   
   [...] τὸ περσικὸ καὶ λακωνικὸ δεῖπνο, τὸ ὁποῖο παρέθεσε ὁ ἀρχιστράτηγος Παυσανίας στοὺς Ἕλληνες στρατηγούς, ἀμέσως μετὰ τὴν νικηφόρο μάχη τῶν Πλαταιῶν [...]
   Εἶναι τραγικὴ εἰρωνία, ἀλλὰ τὸ λεπτόγεον καὶ ἡ φτώχια ὑπῆρξαν δύο μεγάλες δυνάμεις τῆς Ἑλλάδος. Καὶ τὸ πίστευαν αὐτὸ βαθιὰ μέσα τους οἱ Ἕλληνες τῶν ἀρχῶν τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ. Διότι, καθὼς λέγει ὁ Αἰσχύλος, «ἡ Δίκη κατοικεῖ λαμπρὴ στὴν καπνισμένη κάμαρη τῆς φτώχιας. Τιμᾶ τὴν ταπεινὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς, παίρνει τῶν ὁμματιῶν καὶ φεύγει ἀπὸ τὰ μέγαρα ποὺ χέρια βρώμικα τὰ φόρτωσαν χρυσάφι. Κοπιάζει στὰ χαμόσπιτα τ᾿ ἁγνά. Σιχαίνεται τοῦ πλούτου τὴν ἰσχύ, τὴν κούφια φήμη. Κι ὅλα στὸ πεπρωμένο τέρμα κατευθύνει.» («Ἀγαμέμνων», 771-781)

   Ὁ Ἀριστοφάνης ἀντιπαραθέτει στὸν Πλοῦτο τὴν ἐνάρετη Πενία. Καὶ ὁ Κλαύδιος Αἰλιανός σημειώνει:

   «Οἱ τῶν Ἑλλήνων ἅριστοι πενίᾳ διέζων παρὰ πάντα τὸν βίον.»

* * *

   Ὁ Γιάννης Τσαρούχης:

   Ὁ Ἕλληνας ἔχασε ἕνα μεγάλο κίνητρο ποὺ εἶχε στὴ ζωή του. Τὴν πείνα. Τώρα τρώει καὶ ὅλοι ἔχουν κοιλιὰ καὶ στομάχι. Λοιπὸν δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν τὴ δραστηριότητα ποὺ εἴχανε ὡς πεινασμένοι. Ὅ,τι μεγάλο ἔκανε ἡ Ἑλλὰς -εἴτε ἀπὸ φιλοσόφους εἴτε ἀπὸ ἁπλοὺς ἀνθρώπους- τὸ ἔκανε ἀπὸ τὴν πείνα. Ὁ Ἕλληνας φαγωμένος γίνεται ἕνα ἀποκτηνωμένο ζῶο.

* * *

   Ὁ Φώτης Κόντογλου («Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια») [4]:
   
   «Ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια». Αὐτὰ τὰ θαυμάσια λόγια εἶναι παρμένα ἀπὸ τὸ τροπάρι τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ λένε πὼς αὐτὸς ὁ ἅγιος ἀπέκτησε μὲ τὴν ταπείνωση τὰ ὑψηλά, δηλαδὴ ἀξιώθηκε νὰ πάρει μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα μὲ τὴν ταπείνωση, καὶ μὲ τὴ φτώχεια πλούτισε τὴν ψυχή του μὲ οὐράνιους θησαυρούς.

   Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι καὶ γενικὰ σύμβολα γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ εἶναι ἡ θρησκευτικὴ ἔκφρασή της. Τὸ «τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια» εἶναι παρόμοιο μὲ τὸ ἀρχαῖο ρητὸ «καλλιτεχνοῦμεν μετ᾿ εὐτελείας», ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἁπλότητα, τὴν λιτότητα ποὺ ὑπάρχει στὴν τέχνη μας, καὶ γενικὰ σὲ ὅλα μας.

   Πρῶτα-πρῶτα, ἡ φύση μας εἶναι «τῇ πτωχείᾳ πλουσία», δηλαδὴ φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω φτωχή, μὰ στὸ βάθος εἶναι πλούσια. Ἕνα μάτι ποὺ βλέπει μοναχὰ ἐξωτερικὰ καὶ ξώπετσα, δὲ μπορεῖ νὰ νοιώσει τὸ πνευματικὸ βάθος ποὺ ὑπάρχει πίσω ἀπὸ τὰ φαινόμενα. Ἡ ἑλληνικὴ φύση εἶναι ἁπλὴ καὶ λεπτή: Βουνὰ ποὺ εἶναι σπανὰ τὰ περισσότερα, δίχως δέντρα ἢ μὲ λιγοστὰ δεντράκια, μικρὰ λαγκάδια, ἀνάμεσα στὶς πλαγιές, ξεροπόταμα μὲ δάφνες, λυγαριὲς καὶ λίγες ταπεινὲς ἰτιές, κάμποι κίτρινοι, δίχως πολλὲς πρασινάδες, ἀμπέλια κατάχλωρα, ἀκροθαλασσιὲς ἥμερες, νησιὰ πολλὰ καὶ ξέρες, βράχοι σκουριασμένοι. Παντοῦ λίγη βλάστηση, λίγος σκοῖνος, μὰ τὰ λιγοστὰ δέντρα καὶ τὰ πολλὰ ἀγριόκλαρα εἶναι ἐκφραστικὰ στὸν ὑπέρτατο βαθμό, λὲς κ᾿ εἶναι ζωντανὰ πλάσματα, μὲ ψυχὴ καὶ μὲ μιλιά. Ἕνα δέντρο ποὺ στέκεται στὴν ἔρημη πλαγιὰ ἀπομοναχιασμένο, ἢ ἕνα ἄλλο καμπουριασμένο ἀπάνω ἀπὸ μία βρύση ἡ δίπλα σ᾿ ἕνα ρημοκκλήσι, θαρρεῖς πὼς εἶναι ζωντανοὶ ἄνθρωποι. Σ᾿ ἄλλο μέρος φαίνουνται ἀπὸ μακρυὰ δυὸ τρία δέντρα μαζωμένα, μὲ διάφορα σχήματα, καὶ θαρρεῖς πὼς κουβεντιάζουνε μεταξύ τους, ἀγναντεύοντας κάτω τὸν κάμπο ἢ τὸ γαλανὸ πέλαγο. Ἀλλοῦ πάλι βλέπεις περισσότερα δέντρα, ἕνα κοπάδι καὶ σοῦ φαίνουνται κι αὐτὰ σὰν ζωντανά. Δὲν εἶναι σὰν ἐκεῖνα ποὺ βλέπει κανένας σὲ ἄλλες χώρες, ἀκαταμέτρητα, πυκνά, ἀπαράλλαχτα τό ῾να μὲ τ᾿ ἄλλο, στοιβαγμένα τό ῾να κοντὰ στ᾿ ἄλλο μέσα στὰ δάση, σὰν νεκρά, σὰν νὰ βγήκανε ἀπὸ κανένα ἐργοστάσιο, ὅπως τὰ σπιρτόξυλα μέσα στὸ κουτί, χωρὶς φυσιογνωμία ἰδιαίτερη, χωρὶς ἔκφραση, δίχως μυρουδιά. Όπως ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἑαυτό του μέσα σ᾿ ἕνα πλῆθος ἀκαταμέτρητα, ἔτσι καὶ τὸ δέντρο ἢ ὅ,τι ἄλλο φυσικὸ κτίσμα, χάνεται μέσα στὸ ἀκαταμέτρητα διάστημα. Ἡ φύση σ᾿ αὐτὲς τὶς χῶρες εἶναι ἀκόμα σὰν χάος, ποὺ βαραίνει σὰν βραχνὰς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.

   Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὰ μεγάλα βουνὰ ποὺ ὑπάρχουνε στὶς ξένες χῶρες, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου, κ᾿ ἡ ματιά του δὲν μπορεῖ νὰ τὰ περιλάβει, οὔτε ἡ ψυχή του νὰ τὰ νοιώσει, κρυμμένα μέσα σὲ πυκνὲς ἀντάρες. Ἐνῷ τὰ δικά μας τὰ βουνά, θαρρεῖς πὼς εἶναι καμωμένα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, λίγο πολὺ στὰ μέτρα του. Ἔχουνε κάποια ἐκφραστικὰ σχέδια, ὅπως προβάλλουνε τό ῾να πίσ᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο, ἥσυχα, ξαπλωμένα στὸν ἥλιο, ἢ γερμένα γιὰ νὰ ξεκουραστοῦνε κατὰ τὸ βασίλεμα, σὰν τὰ βόδια ποὺ κείτουνται στὸ χωράφι, ἀναχαράζοντας εἰρηνικά, θαρρεῖς πὼς εἶναι ἄνθρωποι, σὰν τσομπαναρέοι, σὰν τσελιγκάδες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ θαυμάσια τραγούδια μας τὰ τραγουδήσανε, σὰν νὰ εἶναι κάποια ζωντανὰ πλάσματα:

Ὁ Ὄλυμπος κι ὁ Κίσσαβος τὰ δυὸ βουνὰ μαλώνουν
γυρίζ᾿ ὁ γέρο Ὄλυμπος καὶ λέγει τοῦ Κισσάβου...

   ἢ,

Ἔχετε γεια ψηλὰ βουνὰ
καὶ δροσερὲς βρυσοῦλες,
κι ἐσεῖς Τζουμέρκα κι Ἄγραφα,
παλληκαριῶν λημέρια.

   Στὴ φύση μας ὅλα εἶναι ἁπλά, καθαρά, λιγοστά, ὄχι πλῆθος ποὺ κουράζει τὸ μυαλό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ αἰσθήματά μας εἶναι τὰ ἴδια, ἁπλά, ὅσο εἴμαστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν θέλουμε νὰ κάνουμε τὸν Εὐρωπαῖο.

   Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἁπλότητα ποὺ ὑπάρχει στὴ φύση μας καὶ στὴν ψυχή μας, εἶναι ἡ πλούσια φτώχεια ποὺ εἴπαμε. Ἡ ἁπλότητα φαίνεται γιὰ φτώχεια στὸ μάτι καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ ρηχοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πλοῦτος νομίζεται τὸ πλῆθος. Ὁ ἀρχαῖος εἶπε τὸ ρητό: «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ».

   Ἐρχόμαστε τώρα στὴν τέχνη. Ἡ τέχνη μας εἶναι κι αὐτὴ σὰν τὴ φύση μας, ἁπλὴ ἀπ᾿ ἔξω καὶ πλούσια ἀπὸ μέσα. Τὰ ἀρχαῖα χτίρια ξεκουράζουνε μὲ τὴν ἁπλότητά τους. Οἱ κολόνες, τὰ ἀετώματα, οἱ μετόπες, ὅλα εἶναι ἁπλούστατα. Δυὸ τρεῖς κολόνες στέκουνται ἀπάνω σ᾿ ἕναν ψηλὸν κάβο, κ᾿ εἶναι τόσο ἁρμονικὲς μὲ τὴν τοποθεσία, ποὺ θαρρεῖ κανένας πὼς καὶ τὰ δυό, τὸ φυσικὸ καὶ τὸ τεχνητό, τὰ ἔκανε τὸ ἴδιο χέρι, τὸ ἴδιο αἴσθημα!

   Οἱ βυζαντινὲς ἐκκλησίες μὲ τὸν τροῦλο θαρρεῖς πὼς εἶναι μικρὰ βουναλάκια ἀπάνω στὰ μεγάλα. Τὰ μικρὰ ρημοκκλήσια μὲ τὴν καμαρωτὴ σκεπή, μὲ τὸ ἀνεπιτήδευτο χτίσιμο, στέκουνται ἀπάνω στὶς ράχες ἢ στὶς πλαγιές, μ᾿ ἕνα δυὸ δεντράκια γιὰ συντροφιά, κ᾿ εἶναι τόσο ταιριαστὰ μὲ τὴ γύρω τοποθεσία, ποὺ τὰ χαίρεσαι, ὅπως χαίρεσαι ἕναν ἔμορφο βράχο, ἕνα νησάκι, ἕναν κάβο.

   Τὰ χωριάτικα σπίτια, τὰ παλιά, ὄχι αὐτὰ ποὺ χτίζουνε τώρα οἱ χωριάτες, πιθηκίζοντας τὴν Ἀθήνα, κοίταξε πόσο σύμφωνα εἶναι μὲ τὴ φύση. Ἐνῷ ὅσα κάνουνε τώρα κάποιοι ξιππασμένοι χωριάτες, τὰ μοντέρνα, μὲ τὸ στερεότυπο κρύο σχέδιο, μὲ τὰ στερεότυπα χρώματα, μὲ τὶς εὐρωπαϊκὲς σιδεριὲς μὲ τὰ «ἄρ-τιφισιέλ», κοίταξε κι ὁμολόγησε τί φωναχτὴ παραφωνία εἶναι μέσα στὴν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ ἁρμονία ποὺ κάνουνε τ᾿ ἄλλα τὰ σπίτια τοῦ χωρίου. Ἡ τέχνη εἶναι σωστὴ κι ἀληθινή, ὅταν ἐκεῖνος ποὺ τὴν κάνει ἔχει καὶ γερὸ ἔνστικτο, ὅπως οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τῶν χωριῶν, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ κάνει ὅ,τι κάνει μὲ ξερὴ γνώση, καὶ κείνη δανεικὴ καὶ συμβατική, ὅπως ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ ζωγραφικὴ κ᾿ ἡ μουσικὴ ποὺ διδάσκονται σήμερα στὶς διάφορες σχολές, δὲν ἔχει καθόλου αὐτὴ τὴν αἴσθηση ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ εἶναι σὲ ἁρμονία αὐτὸ ποὺ κάνει μὲ τὰ γύρω τοῦ φυσικὰ φαινόμενα. Γιὰ τοῦτο ἡ παράδοση σ᾿ ἕναν τόπο εἶναι ὁ μοναχὸς ἀληθινὸς δρόμος γιὰ τὶς τέχνες, καὶ γενικὰ γιὰ κάθε ἔκφραση τῆς ζωῆς, τὰ δὲ ἄλλα εἶναι «ξύλα, πλίνθοι καὶ κέραμοι, ἀτάκτως ἐρριμμένα», χωρὶς κανέναν δεσμό, οὔτε μεταξύ τους, οὔτε μὲ τὸν τόπο, χωρὶς καμμιὰ δικαίωση.

   Κοιτάξετε πόσο πολύπλοκα καὶ μπερδεμένα κατα-φορτωμένα, μὲ ἀνόητες σαβοῦρες εἶναι τὰ κτίρια τῆς γοτθικῆς τέχνης, τῆς ἰταλικῆς Ἀναγέννησης, καὶ τ᾿ ἄλλα ποὺ κάναμε στὶς λατινικὲς καὶ στὶς ἀγγλοσαξονικὲς χῶρες. Ἀπελπισία! Μπιχλιμπίδια καὶ στριφογυρίσματα. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Ἀνατολή, στὴν Ἰνδία καὶ στὴν Κίνα: Παγόδες σὰν λαβύρινθοι, βραχνὰς ἀληθινός!

   Οἱ δυτικοί, ἀπὸ τὸ ἀνόητο παραφόρτωμα ποὺ κάνανε στὰ χτίριά τους, μὲ κορνίζες, μὲ πάστες, μὲ λογῆς λογῆς ἀνάγλυφα, ποὺ φτάξανε πιὰ στὶς τοῦρτες τῆς Νότιας Ἀμερικῆς, πήρανε σήμερα βόλτα καὶ φτάξανε μονομιᾶς στὴν ἄλλη ἄκρη, στὸ μοντέρνο στὸν Λε-κορμπυζιέ, δηλαδὴ στὸ ξεγύμνωμα, στὴν πουριτανικὴ αἰσθητική, στὸ σκέτο κασσόνι.

   Τὰ ἴδια γίνουνται καὶ στὶς ἄλλες τέχνες. Ἡ δική μας ζωγραφική, δηλαδὴ ἡ βυζαντινή, εἶναι ἁπλὴ καὶ λιτὴ στὴν ὄψη, καθαρισμένη ἀπὸ τὰ μάταια κι ἀνώφελα στολίδια τῆς προοπτικῆς καὶ τῆς ἀνατομίας, καθαρὴ σὰν κρούσταλλο, κι ἀπὸ μέσα γεμάτη πνευματικὸ βάθος, χωρὶς ἐπιτήδεψη ποὺ θέλει, νὰ ξεγελάσει τὸ μάτι (trompe d᾿ oeil), δηλαδὴ πράγματα σαλντιμπαγκικά, κατώτερα ἀπὸ τοὺς σκοποὺς ποὺ πρέπει νά ῾χει ἡ τέχνη. Ἡ ζωγραφικὴ σὲ ἄλλες χῶρες στάθηκε κολλημένη μόνο στὸ φαινόμενο, παραφορτωμένη μὲ ἀδιαφόρετα πράγματα, μὲ προοπτικές, μὲ ἀνατομίες, μὲ σκηνοθεσίες θεατρικές, μὲ φωτισμοὺς ἐπιτηδευμένους καὶ ψεύτικους, παραγεμισμένη μὲ ἕνα σωρὸ ἀνόητα ἐφευρήματα, μὲ ταβάνια πλουμισμένα, ποὺ δείχνουνε τάχα βάθος στὸ διάστημα, χωρὶς καμμιὰ ἁπλότητα, μπερδεμένη καὶ πατικωμένη, ὅπως π.χ. εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Μιχαὴλ Ἀγγέλου, μ᾿ ἕνα σωρὸ μπεχλιβάνηδες, τοῦ Τισιάνου, τοῦ Βερονέζε, προπάντων τοῦ Τιντορέττο, μὲ χιλιάδες πρόσωπα, σὲ σημεῖο νὰ μὴ βλέπεις τίποτα, τὰ ἔργα τοῦ Ροῦμπενς, ποὺ εἶναι σὰν κρεοπωλεῖο γεμάτο σάρκες καὶ μάταιες ἐπιδείξεις. Ἀκόμα κ᾿ οἱ πιὸ παλιοὶ τεχνῖτες τους εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀνόητη ματαιότητα καὶ στὰ θρησκευτικὰ ἔργα, ὅπως π.χ. «ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων» τοῦ Τζεντίλε ντὰ Φαμπριάνο καὶ τοῦ Μπενότσο Γκότσολι, ποὺ παριστάνουνε ἕναν στρατὸν ὁλόκληρον ἀπὸ «ἱππότες» ντυμένους καρναβαλίστικα, ἄλλους καβαλάρηδες κι ἄλλους πεζούς, μὲ καμῆλες φορτωμένες, μὲ λυκόσκυλα, μὲ γεράκια τοῦ κυνηγίου, μὲ ἐλάφια, μὲ χρυσὰ κι ἀργυρὰ ροῦχα μὲ ἀραπάδες, μὲ σαρίκια, μὲ ρόμπες λογιῶν λογιῶν, μὲ βάζα, μὲ κουτιά, μὲ ὅ,τι φαντασθεῖ κανένας· κι ὅλοι αὐτοὶ πᾶνε νὰ προσκυνήσουνε, τάχα, «τὸ θεῖον βρέφος», ποὺ δὲν φαίνεται καθόλου μέσα σ᾿ ἐκεῖνον τὸν κυκεῶνα! Ἐνῷ οἱ δικοί μας ζωγράφοι ζωγραφίζουνε τοὺς τρεῖς Μάγους, ἁπλὰ καὶ καθαρά, μάλιστα μικρόσωμους, καὶ δίνουνε τὰ δῶρα τους στὴν Παναγιά, ποὺ κρατᾷ τὸν νιογέννητο Χριστό, ταπεινά, ἁπλά, ὅπως εἶναι γραμμένα καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, χωρὶς αὐτὲς τὶς παράτες καὶ τὶς φιέστες στοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Βάθος δὲ πνευματικὸ κανένα δὲν ὑπάρχει στοὺς δυτικούς, μοναχὰ βουὴ καὶ σαματᾶς: Ὄπερα!

   Κ᾿ ἡ μουσική μας εἶναι καὶ κείνη ἁπλή, σεμνή, καθαρή, καὶ κάνει πιὸ ἐκφραστικὰ τὰ λόγια ἑνὸς τραγουδιοῦ, καὶ τὰ ὄργανα ποὺ τὴν παίζουνε εἶναι ἁπλὰ καὶ λιγοστά: ἡ λύρα ποὺ ἔπαιζε ὁ Τέρπανδρος, τὸ σαντούρι ποὺ ἔπαιζε ὁ Ὅμηρος, ἡ φλογέρα ποὺ ἔπαιζε ὁ Εὔμαιος. Κ᾿ ἡ ψαλμῳδία μας εἶναι ἁπλή, παθητικὴ καὶ πνευματική, χωρὶς κανένα ὄργανο.

   Σὲ ἄλλες χῶρες ἡ μουσικὴ γίνηκε ἐπιστήμη βαρεῖα. Ἕνα τιποτένιο «μοτίβο» γίνεται περίπλοκο καὶ φοβερὸ «ἔργο», βαρὺ καὶ καταθλιπτικό, σὰν τὰ κτίρια τους, σὰν τὶς ζωγραφιές τους, σὰν τὰ δράματά τους. Καὶ τὰ ὄργανα ποὺ παίζουνε αὐτὴ τὴ μουσικὴ εἶναι ἀκαταμέτρητα, ὁλόκληρες φάλαγγες, ποὺ τὸ τίποτα τὸ κάνουμε βροντὴ τοῦ οὐρανοῦ! Αὐτὰ ξιππάζουνε τοὺς ματαιόδοξους, ποὺ παίρνουνε τὸ πλῆθος γιὰ πλοῦτο, καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ζητήσουνε τὸ «τιμιώτατον», ποὺ βρίσκεται μοναχὰ μέσα στὴν ἁπλότητα.
Προσπάθησα νὰ σοῦ δώσω νὰ νοιώσεις τὴν «πλούσια φτώχεια», ποὺ ὑπάρχει στὰ δικά μας πράγματα, δηλαδὴ τὴν ἁπλὴ ὄψη τῆς φύσης μας καὶ τῆς τέχνης μας, ποὺ κρύβει ὅμως μυστικοὺς θησαυρούς. Ὅπου ὑπάρχει τυμπανοκρουσία καὶ μεγάλη φασαρία καὶ σκηνοθεσία, νὰ ξέρεις πὼς δὲν ὑπάρχει παραμέσα τίποτε ἄλλο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκοῦς καὶ βλέπεις. Ἄν, λοιπόν, ἔνοιωσες κάτι ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, τώρα ποὺ τελειώνεις τὸ διάβασμα θὰ καταλάβεις καλύτερα τὴν ἐμορφιὰ καὶ τὴν ἀλήθεια, ποὺ ἔχουνε τὰ λόγια ποὺ διάβασες στὴν ἀρχή: «Τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».

* * *

   Ὁ Γιάννης Ξανθούλης («Επιτέλους... φτωχοί!») [5]:
   
   ...Να ξαναγίνουμε φτωχοί.
   Όπως ήμασταν πάντα. Όπως οι ήρωες των παλιών αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες πόρνες. Όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθήσει ΟΛΗ η ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό -όσπρια πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό- ενώ η γάτα και ο σκύλος περίμεναν στωικά να 'ρθει η σειρά τους... Να ξαναγίνουμε φτωχοί όπως ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν μέσω γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε να γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας και οι αυθεντικοί ζήτουλες βρίσκονταν έξω απ' τις εκκλησιές περιμένοντας το τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου. Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή παιδοφιλία. Να βρούμε ξανά τις σωστές μας κλίμακες χωρίς αγωνία παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη γεύση του «μπατιρόσπορου», των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον ποδαρόδρομο και το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ και της Ναόμι Κάμπελ. Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας. Να ξετρελαθούμε από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές -όσοι έχουν αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού. Να εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Έθνους. Να προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το βλακώδες λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή χρησιμοποιεί την πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως τον καιρό της εξαίρετης φτώχειας μας. Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργασίες. Να απαγορευτεί διά ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των κήπων μας. Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βοϊδόπουτσες, βέργες κι ό,τι τέλος πάντων απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της περήφανης ανέχειας.
   Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα «τραύματα» των παιδιών.
   Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές -χωρίς ενστάσεις από τον Ρομπέν της ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ- θα αποκαταστήσουν την τρέλα και το χάος που υπαινίσσονται οι στατιστικές.
   Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ' τον Μεγαλέξανδρο, από τον Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ' τον... Αλκιβιάδη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων. Κανένας δισταγμός. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν. Θυμήσου και κόψ' τους τα χέρια ή και τα αχαμνά. Επιτέλους ας σταματήσουμε την ευρωπαϊκή μας ψυχοπάθεια. ΠΟΤΕ κανένας Ελληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο Αβραμόπουλος ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ' τον καιρό που σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε. Σταματήστε το «ντόπινγκ» με το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ Η ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρωμίσει ο τόπος απ' τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα; ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται να γίνει αφίσα στη Συγγρού; ΠΟΙΟΣ θα καθαρίσει τη Συγγρού απ' το αίσχος της καψουρικής ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι τραβεστί έχουν άλλες υποχρεώσεις...
   Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για τους τριτοκοσμικούς.
   Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής σταφίδας, του χαλβά Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των λατρεμένων ραδικιών. Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να φρεσκάρουμε στο μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω πως είναι ζόρι να κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να αναβιώσουμε την όπερα της πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή νομίζω πως θα μας πείσει, τώρα μάλιστα που ξεκινά και το Τριώδιο. ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων μαζί μας.

* * *

   Καὶ ὁ Χρῆστος Κουλίνος (Ἀνδρέας Φαρμάκις - ΑΦαρ) [6]:

Date: Sat, 9 Aug 1997 18:30:50 +0300
From: "S.M"
Subject: Ston filo mou.


   Κριθαράκι λαδερό.

   Δὲν θέλω νὰ λογιέμαι γιὰ συγγραφέας. Ἐλπίζω στὴν καλή σας μαρτυρία γι᾿ αὐτό, ὅταν θὰ φτάσετε στὸ τέλος τοῦ βιβλίου.

   Γράφω μόνο εἰς μνήμη τῆς γιαγιᾶς μου.

   Ξέρω ὅτι πολλοὶ θὰ ἤθελαν νὰ πιάνονται γιὰ ποιητές - σὰν τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Κι ἄλλοι γιὰ βασιλιάδες, σὰν τὸν Κωνσταντῖνο. Μὰ ἐγὼ δὲν νοιάζομαι διόλου γιὰ δόξα. Ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ πιάνομαι σὰν τὴν γιαγιά μου. Νὰ μαγειρεύω δηλαδὴ γιὰ ὅλους. Νὰ φοράω τὰ ἴδια ροῦχα χειμώνα-καλοκαίρι, ποτισμένα ἀπὸ τὶς μυρωδιὲς τῶν φαγητῶν μου. Νὰ μυρίζῃ ὁ κόρφος μου φακή.

   Αὐτὸ εἶναι ὅλο. Δὲν ζητάω τίποτα ἀπὸ κανέναν. Περιφρονῶ καὶ τὴν γραμματικὴ καὶ τὸ συντακτικό. Στὴν θέση τους βάζω τὶς συνταγές μου. Ἡ μόνη μου αἰσθητικὴ εἶναι ἡ νοστιμιά.

   Κριθαρὰκι λαδερὸ εἶναι τὸ δευτεριάτικο φαγητό μας. Τὸ τρῶμε πάντοτε Δευτέρα, σὲ ἀντίστιξη καὶ ἰσορροπία μὲ τὶς καλὲς καὶ πλούσιες τροφὲς τῆς Κυριακῆς. Σὰν τρώγαμε μιὰ φορὰ τὰ καλά. τ᾿ ἀκολουθοῦσαν τὰ πιὸ φτωχικά· ἡ φακὴ τὸ βαρὺ παστίτσιο, τὰ ροβύθια τὶς ἀγγινάρες. Ἡ συγχωρεμένη ἡ γιαγιά μου ἀκολουθοῦσε αὐτὸν τὸν νόμο μὲ αὐστηρότητα καὶ δὲν τὸν παρέβη ποτέ.

   Νωρίτερα, ἅπλωνε μιὰ φούχτα κριθαράκι στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας - ποὺ τὸ θυμᾶμαι πάντα ἀλευρωμένο... τρώγαμε καὶ τὰ μανίκια μας ἄσπριζαν... ξεθάβαμε τὰ πηρούνια καὶ τὰ κουτάλια μας απ᾿ τ᾿ ἀλεύρι... κι ὅλοι συνήθως γυρνούσαμε ἀλευρωμένοι - μ᾿ ἄσπρα, ἀερικὰ σημάδια στὰ μάγουλα καὶ στὰ μαλλιά.

   Τ᾿ ἀλεύρι εἶναι ἡ γύρη τῆς γιαγιᾶς μου.

   Ἅπλωνε λοιπὸν μιὰ φούχτα κριθαράκι στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας καὶ μὲ καλοῦσε νὰ κάτσω κοντά της. «Ἔλα, κάτσε πουλάκι μου», ἔλεγε. «Κάτσε νὰ δῇς». Κι ἔβαζε τότε μπροστά μου τοὺς κριθαρένιους σπόρους σὲ γράμματα. (Τὸ ὄνομά μου θέλει ἀκριβῶς 70 σπόρους.)
Μιχάλης.
   Κι ἀπὸ κάτω ἔγραφε: Ἄννα. Ἡ μητέρα μου.
Θεοδώρα.
Εὐάγγελος. Τ᾿ ἀδέλφια μου.
   Καὶ κάτω-κάτω πρόσθετε:
Εἰρήνη. Ἡ συγχωρεμένη ἡ γιαγιά μου.

   Ἔγραφε μόνο μιὰ λέξη κάθε φορά. Ἅπλωνε ἀργὰ τὸ κριθαράκι, ψιθυρίζοντας ἕνα-ἕνα τὰ γράμματα ποὺ κατασκεύαζε, τσιμπώντας τοὺς κίτρινους σπόρους καὶ βάζοντάς τους στὴ σειρά. Κι ὅταν τέλειωνε τὸ ὄνομα, ἀμέσως τὸ χαλοῦσε γιὰ νὰ γράψῃ τὸ ἑπόμενο.

   Καμμιὰ φορά, σὰν θέλαμε νὰ παίξουμε, γράφαμε λέξεις ἄγνωστες ποὺ μᾶς φαινόντουσαν ὡραῖες.
   Γράφαμε: Λουκίνα ... Φρούλιον ... Πραξάνη ...
   Ἢ φράσεις μυστικὲς μὲ νόημα σκοτεινό:

Εἰς τὴν Λουκίνα σκαρφάλωσε ἡ μάννα μου.

Πόσο κοστίζει; Δύο ασημένια φρούλια. 

   Ἡ γιαγιά μου δὲν ἤξερε γράμματα. Μὰ δὲν ἔκανε ποτὲ λάθος, γιατὶ θυμόταν τὸν ἀριθμὸ τῶν σπόρων πού ᾿χουν οἱ λέξεις.

   Μιχάλης, ἔλεγε. 70 οἱ σπόροι σου. Τῆς Ἄννας μόνο 36.

   Κι ἔτσι κοντά της ἔμαθα κι ἐγώ. Κι ἀπὸ τὶς λέξεις ὅλες, θυμᾶμαι μόνο τὰ κριθαρένια σπόρια τους κι αυτὰ τώρα μετρῶ. Αὐτὰ εἶναι τὰ γράμματά μου.

   Οἱ σπορίσιες τροφὲς -τὸ κριθαράκι καὶ τὸ ρύζι κι ἡ φακὴ- τρέφουν τὸν οὐράνιο σκελετό μας.

   Κάποτε ἤμασταν πουλιά. 

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Χρήστου Κουλίνου:
Τὸ Βιβλίο τῆς Ζεστῆς Φακῆς

Γιὰ τὴν ἀντιγραφή,
Στέφανος Μελίσσας


Date: Fri, 8 Dec 2006 17:15:50 +0200
From: Andreas Farmakis
Subject: [llogos] ΜΑΚΡΑΝ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΡΟ ΦΑΓΗΤΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
 

είναι η ....... Φ Α Κ Η !!!
τό 'χω ξαναγράψει αυτό - το έχω πει παντού - χίλιες φορές.
Κρεμμύδι, ένα δυό καραβάκια σκόρδο κομμένα στη μέση, ένα φύλλο δάφνης - μια κουταλιά λάδι!
Η τροφή των Θεών, το φαγητό του Παραδείσου.
Είδα ένα όνειρο που ήμουνα εγώ και έτρωγα φακές.
Γι' αυτό σας λέω.

Σχόλιον Ν.Β.:

Ακριβώς όπως περιγράφεται...
χωρίς ρίγανη
και χωρίς ντομάτα.
Η τροφή των θεώνε!
(μαζί με φέτα -εθνικιστική-).

* * *

Σημειώσεις:
[1] Δημάρατος πρὸς Ξέρξη, Ἡροδότου Ἱστορίαι, VII, 102.
[2] Βλ. σχετικῶς, Σύρου Δωρόθεος Β', «Τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεί κοτε σύντροφος», ἐφημερὶς «Ἡ σφήνα», 19-3-2010.  
Ἡ εἰκὼν τοῦ δείπνου τοῦ Παυσανίου, ἀπὸ τὸ ἱστολόγιον Δρομοκήρυξ, «Ἀργυρίου ἢ χρυσοῦ ὀδενὸς ἐπεθύμησα».
[3] Δημήτριος Ν. Γαρουφαλῆς, «Περσικοὶ Πόλεμοι 490-479 π.Χ.», ἐκδ. Περισκόπιο, 2003, ISBN 960-8345-09-X, σελ. 38-39.
[4] Φώτης Κόντογλου, «Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια».
[5] Γιάννης Ξανθούλης, «Επιτέλους... φτωχοί!», ἐφημ. Ἐλευθεροτυπία, 7-2-2009
[6] Ἠλεκτρονικὲς λίστες συζητήσεων: Hellas, 9 Αὐγ. 1997· Llogos, 8 Δελ. 2006.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Δακρυόεν γελάσασα

   Εἰκόνες, φωτογραφίες, παλιὲς κιτρινισμένες σελίδες, τραγουδοῦν ἀκόμη τὴν δόξα τοῦ 1940, ἀντηχοῦν τὴν ἀντάρα τοῦ πολέμου καὶ κουβαλοῦν τὴν μυρωδιὰ τοῦ μπαρουτιοῦ, τὴν μέθη τοῦ θριάμβου καὶ τὸν πόνο τῆς συντριβῆς, τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα...
   Σὲ κάποιες ἀπ᾿ αὐτὲς στάθηκα λίγο παραπάνω. Ὅπως σὲ τούτην ἐδῶ τὴν φωτογραφία. Κάτι γνωστὸ μοῦ ἔφερε στὸν νοῦ. Κάτι γνωστὸ ἀπὸ πολὺ παλιά. Κι εἶδα ξανὰ τὸν παπποῦ Ὅμηρο νὰ τραγουδᾷ τὴν Τροία.

Ὁ Ἕλλην Στρατιώτης
(φωτ. συλλογὴ Βιβλιοθήκης τοῦ Κογκρέσσου τῶν ΗΠΑ)

   Ὣς εἰπὼν οὗ παιδὸς ὀρέξατο φαίδιμος Ἕκτωρ·
ἂψ δ᾿ ὃ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης
ἐκλίνθη ἰάχων πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθεὶς
ταρβήσας χαλκόν τε ἰδὲ λόφον ἱππιοχαίτην,
δεινὸν ἀπ᾿ ἀκροτάτης κόρυθος νεύοντα νοήσας.
ἐκ δ᾿ ἐγέλασσε πατήρ τε φίλος καὶ πότνια μήτηρ·
αὐτίκ᾿ ἀπὸ κρατὸς κόρυθ᾿ εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ,
καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὶ παμφανόωσαν·
αὐτὰρ ὅ γ᾿ ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ κύσε πῆλέ τε χερσὶν
εἶπε δ᾿ ἐπευξάμενος Διί τ᾿ ἄλλοισίν τε θεοῖσι·
   Ζεῦ ἄλλοι τε θεοὶ δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι
παῖδ᾿ ἐμὸν ὡς καὶ ἐγώ περ ἀριπρεπέα Τρώεσσιν,
ὧδε βίην τ᾿ ἀγαθόν, καὶ Ἰλίου ἶφι ἀνάσσειν·
καί ποτέ τις εἴποι πατρός γ᾿ ὅδε πολλὸν ἀμείνων
ἐκ πολέμου ἀνιόντα· φέροι δ᾿ ἔναρα βροτόεντα
κτείνας δήϊον ἄνδρα, χαρείη δὲ φρένα μήτηρ.
   Ὣς εἰπὼν ἀλόχοιο φίλης ἐν χερσὶν ἔθηκε
παῖδ᾿ ἑόν· ἣ δ᾿ ἄρα μιν κηώδεϊ δέξατο κόλπῳ
δακρυόεν γελάσασα·
   (Ὁμήρου Ἰλιάς, Ζ 466-484)

Johann H. W. Tischbein, Hektors abschied von Andromache, 1812

   Κι ὁ μικρὸς Ἀστυάναξ στὰ χέρια τοῦ Ἕκτωρος νὰ στρέφῃ τὸ κεφαλάκι του τρομαγμένος ἀπ᾿ τὴν περικεφαλαία τοῦ πατρός του μὲ τὴν φοβερὴ τὴν χαίτη. Ἔβγαλε γιὰ λίγο τὴν περικεφαλαία ὁ Ἕκτωρ, κι ἡ Ἀνδρομάχη, δακρυόεν γελάσασα, τὸν ἐπῆρε πάλι στὴν ἀγκαλιά της.

* * *

Ὑστερόγραφον.

   Διάβασα κάπου: «Δὲν σᾶς φαίνεται ἀστεῖο ποὺ ὅλες οἱ χῶρες ἑορτάζουν τὴν λῆξι τοῦ πολέμου καὶ μόνον ἡ Ἑλλάδα ἑορτάζει τὴν εἴσοδό της στὸν πόλεμο;»
   Τὸ βλέπω ὅλο καὶ συχνότερα αὐτὸ τὸ ἐρώτημα - ἕνα ἀκόμη ἀπὸ τὰ συμπτώματα τῆς παρακμῆς. Λοιπόν· ἐπανάληψις στὰ βασικά, πρὶν προχωρήσῃ ἡ κουραμπιεδοποίησις:
   ΟΧΙ, δὲν μᾶς φαίνεται ἀστεῖο, διότι γνωρίζουμε ὅτι ΒΕΒΑΙΩΣ καὶ διαφέρει ἡ Ἑλλάδα  ἀπὸ ὅλες τὶς χῶρες. Διότι ἡ Ἑλλάδα ἐδίδαξε ὅλους τοὺς λαοὺς ὅτι οἱ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ εἶναι ΝΙΚΗ.

   «Θὰ νικήσωμεν. Ἀλλὰ διὰ τοὺς Ἕλληνας ὑπὲρ τὴν νίκην ἡ Δόξα.» (Ἰ. Μεταξᾶς, σὲ σημείωμα ποὺ ἔδωσε στὸν Γ.Α. Βλάχο)
   «Κράτος μικρὸν μὲ ἱστορίαν μεγίστην, μήτηρ θηλάσασα τὴν ὑφήλιον, φάρος λαμπροτάτου φωτός, ἡ Ἑλλάς, καταυγάσασα τοὺς αἰῶνας, ἔδωσεν εἰς ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα ὄχι μόνον τὴν ζωήν, τὸ φῶς, τὸν πολιτισμόν, τὰ γράμματα καὶ τὰς τέχνας, ἀλλὰ καὶ τὸ παράδειγμα τῆς αὐτοθυσίας καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ, τὴν Σαλαμῖνα, τὰς Θερμοπύλας, τὸ Ζάλογγον, τὸ Σοῦλι, τὸ Μεσολόγγι...» (Γ.Α. Βλάχος, «Τὸ στιλέτον», 29-10-1940)
   «Αὐτὸν τὸν λόγο θὰ σᾶς πῶ, δὲν ἔχω ἄλλον κανένα· μεθύστε μὲ τὸ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα.» (Κωστῆς Παλαμᾶς, «Στὴ νεολαία μας», 1-11-1940)

   ΑΥΤΟ ἑορτάζουμε.

   (Περὶ τὸν πόλεμον βλέπε καὶ τὸ κείμενό μου «Ἐμφυλίου πολέμου ἐγκώμιον (ἢ "ἅμιλλα σὰν σὲ ἀθλητικὸ ἀγῶνα")».)

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Δύο πίνακες

Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Θέα τῶν Ἀθηνῶν, 1940 (ἰδιωτικὴ συλλογή)

Ἄ γαιώδη ἄνθρωπε
Ἰδὲς ποὺ ὁ τοκετὸς τῆς νύχτας ἔφερε
Κυανὸ καὶ κιννάβαρι, πορφύρα καὶ ὤχρα
(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Μικρὸν Ἀνάλογον γιὰ τὸν Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα»)

ἀλληλέγγυα στάθηκαν τὰ σπίτια
καὶ μικρὰ καὶ τετράγωνα
μὲ καμάρα λευκὴ καὶ λουλακὶ πορτόφυλλο
(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Τὸ Ἄξιον Ἐστί»)

(Βλ. Νίκος Ἀλ. Μηλιώνης, «Ὁ εἰκαστικὸς μοντερνισμὸς στὴν ποίηση τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη», περιοδικὸν «Νέα Εὐθύνη», τ. 8, Νοέμ.-Δεκ. 2011, σελ. 643.)

* * *

Ἰάκωβος Ρίζος, Ἀθηναϊκὴ βραδιὰ στὴν ταράτσα, 1897 (Ἐθνικὴ Πινακοθήκη)

   Στὸν πίνακα αὐτὸ ἀντικρύζω τὸ χαμένο μου ἰδανικό. Ὅ,τι θὰ ἤθελα νὰ εἶμαι, ὅ,τι θὰ ἤθελα νὰ δῶ, νὰ ζήσω, νὰ ὀνειρεύομαι, ἐγώ, οἱ δικοί μου, ἡ χώρα μου.
   Κοιτάζω γύρω μου: ἡ καθημερινὴ «πραγματικότης»...
   Κοιτάζω τὸν πίνακα: κάτι ἀπὸ ἀλλοῦ. Ἄλλοι ἄνθρωποι, μιᾶς ἄλλης χώρας, μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς. Ἀλλοῦ, πολὺ μακρυά.
   Καὶ ὅμως, περιέργως, καὶ πολὺ κοντὰ συνάμα. Τόσο ξένα σήμερα ἐτοῦτα, ἀλλὰ σὰν κάτι νὰ μοῦ θυμίζουν. Σὰν ἕνα παράλληλο σύμπαν, ξένο καὶ ὅμως οἰκεῖο, χαμένο καὶ ὅμως κοντινό. Παρόν, πραγματικό. Ἐγώ, ἐδῶ, τώρα!

   Ἐδῶ, σὲ αὐτὸν πίνακα ζῶ. Ὅπου νά ᾿ναι θὰ ξυπνήσω ἀπὸ τὸν ἀνυπόφορο ἐφιάλτη ποὺ μὲ εἶχε κάνει νὰ τὸ λησμονήσω.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Ἡ Ἑλλὰς τῶν ξένων καὶ ἡ Ἑλλάς τῶν Ἑλλήνων (Δημήτρης Πικιώνης)

Πῶς εἶδαν οἱ ξένοι τὴν Ἑλλάδα; Ποιά εἶναι, ἀλήθεια, ἡ Ἑλλάς τῶν Γάλλων, τῶν Ἄγγλων, τῶν Γερμανῶν ἑλληνιστῶν καὶ φιλελλήνων; Καὶ ποιά ἡ δική μας Ἑλλάδα; Τί πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε ἐμεῖς; Στοχασμοὶ τοῦ Δημήτρη Πικιώνη («Τὸ πρόβλημα τῆς μορφῆς», 1950).

[...] Καὶ σήμερα στὸ ἀρχιπέλαγος τοῦτο, ὅπου ἀπάνωθέ του πλανιέται ἡ μεγάλη σκιὰ τοῦ Ὁμήρου, ὁ κόσμος ὁ ἑλληνικὸς ζητάει ἀπὸ τοὺς ἐπιγόνους ἐμᾶς ἀπάντηση. Κι ἡ ἀπάντηση ποὺ θὰ δίναμε θά ᾿ταν τῆς ψυχῆς μας τὸ μέτρο...

Σκέφτομαι ὅλους ἐκείνους, δικούς μας καὶ ξένους, ποὺ στὸν κόσμο τοῦτο τὸν ἑλληνικὸ ἀφιέρωσαν τὴ διάπυρη λατρεία τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς των... Οἱ ξένοι, ἀτελεύτητη χορεία, ποιητὲς καὶ φιλόσοφοι, τῆς γνώσης, τῆς θρησκείας, τῆς γλώσσης, τοῦ μύθου, καλλιτέχνες, φιλόλογοι, ἱστορικοί, τεχνοκρίτες... Πόση ἱερότητα στὸ μόχθο τοῦτο, πόση ἀνάλωση νοῦ καὶ ψυχῆς! Ἔλξη κόσμων ἀντίθετων: Διείσδυση τοῦ ἀντίθετου απ᾿ τὸν ἕναν ἀπὸ αὐτούς, μέσῳ τοῦ ὅμοιου ποὺ βρισκόταν στὴν ἴδια του τὴν ψυχή. Πρόβαλλε πραγματικὰ ὁ καθένας, στὸν ξένο τὸν κόσμο, τῆς δικιᾶς του ψυχῆς τὶς λαχτάρες, τὶς δικές του ἀρετές.

William-Adolphe Bouguereau, Νύμφες καὶ Σάτυρος, 1873

Ἔτσι ὁ Γάλλος, χάρις στὴ λαμπρή του πλαστικὴν εὐαισθησία, εἶδε ἰδιαίτερα τοῦ ἀρχαίου τὴν πλαστικὴν ἀρετή, τὴ χάρη καὶ τὸ μέτρο. Ὁ Ἄγγλος, τὴν ποιητικὴ τοῦ ἀρχαίου οὐσία, τὴν ἀγωγή, τὰ πολιτικὰ ἰδεώδη... Τοῦ Γερμανοῦ ἡ μεταφυσικὴ διάθεση τὸν ἔκανε ἰδιαίτερα ἱκανὸ νὰ πλησιάσει τὸ μυστηριακὸ τοῦ Ἑλληνισμοῦ περιεχόμενο, τὸν θρησκευτικὸ μύθο, τὴ φιλοσοφία...

Sir Lawrence Alma-Tadema, Ὁ Φειδίας δείχνει στοὺς φίλους του τὴν ζῳφόρο τοῦ Παρθενῶνος, 1868

Ξέρω τὶς ἀντιμαχίες γύρω ἀπ᾿ τὶς ἐρμηνεῖες ποὺ ἔδωσε ὁ τελευταῖος... [1] Ὅμως πόση δύναμη θαυμασμοῦ, τί φλογερὴ λατρεία...σχεδὸν ξανοίγεις, κάτω ἀπ᾿ τὸν ἔρωτα τοῦτο τοῦ ὑπερβόρειου πρὸς τὸν Ἑλληνισμό, τὸν ἔρωτα κοσμικῶν στοιχείων... τῆς ὁμίχλης καὶ τοῦ σκότους τοῦ Βορρᾶ πρὸς τὸ φῶς τῆς Μεσημβρίας... [σημ. Φ.Μ.: Βλ. π.χ. Leni Riefenstahl, "Olympia", 1938.]

Ἀλλὰ γιατί μὲ κυνηγάει ἔτσι ἡ παρουσία τοῦ ξένου; Μὲ θέλγει ἡ ἕλξη τούτη δύο ἀντίθετων κόσμων, ἢ ἐμεῖς δὲν κάναμε ἀρκετὰ γιὰ νὰ φωτίσουμε μέσα μας τὸν κόσμο τὸν ἑλληνικό;

Τί σχέση εἶναι τούτη ποὺ μᾶς δένει μ᾿ αὐτόν; Ναί, ζεῖ ὁ σπόρος του μέσα στὴν ἑλληνικὴ Χριστιανοσύνη. Ζεῖ στοῦ λαοῦ καὶ στοῦ ποιητῆ τὴν ψυχή. Ἀλλὰ καὶ σὲ μᾶς τοὺς ἄλλους ἀκόμα ζεῖ, ὑπνώττοντας εἰς τὸ βάθος τοῦ εἶναι μας. Δὲν εἶν᾿ ἔρωτας ἐδῶ τῶν ἀντίθετων· ἐδῶ πρόκειται γιὰ ἕναν ἄλλον ἄθλο: Νὰ μοιάσουμε μ᾿ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἴμαστε... Νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας... Ἀλλὰ ποῦ εἶναι ἡ καταβολὴ αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ μόχθου ποὺ θὰ φώτιζε σὲ μιὰν ἔλλαμψη τὴν ἱστορική μας μνήμη; Ποῦ εἶναι ἡ προσπάθεια ποὺ ζητάει ἕνας δικός μας (ὁ Κ.Δ. Γεωργούλης: «Ἡ μελέτη τῶν ἑλληνικῶν ἀνθρωπιστικῶν γραμμάτων», 1938) «γιὰ τὴν κατάρτιση μιᾶς δημιουργικῆς μας σχέσης μὲ τὸ περασμένο, ἀπ᾿ ὅπου θὰ ἐξαρτηθεῖ ἡ ἱκανότητά μας νὰ δημιουργήσουμε ἕνα καινούργιο μέλλον; Κι ὅπου μέσα του θὰ ἐπαναληφθοῦν οἱ ἀξίες οἱ ἐγκείμενες εἰς τὸ παρελθόν, στὴν ἔκταση καὶ τὸ βάθος ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει ἡ σύγχρονη ἱστορικὴ πραγματικότητα, ὁ ἱστορικὸς καιρὸς ποὺ κάθε φορὰ ἀντικρύζουμε;».

Ἀριστεὺς Φρίξος, ᾨδὴ στὸν Ἥλιο, 1910

Μελετάω μέσα μου τὶς μεγάλες μορφὲς τοῦ ἔθνους μας. Ποιητές, ἥρωες... Ἥρωες ποὺ ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀντρεία των εἶναι ἀρετὴ καὶ ἀντρεία καὶ ἀντρεία ἑλληνική. Τοὺς ποιητές μας. Τὸν πρῶτο, τὸν πιὸ μεγάλο απ᾿ αὐτούς, καὶ τὸν ἀγώνα του για μορφὴ καὶ γιὰ ἔκφραση ἑλληνική. Τοὺς μεγάλους μας αὐτοδίδακτους ποὺ ὁ Θεὸς τοὺς χάρισε τὸ δώρημα τῆς «αὐτοποιᾶς» ἔκφρασης καὶ ποὺ τὸ ἔργο τους ὑψώνεται κι αὐτῶν «κάθετα εἰς τὸ κέντρο τῆς ἐθνικότητας». Ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ μὲ λογισμὸ καὶ πειθαρχία δουλεύουν στὸ ἀληθινὸ καὶ ἑτοιμάζουν τὸ δρόμο τῶν κατοπινῶν. [2] Καὶ τὴ νέα γενιὰ τῶν ζωγράφων μας, ποὺ μᾶς δίνουν τόσες ἐλπίδες: Ἀνάλαβαν τὸν μεγάλο ἄθλο νὰ συλλάβουν τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τὸν ἑλληνικὸ καὶ νὰ τὸν ἐκφράσουν ὄχι περιγραφικὰ μὰ μὲ τὰ συμβολικὰ μέσα ποὺ ὁρίζει ἡ Τέχνη τους. [3]

Νά ᾿ναι τάχα μιᾶς χαραυγῆς τὸ φανέρωμα; Θὰ κατανικήσουν τὶς χθόνιες δυνάμεις ποὺ ἀντιστέκονται σὲ κάθε ἀνθρώπινη πραγμάτωση; Καὶ ἀνακαταχτώντας, ὅπως ἔλεγε ὁ Γκαῖτε, κάθε φορὰ αὐτὸ ποὺ κατάχτησαν, θὰ μπορέσουν νὰ γίνουν οἱ θεμελιωτὲς μιᾶς παράδοσης;

Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἐστοχάζομουν, καὶ σ᾿ ὅλα μέτρο καὶ κριτήριο ὑψώνονταν ἡ πνευματικότητα τούτης τῆς Γῆς...

Σημειώσεις (ἐκ τοῦ πρωτοτύπου):
[1] Εἶπαν πὼς ἡ ἐρμηνεία τούτη τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν ἦταν πάντοτε σύμφωνη μὲ τὴν πραγματικότητα. Πὼς ὁ Goethe γνώρισε τὸν Ἑλληνισμὸ μέσῳ τῆς Ρώμης, πὼς ἡ Πάτμος τοῦ Hölderlin εἶναι ἡ Βαϊμάρη. Ἀμφισβητοῦν τὴ θέση τῆς Γένεσης τῆς τραγωδίας του Nietzsche.
[2] Σταθμίζω τὶς διάφορες ὁράσεις ποὺ πάει νὰ διαπλάσει ἡ ἐποχή μας. Ἐκείνη πού ᾿ναι δοξολογία τοῦ ἐφήμερου καὶ ἐκείνη ποὺ θά ᾿ταν ἡ συμβολικὴ ἔκφραση τοῦ αἰώνιου.
[3] Θὰ ἐπιτελεσθεῖ ὁ ἄθλος τοῦτος, ὅπως μερικὰ σημάδια τὸν προοιωνίζονται; Οἱ ὥς τὰ τώρα πραγματώσεις του (καρπὸς μαζὶ πνευματικῆς ὀξυδέρκειας καὶ συναισθηματικοῦ βάθους), ἡ λαμπρὴ προσπάθεια, παρ᾿ ὅλες τὶς ἐλλείψεις (οἱ ἀδυναμίες του φανερώνουν τὸ μέγεθος τοῦ ἄθλου ποὺ ἔχει ἀναληφθεῖ), τὸ ἔργο νὰ γίνει μαρτυρία ζωῆς. Θὰ μπορέσει ἄραγες νὰ ζήσει χωρὶς νὰ ξεπέσει ἀπὸ ἔλλειψη πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς πειθαρχίας, χωρὶς νὰ τὸ παρασύρουν οἱ χθόνιες δυναμεις ποὺ παραμονεύουν σὲ κάθε ἀνθρώπινη ἐκδήλωση καὶ ἀντιστέκονται στὴν πραγμάτωση τοῦ ἰδεώδους;
Ἡ παρουσία τοῦ Κοσμικοῦ Μύθου ποὺ ξεσκεπάζει ἡ θέα τούτη τοῦ ἀρχιπελάγους μοῦ χρησιμεύει γιὰ κριτήριο τούτου τοῦ κινήματος. Θὰ μπορέσει ἄραγε, αἰρόμενο πάνω ἀπὸ τὴν ἀνθρωποκεντρική του -ὣς τὰ τώρα- ὑπόσταση (νὰ φθάσει) εἰς τὴν ἔκφραση τοῦ Κοσμικοῦ Μύθου ποὺ μᾶς ξεσκεπάζει ἡ ἑλληνικὴ γῆ;

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Τὸ πνεῦμα τῆς παράδοσης

Ἡ μελέτη τῶν παραδόσεων τῶν λαῶν ὁδηγεῖ τὸν μελετητή, ἀργὰ ἢ γρήγορα, σὲ μερικὰ βασικὰ συμπεράσματα:

1. Πὼς οἱ παραδόσεις αὐτὲς εἶναι ἐπιβιώσεις πανάρχαιων ρυθμῶν ἢ μορφῶν πού, παρὰ τὶς μεταμορφώσεις ποὺ ἔπαθαν στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, κρατοῦν ἀναλλοίωτη τὴν ἀρχέγονη οὐσία των.

2. Πὼς ἡ καθεμιὰ εἶναι γνήσια ἔκφραση τῆς ψυχῆς τῆς κάθε ἐθνότητας, τῆς βασικῆς αὐτονομίας της, μὰ πώς ὅλες ἀνήκουν στὴν παγκόσμια οἰκογένεια τῆς μιᾶς καὶ ἑνιαίας παράδοσης ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς.

3. Πὼς ὅλες δὲν ἀπέχουν ἐξίσου, ὅπως ὀρθὰ διέκρινε ἕνας ποιητής μας, ὁ Ἄγγελος Σικελιανός, ἀπὸ τὸ πνευματικὸ κέντρο τῆς καθολικῆς αὐτῆς παράδοσης, μὰ πὼς ἡ καθεμιὰ ἀντανακλᾶ, ἄλλη λιγότερο ἄλλη περισσότερο, καὶ πλέον καθαρὸ τὸ φῶς τοῦ πνεύματός της.

4. Πὼς ἡ ἑλληνικὴ παράδοση ἀπὸ θεία μοίρα ἀνήκει στὶς τελευταῖες τοῦτες, συνθέτοντας, ἐξαιτίας τῆς προνομιακῆς της θέσης ἀπάνω στὸν πλανήτη μας, τὰ πνευματικὰ ρεύματα ὅλης τῆς οἰκουμένης.

Ὁ φωτισμένος νοῦς, ἀργὰ ἢ γλήγορα, θ᾿ ἀναγνωρίσει πὼς ἔξω ἀπὸ τούτη τὴ μιὰ καὶ μόνη, τὴν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου παράδοση, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει παρὰ μόνο τὸ ψευδὲς καὶ τὸ ἐφήμερο. Γιατὶ τούτη μόνη εἶναι ἡ ἔκφραση τοῦ ἑνὸς καὶ ἀίδιου λόγου, τοῦ λόγου πού, ὅπως εἶπε ὁ Ἡράκλειτος, δὲν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ ἡ ἐξήγησις τοῦ τρόπου τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως καὶ ποὺ ὅσο κοινωνοῦμε ἀπὸ τὴ Μνήμη της πετυχαίνουμε τὸ ἀληθινό, ἐνῶ ὅταν ἀντίθετα ἰδιάσωμεν, περιοριστοῦμε δηλαδὴ στὸ στενὸ ἀτομικό μας ἐγώ, ἁμαρτάνουμε, ἀστοχοῦμε μ᾿ ἄλλους λόγους τὴν ἀλήθεια.

(Δημήτρης Πικιώνης, «Τὸ πνεῦμα τῆς παράδοσης», 1951)

* * *

Ματαιότατον φῦλον, ἀναφέρει ὁ Πίνδαρος, ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει (γυρεύει) τὰ πόρσω (τὰ μακρινά), ἀφήνοντας ἀτέλεστα τὰ ἱερότατα χρέη τῆς Φυλῆς...

(Δημήτρης Πικιώνης, «Ὑποθῆκες ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση», 1963)

Σημείωσις:
Ἀπὸ μνήμης τὰ πάμπολλα ἀρχαῖα χωρία, σημειώνει ὁ ἐπιμελητής τῆς ἐκδόσεως. (Τότε δὲν ὑπῆρχε TLG.)

ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον,
ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν.
(Πίνδαρος, Πύθια, ᾠδὴ 3η, στ. 21-23)

(Χαμένο κορμὶ ὅποιος περιφρονεῖ τὰ πάτρια γυρεύοντας τὰ ξένα. (Ἀπόδοσις ἡμετέρα.))

Σάββατο 19 Ιουλίου 2008

Ἕλληνες καὶ Φύσις (Ἕνα ἀπαγορευμένο κείμενο τῆς Κατοχῆς)

  • Ποία ἡ σχέσις τῶν Ἑλλήνων μὲ τὴν Φύσι; Γιατί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν ἦταν «φυσιολάτρες» (μὲ τὴν σύγχρονη ἔννοια τῆς λέξεως) καὶ ἡ τέχνη τους ἀδιαφόρησε γιὰ τὸ φυσικὸ τοπίο; Γιατί ἡ σύγχρονη φυσιολατρία δὲν ἔχει πραγματικὴ σχέσι μὲ τὸ Ἑλληνικὸ Πνεῦμα (καὶ τὸν ἀρχαῖο κόσμο γενικῶς); Τί εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν ἔνθεη Ἑλληνικὴ Φύσι;
  • Ποία ἡ σχέσις Φύσεως καὶ Πνεύματος στὴν Ἑλληνικὴ Ἰδέα;
  • Πῶς ἡ ἔνθεη Ἑλληνικὴ Φύσις ἐγέννησε καὶ διεμόρφωσε τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπο;
  • Τί λέγει ὁ Ἀριστοτέλης γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ «μεσότητα», τὴν Φύσι καὶ τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπο; Ποία ἡ διαφορὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀπὸ τὸν ἐξωστρεφή, φαούστειο Βορρὰ (καὶ Δύσι) καὶ τὴν ἐσωστρεφὴ Ἀνατολή;
  • Ποῖος εἶναι Ἕλλην καὶ ποῖος βάρβαρος;
   Σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἀπαντᾷ τὸ καταπληκτικὸ κείμενο τοῦ Γ.Χ. Κανελλακοπούλου, γραμμένο ἐπὶ Κατοχῆς, ἀπαγορευθὲν ἀπὸ τὴν λογοκρισία τῶν κατακτητῶν καὶ δημοσιευθὲν σὲ τεῦχος τῆς «Νέας Ἑστίας» (1 Νοεμ. 1949), ἀγορασθὲν ἀπὸ παζάρι τοῦ Ε.Λ.Ι.Α. ἀπὸ τὸν γράφοντα. (Κατεβάστε το ἐπίσης σὲ MS-Word καὶ σὲ φωτογραφικὴ ἀνατύπωσι σὲ PDF. Ὁπτικὴ ἀναγνώρισις καὶ διόρθωσις ἀρχαίου κειμένου καὶ παραπομπῶν (μὲ ἀντιπαραβολὴ τοῦ TLG) ἀπὸ τὸν γράφοντα.)

   Θὰ μοῦ πεῖτε, τί σχέσι ἔχει αὐτὸ τὸ καταπληκτικὸ κείμενο μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, μιᾶς ἄλλης χώρας ποὺ τὴν κατοικοῦσαν ἄλλοι ἄνθρωποι ποὺ μιλοῦσαν ἄλλη γλῶσσα, μὲ τὸ σημερινὸ παρακμιακὸ καὶ ἐκφυλιζόμενο τριτοκοσμικὸ Ἑλλαδιστάν καὶ τὴν «προοδευτικιά» του ψευδοδιανόησι; (Τὸ πολὺ πολὺ νὰ κατηγορήσουν σήμερα οἱ γενίτσαροι Δημητράδες τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Γ.Χ. Κανελλακόπουλο καὶ τὸν γράφοντα ὡς «ρατσιστές».) Σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα δὲν δύναμαι νὰ ἀπαντήσω, δύναμαι μόνον νὰ διαβεβαιώσω ὅτι κάποιοι ἐξακολουθοῦν νὰ βρίσκονται στὶς ἐπάλξεις.

   «τὰ μὲν γὰρ ἐν τοῖς ψυχροῖς τόποις ἔθνη καὶ τὰ περὶ τὴν Εὐρώπην θυμοῦ μέν ἐστι πλήρη, διανοίας δὲ ἐνδεέστερα καὶ τέχνης, διόπερ ἐλεύθερα μὲν διατελεῖ μᾶλλον, ἀπολίτευτα δὲ καὶ τῶν πλησίον ἄρχειν οὐ δυνάμενα· τὰ δὲ περὶ τὴν Ἀσίαν διανοητικὰ μὲν καὶ τεχνικὰ τὴν ψυχήν, ἄθυμα δέ, διόπερ ἀρχόμενα καὶ δουλεύοντα διατελεῖ· τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος, ὥσπερ μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους, οὕτως ἀμφοῖν μετέχει. καὶ γὰρ ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν· διόπερ ἐλεύθερόν τε διατελεῖ καὶ βέλτιστα πολιτευόμενον καὶ δυνάμενον ἄρχειν πάντων, μιᾶς τυγχάνον πολιτείας.»
(Ἀριστοτέλης, «Πολιτικά», 1327b, 23)

John William Waterhouse, Ὅ Ὕλας καὶ οἱ Νύμφες 1896


ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ *

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΕΑ

Τοῦ Γ.Χ. Κανελλακοπούλου
(Περιοδικὸν «Νέα Ἑστία», ἔτος ΚΓ' - 1949, τόμος 49ος, τεῦχος 536, Ἀθῆναι, 1 Νοεμβρίου 1949, σελ. 1397-1399)

* Σημ. τ. «Νέας Ἑστίας». - Ἀπὸ τὰ κείμενα, ποὺ ἐμπόδισε ἡ λογοκρισία τῶν καταχτητῶν νὰ τυπωθοῦν. Βλ. Καὶ τὰ τεύχη 531 κ.ἐ. Φυσικά, ἔχει πολὺ καλὰ τὴ θέση του στὸ Ἀφιέρωμα τοῦτο, ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἑλληνική Ἰδέα.

Στὸν Καθηγητὴ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΤΣΑΤΣΟ

Ὁ Ἀλέξανδρος φυλάει τὴν Ἰλιάδα, σὲ χρυσῆ θήκη. Ὄχι τὸ δόρυ· πνεῦμα εἶναι ἡ Ἑλλάδα! «Νύχτες τοῦ Φήμιου (254)»

Κωστῆς Παλαμᾶς


   Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πίστευαν ὅτι οἱ πρόγονοί τους εἶχαν γεννηθῆ, ὅπως ὁ Ἐρεχθεύς, ἀπὸ τὴ Γῆ (βλ. Πλάτωνος «Πολιτεία 414 Ε). Καὶ τὴ Γῆ τους ὅπου ἦταν ἐνταφιασμένοι ἐκεῖνοι τὴν ἀγαποῦσαν μὲ ἀκατάλυτο πάθος καὶ ἦταν πάντοτε ἕτοιμοι νὰ θυσιασθοῦν γιὰ τὴν ἐλευθερία της. Τὴν ἔβλεπαν σὰν κοινὴ μητέρα, ζοῦσαν βαθειὰ τὴ ζωή της καὶ πίστευαν ὅτι ὁ ἐαυτός τους εἶναι ἀναπόσπαστο στοιχεῖο της. Ἡ ἀρχαία ψυχὴ αἰσθανόταν τὰ φτερά της νὰ λυγίζουν ὅταν ἔχανε τὴ ζωντανὴ ἐπαφή της μὲ τὴν Ἑλληνικὴ φύση, ὅπως ἀκριβῶς ὁ μυθικὸς Ἀνταῖος ἔχανε τὴ δύναμή του ὅταν δὲν ἄγγιζε τὴ μητέρα του τὴ Γῆ. Ἀλλὰ τότε, γιατί ἡ ἀρχαία Τέχνη πρόσεξε τόσο ἐλάχιστα τὸ φυσικὸ τοπεῖο; Μιὰ τέτοια Φύση ὅπως ἡ Ἑλληνική, γεμάτη φῶς, ὀμορφιὰ καὶ ἀθανασία, πῶς δὲν ἔδωσε στὸν Ἕλληνα Καλλιτέχνη, ποὺ ὡς τόσο εἶχε βαθειὰ τὴν αἴσθηση, σύμβολα γιὰ νὰ ζωγραφίση τὰ μεγάλα ὁράματά του; Καὶ γιατί ὁ ἔρωτας ὁ Πλατωνικὸς ποῦ ἐκβαχεύει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ὑψώνει μέχρι τὸ ἀπόλυτο κάλλος, μέχρι τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ, ξεκινάει μονάχα, ἀπὸ τὸ ὡραῖο ἀνθρώπινο σῶμα, χωρὶς νὰ μεθύση τὴν ψυχὴ μὲ τὸ ἀθάνατο κάλλος ποὺ γεμίζει τὴ φύση; Σήμερα εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβουμε βαθύτερα ὅ,τι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ὀνόμαζαν φύση. Ἡ σύγχρονη «φυσιολατρεία», ὅπως τὴ διεμόρφωσε κυρίως τὸ Γαλλικὸ μυθιστόρημα, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ρωμαντικὴ χαμένη ψυχικὴ ἐπαφὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φύση. Ἡ ἐπαφή, ὅμως, αὐτὴ στὴν Ἑλλάδα ἦταν ζωντανὴ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχαίου πρὸς τὴ Γῆ του δὲν εἶχε τίποτε τὸ ρωμαντικό. Δὲν ἦταν νοσταλγία ἀλλὰ πραγματικότητα. Ἔπειτα, σήμερα πιστεύουν πὼς ἡ φύση εἶναι μιὰ «ἄψυχη ὕλη», ἕνας νεκρὸς κόσμος ποὺ λειτουργεῖ μηχανικά. Ἀντίθετα οἱ Ἕλληνες πίστευαν ὅτι ἡ φύση εἶναι ἔμψυχη, εἶναι κάτι ποὺ ἔχει τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του μέσα του, μιὰ ἀδιάκοπη πνευματικὴ ἐνέργεια, πρὸς ὡρισμένο τέλος (Βλ. Κ. Γεωργούλη, Ἀριστοτέλους «Πρώτη Φιλοσοφία» σελ. VIII κ.ἑ.). Γιὰ τὴ μεσαιωνικὴ φιλοσοφία, ἡ φύση εἶναι natura naturata, δηλ. ἕνα φθαρτὸ σύνολο ὑλικῶν δημιουργημάτων. Γιὰ τὴν Ἑλληνική, ὅμως, ἀντίληψη τὰ πάντα εἶναι «πλήρη Θεῶν», γιατί τὰ πάντα κοινωνοῦν μὲ τὸ πνεῦμα (Βλέπε Πλάτωνος «Νόμοι» 899 Β). Ἀλλὰ ἂν ἡ σχολαστικὴ θεολογία ἀρνήθηκε ἀπόλυτα τὴν Ἑλληνικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ φύση, τὸ ἔκανε γιατί ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ δῆ, τὸ πνεῦμα ποὺ «ζωογονεῖ», ἀφοῦ καὶ τὸ Χριστὸ ποὺ εἶναι ἀπόλυτη ἐλευθερία, τὸν ἔκανε «δόγμα». Μόνο στὸν Ἀπόστολο Παῦλο φανερώθηκε μὲ ὁλόκληρο τὸ οὐράνιο καὶ φοβερὸ μεγαλεῖο του, τὸ Πνεῦμα, ὅταν διώκτης του πλησίαζε πρὸς τὴ Δαμασκό. Καὶ ὁ Παῦλος βρίσκεται πολὺ κοντὰ στὴν ἑλληνικὴ ἀντίληψη. Ὅταν μίλησε πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, στὸν Ἄρειο Πάγο, τοὺς εἶπε ὅτι ἴσως μπορέσουν νὰ ψηλαφήσουν καὶ νὰ βροῦν τὸν «ἄγνωστο Θεό», γιατί δὲν εἶναι καθόλου μακρυά τους. «Ἐν αὐτῷ γάρ, ἐπρόθεσε, καὶ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμὲν ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι» (Βλέπε Πράξεις ιζ' 22-29). Καὶ πραγματικὰ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν καθόλου μακρυά τους. Ἦταν μέσα τους καὶ γύρω τους. Πουθενὰ ἀλλοῦ ἡ φύση δὲν εἶναι τόσο ἔνθεη ὅσο εἶναι στὴν Ἑλλάδα.

William-Adolphe Bouguereau, Νύμφες καὶ Σάτυρος, 1873

   Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ ἔχουμε πάντοτε στὸ νοῦ μας ἂν θέλουμε νὰ συλλάβουμε βαθύτερα τὸ θρησκευτικὸ δεσμὸ τῆς ἀρχαίας ψυχῆς πρὸς τὸ χθόνιο καὶ τὸ γήϊνο. Μόνο μ᾿ αὐτὴ τὴ βασικὴ προϋπόθεση θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε γιατί μιὰ nature morte ἦταν κάτι ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἐμπνεύση τὸν Ἕλληνα Καλλιτέχνη, ἄφοῦ ὅ,τι ὡραῖο ὑπῆρχε γι᾿ αὐτὸν στὴ φύση ἦταν ἡ ζωντανὴ παρουσία τῶν θεῶν καὶ τῶν θείων ὑπάρξεων τοῦ Ποσειδῶνος, τοῦ Πανός, τῶν Σατύρων, Ἀμαδρυάδων, τῶν Νυμφῶν κ.λπ. Γιατί καὶ οἱ Θεοὶ εἶχαν τὴν ἴδια μὲ τοὺς θνητοὺς Ἕλληνες μητέρα. Ἦταν Θεοὶ χθόνιοι «Ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος. Ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν μητρὸς ἀμφότερον», ἔψαλε ὁ μεγάλος μύστης τῆς ἀρχαιότητος Πίνδαρος (Νέμεα ΣΤ') γιατί γνώριζε τὴν ἀσύλληπτη ἀπὸ τοὺς ἀμύητους ἀλήθεια, τῆς ἀπόλυτης ἑνότητας τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, τοῦ αἰσθητοῦ καὶ τοῦ νοητοῦ, τοῦ χρονικοῦ καὶ τοῦ αἰωνίου, τοῦ ἀνθρώπινου καὶ τοῦ θείου. Πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο, πρὸς τὸν ὁποῖον ἔκανε συχνὰ τὴν προσευχὴ του ὁ Σωκράτης, ἔβλεπε τὰ φωτοβόλα μάτια τοῦ Ἀπόλλωνος. Κι ὁ Ἀλκιβιάδης ἔμοιαζε μὲ τοὺς Σιληνοὺς ποὺ ἂν τοὺς ἄνοιγες στὰ δυό, ἔβλεπες ὅτι Ἔχουν μέσα τοὺς ἀγάλματα Θεῶν! Ἔπειτα οἱ ἀρχαῖοι ἦταν ἀδύνατο νὰ καταλάβουν τὸ ὡραῖο, τὸ «καλόν», χωρὶς τὸ ἀγαθό, ὅπως καὶ ἀντίθετα τὸ ἀγαθὸ χωρὶς τὴν ὡραιότητα ποὺ δὲν ἦταν μονάχα ἐξωτερικὴ ἰδιότητα ἀλλὰ εἶχε καὶ ἐσωτερικὴ ἀνταύγεια. Στὸ ὡραῖο ζητοῦσαν πάντοτε τὶς ἰδιότητες τοῦ ἤθους καὶ τοῦ πνεύματος, ποῦ θὰ ἔκαναν δυνατὴ τὴ βλάστηση τῆς ἀρετῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ ἀρχαία Τέχνη καὶ γενικώτερα τὸ ἀρχαῖο πνεῦμα συγκέντρωσε τόσο ἀποκλειστικὰ τὴν προσοχή του πρὸς τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ποὺ «ἐν αὐγῇ καθαρᾷ» δὲν ἦταν παρὰ «Ὁρατὴ ψυχὴ» (Βλέπε Ι. Συκουτρῆ Πλάτωνος Συμπόσιον, σελ. 54 κ.ἐ.).

Sir John Everett Millais, Ὀφηλία, 1852

   Ὁ Πλάτων, λίγες στιγμὲς πρὶν πεθάνει, εὐχαρίστησε τοὺς Θεοὺς γιατί εἶχε γεννηθεῖ Ἕλληνας. (Βλέπε Πλουτάρχου, Μάριος 46). Καὶ ἡ ἰδανικὴ Πολιτεία ποὺ ἐσχεδίασε γιὰ νὰ ὑπάρχη στὸν Οὐρανὸ αἰώνιο παράδειγμα, ἔπρεπε νὰ εἶναι Ἑλληνική. «Τί δε δή; ἔφην· ἣν σὺ πόλιν οἰκίζεις, οὐχ Ἑλληνὶς ἔσται; Δεῖ γ᾿ αὐτὴν, ἔφη.» (Βλέπε Πλάτωνος «Πολιτεία» 470e). Ἀλλὰ τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἐγέμιζε τὴν Πλατωνικὴ ψυχή, μὲ θεῖον ἔρωτα πρὸς τὴν Ἑλλάδα; Εἶναι, πιστεύουμε, φανερὸ ὅτι ὁ Πλάτων εἶχε κατορθώσει νὰ δῆ ὁλοκάθαρη τὴν Ἑλληνικὴ Ἰδέα. Ὁ Πλάτων, ὅπως εἶναι γνωστό, εἶχε πνευματικὴ ἐνόραση τοῦ παντός. Ἦταν κάτι περισσότερο ἀπὸ ἀληθινὸς φιλόσοφος, ἦταν σοφός, κι ἂς γράφει ὁ ἴδιος στὸ «Φαῖδρο» (2789) ὅτι μονάχα τὸ θεὸ πρέπει νὰ λέμε σοφό. Περιγραφή, βέβαια, τῆς ἰδέας αὐτῆς δὲν μᾶς ἔδωσε, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἦταν δυνατὸ νὰ μᾶς δώση.

   Ἡ Ἰδέα εἶναι κάτι τὸ ἄρρητο. Ἐκεῖ στὸ νοητό, στὸν «ὑπερουράνιο» τόπο ποὺ βρίσκεται, δὲν μποροῦν νὰ φτάσουν οὔτε ἡ ἐπιστήμη οὔτε ἡ διαλεκτική. Σὲ κάποιο σημεῖο τελειώνουν οἱ δρόμοι τοῦ Λόγου. Ἀπὸ κεῖ καὶ «ἐπέκεινα» τὸ πνεῦμα προχωρεῖ μὲ τὴ «θεία μανία». Ὅταν ὁ Ὀδυσσεύς, μὲ τὸ θέλημα τῶν θεῶν, πλησιάζει πρὸς τὴν Ἰθάκη καὶ ἡ Ἰθάκη εἶναι Ἰδέα, ὁ Ὅμηρος τοῦ κλείνει τὰ μάτια καὶ οἱ Φαίακες κοιμισμένο τὸν φέρνουν καὶ τὸν ἀφήνουν ἐκεῖ (Βλέπε Ὁμήρου «Ὀδύσσεια» Ν 95-105). Γιατὶ ὁ «Θεῖος ποιητὴς» γνώριζε πῶς ἦταν ἀδύνατο νὰ ἐκφράση τὴ θεία ἀγαλλίαση τῆς ψυχῆς ποὺ πλησιάζει τὸ θαῦμα, ἦταν ἀδύνατο νὰ περιγράψη τὴν Ἰδέα. Καὶ στὴν «Ἰλιάδα» πουθενὰ ὁ Ὅμηρος δὲν φανερώνει τὴν Ἑλένη. Γιατί καὶ ἡ Ἑλένη εἶναι τὸ ἀπόλυτο κάλλος, εἶναι Ἰδέα. «Δίδωσι δ᾿ οὐκ ἔμ᾿, γράφει καὶ ὁ Εὐριπίδης (Ἑλένη 33-36) ἀλλ᾿ ὁμοίωσας᾿ ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν οὐρανοῦ ξυνθεῖσ᾿ ἄπο Πριάμου τυράννου παιδί· καὶ δοκεῖ μ᾿ ἔχειν, κενὴν δόκησιν, οὐκ ἔχων» κ.λπ.). Ἀλλ᾿ ὅ,τι, ὅμως, «θυμᾶται» καὶ διαισθάνεται ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψη καὶ ν᾿ ἀποδείξη ὁ Πλάτων-Φιλόσοφος, αὐτὸ τὸ ἄρρητο, θὰ τὸ πῆ πάντοτε μὲ τὸ συμβολικὸ μῦθο ὁ Πλάτων-Ποιητής.

   Οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες, πολὺ πρὶν γεννηθῆ ὁ Πλάτων, πίστευαν ὅτι στὴν Ἑλλάδα ὑπάρχει τὸ «μέσον» της ἐπιφανείας τῆς Γῆς. Ὑπῆρχε μάλιστα καὶ μία παλαιὰ παράδοση ὅτι ὁ Ζεὺς ἄφησε κάποτε ἀπὸ τὶς δυὸ ἀντίθετες ἄκρες του κόσμου δυὸ περιστέρια ποὺ συναντήθηκαν στὴν Ἑλλάδα. Καὶ ὁ Ἡσίοδος ἀναφέρει ὅτι ὅταν ὁ θεὸς Κρόνος, νικημένος ἀπὸ τὸ γιὸ του Δία, ἐξαναγκάστηκε ν᾿ ἀνεβάση πάλι τὴ γενιά του ποὺ εἶχε καταπιῆ, πρῶτα ξέρασε τὸ λιθάρι ποὺ ἡ Ρέα τοῦ εἶχε δώσει σπαργανωμένο γιὰ νὰ γλυτώση τὸ Δία. Τὸ λιθάρι αὐτό, ποὺ ἦταν ὁλόκληρος βράχος, ὁ Ζεὺς τὸ πῆρε καὶ τὸ στήριξε κάτω ἀπὸ τὶς πλαγιὲς τοῦ Παρνασσοῦ γιὰ νὰ μείνη σημάδι αἰώνιο καὶ νὰ τὸ θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι. (Βλ. Ἡσιόδου «Θεογονία», στίχ. 495). Στὸν βράχο αὐτὸν ποὺ ὀνομάστηκε «ὀμφαλὸς τῆς Γῆς» χτίστηκε ἀργότερα τὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν (Βλ. Σοφοκλέους «Οἰδίπους Τύραννος» 480). Ἀλλὰ ὅ,τι ὁ Πλάτων μᾶς εἶπε μὲ τὸ συμβολικὸ μῦθο, ὁ μεγάλος μαθητής του, ὁ Ἀριστοτέλης, μᾶς τὸ ἀναπτύσσει, δσὸ εἶναι δυνατό, ἐπιστημονικά, στὰ «Πολιτικὰ» (1327b, 23) ὅπου γράφει τοὺς ἐξῆς περίφημους ἐθνολογικοὺς χαρακτηρισμούς: «Τὰ μὲν γὰρ ἐν τοῖς ψυχροῖς τόποις ἔθνη καὶ τὰ περὶ τὴν Εὐρώπην θυμοῦ μέν ἐστι πλήρη, διανοίας δὲ ἐνδεέστερα καὶ τέχνης, διόπερ ἐλεύθερα μὲν διατελεῖ μᾶλλον, ἀπολίτευτα δὲ καὶ τῶν πλησίον ἄρχειν οὐ δυνάμενα· τὰ δὲ περὶ τὴν Ἀσίαν διανοητικὰ μὲν καὶ τεχνικὰ τὴν ψυχήν, ἄθυμα δέ, διόπερ ἀρχόμενα καὶ δουλεύοντα διατελεῖ· τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος, ὥσπερ μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους, οὕτως ἀμφοῖν μετέχει. καὶ γὰρ ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν· διόπερ ἐλεύθερόν τε διατελεῖ καὶ βέλτιστα πολιτευόμενον καὶ δυνάμενον ἄρχειν πάντων, μιᾶς τυγχάνον πολιτείας.»

Ἀριστεὺς Φρίξος, ᾨδὴ στὸν Ἥλιο, 1910

   Σ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος συνώψισε, γιὰ ὅλους τοὺς καιροὺς καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ἱστορία καὶ τὴ μοῖρα τῆς ἀνθρωπότητας. Καὶ πραγματικὰ ἡ ἱστορικὴ ἐμπειρία μᾶς διδάσκει ὅτι οἱ λαοὶ τῆς Ἀνατολῆς ποτὲ δὲν κατώρθωσαν νὰ πραγματοποιήσουν μιὰ βιώσιμη ὀργάνωση τῆς Πολιτείας καὶ τῆς Κοινότητας καὶ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τους. Καμμιὰ ἀνάγκη καὶ καμμιὰ δύναμη δὲν τοὺς ὁδήγησε ποτὲ πρὸς τὰ πρακτικὰ ἔργα. Στὸν Πολιτισμὸ τῆς Ἀσίας πάντα βασιλεύει ἡ φαντασία καὶ τὸ ὄνειρο. Ἐνῶ ἀντίθετα μυθολογία τοῦ βορρᾶ εἶναι ἕνας καθαγιασμὸς τῆς ἀνδρείας καὶ γενικώτερα οἱ Εὐρωπαῖοι ποὺ ἀγαποῦν μὲ φανατισμὸ τὴν ἐλευθερία τους εἶναι θετικοὶ καὶ πρακτικοὶ ἂνθρωποι, ἀλλὰ χωρὶς ἐσωτερισμὸ καὶ μυστικοπάθεια. Καὶ τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα εἶναι γενικὰ πνεῦμα ἐπιστημονικό. Τὸ Ἑλληνικὸ ὅμως γένος ποὺ «μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους» δὲν ἔχει κανένα ἀπὸ τὰ γεωγραφικὰ καὶ φυσικὰ μειονεκτήματα τῶν ἄλλων φυλῶν. Τίποτε τὸ ἐρημικό, τὸ χαῶδες, τὸ ἀσύμμετρο, τὸ φοβερό, τὸ Ἀσιατικὸ ποὺ σ᾿ ἐκμηδενίζει δὲν ὑπάρχει στὴν Ἑλληνικὴ φύση. Τὰ πάντα πειθαρχοῦν στὸν Ἑλληνικὸ Νόμο τοῦ μέτρου καὶ τῆς ἁρμονίας. Τὰ πάντα εἶναι πλασμένα γιὰ μιὰ πνευματικὴ μυσταγωγία. Ἄλλα καὶ τίποτε ἀπὸ τὸ τραχὺ ψῦχος τοῦ βορρᾶ ποὺ σκληραίνει τὴν καρδιὰ καὶ μουδιάζει τὸ πνεῦμα. Τίποτε ἀπὸ τὴν αἰώνια συννεφιὰ τῆς Εὐρώπης ποὺ νυστάζει τὴν ψυχὴ καὶ νεκρώνει τὴ φαντασία. Μιὰ αἰώνια «εὐκρασία τῶν ὡρῶν» καὶ μιὰ Φύση θαυμαστὰ ἁρμονικὴ κάτω ἀπὸ ἕναν οὐρανὸ γεμᾶτον πάντα ἀπὸ αἰθέριο φῶς εἶναι οἱ πλαστικὲς δυνάμεις, στὶς ὁποῖες ὀφείλεται ἡ διαμαντένια διαύγεια τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος.

   Ὅταν ὁ Γκαῖτε ἔγραψε τὸν «Φάουστ», τὸ ἀθάνατο αὐτὸ ἀριστούργημα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος ποὺ τὸ γεμίζει ἴσως περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν ποίηση ἡ ἀλήθεια, ἦταν μοιραῖο νὰ αἰσθανθῆ τὸ μεγάλο κενὸ ποὺ ὑπῆρχε γύρω του καὶ μέσα του. Μιὰ ἄσβυστη λαχτάρα γιὰ «περισσότερο φῶς», μιὰ μεταφυσικὴ δίψα γιὰ τὸ ἀπόλυτο καὶ τὸ αἰώνιο, ἕνας βαθὺς ἵμερος γιὰ τὴ λύτρωση τῆς ψυχῆς ἔφερε τὸ πνεῦμα του στὴν ἡλιογέννητη χώρα τοῦ Ἀπόλλωνος. Τὸ βόρειο Φαούστειο πνεῦμα τῆς πράξης ἔπρεπε νὰ σμίξη ἐρωτικὰ μὲ τὸ Ἑλληνικὸ Κλασσικὸ πνεῦμα τοῦ Λόγου γιὰ νὰ βρῆ ἡ ἁμαρτωλὴ ψυχὴ τοῦ τρανοῦ μάγου τὸν ἐξαγνισμὸ καὶ τὴν κάθαρση, ποὺ πίσω τους κρυβόταν ὁ ἴδιος ὁ Γκαῖτε. Καὶ ἦταν ἀνάγκη ὁ μυστικὸς αὐτὸς ὑμέναιος νὰ γίνη κάπου κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Εὐρώτα. Ἐκεῖ κάποτε ὁ θεὸς ἔγινε Κύκνος καὶ μὲ τὴ θνητὴ Λήδα γέννησε τὴν Ἑλένη. Αὐτὴ ζητάει ὁ Φάουστ ὅταν τριγυρίζει τὴν Φαρσαλικὴ πεδιάδα καὶ τὴν Πελοπόννησο. Γιατί ἡ Ἑλένη θὰ τοῦ δώση τὴ δύναμη γιὰ νὰ βρῆ τὴν Πύλη τῶν Οὐρανῶν. Ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέση νὰ τὴν κρατήση πολὺ κοντά του. Μέσα στὴ βαρειὰ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ζήση τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα. Θὰ τοῦ φύγει μέσα ἀπὸ τὰ δάχτυλα ποὺ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ κρατήσουν παρὰ μονάχα τὸ νυφικό της πέπλο... (Βλ. Γκαῖτε, «Φάουστ», Μέρος Β. Μετ. Δ. Λάμψα σ. 294).

   Ἡ Ἑλλάδα εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ μέρος τῆς Εὐρώπης. Καὶ ἐνῶ δὲν ἔχει τίποτε ἀπὸ τὰ γεωγραφικὰ καὶ φυλετικὰ μειονεκτήματά τους, συγκεντρώνει, μὲ μιὰ θαυμαστὴ ἰσορροπία, ὅλες τὶς ἀρετές τους. Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ ἀντίληψη τὸ πνεῦμα μόνον στὸ χῶρο τῆς ἐλεύθερης καὶ ὀργανωμένης Πολιτείας πραγματοποιεῖται. Καὶ τὸ πνεῦμα δὲν εἶναι οὔτε ἀπαθὴς διανοητικισμός, οὔτε ἄλογος μυστικισμός, εἶναι: Ἔρωτας καὶ Λόγος. Γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἡ θεωρία δὲν ἀντιμάχεται τὴν πράξη ἀλλὰ τὴν καθοδηγεῖ, τὴν φωτίζει καὶ τὴ συμπληρώνει. «Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ᾿ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας» δὲν εἶχε πῆ καὶ ὁ Περικλῆς; (Βλ. Θουκυδίδου II 40,10) Τὸ ὅτι δὲ «φύσει» τὸ Ἑλληνικὸ γένος εἶναι «διανοητικὸν καὶ ἔνθυμον» ἐπαληθεύει χαρακτηριστικὰ ἡ ἀρχαία παράδοση ὅτι ὁ Αἰσχύλος ζήτησε νὰ γράψουν στὸν τάφο του ὅτι ἦταν «Μαραθωνομάχος» καὶ ὁ Μαραθωνομάχος καὶ ὁ ποιητὴς τὸν ἴδιο ἀγῶνα ἀγωνίστηκαν. Ν᾿ ἀπολυτρώσουν τὸ πνεῦμα. Στὴν τραγωδία τὸ πνεῦμα ἀντιμάχεται τὴ Μοῖρα. Στὸ Μαραθῶνα πολέμησε τοὺς βαρβάρους. Ἡ Γῆ ποὺ χάλασε τὸν Ξέρξη, δὲν ἔπλασε καὶ τὸν Αἰσχύλο;

   Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ ἔχης γεννηθῆ καὶ νὰ ζῆς στὴν Ἑλληνικὴ Γῆ γιὰ νὰ εἶσαι Ἕλληνας. Οἱ Ὀθωμανοὶ ἔζησαν στὴν Ἑλλάδα τόσους αἰῶνες, καί, ὅμως, ἔφυγαν ὅπως ἦρθαν «Βάρβαροι», Τότε μονάχα εἶσαι Ἕλληνας, ὅταν κλείνεις καὶ μέσα σου τὴν Ἑλλάδα, ὅταν ἔχεις καὶ τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος τὸ «Ἑλληνικό». «Τοσοῦτον δ᾿ ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥσθ᾿ οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασιν, καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας.» (Βλ. Ἰσοκράτους Πανηγυρικὸς 50).

   Καὶ ἡ Ἱστορία τότε μονάχα πραγματοποιεῖ τὴν Ἑλληνικὴ Ἰδέα ὅταν τὰ συγκεκριμένα ἱστορικὰ γεγονότα ἔχουν σημασία γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὰ πεπρωμένα του. Οἱ Μηδικοὶ Πόλεμοι ἀσφαλῶς δὲν θὰ εἶχαν τὴν κοσμοϊστορικὴ σημασία ποὺ ἔχουν σήμερα ἂν δὲν εἶχαν ὡς συνέπεια τὸν πνευματικὸ πολιτισμὸ τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς. Ὁ Πελοποννησιακὸς πόλεμος θὰ ἦταν ἴσως ἕνα λησμονημένο ἐπεισόδιο ἂν δὲν εἶχε γραφῆ ἡ ἱστορία τοῦ Θουκυδίδη. Ἀλλὰ καὶ ὅ,τι διαιωνίζει τὸ πνεῦμα τοῦ Μεσολογγίου, ὅ,τι δημιουργεῖ τὴν ἀθανασία αὐτοῦ τοῦ θαύματος, δὲν εἶναι οἱ «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι» τοῦ Σολωμοῦ; Αἰωνιότητα, χωρὶς τὸ πνεῦμα εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρξη, καθὼς εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρξη κόσμος χωρὶς τὸν ἥλιο. Καὶ ἡ Ἑλλάδα εἶναι, ὅπως ὁ ἥλιος, αἰώνια, καὶ ἀκατάλυτη, γιατὶ ὑπῆρξε ὁ λυτρωτής, ὁ μυσταγωγὸς καὶ ἱεροφάντης τοῦ πνεύματος.

Γ. Χ. ΚΑΝΕΛΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ