«Tὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική· τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου. Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιον ἐστί»)

Σελίδες Πατριδογνωσίας - Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Ἀντίβαρο - Πολυτονικό
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φύσις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φύσις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Ποῦ πηγαίνουν οἱ κάμπιες ὅταν κατεβαίνουν ἀπὸ τὸ πεῦκο;

   Ὁ Πυθέας ἀναζητοῦσε τὴν ἄγνωστη Θούλη, ὁ Κολόμβος τὶς Δυτικὲς Ἰνδίες καὶ ὁ συνταγματάρχης Φῶσσετ τὶς μυθικὲς χρυσὲς πολιτεῖες στῆν ζούγκλα τοῦ Μάτο Γκρόσο· ὁ Μαγγελάνος ξεκινοῦσε γιὰ τὸν γύρο τοῦ κόσμου καὶ ὁ Ἄρμστρονγκ γιὰ τὴν χλωμὴ Σελήνη. Δέος ἔνιωσα ὡστόσο κοιτάζοντας ἕνα πρωινὸ τὶς μικρὲς κάμπιες (thaumetopoea pityocampa) ποὺ περνοῦσαν τὸν δρόμο.

Τὸ ταξίδι τῆς κάμπιας
(Χαλάνδρι, Ἀθῆναι, 19-3-2012)

   Ποῦ πηγαίνουν οἱ κάμπιες ὅταν κατεβαίνουν ἀπὸ τὸ πεῦκο;

   Ἀπὸ τὴν ζεστή, σκιερὴ ἀγκαλιὰ τοῦ μητρικοῦ πεύκου, στὸ τραχύ, ἡλιοκαμμένο ἔδαφος. Κάθετα στὸν ἀφιλόξενο δρόμο. Σὲ μιὰ σειρά, ἡ μιὰ πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἀργά-ἀργά, ἴσα ποὺ πιάνει τὸ μάτι. Πορεία, μακρύτερη κι ἀπὸ μαραθώνιο. Προορισμός, πιὸ ἄγνωστος κι ἀπὸ τὴν Ἀτλαντίδα. Ἕνα ἀπελπισμένο ταξίδι πρὸς τὸν θάνατο. (Πόσο δύσκολο εἶναι τὸ ἐγχείρημα... Χώρια ποὺ φοβοῦμαι ὅτι ἄμα σκοτωθῇ ἡ ὁδηγός, ὅλη ἡ ὁμὰς εἶναι καταδικασμένη.) Γιατί; Χωρὶς λόγο. Χωρὶς σκοπό. Χωρὶς ἐλπίδα. Μόνον ἐπειδὴ κάτι βαθύτερο, ἕνα κάλεσμα ἀπὸ ἀλλοῦ, ἡ μακρινή, ὀνειρικὴ εἰκόνα μιᾶς πεταλούδας ποὺ τρελοπαίζει τὰ πολύχρωμα φτερά της στὸν ἥλιο, μιὰ στιγμὴ ἀθανασίας, ἀνεπίγνωστα μᾶς ἔλκει στὴν σωτηρία καὶ στὸν χαμό μας.


Τὸ ταξίδι τῆς κάμπιας
(Χαλάνδρι, Ἀθῆναι, 19-3-2012)

Πληροφορίες:
- Ἐκεῖ ποὺ ποτὲ δὲν πάτησε ἱεραπόστολος (V for VALIS)
- S.O.S. γιὰ τὰ πεῦκα στοῦ Φιλοπάππου (Λόφοι Φιλοπάππου)
- Κάμπια τοῦ πεύκου (Βιοκῆπος)

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Γειά καὶ χαρά σου, αἴγαγρε!

Τοῦ αἰγάγρου

Ὁ Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος σὲ πανικὸν (ἤτοι ἐκ τοῦ Πανός) οἶστρον.

Πήδηξε ὁ αἴγαγρος καὶ στάθηκε σὲ μιὰ ψηλὴ κορφή. Στητὸς καὶ ρουθουνίζοντας κοιτάζει τὸν κάμπο καὶ ἀφουγκράζεται πρὶν ἄλλο σκίρτημα σὲ ἄλλη κορφὴ τὸν πάῃ.

Τὰ μάτια του λάμπουν σὰν κρύσταλλα καὶ μοιάζουν μὲ μάτια ἀετοῦ, ἢ ἀνθρώπου ποὺ μέγας οἶστρος τὸν κατέχει. Τὸ τρίχωμά του εἶναι στιλπνὸ καὶ ἀνάμεσα στὰ πισινά του πόδια, πίσω καὶ κάτω ἀπ’ τὸ κεντρί του, τὸ μέγα σήμαντρον τῆς ἀπολύτου ὀρθοδοξίας ταλαντευόμενον σὲ κάθε σάλεμά του, βαριὰ καὶ μεγαλόπρεπα κουνιέται.

Κάτω ἐκτείνεται ὁ κάμπος μὲ τὰ λερὰ μαγνάδια του καὶ τὶς βαρειὲς καδένες.
Ὁ αἴγαγρος κοιτάζει καὶ ἀφουγκράζεται. Ἀπὸ τὸν κάμπο ἀνεβαίνει μιὰ μυριόστομη κραυγὴ ἀνθρώπων πνευστιώντων.

«Αἴγαγρε! Αἴγαγρε! Ἔλα σὲ μᾶς γιὰ νὰ χαρῆς καὶ νὰ μᾶς σώσῃς.»

Ὁ αἴγαγρος κοιτάζει καὶ ἀφουγκράζεται. Ὅμως δὲν νοιάζεται καθόλου γιὰ ὅλου τοῦ κάτω κόσμου τὴν βοὴ καὶ τὴν ἀντάρα. Στέκει στητὸς στὰ πόδια του, καὶ ὅλο μυρίζει τὸν ἀέρα, σηκώνοντας τὰ χείλη του σὰν σὲ στιγμὲς ὀχείας.

«Αἴγαγρε! Αἴγαγρε! Ἔλα σὲ μᾶς γιὰ νὰ εὐφρανθῆς καὶ νὰ μᾶς σώσῃς. Θὰ σὲ λατρέψουμε ὡς Θεό. Θὰ κτίσουμε ναοὺς γιὰ σένα. Θἄσαι ὁ τράγος ὁ χρυσός! Καὶ ἀκόμη θὰ σοῦ προσφέρουμε πλούσια ταγὴ καὶ ὅλα τὰ πιὸ ἀκριβὰ μανάρια μας… Γιὰ δές!»

Καὶ λέγοντας οἱ ἄνθρωποι τοῦ κάμπου ἔσπρωχναν πρὸς τὸ βουνὸ ἕνα κοπάδι ἀπὸ μικρὲς κατσίκες σπάνιες, ἀπὸ ράτσα.

Ὁ Αἴγαγρος στέκει ἀκίνητος καὶ ὀσμίζεται ἀκόμη τὸν ἀέρα. Ἔπειτα, ξαφνικά, ὑψώνει τὸ κεφάλι του καὶ ἀφήνει μέγα βέλασμα, ποὺ ἀντηχεῖ ἐπάνω καὶ πέρα ἀπ’ τὰ φαράγγια σὰν γέλιο λαγαρό, καὶ μονομιᾶς, μὲ πήδημα γοργό, σὰν βέλος θεόρατο ἢ σὰν διάττων, ἀκόμη πιιο ψηλὰ πετιέται.

Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε! Γιατί νὰ σοῦ φαντάξουν τὰ λόγια τοῦ κάμπου καὶ οἱ φωνές του; Γιατί νὰ προτιμήσῃς τοῦ κάμπου τὰ κατσίκια; Ἔχεις ὅ,τι χρειάζεσαι ἐδῶ καὶ γιὰ βοσκὴ καὶ γιὰ ὀχεῖες καὶ κάτι παρὰ πάνω, κάτι πού, μά τὸν Θεό, δὲν ἤκμασε ποτὲ κάτω στοὺς κάμπους -ἔχεις ἐδῶ τὴν Λευτεριά!

Τὰ κρύσταλλα ποὺ μαζώχθηκαν καὶ φτιάξαν τὸν Κρυστάλλη, ὁ Διονύσιος Σολωμὸς ὁ Μουσηγέτης, ὁ Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος καὶ πρωτοψάλτης Κάλβος, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος ποὺ ἑλληνικὰ τὰ ἤθελε ὅλα κ’ ἔκρυβε μέσα του, βαθιά, μία φλογερὴ ψυχὴ Σαβοναρόλα, ὁ μέγας ταγὸς ὁ Δελφικός, ὁ Ἀρχάγγελος Σικελιανὸς ποὺ ἔπλασε τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων καὶ ἀνάστησε (Πάσχα καὶ αὐτὸ) τὸν Πάνα, ὁ ἐκ τοῦ Εὐξείνου ποιητὴς ὁ Βάρναλης ὁ Κώστας , αἱ βάτοι αἱ φλεγόμεναι, ὁ Νῖκος Ἐγγονόπουλος καὶ ὁ Νικήτας Ράντος, ὁ Ὀδυσσεὺς Ἐλύτης, ποὺ τὴν ψυχὴ του βάφτισε στὰ ἰωνικὰ νερὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀρχιπελάγους, ὁ ἐκ Λευκάδος ποιητής, αὐγερινὸς καὶ ἀποσπερίτης, ὁ Νάνος Βαλαωρίτης, αὐτοὶ καὶ λίγοι ἄλλοι, αὐτοὶ ποὺ πῆραν τὰ βουνά, νὰ μὴν τοὺς φάη ὁ κάμπος, δοξολογοῦν τὸν οἶστρο σου καὶ τὸ πυκνό σου σπέρμα, γιὲ τοῦ Πανὸς καὶ μίας ζαρκάδας Ἀφροδίτης.

Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε, ποὺ δὲν ἀγαπᾶς τοὺς κάμπους ! Τί νὰ τοὺς κάνῃς; Ὁ ἥλιος ἐδῶ, κάθε πρωί, σηκώνεται ἀνάμεσα στὰ κέρατά σου! Στὰ μάτια σου λάμπουν οἱ ἀστραπὲς τοῦ Ἰεχωβὰ καὶ ὁ ἵμερος ὁ ἄσβηστος τοῦ Δία, κάθε φορά ποὺ σπέρνεις ἐδῶ, στὰ θηλυκά σου, τὴν ἔνδοξη καὶ ἀπέθαντη γενιά σου!

Γειά καὶ χαρά σου, Αἴγαγρε, ποὺ δὲν θὰ πᾶς στοὺς κάμπους! Γειά καὶ χαρά σου, ποὺ πατᾶς τὰ νυχοπόδαρά σου στῶν ἀπορρώγων κορυφῶν τὰ πιὸ ὑψηλὰ Ὡσαννά!

Εἶπα καὶ ἐλάλησα, Αἴγαγρε, καὶ ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω.

(Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος, «Τοῦ αἰγάγρου»,  ἀπὸ τὴν «Ὀκτάνα», Γλυφάδα, 12-7-1960)

(Ἀπὸ τὸ ἱστολόγιον «Ἀρετή ΚΑΙ Τόλμη» καὶ τὸ ΥπΠο/ΕΚεΒι/Ἔτος Ἐμπειρίκου 2001.)


* * *

Γειά καὶ χαρά σου, αἴγαγρε, ποὺ δὲν ἀγαπᾷς τοὺς κάμπους

Βοσκοὶ στὴν κορυφὴ τοῦ Παρνασσοῦ (φωτ. Frédéric Boissonnas, 1903)

Τὸ 1966 ὁ Ἀλέξης Δαμιανὸς γυρίζει τὴν περίφημη ταινία του, «Μέχρι τὸ πλοῖο».

Ἡ καθοδική, καὶ πτωτική, πορεία τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν αὐθεντικότητα, μοναξιὰ καὶ ἐλευθερία τοῦ σκληροῦ καὶ κακοτράχαλου ἀλλὰ ἁγνοῦ ὄρους, στὴν εὐκολία τοῦ κάμπου καὶ στὴν ἀλλοτρίωσι, στὴν παρακμή, καὶ ἴσως μεγαλύτερη μοναξιά, τῆς πόλης, τοῦ λιμανιοῦ, τελικῶς τῆς ξενιτιᾶς...

Στὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν, ἡ αὐθεντικότητα, ἡ ἐλευθερία. Ἴσως, ὅμως, μόνον γιὰ τὸν ὑπεράνθρωπο; Ἢ για τὸν ἀετὸ τοῦ Ὀλύμπου τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ἢ τὸν Αἴγαγρο τοῦ Ἐμπειρίκου. Ὁ ἥρωάς μας ἀναγκάζεται νὰ κατεβῇ χαμηλότερα.
«Ὅλοι ἐμεῖς κατρακυλᾶμε καὶ ξενιτευόμαστε σὰν τὰ κοτρώνια ποὺ ἄμα καὶ ξεριζωθοῦμε κατρακυλᾶμε στὸ καταράχι.»

Ἐργάζεται σκληρὰ στὸ σιδεράδικο τοῦ φίλου του, στὴν ράχη τοῦ βουνοῦ. Ἐκεῖ, οἱ πρώτες τριβές. Γιὰ τὸν ἔρωτα τῆς Λενιῶς -ἤδη τὸ πρῶτο θηλυκόν, πτωτικὸν στοιχεῖον!-, ἡ φιλία δοκιμάζεται.
«Ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Κι ὁ δεσπότης τὸ ἴδιο. Κι ἐσύ...»

Μὲ πείσμα ὁ ἥρωάς μας χτυπᾷ τὸ σίδερο στὸ ἀμόνι, γιὰ νὰ μαλακώσῃ τὴν πιὸ κι ἀπὸ τὸ σίδερο δοκιμαζόμενη καρδιά του.

Φεύγει. Χαμηλότερα, κατὰ τὸν κάμπο. Ἡ φυσικὴ ζωή, οἱ χυμοὶ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔρωτα μὲ τὴν ζουμερὴ βοσκοπούλα, τὴν Νανότα.
Ὁ αἴγαγρος καὶ τὸ ἀγριοκάτσικο

(Ἀνεπανάληπτο ρητὸ ἀπὸ τὴν ταινία, αὐτὸ τοῦ νεαροῦ βοσκόπουλου, τὸ ὁποῖο τρέχει κάθε τόσο νὰ συμμαζέψῃ τὴν ἐξημμένη ἀπὸ ὑπερχειλίζοντες χυμοὺς βοσκοπούλα, ὅπως ἔτρεχε ἀκριβῶς νὰ συμμαζέψῃ καὶ τὶς γίδες κατὰ τὴν περίοδο τῆς γονιμότητος, καὶ ἀφοῦ τελικῶς συμπεραίνει ὅτι κάθε προσπάθεια συμμαζέματος τῆς ἀσυμμάζευτης εἶναι μάταιη: «Μὴ σώσει καὶ γκαστρωθεῖ! Ἐγὼ δὲν δίνω δεκάρα!»)

Ἀλλὰ ὁ κάμπος ἤδη συνιστᾷ πτῶσιν. Καὶ στὰ ὅριά του περνᾷ ὁ ἐπαρχιακὸς δρόμος. Καὶ ὁ δρόμος φέρνει τὴν ψεύτικη κι ἀπατηλὴ λάμψι τῆς πόλης. Ἡ γριὰ τσιγγάνα ξεγελᾷ τὴν βοσκοπούλα. Καὶ ἡ βοσκοπούλα, θέλοντας νὰ γνωρίσῃ τὰ φῶτα τῆς πόλης, παίρνει τὸν δρόμο, κι ἡ ψεύτρα τσιγγάνα τὴν πουλᾷ πόρνη στὸν ἀπατεώνα προαγωγό. Κι ὁ ἥρωάς μας ξεβράζεται τελικῶς κι αὐτός, στὴν πόλη, στὸ λιμάνι.

Ἐκεῖ, σ᾿ ἕνα μικρὸ διαμέρισμα, μαζὶ μὲ ἕνα ζευγάρι ποὺ διαλύεται. Ἡ τριβὴ καὶ ἡ φθορά. Ἡ διάψευσις. Καὶ μόνη διέξοδος, τὸ καράβι γιὰ τὴν Αὐστραλία.

* * *

Ὁ Ἐμπειρίκος, ὁ Σικελιανὸς καὶ ὁ Παλαμᾶς
Πῶς ἐπεξεργάζονται οἱ τρεῖς ποιητὲς τὸν μῦθο τοῦ Πανὸς καὶ τοῦ Διονύσου καὶ πῶς συνθέτουν τὴ συγκρητιστικὴ θεολογία τους


Τοῦ Παντελῆ Μπουκάλα
(«Η Καθημερινή», 17 Ἰουλ. 2001)

Ένας από τους κομβικούς μύθους του Εμπειρίκου είναι ο μύθος του αθάνατου θεού Πανός, ο οποίος αφήνει ανεξίτηλα τα ίχνη του σε όλο το έργο του ποιητή. Στην Παγκόσμιο Συμπολιτεία της Νέας Εποχής, στον «Μεγάλο Ανατολικό», «η επίσημος θρησκεία ήτο η του Πανός», ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στο επιμνημόσυνο κείμενό του για τη Μαρία Βοναπάρτη ο ποιητής δεν λησμονεί «τους λαγαρούς αυλούς του αιωνίου Πανός». Πόσο θα αυθαιρετούσαμε άραγε αν υποθέταμε ότι ο Εμπειρίκος αναδέχεται και επανεγγράφει, σαφώς μετατοπίζοντάς το και μετατονίζοντάς το, ένα από τα πολλά θέματα της ιδιαίτερα εκτεταμένης παλαμικής ποίησης; Στο «Αργώ ή Πλους αεροστάτου», λοιπόν, ο Πέντρο Ραμίρεθ κραυγάζει: «Ο Μέγας Παν δεν πέθανε! Ο Μέγας Παν δεν πεθαίνει!» Η κραυγή ετούτη, που επιχειρεί να αντισταθεί στην ιστορία, στην ιστορία των θρησκειών και των παθών, έχει ήδη ακουστεί σχεδόν με τα ίδια λόγια το 1897, στη συλλογή του Κωστή Παλαμά «'Ιαμβοι και ανάπαιστοι», έστω κι αν αυτό δεν το θυμόμαστε περισσότερο απ' όσο θυμόμαστε ότι το μοτίβο της γραφής στην άμμο υπήρξε (και) παλαμικό («Κάτου στην άμμο του γιαλού μια μέρα, μακριά της, / εκεί που μόνος έστεκα έγραψα τ' όνομά της...») πριν κατοχυρωθεί, και διά της μελοποιήσεως, στον Σεφέρη («Πάνω στην άμμο την ξανθή / γράψαμε τ' όνομά της...»). Έγραφε λοιπόν ο Παλαμάς:


«Η γη μας γη των άφθαρτων/αερικών και ειδώλων,/πασίχαρος και υπέρτερος/θεός μας είν' ο Απόλλων.//Στα εντάφια λευκά σάβανα/γυρτός ο Εσταυρωμένος/είν' ολόμορφος Αδωνις / ροδοπεριχυμένος.// Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας/αθέλητα κρυμμένη·/ο Μέγας Παν δεν πέθανε,/όχι· ο Παν δεν πεθαίνει!»

Προϊστορία

Ως υποκείμενη τόσο στο ποίημα του Παλαμά όσο και στο κείμενο του Εμπειρίκου μπορούμε να θεωρήσουμε ένα σημαδιακό χωρίο στο έργο του Πλούταρχου «Περί των εκλελελοιπότων χρηστηρίων»: Ένα καράβι αναγκάζεται να αράξει στους Παξούς και μια φωνή από το νησί καλεί τον Αιγύπτιο κυβερνήτη να αναγγείλει, όταν θα περάσει από το Παλώδες, ότι «Παν ο μέγας τέθνηκεν». Κι όταν αυτός το ανάγγειλε, εγένετο «μέγας στεναγμός άμα θαυμασμώ μεμιγμένος». Ο θάνατος του θεού, ως θάνατος του κατά φύσιν βίου, του ιμέρου ή της Αρχαίας Θρησκείας, υπήρξε ερεθιστικός για όλες τις μορφές της τέχνης στη διάρκεια των αιώνων, όπως τεκμηριώνεται και στο βιβλίο του Σερ Τζον Μπόρντμαν «Ο μέγας θεός Παν. Η επιβίωση μιας εικόνας». Από αυτό το λαμπρό δοκίμιο αποσπώ μερικούς στίχους της Αγγλίδας ποιήτριας Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνιγκ, σε μετάφραση του Άρη Μπερλή: «Η θλιβερή κραυγή σηκώθηκε/και έσβησε μακρόσυρτη στον αέρα / μελαγχολική κι απεγνωσμένη./Και άκουσα τα λόγια που είπε:/Πέθανε ο Παν. Απέθανε ο μέγας Παν,/ο Παν, ο Παν απέθανε.»

Είναι αναγκαίο ωστόσο να συνυπολογίσουμε στους πιθανούς γεννήτορες της εμπειρίκειας αναβάθμισης του μύθου του Πανός τη διαπραγμάτευσή του από τον Άγγελο Σικελιανό, με τον οποίο άλλωστε ο Εμπειρίκος μοιράζεται, εκτός των άλλων, τη λογική των ανοιχτόκαρδων εγκωμίων προς ομοτέχνους· από τις σικελιανικές «ωδές» για τον Μαβίλη, τον Βαλαωρίτη, τον Παλαμά, τον Παπαδιαμάντη, την Πολυδούρη, τον Μαλακάση έως τους ύμνους για τους Μπεάτους, ο δρόμος είναι ομαλός. Ο ίδιος ο Εμπειρίκος, πάντοτε αυθόρμητα ειλικρινής και τρυφερός που τους άλλους ποιητές, στο ποίημα «Του Αιγάγρου» της «Οκτάνας» τιμά τον «Αρχάγγελο Σικελιανό που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων και ανάστησε (Πάσχα και αυτό) τον Πάνα». Ίσως θα ήταν πιο κοντά στα πράγματα και στα ονόματα αν έλεγε ότι ο Σικελιανός ανάστησε τον Διόνυσο, εντούτοις, για να προσοικειωθεί τον αναστάσιμο λόγο του Σικελιανού και να τον εντάξει στο δικό του κοσμολογικό-θεολογικό σύστημα, μεταβαίνει από τον Διόνυσο στον σχεδόν μόνιμο συνοδό του και ενίοτε ταυτόσημό του, τον Πάνα. Δεν λείπει βέβαια ο Παν από τη σικελιανική ποίηση, δεν δεσπόζει όμως, εφόσον «αιώνιος θεός» ονομάζεται ο Διόνυσος, λ.χ. στο ποίημα «Ελεύτερα Δωδεκάνησα». Στο «Πέμπτο Ευαγγέλιο» του έργου «Πάσχα των Ελλήνων», «μικρή καμπάνα εφώναζε τρεμάμενη τον Πάνα», ενώ με το ποίημα «Ο Παν» ο Σικελιανός αινεί τον τράγο («άρχος και ταγός»), ευκρινή υπόσταση ενός θεού «αιγιπόδη δικέρωτος πολυκρότου ηδυγέλωτος» κατά τον σχετικό Ομηρικό Ύμνο, τον οποίο «τον είδαν οι αθάνατοι / κι όλοι τους τότε στην ψυχή τους καταχάρηκαν / και προπαντός ο Βάκχειος Διόνυσος· / και Πάνα τον ονόμασαν γιατί πάντων τις φρένες έτερψε» (κατά τη μετάφραση του Δημήτρη Παπαδίτσα και της Ελένης Λαδιά).

Τα πράγματα δεν είναι ποτέ ευθύγραμμα βεβαίως, αργότερα πάντως, στην υπερρεαλιστική ήπειρο, ο τράγος θα γίνει Αίγαγρος, στο ποίημα «Του Αιγάγρου» το οποίο, συν τοις άλλοις, μας βεβαιώνει πόσο δημοτικός ήταν εντέλει ο καθαρεύων λόγος του Εμπειρίκου: «Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάη. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμά του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω απ' το κεντρί του, το μέγα σήμαντρον της απολύτου ορθοδοξίας ταλαντευόμενον σε κάθε σάλεμά του, βαριά και μεγαλόπρεπα κουνιέται.»

Συγκρητισμός

Ο Σικελιανός λοιπόν συνθέτει τη θεολογία του με άξονα τον «Ελεύτερο Θεό» Διόνυσο, τον «Εσταυρωμένο Βάκχο». «Ω Πάσχα, / πανσεβάσμιο Πάσχα! / Ω Ιακχε! / Απόλλωνα! / Ιησού!» αναφωνεί στο ποίημά του «Διόνυσος-Ιησούς», μια από τις διαυγέστερες εκτυπώσεις του συγκρητιστικού του πάθους, που φέρνει στο νου το ποίημα «Άρτος και Οίνος» του Φρίντριχ Χέλντερλιν. «Ω Λόγε-Διόνυσε! (...) Τεράστιε Βάκχε! (..) Ω Λόγε-Ελλάδα» επανέρχεται στο ποίημα «Απόλλων Διονυσόδοτος». «Γλυκό μου βρέφος, Διόνυσέ μου και Χριστέ μου» προσεύχεται στο «Διόνυσος επί λίκνω», για να κορυφώσει την τέχνη του στο εξαίσιο ποίημα «Μέγιστον μάθημα» που απολήγει (δηλαδή ανοίγει) με την εξής κατά του θανάτου νικητήρια αποστροφή: «Ό,τ' έχει σμίξει με το Διόνυσο κι ως μέσα/το μυστικόν εγεύτη Θάνατο βαθιά του/πριχού το θάνατο τον άλλο αντικρίσει,/δεν σταματά μεσοστρατίς στην Αιωνιότη,/μα, ως την πνοή του όλη την ξόδεψε στο δώρο/και την ψυχή του την εγύμνωσεν η Αγάπη,/γυμνό θα πάρει της Αβύσσου το στεφάνι!»

Ο Εμπειρίκος, υλικότερος, σωματικότερος, οργανωτής μιας χθόνιας θεολογίας, στο ποίημά του «Το μέγα βέλασμα ή Παν-Ιησούς Χριστός» του 1964 μετακινείται από τον σικελιανικό Διόνυσο-Χριστό στον Πάνα-Χριστό (προφανής και σημαίνουσα η αναλογία των δύο τίτλων) και δοξολογεί, επίσης με συγκρητιστικό πάθος (αν θυμηθούμε τον Λόγο-Αμνό του χριστιανικού συστήματος) «το βέλασμα του ωραίου αμνού, του αμνού-κριού του αίροντος τας αμαρτίας του κόσμου».

* * *

Δεῖτε ἐπίσης:
Ἄγγελος Σικελιανός, «Πὰν ὁ Μέγας». Ἡ δεύτερη ὁμιλία τοῦ Σικελιανοῦ ὑπὸ τὸν τίτλο «Πὰν ὁ Μέγας», ἐκφωνήθηκε ἀπὸ τὸν ποιητὴ στὶς 19 Φεβρουαρίου 1909. Ἀγγέλου Σικελιανοῦ, «Κήρυγμα Ἡρωισμοῦ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2004.

(Ἐδῶ ὁ νεαρὸς Σικελιανὸς οἰστρηλατεῖται ἀπὸ τὸν Πάνα, ὄχι ἀπὸ τὸν Διόνυσο· μάλιστα ἀντικρούει τὸν Νίτσε καὶ τὴν περὶ Ἑλλάδος καὶ Διονύσου ἄποψι τοῦ τελευταίου.)

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Iris Hellenica: Ἀντίδοτο στὴν παρακμή

Ἕνα ἄγνωστο μέχρι σήμερα, ὄμορφο λουλουδάκι, ἀνακαλύπτεται στὰ ἀπείραχτα, ἀμόλυντα ἀπὸ τὴν παρακμὴ ἑλληνικὰ βουνά. Ἀλλὰ ἂς ἀφἠσουμε τὴν Ἑλένη Μπίστικα νὰ μιλήσῃ.


Στο όρος Σαϊτά, στη βόρειο Πελοπόννησο, σε απόμερες πράσινες πλαγιές ανάμεσα στις πέτρες, φυτρώνει η «Iris Hellenica» (φωτογραφία Διονύση Μέρμυγκα).

Στα ριζά της Δεύτερης Σελίδας, ήρθε κι άνθισε η Iris Hellenica, ένα ντελικάτο λουλούδι και μια είδηση πρωτόφαντη, αισιόδοξη, πάνω και πέρα από τον χρόνο, σε απόλυτη ταύτιση με την αρμονία και τους ρυθμούς της αιωνιότητος, τους οποίους ακούει η Φύση. Σε μια πολιτική και οικονομική εφημερίδα, όπως η «Καθημερινή», που όμως προσφέρει σήμερα στους αναγνώστες της «τα όνειρα που μάζεψε ο Μάνος Χατζιδάκις και μας τα επιστρέφει με τη μουσική του», με τη «Λαϊκή Αγορά» του, υπάρχει πάντα τόπος για αλήθεια κι ομορφιά, όπως είναι η ανακάλυψη ενός ανθού που φυτρώνει στις πλαγιές του βουνού Σαϊτά στην Πελοπόννησο, κοντά σε χιονοσκέπαστες κορυφές όπου περπατούσαν οι αρχαίοι θεοί της μυθολογίας.

Το όνομα της αγγελιοφόρου των θεών φέρει η Ιρις, ως πανέμορφο γένος λουλουδιού, με παγκόσμια αναγνώριση ως Iris, για να δείξει τη μεγάλη ποικιλία χρωματισμών που παρουσιάζουν τα άνθη των διαφόρων ειδών Ιρίδων. Ομως, αυτή η Ιρις που σας παρουσιάζουμε σήμερα έχει το δικό της, καταδικό της όνομα. Είναι η Iris Hellenica, ένα νέο είδος Ιριδος που -όπως μας λέει το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, που μας έδωσε την είδηση- έρχεται να προστεθεί στα περίπου 15 είδη και υποείδη Ιρίδων που βρίσκονται στη χώρα μας. Το νέο είδος δημοσιεύθηκε από τους βοτανικούς Διονύση Μέρμυγκα, Kit Tan και τον καθηγητή Αρτέμιο Γιαννίτσαρο στο τελευταίο τεύχος του επιστημονικού περιοδικού Phytologia Balcanica, και βρίσκεται ήδη στο Διαδίκτυο.

Τον «τύπο» του νέου είδους, δηλαδή το φυτό, με βάση το οποίο έγινε η περιγραφή του, συνέλεξε τον Μάιο του 2008 ο περιβαλλοντολόγος και στέλεχος του Βοτανικού Εργαστηρίου του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, ο κ. Διονύσης Μέρμυγκας, στο όρος Σαϊτά της βορείου Πελοποννήσου. Ο Σαϊτάς βρίσκεται νότια της πεδιάδας του Φενεού και διαθέτει μια χλωρίδα με πολλά ενδιαφέροντα είδη, όπως και τα γειτονικά του όρη Χελμός, Κυλλήνη και Ολίγυρτος. Η χλωρίδα και η βλάστηση του Σαϊτά αποτελούν το θέμα της διδακτορικής εργασίας που πραγματοποιεί ο Δ. Μέρμυγκας, με επιβλέποντα τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Αρτέμιο Γιαννίτσαρο.

Σε μια εκδρομή στο βουνό, τον Μάιο του 2008, ο Διονύσης Μέρμυγκας είχε ανακαλύψει μια Ιριδα που θεώρησε πως ανήκε στο είδος Iris Germanica. Οταν την έδειξε στην καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης και συνεργάτιδα του Μουσείου, κ. Kit Tan, αυτή παρατήρησε πως το φυτό πρέπει να αποτελεί νέο είδος! Ακολούθησαν περαιτέρω παρατηρήσεις στο πεδίο, στο εργαστήριο και σε φυτά που καλλιεργήθηκαν, οι οποίες επιβεβαίωσαν την υπόθεση αυτή.

Η Iris Hellenica συγγενεύει στενά με την Iris Germanica, αλλά διαφέρει σε μια σειρά από καθοριστικά χαρακτηριστικά, όπως το ύψος, οι διαστάσεις των τμημάτων του άνθους και το χρώμα. Η Iris Germanica θεωρείται πως είναι ένα υβρίδιο με αρχαία προέλευση και καλλιεργείται εκτεταμένα ως καλλωπιστικό, σχεδόν σε όλο τον κόσμο, σε αντίθεση με την ενδημική «ελληνική» Ιριδα που φύεται άγρια στα βουνά της Πελοποννήσου. Αυτά από τις πληροφορίες που μας έδωσε το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας μαζί με τη διευκρίνιση πως το πλήρες επιστημονικό όνομα του είδους είναι: Iris Hellenica Mermygka, Kit Tan & Yannitsaros, από τα ονόματα των βοτανικών που την ανακάλυψαν και την κατέταξαν σε νέο είδος.

Στο όρος Σαϊτά -που ύστερα απ' αυτή τη σπουδαία ανακάλυψη αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον να το περπατήσει κανείς κι έχει εγγραφεί στον παγκόσμιο χάρτη όσων μελετούν κι αγαπούν τη φυτολογία- οι πληθυσμοί του φυτού (αυτό που λέμε εμείς «μπουκέτο σκόρπιο στο χώμα») φυτρώνουν σε μια μικρή έκταση περίπου 500 τ.μ. Απαιτούνται κι άλλες παρατηρήσεις για να εκτιμηθεί η κατάσταση των πληθυσμών και οι πιθανές απειλές που μπορεί να αντιμετωπίζουν. Οι Ιριδες ήταν γνωστές από τους αρχαίους χρόνους και αναφέρονται από τον Θεόφραστο, τον Στράβωνα και τον Διοσκουρίδη. Χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα στην αρωματοποιία και τη φαρμακευτική.

Το μήνυμα

Ας χαρούμε, χάρις στις ωραίες φωτογραφίες που έβγαλε ο Διονύσης Μέρμυγκας, ο πρώτος που έσκυψε πάνω από την Ιριδα, και τη θαύμασε, και την κοίταξε καλά στην απόμερη πλαγιά, ανάμεσα στις πέτρες του όρους Σαϊτά, σ' εκείνη τη σημαδιακή εκδρομή του Μαΐου 2008. Η χάρις του άνθους, που φέρει το όνομα της αγγελιοφόρου των θεών, έφερε και σε μας το μήνυμα της ύπαρξής της στο πέρασμα των αιώνων, όταν ήρθε η ώρα να φανερωθεί στον νέο επιστήμονα που την είδε και την πήρε μαζί του, να την μελετήσει. Ο μύθος του Αισώπου χάρις στον Δ. Μέρμυγκα παίρνει νέα διάσταση - τα τζιτζίκια τραγουδούν ξένοιαστα όλο το καλοκαίρι, αλλά το μυρμήγκι προσέχει...

Η πρόεδρος του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας κ. Νίκη Γουλανδρή, με τη σοφία της γνώσης και της πείρας, δίνει μια άλλη διάσταση στην ανακάλυψη και καθιέρωση ως νέο είδος φυτού, της «Ιριδος της Ελληνικής»: «Η ελληνική φύση -μας είπε- αυξάνεται και αμύνεται στην καταναλωτική μανία του σύγχρονου ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένου και του Ελληνα. Ομως, ο φυτικός πλούτος της χώρας μας -πλουσιότερος από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε σχέση με την έκτασή της- δεν υπολογίζεται. Τα μέτρα και τα σταθμά που λειτουργούν στην παγκόσμια οικονομία υπολογίζονται σε δεκάδες χρόνια και βέβαια όχι σε σχέση με τη συντήρηση της ίδιας της ζωής».

Η Iris Hellenica που επί αιώνες φυτρώνει απέναντι σε χιονοσκέπαστες κορυφές βουνών, έχει πάρει απ' αυτά τη σοφία και την εγκαρτέρηση του αιώνιου. Ανακαλύφθηκε τώρα και πλούτισε τον φυτικό κόσμο και τοπίο της Ελλάδας με τη γοητευτική της παρουσία, που όμως ήταν πάντα εκεί, υπακούοντας στους νόμους της Φύσης και στην αλλαγή των εποχών. Ας την καλωσορίσουμε στη ζωή μας...

Κοντά στο δικό της άυλο πνεύμα ύπαρξης είναι η ποίηση.

«Πίσω από τα μυρωμένα χαρακτηριστικά του κρόκου
και τ' όνειρο μιας ανεμώνας,
την τρυφερή ομολογία του ναρκίσσου
κι ενός τριαντάφυλλου το δάκρυ,
πίσω απ' τη δύναμη της φύσης,
το σιωπηλό χαμόγελο των αστεριών,
πέρ' απ' τα κύματα της θάλασσας
και τους κυματισμούς του αέρα,
κινείται η ζωή μου.
Η φωτισμένη σκέψη μου αντλεί το μέλλον της
απ' τον συμμετρικό ρυθμό της Κίνησης
που απορροφά στο δρόμο της
το ανύπαρκτο διά της ζωής»

Marianne Delamotte «Oh. Fier Monde Nouveau - Γενναίος Κόσμος Νέος», έκδοση «το Ροδακιό», μετάφραση από τα γαλλικά από τη Λίνα Κάσδαγλη, με εικονογράφηση Αλέκου Φασιανού.

Η κ. Marianne Delamotte είναι αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, αγαπημένη αδελφή της κ. Νίκης Γουλανδρή.

* * *

Ἀντίδοτο στὴν παρακμὴ εἶπα; Στὸ ἴδιο φύλλο τῆς ἐφημερίδος, βλέπω τὸ κάτωθι -ὄχι δὲν θὰ μιλήσουμε περὶ ΔΝΤ, ΔΕΘ καὶ ἐκτοξευόμενα παπούτσια (καλὰ ποὺ ὑπάρχουν καὶ τὰ τελευταῖα)· ἡ παρακμὴ εἶναι πολὺ βαθύτερη:

Πειραιεύς, Κονώνειον τεῖχος («Καθημερινή», 12-9-2010)

Ἐκστρατεία τοῦ ΣΚΑΪ, λέγει, γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀρχαίου Κονώνειου τείχους στὴν Πειραϊκή. Καὶ συγχαίρω ὅσους εὐαισθητοποιήθηκαν. Ἀλλὰ βλέπω τὶς φωτογραφίες καὶ ἀναρωτιέμαι ἐὰν κοινωνία ποὺ ἐπιτρέπει καὶ ἀνέχεται αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἀξίζει καὶ πρέπει νὰ ζήσῃ.

Διαρκὲς ἔγκλημα, ἱεροσυλία, ἔγκλημα κατὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς Φύσεως, ἔγκλημα ὄχι μόνον ἐναντίον τῆς σημερινῆς γενεᾶς, ἀλλὰ κατὰ γενεῶν καὶ γενεῶν τῶν προγόνων μας ἐπὶ χιλιάδες χρόνια καὶ τῶν ἀπογόνων μας γιὰ ἄλλα τόσα.

Ἡ ἀπόλυτη ὕβρις: Δολοφόνησαν βελανιδιὰ 1600 ἐτῶν. ([olympia.gr] [Ὁμάδα Παυσανίας] [ἡ βελανιδιὰ πρίν λίγα χρόνια, ζωντανὴ καὶ περήφανη])

Ἀντιλαμβάνεστε τὴν φρίκη, τὴν σημασία τῶν δύο εἰδήσεων; Μογγόλοι, ὁ Ταμερλάνος καὶ ὁ Ἴντι Ἀμὴν Νταντὰ νὰ ξεπατώσουν αὐτὴν τὴν κοινωνία καὶ νὰ ἀνασκάψουν ὣς καὶ τὶς πέτρες, ἴσως εἶναι ἡ μόνη σωτηρία γι᾿ αὐτὰ τὰ χώματα· νὰ σωθῇ τουλάχιστον ἡ Iris Hellenica στὰ ψηλὰ βουνά.

Πειραιεύς, ἀρχαῖον τεῖχος, 2009

Βέροια, ἀρχαῖον τεῖχος, 15-5-2010 (ἀ-εργῶδες, «Ἡ νίκη ἐπὶ τῆς Νιγηρίας καὶ τὸ ἀρχαῖο τεῖχος»)

Θῆβαι (φωτ. Ἀντώνης Κατάνος)

* * *

«Καμμιὰ κοινωνία δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει χωρὶς ἀξιοπρέπεια. Μπορεῖ ὡστόσο νὰ βυθίζεται στὸν ἐξευτελισμὸ γιὰ ἱκανὸ διάστημα, προτοῦ ἐξαφανιστεῖ ἱστορικὰ μὲ τὲλη ἐπώδυνα, ἐπαίσχυντα, ἀγωνιώδη.»
(Χρῆστος Γιανναρᾶς, «Ἡ Καθημερινή», 26-2-2006)

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

«Ἡ τέχνη ἦταν γιὰ μένα θρησκευτικὴ πράξη εὐλάβειας καὶ λατρείας πρὸς τὴν Μητέρα Φύση»

Γεννήθηκα τὸ 1887 στὸν Πειραιά· Οἱ γονεῖς μου κατάγονταν ἀπὸ τὴ Χίο.
...

Ἐκεῖ κάτω, εἰς τὰ βράχια τῆς Φρεαττύδας ποὺ καθημερινὰ μᾶς πήγαινε τὴν ἀδελφή μου κι ἐμένα ἡ γιαγιά μας, ἀνάμεσα στὰ τραχιὰ ἐκεῖνα βράχια, ὅπου ἡ αὔρα ἔσειεν ἁπαλὰ τὸ μίσχο τοῦ φυτοῦ ποὺ φύτρωνε στὶς κουφάλες τῶν βράχων, στὸ χῶμα τὸ θεοφόρο, τὸ σπαρμένο ἀπὸ τὰ θραύσματα τῶν ἀγγείων, ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ χαίνοντα πηγάδια ποὺ μοῦ μιλοῦσαν γιὰ τοὺς ἀρχαίους κατοίκους αὐτῆς τῆς γῆς, τῆς γῆς μου, ἐμόρφωνα τὴ συνείδησή της, ἔπλαθα τὴν ἱστορία της...
Κατὰ τὴ διάρκεια ἀκόμη τῶν γυμνασιακῶν μου σπουδῶν, ἔκανα συχνὰ ὁδοιπορίες ἐξερευνώντας τὸ ἀττικὸ τοπίο. Ποιὰ χαρὰ ἐχάριζε στὴν ψυχὴ ἡ θέα τοῦ ἀνασκαλεμένου χώματος τῶν περιβολιῶν ποὺ ἄχνιζε κάτω ἀπὸ τὶς καυτὲς ἀχτίδες τοῦ ἥλιου!... Ὤ, ποιὰ χαρὰ στὴν ἀναπάντεχη θέα ἑνὸς ἄγνωστου γκρεμνοῦ, μιᾶς συστάδας ἀπὸ ἐλιές. Καὶ τὸ διάβα ἀνάμεσα στὸν ἱερὸ ἐλαιώνα. Καὶ οἱ ὑπώρειες τοῦτες τῆς Ἀθήνα, οἱ ὑπώρειες καὶ οἱ βράχοι... Κι οἱ σπηλιὲς τῶν γκρεμνῶν γύρω ἀπ᾿ τῆς Παλλάδας τὸ βράχο, καὶ ὁ τρισεύγενος ναός της... Πέρα, τῶν βουνῶν καὶ τῶν λόφων ἡ μουσικὴ ἀρμονία. Καὶ ὁ ἁγνότατος αἰθέρας, καὶ τὸ λαμπρότατο φῶς, καὶ τῶν ὡρῶν τοῦ δειλινοῦ ἡ ἀνείπωτη ἁρμονία.

[1904] Εἶχα ἤδη κάμει τὴ γνωριμιὰ τοῦ Καμπούρογλου καὶ τοῦ Περικλῆ Γιαννόπουλου. Ὁ πρῶτος ἦταν ὁ Ἀθηναῖος πρεσβύτης ποὺ λὲς κι ἐξεπήδησε ἀπὸ ἀρχαῖο ἀνάγλυφο. Μπροστά του εἶχες τὴν αἴσθηση πὼς ἐκεῖνος εἶναι ὁ γηγενὴς αὐτῆς τῆς χώρας καὶ πάροικοι οἱ ἄλλοι. Ὁ Γιαννόπουλος... Περίμεναν απ᾿ αὐτὸν νά ᾿ναι αὐτὸ ποὺ στὴν ἐποχή του δὲ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ γίνει. Ἂς μᾶς ἀρκέσει ὅτι ἐνσάρκωνε ὁ ἴδιος τὸ εὐγενέστερο καὶ πλέον ὑπερήφανο εἶδος τοῦ Ἕλληνα.
...

[1906-1908] Ἦταν ὁ Γιαννόπουλος καὶ ὁ Παρθένης ποὺ ἔπεισαν τὸν πατέρα μου νὰ μ᾿ ἀφήσει νὰ πάω νὰ σπουδάσω ζωγραφική. Τέλος, τὸ 1908, ἐπῆγα στὸ Μόναχο. [...] Παρίσι (1909-1912).
...

Ἐδιάβαζα Αἰσχύλο, καὶ τὰ μάτια μου ἐγέμιζαν δάκρυα ἀναπολώντας, ὅπως ἡ ἡρωίδα τοῦ Γκαῖτε, τὴ μακρινὴ γῆ τῶν Ἑλλήνων.
...

[1912] Τὴν ἄλλη μέρα ἔφευγα γιὰ τὴν Ἑλλάδα.
Ὅταν τὸ βαπόρι ἔφτασε στὴν Πάτρα, ἡ κρύα ἀκτινοβόλα ἀσπράδα ἑνὸς μαρμάρου ποὺ κείτονταν ἀπάνω στὸ λασπωμένο χῶμα, μοῦ φάνταξε στὰ μάτια, κι εὐθὺς εἶπα μέσα μου: «πρέπει ν᾿ ἀναθεωρήσω ὅτι ἔμαθα». Τόση ἦταν ἡ κρύα ἀντίθεση τῆς ἀσπράδας του μὲ τὰ τριγύρω.
Στὸν Πειραιά, γυρίζοντας μιὰ μέρα στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι, αἰσθανόμουν τὸν ἥλιο νὰ φλογίζει τὴν ἐπιδερμίδα μου, μὰ μπαίνοντας στὴ σκιά, ἡ κρυάδα της μ᾿ ἔκανε νὰ ριγήσω... Ἀναλογίστηκα πὼς οἱ βίαιες τοῦτες ἀντιθέσεις τοῦ κλίματος, ὅπως τὶς ἀντικρύζαμε ἐπὶ αἰῶνες, θά ᾿ταν οἱ αἰτίες ποὺ διέπλασαν τὶς ἀντιθέσεις τοῦ χαρακτήρα τῆς ράτσας μας.
Οἱ ἀρχαῖοι, στοχάστηκα, εἶχαν ὑποτάξει τοῦτες τὶς ἀντιθέσεις στὴν κατατομὴ τῶν γείσων των καὶ τῶν κυματίων των. Και δὲν πέρασαν δυὸ μέρες ποὺ στὰ λαϊκὰ χαμόσμιτα τοῦ Πειραιᾶ εἶδα στὴν ὀξεία γωνία ποὺ σχηματίζει ἡ μονόριχτη στέγη τους, στὸ σημεῖο ὅπου ἀνταμώνει τὸν πίσω τοῖχο, ὑλοποιημένη τὴν ἀντίθεση τούτη. Οἱ παρατηρήσεις τοῦτες μ᾿ ἕκαναν, παρατώντας τὴ συμβατικὴ μάθηση, νὰ μπῶ σ᾿ ἕναν αὐτόνομο δρόμο ποὺ μὲ δίδασκε ἡ φύση. Ἀπό τότε, ἡ ἀνάγκη τοῦ «κοινοῦ» καὶ τοῦ «κύριου» ποὺ μᾶς μιλάει ὁ Σολωμός, ἦταν ἡ ἔμμονη ἐπιδίωξή μου...
...

[1912-1920] Ἀλλ᾿ ἂς διαβάσω ἀπ᾿ τὶς γραμμὲς τὶς μισοσβησμένες ποὺ ἐγράφηκαν ἀπὸ τότε:

«Ἐλιά; Ἐσὺ εἶσαι τὸ ἅγιο τὸ δέντρο; Γιὰ σένα εἶπαν οἱ ἄνθρωποι οἱ παλιοὶ πὼς ἡ οὐσία σου εἶναι καθαρὴ γιατ᾿ εἶναι φωτὸς ὕλη;
»Πές μου, γιατὶ εἶναι βασανισμένος ὁ ἱερὸς κορμός σου; Τὰ τόσα στριφογυρίσματά του μὴν εἶναι τάχα τοῦ μόχθου σου τὰ σημάδια γιὰ τῆς πνευματικῆς σου ἀρχῆς, ποὺ ἐνσαρκώνεις, τὴν πραγμάτωση;
Ἐσὺ εἶσαι ἡ ἄμπελος ὁποὺ ἀναφέρει ἡ Γραφή; Γονατίζω καὶ φυλάω τὸ χῶμα ποὺ σὲ θρέφει. Ἰδές, εἶναι χαρακωμένο, ἀπ᾿ τοῦ Ἥλιου τὴ φλόγα... Ἀλλ᾿ ἐσὺ τὴ φλόγα τούτη μεταλλάζεις σὲ θεῖο πνεῦμα δρόσου...»
...

Ἡ ἄσκηση τῆς πρακτικῆς τοῦ Σεζὰν μὲ ἤγαγε μακριὰ ἀπ᾿ τὰ ἰδεώδη τῆς Δύσης. Ἡ Ἀνατολὴ καὶ τὸ Βυζάντιο μοῦ ἀποκάλυψαν πὼς ἡ δημιουργία μιᾶς ἀνηγμένης ἀπ᾿ τὴ φύση καὶ ἀπ᾿ τὴν ὕλη τῆς μίμησης συμβολικῆς γλώσσας, εἶναι ὁ δρόμος ὁ μόνος ἔγκυρος καὶ ἄξιος τοῦ πνεύματος γιὰ νὰ ἐκφράσει τὶς ἰδέες καὶ τὰ συναισθήματά μας ἀπ᾿ τὴ Ζωή.
Κάποιος εἶπε σωστὰ πὼς ἀπ᾿ τὴν ὑπεύθυνη στάση μας ἀνάμεσα Ανατολῆς καὶ Δύσης θὰ ἐξαρτηθεῖ ἡ πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Θὰ προσθέσω: κι ἀπὸ τὴν ἀρμόδια σύνθεση τῶν ἀντιθετικῶν ρευμάτων σὲ μιὰ νέα μορφή. Θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀναλύσω πῶς παρουσιάζεται τὸ πρόβλημα τοῦτο στὴν Ἀρχιτεκτονική. Μὰ θ᾿ ἀρκοῦσε ἐδῶ νὰ πῶ πὼς εἶμαι ἀνατολίτης.
...

Ἤθελα νὰ ζωγραφίζω ὁλομόναχος. Ὄχι μόνο γιατὶ ἕνας δὲν εἶναι πρόθυμος πάντα νὰ δείξει εἰς τοὺς ἄλλους τὶς ἐνδεχόμενες ἀδυναμίες του, μὰ γιατὶ ἡ τέχνη ἦταν γιὰ μένα θρησκευτικὴ πράξη εὐλάβειας καὶ λατρείας πρὸς τὴν Μητέρα Φύση, καὶ τὴν ἱερότητα τούτη κίνδυνος θἀ ᾿ταν ἡ ἀμάθεια τῶν πολλῶν νὰ τὴν προσβάλει. Μόνος λοιπὸν ἐπήγαινα εἰς τὸ ἄλσος τοῦτο, ποὺ ἦταν τὸ ἄδυτό μου. Μόνος ἢ μὲ τὸ Στέρη. Καὶ ἐκεῖνος αἰσθανόταν ὅμοια μὲ ἐμένα κι ἐσεβόταν τὶς θρησκευτικὲς τοῦτες στιγμὲς τοῦ ἄλλου.

Ἡ τέχνη εἶναι ὑπακοὴ στοὺς συμπαντικοὺς Νόμους, τοὺς αἰώνιους. Κι ἀναδιφώντας πάλι τὰ χαρτιά, ξαναβρίσκω ἕνα πεζὸ ποίημα ποὺ ἄρχιζε ἔτσι:

«ΕΥΣΕΒΕΙΑ
»Ἔθεσες παντοῦ Νόμους, ὦ Θεέ. Δῶσε νὰ τοὺς ἀκολουθῶ, δῶσε νὰ μὴν τοὺς προσβάλλω.»
...

Ἀπορῶ καὶ θαυμάζω πόσα δάκρυα «καὶ πάλι δάκρυα» ὁ ἄνθρωπος ὁ «ἄμφω βροτόσωμος καὶ ἄμβροτος ἀκαμάτοις θεότητος ὅροις» εἶναι ὁρισμένο νὰ ὑποφέρει γιὰ τὴν πνευματική του ἀνάβαση...

Νέοι, ἀποβάλλοντας τὸ θέλημα τὸ ἀτομικό, κατεβεῖτε εἰς τὸ σκάμμα τῆς ὑπακοῆς. Αὐτὴ καὶ μόνη θὰ σᾶς χαρίσει τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία. Καὶ μὴν ὀκνήσετε ποτέ, γιατ᾿ εἶναι γραμμένο πὼς «τὸ νὰ μὴν μπορέσουμε, ἴσως κάποτε μᾶς συγχωρεθεῖ· τὸ νὰ μὴν προσπαθήσουμε, ποτέ.»

Σημειώσεις:

Ἀποσπάσματα ἀπὸ αὐτοβιογραφικὸ σημείωμα τοῦ Δημήτρη Πικιώνη (α' δημοσίευσις στὸ περιοδικὸν «Ζυγός», 1958). Πηγή: «Δημήτρη Πικιώνη, Κείμενα», Μορφωτικὸ Ἴδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2000, ISBN 960-250-176-6. Πρόλογος Ζήσιμου Λορεντζάτου. Ἐπιμέλεια: Ἁγνὴ Πικιώνη - Μιχάλης Παρούσης.

Ὁλόκληρο τὸ ἀνωτέρῳ κείμενο εὐρίσκεται σὲ ἠλεκτρονικὴ μορφὴ στὶς ἱστοσελίδες γιὰ τὸν Πικιώνη τοῦ eikastikon καὶ τῆς Μυριοβίβλου. Δυστυχῶς, ἀπὸ τεχνικὴ ἄγνοια πιθανῶς, ἔχει παραχαραχθεῖ τὸ πρωτότυπο, μὲ ἐφαρμογὴ τοῦ ἀκαλαισθήτου καὶ ἀσεβοῦς πρὸς τὴν αἰσθητικὴ καὶ φιλοσοφία τοῦ δημιουργοῦ, μονοτονικοῦ. (Ἡ ἔκδοσις τοῦ ΜΙΕΤ σέβεται τὸ αὐθεντικὸ πολυτονικό.)

Θὰ ἀκολουθήσουν, σὲ ἐπόμενες δημοσιεύσεις μου, καὶ ἄλλα, ἀδημοσίευτα ἀκόμη ἠλεκτρονικῶς, κείμενα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μύστου τῆς ἑλληνικότητος.

Διαβάστε ἐπίσης: «Δημήτρης Πικιώνης», «7 ἡμέρες - Καθημερινή», 16 Ὀκτ. 1994.

Φωτογραφίες:

α) Δημήτρης Πικιώνης.
β) Δημήτριος Καμπούρογλου, ὁ Ἀθηναῖος (1852-1942).
γ) Ἐλαία, Γύθειον. [Φωτογραφία (1600x1200) τοῦ jimmythebest ἀπὸ τὸ DPGR.]
δ) Γεράσιμος Στέρης, «Δέντρα στὴν ἀκτή», λάδι σὲ καμβά, 39x47 ἑκ. [eikastikon]

Σάββατο 19 Ιουλίου 2008

Ἕλληνες καὶ Φύσις (Ἕνα ἀπαγορευμένο κείμενο τῆς Κατοχῆς)

  • Ποία ἡ σχέσις τῶν Ἑλλήνων μὲ τὴν Φύσι; Γιατί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν ἦταν «φυσιολάτρες» (μὲ τὴν σύγχρονη ἔννοια τῆς λέξεως) καὶ ἡ τέχνη τους ἀδιαφόρησε γιὰ τὸ φυσικὸ τοπίο; Γιατί ἡ σύγχρονη φυσιολατρία δὲν ἔχει πραγματικὴ σχέσι μὲ τὸ Ἑλληνικὸ Πνεῦμα (καὶ τὸν ἀρχαῖο κόσμο γενικῶς); Τί εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν ἔνθεη Ἑλληνικὴ Φύσι;
  • Ποία ἡ σχέσις Φύσεως καὶ Πνεύματος στὴν Ἑλληνικὴ Ἰδέα;
  • Πῶς ἡ ἔνθεη Ἑλληνικὴ Φύσις ἐγέννησε καὶ διεμόρφωσε τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπο;
  • Τί λέγει ὁ Ἀριστοτέλης γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ «μεσότητα», τὴν Φύσι καὶ τὸν Ἕλληνα ἄνθρωπο; Ποία ἡ διαφορὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀπὸ τὸν ἐξωστρεφή, φαούστειο Βορρὰ (καὶ Δύσι) καὶ τὴν ἐσωστρεφὴ Ἀνατολή;
  • Ποῖος εἶναι Ἕλλην καὶ ποῖος βάρβαρος;
   Σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἀπαντᾷ τὸ καταπληκτικὸ κείμενο τοῦ Γ.Χ. Κανελλακοπούλου, γραμμένο ἐπὶ Κατοχῆς, ἀπαγορευθὲν ἀπὸ τὴν λογοκρισία τῶν κατακτητῶν καὶ δημοσιευθὲν σὲ τεῦχος τῆς «Νέας Ἑστίας» (1 Νοεμ. 1949), ἀγορασθὲν ἀπὸ παζάρι τοῦ Ε.Λ.Ι.Α. ἀπὸ τὸν γράφοντα. (Κατεβάστε το ἐπίσης σὲ MS-Word καὶ σὲ φωτογραφικὴ ἀνατύπωσι σὲ PDF. Ὁπτικὴ ἀναγνώρισις καὶ διόρθωσις ἀρχαίου κειμένου καὶ παραπομπῶν (μὲ ἀντιπαραβολὴ τοῦ TLG) ἀπὸ τὸν γράφοντα.)

   Θὰ μοῦ πεῖτε, τί σχέσι ἔχει αὐτὸ τὸ καταπληκτικὸ κείμενο μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, μιᾶς ἄλλης χώρας ποὺ τὴν κατοικοῦσαν ἄλλοι ἄνθρωποι ποὺ μιλοῦσαν ἄλλη γλῶσσα, μὲ τὸ σημερινὸ παρακμιακὸ καὶ ἐκφυλιζόμενο τριτοκοσμικὸ Ἑλλαδιστάν καὶ τὴν «προοδευτικιά» του ψευδοδιανόησι; (Τὸ πολὺ πολὺ νὰ κατηγορήσουν σήμερα οἱ γενίτσαροι Δημητράδες τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Γ.Χ. Κανελλακόπουλο καὶ τὸν γράφοντα ὡς «ρατσιστές».) Σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα δὲν δύναμαι νὰ ἀπαντήσω, δύναμαι μόνον νὰ διαβεβαιώσω ὅτι κάποιοι ἐξακολουθοῦν νὰ βρίσκονται στὶς ἐπάλξεις.

   «τὰ μὲν γὰρ ἐν τοῖς ψυχροῖς τόποις ἔθνη καὶ τὰ περὶ τὴν Εὐρώπην θυμοῦ μέν ἐστι πλήρη, διανοίας δὲ ἐνδεέστερα καὶ τέχνης, διόπερ ἐλεύθερα μὲν διατελεῖ μᾶλλον, ἀπολίτευτα δὲ καὶ τῶν πλησίον ἄρχειν οὐ δυνάμενα· τὰ δὲ περὶ τὴν Ἀσίαν διανοητικὰ μὲν καὶ τεχνικὰ τὴν ψυχήν, ἄθυμα δέ, διόπερ ἀρχόμενα καὶ δουλεύοντα διατελεῖ· τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος, ὥσπερ μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους, οὕτως ἀμφοῖν μετέχει. καὶ γὰρ ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν· διόπερ ἐλεύθερόν τε διατελεῖ καὶ βέλτιστα πολιτευόμενον καὶ δυνάμενον ἄρχειν πάντων, μιᾶς τυγχάνον πολιτείας.»
(Ἀριστοτέλης, «Πολιτικά», 1327b, 23)

John William Waterhouse, Ὅ Ὕλας καὶ οἱ Νύμφες 1896


ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ *

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΕΑ

Τοῦ Γ.Χ. Κανελλακοπούλου
(Περιοδικὸν «Νέα Ἑστία», ἔτος ΚΓ' - 1949, τόμος 49ος, τεῦχος 536, Ἀθῆναι, 1 Νοεμβρίου 1949, σελ. 1397-1399)

* Σημ. τ. «Νέας Ἑστίας». - Ἀπὸ τὰ κείμενα, ποὺ ἐμπόδισε ἡ λογοκρισία τῶν καταχτητῶν νὰ τυπωθοῦν. Βλ. Καὶ τὰ τεύχη 531 κ.ἐ. Φυσικά, ἔχει πολὺ καλὰ τὴ θέση του στὸ Ἀφιέρωμα τοῦτο, ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἑλληνική Ἰδέα.

Στὸν Καθηγητὴ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΤΣΑΤΣΟ

Ὁ Ἀλέξανδρος φυλάει τὴν Ἰλιάδα, σὲ χρυσῆ θήκη. Ὄχι τὸ δόρυ· πνεῦμα εἶναι ἡ Ἑλλάδα! «Νύχτες τοῦ Φήμιου (254)»

Κωστῆς Παλαμᾶς


   Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πίστευαν ὅτι οἱ πρόγονοί τους εἶχαν γεννηθῆ, ὅπως ὁ Ἐρεχθεύς, ἀπὸ τὴ Γῆ (βλ. Πλάτωνος «Πολιτεία 414 Ε). Καὶ τὴ Γῆ τους ὅπου ἦταν ἐνταφιασμένοι ἐκεῖνοι τὴν ἀγαποῦσαν μὲ ἀκατάλυτο πάθος καὶ ἦταν πάντοτε ἕτοιμοι νὰ θυσιασθοῦν γιὰ τὴν ἐλευθερία της. Τὴν ἔβλεπαν σὰν κοινὴ μητέρα, ζοῦσαν βαθειὰ τὴ ζωή της καὶ πίστευαν ὅτι ὁ ἐαυτός τους εἶναι ἀναπόσπαστο στοιχεῖο της. Ἡ ἀρχαία ψυχὴ αἰσθανόταν τὰ φτερά της νὰ λυγίζουν ὅταν ἔχανε τὴ ζωντανὴ ἐπαφή της μὲ τὴν Ἑλληνικὴ φύση, ὅπως ἀκριβῶς ὁ μυθικὸς Ἀνταῖος ἔχανε τὴ δύναμή του ὅταν δὲν ἄγγιζε τὴ μητέρα του τὴ Γῆ. Ἀλλὰ τότε, γιατί ἡ ἀρχαία Τέχνη πρόσεξε τόσο ἐλάχιστα τὸ φυσικὸ τοπεῖο; Μιὰ τέτοια Φύση ὅπως ἡ Ἑλληνική, γεμάτη φῶς, ὀμορφιὰ καὶ ἀθανασία, πῶς δὲν ἔδωσε στὸν Ἕλληνα Καλλιτέχνη, ποὺ ὡς τόσο εἶχε βαθειὰ τὴν αἴσθηση, σύμβολα γιὰ νὰ ζωγραφίση τὰ μεγάλα ὁράματά του; Καὶ γιατί ὁ ἔρωτας ὁ Πλατωνικὸς ποῦ ἐκβαχεύει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ὑψώνει μέχρι τὸ ἀπόλυτο κάλλος, μέχρι τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ, ξεκινάει μονάχα, ἀπὸ τὸ ὡραῖο ἀνθρώπινο σῶμα, χωρὶς νὰ μεθύση τὴν ψυχὴ μὲ τὸ ἀθάνατο κάλλος ποὺ γεμίζει τὴ φύση; Σήμερα εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβουμε βαθύτερα ὅ,τι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ὀνόμαζαν φύση. Ἡ σύγχρονη «φυσιολατρεία», ὅπως τὴ διεμόρφωσε κυρίως τὸ Γαλλικὸ μυθιστόρημα, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ρωμαντικὴ χαμένη ψυχικὴ ἐπαφὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φύση. Ἡ ἐπαφή, ὅμως, αὐτὴ στὴν Ἑλλάδα ἦταν ζωντανὴ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχαίου πρὸς τὴ Γῆ του δὲν εἶχε τίποτε τὸ ρωμαντικό. Δὲν ἦταν νοσταλγία ἀλλὰ πραγματικότητα. Ἔπειτα, σήμερα πιστεύουν πὼς ἡ φύση εἶναι μιὰ «ἄψυχη ὕλη», ἕνας νεκρὸς κόσμος ποὺ λειτουργεῖ μηχανικά. Ἀντίθετα οἱ Ἕλληνες πίστευαν ὅτι ἡ φύση εἶναι ἔμψυχη, εἶναι κάτι ποὺ ἔχει τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του μέσα του, μιὰ ἀδιάκοπη πνευματικὴ ἐνέργεια, πρὸς ὡρισμένο τέλος (Βλ. Κ. Γεωργούλη, Ἀριστοτέλους «Πρώτη Φιλοσοφία» σελ. VIII κ.ἑ.). Γιὰ τὴ μεσαιωνικὴ φιλοσοφία, ἡ φύση εἶναι natura naturata, δηλ. ἕνα φθαρτὸ σύνολο ὑλικῶν δημιουργημάτων. Γιὰ τὴν Ἑλληνική, ὅμως, ἀντίληψη τὰ πάντα εἶναι «πλήρη Θεῶν», γιατί τὰ πάντα κοινωνοῦν μὲ τὸ πνεῦμα (Βλέπε Πλάτωνος «Νόμοι» 899 Β). Ἀλλὰ ἂν ἡ σχολαστικὴ θεολογία ἀρνήθηκε ἀπόλυτα τὴν Ἑλληνικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ φύση, τὸ ἔκανε γιατί ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ δῆ, τὸ πνεῦμα ποὺ «ζωογονεῖ», ἀφοῦ καὶ τὸ Χριστὸ ποὺ εἶναι ἀπόλυτη ἐλευθερία, τὸν ἔκανε «δόγμα». Μόνο στὸν Ἀπόστολο Παῦλο φανερώθηκε μὲ ὁλόκληρο τὸ οὐράνιο καὶ φοβερὸ μεγαλεῖο του, τὸ Πνεῦμα, ὅταν διώκτης του πλησίαζε πρὸς τὴ Δαμασκό. Καὶ ὁ Παῦλος βρίσκεται πολὺ κοντὰ στὴν ἑλληνικὴ ἀντίληψη. Ὅταν μίλησε πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, στὸν Ἄρειο Πάγο, τοὺς εἶπε ὅτι ἴσως μπορέσουν νὰ ψηλαφήσουν καὶ νὰ βροῦν τὸν «ἄγνωστο Θεό», γιατί δὲν εἶναι καθόλου μακρυά τους. «Ἐν αὐτῷ γάρ, ἐπρόθεσε, καὶ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμὲν ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι» (Βλέπε Πράξεις ιζ' 22-29). Καὶ πραγματικὰ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν καθόλου μακρυά τους. Ἦταν μέσα τους καὶ γύρω τους. Πουθενὰ ἀλλοῦ ἡ φύση δὲν εἶναι τόσο ἔνθεη ὅσο εἶναι στὴν Ἑλλάδα.

William-Adolphe Bouguereau, Νύμφες καὶ Σάτυρος, 1873

   Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ ἔχουμε πάντοτε στὸ νοῦ μας ἂν θέλουμε νὰ συλλάβουμε βαθύτερα τὸ θρησκευτικὸ δεσμὸ τῆς ἀρχαίας ψυχῆς πρὸς τὸ χθόνιο καὶ τὸ γήϊνο. Μόνο μ᾿ αὐτὴ τὴ βασικὴ προϋπόθεση θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε γιατί μιὰ nature morte ἦταν κάτι ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἐμπνεύση τὸν Ἕλληνα Καλλιτέχνη, ἄφοῦ ὅ,τι ὡραῖο ὑπῆρχε γι᾿ αὐτὸν στὴ φύση ἦταν ἡ ζωντανὴ παρουσία τῶν θεῶν καὶ τῶν θείων ὑπάρξεων τοῦ Ποσειδῶνος, τοῦ Πανός, τῶν Σατύρων, Ἀμαδρυάδων, τῶν Νυμφῶν κ.λπ. Γιατί καὶ οἱ Θεοὶ εἶχαν τὴν ἴδια μὲ τοὺς θνητοὺς Ἕλληνες μητέρα. Ἦταν Θεοὶ χθόνιοι «Ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος. Ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν μητρὸς ἀμφότερον», ἔψαλε ὁ μεγάλος μύστης τῆς ἀρχαιότητος Πίνδαρος (Νέμεα ΣΤ') γιατί γνώριζε τὴν ἀσύλληπτη ἀπὸ τοὺς ἀμύητους ἀλήθεια, τῆς ἀπόλυτης ἑνότητας τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, τοῦ αἰσθητοῦ καὶ τοῦ νοητοῦ, τοῦ χρονικοῦ καὶ τοῦ αἰωνίου, τοῦ ἀνθρώπινου καὶ τοῦ θείου. Πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο, πρὸς τὸν ὁποῖον ἔκανε συχνὰ τὴν προσευχὴ του ὁ Σωκράτης, ἔβλεπε τὰ φωτοβόλα μάτια τοῦ Ἀπόλλωνος. Κι ὁ Ἀλκιβιάδης ἔμοιαζε μὲ τοὺς Σιληνοὺς ποὺ ἂν τοὺς ἄνοιγες στὰ δυό, ἔβλεπες ὅτι Ἔχουν μέσα τοὺς ἀγάλματα Θεῶν! Ἔπειτα οἱ ἀρχαῖοι ἦταν ἀδύνατο νὰ καταλάβουν τὸ ὡραῖο, τὸ «καλόν», χωρὶς τὸ ἀγαθό, ὅπως καὶ ἀντίθετα τὸ ἀγαθὸ χωρὶς τὴν ὡραιότητα ποὺ δὲν ἦταν μονάχα ἐξωτερικὴ ἰδιότητα ἀλλὰ εἶχε καὶ ἐσωτερικὴ ἀνταύγεια. Στὸ ὡραῖο ζητοῦσαν πάντοτε τὶς ἰδιότητες τοῦ ἤθους καὶ τοῦ πνεύματος, ποῦ θὰ ἔκαναν δυνατὴ τὴ βλάστηση τῆς ἀρετῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ ἀρχαία Τέχνη καὶ γενικώτερα τὸ ἀρχαῖο πνεῦμα συγκέντρωσε τόσο ἀποκλειστικὰ τὴν προσοχή του πρὸς τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ποὺ «ἐν αὐγῇ καθαρᾷ» δὲν ἦταν παρὰ «Ὁρατὴ ψυχὴ» (Βλέπε Ι. Συκουτρῆ Πλάτωνος Συμπόσιον, σελ. 54 κ.ἐ.).

Sir John Everett Millais, Ὀφηλία, 1852

   Ὁ Πλάτων, λίγες στιγμὲς πρὶν πεθάνει, εὐχαρίστησε τοὺς Θεοὺς γιατί εἶχε γεννηθεῖ Ἕλληνας. (Βλέπε Πλουτάρχου, Μάριος 46). Καὶ ἡ ἰδανικὴ Πολιτεία ποὺ ἐσχεδίασε γιὰ νὰ ὑπάρχη στὸν Οὐρανὸ αἰώνιο παράδειγμα, ἔπρεπε νὰ εἶναι Ἑλληνική. «Τί δε δή; ἔφην· ἣν σὺ πόλιν οἰκίζεις, οὐχ Ἑλληνὶς ἔσται; Δεῖ γ᾿ αὐτὴν, ἔφη.» (Βλέπε Πλάτωνος «Πολιτεία» 470e). Ἀλλὰ τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἐγέμιζε τὴν Πλατωνικὴ ψυχή, μὲ θεῖον ἔρωτα πρὸς τὴν Ἑλλάδα; Εἶναι, πιστεύουμε, φανερὸ ὅτι ὁ Πλάτων εἶχε κατορθώσει νὰ δῆ ὁλοκάθαρη τὴν Ἑλληνικὴ Ἰδέα. Ὁ Πλάτων, ὅπως εἶναι γνωστό, εἶχε πνευματικὴ ἐνόραση τοῦ παντός. Ἦταν κάτι περισσότερο ἀπὸ ἀληθινὸς φιλόσοφος, ἦταν σοφός, κι ἂς γράφει ὁ ἴδιος στὸ «Φαῖδρο» (2789) ὅτι μονάχα τὸ θεὸ πρέπει νὰ λέμε σοφό. Περιγραφή, βέβαια, τῆς ἰδέας αὐτῆς δὲν μᾶς ἔδωσε, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἦταν δυνατὸ νὰ μᾶς δώση.

   Ἡ Ἰδέα εἶναι κάτι τὸ ἄρρητο. Ἐκεῖ στὸ νοητό, στὸν «ὑπερουράνιο» τόπο ποὺ βρίσκεται, δὲν μποροῦν νὰ φτάσουν οὔτε ἡ ἐπιστήμη οὔτε ἡ διαλεκτική. Σὲ κάποιο σημεῖο τελειώνουν οἱ δρόμοι τοῦ Λόγου. Ἀπὸ κεῖ καὶ «ἐπέκεινα» τὸ πνεῦμα προχωρεῖ μὲ τὴ «θεία μανία». Ὅταν ὁ Ὀδυσσεύς, μὲ τὸ θέλημα τῶν θεῶν, πλησιάζει πρὸς τὴν Ἰθάκη καὶ ἡ Ἰθάκη εἶναι Ἰδέα, ὁ Ὅμηρος τοῦ κλείνει τὰ μάτια καὶ οἱ Φαίακες κοιμισμένο τὸν φέρνουν καὶ τὸν ἀφήνουν ἐκεῖ (Βλέπε Ὁμήρου «Ὀδύσσεια» Ν 95-105). Γιατὶ ὁ «Θεῖος ποιητὴς» γνώριζε πῶς ἦταν ἀδύνατο νὰ ἐκφράση τὴ θεία ἀγαλλίαση τῆς ψυχῆς ποὺ πλησιάζει τὸ θαῦμα, ἦταν ἀδύνατο νὰ περιγράψη τὴν Ἰδέα. Καὶ στὴν «Ἰλιάδα» πουθενὰ ὁ Ὅμηρος δὲν φανερώνει τὴν Ἑλένη. Γιατί καὶ ἡ Ἑλένη εἶναι τὸ ἀπόλυτο κάλλος, εἶναι Ἰδέα. «Δίδωσι δ᾿ οὐκ ἔμ᾿, γράφει καὶ ὁ Εὐριπίδης (Ἑλένη 33-36) ἀλλ᾿ ὁμοίωσας᾿ ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν οὐρανοῦ ξυνθεῖσ᾿ ἄπο Πριάμου τυράννου παιδί· καὶ δοκεῖ μ᾿ ἔχειν, κενὴν δόκησιν, οὐκ ἔχων» κ.λπ.). Ἀλλ᾿ ὅ,τι, ὅμως, «θυμᾶται» καὶ διαισθάνεται ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψη καὶ ν᾿ ἀποδείξη ὁ Πλάτων-Φιλόσοφος, αὐτὸ τὸ ἄρρητο, θὰ τὸ πῆ πάντοτε μὲ τὸ συμβολικὸ μῦθο ὁ Πλάτων-Ποιητής.

   Οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες, πολὺ πρὶν γεννηθῆ ὁ Πλάτων, πίστευαν ὅτι στὴν Ἑλλάδα ὑπάρχει τὸ «μέσον» της ἐπιφανείας τῆς Γῆς. Ὑπῆρχε μάλιστα καὶ μία παλαιὰ παράδοση ὅτι ὁ Ζεὺς ἄφησε κάποτε ἀπὸ τὶς δυὸ ἀντίθετες ἄκρες του κόσμου δυὸ περιστέρια ποὺ συναντήθηκαν στὴν Ἑλλάδα. Καὶ ὁ Ἡσίοδος ἀναφέρει ὅτι ὅταν ὁ θεὸς Κρόνος, νικημένος ἀπὸ τὸ γιὸ του Δία, ἐξαναγκάστηκε ν᾿ ἀνεβάση πάλι τὴ γενιά του ποὺ εἶχε καταπιῆ, πρῶτα ξέρασε τὸ λιθάρι ποὺ ἡ Ρέα τοῦ εἶχε δώσει σπαργανωμένο γιὰ νὰ γλυτώση τὸ Δία. Τὸ λιθάρι αὐτό, ποὺ ἦταν ὁλόκληρος βράχος, ὁ Ζεὺς τὸ πῆρε καὶ τὸ στήριξε κάτω ἀπὸ τὶς πλαγιὲς τοῦ Παρνασσοῦ γιὰ νὰ μείνη σημάδι αἰώνιο καὶ νὰ τὸ θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι. (Βλ. Ἡσιόδου «Θεογονία», στίχ. 495). Στὸν βράχο αὐτὸν ποὺ ὀνομάστηκε «ὀμφαλὸς τῆς Γῆς» χτίστηκε ἀργότερα τὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν (Βλ. Σοφοκλέους «Οἰδίπους Τύραννος» 480). Ἀλλὰ ὅ,τι ὁ Πλάτων μᾶς εἶπε μὲ τὸ συμβολικὸ μῦθο, ὁ μεγάλος μαθητής του, ὁ Ἀριστοτέλης, μᾶς τὸ ἀναπτύσσει, δσὸ εἶναι δυνατό, ἐπιστημονικά, στὰ «Πολιτικὰ» (1327b, 23) ὅπου γράφει τοὺς ἐξῆς περίφημους ἐθνολογικοὺς χαρακτηρισμούς: «Τὰ μὲν γὰρ ἐν τοῖς ψυχροῖς τόποις ἔθνη καὶ τὰ περὶ τὴν Εὐρώπην θυμοῦ μέν ἐστι πλήρη, διανοίας δὲ ἐνδεέστερα καὶ τέχνης, διόπερ ἐλεύθερα μὲν διατελεῖ μᾶλλον, ἀπολίτευτα δὲ καὶ τῶν πλησίον ἄρχειν οὐ δυνάμενα· τὰ δὲ περὶ τὴν Ἀσίαν διανοητικὰ μὲν καὶ τεχνικὰ τὴν ψυχήν, ἄθυμα δέ, διόπερ ἀρχόμενα καὶ δουλεύοντα διατελεῖ· τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος, ὥσπερ μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους, οὕτως ἀμφοῖν μετέχει. καὶ γὰρ ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν· διόπερ ἐλεύθερόν τε διατελεῖ καὶ βέλτιστα πολιτευόμενον καὶ δυνάμενον ἄρχειν πάντων, μιᾶς τυγχάνον πολιτείας.»

Ἀριστεὺς Φρίξος, ᾨδὴ στὸν Ἥλιο, 1910

   Σ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος συνώψισε, γιὰ ὅλους τοὺς καιροὺς καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ἱστορία καὶ τὴ μοῖρα τῆς ἀνθρωπότητας. Καὶ πραγματικὰ ἡ ἱστορικὴ ἐμπειρία μᾶς διδάσκει ὅτι οἱ λαοὶ τῆς Ἀνατολῆς ποτὲ δὲν κατώρθωσαν νὰ πραγματοποιήσουν μιὰ βιώσιμη ὀργάνωση τῆς Πολιτείας καὶ τῆς Κοινότητας καὶ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τους. Καμμιὰ ἀνάγκη καὶ καμμιὰ δύναμη δὲν τοὺς ὁδήγησε ποτὲ πρὸς τὰ πρακτικὰ ἔργα. Στὸν Πολιτισμὸ τῆς Ἀσίας πάντα βασιλεύει ἡ φαντασία καὶ τὸ ὄνειρο. Ἐνῶ ἀντίθετα μυθολογία τοῦ βορρᾶ εἶναι ἕνας καθαγιασμὸς τῆς ἀνδρείας καὶ γενικώτερα οἱ Εὐρωπαῖοι ποὺ ἀγαποῦν μὲ φανατισμὸ τὴν ἐλευθερία τους εἶναι θετικοὶ καὶ πρακτικοὶ ἂνθρωποι, ἀλλὰ χωρὶς ἐσωτερισμὸ καὶ μυστικοπάθεια. Καὶ τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα εἶναι γενικὰ πνεῦμα ἐπιστημονικό. Τὸ Ἑλληνικὸ ὅμως γένος ποὺ «μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους» δὲν ἔχει κανένα ἀπὸ τὰ γεωγραφικὰ καὶ φυσικὰ μειονεκτήματα τῶν ἄλλων φυλῶν. Τίποτε τὸ ἐρημικό, τὸ χαῶδες, τὸ ἀσύμμετρο, τὸ φοβερό, τὸ Ἀσιατικὸ ποὺ σ᾿ ἐκμηδενίζει δὲν ὑπάρχει στὴν Ἑλληνικὴ φύση. Τὰ πάντα πειθαρχοῦν στὸν Ἑλληνικὸ Νόμο τοῦ μέτρου καὶ τῆς ἁρμονίας. Τὰ πάντα εἶναι πλασμένα γιὰ μιὰ πνευματικὴ μυσταγωγία. Ἄλλα καὶ τίποτε ἀπὸ τὸ τραχὺ ψῦχος τοῦ βορρᾶ ποὺ σκληραίνει τὴν καρδιὰ καὶ μουδιάζει τὸ πνεῦμα. Τίποτε ἀπὸ τὴν αἰώνια συννεφιὰ τῆς Εὐρώπης ποὺ νυστάζει τὴν ψυχὴ καὶ νεκρώνει τὴ φαντασία. Μιὰ αἰώνια «εὐκρασία τῶν ὡρῶν» καὶ μιὰ Φύση θαυμαστὰ ἁρμονικὴ κάτω ἀπὸ ἕναν οὐρανὸ γεμᾶτον πάντα ἀπὸ αἰθέριο φῶς εἶναι οἱ πλαστικὲς δυνάμεις, στὶς ὁποῖες ὀφείλεται ἡ διαμαντένια διαύγεια τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος.

   Ὅταν ὁ Γκαῖτε ἔγραψε τὸν «Φάουστ», τὸ ἀθάνατο αὐτὸ ἀριστούργημα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος ποὺ τὸ γεμίζει ἴσως περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν ποίηση ἡ ἀλήθεια, ἦταν μοιραῖο νὰ αἰσθανθῆ τὸ μεγάλο κενὸ ποὺ ὑπῆρχε γύρω του καὶ μέσα του. Μιὰ ἄσβυστη λαχτάρα γιὰ «περισσότερο φῶς», μιὰ μεταφυσικὴ δίψα γιὰ τὸ ἀπόλυτο καὶ τὸ αἰώνιο, ἕνας βαθὺς ἵμερος γιὰ τὴ λύτρωση τῆς ψυχῆς ἔφερε τὸ πνεῦμα του στὴν ἡλιογέννητη χώρα τοῦ Ἀπόλλωνος. Τὸ βόρειο Φαούστειο πνεῦμα τῆς πράξης ἔπρεπε νὰ σμίξη ἐρωτικὰ μὲ τὸ Ἑλληνικὸ Κλασσικὸ πνεῦμα τοῦ Λόγου γιὰ νὰ βρῆ ἡ ἁμαρτωλὴ ψυχὴ τοῦ τρανοῦ μάγου τὸν ἐξαγνισμὸ καὶ τὴν κάθαρση, ποὺ πίσω τους κρυβόταν ὁ ἴδιος ὁ Γκαῖτε. Καὶ ἦταν ἀνάγκη ὁ μυστικὸς αὐτὸς ὑμέναιος νὰ γίνη κάπου κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Εὐρώτα. Ἐκεῖ κάποτε ὁ θεὸς ἔγινε Κύκνος καὶ μὲ τὴ θνητὴ Λήδα γέννησε τὴν Ἑλένη. Αὐτὴ ζητάει ὁ Φάουστ ὅταν τριγυρίζει τὴν Φαρσαλικὴ πεδιάδα καὶ τὴν Πελοπόννησο. Γιατί ἡ Ἑλένη θὰ τοῦ δώση τὴ δύναμη γιὰ νὰ βρῆ τὴν Πύλη τῶν Οὐρανῶν. Ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέση νὰ τὴν κρατήση πολὺ κοντά του. Μέσα στὴ βαρειὰ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ζήση τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα. Θὰ τοῦ φύγει μέσα ἀπὸ τὰ δάχτυλα ποὺ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ κρατήσουν παρὰ μονάχα τὸ νυφικό της πέπλο... (Βλ. Γκαῖτε, «Φάουστ», Μέρος Β. Μετ. Δ. Λάμψα σ. 294).

   Ἡ Ἑλλάδα εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ μέρος τῆς Εὐρώπης. Καὶ ἐνῶ δὲν ἔχει τίποτε ἀπὸ τὰ γεωγραφικὰ καὶ φυλετικὰ μειονεκτήματά τους, συγκεντρώνει, μὲ μιὰ θαυμαστὴ ἰσορροπία, ὅλες τὶς ἀρετές τους. Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ ἀντίληψη τὸ πνεῦμα μόνον στὸ χῶρο τῆς ἐλεύθερης καὶ ὀργανωμένης Πολιτείας πραγματοποιεῖται. Καὶ τὸ πνεῦμα δὲν εἶναι οὔτε ἀπαθὴς διανοητικισμός, οὔτε ἄλογος μυστικισμός, εἶναι: Ἔρωτας καὶ Λόγος. Γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἡ θεωρία δὲν ἀντιμάχεται τὴν πράξη ἀλλὰ τὴν καθοδηγεῖ, τὴν φωτίζει καὶ τὴ συμπληρώνει. «Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ᾿ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας» δὲν εἶχε πῆ καὶ ὁ Περικλῆς; (Βλ. Θουκυδίδου II 40,10) Τὸ ὅτι δὲ «φύσει» τὸ Ἑλληνικὸ γένος εἶναι «διανοητικὸν καὶ ἔνθυμον» ἐπαληθεύει χαρακτηριστικὰ ἡ ἀρχαία παράδοση ὅτι ὁ Αἰσχύλος ζήτησε νὰ γράψουν στὸν τάφο του ὅτι ἦταν «Μαραθωνομάχος» καὶ ὁ Μαραθωνομάχος καὶ ὁ ποιητὴς τὸν ἴδιο ἀγῶνα ἀγωνίστηκαν. Ν᾿ ἀπολυτρώσουν τὸ πνεῦμα. Στὴν τραγωδία τὸ πνεῦμα ἀντιμάχεται τὴ Μοῖρα. Στὸ Μαραθῶνα πολέμησε τοὺς βαρβάρους. Ἡ Γῆ ποὺ χάλασε τὸν Ξέρξη, δὲν ἔπλασε καὶ τὸν Αἰσχύλο;

   Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ ἔχης γεννηθῆ καὶ νὰ ζῆς στὴν Ἑλληνικὴ Γῆ γιὰ νὰ εἶσαι Ἕλληνας. Οἱ Ὀθωμανοὶ ἔζησαν στὴν Ἑλλάδα τόσους αἰῶνες, καί, ὅμως, ἔφυγαν ὅπως ἦρθαν «Βάρβαροι», Τότε μονάχα εἶσαι Ἕλληνας, ὅταν κλείνεις καὶ μέσα σου τὴν Ἑλλάδα, ὅταν ἔχεις καὶ τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος τὸ «Ἑλληνικό». «Τοσοῦτον δ᾿ ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥσθ᾿ οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασιν, καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας.» (Βλ. Ἰσοκράτους Πανηγυρικὸς 50).

   Καὶ ἡ Ἱστορία τότε μονάχα πραγματοποιεῖ τὴν Ἑλληνικὴ Ἰδέα ὅταν τὰ συγκεκριμένα ἱστορικὰ γεγονότα ἔχουν σημασία γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὰ πεπρωμένα του. Οἱ Μηδικοὶ Πόλεμοι ἀσφαλῶς δὲν θὰ εἶχαν τὴν κοσμοϊστορικὴ σημασία ποὺ ἔχουν σήμερα ἂν δὲν εἶχαν ὡς συνέπεια τὸν πνευματικὸ πολιτισμὸ τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς. Ὁ Πελοποννησιακὸς πόλεμος θὰ ἦταν ἴσως ἕνα λησμονημένο ἐπεισόδιο ἂν δὲν εἶχε γραφῆ ἡ ἱστορία τοῦ Θουκυδίδη. Ἀλλὰ καὶ ὅ,τι διαιωνίζει τὸ πνεῦμα τοῦ Μεσολογγίου, ὅ,τι δημιουργεῖ τὴν ἀθανασία αὐτοῦ τοῦ θαύματος, δὲν εἶναι οἱ «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι» τοῦ Σολωμοῦ; Αἰωνιότητα, χωρὶς τὸ πνεῦμα εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρξη, καθὼς εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρξη κόσμος χωρὶς τὸν ἥλιο. Καὶ ἡ Ἑλλάδα εἶναι, ὅπως ὁ ἥλιος, αἰώνια, καὶ ἀκατάλυτη, γιατὶ ὑπῆρξε ὁ λυτρωτής, ὁ μυσταγωγὸς καὶ ἱεροφάντης τοῦ πνεύματος.

Γ. Χ. ΚΑΝΕΛΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Σάββατο 25 Αυγούστου 2007

Τὸ χρέος μας ἀπέναντι στὴν Ἑλληνίδα Μητέρα Γῆ καὶ στὸ Γένος

«...Ὄχι τὰ κλαριὰ νὰ μᾶς κάψεις, ὄχι τὰ δέντρα, ὄχι τὰ σπίτια ποὺ μᾶς ἔκαψες, μόνο πέτρα πάνω στὴν πέτρα νὰ μὴ μείνει, ἐμεῖς δὲν προσκυνοῦμε. Γιατὶ τὰ δέντρα μας ἂν τὰ κάψεις, τὴ γῆ δὲν μπορεῖς νὰ τὴ σηκώσεις καὶ ἡ ἴδια ἡ γῆ ποὺ τὰ ἔθρεψε, αὐτὴ ἡ ἴδια γῆ μένει δική μας καὶ τὰ ματακάνει. Μόνο ἕνας Ἕλληνας νὰ μείνει πάντα θὰ πολεμοῦμε καὶ μὴν ἐλπίζεις πὼς τὴ γῆ μας θὰ τὴν κάμεις δική σου. Βγάλτο ἀπό τὸ νοῦ σου».

(Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, «Διήγησις συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς Φυλῆς». Ἡ ἀπάντησις τοῦ Γέρου τοῦ Μωριᾶ στὸν Ἰμπραήμ, ὅταν ὁ τελευταῖος, ἀδυνατώντας νὰ καταβάλῃ τοὺς ἐπαναστάτες, ἔκαιγε τὰ χωριά, ἔκαιγε καὶ τὰ σπαρτά, ἔκαιγε καὶ τὰ δέντρα ἀκόμη, καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη νὰ προσκυνήσῃ.)

Άρχισαν όλοι να τό λένε.

Σε έκτακτη ανάγκη κήρυξε τη χώρα ο Κ. Καραμανλής, ο οποίος τόνισε ότι «τόσες πολλές εστίες δεν είναι σύμπτωση.»

«Από τη στιγμή που υπάρχει οργανωμένο σχέδιο, πρέπει οργανωμένα να το αντιμετωπίζουμε. Κι αυτό απαιτεί αυτή τη στιγμή λαϊκή κινητοποίηση», δήλωσε από τη Ζαχάρω η γ.γ. του ΚΚΕ.

Διαβάζω επίσης ότι: «Όταν άνθρωποι τύπου Στρατή Λιαρέλη λένε ανοικτά στον Αντέννα, σήμερα το πρωί ότι "θα το πω και ας μου πουν ό,τι θέλουν, και ας ευνοώ όποιον να 'ναι: Είναι οι εχθροί του έθνους αυτοί που βάζουν τις φωτιές". Δεν είπε "εχθροί", είπε "οι εχθροί". Η Μαριάννα Πυργιώτη έλεγε "είναι ανθέλληνες. Όσο και αν δεν μου αρέσει αυτή η λέξη, δεν την έχω χρησιμοποιήσει ποτέ. Αυτοί είναι ανθέλληνες". Ο υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ Λέκκας, καθηγητής αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών έλεγε "είναι φανερό ότι το σχέδιο έγινε με επιστημονικό τρόπο. Ήταν τέλεια οργανωμένο σχέδιο και είχε επιστημονική σφραγίδα". Δεν είναι συνεπώς κάποιος τρελός που την έβαλε την πυρκαγιά έτσι επειδή του φταίει ο γείτονας.»

Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον ενός τρομακτικού και πρωτοφανούς φαινομένου οργανωμένης μαζικής τρομοκρατίας.

Οι πιθανοί υπαίτιοι (εκτός από την ανικανότητα του δημοσίου και τους οικοπεδοφάγους) είναι:

α) Βλαμμένοι («αντιεξουσιαστές» ή άλλοι) και εγχώριοι τρομοκράτες.
β) Κομματόσκυλα (πράσινα ή άλλα).
γ) Ξένες δυνάμεις: Αλβανοί UCKάδες, Γυφτοσκοπιανοί, Τουρκομογγόλοι, Ισλαμιστές τρομοκράτες, ή ακόμη και Αμερικανοί (BravoYiorgo στο Ελλάδα, καθαίρεση Παπαδόπουλου στην Κύπρο, και Αννάν, Σκόπια κλπ).
Κάποιοι από τους ανωτέρω ή όλοι μαζί.

Όποιοι από τους ανωτέρω παράγοντες εμπλέκονται, εντόπιοι και ξένοι, και με οιονδήποτε τρόπον, είναι φανερόν ότι λειτουργούν, ενσυνειδήτως ή κατευθυνόμενοι, με μία δυναμική: την ποδηγέτηση της Ελλάδος και τον εξαναγκασμό της σε προσκύνημα της Νέας Τάξεως Πραγμάτων και των επιλογών της.

Τώρα είναι που οι Έλληνες πολίτες πρέπει να κρατήσουμε ψηλά το εθνικό μας φρόνημα. Τώρα είναι που πρέπει να φανούμε αταλάντευτοι και αλύγιστοι στις πατριωτικές μας επιλογές. Τώρα ή ποτέ. Αποφασιστικότης, σταθερότης, υπομονή. Όχι κραυγές. Ψυχραιμία, φλεγματικότης αν θέλετε, όπως οι Λονδρέζοι όταν βομβαρδιζόταν το Λονδίνο από την Λουφτβάφφε.

Δεν χρειάζονται διαδηλώσεις. Στις 16 Σεπτεμβρίου θα αποδείξουμε ότι είμεθα υπερήφανοι Έλληνες.

Συνάμα, σειρά αποφασιστικών μέτρων (εφ' όσον αποκλείεται η κήρυξις στρατιωτικού νόμου):

α) Άμεση επικήρυξις των εμπρηστών, φυσικών και ηθικών αυτουργών, ζωντανών ή νεκρών, με γενναία αμοιβή.
β) Χαρακτηρισμός του εμπρησμού και της καταπατήσεως δασικών εκτάσεων ως ιδιωνύμων εγκλημάτων.
γ) Αναδιοργάνωσις του Στρατού, επέκτασις της στρατιωτικής θητείας στους 18 μήνες και απαιτητική στρατιωτική εκπαίδευσις, και μάλιστα ειδικών δυνάμεων ικανών να επεμβαίνουν, αλλά και να προλαμβάνουν φυσικές καταστροφές, και να φυλάττουν την Ελληνίδα Μητέρα Γη. Ενίσχυσις και της Αγροφυλακής. Διά βίου στρατιωτική επανεκπαίδευσις κατά χρονικά διαστήματα, π.χ. δύο χρόνια, σε συνδυασμό με εκδρομές στα δάση και στην ύπαιθρο. (Ποιός δεν θα ήθελε ένα δεκαπενθήμερο διακοπών από το γραφείο, για στρατιωτική εκπαίδευση και εργασία στο δάσος; Πληρώνει κανείς χιλιάδες ευρώ για "extreme sports".)
δ) Εγκατάλειψις σχεδίων αναθεωρήσεως του συνταγματικού άρθρου 24. Αντιθέτως, ενίσχυσίς του.
ε) Πάγωμα κάθε νομιμοποιήσεως αυθαιρέτου. Γενική προληπτική απαλλοτρίωσις, συνταγματική ενδεχομένως, των εκτάσεων που θέλουμε να είναι δασικές. (Τυχόν δικαιούχοι εντός αυτών των ορίων θα μπορούν μόνον να διεκδικήσουν αποζημίωσι, εάν αποδείξουν τους τίτλους ιδιοκτησίας τους.) (Πρότασις Μάνου η τελευταία.)
στ) Ανάπτυξις του φυσιολατρικού αισθήματος, του αισθήματος του ιερού της Μητέρας-Φύσεως, και οργάνωσις εκστρατειών αναδασώσεως και γνωριμίας του φυσικού και πολιτιστικού πλούτου της Ελληνίδος Μητέρας Γαίας, από κοινού με τον Στρατό, την Εκκλησία, και τις οικολογικές και φυσιολατρικές οργανώσεις.

[Τί; Σάς φαίνονται εξωφρενικά αυτά που γράφω; Είπα ότι θα μιλήσουμε για μέτρα, όχι για μπούρδες του είδους «να παραιτηθεί ο Πολύδωρας», «να φύγει ο Κωστάκης και να έρθει ο Γιωργάκης» κ.λπ.]

(Η φωτογραφία του καλού ιερέως, από την «Καθημερινή» 29-8-2007, με τον υπότιτλο:
«Έναν σταυρό διέσωσε ο πατήρ Παναγιώτης μέσα απ' τα αποκαΐδια και τον μεταφέρει ευλαβικά. Ισως είναι ό,τι απέμεινε ανάμεσα στους καμένους τοίχους του ναού της Αγίας Παρασκευής στην Γκρέκα Ηλείας. Ενας σταυρός όμως στα χέρια πιστών ανθρώπων είναι αρκετός για να ξαναλειτουργήσει η εκκλησία.»)

Σάββατο 7 Ιουλίου 2007

Τί θὰ κάνουμε γιὰ τὴν Πάρνηθα;

Ὅλοι λέγουν καὶ ρωτοῦν τὶ πρέπει νὰ κάνουμε. Τὸ καλύτερο σχόλιο, πέρα ἀπὸ ὅλες τὶς περισπούδαστες ἀναλύσεις, τὸ διάβασα στὸ ἱστολόγιο Ἀναδάσωση, καὶ τὸ παραθέτω ἀκολούθως. Ἡ προσωπικὴ εὐθύνη, στὰ ἁπλούστερα πράγματα, εἶναι τὸ πρῶτο καὶ κύριο. Ἀπὸ τὰ μικρὰ φαίνεται πόσο σεβόμαστε καὶ ἀγαπᾶμε τὸ περιβάλλον μας· τὴν φύσι, τὸν τόπο μας, τὴν πατρίδα μας· τὴν γῆ, τὰ ζῶα καὶ τὰ φυτά· τοὺς ἀνθρώπους, τὸν πολιτισμό μας, τὴν ἱστορία μας.

Λοιπόν, ἀντὶ νὰ φωνάζουμε γιὰ τὸ «κράτος», ἂς ἀγαπήσουμε πρῶτα τὸν τόπο μας καὶ ὰς φροντίσουμε νᾶ μὴν γεμίζουμε τὸν τόπο μὲ τὰ σουβλακόχαρτα καὶ τὰ βρωμοπλαστικομπούκαλά μας. (Καὶ κλεῖστε λίγο καὶ τὸ κλιματιστικό· δὲν ἔχει καύσωνα σήμερα· γρού-γρού ὅλοι, μεταμεσονύχτια! (Καὶ ὅσοι ἔχετε ἀνοιχτά, πᾶψτε νὰ γκαρίζετε σὰν ζῶα· θέλω νὰ κοιμηθῶ, ἐπιτέλους.))

«
Ούτε ένα σκουπίδι κάτω την Κυριακή!!
Ας μην γίνουμε αντιφατικοί.. Ας δώσουμε το μήνυμα με πράξεις!!
Είναι η καλύτερη στιγμή! Στην μεγαλύτερη ελεύθερη διαδήλωση για το περιβάλλον, ο καθένας μας μπορεί να κάνει το πρώτο βήμα. Ας προσέξουμε την πόλη μας!
Ακομα και κατά την διάρκεια της διαδήλωσης, μαζέψτε ότι βρείτε κάτω (φυλλάδια, σκουπίδια, μπουκάλια...)...
Δώστε το καλύτερο μήνυμα την καλύτερη στιγμή! Ενημερώστε!!




«[...] Η τίμια απάντηση στον έφηβο θα ήταν: Όχι, ο εμπρηστής δεν είναι άνθρωπος, έχει απεμπολήσει «το κυρίως ανθρώπινον»: την κοινωνική του φύση. [...] Οι εμπρηστές και τα παιδιά τους δεν έχουν πατρίδα. Παράγουν (ή υιοθετούν) τις «μοδέρνες» ιδέες του απάτριδος διεθνισμού, της «πλουραλιστικής» κοινωνίας, της μεταλλαγμένης Ιστορίας που προπαγανδίζει τη «συμφιλίωση» των λαών. Μάχονται μέχρις υστερίας κάθε αίσθηση πατρίδας και «ιερού». [...]»

Καὶ συμπληρώνει, γιὰ τοὺς κάφρους ποὺ θὰ σπεύσουν νὰ σχολιάσουν: «Αλλά αν δώσουμε τόσο ειλικρινή απάντηση στο λογικά διαυγές ερώτημα του εφήβου, ανάγκη να τη συνοδεύσουμε και από τη χρηστική προσθήκη: ότι είναι επικίνδυνη. [...] Τέτοιες απαντήσεις δεν εκστομίζονται σε κοινωνίες παρακμής, ο τολμητίας κινδυνεύει.»

Τρίτη 26 Ιουνίου 2007

Ὅλα εἶναι ὡραῖα, ὅλα ἁβρὰ καὶ αἰσθαντικά

Θάρρος Ἕλληνες! Αὔγουστο ἢ Σεπτέμβριο μῆνα, κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ Μαραθῶνος, μὲ τριάντα κιλὰ χαλκό καὶ ἀτσάλι ὁ καθένας ἐπάνω τους οἱ Ἀθηναῖοι ὁπλίτες τοῦ 490 π.Χ., ἐφόρμησαν κατὰ τῶν Περσῶν διανύοντας τροχάδην 1500 μέτρα καὶ ἔπεσαν σὰν θύελλα ἀπὸ μέταλλο ἐπὰνω στὸν ἐχθρό! Ρεκὸρ αἰῶνος, σήμερα στὴν Ἀθήνα, εἶπαν τὰ δελτία εἰδήσεων: 46 βαθμοὶ Κελσίου! Πᾶμε, μὲ Σικελιανό:

«[...]

Τὸ πνεῦμα, λοιπόν, τοῦ Ἑλληνικοῦ μύθου, σύμφωνα μὲ μένα, εἶναι πνεῦμα μεσημβριάζον, ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι· καὶ ἀκολουθεῖ τοὺς νόμους, ὁποὺ στὴν πρωτύτερη ὁμιλία μου ἔδωσα συνθετικά, νομίζοντας ν᾿ ἀρμόζουνε ἐσωτερικότερα μὲ τὴν Ἑλληνικὴ συνείδηση τῆς φύσης καὶ τῆς ζωῆς.

Στὴ συμπαραβολὴ τῶν ἀρχαίων κομματιῶν, ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὣς τοὺς Λατίνους ποιητὲς καὶ ἀκόμα ἀργότερα, εἶδα τοῦτο - καὶ τὰ ἀποδειχτικὰ εἶναι τόσο πλούσια, ὥστε νὰ πιστεύω πὼς ἁπλώνονται κάτου ἀπ᾿ τὸ ἴδιο φῶς, καὶ πὼς τὰ παραπόταμα καὶ τὰ ποτάμια χύνουν τὰ νερά τους μὲς στὴν ἴδια θάλασσα.

Καὶ τοῦτο εἶναι πώς, ἐνῶ ἡ Ἑλληνικὴ συνείδηση εἶναι γεμάτη ὁράματα μεσημεριάτικα, ὁ νύχτιος τρόμος λείπει ὁλότελα, καὶ ἂν φανερώνεται, μονάχα φανερώνεται στοὺς Ἕλληνες τῆς παρακμῆς, καὶ ἐκεῖθε στοὺς Ρωμαίους. Ἀχνάρια μεσημεριανῶν ὁραμάτων βρίσκονται καὶ στοὺς Ρωμαίους ἀκόμα, ἀλλὰ περσότερον ὑποβλημένα ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Ἕλληνες ποιητὲς - καί, ἂν ἰδοῦμε καὶ βαθύτερα καὶ φυσιολατρικότερα, τοὺς λείπει ἡ αὐθόρμητη πνοή, ἐνῶ ὑποβλητικότερα καὶ πλέον αὐθόρμητα μᾶς δείχνεται τὸ νύχτιον ὅραμα καὶ εἶναι σιμότερα ἡ ψυχὴ στοὺς τρόμους, ποὺ ἔλειπαν ἢ ὑποταζόνταν νικητήρια ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ ψυχή.

Ὅλα λάμπουν, λέει ὁ Λεοπάρδης, τὴν ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ. Ὁ ἀργάτης, ποὺ γεύεται καὶ ἀναπεύει. Τὰ βόιδια, ὀρτὰ καὶ σκεπασμένα ἀπὸ ἔντομα, ποὺ μαστιγώνοντας τὰ πλευρὰ μὲ τὴν ὀρὰ τους νὰν τὰ διώξουνε, σκύφτουν ἀπ᾿ ὥρα σὲ ὥρα τὸ κεφάλι, ποὺ λάμπουν στὰ ρουθούνια ἀπάνω χοντρὲς τοῦ ἱδρώτα οἱ στάλες καὶ βόσκουνε, ἀργὰ καὶ ἀράθυμα, τὴ σκόρπια τους μπροστὰ θροφή. Τὸ διψασμένο κοπάδι, ποὺ μὲ τὸ κεφάλι χαμηλά, μαζώνεται καὶ σταλίζει κάτου ἀπὸ τὸν ἴσκιο. Ἡ λαμπυρίδα, ποὺ τρέχει φοβισμένη νὰ ξανατρυπώσει, γλυστρώντας γρήγορα καὶ σὲ διαστήματα δίπλα ἀπό ᾿να φράχτη. Τὸ τζιτζίκι, ποὺ γεμίζει τὸν ἀγέρα, μὲ τὸ σύνεχο, μονόρυθμό του τρίξιμο. Τὸ κουνούπι, ποὺ περνάει βουίζοντας σιμὰ στὸ αὐτί. Ἡ μέλισσα, ποὺ ἀβέβαιη πετάει καὶ σταματάει σ᾿ ἕναν ἀνθὸ καὶ φεύγει καὶ ξανάρχεται στὸν τόπον ὅθεν ἔφυγε. Ὅλα εἶναι ὡραῖα, ὅλα ἁβρὰ καὶ αἰσθαντικά.»

[Συνεχίζεται. Ἂν κρατήσει ὁ καύσων, δηλαδή, θὰ γράψω καὶ τὴν συνέχεια!]

(Ἄγγελος Σικελιανός, «Πὰν ὁ Μέγας». Ἡ δεύτερη ὁμιλία τοῦ Σικελιανοῦ ὑπὸ τὸν τίτλο «Πὰν ὁ Μέγας», ἐκφωνήθηκε ἀπὸ τὸν ποιητὴ στὶς 19 Φεβρουαρίου 1909. Ἀναδημοσίευσις ἀπὸ Ἀγγέλου Σικελιανοῦ, «Κήρυγμα Ἡρωισμοῦ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2004)

Κυριακή 24 Ιουνίου 2007

μὲ πάγχρυσα πυρακτωμένα βέλη...

[...] Ἐδῶ ἐννοῶ τὴν Φύσιν, διὰ τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν ἤκουσε πόσον εἶναι τάχα ξηρὰ καὶ ἀπελπιστικὴ καὶ ἀνυπόφορος κατὰ τὴν θερινὴν κυρίως ὥραν. Καὶ δι᾿ αὐτό, ἐδῶ ἐννοῶ αὐτὴν καὶ ὡς μέτρον λαμβάνω τὸ ἔσχατον ὅριον. Τὴν Φύσιν αὐτὴν εἰδικώτερον μάλιστα κατὰ τὴν ξηροτάτην καὶ ἡλιοκαεστάτην της ὥραν, ὅταν ὁ ἥλιος μὲ πάγχρυσα πυρακτωμένα βέλη κυνηγᾷ καὶ διώκῃ τὰ ἀνθρωπάρια ἀπὸ τοὺς τόπους τοῦ ἀπέφθου κάλλους, ὅπου ἐξελίσσονται τὰ θεῖα ὁράματα· ὅταν ὁ ἄνεμος ὑψώνων τὴν τέφραν τῶν αἰώνων, σκεπάζει μὲ σκόνην τὰ ἀνθρωπάρια καὶ τὸν σωρὸν τῶν μαρμαρίνων κλουβιῶν, εἰς τὰ ὁποία κρυβόμεθα. Ὅταν μένῃ μόνη της καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς φαίνονται μόνον τὰ μάρμαρα καὶ ἀπὸ τὰ πάμφωτα στέρνα της, ὅπου μεθύει τὸ πάγκαλον φῶς, φεύγει μόνον τὸ μελαγχολικὸν κουδούνισμα τῶν θεοξήρων χόρτων. Καὶ ἐννοῶ αὐτὴν τὴν φύσιν καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν ὥραν, διότι τότε καὶ τότε μάλιστα, ἀναφαίνεται δυνατώτερον, γυμνὸν τὸ κάλλος της. Τότε, ὅταν τὰ χρώματα ὅλα, ἐνδεδυμένα μὲ τὰ παραδοξώτερα καὶ πρωτοφανέστερα χώματα, οἱ λόφοι μὲ θαυμάσια φορέματα, λάμπουν εἰς τὸ φῶς σὰν ὁλοζώντανα πρόσωπα, χώματα, λόφοι καὶ ὄρη ἀλλάζουν ἀενάως ἐκφράσεις καὶ ἀποχρώσεις ἀσυλλήπτου αἰθεριότητος, παρουσιάζοντα θησαυροὺς θησαυρῶν πρωτοφανῶν καὶ ἐξαισίων, παρθένων χρωμάτων.

Τότε, ὅταν τὰ δένδρα σφιγγόμενα ἀπὸ τὸ καῦμα, λεπτύνωνται, χάνουν τὸ παχὺ καὶ βάναυσον πράσινον, μεταμορφοῦνται ἀπὸ τὰ φῶτα εἰς πράσινα ξανθότατα, φωτεινότατα καὶ εἰς μυρίας ἀποχρώσεις εὐγενεστέρων, ἁπαλοτέρων, ποιητικωτέρων πρασίνων, καὶ μεταμορφοῦνται εἰς μίαν ἄνθησιν χρυσήν, σκορπίζουσαν τὸν μᾶλλον ἀφάνταστον καὶ ἀνονείρευτον θησαυρὸν σὰν μεταλλικῆς βλαστήσεως, ὅπου ὅλα τὰ φαιδρὰ καὶ χαρίεντα χρώματα, μὲ τὰς λεπτοτάτας τῶν ἀποχρώσεων, παρουσιάζουν κόσμους νέους χροϊκῶν ἁρμονιῶν ἀνεξάντλητων. Τότε, ὅταν τὰ χόρτα, ὡς ὕστατα κοσμήματα, λεπτότητος, χάριτος, ὡραιότητος ἀριστοκρατικωτάτης, ὅταν τὰ βουνὰ ζοῦν τὴν ὑπερτάτην καὶ ἐντονωτάτην των ζωήν, καὶ ὅλα, τὰ πάντα, ἀπὸ τὸν λίθον ἕως τὸ ἔντομον, ἕως τὸ πρόβατον καὶ ἕως τὸν ἄνθρωπον διαγράφωνται εἰς τὸ ἄσπιλον φάος μὲ τὴν ὑστάτην διαύγειαν ἀπὸ μιλίων ἀπόστασιν, παρουσιάζοντα ὅλα μαζί, ἕνα κόσμον ἐκτὸς πάσης πραγματικότητος, ἕνα κόσμον ὁλόκληρον ἰδανικόν, ποιητικόν, πλασμένον ὁλόκληρον ἀπὸ ἀριστοτέχνας, ποιητὰς καὶ ζωγράφους καὶ γλύπτας, κόσμον ἰδανικώτατον, τὸν ὀνειρωδέστερον τῶν κόσμων καὶ ὅμως πραγματικόν.

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Ἡ σύγχρονος ζωγραφική», 1902)
Λέξεις-κλειδιά: Περικλής Γιαννόπουλος ήλιος φως ελληνικό μεσημέρι καλοκαίρι καύσωνας